Η θέση της ελληνικής οικονομίας - ακριβέστερα της ελληνικής κεφαλαιοκρατίας- στην ΕΕ-12 παρουσιάζεται βελτιωμένη σε σχέση με εκείνη πριν μια δεκαετία. Η βελτίωση καταγράφεται κυρίως σε σχέση με την Πορτογαλία. Στη διευρυμένη ΕΕ των 25 κρατών-μελών, η ελληνική οικονομία βρίσκεται πίσω από εκείνη της Κύπρου ως προς τον κύριο συγκρίσιμο δείκτη, του κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε ισοδύναμες μονάδες μέτρησης (οι οποίες εξομαλύνουν τα διαφορετικά επίπεδα τιμών).
Η πιο εμφανής ώθηση της ελληνικής οικονομίας καταγράφεται μετά το 2000, χρονική περίοδο κατά την οποία εκδηλώθηκε η οικονομική κρίση στις περισσότερες οικονομίες της ΕΕ, οι οποίες επηρεάσθηκαν και από την κρίση στις ΗΠΑ.
Η ελληνική οικονομία διατηρούσε ακόμη αρκετά χαμηλότερο βαθμό ενσωμάτωσης στην ΕΕ ώστε να επηρεασθεί άμεσα από την κρίση στο σκληρό οικονομικό πυρήνα της. Αντιθέτως είχε μεγαλύτερο βαθμό διασύνδεσης με την βαλκανική αγορά, η οποία βρισκόταν σε φάση καπιταλιστικής σταθεροποίησης και αναζωογόνησης.
Οι βαλκανικές οικονομικές και πολιτικές συνθήκες προσφέρονταν για μια περίοδο άνθησης των ελληνικών επενδύσεων.
Την ίδια περίοδο, οι επενδύσεις μέσω του Γ΄ ΚΠΣ και των Ολυμπιακών έργων έδιναν τη δυνατότητα μιας σχετικά σταθερής αύξησης των δημοσίων και ιδιωτικών επενδύσεων.
Η έλλειψη συγχρονισμού στον κύκλο της οικονομικής κρίσης μεταξύ της ελληνικής οικονομίας και εκείνης του σκληρού πυρήνα της ΕΕ δεν ανατρέπει τη νομοτέλεια εκδήλωσης της κρίσης και στην Ελλάδα.
Πότε ακριβώς θα εκδηλωθεί η κρίση και σε ποιο βάθος δε μπορεί να είναι μεσοπρόθεσμα προβλέψιμο. Μπορεί να προβλεφθεί βραχυπρόθεσμα, συνεκτιμώντας τις εξελίξεις στην ιδιωτική κατανάλωση, το βαθμό της δανειακής εξάρτησης των λαϊκών νοικοκυριών (από στεγαστικά, καταναλωτικά και άλλα δάνεια), τη δανειακή εξάρτηση των επιχειρήσεων σε συνδυασμό με την εξέλιξη στην ποσοστιαία μεταβολή της κερδοφορίας τους, την εξέλιξη των ισοζυγίων στις διεθνείς συναλλαγές και του δημοσίου χρέους, του επιπέδου τιμών, και οπωσδήποτε τη γενικότερη οικονομική συγκυρία σε αγορές που έχουν δεχθεί μεγάλες άμεσες επενδύσεις από ελληνικές επιχειρήσεις.
Η έγκαιρη και αξιόπιστη δημοσιοποίηση όλων των ανάλογων δεδομένων συχνά υπόκειται όχι μόνο σε προβλήματα μεθοδολογίας αλλά και στην πολιτική σκοπιμότητα των αρμοδίων φορέων.
Επομένως, εκ μέρους του αρμόδιου τμήματος της ΚΕ του ΚΚΕ θα ήταν δύσκολη η πρόβλεψη εκδήλωσης της κρίσης για χρονικό διάστημα μεγαλύτερο του εξάμηνου. Με βάση τα σημερινά δεδομένα, δε διαφαίνεται εκδήλωση της κρίσης μέσα στο επόμενο εξάμηνο, παρά τη μείωση της παραγωγής στη Μεταποίηση.
Ανεξαρτήτως του πότε θα εκδηλωθεί η κρίση στην ελληνική οικονομία, εξακολουθούν να υφίστανται προβλήματα ενδεικτικά της προοπτικής μιας βαθύτερης κρίσης. Εάν η εκδήλωση της κρίσης στην ελληνική οικονομία συμπέσει με φάση αναζωογόνησης για την οικονομία της ευρωζώνης, είναι φανερό ότι όχι μόνο θα ανακοπεί αλλά και θα ανατραπεί η σημερινή πορεία προσέγγισης του μέσου κοινοτικού κατά κεφαλήν ΑΕΠ.
Η διαχρονική εξέλιξη της παραγωγής στη Μεταποίηση, του μεριδίου της Βιομηχανίας στο σύνολο του ΑΕΠ, η διαχρονική εξέλιξη του εμπορικού ισοζυγίου, του δημόσιου χρέους και μάλιστα συγκριτικά προς τα ανάλογα μεγέθη, κατά μέσον όρο, της ευρωζώνης, υποδηλώνει την ύπαρξη βραδυφλεγών εκρηκτικών στην ελληνική οικονομία, και βεβαίως τη χαμηλή θέση της στην ανισόμετρη ευρωενωσιακή ιμπεριαλιστική πυραμίδα.
Η ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΚΗ ΠΑΡΑΓΩΓΗ
Τη χρονική περίοδο Ιανουαρίου - Οκτωβρίου 2003 σημειώθηκε συρρίκνωση της παραγωγής στη Μεταποίηση κατά 0,3% σε σχέση με την αντίστοιχη χρονική περίοδο του 2002 (το 2002 υπήρξε μικρή αύξηση κατά 0,5% σε σχέση με το 2001, ενώ το 2001/2000 αύξηση κατά 2,4%). Σε δεκατρείς (13) από τους εικοσιδύο (22) κλάδους της Μεταποίησης σημειώθηκε μείωση της παραγωγής (μεταξύ αυτών και οι δυναμικοί, μετά το 1995, κλάδοι των Τροφίμων και ποτών, των προϊόντων από ελαστική και πλαστική ύλη, των βασικών μετάλλων, των μηχανημάτων και εξοπλισμού, των συσκευών ραδιοφωνίας-τηλεόρασης-επικοινωνιών, των μεταφορικών μέσων). Επτα (7) κλάδοι της Μεταποίησης (καπνός, είδη ενδυμασίας, Δέρμα-είδη υπόδησης, Ξύλο και φελλός, χαρτί και προϊόντα από χαρτί, λοιποί εξοπλισμοί μεταφορών) παραμένουν σταθερά κάτω από το επίπεδο της παραγωγής του 1995[24].
Συρρικνώθηκε η παραγωγή κεφαλαιακών προϊόντων κατά 3,4% (για δεύτερη συνεχή χρονιά), διαρκών καταναλωτικών (μείωση κατά 2,3%), μείωση ενδιάμεσων κατά 0,6% και μείωση μη διαρκών καταναλωτικών προϊόντων κατά 0,1%.
Η αύξηση που παρουσίασε ο συνολικός δείκτης της Βιομηχανίας κατά 1,7% (Ιανουάριος-Οκτώβριος 2003/2002) οφείλεται αποκλειστικώς και μόνο στην αύξηση κατά 8,1% του Ηλεκτρισμού - Φυσικού αερίου (ενώ η παραγωγή στα Ορυχεία συρρικνώθηκε κατά 5,7%).[25]
Αλλά και η διαχρονική σύγκριση των ρυθμών μεταβολής του όγκου της μεταποιητικής παραγωγής, κάθε άλλο παρά καταγράφουν μια ιδιαίτερα δυναμική πορεία της ελληνικής οικονομίας μέσα στην ΕΕ. Για τη χρονική περίοδο 1996-2002, ο μέσος όρος μεταβολής της βιομηχανικής παραγωγής στην Ελλάδα ήταν 2,3% έναντι 1,7% στην ΕΕ (με 2,4% στην Ισπανία, 2,5% στην Πορτογαλία, 13,4% στην Ιρλανδία)[26].
Συγκρινόμενη η «δυναμική» περίοδος 1996-2002, με άλλες προηγούμενες μεταπολεμικές περιόδους εμφανίζει πολύ μικρότερη δυναμικότητα, με εξαίρεση τη χρονική περίοδο 1989-1995.
Ρυθμοί μεταβολής % του δείκτη όγκου της μεταποιητικής παραγωγής[27]
Ετος |
% |
Περίοδος |
% |
1996 |
-0,4 |
1961-66 |
7,3 |
1997 |
2,3 |
1967-74 |
9,8 |
1998 |
8,1 |
1975-81 |
4,5 |
1999 |
-0,9 |
1982-88 |
3,8 |
2000 |
5,1 |
1989-95 |
0,7 |
2001 |
1,7 |
1996-02 |
2,4 |
2002 |
0,7 |
|
|
Μ.Ο |
2,4 |
|
|
Μεγάλο μέρος της αυξητικής μεταβολής του ΑΕΠ κατά το 2003 οφειλόταν στη μεγάλη αυξητική μεταβολή του τομέα των Κατασκευών, που έφτασε να αντιπροσωπεύει το 9% του ΑΕΠ το 2003, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης του εγχώριου κατασκευαστικού προϊόντος 13,7% για την χρονική περίοδο 1997-2003.[28]
Αντιθέτως, η συμμετοχή της Μεταποίησης στο ΑΕΠ είναι η χαμηλότερη που υπάρχει μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ. Και γενικότερα η συμμετοχή της Βιομηχανίας (Μεταλλεία, Μεταποίηση, Ηλεκτρισμός) είναι συγκριτικά η χαμηλότερη (14% το 2001, υποχωρώντας από το 20% του 1990)[29], όχι μόνο στην ευρωζώνη (μέσος όρος 22,3% το 2001) αλλά και στο σύνολο των υπό ένταξη κρατών (μέσος όρος 26,2%, με τη χαμηλότερη συμμετοχή της Βιομηχανίας στο ΑΕΠ 12,9% στην Κύπρο)[30].
Η υποχώρηση του μεριδίου συμμετοχής του προϊόντος της Μεταποίησης και γενικότερα της Βιομηχανίας στο ΑΕΠ της Ελλάδας, σε συνδυασμό με τις εκροές κεφαλαίων, και την αύξηση της εισαγωγικής διείσδυσης κατά την περίοδο ένταξης στην ΟΝΕ αποτελούν στοιχεία ενισχυτικά του ενδεχόμενου να επιδεινωθεί η θέση της ελληνικής οικονομίας στην ανισόμετρη αλυσίδα της ΕΕ.
ΟΙ ΡΟΕΣ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΩΝ
Οι ελληνικές εξαγωγές εμπορευμάτων προς την ΕΕ είχαν παρουσιάσει πτωτική πορεία ως ποσοστό της συνολικής αξίας τους κατά την τριετία 1999-2001, παρ’ όλο που κατείχαν την πρώτη θέση. Η τάση αυτή ανατράπηκε στα έτη 2002-2003. Οι εξαγωγές στην ΕΕ-15 αποτελούσαν το 46,7% της συνολικής αξίας των εξαγωγών στο 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2003. Το 37,7% της συνολικής αξίας ήταν εξαγωγές στη ζώνη του ευρώ, το 16,2% στις Βαλκανικές χώρες, το 15% στις χώρες του ΟΟΣΑ (εκτός ΕΕ και ΗΠΑ), το 8,5% στις χώρες υπό ένταξη στην ΕΕ, το 7,3% στις ΗΠΑ, το 5,3% στις χώρες της Β. Αφρικής και Μ. Ανατολής, το 3,2% στην Κοινοπολιτεία Ανεξαρτήτων Κρατών, το 1,5% στην Κίνα και Ν. Α. Ασία και το υπόλοιπο 3,6% σε άλλες χώρες.
Η ΕΕ-15 κατέχει την πρώτη θέση στις ελληνικές εισαγωγές με ποσοστό 54,7% επί του συνόλου της αξίας των εισαγωγών για το 9μηνο Ιανουαρίου-Σεπτεμβρίου 2003. Για τη ζώνη του ευρώ αντιστοιχεί το 48,5% της συνολικής αξίας, με τάση ανάκαμψης σε σχέση με την μείωση του μεριδίου στη χρονική περίοδο 2000-2002. Το μερίδιο των Βαλκανικών χωρών και των υπό ένταξη χωρών είναι μικρό (2,7% και 1,7% αντιστοίχως) ενώ σημαντικά είναι τα μερίδια των χωρών της Β. Αφρικής και Μ. Ανατολής (7,8%), της Κοινοπολιτείας Ανεξαρτήτων Κρατών (7,7%) και της Κίνας και της Ν. Α. Ασίας (4,7%) στις ελληνικές εισαγωγές. Το δεύτερο μεγαλύτερο μερίδιο αφορά τις χώρες του ΟΟΣΑ - εκτός ΕΕ και ΗΠΑ (17,7%), ενώ το μερίδιο των ΗΠΑ είναι 4,4% και το υπόλοιπο 3% σε άλλες χώρες[31].
Σύμφωνα με έρευνα του Κέντρου Εξαγωγικών Ερευνών και Μελετών (ΚΚΕΜ) για λογαριασμό του Πανελληνίου Συνδέσμου Εξαγωγέων, για τα έτη 1990 και 2000, η Γερμανία και η Ιταλία εξακολούθησαν να κατέχουν την 1η και τη 2η θέση αντιστοίχως (με ποσοστά επί του συνόλου της αξίας των ελληνικών εξαγωγών 21,9% το 1990 και 12,6% το 2000 η Γερμανία και 16,7% το 1990 και 9,4% το 2000 η Ιταλία). Υποχώρησαν σημαντικά το μερίδιο και η θέση κρατών-μελών της ΕΕ, όπως η Γαλλία και η Ολλανδία, ενώ ανέβηκε σημαντικά το μερίδιο και η θέση της Ρουμανίας, της Βουλγαρίας και της Τουρκίας στις ελληνικές εξαγωγές το 2000 σε σύγκριση με το 1990[32]. Ωστόσο στην πορεία σημειώθηκε μείωση των εξαγωγών προς την Τουρκία.
Αν και υπήρξε αυξητική πορεία των ελληνικών εξαγωγών αυτή ήταν πολύ χαμηλότερη της πορείας αύξησης των ελληνικών εισαγωγών και της αύξησης των παγκόσμιων εξαγωγών. Ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων υπολογίζει τη μέση ετήσια αύξηση των ελληνικών εξαγωγών κατά 3% στη δεκαετία του 1990, τη μισή της αντίστοιχης αύξησης των παγκόσμιων εξαγωγών, με συνέπεια να μειώνεται το μερίδιο τους στη διεθνή αγορά[33].
Η ελληνική οικονομία έχει τις χαμηλότερες εξαγωγές ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (8% το 2002, ενώ 10% το 2000 και το 1990 και 13% το 1980) και χαμηλή και φθίνουσα σχέση ως ποσοστό επί των εισαγωγών (36% το 2002, ενώ 39% το 2000, 42% το 1990 και 49% το 1980) στην ΕΕ-15[34]. Το ελληνικό εμπορικό ισοζύγιο είναι σταθερά αρνητικό και διευρύνεται, ακόμη και για τα αγροτικά προϊόντα, που κατέχουν τη 2η θέση, μετά τα βιομηχανικά προϊόντα, στην κλαδική διάθρωση των ελληνικών εξαγωγών.
Θετικό είναι το εμπορικό ισοζύγιο με τα βαλκανικά κράτη (εκτός της Τουρκίας). Το εμπορικό ισοζύγιο με την Τουρκία είναι ελλειμματικό και διευρύνθηκε κατά το 2003, λόγω διπλάσιας αύξηση των τουρκικών εισαγωγών στην Ελλάδα από τις ελληνικές εξαγωγές στην Τουρκία.
Ελλειμματικό είναι το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας με αρκετές από τις υπό ένταξη χώρες, π.χ την Πολωνία, την Τσεχία, την Ουγγαρία (με βάση στοιχεία του 2000).
Γενικότερα η κλαδική σύνθεση της ελληνικής εισαγωγικής δαπάνης το 2003 (21,2% σε μηχανές και συσκευές, 21,9% σε εμπορεύματα μεταποίησης εκτός μεταλλουργίας, 15% σε μεταφορικά μέσα, 15,8% σε χημικά-πλαστικά, 14,4% σε αγροτικά) σε συνδυασμό με την κλαδική σύνθεση των εξαγωγικών εισπράξεων (22% από αγροτικά προϊόντα, 20,1% από εμπορεύματα μεταποίησης εκτός μεταλλουργίας)[35] αντανακλά τη διαρθρωτική υστέρηση της ελληνικής παραγωγής σε σύγκριση ακόμη και με κάποιες από τις υπό ένταξη οικονομίες.
ΟΙ ΡΟΕΣ ΤΩΝ ΑΜΕΣΩΝ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ
Εξετάζοντας τα Αποθέματα[36] Εισροών Ξένων Αμεσων Επενδύσεων (σε τρέχουσες τιμές), ως ποσοστό της διεθνούς αγοράς, ως ποσοστό της ΕΕ αγοράς και ως ποσοστό του ΑΕΠ, για τα έτη 1980, 1990, 2000, διαπιστώνουμε ότι αυτά παρουσιάζουν διαχρονική αύξηση στην Ελλάδα ως ποσοστό του ΑΕΠ, αλλά μείωση ως ποσοστό της διεθνούς αγοράς και ως ποσοστό της ευρωενωσιακής αγοράς.
Αποθέματα Εισροών Ξένων Αμεσων Επενδύσεων[37](τρέχουσες τιμές)
|
1980 |
1990 |
2000 |
|
Δισ. δολ. |
% Διεθ νούς αγο ράς |
% της ΕΕ αγο ράς |
% του ΑΕΠ |
Δισ. δολ. |
% Διεθ νούς αγο ράς |
% της ΕΕ αγο ράς |
% του ΑΕΠ |
Δισ. δολ. |
% Διεθνούς αγο ράς |
% της ΕΕ αγο ράς |
% του ΑΕΠ |
|
ΕΕ |
185,7 |
30,2 |
|
5,3 |
739,6 |
39,2 |
|
11,0 |
2376,2 |
37,6 |
|
30,1 |
|
Ελλάδα |
4,5 |
0,7 |
2,42 |
11,3 |
14,0 |
0,7 |
1,89 |
16,9 |
23,1 |
0,4 |
0,97 |
20,4 |
|
Σύνολο |
615,8 |
|
|
6,0 |
1889,0 |
|
|
9,2 |
6314,3 |
|
|
20,2 |
|
Κατά τη χρονική περίοδο 1991-1995, οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα ως ετήσιος μέσος όρος φθάνουν τα 1.058 εκατ. ευρώ και αποτελούν το 1,2% του αντίστοιχου ετήσιου μέσου όρου στην ΕΕ-15, ύψους 87.584 εκατ. δολ.
Στη χρονική περίοδο 1997-2002, οι εισροές ΑΞΕ στην Ελλάδα ως ετήσιος μέσος όρος πέφτει στα 728 εκατ. δολ. (μείωση κατά 31,2% συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο) και αποτελεί το 0,19% του αντίστοιχου ετήσιου μέσου όρου στην ΕΕ, ύψους 383.511,5 εκατ. δολ. (αύξηση κατά 337,9% συγκριτικά με την προηγούμενη περίοδο).
Συμπέρασμα, οι εισροές ΑΞΕ στην Ελλάδα δεν ακολουθούν τη γενική αυξητική τάση της περιόδου 1997-2002 σε σύγκριση με την περίοδο 1991-1995. Αντιθέτως εμφανίζουν πτωτική τάση ως μέση ετήσια ροή, με αποτέλεσμα να μικραίνει το ποσοστό τους στη συνολική ροή ΑΞΕ στην ΕΕ-15, κατέχοντας την τελευταία θέση. Στην ΕΕ-25 η θέση της Ελλάδας, ως ποσοστό συμμετοχής στις συνολικές εισροές ΑΞΕ προς την ΕΕ, υποχωρεί κάτω από εκείνες της Πολωνίας, της Τσεχίας, της Ουγγαρίας και της Σλοβακίας[38].
Οσον αφορά στις εκροές ΑΞΕ από την Ελλάδα για τη χρονική περίοδο 1997-2002, ως ετήσιος μέσος όρος φθάνουν τα 720,17 εκατ. δολ. (4.321 εκατ. δολ. συνολικά) και αντιπροσωπεύουν το 0,13% του αντίστοιχου ετήσιου μέσου όρου εκροών ΑΞΕ από την ΕΕ-15, ύψους 536.054,3 εκατ. δολ. (συνολικά 3.216.326 εκατ. δολ.). Στην προηγούμενη περίοδο 1991-1995, οι καθαρές εκροές ΑΞΕ ως μέσος ετήσιος όρος είναι μηδενικές[39].
Το ποσοστό συμμετοχής τόσο των εισροών όσο και των εκροών στις εισροές και στις εκροές ΑΞΕ της ΕΕ αντιστοίχως είναι κατά πολύ μικρότερο του ποσοστού συμμετοχής του ελληνικού πληθυσμού στο συνολικό πληθυσμό της ΕΕ-15 (2,9%), με αποτέλεσμα τη χαμηλότερη κατά κεφαλήν εισροή και εκροή άμεσα επενδυτικού κεφαλαίου για την Ελλάδα σε σύγκριση με τα άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ. Παρ’ όλα αυτά ανοδική ήταν η τάση εκροής άμεσα επενδυτικών κεφαλαίων από την Ελλάδα σε σύγκριση με την προηγούμενη περίοδο.
Ροές Αμεσων Επενδύσεων Ελλάδας[40](σε εκατ. ευρώ)
|
2000 |
2001 |
2002 |
Εισροές |
1.202,8 |
1.776,1 |
53,4 |
Εκροές |
2.319,0 |
688,5 |
696,3 |
Ισοζύγιο εισροών-εκροών |
-1.116,2 |
1.087,6 |
-643,0 |
Ως προς τη διάρθρωση των ελληνικών άμεσων επενδύσεων στο εξωτερικό παρατηρούμε ότι το 2002 αυξάνουν απόλυτα και ως ποσοστό επί του συνόλου οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις στην ΕΕ (368 εκατ. ευρώ και 52,9% επί του συνόλου των 696 εκατ. ευρώ έναντι 293 εκατ. ευρώ και 34,6% επί του συνόλου 689 εκατ. ευρώ το 2001). Επίσης αυξάνονται απόλυτα και ως ποσοστό επί του συνόλου οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις στη Μέση Ανατολή και Μεσόγειο (164 εκατ. ευρώ και 23,6% έναντι 102 εκατ. ευρώ και 14,8% το 2001). Μειώνονται απόλυτα και ως ποσοστό οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις στις Βαλκανικές χώρες (85 εκατ. ευρώ και 12,2% επί του συνόλου έναντι 113 εκατ. ευρώ και 16,3% το 2001)[41].
Από την ΕΕ προέρχεται σχεδόν το σύνολο (92,4%) των άμεσων ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα το 2001[42].
Κατά την τελευταία τετραετία 2000-2003, μόνο στο 2001 και το 2003 εμφανίσθηκε καθαρή εισροή (θετικό ισοζύγιο εισροών-εκροών) άμεσα επενδυτικού κεφαλαίου στην Ελλάδα, ενώ το 2000 και το 2002 υπήρξε καθαρή εκροή. Τις χρονιές της καθαρής εισροής υπήρξε κάποια σχετικά μεγάλη εξαγορά μεριδίου ελληνικής επιχείρησης και τις χρονιές της καθαρής εκροής αντιστρόφως υπήρξε σχετικά μεγάλη επένδυση ελληνικής επιχείρησης στο εξωτερικό ή και απόσυρση κεφαλαίου. Τα δεδομένα, καθαρής εισροής ή καθαρής εκροής άμεσης επένδυσης αλλάζουν από 6μηνο σε 6μηνο. Για παράδειγμα, με βάση τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας, της ενδιάμεσης έκθεσης για τη Νομισματική πολιτική του 2003, οι άμεσες επενδύσεις εμφάνιζαν καθαρή εκροή ύψους 579,7 εκατ. ευρώ το επτάμηνο Ιανουαρίου-Ιουλίου 2003[43].
ΟΙ ΑΛΛΕΣ ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ ΕΠΕΝΔΥΣΕΩΝ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Από τις άλλες κατηγορίες επενδύσεων κεφαλαίου ανοδικά θετικό ισοζύγιο εισροών-εκροών, δηλαδή ανοδικά καθαρή εισροή εμφανίζουν οι επενδύσεις χαρτοφυλακίου (για ομόλογα και μετοχές): 9.464,8 εκατ. ευρώ το 2001, 10.937,8 εκατ. ευρώ το 2002 και 12.334,0 εκατ. ευρώ (εκτίμηση) το 2003[44].
Μεγάλη αύξηση εμφάνισαν οι εισροές για την αγορά ελληνικών ομολόγων από κατοίκους εξωτερικού (18,8 δισ. ευρώ το 2003 έναντι 11,9 δισ. ευρώ το 2002, δηλαδή αύξηση κατά 58%). Ομως, ακόμη μεγαλύτερη ήταν η κατά 388% αύξηση των εκροών για αγορά ξένων ομολόγων από κατοίκους Ελλάδας (8,3 δισ. ευρώ το 2003 έναντι 1,7 δισ. ευρώ το 2002), σαν αποτέλεσμα της απελευθέρωσης στην κίνηση των κεφαλαίων στο πλαίσιο του ενιαίου νομισματικού συστήματος και του ενιαίου νομίσματος[45].
Οι λοιπές επενδύσεις (περιλαμβάνονται και τα δάνεια της γενικής κυβέρνησης), εμφανίζουν καθαρή εκροή στα έτη 2001 και 2003, ύψους 9.794,6 εκατ. ευρώ και 7.623,9 εκατ. ευρώ αντιστοίχως και καθαρή εισροή ύψους 1.998,6 εκατ. ευρώ το 2002[46].
Το ισοζύγιο μεταβιβάσεων (χρηματοοικονομικές συναλλαγές της γενικής κυβέρνησης με την ΕΕ, κίνηση μεταναστευτικών εμβασμάτων κλπ.) είναι διαχρονικά θετικό.