Ο Α. Λουνατσάρσκι παραθέτει στα «Δοκίμια», σελ. 140-141, τους συλλογισμούς του Ένγκελς στο «Αντι-Ντύρινγκ» σχετικά με το ζήτημα αυτό και προσχωρεί ολοκληρωτικά στον «καταπληκτικό για τη σαφήνεια και ευστοχία του» χαρακτηρισμό του ζητήματος, που έκανε ο Ένγκελς στην αντίστοιχη «θαυμαστή σελίδα»1 του παραπάνω έργου.
Υπάρχουν πραγματικά πολλά θαυμαστά εδώ. Και το πιο «θαυμαστό» είναι πως ούτε ο Α. Λουνατσάρσκι, ούτε το πλήθος των άλλων μαχιστών που θέλουν να θεωρούνται μαρξιστές, «δεν πρόσεξαν» τη γνωσιολογική σημασία των σκέψεων του Ένγκελς για την ελευθερία και την αναγκαιότητα. Για να τις διαβάσουν, τις διάβασαν, για να τις αντιγράψουν, τις αντέγραψαν, μα δεν κατάλαβαν απολύτως τίποτε.
Ο Ένγκελς λέει: «О Χέγγελ ήταν ο πρώτος που εξέθεσε σωστά τη σχέση ελευθερίας και αναγκαιότητας. Γι’ αυτόν η ελευθερία είναι η γνώση της αναγκαιότητας. Τυφλή είναι η αναγκαιότητα μόνο εφόσον δεν έχει κατανοηθεί. Η ελευθερία δεν έγκειται στη φανταστική ανεξαρτησία από τους νόμους της φύσης, αλλά στη γνώση αυτών των νόμων και στη δυνατότητα που προσφέρει αυτή η γνώση∙ να τους κάνουμε να δρουν σχεδιασμένα για καθορισμένους σκοπούς. Αυτό ισχύει τόσο για τους νόμους της εξωτερικής φύσης, όσο και για τους νόμους που διέπουν τη σωματική και πνευματική ύπαρξη του ίδιου του ανθρώπου, δυο κατηγορίες νόμων που μπορούμε να τις χωρίσουμε τη μια από την άλλη το πολύ-πολύ στη σκέψη μας, όχι όμως και στην πραγματικότητα. Ελευθερία της βούλησης δεν σημαίνει, συνεπώς, τίποτε άλλο από την ικανότητα ν’ αποφασίζεις, έχοντας γνώση του ζητήματος. Έτσι, όσο πιο ελεύθερη είναι η κρίση ενός ανθρώπου για ένα ορισμένο ζήτημα, με τόση μεγαλύτερη αναγκαιότητα θα καθορίζεται το περιεχόμενο αυτής της κρίσης... Η ελευθερία λοιπόν συνίσταται στη βασισμένη στη γνώση των αναγκαιοτήτων της φύσης (Naturnotwendigkeiten) κυριαρχία πάνω σ’ εμάς τους ίδιους και πάνω στην εξωτερική φύση...» (σελ. 112-113 της πέμπτης γερμ. έκδ.)2.
Ας εξετάσουμε σε ποιες γνωσιολογικές προτάσεις στηρίζεται όλος αυτός ο συλλογισμός.
Πρώτο, ο Ένγκελς παραδέχεται από την αρχή κιόλας των συλλογισμών του τους νόμους της φύσης, τους νόμους της εξωτερικής φύσης, την αναγκαιότητα της φύσης, δηλ. καθετί που ο Μαχ, ο Αβενάριους, ο Πέτσολντ και Σία αποκαλούν «μεταφυσική». Αν ο Λουνατσάρσκι ήθελε να καλοσκεφθεί τους «θαυμαστούς» συλλογισμούς του Ένγκελς, δεν θα μπορούσε παρά να δει τη θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στην υλιστική θεωρία της γνώσης και στον αγνωστικισμό και ιδεαλισμό που αρνιούνται τη νομοτέλεια της φύσης ή την ανακηρύσσουν απλώς «λογική» κτλ. κτλ.
Δεύτερο, ο Ένγκελς δεν επιχειρεί να κατασκευάζει με το ζόρι «ορισμούς» της ελευθερίας και της αναγκαιότητας, τους σχολαστικούς εκείνους ορισμούς, που απασχολούν περισσότερο από καθετί τους αντιδραστικούς καθηγητές (σαν τον Αβενάριους) και τους μαθητές τους (σαν τον Μπογκντάνοφ). Ο Ένγκελς παίρνει τη γνώση και τη βούληση του ανθρώπου από το ένα μέρος και την αναγκαιότητα της φύσης από το άλλο και, αντί να δόσει ορισμούς, λέει απλώς ότι η αναγκαιότητα της φύσης είναι το πρωτεύον, ενώ η βούληση και η συνείδηση του ανθρώπου είναι το δευτερεύον. Η βούληση και η συνείδηση του ανθρώπου είναι υποχρεωμένες, είναι αναπόφευκτα και αναγκαστικά υποχρεωμένες, να προσαρμόζονται στην αναγκαιότητα της φύσης∙ ο Ένγκελς το θεωρεί αυτό τόσο αυτονόητο, που δεν χάνει τον καιρό του για να εξηγήσει την άποψή του. Μόνο οι μαχιστές της Ρωσίας μπορούσαν να παραπονεθούν για το γενικό ορισμό του υλισμού που έδοσε ο Ένγκελς (η φύση είναι το πρωτεύον και η συνείδηση το δευτερεύον: θυμηθείτε τις «απορίες» του Μπογκντάνοφ σχετικά μ’ αυτό!) και ταυτόχρονα να βρίσκουν «θαυμαστή» και «καταπληκτικά εύστοχη» μια από τις μερικότερες εφαρμογές αυτού του γενικού και θεμελιακού ορισμού από τον Ένγκελς.
Τρίτο, ο Ένγκελς δεν αμφιβάλλει για την ύπαρξη μιας «τυφλής αναγκαιότητας». Δέχεται την ύπαρξη μιας αναγκαιότητας που δεν είναι γνωσμένη από τον άνθρωπο. Αυτό φαίνεται καθαρότατα από την περικοπή που παραθέσαμε. Και όμως, από την άποψη των μαχιστών, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να γνωρίζει κάτι για την ύπαρξη εκείνου που δεν γνωρίζει; Να γνωρίζει για την ύπαρξη μιας μη γνωσμένης αναγκαιότητας; Δεν είναι μήπως αυτό «μυστικισμός», δεν είναι «μεταφυσική» δεν είναι αναγνώριση «φετίχ» και «ειδώλων», δεν είναι «ένα καντιανικό αγνώσιμο πράγμα καθεαυτό»; Αν οι μαχιστές βάθαιναν σ’ αυτό το ζήτημα, δεν θα μπορούσαν παρά να προσέξουν την πλήρη ταυτότητα των κρίσεων του Ένγκελς για τη γνωσιμότητα της αντικειμενικής φύσης των πραγμάτων και για τη μετατροπή του «πράγματος καθεαυτό» σε «πράγμα για μας», από τη μια μεριά και των κρίσεών του για μια τυφλή μη γνωσμένη αναγκαιότητα, από την άλλη. Η ανάπτυξη της συνείδησης του κάθε ξεχωριστού ατόμου - ανθρώπου και η ανάπτυξη των συλλογικών γνώσεων ολόκληρης της ανθρωπότητας μας δείχνουν σε κάθε βήμα τη μετατροπή του μη γνωσμένου «πράγματος καθεαυτό» σε γνωσμένο «πράγμα για μας», τη μετατροπή της τυφλής, μη γνωσμένης αναγκαιότητας, της «αναγκαιότητας καθεαυτήν» σε γνωσμένη «αναγκαιότητα για μας». Γνωσιολογικά δεν υπάρχει καμιά απολύτως διαφορά ανάμεσα στις δυο αυτές μετατροπές, γιατί η βασική άποψη και στις δύο περιπτώσεις, είναι η ίδια, δηλ. η υλιστική, η αναγνώριση της αντικειμενικής πραγματικότητας του εξωτερικού κόσμου και των νόμων της εξωτερικής φύσης, και μάλιστα ότι και ο κόσμος αυτός κι οι νόμοι αυτοί είναι εντελώς γνώσιμοι για τον άνθρωπο, αλλά ποτέ δεν μπορούν να γνωσθούν απ’ αυτόν ως το τέλος. Δεν γνωρίζουμε την αναγκαιότητα της φύσης στα μετεωρολογικά φαινόμενα και στο βαθμό αυτό είμαστε αναπόφευκτα δούλοι του καιρού. Ωστόσο, αν και δεν γνωρίζουμε αυτή την αναγκαιότητα, γνωρίζουμε πάντως ότι υπάρχει. Από πού πηγάζει αυτή η γνώση; Από κει που πηγάζει και η γνώση ότι τα πράγματα υπάρχουν έξω από τη συνείδησή μας και ανεξάρτητα απ’ αυτή, συγκεκριμένα: από την ανάπτυξη των γνώσεών μας, που δείχνει εκατομμύρια φορές σε κάθε άνθρωπο ότι η άγνοια αντικαθίσταται από τη γνώση, όταν το αντικείμενο επενεργεί στα αισθητήριά μας όργανα, και αντίστροφα: η γνώση μετατρέπεται σε άγνοια, όταν αίρεται η δυνατότητα μιας τέτιας επενέργειας.
Τέταρτο, στον παραπάνω συλλογισμό ο Ένγκελς εφαρμόζει ξεκάθαρα στη φιλοσοφία τη μέθοδο του «πηδήματος ζωής», δηλ. κάνει ένα πήδημα από τη θεωρία στην πράξη. Ούτε ένας από τους σοφούς (και ανόητους) εκείνους καθηγητές της φιλοσοφίας, που ακολουθούν οι μαχιστές μας, δεν επιτρέπει ποτέ στον εαυτό του παρόμοια, επονείδιστα για εκπρόσωπο της «καθαρής επιστήμης», πηδήματα. Γι’ αυτούς άλλο πράγμα είναι η θεωρία της γνώσης, στην οποία πρέπει όσο μπορείς πονηρότερα να μαγειρέψεις λεκτικά «ορισμούς», και εντελώς άλλο πράγμα είναι η πράξη. Στον Ένγκελς ολόκληρη η ζωντανή ανθρώπινη πράξη εισορμά στην ίδια τη θεωρία της γνώσης και προσφέρει το αντικειμενικό κριτήριο της αλήθειας: όσον καιρό δεν γνωρίζουμε ένα νόμο της φύσης, ο νόμος αυτός, που υπάρχει και δρα ξέχωρα, έξω από τη γνώση μας, μας κάνει δούλους της «τυφλής αναγκαιότητας». Από τη στιγμή όμως που γνωρίσαμε αυτό το νόμο, που δρα (όπως επαναλάβαινε χιλιάδες φορές ο Μαρξ) ανεξάρτητα από τη βούληση και τη συνείδησή μας, είμαστε κύριοι της φύσης. Η κυριαρχία πάνω στη φύση, που εκδηλώνεται στην πρακτική δράση της ανθρωπότητας, είναι αποτέλεσμα μιας αντικειμενικά πιστής αντανάκλασης των φαινομένων και των προτσές της φύσης στον εγκέφαλο του ανθρώπου, είναι απόδειξη του γεγονότος ότι αυτή η αντανάκλαση (μέσα στα όρια εκείνου που μας δείχνει η πράξη) είναι μια αντικειμενική, απόλυτη, αιώνια αλήθεια.
Τι έχουμε λοιπόν σαν συμπέρασμα; Κάθε βήμα στο συλλογισμό του Ένγκελς, κυριολεκτικά σχεδόν κάθε του φράση, κάθε του θέση στηρίζονται ολοκληρωτικά και αποκλειστικά στη γνωσιολογία του διαλεκτικού υλισμού, δηλαδή σε προϋποθέσεις που χτυπούν κατάμουτρα όλες τις μαχιστικές ανοησίες για σώματα σαν συμπλέγματα αισθημάτων, για «στοιχεία», για «σύμπτωση της αισθητηριακής αντίληψης με την έξω από μας υπάρχουσα πραγματικότητα» κτλ., κτλ. κ.ο.κ. Οι μαχιστές, χωρίς καθόλου να σκοτίζονται για όλα αυτά, εγκαταλείπουν τον υλισμό και επαναλαβαίνουν (a la Μπέρμαν) τριμμένες κοινοτοπίες για τη διαλεκτική και την ίδια στιγμή υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες μια από τις εφαρμογές του διαλεκτικού υλισμού! Άντλησαν τη φιλοσοφία τους από την εκλεκτική θεόφτωχη σούπα και εξακολουθούν να σερβίρουν στον αναγνώστη την ίδια σούπα. Παίρνουν ένα κομματάκι αγνωστικισμό και λιγάκι ιδεαλισμό από τον Μαχ, τα ενώνουν μ’ ένα κομματάκι διαλεκτικό υλισμό του Μαρξ και ψελλίζουν ότι το συνοθύλευμα αυτό αποτελεί ανάπτυξη του μαρξισμού. Νομίζουν ότι, αν ο Μαχ, ο Αβενάριους, ο Πέτσολντ και άλλες αυθεντίες τους δεν έχουν ούτε την παραμικρή ιδέα για το πώς ο Χέγγελ και ο Μαρξ έλυσαν το πρόβλημα (της ελευθερίας και της αναγκαιότητας), αυτό είναι καθαρή σύμπτωση: απλούστατα, δεν διάβασαν την τάδε σελιδούλα στο τάδε βιβλιαράκι, και όχι πως αυτές οι «αυθεντίες» ήταν και παραμένουν εντελώς αγράμματοι σέ ό,τι αφορά την πραγματική πρόοδο της φιλοσοφίας του 19ου αιώνα, ήταν και παραμένουν φιλόσοφοι σκοταδιστές.
Να ο συλλογισμός ενός τέτιου σκοταδιστή, του τακτικότατου καθηγητή της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης Έρνστ Μαχ:
«Ή ορθότητα της θέσης του ντετερμινισμού ή του ιντετερμινισμού δεν μπορεί ν’ αποδειχθεί. Εδώ μόνο μια τέλεια ή μια αποδειγμένα απραγματοποίητη επιστήμη θα μπορούσε να δόσει λύση. Εδώ πρόκειται ακριβώς για τις προϋποθέσεις που επιστρατεύουμε (man heranbringt) κατά την εξέταση των πραγμάτων, ανάλογα με το αν αποδίδουμε μεγαλύτερη ή μικρότερη υποκειμενική βαρύτητα (subjektives Gewicht) στις προηγούμενες επιτυχίες ή αποτυχίες της έρευνας. Στη διάρκεια όμως της έρευνας κάθε στοχαστής είναι κατανάγκη θεωρητικά ντετερμινιστής» («Γνώση και πλάνη», 2η γερμ. έκδ., σελ. 282-283).
Δεν είναι άραγε αυτό σκοταδισμός, όταν η καθαρή θεωρία διαχωρίζεται με επιμέλεια από την πράξη; Όταν ο ντετερμινισμός περιορίζεται στην περιοχή της «έρευνας», ενώ στην περιοχή της ηθικής, της κοινωνικής δράσης και σ’ όλες τις υπόλοιπες περιοχές, εκτός την περιοχή της «έρευνας», το ζήτημα αφήνεται στην «υποκειμενική» εκτίμηση; Στο γραφείο μου, λέει ο σχολαστικός σοφός, είμαι ντετερμινιστής∙ δεν λέει όμως λέξη, ότι ο φιλόσοφος πρέπει ν’ αναζητήσει μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία που ν’ αγκαλιάζει και τη θεωρία και την πράξη και να είναι χτισμένη πάνω στο ντετερμινισμό. Ο Μαχ αραδιάζει κοινοτοπίες, επειδή θεωρητικά το πρόβλημα της σχέσης ελευθερίας και αναγκαιότητας του είναι ολότελα σκοτεινό.
«...Κάθε καινούργια ανακάλυψη βγάζει στο φως κενά της γνώσης μας, βγάζει στην επιφάνεια ένα υπόλειμα εξαρτημάτων που δεν είχαν προσεχτεί ως τώρα» (283)... Θαυμάσια! Μήπως αυτό το «υπόλειμα» είναι ακριβώς το «πράγμα καθεαυτό» που αντανακλά η συνείδησή μας όλο και βαθύτερα; Κάθε άλλο: «...Έτσι κι εκείνος που στη θεωρία υποστηρίζει έναν άκρο ντετερμινισμό, στην πράξη οφείλει αναπόφευκτα να παραμένει ιντετερμινιστής» (283)... Να λοιπόν που τα μοιράστηκαν σαν καλοί φίλοι3: η θεωρία για τους καθηγητές και η πράξη για τους θεολόγους! Ή: στη θεωρία αντικειμενισμός (δηλ. «ντροπαλός» υλισμός) και στην πράξη «η υποκειμενική μέθοδος στην κοινωνιολογία»4. Δεν είναι εκπληκτικό ότι οι ρώσοι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του μικροαστισμού, οι ναρόντνικοι, από τον Λεσέβιτς ως τον Τσερνόφ, συμπαθούν μια τόσο αγοραία φιλοσοφία. Είναι πάντως εξαιρετικά λυπηρό ότι άνθρωποι που θέλουν να θεωρούνται μαρξιστές, παρασύρθηκαν από μια τέτια ανοησία και συγκαλύπτουν ντροπαλά τα πιο παράλογα συμπεράσματα του Μαχ.
Στο ζήτημα όμως της βούλησης ο Μαχ δεν περιορίζεται στη σύγχυση και στο μεσοβέζικο αγνωστικισμό, αλλά προχωρεί πολύ πιο πέρα... «Το αίσθημά μας της πείνας –διαβάζουμε στη «Μηχανική»– δεν διαφέρει στην ουσία από τη συγγένεια του θειικού οξέος με τον ψευδάργυρο και η βούλησή μας δεν διαφέρει και τόσο από την πίεση της πέτρας στο υποστήριγμά της». «Θα βρεθούμε έτσι» (αν ακολουθήσουμε δηλ. αυτή την άποψη) «πιο κοντά στη φύση, χωρίς να έχουμε ανάγκη ν’ αποσυνθέσουμε τον άνθρωπο σε ένα ακατάληπτο σωρό νεφελωδών ατόμων ή να κάνουμε από τον κόσμο ένα σύστημα φαντασμάτων» (σελ. 434 της γαλλ. μετάφρασης). Έτσι λοιπόν δεν χρειάζεται ο υλισμός («νεφελώδη άτομα» ή ηλεκτρόνια, δηλ. παραδοχή της αντικειμενικής πραγματικότητας του υλικού κόσμου), δεν χρειάζεται ούτε ο ιδεαλισμός που αναγνωρίζει τον κόσμο «σαν ένα άλλο Είναι» του πνεύματος, αλλά είναι δυνατός ένας ιδεαλισμός που ν’ αναγνωρίζει τον κόσμο σαν βούληση! Εμείς στεκόμαστε πιο ψηλά όχι μόνο από τον υλισμό, αλλά και από τον ιδεαλισμό ενός «κάποιου» Χέγγελ, δεν έχουμε όμως αντίρηση να ερωτοτροπούμε με έναν ιδεαλισμό αλά Σοπενχάουερ! Οι μαχιστές μας, που παίρνουν το ύφος προσβλημένης αθωότητας κάθε φορά που τους θυμίζουν τη συγγένεια του Μαχ με το φιλοσοφικό ιδεαλισμό, προτίμησαν και σ’ αυτή την περίπτωση να σιωπήσουν απλώς και σ’ αυτό το λεπτό σημείο. Κι ωστόσο είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς στη φιλοσοφική φιλολογία έκθεση των απόψεων του Μαχ, που να μην σημειώνει τη ροπή του προς την Willensmetaphysik, δηλ. προς το βουλησιαρχικό ιδεαλισμό. Αυτό το τόνιζε ο Γ. Μπάουμαν5, και ο μαχιστής X. Κλάινπετερ που του έφερε αντίρηση, δεν ανασκεύασε αυτό το σημείο και δήλωσε ότι ο Μαχ είναι βέβαια «πιο κοντά στον Καντ και στον Μπέρκλεϋ παρά στο μεταφυσικό εμπειρισμό που κυριαρχεί στις φυσικές επιστήμες» (δηλ. στον αυθόρμητο υλισμό∙ στο ίδιο, Bd. 6, S. 87). Το ίδιο τονίζει και ο Ε. Μπέχερ που σημειώνει ότι, αν ο Μαχ σε ορισμένα μέρη αναγνωρίζει τη βουλησιαρχική μεταφυσική και σε άλλα την απαρνιέται, αυτό μαρτυρεί απλώς το αυθαίρετο της ορολογίας του∙ στην πραγματικότητα είναι αναμφισβήτητη η συγγένεια του Μαχ με τη βουλησιαρχική μεταφυσική6. Την πρόσμιξη της μεταφυσικής αυτής (δηλ. του ιδεαλισμού) με τη «φαινομενολογία» (δηλ. τον αγνωστικισμό), την παραδέχεται και ο Λούκκα7. Το ίδιο πράγμα σημειώνει και ο Β. Βουντ8. Ότι ο Μαχ είναι φαινομεναλιστής, «όχι ξένος προς το βουλησιαρχικό ιδεαλισμό», το διαπιστώνει και το εγχειρίδιο ιστορίας της νεότερης φιλοσοφίας του Ύμπερβεγκ-Χάιντσε9.
Με δυο λόγια ο εκλεκτικισμός του Μαχ και η ροπή του προς τον ιδεαλισμό είναι πράγματα ξεκάθαρα για όλους, εκτός ίσως από τους ρώσους μαχιστές.