Β. Ι. Λένιν: Ελευθερία και αναγκαιότητα*


του Β. Ι. Λένιν

Ο Α. Λουνατσάρσκι παραθέτει στα «Δοκίμια», σελ. 140-141, τους συλλογισμούς του Ένγκελς στο «Αντι-Ντύρινγκ» σχε­τικά με το ζήτημα αυτό και προσχωρεί ολοκληρωτικά στον «καταπληκτικό για τη σαφήνεια και ευστοχία του» χαρακτη­ρισμό του ζητήματος, που έκανε ο Ένγκελς στην αντίστοιχη «θαυμαστή σελίδα»1 του παραπάνω έργου.

Υπάρχουν πραγματικά πολλά θαυμαστά εδώ. Και το πιο «θαυμαστό» είναι πως ούτε ο Α. Λουνατσάρσκι, ούτε το πλή­θος των άλλων μαχιστών που θέλουν να θεωρούνται μαρξιστές, «δεν πρόσεξαν» τη γνωσιολογική σημασία των σκέψεων του Ένγκελς για την ελευθερία και την αναγκαιότητα. Για να τις διαβάσουν, τις διάβασαν, για να τις αντιγράψουν, τις αντέγραψαν, μα δεν κατάλαβαν απολύτως τίποτε.

Ο Ένγκελς λέει: «О Χέγγελ ήταν ο πρώτος που εξέθεσε σωστά τη σχέση ελευθερίας και αναγκαιότητας. Γι’ αυτόν η ελευθερία είναι η γνώση της αναγκαιότητας. Τυφλή είναι η αναγκαιότητα μόνο εφόσον δεν έχει κατανοηθεί. Η ελευθερία δεν έγκειται στη φανταστική ανεξαρτησία από τους νόμους της φύσης, αλλά στη γνώση αυτών των νόμων και στη δυνατό­τητα που προσφέρει αυτή η γνώση∙ να τους κάνουμε να δρουν σχεδιασμένα για καθορισμένους σκοπούς. Αυτό ισχύει τόσο για τους νόμους της εξωτερικής φύσης, όσο και για τους νόμους που διέπουν τη σωματική και πνευματική ύπαρξη του ίδιου του ανθρώπου, δυο κατηγορίες νόμων που μπορούμε να τις χω­ρίσουμε τη μια από την άλλη το πολύ-πολύ στη σκέψη μας, όχι όμως και στην πραγματικότητα. Ελευθερία της βούλησης δεν σημαίνει, συνεπώς, τίποτε άλλο από την ικανότητα ν’ αποφασίζεις, έχοντας γνώση του ζητήματος. Έτσι, όσο πιο ελεύθερη είναι η κρίση ενός ανθρώπου για ένα ορισμένο ζή­τημα, με τόση μεγαλύτερη αναγκαιότητα θα καθορίζεται το περιεχόμενο αυτής της κρίσης... Η ελευθερία λοιπόν συνίσταται στη βασισμένη στη γνώση των αναγκαιοτήτων της φύσης (Naturnotwendigkeiten) κυριαρχία πάνω σ’ εμάς τους ίδιους και πάνω στην εξωτερική φύση...» (σελ. 112-113 της πέμπτης γερμ. έκδ.)2.

Ας εξετάσουμε σε ποιες γνωσιολογικές προτάσεις στηρί­ζεται όλος αυτός ο συλλογισμός.

Πρώτο, ο Ένγκελς παραδέχεται από την αρχή κιόλας των συλλογισμών του τους νόμους της φύσης, τους νόμους της εξωτερικής φύσης, την αναγκαιότητα της φύσης, δηλ. καθετί που ο Μαχ, ο Αβενάριους, ο Πέτσολντ και Σία αποκαλούν «μεταφυσική». Αν ο Λουνατσάρσκι ήθελε να καλοσκεφθεί τους «θαυμαστούς» συλλογισμούς του Ένγκελς, δεν θα μπο­ρούσε παρά να δει τη θεμελιακή διαφορά ανάμεσα στην υλι­στική θεωρία της γνώσης και στον αγνωστικισμό και ιδεαλισμό που αρνιούνται τη νομοτέλεια της φύσης ή την ανακηρύσσουν απλώς «λογική» κτλ. κτλ.

Δεύτερο, ο Ένγκελς δεν επιχειρεί να κατασκευάζει με το ζόρι «ορισμούς» της ελευθερίας και της αναγκαιότητας, τους σχολαστικούς εκείνους ορισμούς, που απασχολούν περισσό­τερο από καθετί τους αντιδραστικούς καθηγητές (σαν τον Αβενάριους) και τους μαθητές τους (σαν τον Μπογκντάνοφ). Ο Ένγκελς παίρνει τη γνώση και τη βούληση του ανθρώπου από το ένα μέρος και την αναγκαιότητα της φύσης από το άλλο και, αντί να δόσει ορισμούς, λέει απλώς ότι η αναγκαιότητα της φύσης είναι το πρωτεύον, ενώ η βούληση και η συνείδηση του ανθρώπου είναι το δευτερεύον. Η βούληση και η συνείδηση του ανθρώπου είναι υποχρεωμένες, είναι αναπόφευκτα και αναγκαστικά υποχρεωμένες, να προσαρμόζονται στην αναγκαιό­τητα της φύσης∙ ο Ένγκελς το θεωρεί αυτό τόσο αυτονόητο, που δεν χάνει τον καιρό του για να εξηγήσει την άποψή του. Μόνο οι μαχιστές της Ρωσίας μπορούσαν να παραπονεθούν για το γενικό ορισμό του υλισμού που έδοσε ο Ένγκελς (η φύση είναι το πρωτεύον και η συνείδηση το δευτερεύον: θυμηθείτε τις «απορίες» του Μπογκντάνοφ σχετικά μ’ αυτό!) και ταυτό­χρονα να βρίσκουν «θαυμαστή» και «καταπληκτικά εύστοχη» μια από τις μερικότερες εφαρμογές αυτού του γενικού και θεμε­λιακού ορισμού από τον Ένγκελς.

Τρίτο, ο Ένγκελς δεν αμφιβάλλει για την ύπαρξη μιας «τυφλής αναγκαιότητας». Δέχεται την ύπαρξη μιας αναγκαιό­τητας που δεν είναι γνωσμένη από τον άνθρωπο. Αυτό φαίνεται καθαρότατα από την περικοπή που παραθέσαμε. Και όμως, από την άποψη των μαχιστών, πώς είναι δυνατόν ο άνθρωπος να γνωρίζει κάτι για την ύπαρξη εκείνου που δεν γνωρίζει; Να γνωρίζει για την ύπαρξη μιας μη γνωσμένης αναγκαιότητας; Δεν είναι μήπως αυτό «μυστικισμός», δεν είναι «μεταφυσική» δεν είναι αναγνώριση «φετίχ» και «ειδώλων», δεν είναι «ένα καντιανικό αγνώσιμο πράγμα καθεαυτό»; Αν οι μαχιστές βά­θαιναν σ’ αυτό το ζήτημα, δεν θα μπορούσαν παρά να προσέ­ξουν την πλήρη ταυτότητα των κρίσεων του Ένγκελς για τη γνωσιμότητα της αντικειμενικής φύσης των πραγμάτων και για τη μετατροπή του «πράγματος καθεαυτό» σε «πράγμα για μας», από τη μια μεριά και των κρίσεών του για μια τυφλή μη γνωσμένη αναγκαιότητα, από την άλλη. Η ανάπτυξη της συνείδησης του κάθε ξεχωριστού ατόμου - ανθρώπου και η ανάπτυξη των συλλογικών γνώσεων ολόκληρης της ανθρωπότητας μας δείχνουν σε κάθε βήμα τη μετατροπή του μη γνωσμένου «πράγματος καθεαυτό» σε γνωσμένο «πράγμα για μας», τη μετατροπή της τυφλής, μη γνωσμένης αναγκαιότητας, της «αναγκαιότητας καθεαυτήν» σε γνωσμένη «αναγκαιότητα για μας». Γνωσιολογικά δεν υπάρχει καμιά απολύτως διαφορά ανάμεσα στις δυο αυτές μετατροπές, γιατί η βασική άποψη και στις δύο περιπτώσεις, είναι η ίδια, δηλ. η υλιστική, η αναγνώριση της αντικειμενικής πραγματικότητας του εξωτερικού κόσμου και των νόμων της εξωτερικής φύσης, και μάλιστα ότι και ο κόσμος αυτός κι οι νόμοι αυτοί είναι εντελώς γνώσιμοι για τον άνθρωπο, αλλά ποτέ δεν μπορούν να γνωσθούν απ’ αυτόν ως το τέλος. Δεν γνωρίζουμε την αναγκαιότητα της φύσης στα μετεωρολογικά φαινόμενα και στο βαθμό αυτό είμαστε αναπόφευκτα δούλοι του καιρού. Ωστόσο, αν και δεν γνωρίζουμε αυτή την αναγκαιό­τητα, γνωρίζουμε πάντως ότι υπάρχει. Από πού πηγάζει αυτή η γνώση; Από κει που πηγάζει και η γνώση ότι τα πράγματα υπάρχουν έξω από τη συνείδησή μας και ανεξάρτητα απ’ αυτή, συγκεκριμένα: από την ανάπτυξη των γνώσεών μας, που δείχνει εκατομμύρια φορές σε κάθε άνθρωπο ότι η άγνοια αντικαθίσταται από τη γνώση, όταν το αντικείμενο επενεργεί στα αισθητήριά μας όργανα, και αντίστροφα: η γνώση μετατρέπεται σε άγνοια, όταν αίρεται η δυνατότητα μιας τέτιας επενέργειας.

Τέταρτο, στον παραπάνω συλλογισμό ο Ένγκελς εφαρμόζει ξεκάθαρα στη φιλοσοφία τη μέθοδο του «πηδήματος ζωής», δηλ. κάνει ένα πήδημα από τη θεωρία στην πράξη. Ούτε ένας από τους σοφούς (και ανόητους) εκείνους καθηγητές της φιλο­σοφίας, που ακολουθούν οι μαχιστές μας, δεν επιτρέπει ποτέ στον εαυτό του παρόμοια, επονείδιστα για εκπρόσωπο της «καθαρής επιστήμης», πηδήματα. Γι’ αυτούς άλλο πράγμα είναι η θεωρία της γνώσης, στην οποία πρέπει όσο μπορείς πονηρό­τερα να μαγειρέψεις λεκτικά «ορισμούς», και εντελώς άλλο πράγμα είναι η πράξη. Στον Ένγκελς ολόκληρη η ζωντανή ανθρώπινη πράξη εισορμά στην ίδια τη θεωρία της γνώσης και προσφέρει το αντικειμενικό κριτήριο της αλήθειας: όσον καιρό δεν γνωρίζουμε ένα νόμο της φύσης, ο νόμος αυτός, που υπάρχει και δρα ξέχωρα, έξω από τη γνώση μας, μας κάνει δούλους της «τυφλής αναγκαιότητας». Από τη στιγμή όμως που γνωρί­σαμε αυτό το νόμο, που δρα (όπως επαναλάβαινε χιλιάδες φορές ο Μαρξ) ανεξάρτητα από τη βούληση και τη συνείδησή μας, είμαστε κύριοι της φύσης. Η κυριαρχία πάνω στη φύση, που εκδηλώνεται στην πρακτική δράση της ανθρωπότητας, είναι αποτέλεσμα μιας αντικειμενικά πιστής αντανάκλασης των φαι­νομένων και των προτσές της φύσης στον εγκέφαλο του ανθρώπου, είναι απόδειξη του γεγονότος ότι αυτή η αντανάκλαση (μέσα στα όρια εκείνου που μας δείχνει η πράξη) είναι μια αντικειμενική, απόλυτη, αιώνια αλήθεια.

Τι έχουμε λοιπόν σαν συμπέρασμα; Κάθε βήμα στο συλλογισμό του Ένγκελς, κυριολεκτικά σχεδόν κάθε του φράση, κάθε του θέση στηρίζονται ολοκληρωτικά και αποκλειστικά στη γνωσιολογία του διαλεκτικού υλισμού, δηλαδή σε προϋπο­θέσεις που χτυπούν κατάμουτρα όλες τις μαχιστικές ανοησίες για σώματα σαν συμπλέγματα αισθημάτων, για «στοιχεία», για «σύμπτωση της αισθητηριακής αντίληψης με την έξω από μας υπάρχουσα πραγματικότητα» κτλ., κτλ. κ.ο.κ. Οι μαχιστές, χωρίς καθόλου να σκοτίζονται για όλα αυτά, εγκαταλείπουν τον υλισμό και επαναλαβαίνουν (a la Μπέρμαν) τριμμένες κοι­νοτοπίες για τη διαλεκτική και την ίδια στιγμή υποδέχονται με ανοιχτές αγκάλες μια από τις εφαρμογές του διαλεκτικού υλισμού! Άντλησαν τη φιλοσοφία τους από την εκλεκτική θεό­φτωχη σούπα και εξακολουθούν να σερβίρουν στον αναγνώστη την ίδια σούπα. Παίρνουν ένα κομματάκι αγνωστικισμό και λι­γάκι ιδεαλισμό από τον Μαχ, τα ενώνουν μ’ ένα κομματάκι δια­λεκτικό υλισμό του Μαρξ και ψελλίζουν ότι το συνοθύλευμα αυτό αποτελεί ανάπτυξη του μαρξισμού. Νομίζουν ότι, αν ο Μαχ, ο Αβενάριους, ο Πέτσολντ και άλλες αυθεντίες τους δεν έχουν ούτε την παραμικρή ιδέα για το πώς ο Χέγγελ και ο Μαρξ έλυ­σαν το πρόβλημα (της ελευθερίας και της αναγκαιότητας), αυ­τό είναι καθαρή σύμπτωση: απλούστατα, δεν διάβασαν την τά­δε σελιδούλα στο τάδε βιβλιαράκι, και όχι πως αυτές οι «αυ­θεντίες» ήταν και παραμένουν εντελώς αγράμματοι σέ ό,τι αφορά την πραγματική πρόοδο της φιλοσοφίας του 19ου αιώνα, ήταν και παραμένουν φιλόσοφοι σκοταδιστές.

Να ο συλλογισμός ενός τέτιου σκοταδιστή, του τακτικότα­του καθηγητή της φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου της Βιέννης Έρνστ Μαχ:

«Ή ορθότητα της θέσης του ντετερμινισμού ή του ιντετερμινι­σμού δεν μπορεί ν’ αποδειχθεί. Εδώ μόνο μια τέλεια ή μια αποδειγμένα απραγματοποίητη επιστήμη θα μπορούσε να δόσει λύση. Εδώ πρόκειται ακριβώς για τις προϋποθέσεις που επιστρατεύουμε (man heranbringt) κατά την εξέταση των πραγμάτων, α­νάλογα με το αν αποδίδουμε μεγαλύτερη ή μικρότερη υποκειμενική βαρύτητα (subjektives Gewicht) στις προηγούμενες επιτυ­χίες ή αποτυχίες της έρευνας. Στη διάρκεια όμως της έρευνας κάθε στοχαστής είναι κατανάγκη θεωρητικά ντετερμινιστής» («Γνώση και πλάνη», 2η γερμ. έκδ., σελ. 282-283).

Δεν είναι άραγε αυτό σκοταδισμός, όταν η καθαρή θεωρία διαχωρίζεται με επιμέλεια από την πράξη; Όταν ο ντετερμινι­σμός περιορίζεται στην περιοχή της «έρευνας», ενώ στην περιο­χή της ηθικής, της κοινωνικής δράσης και σ’ όλες τις υπόλοιπες περιοχές, εκτός την περιοχή της «έρευνας», το ζήτημα αφήνεται στην «υποκειμενική» εκτίμηση; Στο γραφείο μου, λέει ο σχο­λαστικός σοφός, είμαι ντετερμινιστής∙ δεν λέει όμως λέξη, ότι ο φιλόσοφος πρέπει ν’ αναζητήσει μια ολοκληρωμένη κοσμοθεωρία που ν’ αγκαλιάζει και τη θεωρία και την πράξη και να είναι χτισμένη πάνω στο ντετερμινισμό. Ο Μαχ αραδιάζει κοινοτοπίες, επειδή θεωρητικά το πρόβλημα της σχέσης ελευθερίας και αναγκαιότητας του είναι ολότελα σκοτεινό.

«...Κάθε καινούργια ανακάλυψη βγάζει στο φως κενά της γνώσης μας, βγάζει στην επιφάνεια ένα υπόλειμα εξαρτημάτων που δεν είχαν προσεχτεί ως τώρα» (283)... Θαυμάσια! Μήπως αυτό το «υπόλειμα» είναι ακριβώς το «πράγμα καθεαυτό» που αντανακλά η συνείδησή μας όλο και βαθύτερα; Κάθε άλλο: «...Έτσι κι εκείνος που στη θεωρία υποστηρίζει έναν άκρο ντετερμινισμό, στην πράξη οφείλει αναπόφευκτα να παραμένει ιντετερμινιστής» (283)... Να λοιπόν που τα μοιράστηκαν σαν καλοί φίλοι3: η θεωρία για τους καθηγητές και η πράξη για τους θεολόγους! Ή: στη θεωρία αντικειμενισμός (δηλ. «ντροπαλός» υλισμός) και στην πράξη «η υποκειμενική μέθοδος στην κοινωνιολογία»4. Δεν είναι εκπληκτικό ότι οι ρώσοι ιδεολογικοί εκπρόσωποι του μικροαστισμού, οι ναρόντνικοι, από τον Λεσέβιτς ως τον Τσερνόφ, συμπαθούν μια τόσο αγοραία φιλο­σοφία. Είναι πάντως εξαιρετικά λυπηρό ότι άνθρωποι που θέ­λουν να θεωρούνται μαρξιστές, παρασύρθηκαν από μια τέτια ανοησία και συγκαλύπτουν ντροπαλά τα πιο παράλογα συμπε­ράσματα του Μαχ.

Στο ζήτημα όμως της βούλησης ο Μαχ δεν περιορίζεται στη σύγχυση και στο μεσοβέζικο αγνωστικισμό, αλλά προχωρεί πολύ πιο πέρα... «Το αίσθημά μας της πείνας –διαβάζουμε στη «Μηχανική»– δεν διαφέρει στην ουσία από τη συγγένεια του θειικού οξέος με τον ψευδάργυρο και η βούλησή μας δεν διαφέρει και τόσο από την πίεση της πέτρας στο υποστήριγμά της». «Θα βρεθούμε έτσι» (αν ακολουθήσουμε δηλ. αυτή την άποψη) «πιο κοντά στη φύση, χωρίς να έχουμε ανάγκη ν’ αποσυνθέσουμε τον άνθρωπο σε ένα ακατάληπτο σωρό νεφελωδών ατόμων ή να κάνουμε από τον κόσμο ένα σύστημα φαντασμά­των» (σελ. 434 της γαλλ. μετάφρασης). Έτσι λοιπόν δεν χρειάζεται ο υλισμός («νεφελώδη άτομα» ή ηλεκτρόνια, δηλ. παραδοχή της αντικειμενικής πραγματικότητας του υλικού κό­σμου), δεν χρειάζεται ούτε ο ιδεαλισμός που αναγνωρίζει τον κόσμο «σαν ένα άλλο Είναι» του πνεύματος, αλλά είναι δυνατός ένας ιδεαλισμός που ν’ αναγνωρίζει τον κόσμο σαν βούληση! Εμείς στεκόμαστε πιο ψηλά όχι μόνο από τον υλισμό, αλλά και από τον ιδεαλισμό ενός «κάποιου» Χέγγελ, δεν έχουμε όμως αντίρηση να ερωτοτροπούμε με έναν ιδεαλισμό αλά Σοπενχάουερ! Οι μαχιστές μας, που παίρνουν το ύφος προσβλημένης αθωότητας κάθε φορά που τους θυμίζουν τη συγγένεια του Μαχ με το φιλοσοφικό ιδεαλισμό, προτίμησαν και σ’ αυτή την περί­πτωση να σιωπήσουν απλώς και σ’ αυτό το λεπτό σημείο. Κι ωστόσο είναι δύσκολο να συναντήσει κανείς στη φιλοσοφική φιλολογία έκθεση των απόψεων του Μαχ, που να μην σημειώνει τη ροπή του προς την Willensmetaphysik, δηλ. προς το βουλησιαρχικό ιδεαλισμό. Αυτό το τόνιζε ο Γ. Μπάουμαν5, και ο μαχιστής X. Κλάινπετερ που του έφερε αντίρηση, δεν ανασκεύασε αυτό το σημείο και δήλωσε ότι ο Μαχ είναι βέβαια «πιο κοντά στον Καντ και στον Μπέρκλεϋ παρά στο μεταφυσι­κό εμπειρισμό που κυριαρχεί στις φυσικές επιστήμες» (δηλ. στον αυθόρμητο υλισμό∙ στο ίδιο, Bd. 6, S. 87). Το ίδιο τονίζει και ο Ε. Μπέχερ που σημειώνει ότι, αν ο Μαχ σε ορισμένα μέρη αναγνωρίζει τη βουλησιαρχική μεταφυσική και σε άλλα την απαρνιέται, αυτό μαρτυρεί απλώς το αυθαίρετο της ορολογίας του∙ στην πραγματικότητα είναι αναμφισβήτητη η συγγένεια του Μαχ με τη βουλησιαρχική μεταφυσική6. Την πρόσμιξη της μεταφυσικής αυτής (δηλ. του ιδεαλισμού) με τη «φαινομενο­λογία» (δηλ. τον αγνωστικισμό), την παραδέχεται και ο Λούκκα7. Το ίδιο πράγμα σημειώνει και ο Β. Βουντ8. Ότι ο Μαχ είναι φαινομεναλιστής, «όχι ξένος προς το βουλησιαρχικό ιδεαλισμό», το διαπιστώνει και το εγχειρίδιο ιστορίας της νεότερης φιλοσοφίας του Ύμπερβεγκ-Χάιντσε9.

Με δυο λόγια ο εκλεκτικισμός του Μαχ και η ροπή του προς τον ιδεαλισμό είναι πράγματα ξεκάθαρα για όλους, εκτός ίσως από τους ρώσους μαχιστές.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 18, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 198-204.

1. Ο Λουνατσάρσκι γράφει: «...θαυμαστή σελίδα θρησκευτικής οικο­νομίας. Τα λέω αυτά με κίνδυνο να προκαλέσω το μειδίαμα του άθρησκου αναγνώστη». Όποιες κι αν είναι οι αγαθές σας προθέσεις, σύντροφε Λουνατσάρσκι, οι χαριεντισμοί σας με τη θρησκεία δεν προκαλούν μειδίαμα, αλλά αποστροφή. (Στην πρώτη έκδοση του βιβλίου, αντί για τη φράση «δεν προκαλούν το μειδίαμα, αλλά αποστροφή» είχε τυπωθεί η φράση: «δεν προκα­λούν μόνο το μειδίαμα». Ύστερα από το κύτταγμα των δοκιμίων ο Λένιν πρότεινε στην A. I. Ουλιάνοβα - Ελιζάροβα να διορθώσει αυτό το μέρος ή να σημειώσει τη διόρθωση στα παροράματα. Η διόρ­θωση που έκανε ό Λένιν τυπώθηκε στον «κατάλογο των κυριότερων πα­ροραμάτων», που προστέθηκε στην πρώτη έκδοση του βιβλίου.)

2. Βλ. Φ. Ένγκελς. «Αντι-Ντύρινγκ», 1957, σελ. 107.

3. Ο Μαχ στη «Μηχανική» γράφει: «Οι θρησκευτικές γνώμες παραμέ­νουν αυστηρά ατομική υπόθεση των ανθρώπων, όσο δεν προσπαθούν να τις επιβάλλουν σε άλλους ή να τις εφαρμόσουν σε ζητήματα άλλου τομέα» (σελ. 434 της γαλλ. μετάφρασης).

4. «Υποκειμενική μέθοδος στην κοινωνιολογία» - αντεπιστημονική ιδεαλιστική αντίληψη του ιστορικού προτσές, που αρνιέται τις αντικειμενικές νομοτέλειες της κοινωνικής εξέλιξης, τις ανάγει στην αυθαίρετη δρά­ση των «εξαιρετικών προσωπικοτήτων». Στην 4η και την 5η δεκαετία του 19ου αιώνα, οπαδοί της υποκειμενικής σχολής στην κοινωνιολογία ήταν οι νεοχεγγελιανοί Μπ. Μπάουερ, Ντ. Στράους, Μ. Στίρνερ και άλλοι, που χαρακτήριζαν το λαό «άκριτη μάζα», η οποία ακολουθεί τυφλά τις «κριτικά σκεπτόμενες προσωπικότητες». Ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς στην «Άγια οικογένεια», στη «Γερμανική ιδεολογία» και σ’ άλλα έργα υπόβαλαν σε βαθιά και ολόπλευρη κριτική τις απόψεις των νεοχεγγελιανών. Στη Ρωσία εκπρόσωποι της υποκειμενικής μεθό­δου στην κοινωνιολογία ήταν, στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, ο Π. Λ. Λαβρόφ και οι φιλελεύθεροι ναρόντνικοι (Ι. Κ. Μιχαηλόβσκι και άλ­λοι) που αρνούνταν τον αντικειμενικό χαρακτήρα των νόμων εξέλιξης της κοινωνίας και θεωρούσαν ότι η ιστορία ανάγεται στη δράση των μεμονωμένων ηρώων, των «εξαιρετικών προσωπικοτήτων». Οι υποκειμενιστές, έγραφε ο Β. Ι. Λένιν το 1894, «σκέπτονταν ακριβώς έτσι, ότι δηλ. τα κοινωνικά φαινόμενα, επειδή είναι εξαιρετικά σύνθετα και πολυποίκιλα, δεν μπορούν να μελετηθούν, αν δεν διαχωριστούν τα σπουδαία από τα μη σπουδαία, και για να γίνει ένας τέτιος διαχωρισμός είναι απαραίτητη η άποψη της “κριτικά σκεπτόμενης” και “ηθικά αναπτυγμένης” προσωπικότητας» (Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 1ος, σελ. 429). Η υποκειμενική μέθοδος χρησιμοποιείται πλατιά από την αντιδραστική αστική φιλοσοφία, κοινωνιολογία και ιστορία για την παραποίηση των νομοτελειών της κοινωνικής εξέλιξης, για την πάλη ενάντια στη μαρξιστικο-λενινιστική θεωρία.

Ο μαρξισμός-λενινισμός, αφού ξεσκέπασε την πλήρη ανεδαφικότητα της υποκειμενικής-ιδεαλιστικής κατεύθυνσης στην κοινωνιολογία, δημιούργησε μια πραγματικά επιστημονική ολοκληρωμένη διδασκαλία για την εξέλιξη τής ανθρώπινης κοινωνίας, για τον αποφασιστικό ρόλο των λαϊκών μαζών στην ιστορία και τη σημασία της δράσης της ξεχωριστής προσωπικότητας.

5. «Archiv für systematische Philosophie», 1898, II, Bd. 4,S. 63 («Αρχείο Συστηματικής Φιλοσοφίας», 1898, II, τόμ. 4ος, σελ. 63. Η Σύντ.), άρθρο για τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Μαχ.

6. Erich Becher. «The Philosophical Views of E. Mach» στη «Philosophi­cal Review», vol. XIV, 5, 1905, pp. 536, 546, 547, 548 (Έριχ Μπέχερ. «Οι φιλοσοφικές απόψεις του Ε. Μαχ» στη «Φιλοσοφική Επιθεώρηση», τόμ. XIV, 5, 1905, σελ. 536, 546, 547, 548. Η Σύντ.).

7. Ε. Lucka. «Das Erkenntnisproblem und Machs “Analyse der Empfindungen”» στις «Kantstudien», Bd. VIII, 1903, S. 400.

8. «Systematische Philosophie», Lpz., 1907, S. 131.

9. «Grundriß der Geschichte der Philosophie», Bd. 4, 9. Auflage, Brl., 1903, S. 250 («Εγχειρίδιο Ιστορίας της φιλοσοφίας» τόμ. 4ος, 9η εκδ., Βερολίνο, 1903, σελ. 250. Η Σύντ.).