Είδαμε ότι ο Μαρξ το 1845 και ο Ένγκελς το 1888 και το 1892 εισάγουν το κριτήριο της πράξης στη βάση της γνωσιοθεωρίας του υλισμού1. Το να θέτει κανείς έξω από την πράξη το ζήτημα «αν στην ανθρώπινη νόηση αντιστοιχεί μια εμπράγματη» (δηλαδή αντικειμενική) «αλήθεια», είναι σχολαστικισμός, λέει ο Μαρξ στη 2η θέση για τον Φόυερμπαχ. Η καλύτερη αναίρεση του καντιανικού και του χιουμικού αγνωστικισμού, όπως και κάθε άλλης φιλοσοφικής λόξας (Schrullen), είναι η πράξη, επαναλαβαίνει ο Ένγκελς. «Η επιτυχία των πράξεών μας αποδείχνει τη συμφωνία (αντιστοιχία, Übereinstimmung) των αντιλήψεών μας με την εμπράγματη (αντικειμενική) φύση των πραγμάτων που αντιλαμβανόμαστε» – αντιτείνει ο Ένγκελς στους αγνωστικιστές2.
Συγκρίνετέ τα αυτά με το συλλογισμό του Μαχ για το κριτήριο της πράξης. «Στην καθημερινή σκέψη και στην κοινή ομιλία συνηθίζουν να αντιπαραθέτουν το φαινομενικό, το απατηλό, στην πραγματικότητα. Κρατώντας το μολύβι μπροστά μας στον αέρα, το βλέπουμε ευθύγραμμο· αν το βυθίσουμε πλάγια στο νερό, το βλέπουμε τεθλασμένο. Στην τελευταία περίπτωση λένε: “το μολύβι φαίνεται τεθλασμένο, αλλά στην πραγματικότητα είναι ίσιο”. Τι μας δίνει όμως το δικαίωμα να χαρακτηρίζουμε το ένα γεγονός πραγματικό και το άλλο να το υποβιβάζουμε στο επίπεδο του φαινομενικού;… Όταν κάνουμε το φυσικό λάθος να περιμένουμε σε ασυνήθιστες περιπτώσεις να παρουσιαστούν ωστόσο συνηθισμένα φαινόμενα, οι προσδοκίες μας, βέβαια, διαψεύδονται. Γι’ αυτό όμως δεν φταίνε τα γεγονότα. Στις περιπτώσεις αυτές το να μιλάμε για φαινομενικό έχει νόημα μόνο από πρακτική άποψη και καθόλου από επιστημονική. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν έχει απολύτως κανένα νόημα από επιστημονική άποψη το ερώτημα που μπαίνει συχνά, αν ο κόσμος είναι πραγματικός ή είναι απλώς οπτασία μας, ένα όνειρο και τίποτε περισσότερο. Αλλά και το πιο παράλογο όνειρο είναι εξίσου γεγονός, όσο και καθετί άλλο» («Ανάλυση των αισθημάτων», σελ. 18-19).
Η αλήθεια είναι ότι όχι μόνο το πιο παράλογο όνειρο, μα και η πιο παράλογη φιλοσοφία είναι γεγονός. Δεν μπορείς ν’ αμφιβάλεις γι’ αυτό, όταν γνωριστείς με τη φιλοσοφία του Ερνστ Μαχ. Σαν τον τελευταίο σοφιστή, ο Μαχ μπερδεύει την επιστημονική - ιστορική και ψυχολογική έρευνα των ανθρώπινων πλανών, των κάθε λογής «παράλογων ονείρων» της ανθρωπότητας, όπως η πίστη στα στοιχειά, στα φαντάσματα κτλ., με τη γνωσιολογική διάκριση του αληθινού από το «παράλογο». Είναι το ίδιο σαν να έλεγε ένας οικονομολόγος ότι και η θεωρία του Σένιορ, σύμφωνα με την οποία όλο το κέρδος στον καπιταλιστή το δίνει «η τελευταία ώρα» εργασίας του εργάτη, και η θεωρία του Μαρξ είναι κι οι δυο εξίσου γεγονότα και ότι από επιστημονική άποψη δεν έχει καμιά σημασία το ζήτημα ποια από τις θεωρίες αυτές εκφράζει την αντικειμενική αλήθεια και ποια τις προλήψεις της αστικής τάξης και την εξαγορά των καθηγητών της. Ο βυρσοδέψης I. Ντίτσγκεν θεωρούσε την επιστημονική, δηλ. την υλιστική, θεωρία της γνώσης «ένα καθολικό όπλο ενάντια στη θρησκευτική πίστη» («Kleinere philosophische Schriften», S. 553), για τον τακτικό όμως καθηγητή Ερνστ Μαχ «δεν έχει νόημα από επιστημονική άποψη» η διαφορά ανάμεσα στην υλιστική θεωρία της γνώσης και στην υποκειμενική - ιδεαλιστική! Η επιστήμη είναι ακομμάτιστη στην πάλη του υλισμού κατά του ιδεαλισμού και της θρησκείας, αυτή είναι η πιο αγαπημένη ιδέα όχι μόνο του Μαχ, μα και όλων των σύγχρονων αστών καθηγητών, αυτών των «λακέδων με δίπλωμα, που αποβλακώνουν το λαό με τον τραβηγμένο από τα μαλλιά ιδεαλισμό τους», κατά τη σωστή έκφραση του ίδιου I. Ντίτσγκεν (S. 53, στο ίδιο).
Και πραγματικά πρόκειται για τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά καθηγητίστικο ιδεαλισμό, όταν ο Ερνστ Μαχ μεταθέτει πέρα απ’ τα όρια της επιστήμης, πέρα απ’ τα όρια της θεωρίας της γνώσης το κριτήριο της πράξης, η οποία διαχωρίζει για όλους ανεξαίρετα το φαινομενικό από το πραγματικό. Η ανθρώπινη πράξη αποδείχνει την ορθότητα της υλιστικής θεωρίας της γνώσης, έλεγαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, χαρακτηρίζοντας «σχολαστικισμό» και «φιλοσοφικές υπεκφυγές» τις απόπειρες να λυθεί το βασικό γνωσιολογικό πρόβλημα έξω από την πράξη. Για τον Μαχ όμως άλλο πράγμα είναι η πράξη και ολωσδιόλου άλλο η θεωρία της γνώσης· μπορεί αυτά τα δυο να τα βάλεις πλάι-πλάι χωρίς το πρώτο να καθορίζει το δεύτερο. «Η γνώση –γράφει ο Μαχ στο τελευταίο του έργο “Γνώση και πλάνη” (σελ. 115 της δεύτερης γερμ. έκδ.)– είναι μια βιολογικά ωφέλιμη (förderndes) ψυχική βίωση». «Μόνο η επιτυχία μπορεί να ξεχωρίσει τη γνώση από την πλάνη» (116). «Η έννοια είναι μια φυσική υπόθεση ωφέλιμη για δουλιά» (143). Στην καταπληκτική τους αφέλεια, οι ρώσοι μαχιστές μας, που θέλουν να είναι μαρξιστές, παίρνουν αυτές τις φράσεις του Μαχ για απόδειξη ότι ο Μαχ πλησιάζει το μαρξισμό. Στην περίπτωσή μας όμως ο Μαχ πλησιάζει το μαρξισμό, όπως ακριβώς ο Βίσμαρκ πλησίαζε το εργατικό κίνημα, ή ο επίσκοπος Ευλόγιος το δημοκρατισμό. Στον Μαχ παρόμοιες θέσεις βρίσκονται πλάι-πλάι με την ιδεαλιστική γνωσιοθεωρία του και δεν καθορίζουν την εκλογή της μιας ή της άλλης καθορισμένης γραμμής της γνωσιολογίας. Η γνώση μπορεί να είναι βιολογικά ωφέλιμη, ωφέλιμη στην πράξη του ανθρώπου, στη διατήρηση της ζωής, στη διατήρηση του είδους, μόνο όταν αντανακλά την αντικειμενική αλήθεια, την ανεξάρτητη από τον άνθρωπο. Για τον υλιστή η «επιτυχία» της ανθρώπινης πράξης αποδείχνει τη συμφωνία των παραστάσεών μας με την αντικειμενική φύση των πραγμάτων που αντιλαμβανόμαστε. Για το σολιψιστή «επιτυχία» είναι το καθετί που μου χρειάζεται στην πράξη, που μπορεί να τη βλέπει κανείς χωριστά από τη θεωρία της γνώσης. Αν συμπεριλάβουμε στη βάση της θεωρίας της γνώσης το κριτήριο της πράξης, φτάνουμε αναπόφευκτα στον υλισμό, λέει ο μαρξιστής. Η πράξη μπορεί να είναι υλιστική, η θεωρία όμως είναι άλλο κεφάλαιο, λέει ο Μαχ.
«Πρακτικά –γράφει ο Μαχ στην «Ανάλυση των αισθημάτων»– όταν προβαίνουμε σε κάποια ενέργεια, μας είναι εξίσου αδύνατο να κάνουμε χωρίς την παράσταση του Εγώ, όσο και χωρίς την παράσταση του σώματος, όταν απλώνουμε το χέρι για ν’ αδράξουμε ένα αντικείμενο. Φυσιολογικά παραμένουμε εγωιστές και υλιστές με την ίδια σταθερότητα που βλέπουμε τον ήλιο ν’ ανατέλλει. Θεωρητικά όμως δεν πρέπει να εμμένουμε σ’ αυτή την άποψη» (284-285).
Ο εγωισμός δεν έχει εδώ καμιά θέση, γιατί δεν είναι καθόλου γνωσιολογική κατηγορία. Δεν έχει επίσης θέση εδώ και η φαινομενική κίνηση του ήλιου γύρω από τη γη, γιατί στην πράξη, που μας χρησιμεύει σαν κριτήριο της γνωσιοθεωρίας, πρέπει να συμπεριλάβουμε και την πράξη των αστρονομικών παρατηρήσεων, ανακαλύψεων κτλ. Μένει λοιπόν η πολύτιμη ομολογία του Μαχ ότι στην πρακτική τους δράση οι άνθρωποι καθοδηγούνται ολοκληρωτικά και αποκλειστικά από την υλιστική θεωρία της γνώσης και κάθε προσπάθεια να παρακαμφθεί «θεωρητικά» αυτή η γνωσιοθεωρία εκφράζει μόνο τις αποσπασμένες απ’ τη ζωή, σχολαστικές και τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά ιδεαλιστικές επιδιώξεις του Μαχ.
Πόσο παλιές είναι οι προσπάθειες να ξεχωριστεί η πράξη, σαν κάτι που δεν υπόκειται σε γνωσιολογική έρευνα, με σκοπό να ξεκαθαριστεί το έδαφος για τον αγνωστικισμό και τον ιδεαλισμό μάς το δείχνει το ακόλουθο παράδειγμα από την ιστορία της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας. Στο δρόμο από τον Καντ στον Φίχτε βρίσκεται ο Γκ. Ε. Σούλτσε (ο λεγόμενος στην ιστορία της φιλοσοφίας Σούλτσε - Αινησίδημος). Ο Σούλτσε υπερασπίζει απροκάλυπτα τη σκεπτικιστική κατεύθυνση στη φιλοσοφία και αυτοονομάζεται οπαδός του Χιούμ (και από τους αρχαίους του Πύρρωνα και του Σέξτου). Απορίπτει κατηγορηματικά κάθε πράγμα καθεαυτό, καθώς και τη δυνατότητα της αντικειμενικής γνώσης και απαιτεί κατηγορηματικά να μην προχωρούμε πέρα από την «εμπειρία», πέρα από τα αισθήματα, συνάμα προβλέπει και την αντίρηση από το αντίπαλο στρατόπεδο: «Επειδή ο σκεπτικιστής, όταν συμμετέχει στην καθημερινή ζωή, αναγνωρίζει σαν αναμφισβήτητη την πραγματικότητα των αντικειμενικών πραγμάτων, ενεργεί αντίστοιχα κι έτσι παραδέχεται το κριτήριο της αλήθειας, η ίδια η διαγωγή του είναι η καλύτερη και η πιο ξεκάθαρη ανασκευή του σκεπτικισμού του»4. «Παρόμοια επιχειρήματα –απαντάει ο Σούλτσε αγανακτισμένος– έχουν αξία μόνο για τον όχλο (Pöbel, S. 254), γιατί ο σκεπτικισμός μου δεν θίγει τις ανάγκες της καθημερινής ζωής, αλλά παραμένει στα πλαίσια της φιλοσοφίας» (255).
Και ο υποκειμενικός ιδεαλιστής Φίχτε ελπίζει με τον ίδιο τρόπο να βρει μέσα στα πλαίσια της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας έδαφος για το «ρεαλισμό που επιβάλλεται (sich aufdringt) σε όλους μας, ακόμη και στον πιο κατηγορηματικό ιδεαλιστή, όταν πρόκειται να δράσουμε, δηλαδή για το ρεαλισμό που δέχεται ότι τα αντικείμενα υπάρχουν εντελώς ανεξάρτητα από μας, έξω από μας» (Werke, I, 455).
Ο νεότερος θετικισμός του Μαχ δεν απομακρύνθηκε και πολύ από τον Σούλτσε και τον Φίχτε! Ας σημειώσουμε, σαν αξιοπερίεργο, ότι σ’ αυτό το ζήτημα για τον Μπαζάροφ δεν υπάρχει στον κόσμο και πάλι κανένας άλλος εκτός από τον Πλεχάνοφ: το πιο δυνατό θηρίο για το ποντίκι είναι η γάτα. Ο Μπαζάροφ κοροϊδεύει τη «φιλοσοφία σάλτο βιτάλε του Πλεχάνοφ» («Δοκίμια» σελ. 69), που έγραψε την πραγματικά ατυχή φράση, ότι η «πίστη» στην ύπαρξη του εξωτερικού κόσμου είναι τάχα «ένα αναπόφευκτο salto vitale» (πήδημα ζωής) της «φιλοσοφίας» («Παρατηρήσεις στον Λ. Φόυερμπαχ», σελ. 111). Δεν χωράει συζήτηση πως η λέξη «πίστη», αν και έχει τοποθετηθεί σε εισαγωγικά, παρμένη καθώς είναι από τον Χιούμ, δείχνει σύγχυση όρων από μέρους του Πλεχάνοφ. Μα τι έχει να κάνει μ’ αυτά ο Πλεχάνοφ; Γιατί ο Μπαζάροφ δεν αναφέρθηκε σ’ έναν άλλο υλιστή, λογουχάρη, στον Φόυερμπαχ; Απλώς και μόνο γιατί δεν τον ξέρει; Η άγνοια όμως δεν είναι επιχείρημα. Και ο Φόυερμπαχ επίσης, όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς, κάνει στα βασικά ζητήματα της θεωρίας της γνώσης ένα «πήδημα» προς την πράξη, απαράδεκτο από την άποψη του Σούλτσε, του Φίχτε και του Μαχ. Ο Φόυερμπαχ, επικρίνοντας τον ιδεαλισμό, εκθέτει την ουσία του, παραθέτοντας την παρακάτω ανάγλυφη περικοπή από τον Φίχτε, η οποία ξετινάζει θαυμάσια ολόκληρο το μαχισμό. «Υποθέτεις –έγραφε ο Φίχτε– ότι τα πράγματα είναι πραγματικά, ότι υπάρχουν έξω από σένα, μόνο γιατί τα βλέπεις, τα ακούς και τα αγγίζεις. Η όραση όμως, η αφή και η ακοή δεν είναι παρά αισθήσεις... Ώστε δεν αισθάνεσαι τα αντικείμενα, αλλά μόνο τα αισθήματά σου» (Φόυερμπαχ, Werke, X. Band, S. 185). Και ο Φόυερμπαχ αντιλέγει: ο άνθρωπος δεν είναι ένα αφηρημένο Εγώ, μα είναι είτε άντρας είτε γυναίκα, και το ερώτημα αν ο κόσμος είναι ή όχι αίσθημα ισοδυναμεί με το παρακάτω ερώτημα: ο άλλος άνθρωπος είναι αίσθημά μου ή οι σχέσεις μας στην πράξη αποδείχνουν το αντίθετο; «Αυτό ακριβώς είναι το θεμελιακό λάθος του ιδεαλισμού, ότι θέτει και λύνει το ζήτημα της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας, της πραγματικότητας ή της μη πραγματικότητας του κόσμου μόνο από θεωρητική άποψη» (189, στο ίδιο). Ο Φόυερμπαχ παίρνει υπόψη το σύνολο της ανθρώπινης πράξης και το κάνει θεμέλιο της θεωρίας της γνώσης. Βέβαια, λέει, και οι ιδεαλιστές αναγνωρίζουν στην πράξη την πραγματικότητα και του δικού μας Εγώ και του ξένου Εσύ. Για τους ιδεαλιστές «η άποψη αυτή ισχύει μόνο για τη ζωή, όχι όμως και για τη σφαίρα της θεωρίας. Η θεωρία ωστόσο που έρχεται σε αντίθεση με τη ζωή, που την άποψη του θανάτου, την άποψη της ψυχής, χωρισμένης από το σώμα, την κάνει άποψη της αλήθειας, η τέτιου είδους θεωρία είναι η ίδια νεκρή και ψεύτικη» (192). Πριν αισθανθούμε, αναπνέουμε∙ δεν μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς αέρα, χωρίς τροφή και νερό.
«Ώστε, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με τροφή και νερό κι όταν εξετάζουμε το ζήτημα της ιδεατότητας ή της πραγματικότητας του κόσμου; –αναφωνεί αγανακτισμένος ο ιδεαλιστής.– Τι κατάντια! Τι προσβολή στα χρηστά ήθη να βρίζεις μ’ όλη σου τη δύναμη τον υλισμό στην επιστημονική σημασία της λέξης από την έδρα της φιλοσοφίας και την έδρα της θεολογίας, για να εφαρμόζεις ύστερα στο κοινό τραπέζι τον υλισμό με την πιο χοντροκομμένη σημασία της λέξης» (195). Και ο Φόυερμπαχ αναφωνεί: το να βάζεις στην ίδια μοίρα το υποκειμενικό αίσθημα με τον αντικειμενικό κόσμο «σημαίνει να εξισώνεις την ονείρωξη με την τεκνογονία» (198).
Η παρατήρηση αυτή δεν είναι και από τις πολύ ευγενικές, χτυπάει όμως κατάκαρδα τους φιλόσοφους, που διδάσκουν ότι η αισθητηριακή παράσταση είναι ακριβώς η πραγματικότητα που υπάρχει έξω από μας.
Η άποψη της ζωής, της πράξης πρέπει να είναι η πρώτη και η βασική άποψη της γνωσιοθεωρίας. Και η άποψη αυτή μας οδηγεί αναπόφευκτα στον υλισμό, σαρώνοντας από τη μέση τις ατέλειωτες επινοήσεις της καθηγητικής σχολαστικότητας. Βέβαια, δεν πρέπει εδώ να ξεχνάμε ότι το κριτήριο της πράξης δεν μπορεί ποτέ –κι αυτό από την ίδια τη φύση του ζητήματος– να επιβεβαιώσει ή να αναιρέσει πέρα για πέρα μια οποιαδήποτε ανθρώπινη αντίληψη. Κι αυτό επίσης το κριτήριο είναι τόσο «απροσδιόριστο», ώστε να μην επιτρέπει στις γνώσεις του ανθρώπου να μετατραπούν σε «απόλυτο» και ταυτόχρονα τόσο προσδιορισμένο, ώστε να μπορεί κανείς να διεξάγει ανελέητο αγώνα ενάντια σ’ όλες τίς παραλλαγές του ιδεαλισμού και του αγνωστικισμού. Αν εκείνο που επιβεβαιώνει η πράξη μας είναι η μοναδική, η έσχατη, η αντικειμενική αλήθεια, τότε από δω πηγάζει η αναγνώριση ότι ο μοναδικός δρόμος προς αυτή την αλήθεια είναι ο δρόμος της επιστήμης, που στηρίζεται στην υλιστική άποψη. Ο Μπογκντάνοφ, λογουχάρη, είναι σύμφωνος ν’ αναγνωρίσει ότι η θεωρία της κυκλοφορίας του χρήματος του Μαρξ αποτελεί αντικειμενική αλήθεια, όμως μόνο «για την εποχή μας», και ονομάζει «δογματισμό» το ότι αποδίνεται σ’ αυτή τη θεωρία η ιδιότητα μιας «υπεριστορικής αντικειμενικής» αλήθειας («Εμπειριομονισμός», βιβλίο III, σελ. VII). Κι αυτό είναι πάλι σύγχυση. Την αντιστοιχία αυτής της θεωρίας με την πράξη δεν μπορούν να την αλλάξουν κανενός είδους μελλοντικά περιστατικά, για την ίδια ακριβώς απλή αιτία, που κάνει να είναι αιώνια αλήθεια το γεγονός ότι ο Ναπολέων πέθανε στις 5 του Μάη 1821. Επειδή όμως το κριτήριο της πράξης –δηλ. η πορεία της εξέλιξης όλων των καπιταλιστικών χωρών τις τελευταίες δεκαετίες– αποδείχνει απλώς την αντικειμενική αλήθεια όλης της κοινωνικο-οικονομικής θεωρίας του Μαρξ γενικά, κι όχι του ενός ή του άλλου μέρους της διατύπωσής της κτλ., είναι φανερό πως το να μιλάει κανείς εδώ για «δογματισμό» των μαρξιστών, σημαίνει ότι κάνει ασυγχώρητη παραχώρηση στην αστική οικονομολογία. Το μοναδικό συμπέρασμα που βγαίνει από τη γνώμη που συμμερίζονται οι μαρξιστές, ότι δηλ. η θεωρία του Μαρξ αποτελεί αντικειμενική αλήθεια, είναι τούτο: ακολουθώντας το δρόμο της θεωρίας του Μαρξ, θα προσεγγίζουμε την αντικειμενική αλήθεια ολοένα και περισσότερο (χωρίς ποτέ να την εξαντλήσουμε), ενώ, αν ακολουθήσουμε έναν οποιονδήποτε άλλο δρόμο, δεν μπορούμε να καταλήξουμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στη σύγχυση και στο ψέμα.