Β. Ι. Λένιν: Το κριτήριο της πράξης στη θεωρία της γνώσης*


του Β. Ι. Λένιν

Είδαμε ότι ο Μαρξ το 1845 και ο Ένγκελς το 1888 και το 1892 εισάγουν το κριτήριο της πράξης στη βάση της γνωσιοθεωρίας του υλισμού1. Το να θέτει κανείς έξω από την πράξη το ζήτημα «αν στην ανθρώπινη νόηση αντιστοιχεί μια εμ­πράγματη» (δηλαδή αντικειμενική) «αλήθεια», είναι σχολα­στικισμός, λέει ο Μαρξ στη 2η θέση για τον Φόυερμπαχ. Η καλύτερη αναίρεση του καντιανικού και του χιουμικού αγνω­στικισμού, όπως και κάθε άλλης φιλοσοφικής λόξας (Schrullen), είναι η πράξη, επαναλαβαίνει ο Ένγκελς. «Η επιτυχία των πράξεών μας αποδείχνει τη συμφωνία (αντιστοιχία, Übereinstimmung) των αντιλήψεών μας με την εμπράγματη (αντικειμενική) φύση των πραγμάτων που αντιλαμβανόμαστε» – αντιτείνει ο Ένγκελς στους αγνωστικιστές2.

Συγκρίνετέ τα αυτά με το συλλογισμό του Μαχ για το κρι­τήριο της πράξης. «Στην καθημερινή σκέψη και στην κοινή ομιλία συνηθίζουν να αντιπαραθέτουν το φαινομενικό, το απατη­λό, στην πραγματικότητα. Κρατώντας το μολύβι μπροστά μας στον αέρα, το βλέπουμε ευθύγραμμο· αν το βυθίσουμε πλάγια στο νερό, το βλέπουμε τεθλασμένο. Στην τελευταία περίπτωση λένε: “το μολύβι φαίνεται τεθλασμένο, αλλά στην πραγματι­κότητα είναι ίσιο”. Τι μας δίνει όμως το δικαίωμα να χαρακτη­ρίζουμε το ένα γεγονός πραγματικό και το άλλο να το υποβιβάζουμε στο επίπεδο του φαινομενικού;… Όταν κάνουμε το φυσικό λάθος να περιμένουμε σε ασυνήθιστες περιπτώσεις να παρουσιαστούν ωστόσο συνηθισμένα φαινόμενα, οι προσ­δοκίες μας, βέβαια, διαψεύδονται. Γι’ αυτό όμως δεν φταίνε τα γεγονότα. Στις περιπτώσεις αυτές το να μιλάμε για φαινομε­νικό έχει νόημα μόνο από πρακτική άποψη και καθόλου από επιστημονική. Κατά τον ίδιο τρόπο δεν έχει απολύτως κανένα νόημα από επιστημονική άποψη το ερώτημα που μπαίνει συχνά, αν ο κόσμος είναι πραγματικός ή είναι απλώς οπτασία μας, ένα όνειρο και τίποτε περισσότερο. Αλλά και το πιο παρά­λογο όνειρο είναι εξίσου γεγονός, όσο και καθετί άλλο» («Ανά­λυση των αισθημάτων», σελ. 18-19).

Η αλήθεια είναι ότι όχι μόνο το πιο παράλογο όνειρο, μα και η πιο παράλογη φιλοσοφία είναι γεγονός. Δεν μπορείς ν’ αμφιβάλεις γι’ αυτό, όταν γνωριστείς με τη φιλοσοφία του Ερνστ Μαχ. Σαν τον τελευταίο σοφιστή, ο Μαχ μπερδεύει την επιστημονική - ιστορική και ψυχολογική έρευνα των ανθρώπινων πλανών, των κάθε λογής «παράλογων ονείρων» της ανθρωπότητας, όπως η πίστη στα στοιχειά, στα φαντάσματα κτλ., με τη γνωσιολογική διάκριση του αληθινού από το «παρά­λογο». Είναι το ίδιο σαν να έλεγε ένας οικονομολόγος ότι και η θεωρία του Σένιορ, σύμφωνα με την οποία όλο το κέρδος στον καπιταλιστή το δίνει «η τελευταία ώρα» εργασίας του εργάτη, και η θεωρία του Μαρξ είναι κι οι δυο εξίσου γεγονότα και ότι από επιστημονική άποψη δεν έχει καμιά σημασία το ζή­τημα ποια από τις θεωρίες αυτές εκφράζει την αντικειμενική αλήθεια και ποια τις προλήψεις της αστικής τάξης και την εξαγορά των καθηγητών της. Ο βυρσοδέψης I. Ντίτσγκεν θεωρούσε την επιστημονική, δηλ. την υλιστική, θεωρία της γνώσης «ένα καθολικό όπλο ενάντια στη θρησκευτική πίστη» («Kleinere philosophische Schriften», S. 553), για τον τακτι­κό όμως καθηγητή Ερνστ Μαχ «δεν έχει νόημα από επιστημο­νική άποψη» η διαφορά ανάμεσα στην υλιστική θεωρία της γνώσης και στην υποκειμενική - ιδεαλιστική! Η επιστήμη είναι ακομμάτιστη στην πάλη του υλισμού κατά του ιδεαλισμού και της θρησκείας, αυτή είναι η πιο αγαπημένη ιδέα όχι μόνο του Μαχ, μα και όλων των σύγχρονων αστών καθηγητών, αυτών των «λακέδων με δίπλωμα, που αποβλακώνουν το λαό με τον τραβηγμένο από τα μαλλιά ιδεαλισμό τους», κατά τη σωστή έκφραση του ίδιου I. Ντίτσγκεν (S. 53, στο ίδιο).

Και πραγματικά πρόκειται για τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά καθηγητίστικο ιδεαλισμό, όταν ο Ερνστ Μαχ μεταθέτει πέρα απ’ τα όρια της επιστήμης, πέρα απ’ τα όρια της θεωρίας της γνώσης το κριτήριο της πράξης, η οποία διαχωρίζει για όλους ανεξαίρετα το φαινομενικό από το πραγματικό. Η ανθρώπινη πράξη αποδείχνει την ορθότητα της υλιστικής θεωρίας της γνώσης, έλεγαν ο Μαρξ και ο Ένγκελς, χαρακτηρίζοντας «σχολαστικισμό» και «φιλοσοφικές υπεκφυγές» τις απόπειρες να λυθεί το βασικό γνωσιολογικό πρόβλημα έξω από την πράξη. Για τον Μαχ όμως άλλο πράγμα είναι η πράξη και ολωσδιόλου άλλο η θεωρία της γνώσης· μπορεί αυτά τα δυο να τα βάλεις πλάι-πλάι χωρίς το πρώτο να καθορίζει το δεύτερο. «Η γνώ­ση –γράφει ο Μαχ στο τελευταίο του έργο “Γνώση και πλάνη” (σελ. 115 της δεύτερης γερμ. έκδ.)– είναι μια βιολογικά ωφέλιμη (förderndes) ψυχική βίωση». «Μόνο η επιτυχία μπορεί να ξεχωρίσει τη γνώση από την πλάνη» (116). «Η έννοια είναι μια φυσική υπόθεση ωφέλιμη για δουλιά» (143). Στην καταπληκτική τους αφέλεια, οι ρώσοι μαχιστές μας, που θέλουν να είναι μαρξιστές, παίρνουν αυτές τις φράσεις του Μαχ για απόδειξη ότι ο Μαχ πλησιάζει το μαρξισμό. Στην περίπτωσή μας όμως ο Μαχ πλησιάζει το μαρξισμό, όπως ακριβώς ο Βίσμαρκ πλησίαζε το εργατικό κίνημα, ή ο επί­σκοπος Ευλόγιος το δημοκρατισμό. Στον Μαχ παρόμοιες θέσεις βρίσκονται πλάι-πλάι με την ιδεαλιστική γνωσιοθεωρία του και δεν καθορίζουν την εκλογή της μιας ή της άλλης καθορι­σμένης γραμμής της γνωσιολογίας. Η γνώση μπορεί να είναι βιολογικά ωφέλιμη, ωφέλιμη στην πράξη του ανθρώπου, στη διατήρηση της ζωής, στη διατήρηση του είδους, μόνο όταν αντανακλά την αντικειμενική αλήθεια, την ανεξάρτητη από τον άνθρωπο. Για τον υλιστή η «επιτυχία» της ανθρώπινης πράξης αποδείχνει τη συμφωνία των παραστάσεών μας με την αντικειμενική φύση των πραγμάτων που αντιλαμβανόμαστε. Για το σολιψιστή «επιτυχία» είναι το καθετί που μου χρειά­ζεται στην πράξη, που μπορεί να τη βλέπει κανείς χωριστά από τη θεωρία της γνώσης. Αν συμπεριλάβουμε στη βάση της θεωρίας της γνώσης το κριτήριο της πράξης, φτάνουμε ανα­πόφευκτα στον υλισμό, λέει ο μαρξιστής. Η πράξη μπορεί να είναι υλιστική, η θεωρία όμως είναι άλλο κεφάλαιο, λέει ο Μαχ.

«Πρακτικά –γράφει ο Μαχ στην «Ανάλυση των αισθη­μάτων»– όταν προβαίνουμε σε κάποια ενέργεια, μας είναι εξίσου αδύνατο να κάνουμε χωρίς την παράσταση του Εγώ, όσο και χωρίς την παράσταση του σώματος, όταν απλώνουμε το χέρι για ν’ αδράξουμε ένα αντικείμενο. Φυσιολογικά παρα­μένουμε εγωιστές και υλιστές με την ίδια σταθερότητα που βλέπουμε τον ήλιο ν’ ανατέλλει. Θεωρητικά όμως δεν πρέπει να εμμένουμε σ’ αυτή την άποψη» (284-285).

Ο εγωισμός δεν έχει εδώ καμιά θέση, γιατί δεν είναι κα­θόλου γνωσιολογική κατηγορία. Δεν έχει επίσης θέση εδώ και η φαινομενική κίνηση του ήλιου γύρω από τη γη, γιατί στην πράξη, που μας χρησιμεύει σαν κριτήριο της γνωσιοθεωρίας, πρέπει να συμπεριλάβουμε και την πράξη των αστρονομικών παρατηρήσεων, ανακαλύψεων κτλ. Μένει λοιπόν η πολύτιμη ομολογία του Μαχ ότι στην πρακτική τους δράση οι άνθρωποι καθοδηγούνται ολοκληρωτικά και αποκλειστικά από την υλι­στική θεωρία της γνώσης και κάθε προσπάθεια να παρακαμφθεί «θεωρητικά» αυτή η γνωσιοθεωρία εκφράζει μόνο τις αποσπασμένες απ’ τη ζωή, σχολαστικές και τραβηγμένες απ’ τα μαλλιά ιδεαλιστικές επιδιώξεις του Μαχ.

Πόσο παλιές είναι οι προσπάθειες να ξεχωριστεί η πράξη, σαν κάτι που δεν υπόκειται σε γνωσιολογική έρευνα, με σκοπό να ξεκαθαριστεί το έδαφος για τον αγνωστικισμό και τον ιδεα­λισμό μάς το δείχνει το ακόλουθο παράδειγμα από την ιστορία της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας. Στο δρόμο από τον Καντ στον Φίχτε βρίσκεται ο Γκ. Ε. Σούλτσε (ο λεγόμενος στην ιστορία της φιλοσοφίας Σούλτσε - Αινησίδημος). Ο Σούλτσε υπερασπίζει απροκάλυπτα τη σκεπτικιστική κατεύθυνση στη φιλοσοφία και αυτοονομάζεται οπαδός του Χιούμ (και από τους αρχαίους του Πύρρωνα και του Σέξτου). Απορίπτει κατηγο­ρηματικά κάθε πράγμα καθεαυτό, καθώς και τη δυνατότητα της αντικειμενικής γνώσης και απαιτεί κατηγορηματικά να μην προχωρούμε πέρα από την «εμπειρία», πέρα από τα αισθήματα, συνάμα προβλέπει και την αντίρηση από το αντίπαλο στρατό­πεδο: «Επειδή ο σκεπτικιστής, όταν συμμετέχει στην καθη­μερινή ζωή, αναγνωρίζει σαν αναμφισβήτητη την πραγματικό­τητα των αντικειμενικών πραγμάτων, ενεργεί αντίστοιχα κι έτσι παραδέχεται το κριτήριο της αλήθειας, η ίδια η διαγωγή του είναι η καλύτερη και η πιο ξεκάθαρη ανασκευή του σκεπτικισμού του»4. «Παρόμοια επιχειρήματα –απαντάει ο Σούλτσε αγανακτισμένος– έχουν αξία μόνο για τον όχλο (Pöbel, S. 254), γιατί ο σκεπτικισμός μου δεν θίγει τις ανάγκες της καθημερι­νής ζωής, αλλά παραμένει στα πλαίσια της φιλοσοφίας» (255).

Και ο υποκειμενικός ιδεαλιστής Φίχτε ελπίζει με τον ίδιο τρόπο να βρει μέσα στα πλαίσια της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας έδαφος για το «ρεαλισμό που επιβάλλεται (sich aufdringt) σε όλους μας, ακόμη και στον πιο κατηγορηματικό ιδεαλιστή, όταν πρόκειται να δράσουμε, δηλαδή για το ρεαλισμό που δέχεται ότι τα αντικείμενα υπάρχουν εντελώς ανεξάρτητα από μας, έξω από μας» (Werke, I, 455).

Ο νεότερος θετικισμός του Μαχ δεν απομακρύνθηκε και πολύ από τον Σούλτσε και τον Φίχτε! Ας σημειώσουμε, σαν αξιοπερίεργο, ότι σ’ αυτό το ζήτημα για τον Μπαζάροφ δεν υπάρχει στον κόσμο και πάλι κανένας άλλος εκτός από τον Πλεχάνοφ: το πιο δυνατό θηρίο για το ποντίκι είναι η γάτα. Ο Μπαζάροφ κοροϊδεύει τη «φιλοσοφία σάλτο βιτάλε του Πλεχάνοφ» («Δοκίμια» σελ. 69), που έγραψε την πραγματικά ατυχή φράση, ότι η «πίστη» στην ύπαρξη του εξωτερικού κό­σμου είναι τάχα «ένα αναπόφευκτο salto vitale» (πήδημα ζωής) της «φιλοσοφίας» («Παρατηρήσεις στον Λ. Φόυερμπαχ», σελ. 111). Δεν χωράει συζήτηση πως η λέξη «πίστη», αν και έχει τοποθετηθεί σε εισαγωγικά, παρμένη καθώς είναι από τον Χιούμ, δείχνει σύγχυση όρων από μέρους του Πλεχάνοφ. Μα τι έχει να κάνει μ’ αυτά ο Πλεχάνοφ; Γιατί ο Μπαζάροφ δεν αναφέρθηκε σ’ έναν άλλο υλιστή, λογουχάρη, στον Φόυερμπαχ; Απλώς και μόνο γιατί δεν τον ξέρει; Η άγνοια όμως δεν είναι επιχείρημα. Και ο Φόυερμπαχ επίσης, όπως ο Μαρξ και ο Ένγκελς, κάνει στα βασικά ζητήματα της θεωρίας της γνώσης ένα «πήδημα» προς την πράξη, απαράδεκτο από την άποψη του Σούλτσε, του Φίχτε και του Μαχ. Ο Φόυερμπαχ, επικρί­νοντας τον ιδεαλισμό, εκθέτει την ουσία του, παραθέτοντας την παρακάτω ανάγλυφη περικοπή από τον Φίχτε, η οποία ξετινάζει θαυμάσια ολόκληρο το μαχισμό. «Υποθέτεις –έγραφε ο Φίχτε– ότι τα πράγματα είναι πραγματικά, ότι υπάρ­χουν έξω από σένα, μόνο γιατί τα βλέπεις, τα ακούς και τα αγγίζεις. Η όραση όμως, η αφή και η ακοή δεν είναι παρά αισθήσεις... Ώστε δεν αισθάνεσαι τα αντικείμενα, αλλά μόνο τα αισθήματά σου» (Φόυερμπαχ, Werke, X. Band, S. 185). Και ο Φόυερμπαχ αντιλέγει: ο άνθρωπος δεν είναι ένα αφηρημένο Εγώ, μα είναι είτε άντρας είτε γυναίκα, και το ερώτημα αν ο κόσμος είναι ή όχι αίσθημα ισοδυναμεί με το παρακάτω ερώ­τημα: ο άλλος άνθρωπος είναι αίσθημά μου ή οι σχέσεις μας στην πράξη αποδείχνουν το αντίθετο; «Αυτό ακριβώς είναι το θεμελιακό λάθος του ιδεαλισμού, ότι θέτει και λύνει το ζήτημα της αντικειμενικότητας και της υποκειμενικότητας, της πραγματικότητας ή της μη πραγματικότητας του κόσμου μόνο από θεωρητική άποψη» (189, στο ίδιο). Ο Φόυερμπαχ παίρνει υπόψη το σύνολο της ανθρώπινης πράξης και το κάνει θεμέλιο της θεωρίας της γνώσης. Βέβαια, λέει, και οι ιδεαλιστές αναγνωρίζουν στην πράξη την πραγματικότητα και του δικού μας Εγώ και του ξένου Εσύ. Για τους ιδεαλιστές «η άποψη αυτή ισχύει μόνο για τη ζωή, όχι όμως και για τη σφαίρα της θεωρίας. Η θεωρία ωστόσο που έρχεται σε αντίθεση με τη ζωή, που την άποψη του θανάτου, την άποψη της ψυχής, χωρι­σμένης από το σώμα, την κάνει άποψη της αλήθειας, η τέτιου είδους θεωρία είναι η ίδια νεκρή και ψεύτικη» (192). Πριν αισθανθούμε, αναπνέουμε∙ δεν μπορούμε να υπάρξουμε χωρίς αέρα, χωρίς τροφή και νερό.

«Ώστε, λοιπόν, έχουμε να κάνουμε με τροφή και νερό κι όταν εξετάζουμε το ζήτημα της ιδεατότητας ή της πραγματικό­τητας του κόσμου; –αναφωνεί αγανακτισμένος ο ιδεαλιστής.– Τι κατάντια! Τι προσβολή στα χρηστά ήθη να βρίζεις μ’ όλη σου τη δύναμη τον υλισμό στην επιστημονική σημασία της λέξης από την έδρα της φιλοσοφίας και την έδρα της θεολογίας, για να εφαρμόζεις ύστερα στο κοινό τραπέζι τον υλισμό με την πιο χοντροκομμένη σημασία της λέξης» (195). Και ο Φόυερμπαχ αναφωνεί: το να βάζεις στην ίδια μοίρα το υποκειμενικό αίσθημα με τον αντικειμενικό κόσμο «σημαίνει να εξισώνεις την ονείρωξη με την τεκνογονία» (198).

Η παρατήρηση αυτή δεν είναι και από τις πολύ ευγενικές, χτυπάει όμως κατάκαρδα τους φιλόσοφους, που διδάσκουν ότι η αισθητηριακή παράσταση είναι ακριβώς η πραγματικό­τητα που υπάρχει έξω από μας.

Η άποψη της ζωής, της πράξης πρέπει να είναι η πρώτη και η βασική άποψη της γνωσιοθεωρίας. Και η άποψη αυτή μας οδηγεί αναπόφευκτα στον υλισμό, σαρώνοντας από τη μέση τις ατέλειωτες επινοήσεις της καθηγητικής σχολαστικότητας. Βέβαια, δεν πρέπει εδώ να ξεχνάμε ότι το κριτήριο της πράξης δεν μπορεί ποτέ –κι αυτό από την ίδια τη φύση του ζητήματος– να επιβεβαιώσει ή να αναιρέσει πέρα για πέρα μια οποιαδήποτε ανθρώπινη αντίληψη. Κι αυτό επίσης το κριτήριο είναι τόσο «απροσδιόριστο», ώστε να μην επιτρέπει στις γνώσεις του ανθρώπου να μετατραπούν σε «απόλυτο» και ταυτόχρονα τόσο προσδιορισμένο, ώστε να μπορεί κανείς να διεξάγει ανελέητο αγώνα ενάντια σ’ όλες τίς παραλλαγές του ιδεαλισμού και του αγνωστικισμού. Αν εκείνο που επιβεβαιώνει η πράξη μας είναι η μοναδική, η έσχατη, η αντικειμενική αλή­θεια, τότε από δω πηγάζει η αναγνώριση ότι ο μοναδικός δρό­μος προς αυτή την αλήθεια είναι ο δρόμος της επιστήμης, που στηρίζεται στην υλιστική άποψη. Ο Μπογκντάνοφ, λογουχάρη, είναι σύμφωνος ν’ αναγνωρίσει ότι η θεωρία της κυκλο­φορίας του χρήματος του Μαρξ αποτελεί αντικειμενική αλή­θεια, όμως μόνο «για την εποχή μας», και ονομάζει «δογμα­τισμό» το ότι αποδίνεται σ’ αυτή τη θεωρία η ιδιότητα μιας «υπεριστορικής αντικειμενικής» αλήθειας («Εμπειριομονισμός», βιβλίο III, σελ. VII). Κι αυτό είναι πάλι σύγχυση. Την αντιστοιχία αυτής της θεωρίας με την πράξη δεν μπορούν να την αλλάξουν κανενός είδους μελλοντικά περιστατικά, για την ίδια ακριβώς απλή αιτία, που κάνει να είναι αιώνια αλή­θεια το γεγονός ότι ο Ναπολέων πέθανε στις 5 του Μάη 1821. Επειδή όμως το κριτήριο της πράξης –δηλ. η πορεία της εξέλιξης όλων των καπιταλιστικών χωρών τις τελευταίες δεκα­ετίες– αποδείχνει απλώς την αντικειμενική αλήθεια όλης της κοινωνικο-οικονομικής θεωρίας του Μαρξ γενικά, κι όχι του ενός ή του άλλου μέρους της διατύπωσής της κτλ., είναι φα­νερό πως το να μιλάει κανείς εδώ για «δογματισμό» των μαρξι­στών, σημαίνει ότι κάνει ασυγχώρητη παραχώρηση στην αστική οικονομολογία. Το μοναδικό συμπέρασμα που βγαίνει από τη γνώμη που συμμερίζονται οι μαρξιστές, ότι δηλ. η θεωρία του Μαρξ αποτελεί αντικειμενική αλήθεια, είναι τούτο: ακολουθώντας το δρόμο της θεωρίας του Μαρξ, θα προσεγγί­ζουμε την αντικειμενική αλήθεια ολοένα και περισσότερο (χωρίς ποτέ να την εξαντλήσουμε), ενώ, αν ακολουθήσουμε έναν οποιονδήποτε άλλο δρόμο, δεν μπορούμε να καταλήξουμε πουθενά αλλού, παρά μόνο στη σύγχυση και στο ψέμα.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 18, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 143-149.

1.. Ο В. I. Λένιν εννοεί τις εργασίες του Κ. Μαρξ «Θέσεις για τον Φόυερμπαχ» (1845) και του Φ. Ένγκελς «Ο Λουδοβίκος Φόυερμπαχ και το τέλος της γερμανικής κλασικής φιλοσοφίας» (1888) και «Εισαγωγή στην αγγλική έκδοση» (1892) της εργασίας του «Η εξέλιξη του σο­σιαλισμού από ουτοπία σε επιστήμη» (βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά έργα σε δύο τόμους, ρωσ. έκδ., τ. II. 1955, σελ. 383-386, 339-382, 83-106).

2. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά έργα σε δυο τόμους, ρωσ. έκδ., τ. II, 1955, σελ. 383, 351, 91.

3. «Μικρές φιλοσοφικές εργασίες», σελ. 55. Η Σύντ.

4. G. Ε. Schulze. «Aenesidemus oder über die Fundamente der von dem Prof. Reinhold in Jena gelieferten Elementarphilosophie», 1792, S. 253 (Γκ. Ε. Σούλτσε. «Αινησίδημος ή για τις βάσεις της στοιχειώδους φιλοσοφίας, που προσφέρει ο καθηγητής Ράινχολντ της Ιένας», 1792, σελ. 253. ΗΣύντ.).

5. «Archiv für systematische Philosophie», 1898, II, Bd. 4,S. 63 («Αρχείο Συστηματικής Φιλοσοφίας», 1898, II, τόμ. 4ος, σελ. 63. Η Σύντ.), άρθρο για τις φιλοσοφικές αντιλήψεις του Μαχ.

6. Erich Becher. «The Philosophical Views of E. Mach» στη «Philosophi­cal Review», vol. XIV, 5, 1905, pp. 536, 546, 547, 548 (Έριχ Μπέχερ. «Οι φιλοσοφικές απόψεις του Ε. Μαχ» στη «Φιλοσοφική Επιθεώρηση», τόμ. XIV, 5, 1905, σελ. 536, 546, 547, 548. Η Σύντ.).

7. Ε. Lucka. «Das Erkenntnisproblem und Machs “Analyse der Empfindungen”» στις «Kantstudien», Bd. VIII, 1903, S. 400.

8 .«Systematische Philosophie», Lpz., 1907, S. 131.

9. «Grundriß der Geschichte der Philosophie», Bd. 4, 9. Auflage, Brl., 1903, S. 250 («Εγχειρίδιο Ιστορίας της φιλοσοφίας» τόμ. 4ος, 9η εκδ., Βερολίνο, 1903, σελ. 250. Η Σύντ.).