Εισαγωγικό Σημείωμα


Στα δύο κείμενα που ακολουθούν αποτυπώνεται, με τη ζωντάνια και την αμεσότητα του λόγου που χαρακτηρίζουν ομιλίες οι οποίες συνδυάζουν εύστοχα την πολιτική ανάλυση και τη στρατηγική αντιπαράθεση με τις ανάγκες της προεκλογικής προπαγάνδας, το βασικό πλαίσιο της αντιπαράθεσης με τη στρατηγική της ΕΕ στην εκπαίδευση, τόσο στα σχολεία όσο και στα πανεπιστήμια.

Μέσα από την παράθεση πληθώρας στοιχείων, αποκαλύπτεται πως η αναγκαία σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή σημαίνει, στις συνθήκες του καπιταλισμού, την υποταγή της εκπαίδευσης στις προτεραιότητες του κεφαλαίου, στόχο που με συστηματικό τρόπο υπηρετεί η ανάπτυξη και υλοποίηση της ευρωενωσιακής στρατηγικής στην Ελλάδα, όπως και σε κάθε χώρα.

Η προώθηση της ευρωενωσιακής στρατηγικής για την εκπαίδευση έχει στόχο την προσαρμογή των εκπαιδευτικών συστημάτων, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και απαιτήσεις που αφορούν την κάθε διαφορετική βαθμίδα, στις αλλαγές που συντελούνται στην παραγωγική βάση της καπιταλιστικής οικονομίας των κρατών-μελών της ΕΕ, οι οποίες επιτάσσουν και αντίστοιχες αλλαγές και στην οργάνωση της εργασίας. Ταυτόχρονα, επιχειρείται να προϋπαντηθούν τάσεις κι εξελίξεις που ενδεχομένως εκδηλωθούν στο μέλλον, η διάγνωση των οποίων απασχολεί έντονα τα αστικά επιτελεία, καθώς η παραγωγή των επόμενων γενιών του εργατικού δυναμικού με τις απαιτούμενες δεξιότητες και διαβαθμίσεις επιστημονικής και επαγγελματικής ειδίκευσης και ικανότητας αφορά άμεσα τη διαπάλη μεταξύ ευρωπαϊκών μονοπωλίων και των ανταγωνιστών τους από άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα.

Προφανώς, η κατάσταση σε κάθε χώρα είναι διαφορετική, αφού στην προώθηση της ευρωενωσιακής στρατηγικής καταγράφονται –ενίοτε και με αρκετή ένταση– σημαντικές αντιθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της ΕΕ, οι οποίες αντανακλούνται και σε διαφορετικούς ρυθμούς και τρόπους με τους οποίους υλοποιούνται οι στόχοι που τίθενται σε κάθε φάση. Στις διαφορές αυτές αποτυπώνεται ουσιαστικά η ανισομετρία εντός της ΕΕ και στις απορρέουσες αντιθέσεις παίζει καθοριστικό ρόλο η συγκεκριμένη διάρθρωση της καπιταλιστικής οικονομίας σε κάθε χώρα. Ακόμα, δεν μπορεί να παραγνωρίζεται και η επίδραση παραγόντων που δε συνδέονται άμεσα με τις όποιες εξελίξεις στην παραγωγική διαδικασία. Μεταξύ των τελευταίων ξεχωρίζει η διαφορετική εκπαιδευτική παράδοση και κουλτούρα μεταξύ διαφορετικών κρατών, που αποτυπώνεται και σε δομικές διαφορές μεταξύ των εκπαιδευτικών συστημάτων. Όμως οι διαφορές και οι διαβαθμίσεις που μπορούν να εντοπιστούν σε ό,τι αφορά την προώθηση της στρατηγικής του κεφαλαίου για την εκπαίδευση σε κάθε κράτος-μέλος της ΕΕ δεν αναιρούν το ενιαίο του χαρακτήρα της στρατηγικής αυτής, όπως και το γεγονός ότι οι αλλαγές που προωθούνται κατά περίπτωση κινούνται στην ίδια κατεύθυνση.

Αυτό, για παράδειγμα, φαίνεται ολοκάθαρα στο πώς η αλληλοτροφοδότηση πανεπιστημίων - επιχειρήσεων σε κάθε χώρα πραγματοποιείται με τους όρους κερδοφορίας –και συνολικά αναπαραγωγής– του κεφαλαίου.

Το γεγονός, μάλιστα, ότι η αστική τάξη και το κράτος της έχουν ευελιξία προσαρμογής των πολιτικών που προωθούν τα στρατηγικά συμφέροντα του κεφαλαίου στα κάθε φορά διαφορετικά οικονομικά, τεχνολογικά, πολιτικά και πολιτισμικά δεδομένα, υλοποιώντας και προωθώντας τις αντίστοιχες αλλαγές στη δομή, το περιεχόμενο και τη λειτουργία των διάφορων βαθμίδων των εκπαιδευτικών συστημάτων, συχνά αξιοποιείται από διάφορες αστικές δυνάμεις στη μεταξύ τους αντιπαράθεση για να διαγκωνίζονται για το ποιος υπηρετεί καλύτερα το «ευρωπαϊκό κεκτημένο». Χαρακτηριστική επ’ αυτού είναι η πρόσφατη αντιπαράθεση σχετικά με τα ιδιωτικά πανεπιστήμια.