Τα αστικά κόμματα ευθυγραμμίζονται με τη στρατηγική για την αναβάθμιση της γεωπολιτικής θέσης της χώρας ως σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ. Ξεκάθαρη είναι η επιδίωξη της κυβέρνησης της ΝΔ αλλά και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων στην προσαρμογή των εγχώριων λιμενικών υποδομών με τους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς. Αυτό επιβεβαιώνεται άλλη μια φορά με την απόφαση της κυβέρνησης της ΝΔ να ματαιώσει τη διαδικασία ιδιωτικοποίησης του λιμένα Αλεξανδρούπολης, αφού, όπως σημειώνει, «στην παρούσα συγκυρία η Αλεξανδρούπολη είναι τόσο μεγάλης στρατηγικής, γεωπολιτικής και ενεργειακής σημασίας», που ομολογεί τον ιδιαίτερο ρόλο εμπλοκής που θα διαδραματίσει το λιμάνι στα ιμπεριαλιστικά σχέδια στη διαμετακόμιση στρατιωτικού υλικού, όσο και στον εμπορικό-ενεργειακό τομέα, και γι’ αυτό αποφασίστηκε να υπάρχει άμεση κρατική ευθύνη στη διαχείρισή του.
Σε κάθε περίπτωση, με όποιο ιδιοκτησιακό καθεστώς και αν καταλήγουν οι επενδύσεις στα λιμάνια, είτε ιδιωτικό είτε κρατικό, δεν αναιρούνται οι νόμοι της καπιταλιστικής οικονομίας, δεν αναιρείται η εκμετάλλευση του εργάτη. Συνεχίζονται οι θυσίες που προστίθενται στις παλιές ώστε το κεφάλαιο, οι επενδυτές, να εξασφαλίζουν υψηλά κέρδη. Δεν αξιοποιούνται οι πλουτοπαραγωγικές δυνατότητες της χώρας για να ικανοποιηθούν τα λαϊκά συμφέροντα.
Από την πλευρά της σοσιαλδημοκρατίας, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ θέτουν επιχειρήματα που αποπροσανατολίζουν την πάλη των εργαζόμενων. Δημιουργούν αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει ουσιαστική φιλολαϊκή λύση μέσα στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Στον πυρήνα όλων αυτών των επιχειρημάτων βρίσκεται ο χαρακτήρας του αστικού κράτους, ο οποίος παρουσιάζεται διαστρεβλωμένος. Παρουσιάζουν το αστικό κράτος ως αντίβαρο υπέρ των λαϊκών συμφερόντων, συσκοτίζοντας τον αστικό επιθετικό χαρακτήρα του.
«ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ ΚΑΙ ΛΙΜΑΝΙ»
Το λιμάνι του Πειραιά επανέρχεται στην επικαιρότητα με διάφορες αφορμές, όπως με τη νέα συμφωνία παραχώρησης στην Cosco του επιπλέον 16% του μετοχικού κεφαλαίου του ΟΛΠ, τις αποφάσεις του ΣτΕ για το επενδυτικό πρόγραμμα του ΟΛΠ, την έγκριση του Masterplan, αλλά και τους ηρωικούς πολυήμερους απεργιακούς αγώνες των εργαζόμενων στις Προβλήτες ΙΙ & ΙΙΙ, μετά τα εργατικά «ατυχήματα» των λιμενεργατών.
Στη συζήτηση για την παραχώρηση του επιπλέον 16% στην Cosco, που συμπυκνώνει την κριτική του ΣΥΡΙΖΑ προς τη ΝΔ, το Σεπτέμβρη του 2021, τόσο η κυβέρνηση της ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ προσπάθησαν μέσα από έναν ψεύτικο καβγά να κρύψουν τη μεγάλη εικόνα για το λιμάνι του Πειραιά. Στη συζήτηση ο ΣΥΡΙΖΑ έριχνε την ευθύνη για τη μη υλοποίηση των έργων στο κινεζικό μονοπώλιο, ενώ αντίθετα η ΝΔ απαντούσε ότι υπαίτιες είναι οι καθυστερήσεις από την πλευρά του ελληνικού Δημοσίου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να κρύψει ότι η κυβέρνησή του ήταν αυτή που ολοκλήρωσε την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού του Πειραιά. Γι’ αυτό εστιάζει στις πρακτικές της κυβέρνησης ΝΔ, και κατά συνέπεια με την παραχώρηση του επιπλέον 16% αναιρείται η ιδιωτικοποίηση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ του 2016 και έτσι «οι επενδύσεις δε γίνονται με όρους νομιμότητας, προστασίας του περιβάλλοντος, των εργαζόμενων και των τοπικών κοινωνιών…», ότι υπάρχει «απουσία της κρατικής βούλησης να εφαρμόσει την εργατική νομοθεσία»48, με αποτέλεσμα να προχωράει η «απελευθέρωση των Κινέζων από τους ευρωπαϊκούς όρους λειτουργίας ως προς το περιβάλλον, την εργασία, τον ανταγωνισμό»49.
Αντίθετα, για την περίοδο διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ και την ιδιωτικοποίηση του 2016 υποστηρίζει ότι τότε «στο λιμάνι εξελίχτηκε μια μάχη χαρακωμάτων», ότι το «2017-2019 σημαδεύτηκε από μια μεγάλη προσπάθεια ελέγχου και τήρησης των όρων που είχαν συμφωνηθεί»50 και ουσιαστικά ότι η σύμβαση παραχώρησης του 2016 και η τήρησή της θα εξασφάλιζε χιλιάδες θέσεις εργασίας και επενδυτικά έργα που θα ωφελούσαν τους εργαζόμενους, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τον Πειραιά.
Αυτό που ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι μια «προοδευτική κυβέρνηση» με την παρέμβασή της και αξιοποιώντας τον κρατικό μηχανισμό (στην προκείμενη περίπτωση με την αξιοποίηση ΡΑΛ51, ΔΑΛ52, ΕΣΑΛ53) μπορεί να ελέγχει και να περιορίζει την «ασυδοσία» των μονοπωλίων.
Σε μια πιο παρόμοια εκδοχή, η κριτική του ΠΑΣΟΚ προς τη ΝΔ γενικότερα για τους λιμένες σημειώνει: «Η κυβέρνηση της ΝΔ δυστυχώς συνεχίζει να εφαρμόζει ένα νεοφιλελεύθερο μοντέλο πώλησης των βασικών περιουσιακών στοιχείων της χώρας μας, όπως είναι τα λιμάνια της, με προχειρότητα, αποσπασματικά, χωρίς ολοκληρωμένο σχεδιασμό, χωρίς κοινούς κανόνες και διασφαλίσεις του υγιούς ανταγωνισμού και του δημόσιου συμφέροντος…» Και συνεχίζει: «Γι’ αυτόν το λόγο άλλωστε επιμένουμε στην ανάγκη να εκπονηθεί επιτέλους ενιαία εθνική λιμενική πολιτική και να λειτουργεί μια ανεξάρτητη, υπερκομματική και ισχυρή Ρυθμιστική Αρχή Λιμένων.»54
Για να ξεπεραστούν οι μεγάλες συγχύσεις που προσπαθούν να δημιουργήσουν οι δυο εταίροι της σοσιαλδημοκρατίας, θα πρέπει να απαντηθούν δυο βασικά ερωτήματα.
Πρώτον, ποιος είναι αυτός που θα υπαγορεύει το πρόγραμμα της επόμενης κυβέρνησης;
Αυτός που υπαγορεύει το πρόγραμμα της επόμενης κυβέρνησης δεν είναι κανένας άλλος παρά οι ίδιες οι ανάγκες του κεφαλαίου. Αυτές επιβεβαιώνονται και μέσα από τις στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ που ακολουθούν τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ. Όσον αφορά τον κλάδο των μεταφορών, βασική κατεύθυνση είναι η απελευθέρωση των μεταφορών, ώστε να καταστούν πεδία κερδοφορίας για το κεφάλαιο. Μάλιστα η ευρωπαϊκή πολιτική μεταφορών προσαρμόστηκε στις νέες στρατηγικές κατευθύνσεις της «Ευρωπαϊκής Πράσινης Συμφωνίας», της «βιώσιμης και έξυπνης κινητικότητας» και της στρατηγικής για την «Ευρώπη Παγκόσμια Πύλη - Global Gateway». Όλες αυτές οι κατευθύνσεις συνοδεύονται με τεράστια χρηματοδοτικά εργαλεία, τα οποία κινητοποιούν ευρωπαϊκά και κρατικά κονδύλια ώστε να ενισχύσουν τους επιχειρηματικούς ομίλους.
Οι ίδιες οι ανάγκες του κεφαλαίου ήταν αυτές που ανάγκασαν το
ΣΥΡΙΖΑ να εφαρμόσει «νεοφιλελεύθερα» μέτρα περικοπών και σφαγιασμού των εργατικών δικαιωμάτων κατά την περίοδο διακυβέρνησής του. Αυτές οι ανάγκες υπαγορεύουν στην κυβέρνηση της ΝΔ να παίρνει εκτεταμένα μέτρα «κρατικής στήριξης». Και βέβαια οι ίδιες οι ανάγκες του κεφαλαίου υπαγόρευσαν στο ΣΥΡΙΖΑ, χωρίς «μνημόνια», χωρίς «Τρόικα» και χωρίς να είναι κυβέρνηση, να υπερψηφίσει μαζί με τη ΝΔ και το ΚΙΝΑΛ-ΠΑΣΟΚ τη μεταβίβαση του Ελληνικού σε ιδιώτη επενδυτή. Αυτές του υπαγόρευσαν να υπερψηφίσει στη Βουλή την παράδοση των Ναυπηγείων Ελευσίνας στην ONEX.
Το δεύτερο ερώτημα που πρέπει να απαντηθεί είναι: Μπορεί η «προοδευτική κυβέρνηση» να αλλάξει το χαρακτήρα του αστικού κράτους;
Οι στρατηγικές κατευθύνσεις που ακολούθησαν και ακολουθούν όλα τα αστικά κόμματα στη διακυβέρνηση υλοποιούνται με μοχλό τις λειτουργίες του αστικού κράτους (νομικό εποικοδόμημα, οικονομική και φορολογική πολιτική, ιδεολογικός τομέας, μηχανισμοί καταστολής, και τελικά όλων των λειτουργιών του αστικού κράτους), που δεν έχουν ουδέτερο, αταξικό περιεχόμενο, αλλά καθορίζονται από τον ίδιο το χαρακτήρα του αστικού κράτους ως οργάνου επιβολής της εξουσίας της αστικής τάξης. Η ιστορική πείρα αποδεικνύει ότι δεν μπορεί να αυτονομηθεί καμία λειτουργία του αστικού κράτους που να λειτουργήσει υπέρ των εργατικών και λαϊκών συμφερόντων, αντίθετα, αυτές οι λειτουργίες διαπλέκονται όλες μαζί με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Τα παραπάνω αποδεικνύονται και από την πείρα της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ σχετικά με το λιμάνι του Πειραιά, είτε με αποφάσεις κυβερνητικές είτε άλλων κρατικών θεσμών, όπως με την ιδιωτικοποίηση του λιμανιού, την επέκταση των εργολαβικών και ευέλικτων μορφών εργασίας μέσα στο λιμάνι, τη νέα ΣΣΕ και τον κανονισμό εργασίας για τους παλιούς εργαζόμενους, την εξαίρεση των λιμενεργατών στις Προβλήτες ΙΙ & ΙΙΙ από το μητρώο φορτοεκφορτωτών, την κατάκτηση των ΒΑΕ με τις απεργίες του 2018 που δεν εφάρμοσε ποτέ στην πράξη η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, την καταστολή και το όργιο δικαστικών αποφάσεων που έβγαζαν τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές το 2018, την ανανέωση δεκάδων αδειών αποθήκευσης και εμπορίας για τις εταιρίες πετρελαιοειδών στο Πέραμα, την επιδότηση με χιλιάδες ευρώ της Oil One στη Δραπετσώνα για τη διαχείριση λιμενικών αποβλήτων, την έγκριση από την περιφερειακή Αρχή Δούρου (ΣΥΡΙΖΑ) κονδυλίων ύψους 148.000.000 ευρώ για την κατασκευή της νότιας προβλήτας κρουαζιέρας στην Πειραϊκή55, την ψήφιση από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2018 του άρθρου 70 του Μεσοπρόθεσμου 2019-2022, που δίνει τη δυνατότητα στις εταιρίες πετρελαιοειδών, ακόμα και σε περίπτωση αλλαγής χρήσης γης που θα κρίνει την εγκατάσταση μη συμβατή, να διατηρήσουν τη δραστηριότητά τους για άλλα 20 χρόνια κ.ά.
Οι αποφάσεις κρατικών λειτουργιών και θεσμών στηρίζουν σε τελική ανάλυση τα συμφέροντα της ίδιας της αστικής τάξης. Για παράδειγμα, σειρά αρμόδιων κρατικών οργάνων, των δικαστικών Αρχών, όπως με τις αποφάσεις του ΣτΕ για το επενδυτικό πρόγραμμα της Cosco, στήριξαν το χειρισμό που προκρίνεται σήμερα για τα κινεζικά κεφάλαια, δηλαδή τον έλεγχο και την οριοθέτηση της δραστηριότητάς τους, προς όφελος των ευρωατλαντικών σχεδιασμών. Αντίθετα, για σειρά υποθέσεων που αφορούσαν τους εργαζόμενους και τα δικαιώματά τους, τα κρατικά όργανα υλοποιούν και από αυτό το επίπεδο την αντεργατική πολιτική. Τα συνθήματα περί «ελέγχου και τήρησης» κανόνων και συμφωνηθέντων, όπως και του «υγιούς ανταγωνισμού και του δημόσιου συμφέροντος», αφορούν την υπεράσπιση των συμφερόντων της εγχώριας αστικής τάξης και όχι την υπεράσπιση των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων.
«ΔΗΜΟΣΙΟ ΛΙΜΑΝΙ ΜΕ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΕΛΕΓΧΟ»
Η αυταπάτη για ένα φιλολαϊκό αστικό κράτος ενισχύεται και από τα συνθήματα που αναπαράγουν στο κίνημα δυνάμεις του οπορτουνιστικού χώρου, με το σύνθημα για ένα «δημόσιο λιμάνι» με «εργατικό έλεγχο», όπως επίσης και μια «δημόσια ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη με εργατικό έλεγχο». Στην πράξη αυτές οι δυνάμεις εναντιώνονται μόνο απέναντι στο συγκεκριμένο επιχειρηματικό σχέδιο της Cosco, κρύβοντας τη σύγκρουση των ιμπεριαλιστικών σχεδιασμών μεταξύ ΗΠΑ-Κίνας που εκδηλώνονται μέσα και γύρω από το λιμάνι του Πειραιά. Ταυτόχρονα, επιδιώκει να «ξεδοντιάσει» το εργατικό κίνημα θέτοντάς του ως γραμμή πάλης την καπιταλιστική αξιοποίηση του λιμανιού με κρατική ιδιοκτησία. Κρύβει ότι, για να είναι κερδοφόρο ένα λιμάνι στον καπιταλισμό, είτε ιδιωτικό είτε κρατικό, πρέπει να ξεζουμίζει τους εργαζόμενούς του και να θυσιάζει λαϊκές ανάγκες όπως η προστασία του περιβάλλοντος.
Με την τελευταία κυβερνητική απόφαση της ΝΔ, το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης παραμένει υπό κρατικό έλεγχο. Η Ιστορία αποδεικνύει ότι σε συνθήκες όξυνσης του ιμπεριαλιστικού ανταγωνισμού, και μπροστά σε μια πιθανή στρατιωτική εμπλοκή που μπορεί να έχει και γενικευμένο χαρακτήρα, οι αστικές κυβερνήσεις επαναφέρουν στρατηγικές υποδομές στον κρατικό έλεγχο, ώστε να ενισχύσουν την επιχειρησιακή ικανότητα του κρατικού μηχανισμού. Το σύνθημα περί «δημόσιου-κρατικού λιμανιού» στην πράξη μπορεί να το υλοποιεί και η ίδια η αστική κυβέρνηση, ώστε να είναι έτοιμη να αντιμετωπίσει κάθε κίνδυνο που θα θίξει τα συμφέροντα της αστικής τάξης. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η λιμενική υποδομή χρησιμοποιείται από το αστικό κράτος με επιθετικό τρόπο στο ξαναμοίρασμα αγορών, σφαιρών επιρροής και δρόμων μεταφοράς εμπορευμάτων και ενέργειας.
«ΕΜΠΟΡΙΚΟ Ή ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΟ ΛΙΜΑΝΙ»
Στην αντιπαράθεσή του με τη ΝΔ για το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης, ο ΣΥΡΙΖΑ σημειώνει: «Στο δικό μας πρόγραμμα και στη δική μας λογική, το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης θα έπρεπε να είναι ένα μεγάλο εμπορικό λιμάνι. Αντί αυτού, έχουμε τη δημιουργία ενός στρατιωτικού λιμανιού, σημείο διευθέτησης και διευκόλυνσης του στόλου και των χερσαίων δυνάμεων των ΗΠΑ…»56 Εμφανίζει ένα νέο ψεύτικο δίλημμα για την εργατική τάξη.
Η εμπορική αναβάθμιση του λιμένα ενισχύει το σχέδιο της αστικής τάξης να μετατραπεί η χώρα σε κόμβο μεταφορών και ενέργειας, στο πλαίσιο των ανταγωνισμών ΝΑΤΟ-Ρωσίας και ιδιαίτερα σε ανταγωνισμό με τα Στενά του Βοσπόρου που ελέγχονται από την Τουρκία. Από αυτήν την αναβάθμιση θα βγουν κερδισμένοι μονοπωλιακοί όμιλοι στις μεταφορές και την ενέργεια. Ο λαός, αξιοποιώντας την πείρα από το λιμάνι του Πειραιά που τα τελευταία χρόνια εκτόξευσε τη δραστηριότητά του, μπορεί να δει ότι οι εργαζόμενοι και οι αυτοαπασχολούμενοι δε βγήκαν κερδισμένοι. Επεκτάθηκε σε συντριπτικό βαθμό η εργολαβική και ευέλικτη εργασία, αυξήθηκαν τα εργατικά ατυχήματα, οι επαγγελματικές ασθένειες, μειώθηκαν συνολικά τα εργασιακά δικαιώματα, δηλαδή αυξήθηκε ο βαθμός εκμετάλλευσης των εργαζόμενων. Μάλιστα, και μέσω της Τοπικής Διοίκησης αυξήθηκαν τα κονδύλια για την ενίσχυση του τουριστικού περιεχομένου του Πειραιά για την προσέλκυση της κρουαζιέρας, αλλά το τουριστικό εισόδημα το καρπώνονται οι μεγάλοι όμιλοι του τουρισμού. Αντίθετα, στις εργατογειτονιές του Πειραιά οι εργαζόμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με εκατοντάδες προβλήματα.
Ταυτόχρονα, η επέκταση της δραστηριότητας στο λιμάνι του Πειραιά δημιούργησε νέα και εντονότερη περιβαλλοντική υποβάθμιση, όπως η εκ νέου ενεργοποίηση των υποδομών αποθήκευσης πετρελαιοειδών και των λιμενικών αποβλήτων, λίγα μόλις μέτρα από τον οικιστικό ιστό, οξύνθηκε σε μεγάλο βαθμό το κυκλοφοριακό πρόβλημα κ.ά.
Βέβαια το δίλημμα εμπορικό ή στρατιωτικό λιμάνι είναι κάλπικο, αφού τόσο το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης όσο και τα υπόλοιπα λιμάνια εντάσσονται στους ευρωατλαντικούς σχεδιασμούς, όπως επίσης και στα σχέδια διττής χρήσης που έχει θέσει ως κατεύθυνση η ΕΕ. Ο ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα ήταν αυτός που πρωτοστάτησε, με τον πρώτο στρατηγικό διάλογο Ελλάδας-ΗΠΑ, για την παράδοση υποδομών στον αμερικανικό στρατό. Το παράδειγμα με τα δυο ελληνικών συμφερόντων δεξαμενόπλοια στο Ιράν ομολογεί πόσο μικρή απόσταση έχει η εμπορική και η στρατιωτική εμπλοκή σε συνθήκες οξυμένης ιμπεριαλιστικής αντιπαράθεσης.
Η άνοδος της γεωπολιτικής σημασίας ενός λιμένα, είτε αυτός μεταφέρει στρατιωτικό υλικό, προσωπικό και εφόδια, είτε μετατρέπεται σε εμπορική-ενεργειακή πύλη, χαράσσοντας νέο ανταγωνιστικό δρόμο, αντικειμενικά μετατρέπεται σε μαγνήτη αντιποίνων και στρατιωτικών επιθέσεων, όχι μόνο οικονομικών, από τα αντίπαλα ιμπεριαλιστικά συμφέροντα. Τόσο ο στόχος για ένα αναβαθμισμένο εμπορικό-ενεργειακό λιμάνι όσο και για ένα στρατιωτικό κέντρο διαμετακόμισης είναι στόχος ξένος από τα συμφέροντα των εργαζόμενων και του λαού και πρέπει να παλευτεί ως άκρως επικίνδυνος.