Ένας σημαιοφόρος της ΕΕ αναμορφώνεται


της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

Η προσπάθεια των αστικών επιτελείων για την αναστύλωση της σοσιαλδημοκρατίας ως αξιόπιστου πόλου μέσα στο αστικό πολιτικό σύστημα που να αποτελεί εναλλακτική στη ΝΔ έχει ενταθεί το τελευταίο διάστημα. Ούτως ή άλλως, η αναμόρφωση του σοσιαλδημοκρατικού πόλου ως πυλώνα της αστικής διακυβέρνησης είναι κάτι που ασφαλώς απασχολεί την αστική τάξη, καθώς έχει αποτελέσει εδώ και δεκαετίες απαραίτητο συμπλήρωμα στο αστικό πολιτικό σύστημα, προσδίδοντας σταθερότητα αλλά και δυνάμει εναλλακτικές λύσεις στην αστική διαχείριση.

Η διαδικασία αυτή συμπλέκεται με διεργασίες που τρέχουν αυτήν την περίοδο στην ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Διεργασίες που αφορούν διαφορετικές προσεγγίσεις στην προώθηση της «πράσινης μετάβασης», στη διαχείριση της ύφεσης στην ευρωπαϊκή οικονομία, στο βαθμό και τρόπο εμπλοκής στον πόλεμο στην Ουκρανία και τη Μ. Ανατολή και στο βαθμό σύμπλευσης με τις ΗΠΑ και διασφάλισης της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ.

Χαρακτηριστικές είναι οι διεργασίες στη Γερμανία με τις σημαντικές δυσκολίες και τη φθορά του SPD, αλλά και τη διάσπαση του Die Linke με την ίδρυση νέου κόμματος υπό τη Σ. Βάγκενκνεχτ (BSW) και στην Ισπανία με τις ζυμώσεις του προηγούμενου διαστήματος ανάμεσα στους σοσιαλδημοκράτες του Σάντσεθ και του κόμματος της Γ. Ντίαθ που προέκυψε μετά την αποσύνθεση του Podemos και την κυβερνητική σύμπραξη στην οποία κατέληξαν.

Σε αυτό το πλαίσιο, η σοσιαλδημοκρατία στη χώρα μας βρίσκεται όλους τους τελευταίους μήνες σε συνθήκες εκτεταμένων διεργασιών και μιας βαθιάς αναμόρφωσης η οποία είναι σε εξέλιξη.

Η πορεία προς τις Ευρωεκλογές και οι αντίστοιχες ζυμώσεις θα αποτελέσουν αγωγό διεργασιών, όπως βέβαια και το αποτέλεσμα που τελικά θα καταγραφεί, το οποίο σε μεγάλο βαθμό θα διαμορφώσει το πλαίσιο και τις κατευθύνσεις των επομένων κινήσεων.

Ο διαγκωνισμός ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ για την πρωτοκαθεδρία στο χώρο, η προσπάθεια για μια πρώτη διακριτή καταγραφή της Νέας Αριστεράς με την εκλογή ευρωβουλευτή, όπως και συνολικά η προσπάθεια που η κάθε δύναμη εντείνει για να εμφανιστεί απέναντι στη ΝΔ ως φερέγγυα εναλλακτική της αστικής διαχείρισης στο φόντο της συζήτησης για την αναγκαία αναμόρφωση της «Κεντροαριστεράς», θα αποτελέσουν βασικές πλευρές των πολιτικών διεργασιών των επόμενων προεκλογικών μηνών.

 

ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΕΥΡΩΜΟΝΟΔΡΟΜΟ ΚΑΙ ΕΞΩΡΑΪΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΕ ΤΩΝ ΜΟΝΟΠΩΛΙΩΝ

Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και το ΠΑΣΟΚ αντιλαμβάνονται ότι οι επερχόμενες Ευρωεκλογές θα αποτελέσουν σημαντικό σταθμό στην πορεία αναμόρφωσης του ευρύτερου σοσιαλδημοκρατικού χώρου.

Αναγκαστικά κινούνται σε μια αντιφατική πορεία ανταγωνισμών, αλλά και συγκλίσεων στην προσπάθεια αντιπολίτευσης απέναντι στη ΝΔ. Χαρακτηριστική είναι η κοινή τους κάθοδος στην ΚΕΔΕ υπό το δήμαρχο Αθήνας Χάρη Δούκα σε ένα μέτωπο των «προοδευτικών δυνάμεων», όπως οι ίδιοι διακήρυξαν, ενάντια στην «παρακμή» που έχει φέρει η ΝΔ στην ΚΕΔΕ. Αντίστοιχο παράδειγμα είναι και η εξ ανάγκης συνεργασία τους (λόγω και των κοινοβουλευτικών συσχετισμών) για την κατάθεση πρότασης δυσπιστίας προς την κυβέρνηση, που συνοδεύτηκε με κοκορομαχίες για το ποιος θα έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, καταφεύγοντας σε φραστικές κορόνες και εντυπωσιοθηρία.

Επίσης και η Νέα Αριστερά μπαίνει στο παιχνίδι των διεργασιών και των συγκλίσεων στο «χώρο της Κεντροαριστεράς», καθώς όπως δήλωσε ο Αλ. Χαρίτσης: «Σε καμία περίπτωση δε μας αφήνει αδιάφορους η συζήτηση για την ανασυγκρότηση της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς στη χώρα μας, όταν μάλιστα είμαστε αντιμέτωποι με την επικυριαρχία της Δεξιάς και της κυβέρνησης Μητσοτάκη», με την Έφη Αχτσιόγλου να συμπληρώνει, για το ενδεχόμενο συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ, ότι «δεν κλείνουμε την πόρτα σε κανέναν που έχει προοδευτικές θέσεις και ακολουθεί μια σοβαρή πολιτική γραμμή».

Άλλωστε, πέρα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, η στρατηγική τους σύμπλευση είναι προφανής, καθώς κοινό έδαφος αποτελούν η στρατηγική και οι κατευθύνσεις του κεφαλαίου και της ΕΕ. Tμήματα του ΣΥΡΙΖΑ μάλιστα, συνεχίζοντας την πορεία οργανωτικής προσέγγισης με την ευρω-ομάδα των σοσιαλιστών των προηγούμενων χρόνων, ανοίγουν επίσημα τη συζήτηση για ένταξη του ΣΥΡΙΖΑ μαζί με το ΠΑΣΟΚ στο PES (Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα - ΕΣΚ).

Παράλληλα, σταθερές είναι οι σχέσεις των ΣΥΡΙΖΑ και Νέας Αριστεράς, αλλά και δυνάμεων εντός του ΠΑΣΟΚ (π.χ. του τμήματος που εκπροσωπεί ο Γ. Παπανδρέου) με τους Δημοκρατικούς των ΗΠΑ και την υιοθέτηση της ευρύτερης πολιτικής και ιδεολογικής ατζέντας τους, με χαρακτηριστικότερη πλευρά εκείνη του ατομικού δικαιωματισμού και του αυτοπροσδιορισμού.

Ενδεικτικό για την κοινή τους στόχευση σε ευρωπαϊκό επίπεδο είναι ότι λίγους μήνες πριν υπήρξε κοινή πρόταση των Ζαχαριάδη - Θεοχαρόπουλου -Ραγκούση για αποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ από την ομάδα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και ένταξή του στους Σοσιαλιστές. Στο σχετικό κείμενο έγραφαν: «Τώρα είναι η ώρα ο ΣΥΡΙΖΑ - Προοδευτική Συμμαχία να κάνει μία μεγάλη επιλογή. Να αποφασίσει καθαρά ότι στοχεύει να αποτελέσει το κόμμα της μεγάλης Κεντροαριστεράς, τον κύριο εκφραστή της μεγάλης προοδευτικής παράταξης στη χώρα μας, που εκφράζει και –κυρίως– ενώνει τους πολίτες από την Αριστερά μέχρι το Κέντρο, που δεν ενσωματώνεται στη στρατηγική της συντηρητικής παράταξης (...).»

Και συμπληρώνουν: «Δεν είμαστε πια ούτε στο 2004, όταν ιδρύθηκε το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, ούτε στα χρόνια των μνημονίων. Έχει επίσης αλλάξει πλέον και η γεωγραφία μέσα στην ευρωπαϊκή Κεντροαριστερά. Τα παραδείγματα της Ισπανίας και της Πορτογαλίας είναι ενδεικτικά», κάνοντας ειδική αναφορά στην πείρα των ιβηρικών χωρών, όπου υπενθυμίζουμε ότι στην Ισπανία το ΚΚ Ισπανίας (PCE) συμμετέχει εδώ και χρόνια στις διάφορες κεντροαριστερές συμπράξεις, ενώ στην Πορτογαλία το ΚΚ (PCP) πρόσφερε στήριξη στη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση του Α. Κόστα.

Με άλλα λόγια, «κοινό πρόγραμμα» των σοσιαλδημοκρατικών δυνάμεων στη χώρα μας αποτελούν επί της ουσίας οι κατευθύνσεις του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Σοσιαλιστικού Κόμματος και η αντίστοιχη ατζέντα των Δημοκρατικών των ΗΠΑ, που αποτελεί δύναμη-πυλώνα της αστικής διαχείρισης στο επίπεδο της ΕΕ και αντίστοιχα του ΝΑΤΟ. Ένα πρόγραμμα που βάζει στο επίκεντρο τις ανάγκες των ευρωπαϊκών μονοπωλίων με βάση τις διακηρυγμένες στρατηγικές προτεραιότητες της ΕΕ για τη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», τον ψηφιακό μετασχηματισμό, όπως και την ανάγκη ισχυροποίησης της ΕΕ μέσα στο περιβάλλον των σύνθετων ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

Εκεί, στις ανάγκες των μονοπωλιακών ομίλων της ΕΕ, έχουν τα βάθρα τους τα προγράμματα όλων των πολιτικών δυνάμεων της αστικής διαχείρισης, φιλελεύθερων και σοσιαλδημοκρατών, κεντροδεξιών και κεντροαριστερών, όλων των αποχρώσεων. Και εκεί άλλωστε βρίσκεται το έδαφος της βαθύτερης σύμπλευσης της ΝΔ, με το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ και όλες τις δυνάμεις της αστικής διαχείρισης και στη χώρα μας.

 

Α) Η «ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΑΥΤΟΝΟΜΙΑ» ΚΑΙ Η ΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΕΕ

Η συζήτηση για τη «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ αποκτά πλέον νέο περιεχόμενο συγκριτικά με τα προηγούμενα χρόνια. Το συγκεκριμένο σύνθημα προβαλλόταν παλιότερα ως ζήτημα αυτονομίας της ΕΕ, που εστίαζε στην «ειρηνική» καπιταλιστική ανάπτυξη, αντιπαραθετικά με ένα ΝΑΤΟ που ήταν ο αποκλειστικός προπαγανδιστής του πολέμου.

Πλέον, η διασφάλιση της «στρατηγικής αυτονομίας» της ΕΕ εστιάζει φανερά στην πολεμική προετοιμασία της ΕΕ σε όλα τα επίπεδα, σε οικονομικό, κοινωνικό, κρατικό και στρατιωτικό. Προβάλλεται επίσημα η ανάγκη αναβάθμισης της ΕΕ, ως ικανού και αυτόνομου στρατιωτικά ιμπεριαλιστικού στρατοπέδου, που θα λειτουργήσει ενισχυτικά στο ΝΑΤΟ ή και πιο αυτοτελώς στην παγκόσμια αντιπαράθεση με το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό ιμπεριαλιστικό στρατόπεδο.

Η κλιμάκωση των διεθνών ανταγωνισμών και των πολεμικών αναμετρήσεων σε Ουκρανία και Μ. Ανατολή έχουν ανοίξει για τα καλά στην ΕΕ τον προβληματισμό γύρω από τους τρόπους ισχυροποίησής της μέσα σε αυτό το ρευστό διεθνές περιβάλλον, που διαμορφώνεται στο έδαφος της σκληρής διαπάλης ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα για την πρωτοκαθεδρία.

Η εξωτερική πολιτική και λεγόμενη «πολιτική ασφάλειας», η ενεργειακή πολιτική, η ενίσχυση της πολεμικής της βιομηχανίας, καθώς και η ικανότητα ανάπτυξης ευρωπαϊκών στρατιωτικών δυνάμεων είναι θέματα που μπαίνουν στο άμεσο επίκεντρο.

Σε αυτήν την κατεύθυνση αστικές δυνάμεις παρουσιάζουν την ανάγκη αναβάθμισης της ΕΕ, την ενίσχυση της λεγόμενης «στρατηγικής αυτονομίας» της, ενώ αναζητούν και βήματα «απεξάρτησης» από τις ΗΠΑ σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική-πολεμική ικανότητα, αλλά και το κατάλληλο μίγμα στις σύνθετες σχέσεις μεταξύ της ΕΕ και των ευρωπαϊκών καπιταλιστικών κρατών που έχουν επιμέρους και διαφοροποιημένα συμφέροντα, τόσο με τις ΗΠΑ, όσο και με τα άλλα καπιταλιστικά κέντρα.

Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα αναφέρει χαρακτηριστικά: «Σε έναν όλο και πιο ανασφαλή κόσμο, η ΕΕ πρέπει να αναλάβει μεγαλύτερη ευθύνη για τη δική της ασφάλεια και άμυνα. Θα εφαρμόσουμε μια ισχυρή Κοινή Ευρωπαϊκή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας που θα συμπληρώνει το ΝΑΤΟ», μιλώντας παράλληλα για την ανάγκη ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής-πολεμικής βιομηχανίας, την ενεργειακή ασφάλεια της Ευρώπης αλλά και, ως πλευρά της ισχυροποίησης της ΕΕ, τη συνέχιση της πορείας διεύρυνσής της στα Δυτικά Βαλκάνια και αλλού (έναρξη διαπραγματεύσεων με Ουκρανία, Μολβαδία και καλλιέργεια του εδάφους με τη Γεωργία).

Αξίζει να υπενθυμίσουμε άλλωστε ότι ιδιαίτερα μετά το ξέσπασμα του ιμπεριαλιστικού πολέμου στην Ουκρανία η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία έχει πρωτοστατήσει στην πολεμική προετοιμασία και την κούρσα των εξοπλισμών.

Υπενθυμίζουμε το εξοπλιστικό πρόγραμμα-μαμούθ των 100 δισ. για τον εκσυγχρονισμό των γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων που προώθησε ο σοσιαλδημοκάτης καγκελάριος Όλαφ Σολτς και τη γνωστή του ομιλία για το ιστορικό σημείο καμπής (η λεγόμενη «ομιλία Zeitenwende») στο οποίο μπαίνει η γερμανική στρατιωτική και εξωτερική πολιτική.

Οι σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις σε Ισπανία και Πορτογαλία πρωταγωνίστησαν στη μαζική αποστολή βαρέος στρατιωτικού εξοπλισμού στην Ουκρανία και ας μην ξεχνάμε ότι με τη σφραγίδα των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων σε Σουηδία και Φινλανδία τέθηκε το αίτημα ένταξής τους στο ΝΑΤΟ, δηλαδή της διεύρυνσης και ενίσχυσης της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΠΑΣΟΚ επισημαίνει χαρακτηριστικά: «Θέλουμε μια Ευρώπη όπου (...) μέσω του ευρωστρατού [τα κράτη-μέλη] θα νιώθουν ασφάλεια από τη Φινλανδία μέχρι την Κύπρο», ενώ σχετικά με την «αυτονομία» της ΕΕ τονίζει: «Θέλουμε μία αυτοδύναμη Ευρώπη, που η οικονομία της δεν εξαρτάται από αυταρχικά καθεστώτα τρίτων χωρών. Να στοχεύσουμε στην ενεργειακή της ανεξαρτησία (...) μέσα από την πράσινη συμφωνία για την ενεργειακή μετάβαση, τον επαναπατρισμό των γραμμών παραγωγής με μία άμυνα που δε θα εξαρτάται μόνο από τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ.»1

Ο ΣΥΡΙΖΑ με τη σειρά του λέει ότι «η ηγεσία της ΕΕ έχει παρουσιαστεί κατώτερη των περιστάσεων και παραμένει εξαρτημένη από τις στρατηγικές προτεραιότητες των ΗΠΑ». Υποστηρίζει ότι πρέπει να αποκτήσει μια «ενιαία και στιβαρή Κοινή Εξωτερική Πολιτική και Πολιτική Ασφάλειας», επαναλαμβάνοντας και αυτός ότι πρέπει να αποκτήσει «περισσότερη «αυτονομία από το ΝΑΤΟ».

Και η Νέα Αριστερά επαναδιατυπώνει θέσεις που εξάλλου είδαμε στην κυβερνητική θητεία του ΣΥΡΙΖΑ, περί «πολυπολικού κόσμου» και τη συνακόλουθη ανάγκη «άσκησης μιας πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής», ενώ η ΕΕ κατακρίνεται ότι «υποτάχτηκε στους στόχους της αμερικανικής πολιτικής, απεμπόλησε τις ειρηνευτικές πρωτοβουλίες που είχε αναλάβει». Επαναλαμβάνει δε την ανάγκη της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, λέγοντας ότι η ΕΕ «αρνείται να δει ότι αποτελεί για την ίδια μονόδρομο, τόσο από γεωπολιτική όσο και από οικονομική σκοπιά, το να δράσει ως ανεξάρτητος πόλος, ικανός να διαμορφώνει επιθυμητές σχέσεις σε έναν πολυπολικό κόσμο».2

ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέα Αριστερά παριστάνουν ότι «πιέζουν» για προοδευτικές αλλαγές, ενώ στην ουσία προωθούν τους επίσημους διακηρυγμένους στόχους της ΕΕ. Συνυπογράφουν και προωθούν ενεργά τις ανάγκες του ευρωπαϊκού κεφαλαίου να σταθεί στον οξύ ανταγωνισμό, με ενίσχυση του στρατιωτικού βραχίονα της ΕΕ, διεύρυνση των στρατιωτικών δαπανών, την ικανότητα ανάπτυξης στρατιωτικών δυνάμεων, εμφανίζοντάς τες ως αποτέλεσμα δικής τους πίεσης.

Ασφαλώς αυτά δεν απασχολούν μόνο τους σοσιαλδημοκράτες, αλλά αποτελούν κομμάτι του προβληματισμού όλου του αστικού πολιτικού φάσματος. Όπως έγραφε σε πρόσφατη παρέμβασή του ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σ. Μισέλ: «Ήρθε η ώρα να αναλάβουμε την ευθύνη της ασφάλειάς μας. Δεν μπορούμε πλέον να βασιζόμαστε σε τρίτους ή να είμαστε έρμαια των εκλογικών αναμετρήσεων στις ΗΠΑ ή αλλού.»

Πολύ χαρακτηριστικές ήταν και οι πρόσφατες δηλώσεις του Πολωνού πρωθυπουργού Ντ. Τουσκ (υπενθυμίζουμε ότι έχει διατελέσει πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπως και επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος) ότι η Ευρώπη «έχει εισέλθει σε προπολεμική περίοδο». Όπως επισημαίνει: «Δε θέλω να τρομάξω κανέναν, αλλά ο πόλεμος δεν είναι πια μία ιδέα του παρελθόντος. Η απειλή του πολέμου για την Ευρώπη είναι πραγματική. Και η Ευρώπη είναι απροετοίμαστη», τονίζοντας ότι τα «επόμενα δύο χρόνια είναι κρίσιμα».

Στο πλαίσιο αυτής της συζήτησης γύρω από τη «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ, ο ΣΥΡΙΖΑ προσπαθεί παράλληλα να διαφοροποιηθεί από τη γραμμή του «δεδομένου συμμάχου» που καταγγέλλεται ότι ακολουθεί η ΝΔ και προβάλλει ότι με τη δική του λεγόμενη «πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική», η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να αποσπάσει περισσότερα ανταλλάγματα.

Ασφαλώς ο ΣΥΡΙΖΑ όχι μόνο δεν αμφισβητεί στο ελάχιστο το πλαίσιο της στρατηγικής της αστικής τάξης, το ΝΑΤΟ, την ΕΕ, τη στρατηγική συμμαχία με τις ΗΠΑ, τον ευρωατλαντισμό, τους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς και συμμαχίες που συμμετέχει η χώρα μας, αλλά εμφανίζεται «βασιλικότερος του βασιλέως» χαρακτηρίζοντας (διά στόματος του προέδρου του Στ. Κασσελάκη) το ΝΑΤΟ το ως «μια συμμαχία ιερή», ενώ οι θέσεις του στο διεξαγόμενο πόλεμο στη Μ. Ανατολή θα μπορούσαν να είχαν γραφτεί διά χειρός Μπάιντεν.

Παράλληλα εγκαλεί την κυβέρνηση για «έλλειψη εθνικής στρατηγικής» και επισημαίνει ότι «αντί να επαναπαύεται στο ρόλο του “δεδομένου συμμάχου”, που ικανοποιεί κάθε αμερικάνικο αίτημα, οφείλει να διεκδικεί συγκεκριμένα μέτρα από τις ΗΠΑ», ότι προωθεί τη λογική του «προκεχωρημένου φυλακίου της Δύσης» αντί της λογικής του «πυλώνα σταθερότητας και ειρήνης».3

Το επιχείρημά του επί της ουσίας λέει το εξής: Να διαπραγματεύεται περισσότερο η Ελλάδα της θέση της για πρόσθετα ανταλλάγματα και να μην εμφανίζεται ως «δεδομένη», ενώ από την άλλη το αντίπαλο αστικό επιχείρημα είναι ότι ακριβώς με το να εμφανίζεται ως σταθερός και αξιόπιστος σύμμαχος σε συνθήκες ρευστότητας στην περιοχή παίρνει τα περισσότερα ανταλλάγματα. Είναι δύο πλευρές του ίδιου νομίσματος, που αφορούν τους όρους καλύτερης εξυπηρέτησης των συμφερόντων της αστικής τάξης, δεν αμφισβητούν τη συμμετοχή της χώρας στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες ΝΑΤΟ και ΕΕ, καθώς και την ολοένα βαθύτερη εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο.

Εξάλλου, όλα αυτά τα λέει ένα κόμμα που ως κυβέρνηση πήρε τα εύσημα από τις ΗΠΑ για την «καλύτερη συνεργασία», πανηγυρίζει για τη ΝΑΤΟϊκή συμφωνία των Πρεσπών παρουσιάζοντάς την ως έναν από τους πυλώνες και από τα μεγαλύτερα ορόσημα της διακυβέρνησής του,4 λέγοντας μάλιστα ότι η χώρα πρέπει να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο στα Δυτικά Βαλκάνια.

Άλλωστε, ο ενδοαστικός προβληματισμός για το βαθμό προσέγγισης με τις ΗΠΑ και την αναζήτηση της πιο επωφελούς πολιτικής της αστικής τάξης της χώρας είναι ευρύτερος. Πολύ χαρακτηριστικά, ο καθηγητής Π. Ιωακειμίδης, στέλεχος του ΕΛΙΑΜΕΠ και με πυκνή αρθρογραφία στα ζητήματα της εξωτερικής πολιτικής, θέτει το ερώτημα: «Πόσο ευθυγραμμίζεται η ολοένα και στενότερη, οιονεί βαθιά ερωτική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ Ελλάδας και ΗΠΑ με τη θέση και το ρόλο της χώρας στην ΕΕ; Και ειδικότερα με τις πρωτοβουλίες, σχεδιασμούς, πολιτικές που χαράσσονται αυτήν την περίοδο από κράτη-μέλη όπως η Γαλλία, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και για να ενισχυθεί η ευρωπαϊκή κυριαρχία, στρατηγική αυτονομία και να ελαχιστοποιηθούν οι εξαρτήσεις της Ευρώπης κυρίως από τις ΗΠΑ (ενόψει και πιθανής επιστροφής του Ντ. Τραμπ);» Επιπλέον, δεν παραλείπει να επισημάνει ότι οι δεσμεύσεις που αναλαμβάνει η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται στα μάτια των Ευρωπαίων εταίρων να μην ευθυγραμμίζονται με την ευρωπαϊκή στρατηγική. Το ίδιο και η αγορά των εξοπλισμών από τις ΗΠΑ (F-16 και F-35) που προκαλεί δυσαρέσκεια στη Γαλλία. «Συμπερασματικά, αναγκαία και επωφελής η στενή σχέση με τις ΗΠΑ, αλλά το μέλλον της Ελλάδας βρίσκεται στην Ευρώπη», καταλήγει ο καθηγητής.5

Το ΚΚΕ έχει αναδείξει ότι η ΕΕ όχι μόνο δεν είναι «φιλειρηνική» σε αντίθεση με τις «φιλοπόλεμες» ΗΠΑ ή τα αντίπαλα ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα, τη Ρωσία, την Κίνα, αλλά παίζει ενεργό ρόλο σήμερα στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και πολέμους.

Στηρίζει τη σφαγή του Παλαιστινιακού λαού από το Ισραήλ, πρωτοστατεί στον ιμπεριαλιστικό πόλεµο στην Ουκρανία και συνεργάζεται στενά µε την αστική τάξη της Ουκρανίας, τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ στη σύγκρουση που διεξάγεται µε την καπιταλιστική Ρωσία και τους συμμάχους της, την υποστηρίζει πολύπλευρα με οικονομικά, πολιτικά και στρατιωτικά μέσα. Η ΕΕ έχει στηρίξει την κυβέρνηση Ζελένκσι με πάνω από 78 δισ., ενώ ήδη παίρνει θέση στους ανταγωνισμούς για την επικερδή για τα μονοπώλια «ανοικοδόμηση» της κατεστραμμένης από τον πόλεμο Ουκρανίας.

Στο πλαίσιο της «στρατηγικής αυτονομίας σχεδιάζει την ενίσχυση και των δικών της στρατιωτικών δυνάμεων, σύμφωνα µε τη λεγόμενη «Στρατηγική Πυξίδα» για τη ανάπτυξη «ευρωστρατού», ενώ πρόσφατα έστησε την ιμπεριαλιστική επιχείρηση «Ασπίδα» δίπλα στην αµερικανοβρετανική επιχείρηση «Φρουρός της Ευημερίας» στην Ερυθρά Θάλασσα, πολλαπλασιάζοντας τον κίνδυνο γενικότερης ανάφλεξης, με την ελληνική αστική τάξη να έχει αναβαθμισμένη συμμετοχή με τη φρεγάτα «Ύδρα».

 

Β) Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ «ΔΙΚΑΙΗΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ»

Ιδιαίτερα ενόψει των Ευρωεκλογών οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις θα ανασύρουν για ακόμη μια φορά τον αγαπημένο μύθο μιας τάχα «καλής» ΕΕ, που μπορεί να ακολουθήσει μια φιλολαϊκή ευρωενωσιακή πολιτική ενάντια στο νεοφιλελευθερισμό.

Ο ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει τις χιλιοειπωμένες ψευδολογίες ότι η ΕΕ «κινείται μακριά από τα ιδρυτικά της ιδανικά του αντιφασισμού, της δημοκρατίας, της κοινής ευημερίας και της κοινωνικής συνοχής». Σε αυτήν τη βάση παρουσιάζεται ότι η ΕΕ χρειάζεται «αλλαγή πορείας» και ότι αυτή θα έρθει αν «ηττηθούν στις Ευρωεκλογές οι δυνάμεις της νεοφιλελεύθερης Δεξιάς».6

Το ΠΑΣΟΚ παρουσιάζει το στόχο για «μία κοινωνική Ευρώπη με ισχυρά κοινά εργαλεία αλληλεγγύης, που μειώνουν τις κοινωνικές και περιφερειακές ανισότητες».

Στο ίδιο μήκος κύματος, η Νέα Αριστερά μιλάει για την ανάγκη «προοδευτικού μετασχηματισμού» της ΕΕ μέσα από την ήττα των «κυρίαρχων δυνάμεων» στις Ευρωεκλογές, για την αλλαγή της περιβόητης «αρχιτεκτονικής της ΕΕ», ώστε «να απεμπλακεί από το ασφυκτικό πλαίσιο των νεοφιλελεύθερων θεσμών και την εμμονή στη λιτότητα (...) ώστε να ενισχυθούν οι διαδικασίες ουσιαστικής πολιτικής ενοποίησης».7

Σε αυτό το πλαίσιο, ο ΣΥΡΙΖΑ επαναλαμβάνει γνωστές προτάσεις της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας, για έναν «ισχυρό» κοινοτικό προϋπολογισμό, για μια «Δίκαιη, Κοινωνική και Πράσινη Ευρώπη», όπως λένε στο σχετικό σύνθημα, μια παραλλαγή ουσιαστικά του κεντρικού συνθήματος του ΕΣΚ για μια «Κοινωνική, Δημοκρατική και Βιώσιμη Ευρώπη».

Το ίδιο σύνθημα επί της ουσίας παραλλάσσει και η Νέα Αριστερά όταν μιλάει για τη διαμόρφωση «ενός Συμφώνου Σύγκλισης και Βιώσιμης Ανάπτυξης, με μεγαλύτερη δημοσιονομική ευελιξία, με κριτήρια περιφερειακής σύγκλισης, απασχόλησης και προώθησης της Πράσινης Συμφωνίας», ενώ, όπως επίσης χαρακτηριστικά αναφέρεται, «η αναγκαία εμβάθυνση της δημοκρατίας απαιτεί ισχυρό ευρωπαϊκό κοινοβούλιο». Σε αυτό το πλαίσιο, η Νέα Αριστερά, που κατά τα άλλα παρουσιάζει ότι την χωρίζει «άβυσσος» με το ΣΥΡΙΖΑ, καλεί σε σύμπραξη «τα πολύμορφα προοδευτικά κινήματα των πολιτών και οι πολιτικές δυνάμεις της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, της αριστερής Σοσιαλδημοκρατίας και των Πρασίνων μπορούν και οφείλουν να δημιουργήσουν ένα πλατύ πανευρωπαϊκό μέτωπο».

Στην πραγματικότητα, η ΕΕ μόνο χειρότερη μπορεί να γίνεται για τους λαούς ακριβώς γιατί ιδρύθηκε ως ένωση των ευρωπαϊκών μονοπωλίων, ως μια διακρατική ιμπεριαλιστική συμμαχία, και δεν ήταν ποτέ ένας «φιλειρηνικός» οργανισμός που είχε «φιλολαϊκά» χαρακτηριστικά που απέκλιναν στην πορεία, ούτε μπορεί να αποκτήσει τέτοια, ανεξάρτητα από τη σύνθεση του Ευρωκοινοβουλίου. Ουσιαστικά ο μύθος της «φιλολαϊκής ΕΕ» υπηρετεί τον εγκλωβισμό δυνάμεων στην πολιτική του ευρωμονόδρομου.

Όταν μιλάνε για την ΕΕ ως το «κοινό μας σπίτι», τη «μεγάλη ευρωπαϊκή οικογένεια», δε λένε ότι η ΕΕ είναι η «μεγάλη οικογένεια» των μονοπωλίων, των κομμάτων και κυβερνήσεων, ενάντια στα δικαιώματα των λαών της Ευρώπης.

Αυτό επιβεβαιώνει η πορεία της ΕΕ/ΕΟΚ όλα τα προηγούμενα χρόνια. Από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1992), που καταψήφισε µόνο το ΚΚΕ, την ΟΝΕ-Ευρωζώνη και τη Συνθήκη της Λισαβόνας, µέχρι το συνολικό σύγχρονο αντιλαϊκό οπλοστάσιο.

Όταν η ευρωπαϊκή και η ελληνική σοσιαλδημοκρατία μιλάει για την «πράσινη συμφωνία», κρύβει ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη, με όποιον μανδύα και αν εμφανίζεται, έχει τις ίδιες νομοτέλειες, που αφορούν την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης, τη ληστεία του λαϊκού εισοδήματος και το αρνητικό αποτύπωμα στο περιβάλλον.

Αποδείχτηκε περίτρανα τα τελευταία χρόνια ότι η «πράσινη ανάπτυξη» της ΕΕ σηµαίνει πανάκριβη ενέργεια για το λαό, απαξίωση ενεργειακών πόρων, διεύρυνση της ενεργειακής φτώχειας και καταστροφή του περιβάλλοντος προς όφελος των κερδών των «μαύρων» και «πράσινων» κολοσσών. Οι ψεύτικες διακηρύξεις περί προστασίας τάχα του περιβάλλοντος αποδείχτηκαν ευρωοδηγίες για την καταπάτηση και την καταστροφή περιοχών φυσικής ισορροπίας από τους ενεργειακούς οµίλους και την εγκατάσταση ΑΠΕ µε κριτήριο τα κέρδη τους και άγρια καταστολή σε όσους τα αντιπαλεύουν. Οι φόροι, που τάχα θα µειώνονταν, εκτοξεύτηκαν µε την προσθήκη των «πράσινων» χαρατσιών, την ώρα που οι µεγάλοι όµιλοι απολαµβάνουν φοροασυλία κι επιδοτήσεις.

 

Γ) ΤΟ «ΕΥΡΩΠΑΪΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ», Η ΑΝΤΙΠΑΡΑΘΕΣΗ ΜΕ ΤΗ ΝΔ ΓΥΡΩ ΑΠΟ ΤΟ «ΚΡΑΤΟΣ ΔΙΚΑΙΟΥ» ΚΑΙ Η ΑΝΤΙΔΕΞΙΑ ΡΗΤΟΡΙΚΗ

Όλα τα χρόνια διακυβέρνησης της ΝΔ στη χώρα μας έχουμε δει το ΣΥΡΙΖΑ, όπως και το ΠΑΣΟΚ, με διάφορες αφορμές να αναμασούν τη γνωστή ρηχή αντιδεξιά-αντικυβερνητική ρητορική, που βέβαια, στο φόντο της βαθιάς, στρατηγικής σύμπλευσης με τη ΝΔ, γίνεται όλο και περισσότερο κενή φρασεολογία.

Έχουμε δει ξανά και ξανά τις χρεοκοπημένες λογικές των λεγόμενων «αντιδεξιών» μετώπων, ενώ παράλληλα με αφορμή το ζήτημα της ανόδου των λεγόμενων «ακροδεξιών» δυνάμεων σε μια σειρά χώρες της ΕΕ, όπως και των αντίστοιχων κομμάτων και μορφωμάτων στη χώρα μας, θα επιχειρηθεί ο εγκλωβισμός λαϊκών δυνάμεων, αλλά και η πίεση προς το ΚΚΕ για συνεργασία των «αριστερών», «προοδευτικών» δυνάμεων.

Γνώριμο μοτίβο επίσης έχει αποτελέσει το πλαστό επιχείρημα ότι η «χώρα δεν ακολουθεί τους ευρωπαϊκούς μέσους όρους», ότι παρεκκλίνει από το «ευρωπαϊκό κεκτημένο», παρουσιάζοντας την ΕΕ ως δήθεν «παράδεισο» της ευημερίας, της οικονομικής σύγκλισης και της «δημοκρατίας» για τους λαούς.

Ιδιαίτερα τους τελευταίους μήνες και με άξονα ζητήματα όπως η πορεία των ερευνών γύρω από τα Τέμπη, οι δικαστικές έρευνες σχετικά με το σκάνδαλο των υποκλοπών κ.ά., ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ επιδιώκουν να αναδείξουν σε αντικυβερνητική αιχμή τη λειτουργία του λεγόμενου «κράτους δικαίου» στη χώρα, αναπτύσσοντας και σχετικές αντιπολιτευτικές κορόνες για τον «αυταρχισμό» και την «αλαζονεία» της κυβέρνησης, για το ότι η Ελλάδα αποκλίνει από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς.

Ολόκληρη η πρόσφατη πρόταση μομφής που κατέθεσαν από κοινού ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας στηρίχτηκε σε αυτήν τη λογική, μιλώντας για «απαξίωση και σοβαρή παρακμή του κράτους δικαίου και των θεσμών στη χώρα μας, για την οποία ευθύνεται αποκλειστικά η κυβερνητική πλειοψηφία», κατηγορώντας την κυβέρνηση ότι έτσι «η Ελλάδα μοιάζει όλο και λιγότερο με μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα».

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΠΑΣΟΚ επιχειρεί να αξιοποιήσει την πορεία των ερευνών γύρω από τις «νόμιμες επισυνδέσεις» και την παρακολούθηση του προέδρου του, μιλώντας για το «βαθύ κράτος» της ΝΔ, ενώ παράλληλα, με αφορμές όπως η έρευνα της Ευρωπαϊκής Εισαγγελίας για τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, επαναφέρει τα περί αδιαφάνειας και «εξυπηρέτησης συγκεκριμένων οικονομικών συμφερόντων» από την κυβέρνηση.

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο ΣΥΡΙΖΑ κάνει λόγο για «αναξιόπιστη κυβέρνηση», ενώ σε ένα ξέφρενο κυνήγι εντυπώσεων υπερθεματίζει καλώντας σε διενέργεια εκλογών με «διεθνείς παρατηρητές».

Και η Νέα Αριστερά με τη σειρά της αναφέρει ότι «η κατάσταση του κράτους δικαίου στην Ελλάδα προκαλεί εξαιρετικά έντονη ανησυχία (...) οι μεθοδεύσεις του Μεγάρου Μαξίμου για να πέσει πέπλο σιωπής απασχολούν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Εκθέτουν τη χώρα μας και αποτελούν μια ανοιχτή πληγή στο σώμα της δημοκρατίας μας»8.

Πέρα από τον προφανή εξωραϊσμό της ΕΕ, εδώ τα κόμματα της αστικής διαχείρισης επιχειρούν να ξεπλύνουν και τις δικές τους ευθύνες, όπως για παράδειγμα για τη διαχρονική εγκληματική πολιτική διαχείρισης στους σιδηρόδρομους που διαδοχικά ακολούθησαν οι κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, 
ΣΥΡΙΖΑ, ΝΔ, στηριγμένες μάλιστα στις ευρωενωσιακές κατευθύνσεις.

Το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» λοιπόν για το οποίο μιλάνε οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις είναι κόλαση για τους λαούς.

Είναι ένωση της δικτατορίας του κεφαλαίου, ένωση καπιταλιστικών κρατών, που όλες τους οι λειτουργίες, η οικονομική, η κατασταλτική, η ιδεολογική, η πολιτική και η νομική έχουν στον πυρήνα τους τη διασφάλιση της εξουσίας της αστικής τάξης, την προώθηση των συμφερόντων των μονοπωλίων κάθε κράτους και την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης.

Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα γνωρίζουν στο πετσί τους ότι το «ευρωπαϊκό κεκτημένο» είναι τα μνημόνια διαρκείας της ΕΕ, οι ευρωπαϊκές οδηγίες των 13 ωρών εργασίας, της ελαστικής απασχόλησης και των mini jods, η ευρωπαϊκή «κανονικότητα» της ιδιωτικοποιημένης υγείας, παιδείας και πρόνοιας, των ιδιωτικών πανεπιστημίων, της ΚΑΠ που ξεκληρίζει τους αγρότες.

Στην ΕΕ και με βάση τη νομοθεσία της, τα προσωπικά δεδομένα είναι στα χέρια κρατικών υπηρεσιών, ιμπεριαλιστικών οργανισμών, επιχειρηματικών ομίλων, επιτρέπονται νόμιμα τα λογισμικά παρακολούθησης αλά «Predator», με βάση το ευρωενωσιακό και το εθνικό δίκαιο γίνονται κάθε χρόνο δεκάδες χιλιάδες «νόμιμες» παρακολουθήσεις.

Στο «Χώρο Ελευθερίας, Ασφάλειας και Δικαιοσύνης» της ΕΕ έχει νόμιμα απλωθεί ένα διαλειτουργικό δίχτυ: Εθνικές υπηρεσίες και βάσεις δεδομένων διασυνδέονται και επικοινωνούν με βάσεις δεδομένων της ΕΕ. Στοιχεία φτάνουν σε ευρωπαϊκές υπηρεσίες, όπως η Europol και η Eurojust, και καταλήγουν κατά περιπτώσεις στην Interpol. Από το 2016 –έτος ψήφισης του GDPR και της «αδελφής» του Αστυνομικής Οδηγίας– μέχρι το 2021, τα δεδομένα που αποθηκεύονται στη Europol αυξήθηκαν κατά 280%. Το 2022 νέος Κανονισμός (2022/991) ενίσχυσε τις σχετικές αρμοδιότητες της Europol. Το 2023 νέα Οδηγία (2023/977) ήρθε να διευκολύνει την αστυνομική διαβίβαση πληροφοριών σε όλη την Ένωση.

Στο «κράτος δικαίου» της ΕΕ ζουν και βασιλεύουν τα λόμπι και η προώθηση των επιχειρηματικών συμφερόντων. Το Ευρωκοινοβούλιο, καθώς και όλα τα όργανα της ΕΕ, γεννούν φανερή και κρυφή διαπλοκή µε επιχειρηµατικούς οµίλους, χρηµατισµό και διαφθορά, γιατί η ίδια η αποστολή τους είναι να προωθούν νόµους, κανονισµούς και οδηγίες για την καπιταλιστική κερδοφορία σε βάρος των λαών, με τα σκάνδαλα τύπου «Κατάρ-gate», Γιούνκερ, Αζερμπαϊτζάν να είναι στην ημερήσια διάταξη.

Η ΕΕ των «ευρωπαϊκών αξιών» έχει μετατραπεί σε υγρό τάφο για τους ξεριζωµένους των ιµπεριαλιστικών επεµβάσεων και γεμίζει με στρατόπεδα συγκέντρωσης και εκµετάλλευσης των προσφύγων. Οι 27.000 νεκροί πρόσφυγες από τα πολύνεκρα ναυάγια στο Αιγαίο, στη Μεσόγειο (την τελευταία δεκαετία) είναι η τραγική συνέπεια της πολιτικής της άγριας καταστολής στα σύνορα και έχει ως αναπόσπαστο κοµµάτι της τη Frontex, τις απελάσεις, τις επαναπροωθήσεις, τους «φράχτες», τον εγκλωβισµό στις υπερδοµές-φυλακές.

Παράλληλα, οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις, αθωώνοντας τον καπιταλισμό και τις νομοτέλειές του, την καπιταλιστική αγορά και εκμετάλλευση, τις πολιτικές του κεφαλαίου που χτυπάνε σήμερα το λαϊκό εισόδημα, και την ΕΕ, κάνουν λόγο για «διαπλοκή οικονομικών συμφερόντων» ή για «πληθωρισμό της απληστίας», για τον οποίο ευθύνεται δήθεν σχεδόν αποκλειστικά η κυβέρνηση Μητσοτάκη και όχι ο καπιταλισμός.

Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι ο εφοπλιστής ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί το κεφάλαιο ως «εργαλείο για τη μείωση των ανισοτήτων» και οραματίζεται μια Ελλάδα όπου ο καθένας θα μπορεί δήθεν να ζει το «καπιταλιστικό του όνειρο». Ενδεικτικό της σύμπλευσης στο πεδίο της οικονομίας και της οικονομικής πολιτικής είναι και ο τρόπος που παρουσίασε πρόσφατα ο ΣΥΡΙΖΑ τις οικονομικές του προτάσεις, στις οποίες, δίνοντας έμφαση στα ζητήματα φορολογίας και τη στήριξη της λεγόμενης «μεσαίας τάξης», τόνιζε σε όλους τους τόνους ότι οι τωρινές του προτάσεις είναι ρεαλιστικές, «κοστολογημένες» και τεχνοκρατικά επαρκείς. Πέραν της αναμενόμενης αντιπαράθεσης από την πλευρά της ΝΔ, η λογική αυτή έγινε αντικείμενο θετικής υποδοχής από μερίδα φιλοκυβερνητικών σχολιαστών. Ενδεικτικό άρθρο στην Καθημερινή σημείωνε ότι «είναι θετικό να έχουμε μια Αριστερά της λογικής, της μετριοπάθειας και των αξιόπιστων προτάσεων», προσθέτοντας: «ποιος θα διαφωνούσε, π.χ., με τη μείωση των φορολογικών συντελεστών για τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις;».

 

ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ΕΥΘΕΙΑ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο κινητικότητας, συγκλίσεων και ανταγωνισμών, οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας θα προσπαθήσουν να αναπτύξουν αναγκαστικά η καθεμιά μια «διμέτωπη» τακτική, από τη μία προσπαθώντας να διαφοροποιηθούν από τη ΝΔ, αλλά και παράλληλα προσπαθώντας να οριοθετηθούν από τις άλλες δυνάμεις του χώρου, στο κονταροχτύπημα για το ποιος τελικά θα πάρει το προβάδισμα στις διεργασίες ανασύνθεσης μιας «μεγάλης Κεντροαριστεράς».

Ο ΣΥΡΙΖΑ ασφαλώς θα επιδιώξει πάση θυσία να επαναβεβαιώσει τη δεύτερη θέση σε σχέση με το ΠΑΣΟΚ. Μετά την οξύτατη εσωκομματική διαπάλη και τα εκφυλιστικά χαρακτηριστικά που πήρε αυτή στο πρόσφατο συνέδριό του, ο Σ. Κασσελάκης επιδιώκει να παρουσιάσει μια εικόνα ανανέωσης του κόμματος, επιταχύνοντας τις διαδικασίες ψηφιοποίησης, για τη συγκρότηση ενός κόμματος «ψηφιακού και δημοψηφισματικού», όπως αναφέρουν. Παρουσιάζει στην ουσία τον εκφυλισμό κομματικών διαδικασιών, λειτουργίας των οργανώσεων και όποιας λειτουργίας και ευθύνης των κομματικών οργάνων ως μια δήθεν «αδιαμεσολάβητη» σχέση με την κομματική βάση.

Πρόκειται βέβαια και για κινήσεις που επιχειρούν να «θολώσουν τα νερά» και να κρύψουν τον ολισθηρό κατήφορο που διαρκώς ακολουθεί ο ΣΥΡΙΖΑ. Ένας κατήφορος που, όσο θα προχωρά η σύγκλιση και η κοινή ατζέντα των αστικών πολιτικών δυνάμεων, θα γίνεται ολοένα και πιο εμφανής, φτάνοντας ακόμα και σε δηλώσεις όπως εκείνες του Στ. Κασσελάκη που χαϊδεύουν το «πατρίς - θρησκεία - οικογένεια» της ΝΔ.

Το ΠΑΣΟΚ επιδιώκει να στηριχτεί στα δικά του πλεονεκτήματα: Σε δυνάμεις και μηχανισμούς που συνεχίζει να διαθέτει στο επίπεδο της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας, στους δήμους και Περιφέρειες κλπ. Παρουσιάζει τον εαυτό του ως «μια αξιόπιστη παράταξη με ώριμες επιλογές», να εμφανιστεί εκείνο δηλαδή ως η αντίπαλη δύναμη στη ΝΔ, που μπορεί να εξασφαλίσει σοβαρότητα και κυβερνησιμότητα απέναντι στους χειρισμούς του ΣΥΡΙΖΑ. «Ένα ΠΑΣΟΚ ισχυρό, αξιωματική αντιπολίτευση την 9η Ιουνίου, σημαίνει ημερομηνία λήξης της κυβέρνησης της Νέας Δημοκρατίας», έλεγε χαρακτηριστικά σε σχετική ομιλία του ο Ν. Ανδρουλάκης.

Το ΚΚΕ έχει αναδείξει ότι παρά τις επιμέρους κοκορομαχίες η στρατηγική σύμπλευση και μεταξύ τους αλλά και με τη ΝΔ «βγάζει μάτι».

Αν στην ελληνική βουλή ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε το 50% και το ΠΑΣΟΚ το 70% των αντιλαϊκών νομοσχεδίων της κυβέρνησης της ΝΔ, στο Ευρωκοινοβούλιο η σύµπλευσή τους απογειώνεται. Ο ΣΥΡΙΖΑ (µαζί και η Νέα Αριστερά) ψήφισε το ίδιο µε τη ΝΔ στο 81,9% και το ΠΑΣΟΚ µε τη ΝΔ στο 94,7% των ψηφοφοριών! Δεν υπήρξε αντιλαϊκός νόµος της ΕΕ, ψηφίσµατα και κατευθυντήριες γραµµές που τα τρία αυτά αστικά κόµµατα να µην ταυτίστηκαν σε πάνω από 80%!
Στο έδαφος αυτής της στρατηγικής σύμπλευσης, τσακώνονται για το ποιος έκλεψε τις προτάσεις του άλλου, την ώρα που όλοι μαζί ψηφίζουν τους αντιλαϊκούς νόμους της ΕΕ.

 

ΟΙ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ ΚΑΙ Η ΧΡΕΟΚΟΠΗΜΕΝΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΓΡΑΜΜΗ ΤΟΥ ΟΠΟΡΤΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΙΣ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ

Οι διεργασίες και οι ωσμώσεις ήταν έντονες και στο χώρο του οπορτουνισμού το προηγούμενο διάστημα και κορυφώθηκαν τους τελευταίους μήνες με αιχμή τη συγκρότηση «ενωτικού ψηφοδελτίου» –όπως έλεγαν– για τις Ευρωεκλογές.

Επίδικο αποτέλεσε επί της ουσίας η συσπείρωση ή όχι γύρω από το ψηφοδέλτιο ΜέΡΑ25-ΛΑΕ, που είχε μια βεντάλια αντιδράσεων και κινήσεων από τις διάφορες οπορτουνιστικές δυνάμεις.

Το ίδιο το ΜέΡΑ25 (συνεπικουρούμενο από τη ΛΑΕ και την ΑΡΑΣ), παρότι είναι ένα αστικό συστημικό κόμμα, είχε την ευκαιρία να εμφανιστεί ως δύναμη κυρίαρχη στο χώρο και να σταθεροποιήσει διεργασίες και ωσμώσεις στις οποίες πρωταγωνιστεί ήδη από τις περασμένες βουλευτικές εκλογές, καθώς και την επίσης κοινή του εκλογική κάθοδο τότε με τη ΛΑΕ και την ΑΡΑΣ. Το ΝΑΡ εστίαζε στο να διασφαλίσει την οργανωτική του επιβίωση, ενώ άλλες μικρότερες δυνάμεις του χώρου (π.χ. Αναμέτρηση, ΑΡΑΝ, Κ-Σχέδιο) επιδίωκαν και με μεταξύ τους συγκολλήσεις να «διαπραγματευτούν» από καλύτερες θέσεις μια χαραμάδα προβολής μέσα από ένα ευρύτερο ψηφοδέλτιο.

Σε αυτό το πλαίσιο, το ΜέΡΑ25 δήλωνε ανοιχτό σε ένα «ενωτικό ψηφοδέλτιο», που θα είχε φυσικά το ίδιο ως επικεφαλής. Το ΝΑΡ πρόβαλε το σύνολο της πολιτικής του γραμμής ως βάση συμμαχίας με άλλες δυνάμεις, προσπαθώντας να δημιουργήσει ένα τεχνητό σύνορο σε μια απέλπιδα προσπάθεια διάσωσης των δυνάμεών του. Ταυτόχρονα, μια σειρά από τις μικρότερες δυνάμεις του χώρου θεωρούσαν ότι «δεν πρέπει να γίνει αντικείμενο συζήτησης το πώς εννοεί καθένας την αποδέσμευση από την ΕΕ, αλλά να μείνουν μόνο σε όσα άμεσα καταλαβαίνει ο κόσμος, όπως, π.χ., η ακρίβεια, το λαϊκό εισόδημα κλπ.».

Η ευθυγράμμιση της πλειοψηφίας του οπορτουνιστικού ρεύματος, παρά τις επιμέρους παραλλαγές και φραστικές διαφοροποιήσεις, με την πολιτική γραμμή μιας ευρωατλαντικής «Αριστεράς» έχει αντικειμενικό χαρακτήρα, που οφείλεται στο γεγονός ότι η αστική τάξη της χώρας μας αναλαμβάνει το ρόλο του σημαιοφόρου στους πολεμικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ, βαθαίνοντας καθημερινά την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο, ενώ παράλληλα μεγαλώνει η στρατηγική σύμπλευση όλου του αστικού πολιτικού συστήματος σε αυτήν την κατεύθυνση.

Σε αυτό το πλαίσιο, οι δύο σχηματισμοί στους οποίους συμμετέχουν οπορτουνιστικές δυνάμεις που θα κατέβουν στις Ευρωεκλογές, σύμφωνα με τις μέχρι στιγμής ανακοινώσεις, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το ΜέΡΑ25 μαζί με τη ΛΑΕ και την ΑΡΑΣ (στους οποίους έχουν προσκολληθεί και διάφορες περιφερόμενες προσωπικότητες του οπορτουνιστικού χώρου), υπηρετούν τις ανάγκες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος.

Βασικές πλευρές της πολιτικής γραμμής του οπορτουνιστικού ρεύματος μπροστά και στις Ευρωεκλογές είναι:

– Η σύμπλευση με τις κατευθύνσεις του ΝΑΤΟ και την «ΕΕ του πολέμου» με τη σημαία του πασιφισμού. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα του τελευταίου διαστήματος είναι στάση του ΜέΡΑ25 αναφορικά με τη σφαγή του Παλαιστινιακού λαού από το κράτος-δολοφόνο του Ισραήλ. Παρότι φαινομενικά δηλώνει υπέρ του αγώνα των Παλαιστινίων, στην πράξη λειτουργεί υπονομευτικά, έχοντας τη θέση ότι είναι ανεδαφικό πλέον να ζητούν οι Παλαιστίνιοι δικό τους κράτος. Η πλειοψηφία των οπορτουνιστικών δυνάμεων, συμπεριλαμβανομένης και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ακολούθησαν αυτήν την πολιτική γραμμή του ΜέΡΑ25, ότι είναι ανεδαφική πλέον η ύπαρξη Παλαιστινιακού κράτους, και έφτασαν στο σημείο να απαιτούν να αφαιρεθεί από αγωνιστικά πλαίσια φοιτητικών συλλόγων και σωματείων το αίτημα για Παλαιστινιακό κράτος στα σύνορα του 1967. Η λύση που προτείνει δε το ΜέΡΑ25 είναι ένα ενιαίο κράτος, με πολιτικά δικαιώματα στους Παλαιστινίους. Βέβαια, πίσω από αυτήν τη θέση του κρύβεται επί της ουσίας η διαιώνιση της ισραηλινής κατοχής.

Το οπορτουνιστικό ρεύμα, επίσης, με την εκδήλωση του ιμπεριαλιστικού πολέμου στο έδαφος της Ουκρανίας πρόβαλε στην ουσία ως λύση ενάντια στον πόλεμο την ιμπεριαλιστική ειρήνη υπό την αιγίδα του ΝΑΤΟ. Η προπαγάνδιση ότι μπορεί να υπάρξει μια «ηπιότερη», «όχι τόσο επιθετική» πολιτική εντός του ΝΑΤΟ (!) που θα πρέπει να ακολουθήσουν οι χώρες-μέλη του ή η προβολή μιας συμφωνίας ΝΑΤΟ-Ρωσίας (θέση τότε και του Κίσινγκερ, γνωστού «γερακιού» της ευρωατλαντικής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας) ως λύση που θα παραμερίσει διά παντός τους ανταγωνισμούς και τον κίνδυνο του ιμπεριαλιστικού πολέμου, ήταν ορισμένες από τις θέσεις με την οποία εκφράστηκε ο ΝΑΤΟϊκός πασιφισμός του οπορτουνισμού εκείνη την περίοδο.

Αυτήν τη γραμμή του ΝΑΤΟϊκού πασιφισμού εξάλλου το οπορτουνιστικό ρεύμα την διακήρυσσε και την προηγούμενη περίοδο, για παράδειγμα, το διάστημα έντασης της τούρκικης επιθετικότητας στο Αιγαίο με την παρουσίαση των ΝΑΤΟϊκών σχεδίων συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου ως λύση έντιμης συνεννόησης μεταξύ των αστικών τάξεων Ελλάδας και Τουρκίας, όπως έλεγε το ΝΑΡ, ταυτόχρονα με την αναγνώριση γκρίζων ζωνών στο Αιγαίο.

Στην ίδια γραμμή συνεχίζουν και τώρα, που μεγαλώνει η συζήτηση για τη στρατηγική αυτονομία της ΕΕ. Αν παραβλέψει κανείς τις φανφάρες, κενές περιεχομένου, του ΜέΡΑ25 ενάντια σε κάποια μέτρα εξοπλισμού της ΕΕ, θα δει ότι στον πυρήνα της κάλπικης κριτικής του βρίσκεται η «εξάρτηση της ΕΕ από τις ΗΠΑ», «η ανικανότητά της να διασφαλίσει την ειρήνη», η «μονομέρειά της σε αμερικάνικο πολεμικό εξοπλισμό» και η ανάγκη αυτοτελούς πορείας της Ευρώπης. Το ρητορικό ερώτημα όμως που προκύπτει είναι πώς αλλιώς θα γίνει στις σημερινές συνθήκες η «απεξάρτηση» της ΕΕ από τις ΗΠΑ χωρίς τον αντίστοιχο στρατιωτικό εξοπλισμό της; Ξέρουμε πολύ καλά ότι πίσω από τα συνθήματα για «ικανότητα διασφάλισης της ειρήνης» έκρυβαν πάντα οι ιμπεριαλιστές τη στρατιωτική τους αναβάθμιση. Αυτή η γραμμή του ΜέΡΑ25, με την οποία συμπλέει και η ΛΑΕ που συνεργάζεται εκλογικά μαζί του, είναι γραμμή που, φωνάζοντας δήθεν για την ειρήνη, «ρίχνει νερό στο μύλο» της συζήτησης για τη στρατιωτική αναβάθμιση της ΕΕ.

«Νεοφιλελεύθερη» ΕΕ: Αποπροσανατολίζοντας από τον πραγματικό αντίπαλο. Δυνάμεις του οπορτουνιστικού χώρου φαινομενικά αναγνωρίζουν ότι η «ΕΕ δε μεταρρυθμίζεται», πολλοί λέγοντας επίσης επειδή είναι ένωση του κεφαλαίου. Όμως πέρα από τα πρώτα συνθήματά τους, που έχουν διαμορφωθεί και για να καμουφλάρουν μια ουσιαστικά χρεοκοπημένη γραμμή, η ανάλυση που στην ουσία κάνουν είναι ότι η ΕΕ έχει οδηγηθεί σε μια κατρακύλα λόγω της επικράτησης των μνημονιακών-νεοφιλελεύθερων επιλογών μια μερίδας ηγετών και Ευρωπαίων πολιτικών που επιβάλλονται στην Ευρώπη μέσω αντιδημοκρατικά διαμορφωμένων θεσμών. Φυσικά, μια τέτοια ανάλυση οδηγεί στη θέση ότι η αλλαγή αυτής της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, η επιλογή πιο προοδευτικών κατευθύνσεων και η δημοκρατική αλλαγή των θεσμών της ΕΕ θα μπορούσαν να αλλάξουν το χαρακτήρα της. Όσο και αν το ξορκίζουν φραστικά, η πολιτική γραμμή του οπορτουνισμού οδηγεί αντικειμενικά από την πίσω πόρτα στη σοσιαλδημοκρατική λογική της «κοινωνικά δίκαιης ΕΕ» και του «δημοκρατικού μετασχηματισμού της».

 

– Η παραπομπή του σοσιαλισμού στις ελληνικές καλένδες. Αυτό το σχήμα εξαπάτησης του λαού είναι κοινό τόσο για τους ΝΑΡ - ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και για τους ΜέΡΑ25 - ΛΑΕ. Διακηρύσσουν δηλαδή ότι είναι δυνατό να υπάρξει μια έξοδος από την ΕΕ προς όφελος του λαού χωρίς αυτή να συνδεθεί άμεσα με την πάλη για την ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, την πάλη για το σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Η πείρα των τελευταίων χρόνων με το Brexit, αλλά και την παραμονή χωρών στην ΕΕ υπό την απειλή της εξόδου, επιβεβαίωσε ότι καθεμιά από τις επιλογές αυτές δε διασφαλίζει διέξοδο προς όφελος του λαού, όταν η εξουσία συνεχίζει να βρίσκεται στα χέρια του κεφαλαίου. Η επανάληψη αυτής της επιζήμιας γραμμής για το κίνημα στην ουσία ενισχύει αυταπάτες ότι μπορούν να υπάρξουν καλύτερες μέρες για το λαό χωρίς την οργάνωση της αντεπίθεσης και τη σύγκρουση με τη δικτατορία του κεφαλαίου,

 

– Φτάνουν μάλιστα να κατηγορούν το ΚΚΕ (τόσο το ΝΑΡ - ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και η ΛΑΕ - ΑΡΑΣ) ότι δε θέλει την άμεση ρήξη με την ΕΕ. Παραβλέπουμε το εμφανώς αστείο μιας τέτοιας κριτικής από αυτές τις δυνάμεις που στο κίνημα συνεργάζονται και γίνονται ουρά των σημαιοφόρων της ΕΕ, όπως το ΜέΡΑ25 και ο ΣΥΡΙΖΑ. Η πραγματικότητα είναι ότι συνειδητά κρύβουν πως πραγματική ρήξη και έξοδος από την ΕΕ μπορεί να υπάρξει μόνο με την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ που βάζει στο επίκεντρο την οργάνωση του αγώνα του λαού ενάντια σε όλες τις κατευθύνσεις της ΕΕ, για την απόσπαση κατακτήσεων, για την οργάνωση μια πανευρωπαϊκής αντεπίθεσης ενάντια στην εξουσία του κεφαλαίου και την ΕΕ, δυναμώνοντας τον αγώνα για την Ελλάδα και την Ευρώπη του σοσιαλισμού.

 

Η ΠΟΡΕΙΑ ΑΝΑΣΤΥΛΩΣΗΣ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΑΝΑΓΚΑΙΟΣ ΠΥΛΩΝΑΣ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΑΘΕΡΟΤΗΤΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Η συγκρότηση του αστικού πολιτικού συστήματος και η αναστύλωση ενός δεύτερου πόλου, που τώρα είναι ουσιαστικά ατροφικός, είναι κάτι που ασφαλώς απασχολεί την αστική τάξη.

Από αυτήν την άποψη, η ανασύνταξη του κατακερματισμένου αυτήν τη στιγμή εκλογικά σοσιαλδημοκρατικού χώρου, ώστε να μπορεί και να λειτουργεί εξισορροπητικά αλλά και να επανέλθει ως εναλλακτική της αστικής διαχείρισης, είναι ζητούμενο.

Από τις εθνικές εκλογές του περασμένου Ιούνη και μετά, έχει διατυπωθεί με αρκετές ευκαιρίες αυτός ο προβληματισμός, ενώ την τελευταία περίοδο γίνεται και πιο φανερό ότι βαδίζουμε σε μια φάση όπου τμήματα της αστικής τάξης είτε επιδιώκουν να ασκήσουν μια ορισμένη πίεση στη ΝΔ είτε σε κάθε περίπτωση ενδιαφέρονται πιο δραστήρια για τη συγκρότηση ενός εναλλακτικού πόλου της αστικής διακυβέρνησης.

Σε σχετικές παρεμβάσεις του αστικού Τύπου αναδείχτηκε η ανάγκη αναζήτησης θεσμικών αντίβαρων, αλλά και η ύπαρξη μιας συγκροτημένης αστικής αντιπολίτευσης που θα «ελέγχει» την κυβέρνηση στη συνέπεια της υλοποίησης της αντιλαϊκής πολιτικής. «Η έλλειψη ουσιαστικού αντίλογου εξελίσσεται σε βαρίδι», ανέφερε σε κύριο άρθρο Το Βήμα, για να περιγράψει αυτές τις δυσλειτουργίες.9 «Όταν δεν έχεις απέναντί σου κανέναν και ορίζεις εσύ την ατζέντα, πολύ εύκολα ορίζεις μια εύκολη ατζέντα, όχι μια ατζέντα μεταρρυθμίσεων και ισχυρή, και νομίζω αυτήν την περίοδο αυτό βλέπουμε από τη ΝΔ. Βλέπουμε μια ατζέντα αδράνειας όσον αφορά το μεταρρυθμιστικό κομμάτι», έλεγε επίσης χαρακτηριστικά η Ά. Διαμαντοπούλου, εκφράζοντας την ανησυχία της για καθυστερήσεις στο κυβερνητικό έργο.10

Το πρόβλημα της έλλειψης εναλλακτικής λύσης για το σχηματισμό αστικής κυβέρνησης που σημειώνεται από διάφορες αστικές δυνάμεις έχει δύο πλευρές: Από τη μία, το να λειτουργεί μια κυβέρνηση με την αίσθηση ότι είναι ο απόλυτος κυρίαρχος του παιχνιδιού την απορρυθμίζει, δημιουργεί αισθήματα έπαρσης, αλλά και φρεναρίσματος της απόδοσής της στο κυβερνητικό έργο. Από αυτήν τη σκοπιά υπάρχουν αρκετές φωνές που καλούν την κυβέρνηση σε επιμονή στους «μεταρρυθμιστικούς της στόχους», για τα συμφέροντα του κεφαλαίου, και όχι σε επανάπαυση.

Από την άλλη, αρχίζουν και εκφράζονται προβληματισμοί για το ότι η λαϊκή δυσαρέσκεια που αντικειμενικά γεννιέται από την αντιλαϊκή πολιτική χρειάζεται έναν δίαυλο έκφρασης, να «καναλιζάρεται» εντός ενός αντιπολιτευτικού ρεύματος, εντός των τειχών της αστικής διαχείρισης. Και να λειτουργεί αυτό, με τη σειρά του, προς την κατεύθυνση εγκλωβισμού των όποιων ριζοσπαστικών διαθέσεων.

Ενδεικτική τέτοιων προβληματισμών είναι μια πλούσια σχετική αρθρογραφία και παρεμβάσεις. Έγραφε πρόσφατα χαρακτηριστικά ο Α. Παπαχελάς στην Καθημερινή: «Αντιπολίτευση δεν υπάρχει στη χώρα. Ούτε για να διοχετεύσει σε αυτήν κάποιος τη δυσαρέσκεια ή το θυμό του. Ούτε όμως και για να ξέρει ότι, αν το αποφασίσει, υπάρχει κάποιος άλλος που μπορεί να τον κυβερνήσει. Ούτε το ένα, ούτε και το άλλο είναι υγιές να το νιώθει ο Έλληνας πολίτης· κάθε άλλο (…).

Ποιος είναι ο κίνδυνος; Όσο δεν υπάρχει ένα ημισυστημικό κόμμα να εισπράξει τη δυσφορία και το θυμό των πολιτών, θα ευνοηθούν τα αντισυστημικά κόμματα, τα οποία πουλάνε λίγη τρέλα και ακρότητα. Η ζωή τους είναι πολύ εύκολη με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με σχετικά λίγα χρήματα κάνεις θαύματα και στήνεις καμπάνιες.

Ελλοχεύει, ωστόσο, ένας ακόμη κίνδυνος: Να διοχετευθούν ο θυμός και η απελπισία ενός κομματιού της κοινωνίας, ειδικά των νέων, στο “μπάχαλο” και στο δρόμο. Όταν νιώθεις ότι δεν έχεις εναλλακτική εξουσίας και δεν μπορείς να αλλάξεις τα πράγματα με την ψήφο σου, οι επιλογές είναι περιορισμένες, ενίοτε και απρόβλεπτες.

Για όλους αυτούς τους λόγους, η ανάγκη να υπάρξει μια σοβαρή, αλλά δυναμική αντιπολίτευση είναι επιτακτική.»11

Στο ίδιο μήκος κύματος, ο Π. Τσίμας έγραφε στα Νέα: «Εδώ κρύβεται ο κίνδυνος. Καθώς η απογοήτευση από την κυβέρνηση δεν αναπληρώνεται από μια αντιπολίτευση που να πείθει ως εναλλακτική διακυβέρνησης, το κοινωνικό σώμα γλιστρά προς το βαθμό μηδέν της εμπιστοσύνης. Και διογκώνεται το κύμα μιας ψήφου διαμαρτυρίας, που απελπισμένα αναζητά τον πιο αδίστακτο λαϊκιστή, τον πιο φασαριόζο φιγουρατζή της κοινοβουλευτικής βαβούρας.»12

Γενικότερα, τα ζητήματα αυτά δεν αφήνουν καθόλου αδιάφορους την αστική τάξη και τα πολιτικά της επιτελεία, καθώς αποτελούν συστατικά μέρη της σταθερότητας, της ομαλής διεξαγωγής του «κομματικού ανταγωνισμού» στο πλαίσιο της αστικής διαχείρισης, αλλά και της ανάδειξης πολιτικού προσωπικού, πολιτικών κομμάτων ικανών να διεξάγουν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο αυτήν τη διαχείριση. Μια τέτοια, σχετικά παρατεταμένη, κρίση στην αντιπολίτευση είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπιστεί.

Η αστική τάξη έχει συναίσθηση εξάλλου ότι καλείται να διαμορφώσει την πολιτική και τη συνολικότερη στρατηγική της σε ένα εξαιρετικά απαιτητικό περιβάλλον, που το συνθέτουν σκληροί ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, ανοιχτές πολεμικές εστίες με ενεργό εμπλοκή της χώρας, κρίσιμων τεχνολογικών καινοτομιών που έχουν επίδραση στη «συνοχή του κοινωνικού ιστού», των νέων ζητημάτων που τίθενται.

Ο αστικός προβληματισμός, που εκφράστηκε πολύ χαρακτηριστικά στο πρόσφατο συνέδριο «50 χρόνια της Μεταπολίτευσης», αποτυπώνει ακριβώς αυτήν την ανάγκη αποτιμήσεων και εξαγωγής συμπερασμάτων από τις τελευταίες δεκαετίες (από την αστική σκοπιά ασφαλώς), ώστε να μπορεί η αστική τάξη της χώρας να ανταποκριθεί στις νέες προκλήσεις.

Το Συνέδριο συνδιοργάνωσαν η Καθημερινή, το Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης (ΜΙΕΤ), το Οικονομικό Φόρουμ Δελφών και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics. Αποτέλεσε δηλαδή κομβική παρέμβαση κορυφαίων θεσμών και επιτελείων της αστικής τάξης.

Δεν είναι τυχαίο ότι έγινε μια σχετική ανοιχτή συζήτηση, με συμμετοχή σχεδόν όλων των εν ζωή διατελεσάντων πρωθυπουργών, κορυφαίων υπουργών των κυβερνήσεων, και με πνεύμα αυτοκριτικής και αναστοχασμού έγινε βαθύτερη προσπάθεια προσέγγισης ή και κριτικής αποτίμησης δύσκολων θεμάτων της εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής, της οικονομίας.

Είναι ενδεικτικό τόσο της αγωνίας χάραξης πολιτικών με βάση τις τρέχουσες ανάγκες του κεφαλαίου αλλά και της διακομματικής σύμπνοιας, με την οποία τα αστικά κόμματα και το πολιτικό προσωπικό κάθε απόχρωσης αντιμετωπίζει τα θέματα αυτά.

Παράλληλα, αναδεικνύεται και το φόβητρό τους: Η δυνατότητα λαϊκές δυνάμεις να απαγκιστρώνονται από τα διλήμματα και τον εγκλωβισμό της αστικής πολιτικής, να ακολουθούν το δρόμο της χειραφέτησης και της οργάνωσης της πάλης τους. Τέτοια ρήγματα μπορεί να ανοίξει μόνο η πολιτική του ΚΚΕ.

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΑ

Βρισκόμαστε σε μια περίοδο που εκφράζεται ακόμα πιο καθαρά η σύγκλιση του αστικού πολιτικού συστήματος σε κομβικά ζητήματα και πολιτικές κατευθύνσεις που είναι αναγκαίες για την προώθηση της στρατηγικής του κεφαλαίου. Γι’ αυτόν το λόγο γίνεται ολοένα και πιο φανερή η ουσιαστική στρατηγική ταύτιση όλων των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και Νέας Αριστεράς, με την προωθούμενη κυβερνητική πολιτική της ΝΔ στην εμπλοκή της χώρας στον πόλεμο, στην προώθηση της «πράσινης μετάβασης» και των σχεδιασμών του ΝΑΤΟ και τις κατευθύνσεις της ΕΕ.

Το γεγονός αυτό δημιουργεί δυσκολίες στην προβολή κάλπικων διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα στα αστικά κόμματα που θα διευκόλυνε των εγκλωβισμό λαϊκών συνειδήσεων στο παιχνίδι της κυβερνητικής εναλλαγής και στην καλλιέργεια αυταπατών για «καλύτερες μέρες» με την εναπόθεση της ελπίδας σε έναν από τους πόλους του αστικού πολιτικού συστήματος.

Γι’ αυτό εντείνονται οι προσπάθειες δημιουργίας και προβολής μιας πλαστής αντιπαράθεσης και τεχνητής πολιτικής πόλωσης τόσο από τη ΝΔ όσο και από τους επίμαχους διεκδικητές της πρωτοκαθεδρίας στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας, ενώ ταυτόχρονα προωθούνται με ταχύτητα ακριβώς εκείνες οι διεργασίες στο σοσιαλδημοκρατικό χώρο που θα οδηγήσουν στη δημιουργία μιας αξιόπιστης για το σύστημα εναλλακτικής στην αστική διακυβέρνηση.

Την ίδια στιγμή όμως, αυτές οι διεργασίες, η απροκάλυπτα στρατηγική ταύτιση των αστικών πολιτικών δυνάμεων και η συνέχιση της γνωστής χρεοκοπημένης πολιτικής γραμμής του οπορτουνιστικού ρεύματος δημιουργούν και μια προνομιακή περίοδο για να απεγκλωβιστούν εργατικές-λαϊκές συνειδήσεις από τα αδιέξοδα της αστικής πολιτικής γραμμής και του οπορτουνισμού.

Η μάχη για την ενίσχυση του ΚΚΕ στις Ευρωεκλογές και η πλατιά συζήτηση με τους εργαζόμενους και το λαό για την πολιτική πρόταση του ΚΚΕ, για την ανάδειξη του πραγματικού χαρακτήρα της ΕΕ ως ιμπεριαλιστικής ένωσης για τα συμφέροντα του κεφαλαίου, για την αποκάλυψη των πραγματικών αιτιών της αντιλαϊκής πολιτικής και των αδιεξόδων που συναντά η λαϊκή οικογένεια στην καθημερινότητά της, για την προβολή του ελπιδοφόρου μηνύματος της πανευρωπαϊκής αντεπίθεσης, για την αποδέσμευση από την ΕΕ με εργατική εξουσία, για την Ελλάδα και την Ευρώπη του σοσιαλισμού, είναι όρος για τη συστράτευση ακόμα περισσότερου κόσμου στους αγώνες του επόμενου διαστήματος, για το δυνάμωμα του εργατικού-λαϊκού κινήματος, για την οργάνωση της αντεπίθεσης της εργατικής τάξης και του λαού.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

  1. Ομιλία Νίκου Ανδρουλάκη στη συνεδρίαση της ΚΠΕ του ΠΑΣΟΚ για την ανακοίνωση των υποψήφιων ευρωβουλευτών, 7.4.24.
  2. Ιδρυτική Διακήρυξη της Νέας Αριστεράς, Ιδρυτική Συνδιάσκεψη, 1-3.3.24.
  3. Πολιτικές Θέσεις που εγκρίθηκαν στο 4ο Συνέδριο, Θέση 30, 22-25.2.24.
  4. Όχι τυχαία, ο Α. Τσίπρας από τη μεριά του χαρακτήρισε τη Συμφωνία των Πρεσπών ως ένα από τα τρία μεγαλύτερα επιτεύγματα της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ (μαζί με την «έξοδο από μνημόνια» και την «εντιμότητα στη διαχείριση του δημόσιου χρήματος», όπως είπε), κατά τον απολογισμό που έκανε στο Συνέδριο για τη Μεταπολίτευση, που συνδιοργάνωσαν η Καθημερινή, το ΜΙΕΤ, το Οικονομικό Φόρουμ Δελφών και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics..
  5. Π. Κ. Ιωακειμίδης, «Η σχέση με τις ΗΠΑ ενοχλεί την Ευρώπη», Τα Νέα, 27.3.24.
  6. Πολιτική Απόφαση 4ου Συνεδρίου ΣΥΡΙΖΑ, σημείο 3, 22-25.2.24.
  7. Ιδρυτική Διακήρυξη της Νέας Αριστεράς, Ιδρυτική Συνδιάσκεψη, 1-3.3.24.
  8. Δήλωση του Προέδρου της ΚΟ της Νέας Αριστεράς Αλέξη Χαρίτση για την υπόθεση των υποκλοπών, 8.4.2024.
  9. Το Βήμα, 19.11.23.
  10. Συνέντευξη στην ΕΡΤ, 30.10.23.
  11. Α. Παπαχελάς, «Κενό αντιπολίτευσης», Καθημερινή, 21.2.24.
  12. Π. Τσίμας, «Το κενό», Τα Νέα, 6-7.4.24.