Εθνικιστικός χώρος: Αναμόρφωση και διεργασίες στην υπηρεσία του συστήματος


της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ

Την περίοδο πριν και μετά τις βουλευτικές εκλογές της 21ης Μάη παρακολουθήσαμε σειρά διεργασιών στο χώρο των «ακροδεξιών»-εθνικιστικών κομμάτων. Την επικαιρότητα εκείνων των ημερών απασχόλησε κατά βάση το τι θα γίνει με το φασιστικό κόμμα του εγκληματία Κασιδιάρη, η σχέση του με το ΕΑΝ του Κανελλόπουλου, οι σχετικές διαδικασίες και αποφάσεις του Άρειου Πάγου και η εκλογική άνοδος της «Νίκης». Παράλληλα όμως είδαν το φως της δημοσιότητας και οβιδιακές εμφανίσεις κομμάτων, μετακινήσεις από κόμμα σε κόμμα διάφορων «αρχηγίσκων» του χώρου, διαγραφές στελεχών, αλληλοενστάσεις στον Άρειο Πάγο και προσπάθειες αλληλοαποκλεισμών για χρήσεις ονομάτων και συμβόλων, ενώ μετεκλογικά είχαμε και τη διάλυση της «Εθνικής Δημιουργίας» ως συμμαχίας των κομμάτων του Θ. Τζήμερου και του Φ. Κρανιδιώτη, και την απόσυρση του πρώτου από την πολιτική.

Αυτοί οι φαινομενικά φαιδροί βυζαντινισμοί είχαν και έχουν μια βαθύτερη στόχευση: την αναμόρφωση του ευρύτερου ακροδεξιού, εθνικιστικού χώρου μετά από την καταδίκη της «Χρυσής Αυγής», στο έδαφος της εξυπηρέτησης των στρατηγικών συμφερόντων της αστικής τάξης και υπό το πρίσμα των ενδοαστικών και ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών.

Το βασικό επίδικο είναι το πώς θα διαμορφωθεί η οργανωτική έκφραση και η συνολικότερη αναμόρφωση του χώρου που θα επιτρέπει με τον καλύτερο τρόπο να επιτελεί τον πολλαπλό του σκοπό. Δηλαδή αρχικά να χύνεται το εθνικιστικό έως και ναζιστικό δηλητήριο στην εργατική τάξη και στο λαό. Να προπαγανδίζονται οι στρατηγικές επιδιώξεις του κεφαλαίου στην Ελλάδα. Να βρίσκουν πολιτικό «καταφύγιο» οι διάφορες δολοφονικές φασιστικές και ναζιστικές ομάδες, ώστε να μπορούν ανά πάσα στιγμή να ενεργοποιηθούν ενάντια στο εργατικό-λαϊκό κίνημα. Και φυσικά να συντηρείται ένα κοινό ψηφοφόρων αυτού του χώρου για να μπορεί δυνητικά και με νέα μορφώματα να παίξει έναν εφεδρικό για το σύστημα πολιτικό ρόλο.

Παράλληλα η εθνικιστική γραμμή αυτών των μορφωμάτων λειτουργεί ως ένας βολικός αντίπαλος της κυρίαρχης πιο κοσμοπολίτικης αστικής γραμμής της «Πράσινης Μετάβασης», των επώδυνων συμβιβασμών στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, της μεταμοντέρνας θεωρίας του κοινωνικού φύλου. Για να συντηρούνται κάλπικα διλήμματα για «μαύρη ή πράσινη» οικονομία του κεφαλαίου, για πολεμική εμπλοκή ή επώδυνες ιμπεριαλιστικές συμφωνίες εντός του ΝΑΤΟ που οδηγούν και από τις δύο πλευρές στον εγκλωβισμό λαϊκών δυνάμεων στους σχεδιασμούς του κεφαλαίου.

Στην ίδια κατεύθυνση, στην προεκλογική περίοδο δυνάμεις από αυτόν το χώρο αξιοποιήθηκαν από το σύστημα ως ένα «αντισυστημικό» σκιάχτρο, για να θολώνεται το πραγματικό περιεχόμενο του όρου και να επαναφέρεται η άθλια θεωρία των «δύο άκρων», ταύτισης του φασισμού με τον κομμουνισμό, προς όφελος της σοσιαλδημοκρατίας και της αστικής δημοκρατίας.

Τέλος, τις προηγούμενες βδομάδες επιβεβαιώθηκε και στα στενά χρονικά όρια αυτής της προεκλογικής περιόδου το ιστορικό φλερτ της σοσιαλδημοκρατίας με αυτόν το χώρο, καθώς στη «συζήτηση των ημερών» για το τι θα γίνουν οι ψήφοι της «Χρυσής Αυγής» μπήκε και ο ΣΥΡΙΖΑ, 
που χάιδεψε με δηλώσεις του προέδρου του Αλ. Τσίπρα τους ψηφοφόρους του εν λόγω χώρου.

Στη συνέχεια του άρθρου θα σταθούμε στους βασικούς άξονες διαπάλης που αφορούν το σύνολο αυτών των δυνάμεων κι έπειτα θα εξετάσουμε ορισμένα βαθύτερα ζητήματα της κοινωνικής, θεωρητικής και ιστορικής εξέλιξης του χώρου.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΔΟΥ

Η πολυμορφία των κομμάτων του εθνικιστικού χώρου αντανακλά τις κοινωνικές δυνάμεις στις οποίες κάθε δύναμη αναφέρεται ή επιδιώκει να επιδράσει, τα τμήματα του κεφαλαίου με τα οποία υπάρχει άμεση ή έμμεση σύνδεση, καθώς και το φανερό ή αθέατο προσανατολισμό σε ένα από τα βασικά ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα (ΝΑΤΟ ή το υπό διαμόρφωση ευρασιατικό).

Σε κάθε περίπτωση όμως, υπάρχουν ορισμένες βασικές κατευθύνσεις στις οποίες χαρακτηριστικά κόμματα του χώρου («Ελληνική Λύση», «ΕΑΝ», «Νίκη», «Πατριωτική Ένωση», «Εθνική Δημιουργία» κ.ά.)1 συγκλίνουν έστω και με αποχρώσεις.

 

ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΟΥ ΡΕΥΜΑΤΟΣ

Βασικό πρόταγμα των εθνικιστικών ακροδεξιών κομμάτων είναι ότι εκμεταλλευτές και εκμεταλλευόμενοι, κεφάλαιο και εργαζόμενοι, του ίδιου έθνους έχουν κοινά συμφέροντα. Φυσικά η γραμμή της ταξικής συνεργασίας είναι κοινός τόπος τόσο του εθνικισμού όσο και του κοσμοπολιτισμού του κεφαλαίου, γι’ αυτό και διαπερνά όλα τα αστικά κόμματα. Εξάλλου τόσο το εθνικιστικό όσο και το κοσμοπολίτικο ρεύμα, που δε χωρίζονται με σινικά τείχη, διαπερνούν και αφορούν το σύνολο του αστικού πολιτικού συστήματος όπως θα δούμε πιο αναλυτικά στη συνέχεια του άρθρου. Βέβαια, η λογική της ταξικής συνεργασίας υπηρετείται με διαφορετικό τρόπο από τα δυο αυτά ρεύματα, με τον εθνικισμό να διακηρύσσει ότι υπάρχουν «υπερταξικά συμφέροντα» κοινά για τα μονοπώλια και το λαό, από τη σκοπιά του «ενιαίου έθνους» και της «προόδου της χώρας». Η προσπάθεια να αγκαλιαστούν οι εργαζόμενοι με τους εκμεταλλευτές τους περνά σε αυτήν την περίπτωση μέσα από την προώθηση της αντιπαλότητας για τα άλλα έθνη και των θεωριών περί ανωτερότητας των επιμέρους εθνών.

Χαρακτηριστικό είναι ότι κοινός τόπος (ακόμα και φραστικά) όλων αυτών των κομμάτων είναι ότι η Ελλάδα ως έθνος διαλύεται, δέχεται επίθεση, εκμηδενίζεται. Προβάλλουν τη θεωρία ότι υπάρχει «αφελληνισμός» και «αποχριστιανισμός», λένε ότι οι πρόσφυγες και οι μετανάστες είναι «εισβολείς» ή «έποικοι». Συμπληρώνουν δε ως βασικό παράγοντα του «εκμηδενισμού του έθνους» το «δημογραφικό πρόβλημα» που οδηγεί στον «αφανισμό των Ελλήνων»· αντιλήψεις που συχνά συνδυάζονται με θεωρίες συνομωσίας και ανορθολογικές και αντιεπιστημονικές θεωρίες, π.χ., κατά των εμβολίων ή των αμβλώσεων.

Στην πράξη, η θεωρητική τους ανάλυση περί «σύγκρουσης των εθνών» συγκαλύπτει το διεθνή ανταγωνισμό του κεφαλαίου και τους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και καλεί το λαό να υιοθετήσει της επιδιώξεις της αστικής τάξης και σε διεθνές επίπεδο. Ο ρατσισμός, το «φόβητρο» των δήθεν «εισβολέων μεταναστών», του «αφελληνισμού» και του «δημογραφικού προβλήματος», είναι ο δρόμος για να διασφαλίζεται ταξική ειρήνη στο εσωτερικό κάθε χώρας και ενιαία στάση, και από το λαό, στους ενδοϊμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς από τη σκοπιά της δικής του αστικής τάξης.

 

«ΔΙΕΦΘΑΡΜΕΝΟΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΙ» ΚΑΙ «ΚΡΙΣΗ ΑΞΙΩΝ»

Εφόσον για τα κόμματα του εθνικιστικού χώρου εργαζόμενοι και κεφάλαιο έχουν κοινά εθνικά συμφέροντα και προβλήματα, πού αποδίδουν τις αιτίες για τα εμφανή προβλήματα του λαού;

Εδώ επιστρατεύονται πολλές καρικατούρες πλασματικών «εχθρών» για να ρίξουν στάχτη στην πραγματική αιτία, που είναι η καπιταλιστική εκμετάλλευση και η εξυπηρέτηση των στρατηγικών κατευθύνσεων του κεφαλαίου. Σύμφωνα με την πολιτική γραμμή των εθνικιστικών κομμάτων, ζούμε μια «κρίση αξιών», που το πάνω χέρι έχει η «οικογενειοκρατία», η «διαφθορά» και το «κομματικό συμφέρον».

Η «Νίκη» γράφει ότι «η κρίση στην πατρίδα μας είναι πρώτα ηθική κι έπειτα οικονομική. Επομένως και η έξοδος από την κρίση είναι πρώτα ηθική κι έπειτα οικονομική». Φταίει, όπως λένε, «η πολιτική/κομματική διαφθορά στην κρατική διαχείριση» και δε διστάζουν να κουνήσουν το δάχτυλο και στο λαό για την «ανώριμη καταναλωτική του συμπεριφορά» που τον οδηγεί στη φτώχεια.

Η «Εθνική Δημιουργία»2 αναφέρει επίσης ότι: «Η κρίση της χώρας είναι πρωτίστως ηθική. Ζούμε, εδώ και δεκαετίες, σε ένα σύστημα αντεστραμμένων αξιών, στο οποίο όλα τα μεγέθη σταθμίζονται με βάση το πολιτικό κόστος και η εφαρμογή αλλά και η ψήφιση των νόμων εξαρτώνται από το κομματικό συμφέρον. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον γενικευμένης θεσμικής ανομίας, όλες οι άλλες κρίσεις (οικονομική, πολιτισμική, κοινωνική, διοικητική) είναι φυσική νομοτέλεια.»

Η «Ελληνική Λύση» με τη σειρά της προπαγανδίζει ότι θα μπορέσει να διορθώσει «τα “κακώς κείμενα” της πολιτικής, της οικονομίας και του δημόσιου βίου, που τόσα χρόνια εμποδίζουν την ουσιαστική ανάπτυξη της Ελλάδας» ακριβώς επειδή ως κόμμα είναι «απαλλαγμένοι από την οικογενειοκρατία, τα “τζάκια” και τη διαφθορά».

Πρόκειται για θεωρίες «των διεφθαρμένων πολιτικών που έφεραν την κρίση», που τις ακούσαμε και από τη ναζιστική δολοφονική οργάνωση της «Χρυσής Αυγής» τα προηγούμενα χρόνια. Θεωρίες που κρύβουν ότι τη διαφθορά του αστικού πολιτικού συστήματος την γεννά ο ίδιος ο καπιταλισμός, το κυνήγι του μέγιστου κέρδους, ο ανταγωνισμός του κεφαλαίου, η διαμάχη ανάμεσα σε μονοπωλιακούς ομίλους κι επιχειρηματικά συμφέροντα στον ίδιο ή σε διαφορετικούς κλάδους της οικονομίας, καθώς και οι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί για την επικράτηση σε αγορές, σε σφαίρες επιρροής, την αναδιάταξη ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και τον έλεγχο πλουτοπαραγωγικών πηγών, δρόμων μεταφοράς ενέργειας κι εμπορευμάτων. Σκοποί για τους οποίους το κεφάλαιο δε θα διστάσει είτε να χρησιμοποιήσει την αστική νομοθεσία είτε να την παρακάμψει αξιοποιώντας και αστούς πολιτικούς. Όχι τυχαία, τα φαινόμενα της διαφθοράς του αστικού πολιτικού συστήματος δεν αφορούν μόνο την Ελλάδα, αλλά συναντώνται σε κάθε καπιταλιστικό κράτος, από τις ΗΠΑ έως την Αγγλία και τη Γερμανία, καθώς και τα επιτελεία της ΕΕ.

Επιπλέον, η άθλια προπαγάνδα της «ανώριμης καταναλωτικής συμπεριφοράς του λαού» δεν είναι παρά μια παραλλαγή των όσων ακούσαμε από τα αστικά κόμματα την περίοδο των μνημονίων, ότι «μαζί τα φάγαμε»! Το επίδικο πάντα ένα: Να στρέφουν οι εργαζόμενοι τα πυρά τους σε επιμέρους φαινόμενα του καπιταλισμού, όπως η διαφθορά, και όχι στην πραγματική αιτία των προβλημάτων, στην ίδια την καπιταλιστική εκμετάλλευση.

 

ΣΤΑΘΕΡΗ ΦΩΝΗ ΤΩΝ ΣΥΜΦΕΡΟΝΤΩΝ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Οι θέσεις των κομμάτων του εθνικιστικού χώρου αναφορικά με την οικονομία είναι ενδεικτικές για τον τρόπο με τον οποίο προβάλλουν τα ιδιαίτερα συμφέροντα των τμημάτων του κεφαλαίου που έχουν αναφορά, πάντα όμως υπό το πρίσμα των στρατηγικών συμφερόντων της αστικής τάξης.

Ενιαίο στοιχείο όλων είναι οι διακηρύξεις για την καπιταλιστική ανάπτυξη της εγχώριας παραγωγής και της αξιοποίησης των εγχώριων παραγωγικών δυνατοτήτων και πλουτοπαραγωγικών πηγών. Μιλούν για ανάπτυξη του «πρωτογενούς τομέα», της εγχώριας βαριάς βιομηχανίας, για αξιοποίηση των κοιτασμάτων πετρελαίου και φυσικού αερίου στην ελληνική ΑΟΖ, για αξιοποίηση του λιγνίτη στην παραγωγή της ενέργειας, χωρίς καμία αναφορά στις δεσμεύσεις και στους περιορισμούς της «πράσινης μετάβασης», του εμπορίου ρύπων και της ΚΑΠ της ΕΕ.

Αυτές οι θέσεις μπορεί αρχικά να μοιάζουν ελκυστικές για κάποιους εργαζόμενους και τμήματα του λαού, ιδιαίτερα από τη στιγμή που αυτές οι δυνάμεις έχουν αναφορά σε περιοχές όπως, για παράδειγμα, της Βόρειας Ελλάδας, όπου η απολιγνιτοποίηση στο πλαίσιο της «Πράσινης Μετάβασης» της ΕΕ αλλά και η μεταφορά κεφαλαίων στο εξωτερικό και το συνεπακόλουθο κλείσιμο βιομηχανικών μονάδων έχει οδηγήσει σε εκτίναξη της ανεργίας, της φτώχειας και της εξαθλίωσης για τις λαϊκές οικογένειες της περιοχής. Όμως το πραγματικό ερώτημα είναι ποιος θα καθορίζει το αν και πώς θα αξιοποιηθούν αυτές οι εγχώριες δυνατότητες.

Και φυσικά η απάντηση που δίνουν οι δυνάμεις του εθνικιστικού χώρου είναι το κεφάλαιο στο πλαίσιο της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Ζητούν ιδιαίτερες ρυθμίσεις για την ανάπτυξη των ελληνικών-εγχώριων –όπως λένε– επιχειρήσεων σε κάθε κλάδο, αναμόρφωση του τραπεζικού συστήματος για να υπάρχει «καλύτερη πρόσβαση των ελληνικών επιχειρήσεων σε επενδυτικά κεφάλαια» («Νίκη»), «χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές και διευκόλυνση του επιχειρείν» («Εθνική Δημιουργία»), ενώ η «Ελληνική Λύση» προτείνει ανοιχτά μείωση στο 15% της φορολογίας των επιχειρήσεων.

Σε αυτό το πλαίσιο, ιδιαίτερη έμφαση δίνουν στις προγραμματικές τους θέσεις στην ενίσχυση κλάδων όπου ήδη γνωρίζει μεγάλη ανάπτυξη και κερδοφορία το κεφάλαιο. Για παράδειγμα, η «Ελληνική Λύση» έχει αναλυτικές θέσεις για την παραπέρα ανάπτυξη της κερδοφορίας του τουριστικού κεφαλαίου αλλά και για το φόρτωμα των κόκκινων δανείων στο λαό μέσω της φορολογίας και την ίδρυση ενός «κρατικού οργανισμού» για τη διαχείρισή τους. Ενώ η «Νίκη», πιο προωθημένα, ζητά «ειδικό φορολογικό καθεστώς για το τμήμα των επενδύσεων των εφοπλιστών που θα γίνουν σε άλλες επιχειρηματικές δραστηριότητες στην ξηρά».

Την ίδια στιγμή, δεν ξεχνούν τους στρατηγικούς στόχους της αστικής τάξης και γι’ αυτό, παρά τις αρχικές διακηρύξεις για ενίσχυση των «ελληνικών επιχειρήσεων», μεγάλο μέρος του προγράμματος πολλών από αυτές τις δυνάμεις αφορά το πώς θα προσελκυστούν επενδύσεις από το εξωτερικό. Όπως γράφει χαρακτηριστικά η «Εθνική Δημιουργία», θα πρέπει να υπάρξει ένα κατάλληλο επενδυτικό περιβάλλον ώστε «η χώρα μας να ανταγωνίζεται επί ίσοις όροις τις υπόλοιπες χώρες, καθώς σε μια παγκοσμιοποιημένη οικονομία οι επενδυτές προτιμούν το φιλικότερο γι’ αυτούς προορισμό». Ο «κοσμοπολιτισμός» του κεφαλαίου, δηλαδή η ανάγκη της διεθνούς κίνησης του κεφαλαίου και της μετατροπής της χώρας σε κόμβο μεταφοράς ενέργειας και εμπορευμάτων, καθώς και η προσέλκυση επενδύσεων, παρουσιάζονται έτσι μέσα από το εθνικιστικό πρίσμα ως όροι οικονομικής ανάπτυξης του έθνους.

Φυσικά όλες αυτές οι προτάσεις για την ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας της Ελλάδας συνδυάζονται αντικειμενικά με επίθεση στα εργατικά-λαϊκά δικαιώματα, κάτι που δε διστάζουν να μαρτυρήσουν τα διάφορα κόμματα του εθνικιστικού χώρου, παρά το δήθεν φιλολαϊκό προφίλ που επιδιώκουν να προβάλλουν. Έτσι, η «Ελληνική Λύση» ζητά αυξήσεις στους μισθούς, που να είναι όμως κάτω από την παραγωγικότητα των εργαζόμενων για να μη θιχτεί η κερδοφορία των επιχειρήσεων. Η «Νίκη» λέει ότι οι εργαζόμενοι και ο λαός πρέπει να μάθουν να ζουν με «ολιγάρκεια και επαναληπτική χρήση» κόντρα στις «συνήθειες του καταναλωτισμού», δηλαδή με μειωμένες απαιτήσεις, με συμβιβασμό με τα χτυπημένα δικαιώματα και το πενιχρό λαϊκό εισόδημα. Και την ίδια στιγμή προσπαθούν να πείσουν ότι μόνο έτσι μπορεί να βελτιωθεί η θέση του λαού και των εργαζόμενων, καθώς, όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει η «Πατριωτική Δύναμη», «η χώρα χρειάζεται επενδύσεις και ανάπτυξη, στρατηγικό σχεδιασμό και αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων που διαθέτει σε συγκεκριμένους τομείς» και μόνο έτσι μπορεί να «εξασφαλιστεί αξιοπρεπής απασχόληση σε όλους».

 

ΜΙΣΟΣ ΓΙΑ ΤΟ ΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟ ΤΑΞΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

Συστατικό στοιχείο της πολιτικής γραμμής αυτών των διάφορων εθνικιστικών-«ακροδεξιών» κομμάτων είναι η αντιπαράθεσή τους με το οργανωμένο ταξικό εργατικό κίνημα και φυσικά την πολιτική επαναστατική πρωτοπορία του, το ΚΚΕ. Η εναντίωση σε καθετί που μπορεί να δώσει στην εργατική τάξη τη δυνατότητα να οργανώσει την αντεπίθεσή της στην επίθεση του κεφαλαίου είναι φυσικό συμπλήρωμα της γραμμής υπεράσπισης των συμφερόντων του κεφαλαίου. Γι’ αυτό και εχθρεύονται τόσο την οργάνωση των εργαζόμενων και το συνδικαλιστικό κίνημα όσο και την παρέμβαση του ΚΚΕ, που είναι καθοριστικός παράγοντας για να αποκτήσουν οι αγώνες των εργαζόμενων χαρακτηριστικά βαθύτερης και πιο συνολικής σύγκρουσης με την αντιλαϊκή πολιτική και την εξουσία των μονοπωλίων που τόσο υπερασπίζονται τα κόμματα του εθνικιστικού χώρου.

Ενδεικτικές είναι οι θέσεις της «Ελληνικής Λύσης» και της «Νίκης» ενάντια, όπως γράφουν, στον κομματικό συνδικαλισμό. Αξιοποιούν φαινόμενα σήψης και παρακμής του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού, αλλά και την απογοήτευση που φέρνει σε εργαζόμενους ο «αγωνιστικός» ρεφορμισμός της σοσιαλδημοκρατίας και του οπορτουνισμού στο κίνημα, για να μιλήσουν για «ελίτ» και «κρατικοδίαιτους» συνδικαλιστές, για να απονευρώσουν γενικά το συνδικαλιστικό κίνημα διακηρύσσοντας ότι χρειάζεται ένας «ακηδεμόνευτος συνδικαλισμός» χωρίς «κομματικό καπέλωμα». Επί της ουσίας προπαγανδίζουν ένα συνδικαλιστικό κίνημα υποταγμένο στις κατευθύνσεις και επιδιώξεις και τους «εθνικούς στόχους» του κεφαλαίου, και μάλιστα δρώντας ενεργά γι’ αυτές.

Όχι τυχαία επομένως, ακολουθεί και ο χυδαίος αντικομμουνισμός και ο αντισοβιετισμός. Βασικοί εκφραστές είναι τα ακροδεξιά, φασίζοντα μορφώματα της «Νέας Δεξιάς» και της «Δημιουργίας Ξανά», που από κοινού συγκροτούν την «Εθνική Δημιουργία». Μιλούν για «μαύρο» και «κόκκινο» φασισμό, συκοφαντούν τη Σοβιετική Ένωση και γράφουν εμετικά άρθρα για την πάλη του ΔΣΕ. Έχουν εκφραστεί πολλές φορές υπέρ της απαγόρευσης του ΚΚΕ από το αστικό κράτος, επικεντρώνοντας ακριβώς στο επαναστατικό Πρόγραμμα του ΚΚΕ, ενώ με αυτήν την αιτιολογία κατέθεσαν και προσφυγή ενάντια στη συμμετοχή του ΚΚΕ στις πρόσφατες εκλογές.

 

ΥΠΕΡΜΑΧΟΙ ΕΝΟΣ ΙΣΧΥΡΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ

Τα «καλά παιδιά» της εξουσίας του κεφαλαίου, τα κόμματα του εθνικιστικού χώρου, δε θα μπορούσαν παρά να έχουν και θέσεις για τη βελτίωση και αποτελεσματικότερη λειτουργία του αστικού κράτους που διασφαλίζει την εξουσία των μονοπωλίων και τη δυνατότητα να προχωρά ανεμπόδιστα η διευρυμένη αναπαραγωγή του κεφαλαίου.

Αυτό σημαίνει δύο πράγματα: Αποτελεσματικό και γρήγορο αστικό κράτος τόσο στην αντιμετώπιση του εργατικού-λαϊκού κινήματος όσο και στην προσέλκυση επενδύσεων και προώθηση των συμφερόντων του κεφαλαίου.

Πιο ανοιχτά για την ενίσχυση της καταστολής ενάντια στο εργατικό κίνημα μιλάει η «Εθνική Δημιουργία». Σε μια προσπάθεια ευτελισμού των αγώνων των εργαζόμενων και ταύτισής τους με ποινικά αδικήματα, γράφουν ότι «ο πολίτης είναι απροστάτευτος στο έλεος οποιουδήποτε παρανομεί, είτε ως εγκληματίας του κοινού ποινικού κώδικα είτε ως φέρελπις “κοινωνικός επαναστάτης”», και θεωρούν γι’ αυτό ότι θα πρέπει να «λυθούν» τα χέρια της αστυνομίας θεσπίζοντας πιο ευέλικτους κανόνες εμπλοκής! Ενώ για συνολική αναβάθμιση της ικανότητας παρέμβασης και του εξοπλισμού των δυνάμεων καταστολής και της αστυνομίας μιλά και η «Ελληνική Λύση», επικαλούμενη προσχηματικά την «εγκληματικότητα των παράνομων μεταναστών».

Την ίδια στιγμή, όλοι προβάλλουν ότι ένα πιο αποτελεσματικό κράτος στην κατασταλτική λειτουργία του θα έχει θετική επίδραση στην ανάπτυξη, δηλαδή στην προώθηση των συμφερόντων του κεφαλαίου. Όπως διατείνεται η «Εθνική Δημιορυγία»: «Η εγκαθίδρυση κλίματος τάξης και ασφάλειας, με μηδενική ανοχή στην παραβατικότητα, θα ανακουφίσει τον πολίτη και ταυτόχρονα θα δώσει νέα ώθηση στην οικονομία, καθώς κανένας δεν επενδύει σε μια χώρα γενικευμένης και ενδημικής αναρχίας.» Με απλά λόγια, «τάξη και ασφάλεια» για να προχωράει ανεμπόδιστη η εκμετάλλευση των εργαζόμενων!

Παράλληλα είναι αξιοσημείωτο ότι όλα αυτά τα κόμματα φροντίζουν να διατυπώνουν έστω και περιληπτικά τη δική τους πρόταση για ένα επιτελικό αστικό κράτος που είναι ένα από τα ζητήματα στρατηγικής σημασίας για την αστική τάξη. Η «Ελληνική Λύση» έχει θέση για «ένα Κράτος που δε θα είναι γραφειοκρατικά δομημένο, αλλά με όσο πιο απλές διαδικασίες γίνεται, καθώς επίσης φιλικό προς τις επιχειρήσεις, ξένες και ελληνικές». Η «Νίκη» διακηρύσσει ότι πρέπει «να μάθουμε με ποιες διαδικασίες δουλεύουν εκείνα τα κράτη που προσελκύουν πολλές επενδύσεις. Και να εφαρμόσουμε την απλούστευση των διαδικασιών και τη μείωση της γραφειοκρατίας με δοκιμασμένα μέτρα και βέλτιστες πρακτικές». Και η «Πατριωτική Ένωση» θεωρεί ότι πρέπει να γίνουν βήματα επιτάχυνσης της δικαιοσύνης που σήμερα «λειτουργεί ως τροχοπέδη γενικά για τη λειτουργία της κοινωνίας και της οικονομίας».

Και να πώς το επιτελικό κράτος και τα χαρακτηριστικά του, ακριβώς επειδή είναι στρατηγικός στόχος του κεφαλαίου, διαποτίζει το πρόγραμμα όλου του αστικού πολιτικού συστήματος, από τη ΝΔ, το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ έως τον εθνικιστικό χώρο.

 

ΤΟ «ΑΓΙΟ ΔΙΣΚΟΠΟΤΗΡΟ» ΤΗΣ ΕΕ

Χαρακτηριστικές για το πώς αυτός ο χώρος προωθεί τις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης είναι και οι θέσεις που εκφράζουν αρκετά από αυτά τα κόμματα για την ΕΕ.

Έχουν γενικά τη θέση ότι η ΕΕ πρέπει να «διορθωθεί» προς την κατεύθυνση της «Ευρώπης των Εθνών», ώστε να κατοχυρωθεί μεγαλύτερη σχετική αυτοτέλεια των κρατών-μελών. Η βαθιά επιζήμια εθνικιστική τους λογική ότι το έθνος διαμορφώνει ενιαία συμφέροντα για εκμεταλλευτές κι εκμεταλλευόμενους συμπληρώνεται έτσι και με τη θέση ότι αυτά εξυπηρετούνται καλύτερα εάν όλοι, κεφαλαιοκράτες και εργαζόμενοι-λαός, υποστηρίξουμε τις επιδιώξεις της αστικής τάξης και διεθνώς και διεκδικήσουμε μια καλύτερη θέση για το κεφάλαιο της Ελλάδας εντός της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας της ΕΕ. Ο εθνικισμός με τον κοσμοπολιτισμό του κεφαλαίου σε πλήρη φυσική σύμπλευση!

Αυτό φυσικά εκφράζεται με πολλούς τρόπους. Η «Εθνική Δημιουργία» υπερασπίζεται, για παράδειγμα, ανοιχτά την ΕΕ, λέγοντας ότι «η Ευρώπη, με όλα τα “κουσούρια” της, μας εξασφάλισε 70 χρόνια ειρήνης και ευημερίας, ελευθερία διακίνησης ανθρώπων, προϊόντων και ιδεών, και ένα βιοτικό επίπεδο για τους πολίτες της, από τα υψηλότερα στον κόσμο». Η «Νίκη» δε βρίσκει πρόβλημα στη συμμετοχή στην ΕΕ, αλλά στη στάση της Ελλάδας μέσα σε αυτήν, η οποία «δε θα έπρεπε να είναι τόσο υποχωρητική». Ενώ η «Πατριωτική Ένωση» βλέπει τη λύση για την παρακμάζουσα ΕΕ στην «ισχυροποίησή της οικονομικά και στρατιωτικά» προβάλλοντας μια γραμμή πιο «ενιαίας» ΕΕ.

 

ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΚΟΜΜΑ «ΝΙΚΗ»

Ανάμεσα στα κόμματα του εθνικιστικού χώρου, εκείνο που είδε έντονα το φως της δημοσιότητας μετά τις εκλογές της 21η Μάη ήταν το κόμμα «Νίκη», διεκδικώντας και μια πιθανή είσοδο στη Βουλή.

Υπάρχουν δίαυλοι του κεφαλαίου και των πολύμορφων μηχανισμών του που στήριξαν αυτήν την άνοδο της «Νίκης». Ως κόμμα φαίνεται να έχει σχέσεις με τμήματα εφοπλιστών, καθώς και με τμήματα της Εκκλησίας, μονών του «Άγιου Όρους» και παραεκκλησιαστικές οργανώσεις.

Φυσικά, σε αυτές τις διεργασίες υπάρχουν και αντίρροπα σχέδια εντός της αστικής τάξης και της Εκκλησίας για το πώς θα διαμορφωθεί ο εθνικιστικός χώρος, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τις πρόσφατες χρηματοδοτήσεις ύψους 40 εκ. ευρώ της κυβέρνησης της ΝΔ προς το «Άγιο Όρος» και την πρόσφατη επίσκεψη Μητσοτάκη στην «Αθωνική Πολιτεία».

Φαίνεται επίσης η «Νίκη» να εμφανίζεται μέσα στον εθνικιστικό χώρο ως μία από τις «φωνές» που είναι πιο φιλική στο ρωσικό παράγοντα, σε αντίθεση με άλλα μορφώματα με πιο φιλοΝΑΤΟϊκό προσανατολισμό, όπως αυτό της «Εθνικής Δημιουργίας».

Επίσης η «Νίκη» εκκολάφθηκε μέσα σε διαδικασίες και γεγονότα του προηγούμενου διαστήματος που το ίδιο το σύστημα και η στρατηγική του κεφαλαίου δημιούργησε. Η «Νίκη» ιδρύεται πριν τις εθνικές εκλογές του 2019 με έδρα τη Θεσσαλονίκη, δίνοντας έμφαση στην προσέλκυση ψηφοφόρων τόσο από εκείνους που συμμετείχαν στα εθνικιστικά συλλαλητήρια ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών (στελέχη της μάλιστα συμμετέχουν και τα ίδια στα συγκεκριμένα συλλαλητήρια) όσο και από εκείνους που υιοθετούσαν αντιεπιστημονικές αντιλήψεις την περίοδο της πανδημίας. Έτσι, η προώθηση των ΝΑΤΟϊκών σχεδιασμών στην περιοχή των Βαλκανίων με τη Συμφωνία των Πρεσπών αλλά και η προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής και της περιστολής των ελευθεριών την περίοδο της πανδημίας από την αστική δημοκρατία, με κίβδηλη μάλιστα επίκληση της επιστήμης, διαμορφώνουν ως βολικό για το σύστημα δίδυμο τη δήθεν αντίδραση με εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Μέσα στις κοινωνικές και πολιτικές διεργασίες αυτού του εχθρικού για το λαό δίπολου διαμορφώθηκε και το μόρφωμα της «Νίκης».

Παράλληλα και οι ίδιες οι θέσεις και η πολιτική γραμμή της «Νίκης» έχουν σαφές ταξικό πρόσημο υπέρ του κεφαλαίου, όπως περιγράψαμε αναλυτικά στην προηγούμενη ενότητα:

  • Ειδικά φορολογικά μέτρα για το κεφάλαιο, που περιλαμβάνουν μείωση των φορολογικών συντελεστών για τα νομικά πρόσωπα και επέκταση του ειδικού φορολογικού καθεστώτος που ισχύει για τους εφοπλιστές και τις δραστηριότητές τους στην ξηρά.
  • Ταυτόχρονα, διακηρύσσουν την λιτότητα και την εγκράτεια για τους εργαζόμενους ενάντια στον «άκρατο καταναλωτισμό».
  • Ζητούν την ισχυροποίηση του αστικού κράτους για είναι πιο αποτελεσματικό για την προσέλκυση επενδύσεων και θεωρούν ότι πρέπει να υπάρξουν και συμπράξεις κράτους και ιδιωτικού τομέα, όπως για παράδειγμα στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας.
  • Αποδέχονται την ΕΕ και τις κατευθύνσεις της, καθώς θεωρούν ότι δεν είναι το πρόβλημα αυτή η ίδια η ιμπεριαλιστική συμμαχία, αλλά μόνο η στάση της Ελλάδας σε αυτή.
  • Και φυσικά όλα αυτά με καθαρά εθνικιστικές διακηρύξεις ότι «μισείται ο αυτόχθων Έλληνας» και τη θέση του καταλαμβάνουν «παράνομοι απρόσκλητοι έποικοι», για τους οποίους ζητούν απελάσεις που τις ονομάζουν «επανεξέταση των αθρόων ελληνοποιήσεων» και «φορολόγηση των εμβασμάτων προς τις χώρες τους» και την επιβολή ενός καθεστώτος «μετοίκων» για τους ξένους εργαζόμενους, δηλαδή ένα καθεστώς περιορισμού ή στερήσεως πολιτικών δικαιωμάτων.
  • Φτάνουν έως και σε φασιστικές στην ουσία θέσεις, λέγοντας ότι εχθρός είναι «ένα ενιαίο καρκινογόνο κατοχικό σύστημα, το “κόμμα των πολιτικών κομμάτων”, που λειτουργεί με επικεφαλής αδίστακτους εντολοδόχους της παγκοσμιοποίησης». Προτείνουν μάλιστα ως λύση την «κατάργηση της κομματοκρατίας» και της «παράλογης επιρροής των κομμάτων στη λειτουργία του κράτους». Χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς η αστική δημοκρατία γεννά και θρέφει τα πολιτικά μορφώματα που προλειαίνουν ή και δημιουργούν την ανοχή σε τμήματα εργαζόμενων για να περάσει, όποτε είναι αναγκαίο για το σύστημα, και σε άλλες μορφές της δικτατορίας του κεφαλαίου, όπως το φασισμό.

Τέλος, χρειάζεται να σημειώσουμε ότι το βαθιά αντιδραστικό-σκοταδιστικό προφίλ της «Νίκης», από θέσεις ενάντια στις αμβλώσεις έως και τις διασυνδέσεις του με παραεκκλησιαστικές οργανώσεις, διαμορφώνει ένα βολικό αντίπαλο με τον οποίο ξιφουλκεί αυτήν την περίοδο ο αστικός Τύπος και όχι μόνο. Ένας βολικός αντίπαλος που χρησιμεύει για να προβάλλονται οι αντιλαϊκοί σχεδιασμοί, οι στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου και τα κυρίαρχα ρεύματα της εγγενώς αντιδραστικής αστικής ιδεολογίας ως το δήθεν «προοδευτικό» και «σύγχρονο» αντίδοτο στον εθνικισμό και στην «οπισθοδρόμηση». Εξάλλου αυτές οι αντιλήψεις που αντιμετωπίζουν με αναχρονιστικό τρόπο την παράδοση, τον τρόπο ζωής και διακηρύσσουν την προσκόλληση στη θρησκευτική πίστη προκύπτουν και ως εναντίωση (εγκλωβισμένη βέβαια στα όρια του συστήματος) στην επίσης βαθιά αντιδραστική μεταμοντέρνα ανατροπή του «γνώριμου» τρόπου ζωής του λαού. Γι’ αυτό και στην πραγματικότητα πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος που η μια τροφοδοτεί την άλλη, για κάλπικα επικίνδυνα διλήμματα εγκλωβισμού συνειδήσεων:

  • Οι εθνικιστικές θέσεις της «Νίκης» για τη Βόρεια Μακεδονία και την Τουρκία λειτουργούν ως ένα εύκολο σκιάχτρο για να ενισχύονται στις λαϊκές συνειδήσεις ως σωστές επιλογές τόσο η ΝΑΤΟϊκή Συμφωνία των Πρεσπών όσο και μια ενδεχομένη μελλοντική ιμπεριαλιστική συμφωνία συνεκμετάλλευσης του Αιγαίου με προσφυγή στη Χάγη.
  • Οι συνωμοσιολογικές αντιλήψεις τους για τη λεγόμενη κλιματική αλλαγή δίνουν έδαφος για να ενδύεται η «Νέα Πράσινη Συμφωνία» της ΕΕ και του ΝΑΤΟ με επιστημονικοφανή μανδύα.
  • Στην αναχρονιστική τους ανάλυση για την οικογένεια, τις ανθρώπινες σχέσεις και το σεξουαλικό προσανατολισμό δίνεται ως δήθεν απάντηση η ακόμα μεγαλύτερη προώθηση της επίσης βαθιά αντιδραστικής θεωρίας του «κοινωνικού φύλου».
  • Οι ατεκμηρίωτες αντιεπιστημονικές γενικεύσεις για τον εμβολιασμό και την πανδημία του κορονοϊού είναι βολικές για να εμπεδώνεται η καταστολή και ο περιορισμός των δικαιωμάτων από το αστικό κράτος όπως προωθήθηκε την περίοδο της πανδημίας.
  • Οι αντιδραστικές θέσεις τους για την εκπαίδευση και τον πολιτισμό αποτελούν στην ουσία ένα πλυντήριο για το σημερινό αντιδραστικό περιεχόμενο του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος και της επίδρασης στον πολιτισμό όχι μόνο της αστικής ιδεολογίας, αλλά και της παρέμβασης ΕΕ και ΝΑΤΟ.

Αυτά τα εκβιαστικά δίπολα λειτουργούν και στην αντίθετη κατεύθυνση. Δηλαδή όχι μόνο παρουσιάζουν την αντιλαϊκή πολιτική και τα επίκαιρα ρεύματα της αστικής ιδεολογίας ως αναγκαία και προοδευτικά, αλλά ταυτίζουν με τέτοια εθνικιστικά μορφώματα, όπως η «Νίκη», κάθε αντίδραση στις ιμπεριαλιστικές συμφωνίες, στη «Νέα Πράσινη Συμφωνία», στην αντιδραστική θεωρία του «κοινωνικού φύλου» και στην περιστολή των ελευθεριών και των δικαιωμάτων με το πρόσχημα της πανδημίας.

 

* * *

Στη συνέχεια του άρθρου θα εξετάσουμε ορισμένα ζητήματα βαθύτερα για τον εθνικιστικό χώρο, που έχουν να κάνουν με το τι είναι το εθνικιστικό ρεύμα, το ρόλο του στο αστικό πολιτικό σύστημα και πλευρές της εξέλιξής του στην Ελλάδα. Πρόκειται για ζητήματα που δίνουν μια πληρέστερη βάση κατανόησης για το ρόλο του εθνικιστικού χώρου και μπορούν να βοηθήσουν ενισχυτικά στη διαπάλη τόσο ενόψει των εκλογών της 25ης Ιούνη όσο και συνολικότερα.

 

ΓΕΝΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟΝ «ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΟ ΧΩΡΟ»

Ένα χαρακτηριστικό της αστικής αντίληψης για το κομματικό σύστημα του πολιτικού εποικοδομήματος της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι ο διαχωρισμός μεταξύ των πολιτικών κομμάτων στη βάση ορισμένων κριτηρίων – και επειδή η αστική αντίληψη και ιδεολογία είναι κυρίαρχη στην κοινωνία, αυτό επικρατεί και στην πολιτική συνείδηση των εργαζομένων. Βεβαίως, εκείνο το κριτήριο που απουσιάζει είναι το ταξικό, δηλαδή τα κόμματα δεν ορίζονται στη βάση καθαρά κοινωνικοταξικών αναφορών (βασισμένων στην αντικειμενική, οικονομική πρωτίστως διαφοροποίηση μεταξύ των κοινωνικών ομάδων) και συμφερόντων, αλλά στη βάση ιδεολογικών κυρίως διαφορών, δίχως σύνδεση με κοινωνικοοικονομικές αναφορές.

Η πιο διαδεδομένη τέτοιου είδους διαφοροποίηση είναι βέβαια αυτή μεταξύ Δεξιάς - (Κέντρου) - Αριστεράς, που κρατάει μεν από την εποχή της αστικής Γαλλικής Επανάστασης (όπου είχε πολύ πιο συγκεκριμένο πολιτικό περιεχόμενο) και που σήμερα δεν μπορεί να αποδώσει τις ουσιώδεις αντιθέσεις που κυριαρχούν στην κοινωνία. Μάλιστα, έχοντας υπόψη την ολοένα μειούμενη επιδραστικότητα αυτής της διχοτομίας στη συνείδηση των εργαζόμενων, έχει επιδιωχτεί η μεν Δεξιά να ταυτιστεί με το ιδεώδες της ελευθερίας, ενώ η Αριστερά με το ιδεώδες της ισότητας (βλ. παλιότερα, μεταξύ άλλων, Νορμπέρτο Μόμπιο, από αστικές φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές θέσεις), κατανοώντας μεταφυσικά και ιδεαλιστικά και τις δυο αυτές έννοιες και παραπέμποντας σχηματικά σε έναν «καπιταλισμό-ελευθερία» και σε έναν «σοσιαλισμό-ισότητα», ταυτίζοντας τελικά την ελευθερία με την ανισότητα και την ισότητα με την ομοιομορφία και ισοπέδωση των ατόμων (κάτι που έχει απαντηθεί ρητά και οριστικά από τον ίδιο τον Κ. Μαρξ από το 1875 ήδη, στην Κριτική του Προγράμματος της Γκότα). Αυτό είναι το ένα στοιχείο, η βάση της αστικής ιδεολογικής και κυρίαρχης στην κοινωνία τοποθέτησης, με δεδομένη την αντίληψη για τον καπιταλισμό ως τον «καλύτερο δυνατό κόσμο» μέχρι την αιωνιότητα.

Από κει και πέρα, διατυπώνονται και αντιλήψεις για περαιτέρω επιμέρους διαφοροποιήσεις, αναγκαίες άλλωστε ώστε να σχηματίζεται μια πλήρης και λειτουργική μαζική πολιτική αντίληψη για τη διατήρηση της κυρίαρχης αστικής ιδεολογίας. Μία εξ αυτών αφορά τη σχέση εθνικού-διεθνικού στο εσωτερικό της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας, μια άλλη τη σχέση κράτους-αγοράς, έθνους-ατόμου κ.ο.κ. Σε όλες τις περιπτώσεις, παρότι αντανακλώνται υπαρκτές κοινωνικές σχέσεις, διαφορές και αντιθέσεις, σημαντικές και δευτερεύουσες, εν τούτοις καθορίζονται όλες από μια ιδεαλιστική και μεταφυσική αντίληψη περί της κοινωνίας. Έτσι, συχνά, όσο πιο «δεξιά» πάμε στην πολιτική-κομματική «γεωγραφία-τοπογραφία» τόσο τονίζεται το εθνικιστικό στοιχείο, το στοιχείο του έθνους και όσο πιο «αριστερά» πάμε τόσο τονίζεται το στοιχείο των διεθνικών σχέσεων και του διεθνισμού, πάντα όμως στο πλαίσιο της καπιταλιστικής παραγωγής και αγοράς (σχηματικά: εθνικισμός-κοσμοπολιτισμός) και του οικονομικού και πολιτικού φιλελευθερισμού ως ιδεολογίας.

Η βασική έννοια-κατηγορία εδώ είναι το έθνος. Το έθνος είναι η μορφή κοινωνίας που αντιστοιχεί στον κόσμο, στην κοινωνία της διευρυμένης εμπορευματικής παραγωγής, δηλαδή του καπιταλισμού, της κοινωνίας που βασίζεται στη σχέση κεφάλαιο και αντικατέστησε άλλες κοινωνικές μορφές που αντιστοιχούσαν σε παλιότερους τρόπους παραγωγής και κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς. Το έθνος τείνει να είναι η μορφή συμβίωσης σε κάθε ξεχωριστή καπιταλιστική κοινωνία, με την οικονομία της, την ταξική της δομή, το πολιτικό και πνευματικό και πολιτιστικό της εποικοδόμημα. Έθνος είναι το βασικό πεδίο όπου εμφανίζονται και αναπτύσσονται οι σύγχρονες ταξικές σχέσεις και αντιθέσεις –άρα το έθνος, ως καπιταλιστική κοινωνία, αντικειμενικά είναι ταξικά διαιρεμένο και διχασμένο. Ωστόσο, η ιδιομορφία της καπιταλιστικής εξουσίας είναι ότι βασίζεται στον οικονομικό και όχι στον εξωοικονομικό καταναγκασμό, όπως συνέβαινε στις ταξικές κοινωνίες του παρελθόντος. Αυτή η ιδιομορφία οδηγεί στο ότι, για παράδειγμα, το βασικό όργανο ταξικής κυριαρχίας στην κοινωνία, το κράτος, δεν προβάλλεται ως ταξικό κράτος, αλλά ως κράτος που εκφράζει όλη την κοινωνία, το «δημόσιο συμφέρον», δηλαδή ως «εθνικό κράτος». Το κράτος είναι αναγκαίο να θεωρείται ως το κράτος όλων, ως έκφραση της γενικής βούλησης των «πολιτών», γιατί μόνο έτσι μπορεί να παίζει το ρόλο του ως ακριβώς ταξικό κράτος, όργανο κυριαρχίας μιας τάξης επί άλλων τάξεων και ομάδων.

Με αυτήν την έννοια, κάθε καπιταλιστικό κράτος είναι «εθνικό». Αποτελεί το κεντρικό όργανο της αστικής τάξης του έθνους, της «εθνικής» αστικής τάξης και έχει ρόλο αφενός να εξασφαλίζει την κυριαρχία της τάξης αυτής στο εσωτερικό της εθνικής κοινωνίας, αφετέρου να υποστηρίζει τα συμφέροντα της ίδιας τάξης στο εξωτερικό, στο μόνιμο ανταγωνισμό της με άλλες, εξίσου «εθνικές» αστικές τάξεις, που με τη σειρά τους κυριαρχούν στα αντίστοιχα έθνη που επίσης διχάζονται από την αντικειμενική πολική αντίθεση εκμεταλλευτές - εκμεταλλευόμενοι, μεσολαβητές - παραγωγοί, κεφαλαιοκράτες - εργατική τάξη και άλλα εργαζόμενα τμήματα και στρώματα παραγωγών. Ο «εθνικισμός» λοιπόν ενυπάρχει σε κάθε καπιταλιστική κοινωνία και δε θα μπορούσε να είναι αλλιώς.

 

Ο «ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΌΣ ΧΩΡΟΣ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΣΗΜΕΡΑ

Όπως περίπου προαναφέρθηκε, ο εθνικισμός είναι μια έννοια σχετική και ιστορικά συγκεκριμένη, αφορά τη σημερινή καπιταλιστική κοινωνία, όταν οι κυρίαρχες οικονομικές σχέσεις έχουν πια αναπτυχθεί πλήρως, παρακμάσει και αποκτήσει ένα καθαρά αντιδραστικό ιστορικό περιεχόμενο. Τόσο τα «δεξιά» όσο και τα «αριστερά» αστικά κόμματα έχουν μια ξεκάθαρη αστική «εθνική» αναφορά, αφού εκφράζουν την αστική τάξη του έθνους και τα συμφέροντά της, άμεσα και μακροπρόθεσμα (τα παραδείγματα πάμπολλα, ακόμη και σε ό,τι αφορά κόμματα όπως το ΠΑΣΟΚ, το ΣΥΡΙΖΑ κλπ., γενικά το έθνος τείνει να προβάλλεται ως κάποιου είδους «κοινότητα»-συλλογικότητα που επικρατεί των επιμέρους ταξικών συμφερόντων).

Στην Ελλάδα ο (έτσι νοούμενος) εθνικισμός συνήθως τείνει να ακολουθεί μια ιστορική γραμμή με πιο γνωστή αφετηρία την αντιπαράθεση μεταξύ μοναρχικών και φιλελεύθερων υπό τον Κωνσταντίνο και τον Βενιζέλο αντίστοιχα, στη συνέχεια μεταξύ μοναρχικών (ή λαϊκών κ.ο.κ.) και φιλελεύθερων και κεντρώων, αργότερα μεταξύ του «κοινωνικού φιλελευθερισμού» της Νέας Δημοκρατίας μετά τη Μεταπολίτευση και της σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ (σήμερα και του ΣΥΡΙΖΑ). Στην πραγματικότητα όμως και οι δύο πόλοι του ελληνικού πολιτικού-κομματικού συστήματος εναλλάσσονται ιστορικά ως προς το τι θεωρούν κάθε φορά πρωτεύον για τα στρατηγικά καθήκοντα της άρχουσας τάξης (λ.χ. το σύνθημα «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες», ένα σύνθημα που σήμερα παραπέμπει σε μια εθνικιστική αντίληψη, προβλήθηκε κυρίως από το ΠΑΣΟΚ των πρώτων δυο δεκαετιών της Μεταπολίτευσης). Επίσης, ως πόλοι, εκφράζουν διαφορετικές πλευρές της αστικής χειραγώγησης των εργαζόμενων και των προσεταιρισμών και συμμαχιών με τμήματά τους. Κυρίως όμως έχουν συνδεθεί με διαφορετικούς, ενίοτε και αντίθετους, προσανατολισμούς σημαντικών τμημάτων της αστικής τάξης της χώρας: Λ.χ. οι «κωνσταντινικοί»-μοναρχικοί εξέφραζαν τις σχέσεις τμημάτων του ελληνικού κεφαλαίου με την Κεντρική Ευρώπη και τις «κεντρικές αυτοκρατορίες», σε αντίθεση με τους φιλελεύθερους που απηχούσαν την, ιστορικά πλειοψηφική στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας, οργανική σχέση με το αγγλικό και αμερικανικό κεφάλαιο –σήμερα βλέπουμε επίσης τέτοιες διαφορές και αντιθέσεις τμημάτων του κεφαλαίου σε περιόδους κρίσης και ανακατατάξεων, βγαίνουν δυναμικά στην επιφάνεια. Πάντως, και σήμερα ο ευρωατλαντικός γεωπολιτικός προσανατολισμός έχει επικρατήσει, προσώρας τουλάχιστον, καθαρά (λόγω και του βάρους τμημάτων της αστικής τάξης, όπως των εφοπλιστών).

Σήμερα, στους αστικούς και μικροαστικούς κύκλους (αλλά και στο σύνολο σχεδόν των οπορτουνιστικών δυνάμεων μέσα στο εργατικό κίνημα) ως εθνικιστικός ορίζεται συνήθως ο χώρος πέραν ή «δεξιότερα» (αλλά συχνά και εντός) του κόμματος της Νέας Δημοκρατίας, ένας χώρος που ιστορικά έχει συνδεθεί με τη μοναρχία (ιδιαίτερα μετά τα χρόνια του λεγόμενου «εθνικού διχασμού», όπου αναμετρήθηκαν έντονα δυο αντίπαλα στρατόπεδα της αστικής τάξης), με «δεξιές» στρατιωτικές δικτατορίες (γιατί υπήρξαν και «κεντρώες» ή «φιλελεύθερες» τέτοιες), όπως της 4ης Αυγούστου και του 1967-1974, με τις φασιστικές ή μισοφασιστικές ομάδες που δρούσαν ως αναγκαία επικουρική κρατική δύναμη στη δεκαετία του 1930, στην Κατοχή και στο μετεμφυλιακό καθεστώς. Σε αυτό το πλαίσιο, κάποιοι από τους σημερινούς Έλληνες εθνικιστές παραπέμπουν σε αστούς εθνικούς-εθνικιστές ιδεολόγους των αρχών του 20ού αιώνα όπως ο Ίων Δραγούμης και ο Περικλής Γιαννόπουλος κ.ά. και τοποθετούνται ως (ετεροχρονισμένοι και ιδεολογικά μεταπλασμένοι) συνεπείς συνεχιστές της πάλαι ποτέ «Μεγάλης Ιδέας», της ιδεολογίας της ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης μιας ορισμένης εποχής.

Δεν τοποθετούνται όλοι έτσι όμως. Πάντοτε, στους εθνικιστικούς κύκλους, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, συνδυάζεται ο οικονομικός φιλελευθερισμός με τον ισχυρό κρατισμό. Το μίγμα όμως αυτό, παρότι πάντα είναι εκλεκτικιστικό, είναι συχνά διαφορετικό από φορέα σε φορέα, από κόμμα σε κόμμα.

Υπάρχει όμως μια κοινή πολιτική γραμμή που διαπερνά το σύνολο των κομμάτων του χώρου, όπως την περιγράψαμε στην αρχή του άρθρου, και η οποία έχει ως βασικές τις διάφορες εκφάνσεις της θεωρίας περί «κινδύνου εξαφάνισης των Ελλήνων», το μίσος για τους «εισβολείς» μετανάστες και πρόσφυγες, την ενίσχυση της κατασταλτικής λειτουργίας του κράτους, «του νόμου και της τάξης», τις διακηρύξεις για την ενίσχυση της εγχώριας παραγωγικής βάσης πάντα υπέρ του κεφαλαίου και εντός της ΕΕ, καθώς και την ισχυροποίηση της θέσης της Ελλάδας εντός του ΝΑΤΟ. Φυσικά αυτή η γενική κοινή γραμμή εμφανίζεται με διαφοροποιήσεις που αφορούν α) το βαθμό προσέγγισης και με το ιμπεριαλιστικό ευρασιατικό στρατόπεδο χωρίς να τίθεται σε αμφισβήτηση η ΝΑΤΟϊκή πορεία της χώρας, β) τα ιδιαίτερα τμήματα του κεφαλαίου που προσεγγίζουν και τα λαϊκά στρώματα που απευθύνονται και κατά συνέπεια γ) το συγκεκριμένο μίγμα διαχείρισης της καπιταλιστικής οικονομίας και το βαθμό παρέμβασης του κράτους όπως ήδη αναφέραμε.

Μια από τις λειτουργίες του «εθνικιστικού χώρου», όπως και όλων των αστικών πολιτικών δυνάμεων, είναι να «αναζητούν τα κενά» στην πολιτική δυσαρέσκεια και αμφισβήτηση, την ανησυχία και την αγωνία λαϊκών στρωμάτων και να την παροχετεύουν σε αντιδραστική κατεύθυνση, πλαγιοκοπώντας «από τα κάτω» το εργατικό κίνημα.

Είναι δυνάμεις που βρίσκονται σε μόνιμη θέση ανοιχτής σύγκρουσης με τις κομμουνιστικές ιδέες και το εργατικό κίνημα.

Ιδιαιτερότητα των περισσότερων από αυτές τις δυνάμεις είναι ο άμεσος και «λαϊκότροπος» λόγος τους, η απεύθυνσή τους καθαρά σε λαϊκά εργαζόμενα στρώματα και τμήματα.

Στη συνέχεια επιδιώκεται να προσδιοριστούν συνοπτικά οι βασικές διαφορές και επιχειρηματολογίες των λεγόμενων εθνικιστικών πολιτικών δυνάμεων στην Ελλάδα, καθώς και να τονιστεί η οργανική τους λειτουργία στο πλαίσιο του αστικού πολιτικού συστήματος.

 

Η ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Μετά τη λεγόμενη Μεταπολίτευση και το σημαντικό αστικό εκδημοκρατισμό-πολιτικό εκσυγχρονισμό της ελληνικής κοινωνίας, οι πιο βίαια αντικομμουνιστικές και «εκτάκτου ανάγκης» εκδοχές του ελληνικού εθνικισμού, χωρίς ποτέ να εξαφανίζονται, περνούν «πίσω από την κουρτίνα» της επίσημης αστικής πολιτικής ζωής. Αυτό δε σημαίνει ότι ο αστικός αντικομμουνισμός γίνεται λιγότερο άτεγκτος –αντίθετα, εξακολουθεί να αποτελεί το κεντρικό στοιχείο της αστικής ιδεολογίας και της κρατικής διοίκησης, όποια μορφή κι αν αποκτά η τελευταία. Απλώς η επίσημη εκδοχή του παίρνει άλλες μορφές που, ιδεολογικά, τείνουν να συνδυάζονται με τη μαχητική προάσπιση της αστικής δημοκρατίας. Ωστόσο, σε περιόδους κρίσης και ανακατατάξεων οι πιο «παραδοσιακές», ανορθολογικές, βίαιες και ανοιχτά αντικομμουνιστικές μορφές αστικής ιδεολογίας βγαίνουν πάλι στο προσκήνιο. Βασικός δείκτης αυτής της στροφής είναι συχνά η εμφάνιση και διάδοση της πιο επιθετικής αστικής αντικομμουνιστικής ιδεολογίας, του φασισμού-ναζισμού.

Στην Ελλάδα της «Μεταπολίτευσης», η λεγόμενη «Ακροδεξιά» ήταν πάντα παρούσα, αλλά λειτουργούσε κυρίως ως υποταγμένη-ενσωματωμένη «συνιστώσα» του κύριου αστικού πολιτικού κόμματος, της Νέας Δημοκρατίας (όπως γινόταν παλιότερα με τον Ελληνικό Συναγερμό και την ΕΡΕ). Επιμέρους προσπάθειες αυτοτελούς ιδεολογικής, οργανωτικής και πολιτικής-εκλογικής έκφρασής της ήταν η ΕΠΕΝ, η ΕΝΕΚ, το Κόμμα Προοδευτικών και άλλα μικρότερα κόμματα και απόπειρες δημιουργίας πιο μαζικών κομμάτων, όπως η «Εθνική Παράταξις» του Στ. Στεφανόπουλου που στις εκλογές του 1977 συγκέντρωσε ποσοστό πάνω του 6%. Μετά το 1989-1991, η κυριότερη και μαζικότερη έκφρασή της για σημαντικό διάστημα αρχικά υπήρξε ο ΛΑ.Ο.Σ. (Λαϊκός Ορθόδοξος Συναγερμός) που συσπείρωσε αρκετές δυνάμεις της Ακροδεξιάς - εθνικιστικού χώρου και, στη συνέχεια, το κόμμα ΑΝΕΛ και βέβαια η ναζιστική Χρυσή Αυγή που, στη διάρκεια της οικονομικής κρίσης, αποτέλεσε νέο ποιοτικό βήμα εξέλιξης και έκφρασης της πιο επιθετικής και αντικομμουνιστικής πλευράς της αστικής ιδεολογίας, δημιουργώντας μαζική βάση σε λαϊκά τμήματα και στρώματα και αποκτώντας πρακτικές δράσης μαζικού κινήματος.

Μετά την από τα πάνω «απόσυρση» της Χρυσής Αυγής, συνέπεια τόσο της συνεπούς αντιπαράθεσης του εργατικού κινήματος και του ΚΚΕ όσο και της ανάκαμψης από την οικονομική κρίση (κάτι που απαιτούσε την ανάλογη προσαρμογή της αστικής χειραγώγησης επί των εργαζόμενων), το κόμμα του «χώρου» με τη μεγαλύτερη εκλογική έκφραση είναι η «Ελληνική Λύση» και μετά τις εκλογές της 21ης Μάη και η «Νίκη». Ο υπόλοιπος «χώρος» εμφανίζεται «διασπασμένος» και χωρισμένος σε πλήθος από μικρές ομάδες και κόμματα, εξακολουθεί όμως να διατηρεί μια ορισμένη δυναμική και να είναι πάντοτε έτοιμος να αναπτύξει δράση και να «επιστρατευτεί» όποτε χρειαστεί για το χτύπημα του εργατικού κινήματος. Επίσης χαρακτηριστικό του χώρου είναι οι πολύ γρήγορες ανακατατάξεις, οι συγκολλήσεις κομμάτων και οι ξαφνικές διασπάσεις συμμαχιών. Ενδεικτικά, μόνο την πρώτη βδομάδα μετά τις εκλογές είχαμε τη διάλυση της «Εθνικής Δημιουργίας» και την ανακοίνωση της σύμπραξης του Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος3 του Ν. Νικολόπουλου με την «Ελληνική Λύση».

Οι κυριότερες πολιτικές δυνάμεις που λειτουργούν σήμερα ως εκφράσεις του «εθνικιστικού χώρου» είναι οι ακόλουθες:4

 

1. ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΥΣΗ

Η Ελληνική Λύση είναι ένα κόμμα που θυμίζει αρκετά τον πρότερο ΛΑ.Ο.Σ., υπό την ηγεσία του Κ. Βελόπουλου (ο οποίος παλιότερα ήταν επίσης στέλεχος του ΛΑ.Ο.Σ.). Πρόκειται για μια δύναμη που βρίσκεται πιο κοντά σε αυτό που οι αστοί αναλυτές ονομάζουν «λαϊκή Δεξιά». Απευθύνεται προπαγανδιστικά κυρίως σε παραδοσιακά μικροαστικά στρώματα της πόλης και της υπαίθρου, με κεντρική αναφορά τη «μικρή επιχειρηματικότητα».

Παλιότερα είχε εκφράσει προσεκτικά έναν «γεωπολιτικό» προσανατολισμό προσέγγισης με την καπιταλιστική Ρωσία, εκπροσωπώντας πιθανώς τμήματα της αστικής τάξης και των μεσοαστικών-μικροαστικών στρωμάτων που, κυρίως στη διάρκεια της κρίσης, ασφυκτιούν από τις πολιτικές της ΕΕ και τις αντίστοιχες οικονομικές αναδιαρθρώσεις που επηρεάζουν πολλά τμήματα της κοινωνίας. Ο λόγος του, όπως ειπώθηκε, απευθύνεται σε μικρούς επιχειρηματίες (και πίσω από αυτούς, σε νεοανερχόμενους μεγάλους, που διεκδικούν πιο αναβαθμισμένο ρόλο στην οικονομία και στην πολιτική στην Ελλάδα). Ο λόγος του Βελόπουλου είναι μαχητικός, αλλά όχι «κινηματικός», βασίζεται στην πολιτική-κοινοβουλευτική ανάθεση μάλλον, παρά σε κάποια πραγματικά μαζική δράση και προσπάθεια δημιουργίας μαζικής οργάνωσης και κινήματος. Αντίστοιχη είναι και η οργανωτική δομή του σε «κομματαρχική» και προσωποπαγή βάση. Αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν συνδέσεις και με άλλα τμήματα, ομάδες και κόμματα του εθνικιστικού χώρου, δυνάμεις του οποίου η «Ελληνική Λύση» προσπαθεί να προσεταιριστεί. Χαρακτηριστικές είναι οι περιπτώσεις, όπως αναφέραμε προηγουμένως, του Ν. Νικολόπουλου με τον οποίο ανακοινώθηκε σύμπραξη, αλλά και της Πατριωτικής Δύναμης των Εμφιετζόγλου - Μπογδάνου που όμως μετά τα αρχικά παζάρια δεν κατέληξαν προς το παρόν σε κάποια εκλογική συνεργασία.

Με δεδομένο τον κυρίαρχο αστικό προσανατολισμό «προς τη Δύση», δηλαδή προς τον ευρωατλαντικό άξονα, το κόμμα αυτό προσπαθεί να εκφράζει τους δυσαρεστημένους αστούς και μικροαστούς που έχασαν σε αυτήν τη διαδικασία. Μετά δε και από το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, ο λόγος του γίνεται ακόμα πιο προσεκτικός και «πειθαρχικός», αν και εξακολουθεί, έστω και πιο «ντροπαλά», να διαχωρίζει τη θέση του όσον αφορά τη στάση του ελληνικού κράτους απέναντι σε αυτό το θέμα. Συχνά, όπως γίνεται και με άλλα κόμματα, «αριστερά» και «δεξιά», οι όποιες θέσεις εκφράζονται έμμεσα, βλ. για παράδειγμα το πολύ έντονο «αντι-γερμανικό» ή «αντι-Μέρκελ» «μέτωπο» παλιότερα, σε σύγκριση με τους πολύ ηπιότερους τόνους κριτικής απέναντι στο ΝΑΤΟ, τις ΗΠΑ, τη Βρετανία. Με δεδομένη, ωστόσο, τη συνέχεια και την προοπτική των διεθνών ενδοκαπιταλιστικών ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, ανακατατάξεων και αντιπαραθέσεων, όλη αυτή η λογική περί «πολυπολικού κόσμου» καθώς και άλλες παρόμοιες πολιτικές και ιδεολογικές αντιλήψεις αντανακλούν και εκφράζουν πραγματικές διαθέσεις, συζητήσεις και αναζητήσεις μέσα στους αστικούς κύκλους της χώρας. Επίσης, επειδή πάντοτε επιχειρείται να δίνεται σε αυτές τις αντιλήψεις και ιστορική διάσταση, είναι αναπόφευκτο να επιδιώκεται να συνδεθούν σύγχρονες αντιλήψεις με παλιότερες «εθνικές εναλλακτικές ανάπτυξης».

Σε κάθε περίπτωση, πέρα από τις επιμέρους διαφοροποιήσεις οι θέσεις της Ελληνικής Λύσης παραμένουν ενταγμένες στον κυρίαρχο προσανατολισμό του κεφαλαίου στην Ελλάδα.

Χαρακτηριστικό είναι, για παράδειγμα, ότι δεν αμφισβητεί βασικές κατευθύνσεις της ΕΕ. Είναι σε πλήρη ευθυγράμμιση με τη γενική κατεύθυνση της «Πράσινης Μετάβασης» της ΕΕ παρά τις φαινομενικά διακηρύξεις της υπέρ των εξορύξεων. Όπως αναφέρουν, είναι υπέρ «της εκμετάλλευσης των εγχωρίων υδρογονανθράκων και της σταδιακής εγκατάστασης συστημάτων πράσινης ενέργειας, εγχώριας παραγωγής» και προτείνουν «την πριμοδότηση επιχειρήσεων που επενδύουν στην πράσινη ενέργεια με ειδικό φορολογικό και ασφαλιστικό καθεστώς». Με λίγα λόγια, διακηρύξεις για εξορύξεις μέσα στο πλαίσιο του εμπορίου ρύπων της ΕΕ, ώστε να γίνει απλά πιο αργά και «ελεγχόμενα» η προώθηση της «Πράσινης Μετάβασης» που έχει ανάγκη το κεφάλαιο. Το ίδιο ισχύει και για τις προτάσεις τους για την αγροτική παραγωγή, που κινούνται εντός της ΚΑΠ της ΕΕ, καθιστώντας κενές περιεχομένου τις όποιες φαμφαρώδεις διακηρύξεις περί ενίσχυσης της αγροτικής παραγωγής υπέρ των λαϊκών συμφερόντων.

Το ίδιο ευλαβικά στέκει η Ελληνική Λύση και απέναντι στο ΝΑΤΟ. Ζητά μια διαφορετική πολιτική εντός του ΝΑΤΟ, που να αναπτύσσει παράλληλα και σχέσεις με την καπιταλιστική Ρωσία και Κίνα. Ενώ οι διακηρύξεις του ενάντια στο ΝΑΤΟ δε θέτουν σε καμία περίπτωση ζήτημα εξόδου από αυτό, αλλά αποτελούν διαμαρτυρίες για το μέγεθος των προνομίων που καρπώνεται το ελληνικό κεφάλαιο από τη συμμετοχή του στην ευρωατλανική ιμπεριαλιστική συμμαχία. Διαμαρτύρονται, για παράδειγμα, για τα προσωρινά εμπόδια που συνάντησε η ιμπεριαλιστική διμερής συμφωνία με τη Γαλλία εξαιτίας των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών εντός του ΝΑΤΟ. Ας μην ξεχνάμε εξάλλου ότι η θέση για ένα διαφορετικό μίγμα πολιτικής εντός του ΝΑΤΟ είναι ζήτημα συζήτησης και διαπάλης όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά στο σύνολο των κρατών-μελών της ιμπεριαλιστικής συμμαχίας.

Χαρακτηριστική για το σεβασμό προς το ΝΑΤΟ είναι και η θέση τους ότι θα πρέπει να υπάρχει απεμπλοκή των ελληνικών στρατευμάτων από τις αποστολές του ΝΑΤΟ όταν δεν υπάρχει «εθνικό συμφέρον». Βέβαια, «εθνικό συμφέρον» και για την Ελληνική Λύση, όπως και για όλα τα αστικά κόμματα, είναι η αναβάθμιση του ρόλου της χώρας στην περιοχή τόσο οικονομικά όσο και στρατιωτικά, για να έχει οφέλη το ελληνικό κεφάλαιο. Και μια τέτοια αναβάθμιση περνάει φυσικά μέσα από την «εκπλήρωση» των «δεσμεύσεών» μας στους συμμάχους μας –όπως από κοινού λένε συχνά τα αστικά κόμματα– δηλαδή μέσα από τη συμμετοχή στις δολοφονικές αποστολές και σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ.

 

2. ΕΘΝΙΚΗ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ

Η Εθνική Δημιουργία, όπως σημειώσαμε και παραπάνω, αποσύρθηκε από τις εκλογές. Όμως η πολιτική και ιδεολογική της πλατφόρμα έχει σημασία για την κατανόηση του χώρου, ενώ τα κόμματα του Τζήμερου και του Κρανιδιώτη που την συγκροτούσαν συνεχίζουν να υφίστανται και θα παίζουν ρόλο στις διεργασίες του εθνικιστικού ρεύματος.

Στην πράξη έχουμε μια «δυτικότροπη» - ευρωατλαντικού προσανατολισμού εθνικιστική δύναμη, που δίνει έμφαση στον οικονομικό φιλελευθερισμό - «νεοφιλελευθερισμό» (μικρό κράτος κλπ.), σε συνδυασμό με έντονο ανοιχτό αντικομμουνισμό. Ο «γεωπολιτικός» προσανατολισμός της είναι καθαρά ΝΑΤΟϊκός. Πρόκειται για μια δύναμη που αποθεώνει την επιχειρηματικότητα επίσης, αλλά κυρίως τη μεγάλη επιχειρηματικότητα και όχι τόσο τη μικρή ή μεσαία. Οι ηγετικοί παράγοντες αυτού του μικρού, και συχνά «γραφικού» όσον αφορά τις εκφράσεις του, κόμματος ουσιαστικά τονίζουν ανοιχτά την ανάγκη μιας γενικής «θεσμικής» εκκαθάρισης της αστικής πολιτικής ζωής από οποιαδήποτε επιρροή του Κομμουνιστικού Κόμματος και του εργατικού κινήματος, ακόμα και από πολλά στοιχεία του αστικού εκδημοκρατισμού της Μεταπολίτευσης που εμποδίζουν την περαιτέρω καπιταλιστική συσσώρευση.

Σε αντίθεση με άλλες «εθνικιστικές» δυνάμεις, εδώ υπάρχει μόνο ένας συνεπής αστικός φιλελεύθερος ατομικισμός. Μα συμβαδίζει ο φιλελευθερισμός και ο ατομικισμός με την πιο ανοιχτή βία και αντιδημοκρατικότητα; Προφανώς και συμβαδίζει, και το κόμμα της Εθνικής Δημιουργίας καλεί ακριβώς σε αυτό. Ενίσχυση του κράτους και της εκτελεστικής εξουσίας, βίαιη επίλυση του μεταναστευτικού με συμφέροντα για την αστική τάξη τρόπο, εκκαθάριση πανεπιστημίων και κάθε είδους φορέων από το μικρόβιο του «κολεκτιβισμού», μείωση φορολογίας για τους επιχειρηματίες και ενίσχυσή τους, αποφασιστική καταστολή των αγώνων των εργαζόμενων και της συνδικαλιστικής και πολιτικής τους δράσης και οργάνωσης. Δεν πρόκειται για φασιστικό κόμμα, απλά για μια συνεπή αντικομμουνιστική αστική δύναμη που κάνει λόγο για μια συντεταγμένη «φυγή προς τα εμπρός» του μονοπωλιακού κεφαλαίου της χώρας.

Παρότι δε λείπουν οι αντικομμουνιστικές γραφικές εξαλλοσύνες-χοντράδες, τόσο από τον πρόεδρο Τζήμερο όσο και από τον αντιπρόεδρο Κρανιδιώτη, σε άλλα σημεία, το κόμμα αυτό, ως προς το περιεχόμενο των θέσεών του, θυμίζει το παλιότερο κόμμα-ομάδα του Στέφανου Μάνου («Φιλελεύθεροι»).

 

3. ΕΘΝΙΚΟ ΚΟΜΜΑ ΕΛΛΗΝΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΑΤΡΙΔΑ

Εδώ, όπως εν πολλοίς και στο μιας χρήσης κόμμα «ΕΑΝ» του Κανελλόπουλου, έχουμε μεγάλο μέρος της άμεσης και «σκληρής» κληρονομιάς της Χρυσής Αυγής –μια φασιστική-ναζιστική έκφανση. Επίσης, πρόκειται για μια τακτική κίνηση των ναζιστών: Εφόσον δεν μπορούν πια ανοιχτά να καλούν σε μαζικό ναζιστικό κίνημα, προσώρας, επιδιώκουν τουλάχιστον να συνεχίσουν να καταγράφονται στις πολιτικές δυνάμεις της χώρας, να παραμένουν μια υπαρκτή εφεδρική δύναμη για όποτε τους χρειαστούν και τους ξανααναδείξουν. Αυτό σημαίνει ότι τονίζεται τόσο η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία όσο και ο κινηματικός χαρακτήρας του κόμματος, έστω και αν οι μαζικές δραστηριότητες βρίσκονται προς το παρόν σε σχετική αναστολή και παραλλαγή.

 

4. ΠΑΤΡΙΩΤΙΚΗ ΔΥΝΑΜΗ - ΠΡΟΔΡΟΜΟΣ ΕΜΦΙΕΤΖΟΓΛΟΥ

Όσον αφορά το «γεωπολιτικό» προσανατολισμό, εδώ υπάρχει μια ιδιαιτερότητα: Ο μεν ιδρυτής του κόμματος Π. Εμφιετζόγλου είχε στο παρελθόν καθαρά έναν προσανατολισμό προσέγγισης με την καπιταλιστική Ρωσία (έχοντας σημαντική οικονομική δραστηριότητα και στην Ουκρανία –«ευεργέτης» της Μαριούπολης), επιδιώκοντας να εκφράσει ενδεχομένως κι ένα τμήμα της αστικής τάξης (επιχειρηματίες της μεταποίησης κ.ά. που αναζητούσαν εναλλακτικούς δρόμους για την τοποθέτηση και εξαγωγή κεφαλαίων τους, έξω από τις δεσμεύσεις και τους περιορισμούς της ευρωενωσιακής πολιτικής), ενώ ο πρόσφατα «μεταγραφείς» (πρώην βουλευτής της ΝΔ που αποπέμφθηκε και πρόσφατα επικεφαλής ενός μορφώματος με την ευκαιριακή ονομασία «ΠΑΤΡΙΔΑ») Κ. Μπογδάνος παρουσιαζόταν ως καθαρά φιλοΝΑΤΟϊκός και, ιδεολογικά, ξεκάθαρα πιο κοντά στους Τζήμερο, Κρανιδιώτη της Εθνικής Δημιουργίας, απ’ όπου επίσης εκδιώχτηκε. Η συμμαχία αυτή είναι απλά και μόνο για πολιτική επιβίωση, συντήρηση ενός πολιτικού προφίλ και αναζήτηση μελλοντικού πολιτικού ρόλου. Πάντως, μεγάλο μέρος των υποψήφιων βουλευτών της «Πατριωτικής Δύναμης» που έχουν ανακοινωθεί προέρχονται από το πρώην «κόμμα» του Μπογδάνου.

Την περίοδο μετά τις εκλογές της 21ης Μάη η «Πατριωτική Δύναμη», και αφού δεν ευοδώθηκε ο πολιτικός της «γάμος» με την «Ελληνική Λύση», ανακοίνωσε τη δημιουργία εκλογικής συμμαχίας με την ονομασία «Πατριωτικός Συνασπισμός» στην οποία συμμετέχουν διάφορες ομάδες και μορφώματα του χώρου, όπως η «ΠΑΤΡΙΔΑ» του Μπογδάνου (που ήταν ήδη σε συνεργασία με το κόμμα του Εμφιετζόγλου), το «Κίνημα 21», οι «Ελεύθεροι Ξανά» (Βόβολης), το «ΤΟΛΜΑ», ο «Πατριωτικός Σύνδεσμος», το «ΕΛΚΙΣ», η «Νέα Ελλάδα», το «Κίνημα Ελλάδα», ενώ σε διαπραγμάτευση βρίσκονται ακόμα με την «ΠΝΟΗ Δημοκρατίας» (Κούβελας), την «Ενότητα - Αλήθεια» και τη «Βόρεια Λέγκα». Να σημειώσουμε ότι όλες αυτές οι δυνάμεις συγκεντρώνουν περισσότερες από 100.000 ψήφους, χωρίς να αθροίζουμε την ίδια την «Πατριωτική Δύναμη» της οποίας η κάθοδος στις εκλογές της 21ης Μάη είχε απαγορευτεί από τον «Άρειο Πάγο».

Όπως και στην περίπτωση της Εθνικής Δημιουργίας, αλλά και της Ελληνικής Λύσης, η Πατριωτική Ένωση εμφανίζεται ως ένα κόμμα εθνικιστικό μεν, αλλά που αποποιείται το φασισμό-ναζισμό και έχει σταθερό αντικομμουνιστικό προσανατολισμό στο όνομα καταδίκης κάθε ολοκληρωτισμού. Είναι και αυτοί απέναντι στα... άκρα και υποστηρίζουν με το δικό τους τρόπο την αντίληψη των «δύο άκρων». Γενικά μια διαφοροποίηση μέσα στους εθνικιστικούς κύκλους αφορά ακριβώς τον «ολοκληρωτικό» ή «αντι-ολοκληρωτικό» τους χαρακτήρα, το αν επιδιώκουν μια αντιδραστική μαζική οργάνωση από τα κάτω με στόχο την «κατάκτηση» του κράτους ή αν, από την άλλη μεριά, εντάσσουν τη δράση τους στο πλαίσιο των «δημοκρατικών» κοινοβουλευτικών θεσμών και διαδικασιών και του κλασικού τύπου αστικής κομματικής συγκρότησης και λειτουργίας. Οι φασιστικές ομάδες τονίζουν περισσότερο το μαζικό οργανωτικό στοιχείο και τη δυναμική δράση στο δρόμο και στους μαζικούς χώρους. Βεβαίως, υπάρχει μια διαρκής κινητικότητα, αλληλεπίδραση και αλληλοτροφοδότηση μεταξύ όλων σχεδόν των φορέων του εθνικιστικού χώρου.

 

5. Η ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΣΗΜΕΡΙΝΟ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΤΗΣ ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ

Τη «Χρυσή Αυγή» την «μαζέψανε» αφού έπαιξε όπως έπρεπε τον πολιτικό και εγκληματικό ρόλο της στη διάρκεια της κρίσης. Εν τούτοις έμεινε ένα κεκτημένο και μια κληρονομιά. Για πρώτη φορά, μετά από πάρα πολλά χρόνια, ίσως και για πρώτη φορά στην ελληνική ιστορία, μια καθαρά ναζιστική δύναμη ήταν στο πολιτικό προσκήνιο για αρκετά χρόνια, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο και με συγκεκριμένα, σημαντικά και καταγεγραμμένα πολιτικά αποτελέσματα. Φτιάχτηκε κοινό, φτιάχτηκε τεχνογνωσία, φτιάχτηκε μαζική οργάνωση. Η «εν υπνώσει» σημερινή κατάσταση μετά την εσπευσμένη εκ των άνω «απόσυρση» δεν πρέπει να ξεγελάει. Οι φασιστικοί κύκλοι απέκτησαν πείρα, έμαθαν να κάνουν πολιτικούς ελιγμούς με όρους μαζικής πολιτικής, έχει διαμορφωθεί ένα ορισμένο στελεχικό δυναμικό, έχει παραχθεί ιδεολογία και προπαγάνδα. Παράλληλα υπάρχουν δεσμοί και σχέσεις με τον κρατικό μηχανισμό, με αστούς πολιτικούς (χαρακτηριστικές οι επαφές με τον Τ. Μπαλτάκο, γενικό γραμματέα της κυβέρνησης Σαμαρά), με στελέχη των Σωμάτων Ασφαλείας και των Ενόπλων Δυνάμεων, καθώς και με ανώτερους δικαστικούς. Το «σίριαλ» που παρακολουθήσαμε προεκλογικά για το αν ο Αν. Κανελλόπουλος (πρώην αντεισαγγελέας του Άρειου Πάγου και πρόεδρος του «ΕΑΝ») θα είναι πρόεδρος του κόμματος Κασιδιάρη, θέση που στη συνέχεια πήρε ο Δ. Χατζηλιάρης, πρώην ανώτατος στρατιωτικός, είναι δύο μόνο παραδείγματα γι’ αυτές τις σχέσεις, ανάμεσα στα πολλά που είδαν το φως της δημοσιότητας στη δίκη της «Χρυσής Αυγής» με αποκαλύψεις των δικηγόρων Πολιτικής Αγωγής και υπεράσπισης των κομμουνιστών και συνδικαλιστών του ΠΑΜΕ.

Η αστική τάξη αναγκάστηκε να ρίξει πολλά χαρτιά, πολλές εφεδρείες της στην περίοδο της κρίσης για τον έλεγχο και την εξουδετέρωση της λαϊκής δυσαρέσκειας και, παρά τη σημερινή επιστροφή στην «ευνομία» και τη φαινομενική σχετική νηνεμία στη δράση των μηχανισμών μαζικής κινητοποίησης έκτακτης ανάγκης, το εργατικό κίνημα πρέπει να αξιοποιήσει την εμπειρία της αστικής αυτής δράσης και να την έχει πάντα υπόψη του.

 

ΕΠΙΛΟΓΟΣ: Ο ΛΕΓΟΜΕΝΟΣ «ΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΟΣ» Ή «ΑΚΡΟΔΕΞΙΟΣ» ΧΩΡΟΣ ΚΑΙ ΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Οι δυνάμεις αυτές, όσο γραφικές κι αν φαίνονται κατά καιρούς, έχουν πραγματικό, σημαντικό και μόνιμο ρόλο στην ελληνική πολιτική ζωή και στο αστικό πολιτικό σύστημα και ιδεολογία και, ακόμη κι όταν δε βρίσκονται σε πρώτο πλάνο, παραμένουν μια πραγματική και κρίσιμη εφεδρεία για την καπιταλιστική εξουσία στη χώρα.

Εκτός από τη συνειδητή στήριξη και διαφύλαξή του από το ίδιο το κράτος και από «ιδιωτικούς» φορείς της αστικής τάξης, ο χώρος αυτός αντικειμενικά αποκτά δυνατότητα ιδεολογικής υπόστασης και ερείσματος από τη σήψη του πνευματικού εποικοδομήματος της καπιταλιστικής κοινωνίας και τον ανορθολογισμό που αναδύεται από αυτήν τη σήψη. Δεν πρόκειται για ανορθολογισμό κληρονομημένο απλά από το παρελθόν, αλλά για σύγχρονο ανορθολογισμό, για αντιλήψεις που για να εμφανιστούν προϋποθέτουν ως υπόβαθρο α) τη γενική εγγραμματοσύνη αστικού τύπου στον πληθυσμό της χώρας, συνέπεια της κοινωνικοποίησης της παραγωγής λόγω της καπιταλιστικής ανάπτυξης, β) την άκρα εμπορευματοποίηση κάθε πλευράς της ανθρώπινης ζωής και συμπεριφοράς, γ) τον έντονο ατομικισμό.

Πρόκειται για δυνάμεις που τροφοδοτούν και τροφοδοτούνται από το βολικό δίπολο με τον κοσμοπολιτισμό προβάλλοντας κάλπικα διλήμματα, όπως για παράδειγμα «φράχτης - ανοιχτά σύνορα», «συμφωνία ιμπεριαλιστικής ειρήνης ή πόλεμος». Από τη μια, για παράδειγμα, ο «μεταμοντερνισμός» του «ό,τι δηλώσεις είσαι» και από την άλλη η «παράδοση του έθνους και της φυλής», το να ξανάρθουν τα ιερά και τα όσια, οι καθαροί, διακριτοί και κατανοητοί ρόλοι και θέσεις των ατόμων στην κοινωνία, στην οικογένεια, στην εργασία, αλλά μιας άλλης εποχής. Αυτή η συλλογικότητα στην οποία καλούν οι σύγχρονες εθνικιστικές απόψεις είναι κίβδηλη και ανιστόρητη και, από κάποιες πλευρές, απλώς εφιαλτική.

Ενδεικτική είναι και η στάση των δυνάμεων του εθνικιστικού χώρου απέναντι στο ζήτημα του μεταναστευτικού που, από την πλευρά του κεφαλαίου, δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια συνειδητή προσπάθεια ελέγχου της αναγκαίας για το ίδιο διεθνικής κινητικότητας και εκμετάλλευσης του εργατικού δυναμικού. Η εθνικιστική στάση, σε τελευταία ανάλυση, απλώς στοχεύει στην καλύτερη διαχείριση των ροών της εργατικής μετακίνησης για τους «εθνικούς καπιταλιστές», διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την εξουσία της αστικής τάξης σε κάθε χώρα και τη διάσπαση της εργατικής ενότητας μέσω του «διαίρει και βασίλευε».

Απέναντι στις αστικές δυνάμεις του εθνικιστικού χώρου, όπως και απέναντι σε όλες τις αστικές δυνάμεις και κόμματα που, άλλωστε, λειτουργούν συμπληρωματικά μεταξύ τους, το εργατικό κίνημα οφείλει να προβάλλει και να αναπτύσσει τη δική του αυτοτελή πολιτική και ιδεολογική δράση με στόχο την επαναστατική αλλαγή της κοινωνίας προς το σοσιαλισμό-κομμουνισμό και τη δική του έννοια της συλλογικότητας. Επίσης, δίχως να παραγνωρίζει τις υπαρκτές διαφορές μεταξύ των διάφορων αστικών πολιτικών δυνάμεων και ιδεολογιών τους, οφείλει να τις κατανοεί μέσα στο πλαίσιο ενός συστήματος αστικής πολιτικής και ιδεολογίας που τελικά συνιστά τον ενιαίο πραγματικό αντίπαλο.

Πραγματική δύναμη για την αντιμετώπιση και απομόνωση των εθνικιστικών και φασιστικών ομάδων και δυνάμεων μπορεί να είναι ένα πιο ισχυρό ΚΚΕ παντού και στις εκλογές της 25ης Ιούνη. Μόνο το ΚΚΕ μπόρεσε και μπορεί να οργανώσει και να πρωτοστατήσει στον αγώνα του εργατικού κινήματος για να καταπολεμηθούν αυτές οι εφεδρείες που το σύστημα συντηρεί κι ετοιμάζει ενάντια στο λαό. Μόνο το ΚΚΕ, ακριβώς επειδή κινείται στην τελείως αντίθετη κατεύθυνση από τα κόμματα του κεφαλαίου και δεσμεύεται να αντιπαλέψει την αντιλαϊκή πολιτική ως εργατική-λαϊκή αντιπολίτευση, μπόρεσε και μπορεί να αποκαλύπτει τον πραγματικό χαρακτήρα των εθνικιστικών, φασιστικών δυνάμεων ως μορφώματα που γεννά και θρέφει το ίδιο το σύστημα, το οποίο και υπηρετούν, και όχι ως περιθωριακές παραφωνίες δήθεν ξένες προς την αστική δημοκρατία. Μόνο το ΚΚΕ μπορεί να αντιπαλέψει το δίπολο εθνικισμού - κοσμοπολιτισμού του συστήματος, γιατί το ΚΚΕ έχει στρατηγική για την οργάνωση της αντεπίθεσης της εργατικής τάξης και του λαού ενάντια στις στρατηγικές επιλογές της αστικής τάξης, κάνοντας πράξη το σύνθημα «μόνο ο λαός σώζει το λαό, βαδίζοντας στο δρόμο της ανατροπής».

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

1. Πιο αναλυτικά για ορισμένα από αυτά τα κόμματα γίνεται αναφορά στη συνέχεια του άρθρου. Για διευκόλυνση του αναγνώστη σημειώνουμε ότι πρόκειται, πλην της γνωστής «Ελληνικής Λύσης» του Κ. Βελόπουλου, για τα κόμματα:

α) «Νίκη», αρχικά με αναφορά κυρίως στη Βόρεια Ελλάδα, που γνώρισε όμως τη μεγαλύτερη άνοδο εκλογικά ανάμεσα στα διάφορα κόμματα του χώρου.

β) «Εθνική Δημιουργία», ως ένωση των κομμάτων «Δημιουργία Ξανά» του Θ. Τζήμερου και «Νέα Δεξιά» του Φ. Κρανιδιώτη, η οποία μετά τις εκλογές της 21η Μάη έπαψε να υπάρχει ως εκλογική συνεργασία, ενώ διατηρήθηκαν τα δυο επιμέρους κόμματα.

γ) «Πατριωτική Ένωση» του Π. Εμφιετζόγλου, στο οποίο προσχώρησε και ο Κ. Μπογδάνος μετά την αποχώρησή του, πριν λίγους μήνες, από τον ενιαίο σχηματισμό με Τζήμερο και Κρανιδιώτη. Η κάθοδος του εν λόγω κόμματος στις εκλογές απαγορεύτηκε από τον Άρειο Πάγο, μετά από προσφυγή ενός άλλου μορφώματος για κατάχρηση ονόματος και συμβόλου. Στις νέες εκλογές ανακοινώθηκε ότι θα συμμετέχει με τον τίτλο «Πατριωτική Δύναμη» και άλλο σύμβολο.

δ) «ΕΑΝ» του Αν. Κανελλόπουλου, που συνδέθηκε άμεσα με την αυτόνομη ή όχι κάθοδο του Κασιδιάρη στις εκλογές.

2. Παρότι η «Εθνική Δημιουργία» μετά τις εκλογές της 21η Μάη έπαψε να υπάρχει ως εκλογική συνεργασία των κομμάτων «Δημιουργία Ξανά» του Θ. Τζήμερου και «Νέα Δεξιά» του Φ. Κρανιδιώτη, στο άρθρο γίνεται αναφορά σε θέσεις της, τόσο γιατί είναι σχεδόν ταυτόσημες με τα δυο επιμέρους κόμματα που συνεχίζουν και υπάρχουν όσο και γιατί ως υπολογίσιμη δύναμη προεκλογικά στον εθνικιστικό χώρο έπαιξε ρόλο στις διεργασίες αναμόρφωσής του με ιδιαίτερη μάλιστα προβολή από τα αστικά ΜΜΕ.

3. Το Χριστινοδημοκρατικό Κόμμα ιδρύθηκε το Μάη του 2013 από τον Ν. Νικολόπουλο, πρώην βουλευτή της ΝΔ στην Αχαΐα.

4. Φυσικά, ανάμεσα σε αυτές τις δυνάμεις συγκαταλέγεται και το κόμμα «Νίκη» που μέχρι στιγμής είναι το δεύτερο σε εκλογική δύναμη κόμμα του χώρου, για το οποίο όμως έγινε αναλυτική αναφορά στην αρχή και γι’ αυτό δεν αναφέρεται ξανά σε αυτήν την ενότητα.