Από την ιστορική έρευνα επιβεβαιώθηκαν θεμελιακές θέσεις και αναδείχθηκαν συμπεράσματα για τη στρατηγική ενός Κομμουνιστικού Κόμματος:
Α. Η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, αφού ο καπιταλισμός έχει μπει στο αντιδραστικό στάδιό του εδώ και πάνω από έναν αιώνα. Πέρασε δίχως επιστροφή η εποχή των αστικοδημοκρατικών επαναστάσεων, που έδιναν ώθηση στην κοινωνική πρόοδο ανατρέποντας την εξουσία των φεουδαρχών και καταργώντας τα υπολείμματα των φεουδαρχικών σχέσεων παραγωγής.
Ιστορικό προοίμιο της εποχής μας αποτέλεσε η Παρισινή Κομμούνα (1871). Ο χαρακτήρας της εποχής, που ο καπιταλισμός μπήκε στο ιμπεριαλιστικό του στάδιο, τεκμηριώθηκε θεωρητικά από τον Β. Ι. Λένιν και επιβεβαιώθηκε στην πράξη με την πραγματοποίηση της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία (1917), καθώς και με την εκδήλωση σοσιαλιστικών επαναστάσεων στη συνέχεια, ανεξάρτητα από τη νικηφόρα ή όχι έκβασή τους. Η ανατροπή της σοσιαλιστικής οικοδόμησης με την επικράτηση της αντεπανάστασης δεν αναιρεί αυτή την επαναστατική κοινωνική-πολιτική κίνηση ως αναγκαιότητα, επικαιρότητα και προοπτική.
Β. Ο χαρακτήρας της επανάστασης, ως το κεντρικό στοιχείο της στρατηγικής ενός Κομμουνιστικού Κόμματος που δρα σε συνθήκες καπιταλιστικής εξουσίας, δεν προσδιορίζεται με κριτήριο τον υπάρχοντα συσχετισμό δυνάμεων, αλλά από την ωρίμανση των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό. Η τελευταία καθορίζει την αναγκαιότητα και την επικαιρότητά του. Ο ελάχιστος αναγκαίος βαθμός ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων υπάρχει και όταν η εργατική τάξη αποτελεί μειοψηφική δύναμη ως ποσοστό στον Οικονομικά Ενεργό Πληθυσμό, από τη στιγμή που αυτή αποκτά συνείδηση της ιστορικής της αποστολής με τη συγκρότηση του Κόμματός της. Η κοινωνική συμμαχία της εργατικής τάξης με τα λαϊκά στρώματα και κάθε μορφή πολιτικής έκφρασής της πρέπει να εξυπηρετεί την προσέγγιση του στρατηγικού στόχου της εργατικής εξουσίας, που εκφράζει τα συμφέροντα της λαϊκής πλειοψηφίας.
Γ. Ανάμεσα στον καπιταλισμό και στο σοσιαλισμό δε μεσολαβεί κάποιο ενδιάμεσο κοινωνικοοικονομικό σύστημα, επομένως δεν μπορεί να υπάρχει και κάποιος ενδιάμεσος τύπος εξουσίας. Ο χαρακτήρας της εξουσίας θα είναι ή αστικός ή εργατικός (προλεταριακός). Η άποψη - θέση για τη δυνατότητα και την αναγκαιότητα εγκαθίδρυσης ενδιάμεσης εξουσίας δεν επιβεβαιώθηκε σε καμία χώρα.
Από τη μελέτη της περιόδου με την οποία ασχολείται ο παρών τόμος επιβεβαιώνεται ότι η εργατική τάξη με τους συμμάχους της μισοπρολετάριους, φτωχούς αγρότες και αυτοαπασχολούμενους των πόλεων, πρέπει να αγωνιστεί μέχρι την τελική λύση του προβλήματος της εξουσίας, την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας με την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Αποδείχθηκε στην πράξη ότι ήταν λάθος η υιοθέτηση, από το ΚΚΕ και το διεθνές κομμουνιστικό κίνημα, «ενδιάμεσου» στόχου εξουσίας, που χαρακτηριζόταν είτε ως «επαναστατική εξουσία αστικοδημοκρατικού χαρακτήρα» ή «Λαϊκή Δημοκρατική Κυβέρνηση», είτε ως «αντιιμπεριαλιστική - αντιμονοπωλιακή εξουσία» ή ως «αντιμονοπωλιακή διακυβέρνηση».
Η αναγνώριση του παραπάνω λάθους και η ανάλογη διόρθωση της στρατηγικής θα δώσει ώθηση στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα, αλλά και στην ιδεολογική και πολιτική ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Είναι ζήτημα προς ιστορική μελέτη, σε ποιες συνθήκες και γιατί δεν κυριάρχησε σε όλη τη διάρκεια της Κομμουνιστικής Διεθνούς η θετική πείρα της Οκτωβριανής Σοσιαλιστικής Επανάστασης στη Ρωσία, αλλά αντίθετα γενικεύτηκε προγενέστερη στρατηγική επεξεργασία του Κόμματος των Μπολσεβίκων και του Λένιν, που αφορούσε την περίοδο 1905 έως το Φεβρουάριο του 1917, μέχρι τότε δηλαδή που υπήρχε ακόμα στη Ρωσία φεουδαρχική πολιτική εξουσία με τη μορφή της τσαρικής απολυταρχίας.
Σε αυτές τις συνθήκες ο Λένιν είχε προσδιορίσει έναν ενδιάμεσο στόχο ανάμεσα στη φεουδαρχική και την εργατική και όχι ανάμεσα στην αστική και την εργατική εξουσία. Εναν ενδιάμεσο στόχο με τη μορφή της «Επαναστατικής Δημοκρατικής Δικτατορίας του προλεταριάτου και της αγροτιάς» ή μιας «προσωρινής επαναστατικής κυβέρνησης», κυρίως των αγροτών - μικροαστών, στην οποία δεν απέκλειε, υπό όρους, τη συμμετοχή εκπροσώπων (πληρεξουσίων) του Κόμματος των Μπολσεβίκων. Η επανάσταση του Φλεβάρη έφερε στην εξουσία μια αστική κυβέρνηση, ενώ διατηρούνταν η επαναστατική κατάσταση, με την εργατική τάξη και την αγροτιά ένοπλα οργανωμένες στα σοβιέτ.
Με τις «Θέσεις του Απρίλη» (1917) ο Λένιν έθεσε άμεσα το στόχο της εργατικής εξουσίας, έτσι ώστε το Κόμμα των Μπολσεβίκων να προετοιμάσει και να πραγματοποιήσει με επιτυχία τη Σοσιαλιστική Επανάσταση στη Ρωσία. Ο Λένιν αξιοποίησε την άρνηση-αδυναμία της αστικής κυβέρνησης, από το Φεβρουάριο 1917 και στη συνέχεια, να αντιμετωπίσει οξυμμένα κοινωνικά προβλήματα, όπως του πολέμου και της επιβίωσης εκατομμυρίων φτωχών αγροτών και εργατών. Η επαναστατική εργατική εξουσία, η δικτατορία του προλεταριάτου -και όχι κάποια ενδιάμεση εξουσία- έλυσε τα προβλήματα της ειρήνης, της γης στους αγρότες, της ισοτιμίας των γυναικών, των εθνοτήτων, γενικά τα λεγόμενα αστικοδημοκρατικά προβλήματα, ανοίγοντας ταυτόχρονα το δρόμο της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Αργότερα, αυτή η γραμμή αντιπαρατέθηκε με την τροτσκιστική, που απέρριπτε τη δυνατότητα εδραίωσης της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία με την προσέλκυση των ατομικών εμπορευματοπαραγωγών, κυρίως των αγροτών, χωρίς τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης σε χώρες της Ευρώπης.
Στην περίοδο 1941-1944 η προβληματική στρατηγική των σταδίων στο ΚΚΕ στηρίχθηκε στην απόφαση της 6ης Ολομέλειας της ΚΕ (1934) και σε αποφάσεις της Κομμουνιστικής Διεθνούς και του 6ου Συνεδρίου του ΚΚΕ (1935). Εκφράστηκε επίσης στη στρατηγική γραμμή της 2ης Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης (1942) και στην Προγραμματική Διακήρυξη «Λαοκρατία και Σοσιαλισμός» (1943). Σε αυτή τη βάση πραγματοποιήθηκαν οι λαθεμένες πολιτικές επιλογές των Συμφωνιών του Λιβάνου και της Καζέρτας από την ηγεσία του ΚΚΕ, που είχαν επιπλέον το στοιχείο του συμβιβασμού με τις αστικές δυνάμεις.
Το 18ο Συνέδριο του ΚΚΕ υπογράμμισε στο κλείσιμο της συζήτησης του δεύτερου θέματος, ότι δεν πρέπει να συγχέεται ο χαρακτήρας της εξουσίας με τις μεταβατικές «στιγμές» του ιστορικού χρόνου και επανέλαβε την προγραμματική θέση του 15ου Συνεδρίου για τις μεταβατικές «στιγμές»:
«“Σε συνθήκες κορύφωσης της ταξικής πάλης, επαναστατικής ανόδου του λαϊκού κινήματος, όταν η επαναστατική διαδικασία έχει ξεκινήσει, μπορεί να προκύψει κυβέρνηση, ως όργανο λαϊκής εξουσίας, που έχει την έγκριση και τη συγκατάθεση του αγωνιζόμενου λαού, χωρίς γενικές εκλογές και κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Αυτή η κυβέρνηση θα ταυτίζεται ή θα την χωρίζει τυπική απόσταση από την εξουσία της εργατικής τάξης και των συμμάχων της”.
Για το Κόμμα μας είναι καθαρό ότι ο χαρακτήρας της εξουσίας είναι η Δικτατορία του Προλεταριάτου, χωρίς να μπερδεύεται σε ενδιάμεσες μορφές εξουσίας.
Είναι άλλο ζήτημα εκ των υστέρων, δηλαδή από την ιστορική έρευνα, να διαπιστωθεί η πολυμορφία που μπορεί να δώσει η διαδικασία κατά την οποία δεν έχει ακόμα ανατραπεί η αστική εξουσία αλλά έχει ξεκινήσει η αποδυνάμωσή της, ο κλονισμός της. Είναι ζήτημα ιστορικής έρευνας οι μορφές που παίρνουν σε κάθε ιστορική περίπτωση οι διαβαθμίσεις στον κλονισμό της αστικής εξουσίας.
Π.χ., οι πρώτες κυβερνήσεις που διαμορφώθηκαν από τα αντιφασιστικά μέτωπα στις χώρες που απελευθερώθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό, δεν ήταν επαναστατικές εργατικές εξουσίες (Δικτατορία του Προλεταριάτου), συμμετείχαν και αστικές δυνάμεις. Γι’ αυτό γρήγορα αναπτύχθηκε πάλη για το «ποιος - ποιον» και λύθηκε, στις περισσότερες περιπτώσεις, με κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας (Δικτατορία του Προλεταριάτου). Η πορεία των πραγμάτων δεν πρέπει να αποσπάται από την ύπαρξη των δυνάμεων του Κόκκινου Στρατού.
Παρεμφερές είναι το ζήτημα σχετικά με τη Μογγολία. […] Αλλά και στην περίπτωση της Κουβανέζικης Επανάστασης δεν υπάρχει ενδιάμεση εξουσία και ενδιάμεσος κοινωνικο-οικονομικός σχηματισμός. Κρίκος έναρξης της επαναστατικής διαδικασίας υπήρξε ο εθνικο-ανεξαρτησιακός ένοπλος αγώνας που καταστάλαξε και αντικειμενικά έλυσε το πρόβλημα με τη μετατροπή του σε σοσιαλιστικό.
Η ΠΕΕΑ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ενδιάμεση εξουσία, αλλά όντως είναι μια “μεταβατική στιγμή” σε μια διαδικασία που τελικά κατέληξε σε ισχυροποίηση της αστικής εξουσίας.
Ούτε η “δυαδική εξουσία” στη Ρωσία επαληθεύει ενδιάμεση εξουσία»1.
Δ. Από την ίδια οπτική, της επαναστατικής στρατηγικής, το Δοκίμιο αντιμετωπίζει και τις σχέσεις του ΚΚΕ με το ΚΚΣΕ και τα άλλα ΚΚ εξουσίας.
Κρίνεται η γραμμή αυτών των ΚΚ που επέδρασαν στην ισχυροποίηση και επικράτηση οπορτουνιστικών δυνάμεων στο ΚΚΕ, στο χαρακτήρα της 6ης Πλατιάς Ολομέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (1956), και όχι οι στενοί ή ακόμα και άτυποι οργανωτικοί δεσμοί έκφρασης αυτής της σχέσης. Γι’ αυτό το λόγο το Δοκίμιο, αναφερόμενο στην πρωτοβουλία των 6 ΚΚ να συγκαλέσουν την 6η Πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ, υιοθετεί τον όρο «παρέμβαση» και όχι «επέμβαση».
Αλλωστε, η πρακτική της «παρέμβασης» του ΚΚΣΕ και άλλων αδελφών ΚΚ στο ΚΚΕ ήταν νομιμοποιημένη στη συνείδηση της ηγεσίας και των μελών του ΚΚΕ, ως μια άτυπη οργανική σχέση συνέχειας των προγενέστερων οργανικών σχέσεων που χρονολογούνταν από την ένταξη του Κόμματος στην Κομμουνιστική Διεθνή.2 Εξάλλου γι’ αυτό δεν αμφισβητήθηκε από το καθοδηγητικό όργανο του Κόμματος, αρχικά ούτε από το ΓΓ της ΚΕ Ν. Ζαχαριάδη, ούτε από τα μέλη του ΠΓ. Επιπλέον αυτή η σχέση ενισχυόταν από το γεγονός ότι χιλιάδες μαχητές, μαχήτριες και στελέχη του ΔΣΕ, αλλά και η ηγεσία του ΚΚΕ, ζούσαν ως πολιτικοί πρόσφυγες στην ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης.
Βεβαίως, το πώς υλοποιείται η σχέση του προλεταριακού διεθνισμού ανάμεσα σε κόμματα διαφορετικών χωρών, σχετίζεται με την ιδεολογική - θεωρητική κατεύθυνση κάθε ΚΚ και γενικότερα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος.
Ως ουσιαστικές κομμουνιστικές σχέσεις, που ανταποκρίνονται στην ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης, θεωρούμε την ιδεολογική-στρατηγική ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, με ενιαίους στόχους πάλης συνολικά απέναντι στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα και την έκφρασή της με οργανικούς δεσμούς που εξασφαλίζουν και ουσιαστικές διμερείς και πολυμερείς συζητήσεις κριτικής και αυτοκριτικής. Κάθε ΚΚ οφείλει να συμβάλλει στην ενότητα του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος, αναλαμβάνοντας την ευθύνη να διαμορφώνει επαναστατικό πρόγραμμα για τη χώρα του και παλεύοντας τις αναθεωρητικές και οπορτουνιστικές παρεκκλίσεις. Η υποχρέωση στην τεκμηριωμένη δημιουργική κομμουνιστική κριτική και η ικανότητα αποδοχής της αφορά κάθε ΚΚ, ανεξάρτητα από το εύρος της επιρροής στη χώρα του, ανεξάρτητα από το ρόλο που διαδραματίζει σε παγκόσμια κλίμακα.
Ε. Το Δοκίμιο εξετάζει τον οπορτουνισμό ως ιδεολογικό και πολιτικό ρεύμα που έχει κοινωνική βάση. Σημαντική πηγή του οπορτουνισμού αποτελούν τα μικροαστικά στρώματα που συμπιέζονται ή και καταστρέφονται από τη διαδικασία συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, την επέκταση των μονοπωλιακών ομίλων. Ιδιαίτερα σε συνθήκες καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, τα μικροαστικά στρώματα, ενώ αγανακτούν και εναντιώνονται στην κυβερνητική πολιτική, επιζητούν τη διατήρηση της οικονομικής τους θέσης με την επιστροφή σε προηγούμενη, ξεπερασμένη πια, ιστορική περίοδο του καπιταλισμού, στο προμονοπωλιακό του στάδιο, που επέτρεπε σε μεγαλύτερο βαθμό την επιβίωσή τους. Γίνονται φορείς μιας ιδεολογίας και πολιτικής πρακτικής που ουτοπικά επιδιώκει είτε να αμβλύνει το μονοπωλιακό ανταγωνισμό, είτε να στρέψει τη φορά του καπιταλισμού προς τα πίσω. Αυτά τα στρώματα, προσεγγίζοντας την εργατική τάξη ή και εντασσόμενα σε αυτήν μετά από την καταστροφή τους, πιέζουν το εργατικό κίνημα να υιοθετήσει θέσεις «εξανθρωπισμού» του καπιταλισμού.
Αλλά και η εργατική τάξη δεν είναι ομοιόμορφη. Την αποτελούν τμήματα διαφορετικού μεγέθους εισοδήματος, καθώς και διαφορετικής πολιτικής και ταξικής εμπειρίας, αφού η διεύρυνση της εργατικής τάξης γίνεται με τη συνεχή επέκταση της καπιταλιστικής μισθωτής εργασίας σε νέους και παλιούς κλάδους.
Ιδιαίτερα πρέπει να επισημανθεί το στρώμα της εργατικής αριστοκρατίας, δηλαδή το ενσωματωμένο και εξαγορασμένο από το καπιταλιστικό σύστημα τμήμα της εργατικής τάξης, το οποίο επίσης συγκροτεί μία βασική πηγή του οπορτουνιστικού φαινομένου, γιατί αποτελεί το φορέα της ταξικής συνεργασίας στο εργατικό κίνημα.
Ο αναθεωρητισμός και ο πολιτικός οπορτουνισμός εκδηλώνονται μέσα στο πολιτικό εργατικό κίνημα, στα ίδια τα ΚΚ. Αναπαράγονται, όχι μόνο από πολιτικούς φορείς του οπορτουνισμού που προέκυψαν ως αποτέλεσμα της διάσπασης του ΚΚ, π.χ. το «ΚΚΕ εσωτερικού» μετά από τη διάσπαση του 1968 ή ο Συνασπισμός με την ενσωμάτωση σε αυτόν των δυνάμεων που αποσχίστηκαν το 1991 από το ΚΚΕ. Αναπαράγονται και με την εκ νέου επίδραση του συμβιβασμού στο εσωτερικό των ΚΚ. Η μη έγκαιρη και συνεπής αντιμετώπιση του οπορτουνισμού είναι δυνατό, κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις, να μεταλλάξει πλήρως ένα κομμουνιστικό κόμμα, να το μετατρέψει σε αστικό κόμμα σοσιαλδημοκρατικού τύπου.
Οι οπορτουνιστικές δυνάμεις συχνά ενισχύονται στις απότομες στροφές της ταξικής πάλης, είτε στην άνοδο είτε στην υποχώρησή της. Με το μεγάλο κύμα της αντεπανάστασης της τελευταίας 20ετίας, η πίεση της αστικής ιδεολογίας εκφράστηκε με γενικευμένη αναθεώρηση θεμελιωδών θέσεων της κομμουνιστικής ιδεολογίας και οπορτουνιστική προσαρμογή στο σύστημα.
Ομως η ιστορία του ΚΚΕ και του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος δείχνει ότι η λαθεμένη στρατηγική επιλογή ενός ΚΚ δεν οφείλεται πάντοτε σε διάθεση συμβιβασμού με το σύστημα. Αλλά και σε αυτή την περίπτωση η μη έγκαιρη διόρθωση του λάθους δίνει έδαφος στην ενίσχυση του οπορτουνισμού.
Η καταδίκη της πάλης του ΔΣΕ ως σεχταριστικής ήταν οπορτουνιστικού χαρακτήρα στάση προσαρμογής στις νέες συνθήκες. Επίσης οπορτουνιστική επιλογή, και μάλιστα διαλυτική, ήταν η απόφαση για τη διάλυση των παράνομων κομματικών οργανώσεων στην Ελλάδα και τη διάχυση των κομματικών μελών στην ΕΔΑ.
Ομως, σε διάκριση προς τα παραπάνω, υπήρξαν και λάθη που δεν οφείλονταν σε συμβιβαστική διάθεση και πολιτική πρακτική, αλλά σε αδυναμία αντικειμενικής εκτίμησης του συσχετισμού των δυνάμεων εσωτερικά και διεθνώς, π.χ. λάθη που αφορούσαν την καθυστέρηση στο ξεκίνημα του ΔΣΕ.
Για να εκτιμηθεί αν κάποια επιλογή με αρνητικές συνέπειες στον αγώνα της εργατικής τάξης συνιστά παρέκκλιση εξαιτίας θεωρητικής και πρακτικής αδυναμίας ή οπορτουνιστική επιλογή συμβιβασμού, χρειάζεται συγκεκριμένη ανάλυση των παραγόντων που οδήγησαν σε αυτή.
Η δράση του ΚΚ περικλείει τόσο περισσότερο τη δυνατότητα λαθεμένων επιλογών, μεγαλύτερης ή μικρότερης σημασίας, όσο πιο νεαρό είναι το κόμμα, όπως ήταν το ΚΚΕ μέχρι την έναρξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, με περιορισμένη εμπειρία και γνώση.
Ωστόσο το κόμμα κρίνεται και από την ικανότητά του να διορθώνει τα λάθη του τεκμηριωμένα και αποφασιστικά, έγκαιρα και με συλλογικές διαδικασίες. Σε αντίθετη περίπτωση τα λάθη γίνονται καθοριστικά στην έκβαση της ταξικής πάλης.
Στο συγκεκριμένο μέγεθος και το χαρακτήρα των λαθών, στον εντοπισμό και τη διόρθωσή τους ή όχι, αποτυπώνεται η ωριμότητα-ικανότητα του ΚΚ, καθώς και ο ρόλος των ηγετικών προσώπων που η επίδρασή τους στην επιτάχυνση (ή επιβράδυνση) της γενικής πορείας της ανάπτυξης είναι αντιστρόφως ανάλογη προς το γενικό επίπεδο του κόμματος.
Η συγγραφή της ιστορίας του Κόμματος σε κάθε περίπτωση έχει ταξική αφετηρία και περιεχόμενο, αφού εξετάζει την εξέλιξη της στρατηγικής του, την εξέλιξη όλης της πολιτικής του δράσης, στις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες. Διερευνά την επίδραση του Κόμματος στην εξέλιξη της ταξικής πάλης, με κριτήριο την κατεύθυνσή της προς το στόχο της κοινωνικής απελευθέρωσης και μάλιστα σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης. Αναδεικνύει διαχρονικά συμπεράσματα από τη σκοπιά της προσέγγισης του στόχου της εργατικής εξουσίας. Οδηγεί σε βαθύτερη γνώση της ταξικής πάλης σε διεθνές επίπεδο.
Συνοψίζοντας, επισημαίνονται τα εξής διαχρονικά αναγκαία για κάθε ΚΚ:
• Η αυτοτελής ιδεολογική-πολιτική δράση του Κόμματος σε οποιεσδήποτε συνθήκες, η αυτοτελής θεωρητική δουλειά του, η έγκαιρη, με επιστημονικά δεδομένα και διαλεκτική - υλιστική ανάλυση των εγχώριων και διεθνών οικονομικών εξελίξεων, της επίδρασής τους στις κοινωνικές δυνάμεις και των προσαρμογών που προκαλούν στο εποικοδόμημα. Αναδεικνύεται ως συμπέρασμα ότι καθυστέρηση ή λάθη σε θεωρητικό επίπεδο οδηγούν σε λάθη στρατηγικής, ανεξάρτητα από τα χαρακτηριστικά της ταξικότητας, της επαναστατικής διάθεσης και στάσης της ηγεσίας του Κόμματος, ανεξάρτητα δηλαδή από τη γενική αποδοχή και διακήρυξη της αναγκαιότητας του σοσιαλισμού.
• Αναγκαιότητα είναι η οργανωτική αυτοτέλεια του ΚΚ σε όλες τις συνθήκες, νόμιμης-ημινόμιμης ή παράνομης δράσης, άτυπης ή πιο συγκροτημένης συμμαχίας με άλλες δυνάμεις. Αναγκαιότητα της πάλης για τα δικαιώματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων είναι και η δράση για τη ντε φάκτο κατοχύρωση της ανοιχτής δημόσιας δράσης του Κόμματος, όταν βρίσκεται σε συνθήκες ολικής ή μερικής κρατικής απαγόρευσης.
Αναγκαιότητα είναι η οργανωτική του συγκρότηση να στηρίζεται στην εργατική τάξη, να υπάρχουν ΚΟΒ και ενδιάμεσα καθοδηγητικά όργανα σε κάθε περίπτωση, εξασφαλίζοντας σε συνθήκες παρανομίας την περιφρούρηση και την ευελιξία στη λειτουργία τους.