Στην Ελλάδα, το ζήτημα της προώθησης της ευελιξίας, της αυτονομίας και της αποκέντρωσης της σχολικής εκπαίδευσης απασχολεί τις αστικές κυβερνήσεις των τελευταίων χρόνων τόσο ως άξονας της εκπαιδευτικής τους πολιτικής, όσο και στο πλαίσιο των παρεμβάσεών τους με στόχο τη διοικητική μεταρρύθμιση του κράτους. Εξάλλου, οι αστικοί προβληματισμοί για το πώς το κράτος και οι διάφορες λειτουργίες και εμπορευματοποιημένες υπηρεσίες του θα οργανωθούν με πιο αποτελεσματικό τρόπο, ως προς τους γενικούς ταξικούς σκοπούς και στόχους που υπηρετεί, έχουν αντίκτυπο όχι μόνο στην εκπαίδευση, αλλά και σε άλλους τομείς (χαρακτηριστικό παράδειγμα η υγεία-πρόνοια, αλλά όχι μόνο).
Από αυτήν την άποψη, στον πυρήνα των παρεμβάσεων των αστικών κυβερνήσεων των τελευταίων χρόνων, τόσο σε ό,τι αφορά την εκπαιδευτική πολιτική, όσο και σε άλλους τομείς, βρίσκεται η αναγνώριση της ανάγκης του κεφαλαίου να προωθηθούν με μεγαλύτερη ένταση και ταχύτερους ρυθμούς μια σειρά στρατηγικές μεταρρυθμίσεις που θα συνδράμουν στη διευρυμένη καπιταλιστική αναπαραγωγή και στην παραπέρα εδραίωση και θωράκιση της αστικής πολιτικής εξουσίας. Ζητούμενο είναι η διαμόρφωση συνθηκών που θα ευνοήσουν και θα καταστήσουν πιο κερδοφόρες τις επενδύσεις μιας σειράς κλάδων του κεφαλαίου σε συνάρτηση φυσικά και με τις προτεραιότητες που θέτει η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική. Στη δεδομένη χρονική συγκυρία, αυτό αποτυπώνεται στην προώθηση από την κυβέρνηση της ΝΔ του λεγόμενου «επιτελικού κράτους», του «πολυδιάστατου εκσυγχρονισμού» και του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», με την αξιοποίηση του πακτωλού δισεκατομμυρίων που διατίθενται για το κεφάλαιο από τα διάφορα χρηματοδοτικά εργαλεία (π.χ. Ταμείο Ανάκαμψης κλπ.) να αποτελεί και βασικό πεδίο αντιπαράθεσης με τα άλλα αστικά κόμματα.
Είναι γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η κυβέρνηση της ΝΔ φαίνεται να επιταχύνει σε ό,τι αφορά την προώθηση της αποκέντρωσης. Από τις πρόσφατες εξελίξεις, ξεχωρίζει η νομοθετική παρέμβαση (Σεπτέμβρης 2023) η οποία προβλέπει την κατάργηση των Σχολικών Επιτροπών (εκτός των μεγάλων δήμων) και αποτελεί παραπέρα εμβάθυνση της αποκεντρωμένης διαδικασίας, καθώς μεταβιβάζει τις αρμοδιότητές τους στους διευθυντές των σχολείων. Ως σημαντικές κρίνονται και οι πρόσφατες τροχιοδεικτικές βολές του υπουργού Παιδείας Κ. Πιερρακάκη για νέες μεταρρυθμίσεις και στα σχολεία σε συνεργασία με τον ΟΟΣΑ. Μάλιστα, σε πρόσφατη τοποθέτηση του Andreas Schleicher (διευθυντή Εκπαίδευσης και Δεξιοτήτων του ΟΟΣΑ), ο οποίος ηγείται του Προγράμματος Διεθνούς Αξιολόγησης Μαθητών (PISA), τέθηκε ως παράδειγμα μεταρρύθμισης η παροχή αυτονομίας σε κάθε σχολείο για να επιλέγει το ίδιο τους εκπαιδευτικούς που θα μπουν στην τάξη για να διδάξουν τους μαθητές, δηλώνοντας ο ίδιος χαρακτηριστικά ότι «το 1% των μαθητών φοιτά σε σχολείο όπου οι διευθυντές έχουν την κύρια ευθύνη για την πρόσληψη εκπαιδευτικών, έναντι του μέσου όρου του ΟΟΣΑ
που είναι 60%».
Η κυβέρνηση της ΝΔ έχει προετοιμάσει συστηματικά το έδαφος για την εμπέδωση και την ταχύτερη υλοποίηση της αποκέντρωσης, αξιοποιώντας τη σημαντική προεργασία που έχει γίνει στην ίδια κατεύθυνση από τους προκατόχους της.
Για να φανεί καλύτερα η διαχρονική στρατηγική σύγκλιση της ΝΔ με τις δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας στην Ελλάδα (ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ και, πλέον, και η ομάδα της «Νέας Αριστεράς» που συγκροτήθηκε από πρώην στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, μεταξύ των οποίων και αρκετοί που είχαν σημαντικές, κυβερνητικές και μη, ευθύνες στην επεξεργασία και υλοποίηση της εκπαιδευτικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ τα προηγούμενα χρόνια, είτε ως κυβέρνηση είτε ως αντιπολίτευση), αξίζει να σταθούμε στο πώς η ΝΔ προετοίμασε το έδαφος για τις πρόσφατες σχετικές παρεμβάσεις της και για όσα ήδη φαίνεται να σχεδιάζει για το προσεχές μέλλον, και στη συνέχεια να δούμε το σημείο από το οποίο παρέλαβε τη σκυτάλη από την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ.
Το 2020 δημοσιεύτηκε η περιβόητη έκθεση Πισσαρίδη, στην οποία μεταξύ άλλων γινόταν ξεχωριστή αναφορά στο ζήτημα της μεταφοράς αρμοδιοτήτων από το υπουργείο Παιδείας προς την Τοπική Διοίκηση. Πιο συγκεκριμένα, στην έκθεση αναφέρεται ότι «αρμοδιότητες που μπορούν να μεταφερθούν στην Τοπική Αυτοδιοίκηση είναι η διαχείριση του κύριου και βοηθητικού προσωπικού των σχολικών μονάδων, με διασφάλιση των εργασιακών τους σχέσεων. Η αποκέντρωση αυτή στους δήμους είτε στις περιφέρειες, πέρα από την έγκαιρη στελέχωσή τους και τη βελτίωση της λειτουργίας των σχολικών μονάδων, θα ενισχύσει τον επιτελικό ρόλο της κεντρικής υπηρεσίας του υπουργείου Παιδείας, θα ενδυναμώσει τον εκπαιδευτικό σχεδιασμό, θα βελτιώσει την ανταπόκριση στις διαρκώς μεταβαλλόμενες εκπαιδευτικές ανάγκες και θα ενισχύσει τη μεταρρυθμιστική ικανότητα του κράτους».
Παράλληλα, η κυβέρνηση της ΝΔ είχε συγκροτήσει και μια άλλη επιτροπή τεχνοκρατών εμπειρογνωμόνων (τη λεγόμενη «Επιτροπή Κοντιάδη»), η οποία το 2021 κατέληξε σε σειρά προτάσεων για την αναμόρφωση της κεντρικής και Τοπικής Διοίκησης. Μεταξύ άλλων προτάσεων, η επιτροπή αυτή έκανε ειδική αναφορά στο θέμα της αποκέντρωσης: «Το σύνολο λειτουργίας και η κατανομή των πόρων (εξαιρουμένης της μισθοδοσίας του διδακτικού προσωπικού) των σχολικών μονάδων, Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, διαμόρφωση μικρού μέρους (έως 20%) του σχολικού προγράμματος σπουδών μεταφέρεται στους ΟΤΑ α΄ βαθμού, όπως και οι υποστηρικτικές δομές των σχολικών μονάδων που αφορούν την περιβαλλοντική εκπαίδευση, τη συμβουλευτική, τις σχολικές βιβλιοθήκες, ενώ στους ΟΤΑ β΄ βαθμού μεταφέρεται η μεταδευτεροβάθμια και η συνεχιζόμενη επαγγελματική εκπαίδευση και κατάρτιση [αδειοδότηση δομών, συγκρότηση μητρώου εκπαιδευτών, σχεδιασμός, υλοποίηση και αξιολόγηση προγραμμάτων και η γενική εκπαίδευση ενηλίκων (σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας, Κέντρα Διά Βίου Μάθησης)].»10
Στο πλαίσιο του δημόσιου διαλόγου για τη νομοθετική παρέμβαση που τότε προετοίμαζε η κυβέρνηση της ΝΔ για την Τοπική Διοίκηση παρενέβη και η ΚΕΔΕ. Σε απόφαση του ΔΣ της ΚΕΔΕ το Μάρτη του 2021 αναφέρονται, μεταξύ άλλων, τα εξής:
«Εκτιμούμε ότι απαιτείται η τροποποίηση και συμπλήρωση του κανονιστικού πλαισίου για τη διεύρυνση του ρόλου των ΟΤΑ στον σχεδιασμό και στην εφαρμογή της δημόσιας πολιτικής Εκπαίδευσης και Διά Βίου Μάθησης, ιδίως σε επίπεδο, και η διασφάλιση της χρηματοδότησης των ΟΤΑ για την άσκηση αυτού του ρόλου και συγκεκριμένα:
– Αναβάθμιση των οργανικών μονάδων Παιδείας και Διά Βίου Μάθησης, κοστολόγηση των λειτουργικών δαπανών τους ώστε να υπολογιστεί η αναγκαία αύξηση των Κεντρικών Αυτοτελών Πόρων.
– Επανασύσταση και επικαιροποίηση του ρόλου και της λειτουργίας του Εθνικού Συμβουλίου Παιδείας με τη συμμετοχή των Προέδρων
ΕΝΠΕ και ΚΕΔΕ.
– Υπαγωγή των νηπιαγωγείων, των Σχολείων Δεύτερης Ευκαιρίας και όλων των δομών Διά Βίου Μάθησης.
– Η ΚΤΥΠ μαζί με τους μηχανικούς της να υπαχθεί στο ΥΠΕΣ και οι μηχανικοί να περιέλθουν στους δήμους, ενδυναμώνοντας τις τεχνικές τους υπηρεσίες.»11
Στο πλαίσιο της ίδιας συζήτησης, τα διάφορα αστικά επιτελεία και φορείς διατύπωσαν σειρά διαφορετικών προσεγγίσεων σε ό,τι αφορά την αποκέντρωση στην εκπαίδευση, στις οποίες, όπως εντοπίζει έρευνα της ΜΚΟ «Διανέοσις» με θέμα Η Τοπική Αυτοδιοίκηση στη μετα-κορονοϊό εποχή, με υπεύθυνο τον Ν. Κ. Χλέπα, καθηγητή στο ΕΚΠΑ, διακρίνονται δύο τάσεις: «Το φιλόδοξο σενάριο είναι η εκτεταμένη μεταφορά αρμοδιοτήτων για την εκπαίδευση [στους ΟΤΑ], το μετριοπαθές σενάριο είναι η διεύρυνση αρμοδιοτήτων στον τομέα της εκπαίδευσης.»12
Προσώρας, τουλάχιστον, φαίνεται να επικρατεί το λεγόμενο «μετριοπαθές» σενάριο. Έτσι, με το νόμο του υπουργείου Παιδείας Αναβάθμιση του σχολείου, ενδυνάμωση των εκπαιδευτικών και άλλες διατάξεις, οι σημαντικές αλλαγές σε σχέση με την Τοπική Διοίκηση αφορούν το άρθρο 98, αναφέροντας, ρητά πλέον: «(...) με κοινή απόφαση των υπουργών Παιδείας & Θρησκευμάτων και Εσωτερικών καθορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις παραχώρησης σχολικών κτηρίων, υποδομών και εγκαταστάσεων, για χρονικά διαστήματα εκτός του ωρολόγιου διδακτικού προγράμματος, ο χαρακτήρας των εκδηλώσεων, προγραμμάτων και συνεδρίων που μπορεί να διοργανώνει η σχολική μονάδα εκτός του ωρολογίου διδακτικού προγράμματος, ο χαρακτήρας των τρίτων φορέων με τους οποίους δύναται να συνεργάζεται η σχολική μονάδα για τη διοργάνωση εκδηλώσεων, προγραμμάτων και συνεδρίων εκτός του ωρολόγιου διδακτικού προγράμματος, ο τρόπος απόδοσης τυχόν εσόδων από την πραγματοποίηση των εκδηλώσεων αυτών στη σχολική μονάδα, και ρυθμίζεται κάθε άλλο θέμα σχετικό με την εφαρμογή του παρόντος.»13 Ενώ επαναδιατυπώνεται ως αρμοδιότητα του Σχολικού Συμβουλίου η ανεύρεση πρόσθετων εσόδων: «(...) συνεργάζεται [το Σχολικό Συμβούλιο] με το Σύλλογο Γονέων της σχολικής μονάδας και τους εκπροσώπους του δήμου στη σχολική επιτροπή, ιδίως σε θέματα που σχετίζονται με την υλικοτεχνική υποδομή της σχολικής μονάδας, τη χρηματοδότηση αυτής από άλλες πηγές, πλην της τακτικής κρατικής επιχορήγησης.»14
Οι προαναφερθείσες παρεμβάσεις της κυβέρνησης της ΝΔ δεν αναπτύχθηκαν σε παρθένο έδαφος. Η αυτόνομη και αποκεντρωμένη λειτουργία της σχολικής μονάδας στην Ελλάδα αποτελεί μια διαδικασία η οποία σταδιακά εμβαθύνεται από το σύνολο των αστικών κυβερνήσεων. Συνοπτικά, μπορούμε να αναφέρουμε διάφορες πλευρές που, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο έχουν ήδη προωθηθεί τα προηγούμενα χρόνια, όπως: Η δυνατότητα να επιλέγει ο εκπαιδευτικός το κατάλληλο βιβλίο, να κατανέμονται οι ώρες διδασκαλίας όχι με βάση το επιστημονικό αντικείμενο των καθηγητών αλλά με τα περίσσια των ωρών, με διπλές ή τριπλές αναθέσεις, απομακρύνοντας εν τέλει τον εκπαιδευτικό από την ίδια την επιστημονική του γνώση, ή η διδασκαλία από εκπαιδευτικούς της Πρωτοβάθμιας άλλων επιστημονικών αντικειμένων, με δεδομένη την υποστελέχωση και την πρόσληψη του αναγκαίου επιστημονικού προσωπικού κ.ά.
Από αυτό το σημείο παρέλαβε τη σκυτάλη η κυβέρνηση της ΝΔ και συνεχίζει σήμερα για την περαιτέρω προώθηση της αποκέντρωσης. Γι’ αυτό, εξάλλου, και οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας δεν μπορούν να αντιπαρατεθούν στρατηγικά με τη ΝΔ σε ό,τι αφορά την εκπαιδευτική της πολιτική. Άλλωστε, η συγκλίνουσα πορεία τους έχει ιστορικό βάθος, γεγονός που δεν περνά απαρατήρητο. Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι Έκθεση της Κομισιόν για το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα το 2015 αναφερόταν θετικά στο Νόμο 4327/2015 Έκτακτα μέτρα για την Πρωτοβάθμια, Δευτεροβάθμια και Τριτοβάθμια Εκπαίδευση που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στις 14.5.2015, γιατί, όπως υποστήριζε, «προωθεί τις κατευθύνσεις της μεγαλύτερης αυτονομίας και των διαδικασιών εσωτερικής-εξωτερικής αξιολόγησης σχολείων και εκπαιδευτικών». Τόσο από κυβερνητικές θέσεις τότε, όσο και από τα έδρανα της αντιπολίτευσης πριν και μετά, οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ (μέρος των οποίων σήμερα έχει «μετακομίσει» στο σχήμα της «Νέας Αριστεράς») επιχειρούσαν να δώσουν αριστερό άλλοθι και προοδευτικό προφίλ στις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις στην εκπαίδευση, με άξονα ακριβώς το ζήτημα της αποκέντρωσης και της διαφοροποίησης της εκπαίδευσης. Πρόκειται για αντιλήψεις που έχουν ενσταλλαχτεί βαθιά στο DNA τους, αφού ήδη από το 2004 ο τότε ΣΥΝ υποστήριζε: «Ο Συνασπισμός απορρίπτει τόσο την ιδιωτικοποίηση της εκπαίδευσης όσο και τις αντιλήψεις του κρατισμού και του συγκεντρωτισμού. Στη θέση τους προτείνει ένα ευέλικτο, αποκεντρωμένο, δημοκρατικό εκπαιδευτικό σύστημα που θα στηρίζεται στη λαϊκή συμμετοχή και στον κοινωνικό έλεγχο», συμπληρώνοντας ότι «πολλά από τα ζητήματα αυτής της βαθμίδας της εκπαίδευσης, όπως ζητήματα σχετικά με την αξιολόγηση των μαθητών/μαθητριών, την προσαρμογή των προγραμμάτων σπουδών στις τοπικές ιδιαιτερότητες, τη μορφή και το είδος των απαιτήσεων από το μαθητή και τη μαθήτρια κ.ο.κ., θα μπορούν να καθορίζονται σε μεγάλο βαθμό είτε σε επίπεδο περιφέρειας είτε σε επίπεδο σχολείου.»15
Είναι χαρακτηριστικό ότι την ίδια κατά βάση επιχειρηματολογία, που ελάχιστα διαφέρει από την κυβερνητική προπαγάνδα, βλέπουμε σήμερα να αξιοποιεί η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία στις διάφορες εκφάνσεις της, όπως φυσικά και το ΠΑΣΟΚ.
Άλλωστε, το ΠΑΣΟΚ δήλωνε με σαφήνεια στο κυβερνητικό του πρόγραμμα το 2007 την πρόθεσή του να προωθήσει την κατάργηση του ενιαίου σχολικού προγράμματος σε πανελλαδικό επίπεδο («αντικαθιστούμε το ασφυκτικό αναλυτικό πρόγραμμα με ένα εθνικό πλαίσιο προγράμματος που θα ανοίγει τα περιθώρια για δημιουργία και πρωτοβουλίες σε κάθε σχολείο»), καθώς και την αποκέντρωση και άμεση σύνδεση των σχολείων με τις επιχειρήσεις [«Ανοιχτό σχολείο σε στενή συνεργασία με γονείς και τοπική κοινωνία (…) οικοδομούμε μια δυναμική εκπαιδευτική μονάδα, με ευελιξία, λόγο και ευθύνη στη διαχείριση πόρων και την οργάνωση της μάθησης»]16. Είχε, εξάλλου, παράξει ήδη σημαντικό κυβερνητικό έργο στην κατεύθυνση της αποκέντρωσης τα προηγούμενα χρόνια, με τον τότε υπουργό Παιδείας Γ. Παπανδρέου να δηλώνει ήδη από το 1994 ένθερμος οπαδός της αποκέντρωσης της εκπαίδευσης και της μετάθεσης της ευθύνης για τη λειτουργία του σχολείου από το κράτος στην «τοπική κοινωνία». Η κατεύθυνση αυτή υλοποιήθηκε με τους Νόμους 2503/97, 2647/98 και 2880/2001.
Από αυτό το σημείο παρέλαβε στη συνέχεια τη σκυτάλη η κυβέρνηση της ΝΔ, εντάσσοντας την αποκέντρωση στους άξονες-στόχους του Επιχειρησιακού Προγράμματος «Εκπαίδευση και διά βίου μάθηση - για την Προγραμματική Περίοδο 2007-2013»: «Η δεύτερη πρόκληση αφορά στην αποκέντρωση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, τόσο σε διοικητικό όσο και λειτουργικό επίπεδο. Η επίτευξη της χρυσής τομής για τις νομοθετικές και κανονιστικές αρμοδιότητες στο χώρο της εκπαίδευσης μεταξύ κεντρικής διοίκησης και οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοίκησης, με ανάδειξη του ρόλου των τελευταίων, είναι βασική προτεραιότητα του σχεδιασμού της προγραμματικής περιόδου 2007-2013, δεδομένης της αρχιτεκτονικής δομής του επιχειρησιακού προγράμματος όπου η έμφαση στην περιφερειακή διάσταση αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό.»17
Από την παραπάνω πολύ συνοπτική παράθεση κάποιων ενδεικτικών μόνο πεπραγμένων και τοποθετήσεων, φαίνεται ξεκάθαρα ότι η αποκέντρωση αποτελεί βασική πλευρά προώθησης της σύγχρονης αστικής στρατηγικής για το σχολείο, γι’ αυτό και υλοποιείται με αλλεπάλληλες παρεμβάσεις των διάφορων αστικών κυβερνήσεων, στην κατεύθυνση προώθησης και προσαρμογής στο ελληνικό γίγνεσθαι της ευρωενωσιακής εκπαιδευτικής πολιτικής, με την κάθε νέα κυβέρνηση να αξιοποιεί την «προίκα» που αφήνει η προηγούμενη και να χτίζει πάνω της.18