Οι εργαζόμενες γυναίκες στην πλειοψηφία τους χρησιμοποιούνται και ως όχημα προκειμένου να επιταχυνθεί κάθε φορά η εφαρμογή νέων αντεργατικών επιλογών της αστικής τάξης. Π.χ. η μερική απασχόληση ντύθηκε με τον ιδεολογικό μανδύα της διευκόλυνσης των γυναικών, ώστε να συνδυάζουν την ευθύνη που έχουν για το οικογενειακό νοικοκυριό και την ανατροφή των παιδιών με τον επαγγελματικό βίο. Εξηγείται άλλωστε στη βάση της δομής της ίδιας της καπιταλιστικής οικονομίας το γιατί οι γυναίκες αποτελούν πραγματικά σήμερα το τμήμα εκείνο των εργαζομένων που μετράει τα υψηλότερα ποσοστά σε ανεργία (21,2% το Γ΄ τρίμηνο του 2011, έναντι 15% των ανδρών), σε θέσεις μερικής απασχόλησης (10,2% το Γ΄ τρίμηνο του 2011, έναντι 4,4% των ανδρών), αλλά και σε κακοπληρωμένες θέσεις εργασίας.
Η μη αναγνώριση του κοινωνικού χαρακτήρα της μητρότητας, οι ελλείψεις σε μονάδες φροντίδας και Πρόνοιας για τους εξαρτημένους ενήλικες μιας οικογένειας και τα παιδιά, δένουν τη γυναίκα με το νοικοκυριό, την αναγκάζουν είτε να αποχωρήσει για μεγάλο χρονικό διάστημα από την εργασία είτε να αποδεχτεί τη μερική απασχόληση, ώστε να ανταποκρίνεται στο διπλό της ρόλο, καθώς ο οικογενειακός προϋπολογισμός δεν μπορεί να καλύψει τα έξοδα που προκύπτουν για τη φροντίδα των ηλικιωμένων, των χρονίως πασχόντων και των παιδιών. Αυτά οδηγούν στο να ξεκόβεται η εργαζόμενη γυναίκα από την παραγωγή, να μην έχει εισόδημα και κοινωνική ασφάλιση, να χάνει προϋπηρεσία, να μην επιλέγεται σε θέσεις ευθύνης ή να αναγκάζεται να συμβιβάζεται με θέσεις εργασίας σε κλάδους όπου το μεροκάματο είναι μικρότερο και η επαγγελματική εμπειρία δε θεωρείται προαπαιτούμενο (π.χ. Εμπόριο, Υπηρεσίες κλπ.), να εργάζεται ανασφάλιστη, κ.ά. Φυσικά, πέραν των προαναφερόμενων, η γυναίκα εξακολουθεί να δυσκολεύεται περισσότερο να βγει στην παραγωγή, να βρει δουλειά, σε σχέση με τον άντρα. Εξαίρεση αποτελούν ορισμένα επαγγέλματα, τα οποία ποντάρουν σε ορισμένα χαρακτηριστικά της γυναίκας στις συνθήκες του καπιταλισμού, όπως μπαρ, υπηρεσίες καθαριότητας, καμαριέρες, πωλήτριες, υπάλληλοι σε κομμωτήρια κ.ά.
Είναι ενδεικτικό, ότι τόσο το Β΄τρίμηνο του 2007 όσο και το Γ΄τρίμηνο του 2011 το 42,5% και το 54% αντίστοιχα των γυναικών στο σύνολο των εργαζομένων αναγκάστηκαν να εργαστούν με καθεστώς μερικής απασχόλησης2, επειδή δεν μπορούσαν να βρουν δουλειά με πλήρη απασχόληση. Το μοίρασμα της ανεργίας με τη μορφή της μερικής απασχόλησης, η αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης μέσω αυτής, αξιοποιώντας τις αλλαγές που έχουν επέλθει στον αναγκαίο χρόνο εργασίας, είναι γενική τάση του κεφαλαίου, η οποία αποτυπώνεται και στις κατευθύνσεις της ΕΕ, όπως στο πακέτο μέτρων που περιλαμβάνεται στο Σύμφωνο για το Ευρώ, στη Στρατηγική «Ευρώπη 2020», αλλά και στην προκάτοχο Στρατηγική της Λισαβόνας από το 2000. Στην Ελλάδα, αν και καθυστέρησε η επέκταση της μερικής απασχόλησης στο σύνολο των εργαζομένων (Β΄ τρίμηνο 2007 5,5% και Γ΄ τρίμηνο 2011 8%), σήμερα στις συνθήκες της παρατεταμένης κρίσης είναι συγκαλυμμένη η επέκτασή της με τη μη πλήρη καταγραφή της πραγματικότητας των υποχρεωτικών εβδομαδιαίων 3ήμερων ή 4ήμερων κλπ.
Είναι χαρακτηριστικό το μοντέλο των minijobs που υπάρχει στη Γερμανία. Πρόκειται για μια μορφή μερικής απασχόλησης που εφαρμόστηκε σταδιακά από το 1990 μέχρι το 2003 με τις λεγόμενες μεταρρυθμίσεις Hartz, που υποτίθεται πως είχαν στόχο τη μείωση της ανεργίας, η οποία όμως αυξήθηκε. O εργαζόμενος στα minijobs αμείβεται με 400 ευρώ το πολύ το μήνα, ενώ το κόστος ζωής είναι κατά μέσο όρο υψηλότερο σε σχέση με την Ελλάδα. Ο εργοδότης καταβάλλει 120 ευρώ στο κράτος ως εργοδοτικό φόρο και κοινωνική ασφάλιση του εργαζόμενου και με αυτό τον τρόπο ο εργαζόμενος αφενός συνεχίζει να συνδέεται με το σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων και δεν εμφανίζεται άνεργος, αφετέρου όμως αυτά που βγάζει δεν του φτάνουν για να ζήσει! Είναι χαρακτηριστικό ότι την άνοιξη του 2011 οι εργαζόμενοι στα minijobs στη Γερμανία ήταν συνολικά 7,3 εκατομμύρια, εκ των οποίων τα 3,2 εκατομμύρια ήταν γυναίκες, για τις οποίες αποτελούσε τη μόνη εργασιακή απασχόληση.
Οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες στα minijobs, αν και τυπικά έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους εργαζόμενους με πλήρη απασχόληση, αμείβονται με χαμηλότερους μισθούς, έχουν λιγότερα ένσημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τη σύνταξη και την παροχή υπηρεσιών Υγείας - Πρόνοιας. Αρα η επιτυχία του μοντέλου περιορίζεται στο να φουσκώνουν ακόμα περισσότερο τα κέρδη των καπιταλιστών από το μεγαλύτερο ποσοστό υπεραξίας που αποσπούν από τους εργαζόμενους με τέτοιες μορφές εργασίας.
Αντικειμενικά λοιπόν η επίθεση που δέχεται συνολικά σήμερα η εργατική τάξη σε μισθούς, εργασιακά δικαιώματα κλπ. βαραίνει πολλαπλάσια τις εργαζόμενες γυναίκες.
Με το ν. 3846/10 επεκτείνεται η μερική απασχόληση και στις πρώην ΔΕΚΟ, σε φορείς και οργανισμούς του Δημόσιου. Πρακτικά σημαίνει λιγότερες ώρες εργασίας με μικρότερο μισθό και με λιγότερα εργασιακά, ασφαλιστικά δικαιώματα. Με το ν. 3899/10 οι όροι της μερικής απασχόλησης μπορούν πλέον να τροποποιηθούν σε χειρότερη κατεύθυνση για τους εργαζόμενους με ειδικές επιχειρησιακές συμβάσεις, π.χ. να μην πληρώνεται προσαυξημένη η ώρα πέραν του μειωμένου ωραρίου που έχει συμφωνηθεί.
Σύμφωνα με το Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας (ΣΕΠΕ), οι συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης που μετατράπηκαν το πρώτο δίμηνο του 2011 σε μερική απασχόληση είναι αυξημένες κατά περίπου 200% σε σχέση με το αντίστοιχο διάστημα του 2010. Επίσης οι συμβάσεις εργασίας πλήρους απασχόλησης που μετατράπηκαν με τη «σύμφωνη γνώμη των εργαζομένων» σε εκ περιτροπής αυξήθηκαν κατά περίπου 1.122%. Η μετατροπή μονομερώς από τους εργοδότες των συμβάσεων εργασίας πλήρους απασχόλησης σε μερικής αυξήθηκε κατά 2.725% σε σχέση με το αντίστοιχο ποσοστό του 2010. Και αυτά είναι μονάχα τα δηλωθέντα στο ΣΕΠΕ στοιχεία.
Δεδομένου ότι -σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΠΕ για το 2010- το 33,62% των εργαζόμενων γυναικών απασχολούνταν με μερική απασχόληση, γίνεται εύκολα αντιληπτό το μέγεθος του προβλήματος και οι συνέπειές του στο βιοτικό επίπεδο των γυναικών και των οικογενειών τους.
Η εκ περιτροπής εργασία επεκτάθηκε (ν. 3846/10) από το χρονικό όριο των έξι μηνών που ίσχυε, στους εννέα μήνες στο ίδιο ημερολογιακό έτος. Ηδη μέσα στο 2010 αυξήθηκε κατά 17,86%.
Οι καπιταλιστές, με τη στήριξη των εκάστοτε κυβερνήσεων και της ΕΕ, του κυβερνητικού κι εργοδοτικού συνδικαλισμού, εφαρμόζουν σύγχρονες μορφές σκλαβοπάζαρων μέσω των Γραφείων Εύρεσης Εργασίας ή των Εταιριών Προσωρινής Απασχόλησης, όπως ονομάζονται «θεσμικά». Οι θεσμοί αυτοί ξεκίνησαν στην Ελλάδα τη δεκαετία του 1990 και νομιμοποιήθηκαν από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ το 2001. Κάτω από το βάρος της ανεργίας, περίπου 50.000 εργαζόμενοι αναγκάζονται σήμερα να εργάζονται μέσα από τα Γραφεία αυτά. Μόνο στον τομέα της καθαριότητας υπολογίζεται ότι εργάζονται 15.000 περίπου γυναίκες. Συχνά δεν έχουν μόνιμο χώρο εργασίας ούτε και μόνιμο αντικείμενο εργασίας, καθώς επιλέγονται για να αντικαταστήσουν κάποιον εργαζόμενο με άδεια ασθενείας στη μια ή την άλλη εταιρία, να καλύψουν ορισμένα κενά σε περιόδους αυξημένης ζήτησης εργατικού δυναμικού κλπ. Σε βάρος τους πλουτίζουν από τη μια ο «άμεσος» εργοδότης-Γραφείο και από την άλλη ο «έμμεσος» εργοδότης. Το καπιταλιστικό σύστημα επωφελείται διπλά από αυτές τις εργαζόμενες, καθώς το μεροκάματο ή ο μισθός μέσω των ατομικών συμβάσεων είναι κατώτερος εκείνου της Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας (ΣΣΕ). Ταυτόχρονα γιγαντώνονται οι δυσκολίες να ενταχθούν στο όποιο εργατοϋπαλληλικό σωματείο εξαιτίας της μετακίνησής τους από εργασιακό σε εργασιακό χώρο, από κλάδο σε κλάδο.
Παρατηρείται ότι αυτές οι εργαζόμενες συχνότατα υπογράφουν διαφορετικές συμβάσεις από την ειδικότητα στην οποία δουλεύουν, με αποτέλεσμα να κερδίζουν οι εργοδότες («άμεσοι» και «έμμεσοι») από μη απόδοση επιδομάτων, όπως π.χ. Η/Υ, ξένων γλωσσών κλπ., αλλά και άδειες τοκετού, λοχείας, μητρότητας, μικρότερους μισθούς κλπ. Η ασυδοσία δε σταματά όμως εκεί. Για τις εργαζόμενες, με το καθεστώς της ενοικίασης δεν υφίσταται κανένα δικαίωμα που να σχετίζεται με τη μητρότητα.
Μέχρι το 2010 ίσχυε χρονικό όριο 18 μηνών για τη χρήση του καθεστώτος ενοικιαζόμενης εργασίας από τους «άμεσους» εργοδότες, που με το ν. 3846/10 επεκτάθηκε στους 36 μήνες. Σπάνια βέβαια τηρούνται τα όρια αυτά, καθώς μπορεί ανάμεσα στα 18μηνα και 36μηνα να μεσολαβήσει ένας μήνας μαύρης εργασίας ή και απόλυσης και μετά να γίνει επαναπρόσληψη και να παραμένει η εργαζόμενη περισσότερο διάστημα στην ενοικίαση.
Οι χιλιάδες απολύσεις, που δρομολογούνται μέσα στο 2012 στο Δημόσιο και στον ευρύτερο Δημόσιο τομέα μέσω της λήξης της σύμβασης και του κλεισίματος οργανισμών με βάση το νέο μνημόνιο, θα αγγίξουν σε μεγάλο βαθμό τις γυναίκες, καθώς το ποσοστό των γυναικών που εργάζονται στο Δημόσιο είναι μεγάλο (σύμφωνα με την αστική στατιστική 488.100, δηλαδή το 30% επί του συνόλου των εργαζόμενων γυναικών). Χιλιάδες γυναίκες θα βρεθούν το επόμενο διάστημα στην ανεργία.
Με την εξέλιξη αυτή μια σειρά υπηρεσίες και τομείς κοινωνικών παροχών, προκειμένου να καλύψουν τα κενά που θα προκύψουν, θα προσλαμβάνουν είτε συμβασιούχους (ήδη έγινε στους δημοτικούς παιδικούς σταθμούς τους τελευταίους μήνες του 2011 και τώρα απολύονται) είτε εργαζόμενους μέσω των λεγόμενων προγραμμάτων Κοινωφελούς Εργασίας. Δηλαδή πάλι μια μάζα γυναικών θα απασχολείται προσωρινά και ελαστικά, με χαμηλά μεροκάματα κι ελάχιστα δικαιώματα και ταυτόχρονα θα υποβαθμιστούν σημαντικοί τομείς κοινωνικών υπηρεσιών.
Το νέο Μνημόνιο έρχεται να επιβάλει ακόμα πιο σκληρά, αντιδραστικά μέτρα, τα οποία προβλέπεται να εφαρμοστούν μέσα στο 2012 και μέχρι το 2015.
Με τις δραματικές μειώσεις στους μισθούς3 (που φτάνουν το 30%-40%), οι ισχυρισμοί των κομμάτων της συγκυβέρνησης ότι έσωσαν το 13ο και 14ο μισθό ή ότι «μάχονται» για τις συντάξεις είναι κοροϊδία και πρόκληση για τη νοημοσύνη των εργαζομένων. Η μείωση των μισθών θα συμπαρασύρει προς τα κάτω και τις προνοιακές παροχές και τα επιδόματα (μητρότητας, εξάμηνη άδεια λοχείας, ασθενείας, ατυχήματος, ανεργίας κ.ά.), αφού αυτά συνδέονται με το κατώτερο ημερομίσθιο του ανειδίκευτου εργάτη.
Το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων το επόμενο διάστημα θα πέσει κατακόρυφα. Ηδη, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα της ΕΛΣΤΑΤ, δημοσιευμένη στις αρχές του περασμένου Γενάρη, το 20,1% του πληθυσμού της Ελλάδας βρίσκονται στο κατώφλι της φτώχειας, δηλαδή περισσότεροι από 3 εκατομμύρια ζουν με λιγότερα από 7.180 ευρώ ετήσιο ατομικό εισόδημα.
Ιδιαίτερα επιβαρυντικές είναι οι συνέπειες για τις γυναίκες, καθώς οι κατηγορίες του πληθυσμού που απειλούνται από τη φτώχεια είναι κύρια:
• Το 40,0% των άνεργων γυναικών.
• Το 33,4% των μονογονεϊκών νοικοκυριών με τουλάχιστον ένα εξαρτώμενο παιδί.
• Το 30,1% των νοικοκυριών με έναν ενήλικα ηλικίας 65 ετών και άνω.
• Το 29,3% των νοικοκυριών με 3 ή περισσότερους ενήλικες με εξαρτώμενα παιδιά.
• Το 27,7% των μονοπρόσωπων νοικοκυριών με μέλος γυναίκα.
• Το 23% των παιδιών ηλικίας 0-17 ετών.
Ταυτόχρονα χρειάζεται να πάρουμε υπόψη μας ότι η οικονομική πάλη, που προσδιορίζεται καταρχήν μέσα από την πάλη για ΣΣΕ, είναι αυτή που σε πρώτη φάση τραβάει τους μισθωτούς στον αγώνα, τους πείθει για την αναγκαιότητα της συμμετοχής στην οργανωμένη πάλη.
Με την κατάργηση των ΣΣΕ, την καθιέρωση των ατομικών συμβάσεων, την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων περιορίζονται τα μέσα για την πάλη αυτή. Αυτό καλλιεργεί τη μοιρολατρία, την απογοήτευση, το συμβιβασμό, ιδιαίτερα στο κομμάτι εκείνο των μισθωτών που δεν έχουν πείρα.