Η Κοινή Αγροτική Πολιτική της ΕΕ


του Τμήματος Αγροτικής Πολιτικής της ΚΕ του ΚΚΕ

Σε Γερμανία, Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία, Πορτογαλία, Ρουμανία, σε άλλες χώρες και βεβαίως και στην Ελλάδα, οι αγρότες βγήκαν μαζικά στο δρόμο με δίκαια αιτήματα και πολύμορφες κινητοποιήσεις. Χιλιάδες τρακτέρ στους δρόμους, τις πλατείες των πόλεων, έζωσαν ακόμα και τα κτήρια της ΕΕ, ανάμεσά τους και το Ευρωκοινοβούλιο.

Έφτασαν ως διαμαρτυρία εκεί που τον Οκτώβρη του 2020 ψηφίστηκε η «νέα» Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) 2021-2027 και από τους ευρωβουλευτές των κομμάτων της ΝΔ, του ΣΥΡΙΖΑ, του ΠΑΣΟΚ και της «Ελληνικής Λύσης». Πρόκειται για τους ευρωβουλευτές του «ευρωμονόδρομου» που σήμερα προσπαθούν να αποκρύψουν την ψήφο τους χρησιμοποιώντας διάφορα τερτίπια (π.χ. η κυβέρνηση ρίχνει την ευθύνη για τα προβλήματα στον ΟΠΕΚΕΠΕ1, τα υπόλοιπα κόμματα ρίχνουν την ευθύνη μόνο στην κυβέρνηση της ΝΔ κλπ.). Πάντως, ο πανευρωπαϊκός αγροτικός ξεσηκωμός με συνθήματα κατά της ΚΑΠ καίει κάθε χαρτί που έχουν στη διάθεσή τους για να αποπροσανατολίσουν.

Το ΚΚΕ όχι μόνο καταψήφισε την ΚΑΠ στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου, αλλά με τις παρεμβάσεις των ευρωβουλευτών του αποδείκνυε ότι η νέα ΚΑΠ «βάζει ακόμα περισσότερα εμπόδια στην επιβίωση των βιοπαλαιστών αγροτών, την παραμονή τους στο χωράφι και το στάβλο τους»2 και αποκάλυπτε τον πραγματικό χαρακτήρα της πολιτικής της «πράσινης μετάβασης».

 

ΑΜΑΡΤΩΛΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ ΜΕ ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ

Η αγροτική παραγωγή στον καπιταλισμό είναι ενσωματωμένη στο εμποροβιομηχανικό και τραπεζικό κεφάλαιο. Τα μονοπώλια της μεταποίησης και της εμπορίας καθορίζουν τι, πόσο, πώς και πού θα παραχθεί με κριτήριο την κερδοφορία τους. Μονόδρομος για την ανταγωνιστικότητα των ευρωενωσιακών μονοπωλίων, σε σχέση με τους ανταγωνιστές τους (μονοπώλια ΗΠΑ, BRICS κλπ.), είναι η συγκέντρωση, είτε άμεσα είτε μέσω των διάφορων «συλλογικών σχημάτων» (π.χ. ομάδες παραγωγών, διεπαγγελματικές οργανώσεις κλπ.) της παραγωγής και σε μια πορεία της γης και του αγροτικού κεφαλαίου, ώστε να δημιουργούνται οι λεγόμενες «οικονομίες κλίμακας», να αξιοποιούνται στην παραγωγή τα τεχνολογικά επιτεύγματα που μπορούν να τους εξασφαλίσουν καλύτερους όρους κερδοφορίας. Σε αυτό το έδαφος συναποφασίζε-
ται από τις κυβερνήσεις της ΕΕ και υλοποιείται η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ). Όλες οι μέχρι σήμερα αναθεωρήσεις3 της επέφεραν τις απαραίτητες προσαρμογές με βάση τις ανάγκες των μονοπωλιακών ομίλων.

Μπορούμε εδώ να ανατρέξουμε στο παρελθόν και να θυμηθούμε τις επιδοτήσεις για θάψιμο οπωροκηπευτικών, τις ποσοστώσεις περιορισμού της παραγωγής στο αγελαδινό γάλα, τη ζάχαρη, τα καπνά, μια σειρά από άλλους περιορισμούς σε προϊόντα. Έτσι χτυπήθηκαν ολόκληροι κλάδοι στην Ελλάδα, όπως η παραγωγή ζάχαρης και η τευτλοκαλλιέργεια, όπου και υποδομές υπήρχαν και τεχνογνωσία, και η παραγωγή κάλυπτε ένα μεγάλο ποσοστό των εγχώριων αναγκών, ενώ οι δυνατότητες ανάπτυξής της ήταν σημαντικές· ή η αγελαδοτροφία, όπου φτάσαμε σήμερα οι ανάγκες σε αγελαδινό γάλα, ένα βασικό προϊόν διατροφής για τα λαϊκά στρώματα και συστατικό για τα γαλακτοκομικά παράγωγα, να καλύπτονται σχεδόν αποκλειστικά από εισαγωγές, καθώς έχουν απομείνει ελάχιστες, στην πλειοψηφία τους καπιταλιστικές, εκμεταλλεύσεις, ενώ το κτηνοτροφικό κεφάλαιο έχει μειωθεί κάθετα.

Χάρη στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό και την ΚΑΠ, τα μεταποιητικά και εμπορικά μονοπώλια του αγροτοδιατροφικού κλάδου, μια χούφτα στο σύνολό τους, «ανθούν», η κερδοφορία τους καλά κρατεί, το ίδιο και η «εξωστρέφειά» τους με πωλήσεις φέτας, γιαουρτιού, ελαιόλαδου, οπωροκηπευτικών και άλλων προϊόντων σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, και επενδυτικά σχέδια εξαγωγής κεφαλαίων σε ΕΕ, Αμερική κ.ά., καθώς η παραγωγή, οι εξαγωγές και οι εισαγωγές δεν γίνονται με κίνητρο τις συνθήκες και τις προϋποθέσεις της φθηνότερης και ποιοτικά 
καλύτερης αγροτικής παραγωγής για την ικανοποίηση των κοινωνικών διατροφικών και βιομηχανικών αναγκών, αλλά για το καπιταλιστικό κέρδος.

Είναι χαρακτηριστικό ότι την περίοδο 2008-2021 σχεδόν διπλασιάστηκε ο τζίρος των εξαγωγών σε οπωροκηπευτικά, δημητριακά και αλιεύματα, υπερδιπλασιάστηκε σε έλαια και βαμβάκι, ενώ σχεδόν τετραπλασιάστηκε σε γαλακτοκομικά.

Όλα αυτά, την ώρα που η ακρίβεια τσακίζει κόκαλα και οι συνεχώς διευρυνόμενες εξαγωγές συνιστούν έναν επιπλέον παράγοντα αύξησης των τιμών στη λαϊκή κατανάλωση. Έτσι, η βελτίωση που παρουσιάζει το εμπορικό ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων της Ελλάδας (Πίνακας 1) όχι μόνο δε μεταφράζεται σε ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών, αλλά συνοδεύεται από περαιτέρω επιδείνωση της πρόσβασης του λαού σε ποιοτικά εγχώρια προϊόντα και κάλυψη των αναγκών με φθηνά και ποιοτικά ανεξέλεγκτα εισαγόμενα.

Αντίστοιχη είναι η εικόνα σε όλη την ΕΕ, καθώς το συνολικό πλεόνασμα του εμπορικού ισοζυγίου αγροτικών προϊόντων διατροφής της ΕΕ έφτασε σε επίπεδο ρεκόρ το 2023. Οι εξαγωγές της ΕΕ ανήλθαν σε 228,6 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ οι εισαγωγές ανήλθαν σε 158,6 δισεκατομμύρια ευρώ, με αποτέλεσμα συνολικό πλεόνασμα 70,1 δισεκατομμυρίων ευρώ (+22% και 12,8 δισεκατομμύρια ευρώ υψηλότερο από το 2022). Βασικά προϊόντα στη λίστα των εξαγωγών περιλάμβαναν τα δημητριακά, τα γαλακτοκομικά προϊόντα και το κρασί.

Βέβαια, η ΕΕ και οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών της από τη μία μιλάνε για «εξωστρέφεια» στην παραγωγή ως πλεονέκτημα και, από την άλλη, το ξεχνάνε και μιλάνε για «εισαγόμενο πληθωρισμό», όταν προκύπτουν συνθήκες όπως με τον πόλεμο στην Ουκρανία που οδήγησαν σε αύξηση των τιμών σε σειρά εισαγόμενων προϊόντων. Επίσης, ξεχνάνε ότι και η ίδια η «εξωστρέφεια» τρέφει την ακρίβεια.

2024-2-Agro-1

Στην ουσία, ΚΑΠ σημαίνει διεθνοποιημένος καπιταλισμός και ελευθερία για το κεφάλαιο να αυξάνει τα κέρδη του. Γι’ αυτό, από τα πρώτα βήματά της, έχει δώσει στα μεταποιητικά και στα εμπορικά μονοπώλια τη δυνατότητα να εξασφαλίζουν την απαραίτητη πρώτη ύλη απ’ όπου τους συμφέρει καλύτερα, παράλληλα με την ευχέρεια να συμπιέζουν τις τιμές στα προϊόντα των αγροτών, να καθορίζουν υψηλές τιμές στην κατανάλωση και τελικά να εκτοξεύουν τα μονοπωλιακά υπερκέρδη τους.

Εργαλεία της ΚΑΠ είναι μαζί με την άρση των «εμποδίων» στην «ελευθερία» κίνησης κεφαλαίου και εμπορευμάτων και οι διάφοροι κανονισμοί που με επιστημονικοφανή μανδύα διευκολύνουν σε αυτήν την κατεύθυνση, όπως, για παράδειγμα, τα πρότυπα προδιαγραφών της ΕΕ για την παραγωγή αγροτικών και μεταποιημένων προϊόντων (π.χ. χρήση σκόνης γάλακτος στα γαλακτοκομικά προϊόντα, αλλαγές στους τρόπους κατεργασίας με χρήση προσθέτων-συντηρητικών, πλαίσιο φυτοπροστασίας, χρήση γενετικά τροποποιημένων κλπ.). Στο συγκεκριμένο «μενού» περιλαμβάνονται και διακρατικές συμφωνίες με «τρίτες» χώρες, π.χ. από Ασία, Λατινική Αμερική κλπ., πρόσφατα με την Ουκρανία για τη διευκόλυνση εισαγωγής αγροτικών προϊόντων, που σε πολλές χώρες της ΕΕ έχουν «βγάλει από τα ρούχα τους» τους αγρότες. Σημειώνουμε εδώ ότι η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ με συνέπεια καταψηφίζει αυτές τις συμφωνίες.

 

ΠΡΟΣΩΡΙΝΟΙ ΣΥΜΒΙΒΑΣΜΟΙ ΠΟΥ ΥΠΟΘΑΛΠΟΥΝ ΝΕΕΣ ΕΝΤΑΣΕΙΣ

Κάθε αναθεώρηση της ΚΑΠ αποτελεί αναπροσαρμογή με βάση τις σύγχρονες απαιτήσεις των επιχειρηματικών ομίλων και προσωρινό συμβιβασμό ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντά τους. Άλλωστε, η όλη συζήτηση για την αναθεώρηση της ΚΑΠ τον Οκτώβρη του 2020 χαρακτηρίστηκε από έναν καταιγισμό τροπολογιών που ξεπέρασε τις 1.000 σε ό,τι αφορά τους βασικούς κανονισμούς της, αναδεικνύοντας τον οξυμένο ανταγωνισμό ανάμεσα στα μονοπώλια της «πράσινης οικονομίας» (ΑΠΕ κλπ.) και των νέων τεχνολογιών («ευφυής γεωργία ακριβείας», συνθετικά τρόφιμα όπως συνθετικό κρέας, εναλλακτικές πηγές πρωτεϊνών όπως έντομα), από τη μία, και των πιο παραδοσιακών κλάδων, όπως η βιομηχανία αγροτικών εισροών (λιπάσματα, φυτοπροστατευτικά κλπ.), μεταποίησης κτηνοτροφικών προϊόντων κ.ά., από την άλλη.

Σε αυτό λοιπόν το πλαίσιο ο συμβιβασμός που συμφωνήθηκε το 2020 ήταν προσωρινός, οδηγώντας σε νέα αντιπαράθεση το καλοκαίρι του 2023, οπότε και προωθήθηκαν από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για ψήφιση στο Ευρωκοινοβούλιο η Οδηγία για τις Βιομηχανικές Εκπομπές και ο λεγόμενος Νόμος για την Αποκατάσταση της Φύσης. Τόσο με την πλευρά των υποστηρικτών τους όσο και των επικριτών τους συντάχτηκαν επιχειρηματικοί κολοσσοί. Οι πρώτοι διότι διαπίστωσαν ότι με τις συγκεκριμένες ρυθμίσεις έχουν να λαμβάνουν από τα «πράσινα» κονδύλια της ΕΕ, οι δεύτεροι διότι θεώρησαν ότι «ρίχνονται» στη μοιρασιά.

Αυτή η αντιπαράθεση εκφράστηκε και στο Ευρωκοινοβούλιο. Το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα (ΝΔ) και η ακροδεξιά των ECR (συμμετέχει η «Ελληνική Λύση») και ID (βλ. ομάδα Λεπέν) ανέλαβαν την υπεράσπιση των «ριγμένων» (μεταξύ των οποίων μονοπώλια παραγωγής και μεταποίησης κτηνοτροφικών προϊόντων και παραγωγής αγροτικών εισροών), ζητώντας την απόρριψη των ρυθμίσεων με το πρόσχημα του κινδύνου της «επισιτιστικής επάρκειας». Από την άλλη, Σοσιαλιστές και Δημοκράτες (βλ. ΠΑΣΟΚ), Left (βλ. ΣΥΡΙΖΑ) και Πράσινοι στάθηκαν αναφανδόν υπέρ του άλλου μπλοκ ομίλων (που συμπεριλαμβάνουν μονοπώλια Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας - ΑΠΕ, κατασκευών, παραγωγής συνθετικών διατροφικών προϊόντων κλπ.), προβάλλοντας την προστασία «δήθεν» του περιβάλλοντος και της βιοποικιλότητας.

Ταυτόχρονα, όλες οι πτέρυγες των αστικών κομμάτων έχουν κορόνα στο κεφάλι τους την «πράσινη» στρατηγική της ΕΕ που «δίνει γην και ύδωρ» στους ομίλους ΑΠΕ για να φυτεύουν ανεμογεννήτριες σε βουνά, δάση και θάλασσες, να σπέρνουν φωτοβολταϊκά σε κάθε σπιθαμή γης.

Η εφαρμογή της νέας ΚΑΠ, από το φθινόπωρο του 2023, έφερε ξανά στο προσκήνιο τη σύγκρουση ανάμεσα στα αντιτιθέμενα καπιταλιστικά συμφέροντα, η οποία, με δεδομένη τη στενή διασύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στις αγροτικές επιχειρήσεις και στα μονοπώλια της μεταποίησης της γεωργικής και κτηνοτροφικής παραγωγής, εκφράστηκε και στις μεγάλες αγροτικές κινητοποιήσεις. Ιδιαίτερα στις χώρες εκείνες της ΕΕ όπου ο βαθμός συγκέντρωσης της παραγωγής είναι μεγάλος και οι περιορισμοί της νέας ΚΑΠ σε κλάδους όπως η αγελαδοτροφία (π.χ. εκπομπή διοξειδίου του άνθρακα) και οι αροτραίες καλλιέργειες (π.χ. υποχρέωση αγρανάπαυσης) είναι ασφυκτικοί ακόμα και για τις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις.

 

ΜΠΑΓΙΑΤΙΚΟ ΤΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑ ΟΤΙ Η ΚΑΠ ΔΙΑΣΦΑΛΙΖΕΙ ΤΟ ΕΙΣΟΔΗΜΑ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ

Έχει μπαγιατέψει το επιχείρημα των υπόλοιπων κομμάτων ότι δήθεν ψηφίζουν την ΚΑΠ γιατί δίνει τις ενισχύσεις στους αγρότες και έτσι τους διασφαλίζεται ένα εισόδημα. Την ψηφίζουν με κριτήριο την κερδοφορία των μονοπωλίων που λυμαίνονται το βιος του ατομικού αγροτοπαραγωγού, πατώντας πάνω και στις άμεσες ενισχύσεις που εντείνουν την καταλήστευσή του. Γιατί οι αγροτικές επιδοτήσεις, που δε δίνονται μόνο στην ΕΕ αλλά σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η Βραζιλία κ.ά. είναι η άλλη όψη του νομίσματος των τιμών, ακόμα και κάτω του κόστους, που επιβάλλουν οι εμποροβιομήχανοι στα προϊόντα των αγροτών. Και αυτό το καταλαβαίνουν πλέον στη χώρα μας όχι μόνο οι μικροί αγρότες, αλλά και οι μεσαίοι.

Επίσης οι ενισχύσεις δεν είναι «δώρο», ούτε «προνόμιο» όπως παρουσιάζεται. Τα ταμεία της ΕΕ γεμίζουν από την εισφορά κάθε κρατικού προϋπολογισμού, όπως και αυτού της Ελλάδας, που ψηφίστηκε πρόσφατα και προβλέπει έσοδα προερχόμενα κατά 95% από το χαράτσωμα εργαζόμενων, επαγγελματιών και αγροτών και μόνο κατά 5% από τη φορολόγηση των καπιταλιστών.

Η μορφή των αγροτικών ενισχύσεων αλλάζει με κριτήριο το καλύτερο ξεζούμισμα των ατομικών αγροτοπαραγωγών, όσο αυτοί παραμένουν στην παραγωγή. Με τις αναθεωρήσεις της περιόδου από το 1992 έως και το 2003, που ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων και μεγάλες αγροτικές πανελλαδικές κινητοποιήσεις με τη μορφή μπλόκων, η ΚΑΠ προώθησε την αποσύνδεση της επιδότησης από την παραγωγή, με επιπτώσεις τη μεγαλύτερη εγκατάλειψη καλλιεργούμενων εκτάσεων και τη μείωση των εκμεταλλεύσεων. Την ίδια στιγμή βέβαια, τα κόμματα που ψήφιζαν αυτήν την πολιτική των αποσυνδεδεμένων ενισχύσεων και τα παπαγαλάκια τους δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συκοφαντούν τους αγρότες όταν κινητοποιούνταν, ότι δήθεν «θέλουν να κάθονται και να παίρνουν επιδοτήσεις».

Σήμερα πάλι, αυτές οι δυνάμεις κάνουν πως δεν ακούνε ή χαρακτηρίζουν ως «μη ρεαλιστικά» τα αιτήματα των αγροτών για μείωση του κόστους παραγωγής και εγγυημένες από το κράτος τιμές που να εξασφαλίζουν εισόδημα επιβίωσης στον αγρότη, αλλά και φθηνά προϊόντα στη λαϊκή κατανάλωση με πλαφόν στις τιμές. Ταυτόχρονα πετάνε την μπάλα στην εξέδρα σε ό,τι αφορά τις κουτσουρεμένες ενισχύσεις που φέρνει η νέα ΚΑΠ, με πρώτο και καλύτερο τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που έριξε όλο το ανάθεμα στη διοίκηση του ΟΠΕΚΕΠΕ, που στην ουσία εφαρμόζει την εξειδίκευση της ΚΑΠ την οποία είχαν διαμορφώσει αρχικά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια η κυβέρνηση της ΝΔ.

Οι μεγάλες μειώσεις αφορούν κυρίως τη βασική ενίσχυση· δεν πρόκειται όμως να αντισταθμιστούν από τις υπόλοιπες ενισχύσεις, όταν αυτές εξοφληθούν. Μπορεί οι ονομαστικές μειώσεις στο συνολικό κονδύλι (περιλαμβάνει εκτός από τη βασική και άλλες ενισχύσεις, όπως οι συνδεμένες, τα «οικολογικά σχήματα», η αναδιανεμητική, η νέων αγροτών κ.ά.) να μην είναι μεγάλες, όμως η πραγματική ενίσχυση του παραγωγού θα είναι πολύ μικρότερη εξαιτίας του πληθωρισμού και των επιπλέον εξόδων που θα πρέπει να κάνει για να ενταχτεί στα καθεστώτα ενίσχυσης της νέας ΚΑΠ (π.χ. στα «οικολογικά σχήματα»). Το τσεκούρι θα είναι ακόμα μεγαλύτερο σε τομείς όπως η ελαιοκαλλιέργεια, η καλλιέργεια σταφίδας κ.ά., όπου είχαν κατοχυρωθεί υψηλές τιμές ιστορικών δικαιωμάτων και τώρα μειώνονται εξαιτίας της λεγόμενης «σύγκλισης» που επιταχύνει η τρέχουσα ΚΑΠ.

Τώρα, υπό το βάρος των μεγάλων αγροτικών κινητοποιήσεων, γίνονται ορισμένες «διαβουλεύσεις» σε επίπεδο ΕΕ ώστε να περιοριστούν οι συγκεκριμένες απώλειες, ενώ ήδη συζητιέται το ενδεχόμενο αύξησης του προϋπολογισμού της ΚΑΠ. Η κυβέρνηση διατείνεται ότι εργάζεται για να διαμορφώσει συμμαχίες με τις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης (ομάδα EUMED-9 των μεσογειακών χωρών), ώστε να διεκδικήσουν από κοινού αλλαγές. Έφτασε στο σημείο να ισχυρίζεται ότι αξιοποιεί τις αγροτικές κινητοποιήσεις για να φέρει καλά αποτελέσματα στο πλαίσιο των προωθούμενων τροποποιήσεων της ΚΑΠ. Αντίστοιχα έπρατταν κατά το παρελθόν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, όπως του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, για να ενσωματώσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.

Όλα τα αστικά κόμματα στην Ελλάδα μιλάνε για την ανάγκη «επαναδιαπράγματευσης», για μια «καλύτερη ΚΑΠ για την οποία θα πρέπει να δουλέψουν από κοινού όλες οι πλευρές». Η όλη συζήτηση γίνεται στο έδαφος της «ευελιξίας» που δίνεται στα κράτη-μέλη από τη νέα ΚΑΠ για να καταρτίζουν το δικό τους «στρατηγικό σχέδιο», το οποίο βεβαίως στη συνέχεια εγκρίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ακούγονται προτάσεις για ένα ανακάτεμα των κονδυλίων και μια σχετική χαλάρωση ορισμένων δεσμεύσεων. Έχει ήδη εξαγγελθεί από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων η αύξηση από 15 σε 40 εκατομμύρια ευρώ του αποθεματικού της ΚΑΠ (ύστερα από έγκριση της ΕΕ), που κατευθύνεται στην αποκατάσταση μεγάλων καταστροφών στην παραγωγή (αγροτικό αποθεματικό). Επίσης, έχει υιοθετηθεί η εξαίρεση των εκμεταλλεύσεων που είναι μικρότερες των 100 στρεμμάτων από ελέγχους και δεσμεύσεις για τη χορήγηση των ενισχύσεων, ενώ έχει περιληφθεί τροποποίηση στην κατανομή των κονδυλίων του ελληνικού στρατηγικού σχεδίου ώστε 200 εκατομμύρια ευρώ4 να κατευθυνθούν στην επιδότηση ασφάλιστρου προκειμένου να προωθηθεί η «εθελοντική ασφάλιση»5 για νέους κινδύνους, όπως η ακαρπία και οι μυκητολογικές ασθένειες.

Είναι αλήθεια ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και τα υπόλοιπα κόμματα που διαχρονικά υπερασπίζονται την ΚΑΠ στριμώχτηκαν από τις αγροτικές κινητοποιήσεις, τον πανελλαδικό συντονισμό τους, αλλά και το μέγεθος του ξεσηκωμού πανευρωπαϊκά, γι’ αυτό δίνουν τα ρέστα τους προκειμένου να δημιουργηθούν νέες αυταπάτες.

Σήμερα υπάρχουν περισσότερα δεδομένα ώστε να συνειδητοποιηθεί από μεγαλύτερο τμήμα μικρομεσαίων γεωργών και κτηνοτρόφων ότι μακροπρόθεσμα δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τις όποιες διαφοροποιήσεις στην ΚΑΠ, που είναι μια πολιτική φτιαγμένη με τα υλικά της καταλήστευσης του αγρότη για τα κέρδη των μονοπωλιακών ομίλων. Άλλωστε, σε όλα τα επίσημα κείμενά της ο πρωταρχικός στόχος της που κλίνεται σε όλες τις κλίσεις είναι αυτός της ανταγωνιστικότητας.

Όσα κονδύλια και να δοθούν, όσα παζάρια και να γίνουν για το ύψος των ενισχύσεων και τον τρόπο κατανομής τους, δεν ανατρέπουν την προοπτική της εκτόπισης των ατομικών αγροτοπαραγωγών από την παραγωγή και προοπτικά από τη γη τους, είτε με άμεση απαλλοτρίωση είτε μέσω της μεγαλύτερης πρόσδεσής τους στο άρμα των μονοπωλίων της εμπορίας και της μεταποίησης.

Οι άμεσες ενισχύσεις επιτρέπουν ως έναν βαθμό τη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας στη γη από μη ανταγωνιστικές μικρές εκμεταλλεύσεις, αμβλύνοντας την αντικειμενική στον καπιταλισμό τάση άμεσης απαλλοτρίωσής τους, στο βαθμό που η παραγωγή τους είναι απαραίτητη για τους μονοπωλιακούς ομίλους. Αντίθετα από τον καπιταλιστή, που δεν τοποθετεί κεφάλαιο στη γη αν δεν προσδοκά ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους, ο μικρός παραγωγός επιμένει να παράγει όσο η εργασία του τού δίνει και την παραμικρή δυνατότητα να ζήσει. Την ίδια ώρα, εντείνεται η ληστεία του κόπου του από τα μονοπώλια. Η παραγωγικότητα της εργασίας στην αγροτική παραγωγή αντικειμενικά είναι χαμηλότερη από την παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανική παραγωγή τόσο των μεταποιημένων αγροτικών προϊόντων όσο και των εισροών της αγροτικής παραγωγής (π.χ. λιπάσματα, φάρμακα, μηχανήματα κλπ.). Έτσι, λόγω της χαμηλής βιομηχανοποίησης της αγροτικής παραγωγής, αναπτύσσεται μια αντίφαση που συμπυκνώνεται στη συνείδηση του ατομικού αγροτοπαραγωγού με την έκφραση «μας παίρνουν τα προϊόντα για ένα κομμάτι ψωμί, ενώ το κόστος παραγωγής είναι τεράστιο». Αυτήν την αντίφαση επιχειρεί να αμβλύνει η αστική πολιτική με τη χορήγηση των αγροτικών επιδοτήσεων που είναι απαραίτητες για τα μονοπώλια της εμπορίας και της μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζουν φθηνές πρώτες ύλες, πολύ κάτω από την τιμή παραγωγής τους, αλλά και τα μονοπώλια των αγροτικών εισροών, που είναι μια χούφτα σε παγκόσμιο επίπεδο, για να εξασφαλίζουν την πραγματοποίηση των μονοπωλιακών υπερκερδών τους.

Πέρα από την ανάγκη διασφάλισης ενός επιπέδου παραγωγής διατροφικών προϊόντων και πρώτων υλών απαραίτητων για τη λειτουργία των μεταποιητικών και των εμπορικών μονοπωλίων, η αστική πολιτική λαμβάνει επίσης υπόψη ότι η ένταση της διατροφικής εξάρτησης έχει αρνητικές συνέπειες που οξύνονται σε συνθήκες κρίσεων, πολέμων, φυσικών καταστροφών. Γι’ αυτόν το λόγο, τα κράτη επιχειρούν να ανασχεθεί ως έναν βαθμό η αντικειμενική στον καπιταλισμό τάση εγκατάλειψης αγροτικής γης και αλλαγής χρήσης της με κίνητρο το κέρδος, με την παραμονή στην παραγωγή ακόμα και «μη επιχειρηματικά βιώσιμων» εκμεταλλεύσεων.

Μάλιστα, με τη νέα ΚΑΠ και το «στρατηγικό σχέδιο» που έχει καταρτίσει το ελληνικό κράτος, χορηγείται για πρώτη φορά από φέτος η λεγόμενη αναδιανεμητική ενίσχυση, που συνιστά ένα επιπλέον ποσό συνολικού ύψους 175 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως (13,8 ευρώ/στρέμμα στις αροτραίες, 11,6 ευρώ/στρέμμα στις δενδρώδεις) σε εκμεταλλεύσεις μικρής έκτασης (αροτραίες από 20 μέχρι 110 στρέμματα και δενδρώδεις από 10 μέχρι 40 στρέμματα)6. Προβάλλεται ως μια παροχή που θα στηρίξει τη «βιωσιμότητά» τους και αξιοποιείται για να «χρυσωθεί το χάπι» των μειώσεων στη βασική ενίσχυση των βιοπαλαιστών αγροτών.

Οι άμεσες ενισχύσεις δεν ανακόπτουν την επιδείνωση των όρων ζωής της μικρομεσαίας αγροτιάς (επιβάρυνση με χρέη, φοροληστεία των κυβερνήσεων που εντάθηκε την περίοδο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης με φορολογία εισοδήματος, ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ κλπ., χειροτέρευση των όρων συντήρησης των ζώων, περιποίησης της γης, της καλλιέργειας, της λίπανσης, μη ανανέωση του εξοπλισμού κλπ.) και τελικά την τάση σταδιακής μείωσής τους. Αντίθετα, επιτείνουν το «μαρτύριο της σταγόνας» που υφίστανται οι μικρομεσαίοι προσπαθώντας να διατηρήσουν το βιος τους. Γι’ αυτό, όλο και περισσότερο βρίσκονται στην ανάγκη είτε να καταφεύγουν στην πώληση της εργατικής τους δύναμης είτε να παραμένουν ενεργοί αγρότες μετά τη συνταξιοδότησή τους, για να συμπληρώνουν τα ψίχουλα της αγροτικής σύνταξης (σήμερα 330 ευρώ στα 67 χρόνια, με 22 χρόνια ασφάλισης).

 

ΑΛΛΑ ΔΙΑΤΡΗΤΑ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΑ ΓΙΑ ΝΑ ΒΓΕΙ ΛΑΔΙ Η ΚΑΠ ΚΑΙ Η ΕΕ

Είναι κάλπικο το επιχείρημα που προβάλλει μεταξύ άλλων και ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, ο οποίος «δίνει τα ρέστα του» στην υπεράσπιση της ΚΑΠ, ότι δήθεν δεν ευθύνεται αυτή για τα προβλήματα που έχουν οι Έλληνες αγροτοπαραγωγοί, καθώς επηρεάζει μόνο τους αγρότες της υπόλοιπης ΕΕ που έχουν μεγαλύτερες εκμεταλλεύσεις. Οι κινητοποιήσεις όμως σε όλη την Ευρώπη αναδεικνύουν, όπως και στην Ελλάδα, ως μείζον πρόβλημα την εκτόξευση του κόστους παραγωγής και την τεράστια διαφορά που σημειώνεται στις τιμές των προϊόντων από το χωράφι και το στάβλο μέχρι το ράφι. Το κόστος παραγωγής δεν το καθορίζουν οι αγρότες, αλλά τα μονοπώλια, ενεργειακά, βιομηχανικά, τραπεζικά κλπ., που έχουν «ξεσαλώσει» από την «ελευθερία» που τους εξασφαλίζουν οι ευρωενωσιακές κατευθύνσεις τις οποίες συναποφασίζουν και υλοποιούν οι κυβερνήσεις. Το ΠΑΣΟΚ δημαγωγεί υπερτονίζοντας ότι η ΚΑΠ δεν απαγορεύει το αφορολόγητο πετρέλαιο στους αγρότες, που είναι μια παράμετρος του κόστους. Όμως ήταν το ΠΑΣΟΚ που μαζί με το 
ΣΥΡΙΖΑ και τη ΝΔ, ψηφίζοντας όλοι μαζί το τρίτο μνημόνιο το 2016, έκοψαν την επιστροφή του ΕΦΚ στο αγροτικό πετρέλαιο για να κρατηθούν οι «δημοσιονομικές ισορροπίες» και να μην κινδυνεύσει «η ευρωπαϊκή πορεία της χώρας». Την ίδια ώρα, αύξαναν το σχετικό κονδύλι για εφοπλιστές, μεγαλοκλινικάρχες, αεροπορικές εταιρίες κ.ά.

Μια πλευρά του αυξημένου κόστους, που συνδέεται άμεσα με την ΚΑΠ, είναι και η λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», που ενσωματώνεται στις στοχεύσεις της. Για παράδειγμα, τα «οικολογικά σχήματα» της νέας ΚΑΠ συνεπάγονται επιπλέον έξοδα για τους αγρότες, για συμβουλές από γεωπόνους, κατάθεση φακέλου κλπ. Ήταν πληρωμένη η απάντηση των αγροτών ότι «δε μας συμφέρει να καλλιεργούμε» στις πρόσφατες εξαγγελίες της Κομισιόν για επέκταση της απαλλαγής τους από την αγρανάπαυση για έναν επιπλέον χρόνο, καθώς η εκτόξευση του κόστους παραγωγής και οι χαμηλές τιμές στα προϊόντα τους έχουν διαμορφώσει μια κατάσταση που είναι προτιμότερο γι’ αυτούς να μην καλλιεργούν και να λαμβάνουν μόνο την επιδότηση, παρά να καλλιεργούν και να «μπαίνουν μέσα». Ούτως ή άλλως βέβαια, το συγκεκριμένο μέτρο είναι κοροϊδία και εξυπηρετεί μόνο πολύ μεγάλου μεγέθους εκμεταλλεύσεις. Την ίδια στιγμή, για τον πόλεμο στην Ουκρανία αποφασίστηκε να κατευθυνθούν επιπλέον 50 δισεκατομμύρια από τη φορολογική αφαίμαξη των λαών της ΕΕ.

Δεν έχει καμία βάση το επιχείρημα που ακούγεται ότι δήθεν ο ΕΛΓΑ και οι αποζημιώσεις που δίνονται στους αγρότες για ζημιές είναι θέματα άσχετα από την ΕΕ. Καταρχάς να θυμίσουμε ότι μια σειρά αποζημιώσεις του ΕΛΓΑ κρίθηκαν από την ΕΕ ως «παράνομες κρατικές ενισχύσεις» και όλες οι κυβερνήσεις από το 2010 και μετά, είτε με ΝΔ είτε με ΣΥΡΙΖΑ είτε με ΠΑΣΟΚ, διαβουλεύονταν με την Κομισιόν για το πώς θα γίνει η «ανάκτησή» τους. Επιπλέον, οι Κανονισμοί 702/2014 για τις Κρατικές Οικονομικές Ενισχύσεις και 1408/2013 για τις ενισχύσεις de minimis, που όπως αναφέρουν στο προοίμιό τους είναι «συνακόλουθοι με την ΚΑΠ», το μόνο που προβλέπουν για τις επιπτώσεις των φυσικών καταστροφών στους αγρότες είναι ένα «βοήθημα» και όχι αποζημίωση για απώλειες αγροτικού κεφαλαίου και ανασύσταση της παραγωγής. Στην ουσία πρόκειται για ορισμένα ψίχουλα που δίνονται με καθυστέρηση σε περιπτώσεις μεγάλων καταστροφών, ενώ υπόκεινται σε σημαντικούς γενικούς, ειδικούς περιορισμούς και ασφυκτικούς όρους και προϋποθέσεις. Τέλος, σε ό,τι αφορά την ασφάλιση της αγροτικής παραγωγής, αυτό που προβλέπει η ΚΑΠ είναι η ανταποδοτικότητα και η επιδότηση ενός μέρους του ασφάλιστρου των αγροτών, που, εφόσον «το επιθυμούν», μπορούν, στη λογική της ατομικής ευθύνης, να ασφαλίζονται στα «κοράκια» της ιδιωτικής ασφάλισης. Πρόκειται για μέτρο που έχει εξαγγείλει ότι θα υιοθετήσει η κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία έχει στα σκαριά σχέδιο για ακόμα μεγαλύτερη αφαίμαξη των αγροτών μέσω των εισφορών τους στον ΕΛΓΑ. Στην ίδια λογική κινούνται και οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για κρατική χρηματοδότηση ισόποση με τις εισφορές των αγροτών. Αυτό είναι σε γενικές γραμμές το πλαίσιο της ΕΕ για τις αγροτικές αποζημιώσεις. Δε θα αναφερθούμε εδώ στην πολιτική της για την πρόληψη των επιπτώσεων των φυσικών καταστροφών, όπου και εκεί δίνει ρέστα η λογική «κόστους-οφέλους».

 

ΤΕΡΜΑ ΤΑ ΨΕΜΑΤΑ, ΛΟΙΠΟΝ! Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΕ ΟΛΗ ΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΕΒΑΛΕ ΚΑΘΕ ΚΑΤΕΡΓΑΡΗ ΣΤΟΝ ΠΑΓΚΟ ΤΟΥ

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΛΕΙΟΨΗΦΙΑ ΤΩΝ ΒΙΟΠΑΛΑΙΣΤΩΝ ΑΓΡΟΤΩΝ ΑΝΟΙΓΟΝΤΑΙ ΔΥΟ ΔΡΟΜΟΙ

Ο ένας είναι του καπιταλισμού και η προοπτική της καταστροφής για τους πολλούς εξαιτίας του ανταγωνισμού των μονοπωλιακών ομίλων και της συγκεντροποίησης σε καπιταλιστικές αγροτικές εκμεταλλεύσεις.

Ο άλλος δρόμος είναι αυτός του σοσιαλισμού, δηλαδή το πέρασμα στην κοινωνία της κοινωνικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού σχεδιασμού της παραγωγής-κατανομής και των κοινωνικών υπηρεσιών, όπου και η αρχικά υπάρχουσα συνεταιριστική αγροτική παραγωγή συνδέεται με την κοινωνικοποιημένη βιομηχανία, το κρατικό εμπόριο και ό,τι αυτό σημαίνει σε τιμές, υποδομές, προστασία από φυσικά φαινόμενα κλπ.

Το πρόβλημα των μικρών κλήρων θα αντιμετωπιστεί με ισχυρά κίνητρα συνένωσής τους στον αγροτικό παραγωγικό συνεταιρισμό, που τα προϊόντα του συγκεντρώνονται, αποθηκεύονται, συντηρούνται, μεταποιούνται και διατίθενται μέσω του κεντρικού κρατικού μηχανισμού.

Στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ προσδιορίζεται καθαρά ότι δίπλα στην κοινωνικοποιημένη κρατική παραγωγική μονάδα θα διατηρηθούν ως μεταβατικές μορφές τόσο η μεμονωμένη ατομική όσο και η ομαδική (συνεταιρισμένη) παραγωγή, χωρίς χρήση μισθωτής εργασίας, για όσο χρόνο θα υπάρχει ακόμα σκόρπια και λιγότερο αυτοματοποιήμενη παραγωγή και αντίστοιχη αγροτική συνείδηση. Βέβαια, αυτές οι μορφές δε θα πάψουν να αποτελούν την υλική βάση εμπορευματικών σχέσεων και επομένως αναπαραγωγής προβλημάτων στον κεντρικό σχεδιασμό, στη σοσιαλιστική κατανομή του προϊόντος κλπ.

Η ένταξη των μικροϊδιοκτητών αγροτών στον παραγωγικό συνεταιρισμό θεωρούμε ότι πρέπει να πραγματοποιείται εθελοντικά. Κίνητρα της συνεταιριστικοποίησης είναι: Η μείωση του κόστους παραγωγής μέσω των κοινών εργασιών καλλιέργειας και συλλογής των αγροτικών προϊόντων. Η προστασία της αγροτικής παραγωγής από ορισμένα φυσικά φαινόμενα, μέσω των υποδομών του κράτους, της επιστημονικής και τεχνικής υποστήριξης. Η διάθεση της αγροτικής παραγωγής με τη συγκέντρωση, αποθήκευση-συντήρηση και μεταφορά της μέσω κεντρικού κρατικού μηχανισμού. Ο ισομερισμός του χρόνου εργασίας στη διάρκεια του έτους μέσω της επέκτασης της μηχανοποίησης και του κεντρικού συντονισμού για την αντιμετώπιση των έκτακτων εποχιακών αναγκών. Η αναμόρφωση του χωριού με στοιχεία της πόλης, που αφορούν τη γενική εκπαίδευση, τα πλήρως εξοπλισμένα Κέντρα Υγείας, συνδεδεμένα με νοσοκομεία των κοντινών αστικών κέντρων, τις πολιτιστικές υποδομές, τις μεταφορές κλπ.

Σ’ αυτό το έδαφος η αγροτική συνεταιριστική παραγωγή υπάγεται σ’ έναν βαθμό στον κεντρικό σχεδιασμό, ο οποίος εκτός των άλλων καθορίζει το μέρος της παραγωγής και την κρατική τιμή με την οποία γίνεται η συγκέντρωση του προϊόντος από το κράτος και τις τιμές με τις οποίες τα προϊόντα διανέμονται στη σοσιαλιστική κοινωνία από το οργανωμένο κρατικό εμπόριο.

Ο κεντρικός σχεδιασμός θα στηριχτεί στην υπαρκτή σημαντική μηχανοποίηση της γεωργίας, στη γρήγορη υπέρβαση της κατακερματισμένης χρήσης της γης, στο αρκετά υψηλό επίπεδο παραγωγής βασικών αγροτικών προϊόντων, στο σχετικά υψηλό βαθμό συγκέντρωσης που παρουσιάζει ήδη η γεωργική και κτηνοτροφική παραγωγή, πάνω στον οποίο θα διαμορφωθούν οι πρώτες σοσιαλιστικές αγροτικές κτηνοτροφικές μονάδες.

Θα διασφαλίσει επίσης σε σύντομο διάστημα φθηνή κάλυψη των ενεργειακών αναγκών και αναβάθμιση των υποδομών του αγροτικού τομέα (λιπάσματα, φυτοφάρμακα, ζωοτροφές, φυτικό και ζωικό κεφάλαιο, αρδευτικές υποδομές, επιστημονική οργάνωση, γεωργικά μηχανήματα κλπ.), καθώς και αμοιβαία επωφελείς διεθνείς συμφωνίες.

Από τις προτεραιότητες του εργατικού κράτους θα είναι η με ευθύνη του αντιμετώπιση της παλαιότητας των μηχανημάτων και γενικότερα της απαξίωσης μέρους της μηχανοποίησης.

Σε αυτήν την κατεύθυνση θα αξιοποιηθούν συνδυασμένα και αποτελεσματικά οι κεντρικοί και οι περιφερειακοί κρατικοί φορείς στους κλάδους ενέργειας, κατασκευών, ύδρευσης-άρδευσης, διασφαλίζοντας ταυτόχρονα την κεντρικά επιστημονικά σχεδιασμένη ισόρροπη επίδραση στο φυσικό περιβάλλον, προς αποφυγή καταστροφών.

Ο επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός της εργατικής εξουσίας, απαλλαγμένος από τους νόμους του καπιταλιστικού κέρδους, τις δεσμεύσεις της ΕΕ και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών, θα αξιοποιήσει την κοινωνικοποιημένη γη, τις κρατικές αγροτοβιομηχανικές επιχειρήσεις, τους συνεταιρισμούς, τις σύγχρονες κρατικές υποδομές και μέσα παραγωγής, το αγροτικό δυναμικό με σύγχρονη εκπαίδευση, το επιστημονικό και τεχνικό δυναμικό, για να εξασφαλίσει τη συνδυασμένη ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.

Παύουν να αποτελούν εμπορεύματα το νερό, η ενέργεια, η υγεία, οι επικοινωνίες, οι μεταφορές, η μόρφωση, η ίδια η εργατική δύναμη. Αποτελούν κρατική κοινωνική ιδιοκτησία η γη και τα μέσα παραγωγής, τα εργοστάσια, τα ψηφιακά κέντρα, τα λιμάνια, τα αεροδρόμια, οι υποδομές.

Η ανωτερότητα της μεγάλης κοινωνικά οργανωμένης παραγωγής θα μπορεί να εξασφαλίσει στους εργαζόμενους στον κοινωνικοποιημένο τομέα καλύτερες συνθήκες εργασίας, ξεκούρασης, αναψυχής, ελεύθερου χρόνου και ουσιαστικής συμμετοχής στα όργανα εξουσίας, θα είναι το κίνητρο της εθελοντικής ένταξης των ατομικών αγροτοπαραγωγών αρχικά στον παραγωγικό συνεταιρισμό και στην πορεία, μέσω του παραγωγικού συνεταιρισμού, στην κοινωνική ιδιοκτησία.

Ο τροχός της Ιστορίας κινείται πάντα μπροστά. Οι μεγαλειώδεις εργατικοί και λαϊκοί αγώνες σε πολλές χώρες της ΕΕ, οι φοιτητικοί, αγροτικοί, εργατικοί αγώνες στην Ελλάδα, η αντιπολεμική δράση, η αλληλεγγύη στον Παλαιστινιακό λαό είναι πηγή αισιοδοξίας. Στις 9 Ιούνη, με ψήφο στο ΚΚΕ στέλνουμε μήνυμα καταδίκης της ΕΕ, μήνυμα αγώνα, ελπίδας και προοπτικής για την Ευρώπη της ειρήνης, του σοσιαλισμού, την Ευρώπη των εργατών, των αγροτών, των ίδιων των λαών.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

  1. Οργανισμός Πληρωμών και Ελέγχου Κοινοτικών Ενισχύσεων Προσανατολισμού και Εγγυήσεων.
  2. Ανακοίνωση της Ευρωκοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ, 1.11.2020, https://www.rizospastis.gr/story.do?id=10988503.
  3. Αυτές ήταν: Η αναθεώρηση του 1968 («Manshlot»), η αναθεώρηση του 1988, η αναθεώρηση του 1992 («Ray Mac Sharry»), η «Ατζέντα 2000», η αναθεώρηση του 2003/2004 («Νέα ΚΑΠ»), η ΚΑΠ 2007-2013, η ΚΑΠ 2013-2020 και η ΚΑΠ 2021-2027.
  4. Θα αντληθούν από μείωση των κονδυλίων που προορίζονταν για τα σχέδια βελτίωσης (80 εκατ. ευρώ), την εξισωτική αποζημίωση (30 εκατ. ευρώ), το πρόγραμμα μεταποίησης (30 εκατ. ευρώ) και τα έργα υποδομών (40 εκατ. ευρώ).
  5. Η κυβέρνηση έχει εξαγγείλει ότι θα φέρει αλλαγές στον Κανονισμό του ΕΛΓΑ. Σε αυτό το πλαίσιο, πρόκειται να προωθήσει την ασφάλιση επιπλέον κινδύνων από τους υποχρεωτικά ασφαλιζόμενους με την επιπλέον επιβάρυνση των αγροτών.
  6. Η χρησιμοποίηση του κριτηρίου της καλλιεργούμενης έκτασης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το καλλιεργούμενο είδος, έχει ως συνέπεια τον αποκλεισμό δεκάδων χιλιάδων βιοπαλαιστών αγροτοπαραγωγών που είτε βρίσκονται κάτω από το όριο και κόβονται γιατί θεωρούνται μη βιώσιμοι είτε το ξεπερνούν, όμως το καλλιεργούμενο είδος τούς αποφέρει μικρό εισόδημα.