Έχει μπαγιατέψει το επιχείρημα των υπόλοιπων κομμάτων ότι δήθεν ψηφίζουν την ΚΑΠ γιατί δίνει τις ενισχύσεις στους αγρότες και έτσι τους διασφαλίζεται ένα εισόδημα. Την ψηφίζουν με κριτήριο την κερδοφορία των μονοπωλίων που λυμαίνονται το βιος του ατομικού αγροτοπαραγωγού, πατώντας πάνω και στις άμεσες ενισχύσεις που εντείνουν την καταλήστευσή του. Γιατί οι αγροτικές επιδοτήσεις, που δε δίνονται μόνο στην ΕΕ αλλά σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, όπως οι ΗΠΑ, η Βραζιλία κ.ά. είναι η άλλη όψη του νομίσματος των τιμών, ακόμα και κάτω του κόστους, που επιβάλλουν οι εμποροβιομήχανοι στα προϊόντα των αγροτών. Και αυτό το καταλαβαίνουν πλέον στη χώρα μας όχι μόνο οι μικροί αγρότες, αλλά και οι μεσαίοι.
Επίσης οι ενισχύσεις δεν είναι «δώρο», ούτε «προνόμιο» όπως παρουσιάζεται. Τα ταμεία της ΕΕ γεμίζουν από την εισφορά κάθε κρατικού προϋπολογισμού, όπως και αυτού της Ελλάδας, που ψηφίστηκε πρόσφατα και προβλέπει έσοδα προερχόμενα κατά 95% από το χαράτσωμα εργαζόμενων, επαγγελματιών και αγροτών και μόνο κατά 5% από τη φορολόγηση των καπιταλιστών.
Η μορφή των αγροτικών ενισχύσεων αλλάζει με κριτήριο το καλύτερο ξεζούμισμα των ατομικών αγροτοπαραγωγών, όσο αυτοί παραμένουν στην παραγωγή. Με τις αναθεωρήσεις της περιόδου από το 1992 έως και το 2003, που ξεσήκωσαν θύελλα αντιδράσεων και μεγάλες αγροτικές πανελλαδικές κινητοποιήσεις με τη μορφή μπλόκων, η ΚΑΠ προώθησε την αποσύνδεση της επιδότησης από την παραγωγή, με επιπτώσεις τη μεγαλύτερη εγκατάλειψη καλλιεργούμενων εκτάσεων και τη μείωση των εκμεταλλεύσεων. Την ίδια στιγμή βέβαια, τα κόμματα που ψήφιζαν αυτήν την πολιτική των αποσυνδεδεμένων ενισχύσεων και τα παπαγαλάκια τους δεν είχαν κανένα πρόβλημα να συκοφαντούν τους αγρότες όταν κινητοποιούνταν, ότι δήθεν «θέλουν να κάθονται και να παίρνουν επιδοτήσεις».
Σήμερα πάλι, αυτές οι δυνάμεις κάνουν πως δεν ακούνε ή χαρακτηρίζουν ως «μη ρεαλιστικά» τα αιτήματα των αγροτών για μείωση του κόστους παραγωγής και εγγυημένες από το κράτος τιμές που να εξασφαλίζουν εισόδημα επιβίωσης στον αγρότη, αλλά και φθηνά προϊόντα στη λαϊκή κατανάλωση με πλαφόν στις τιμές. Ταυτόχρονα πετάνε την μπάλα στην εξέδρα σε ό,τι αφορά τις κουτσουρεμένες ενισχύσεις που φέρνει η νέα ΚΑΠ, με πρώτο και καλύτερο τον υπουργό Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων που έριξε όλο το ανάθεμα στη διοίκηση του ΟΠΕΚΕΠΕ, που στην ουσία εφαρμόζει την εξειδίκευση της ΚΑΠ την οποία είχαν διαμορφώσει αρχικά η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και στη συνέχεια η κυβέρνηση της ΝΔ.
Οι μεγάλες μειώσεις αφορούν κυρίως τη βασική ενίσχυση· δεν πρόκειται όμως να αντισταθμιστούν από τις υπόλοιπες ενισχύσεις, όταν αυτές εξοφληθούν. Μπορεί οι ονομαστικές μειώσεις στο συνολικό κονδύλι (περιλαμβάνει εκτός από τη βασική και άλλες ενισχύσεις, όπως οι συνδεμένες, τα «οικολογικά σχήματα», η αναδιανεμητική, η νέων αγροτών κ.ά.) να μην είναι μεγάλες, όμως η πραγματική ενίσχυση του παραγωγού θα είναι πολύ μικρότερη εξαιτίας του πληθωρισμού και των επιπλέον εξόδων που θα πρέπει να κάνει για να ενταχτεί στα καθεστώτα ενίσχυσης της νέας ΚΑΠ (π.χ. στα «οικολογικά σχήματα»). Το τσεκούρι θα είναι ακόμα μεγαλύτερο σε τομείς όπως η ελαιοκαλλιέργεια, η καλλιέργεια σταφίδας κ.ά., όπου είχαν κατοχυρωθεί υψηλές τιμές ιστορικών δικαιωμάτων και τώρα μειώνονται εξαιτίας της λεγόμενης «σύγκλισης» που επιταχύνει η τρέχουσα ΚΑΠ.
Τώρα, υπό το βάρος των μεγάλων αγροτικών κινητοποιήσεων, γίνονται ορισμένες «διαβουλεύσεις» σε επίπεδο ΕΕ ώστε να περιοριστούν οι συγκεκριμένες απώλειες, ενώ ήδη συζητιέται το ενδεχόμενο αύξησης του προϋπολογισμού της ΚΑΠ. Η κυβέρνηση διατείνεται ότι εργάζεται για να διαμορφώσει συμμαχίες με τις άλλες χώρες της Νότιας Ευρώπης (ομάδα EUMED-9 των μεσογειακών χωρών), ώστε να διεκδικήσουν από κοινού αλλαγές. Έφτασε στο σημείο να ισχυρίζεται ότι αξιοποιεί τις αγροτικές κινητοποιήσεις για να φέρει καλά αποτελέσματα στο πλαίσιο των προωθούμενων τροποποιήσεων της ΚΑΠ. Αντίστοιχα έπρατταν κατά το παρελθόν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις, όπως του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ, για να ενσωματώσουν τη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Όλα τα αστικά κόμματα στην Ελλάδα μιλάνε για την ανάγκη «επαναδιαπράγματευσης», για μια «καλύτερη ΚΑΠ για την οποία θα πρέπει να δουλέψουν από κοινού όλες οι πλευρές». Η όλη συζήτηση γίνεται στο έδαφος της «ευελιξίας» που δίνεται στα κράτη-μέλη από τη νέα ΚΑΠ για να καταρτίζουν το δικό τους «στρατηγικό σχέδιο», το οποίο βεβαίως στη συνέχεια εγκρίνεται από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Ακούγονται προτάσεις για ένα ανακάτεμα των κονδυλίων και μια σχετική χαλάρωση ορισμένων δεσμεύσεων. Έχει ήδη εξαγγελθεί από το υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων η αύξηση από 15 σε 40 εκατομμύρια ευρώ του αποθεματικού της ΚΑΠ (ύστερα από έγκριση της ΕΕ), που κατευθύνεται στην αποκατάσταση μεγάλων καταστροφών στην παραγωγή (αγροτικό αποθεματικό). Επίσης, έχει υιοθετηθεί η εξαίρεση των εκμεταλλεύσεων που είναι μικρότερες των 100 στρεμμάτων από ελέγχους και δεσμεύσεις για τη χορήγηση των ενισχύσεων, ενώ έχει περιληφθεί τροποποίηση στην κατανομή των κονδυλίων του ελληνικού στρατηγικού σχεδίου ώστε 200 εκατομμύρια ευρώ4 να κατευθυνθούν στην επιδότηση ασφάλιστρου προκειμένου να προωθηθεί η «εθελοντική ασφάλιση»5 για νέους κινδύνους, όπως η ακαρπία και οι μυκητολογικές ασθένειες.
Είναι αλήθεια ότι τόσο η κυβέρνηση όσο και τα υπόλοιπα κόμματα που διαχρονικά υπερασπίζονται την ΚΑΠ στριμώχτηκαν από τις αγροτικές κινητοποιήσεις, τον πανελλαδικό συντονισμό τους, αλλά και το μέγεθος του ξεσηκωμού πανευρωπαϊκά, γι’ αυτό δίνουν τα ρέστα τους προκειμένου να δημιουργηθούν νέες αυταπάτες.
Σήμερα υπάρχουν περισσότερα δεδομένα ώστε να συνειδητοποιηθεί από μεγαλύτερο τμήμα μικρομεσαίων γεωργών και κτηνοτρόφων ότι μακροπρόθεσμα δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από τις όποιες διαφοροποιήσεις στην ΚΑΠ, που είναι μια πολιτική φτιαγμένη με τα υλικά της καταλήστευσης του αγρότη για τα κέρδη των μονοπωλιακών ομίλων. Άλλωστε, σε όλα τα επίσημα κείμενά της ο πρωταρχικός στόχος της που κλίνεται σε όλες τις κλίσεις είναι αυτός της ανταγωνιστικότητας.
Όσα κονδύλια και να δοθούν, όσα παζάρια και να γίνουν για το ύψος των ενισχύσεων και τον τρόπο κατανομής τους, δεν ανατρέπουν την προοπτική της εκτόπισης των ατομικών αγροτοπαραγωγών από την παραγωγή και προοπτικά από τη γη τους, είτε με άμεση απαλλοτρίωση είτε μέσω της μεγαλύτερης πρόσδεσής τους στο άρμα των μονοπωλίων της εμπορίας και της μεταποίησης.
Οι άμεσες ενισχύσεις επιτρέπουν ως έναν βαθμό τη συνέχιση της παραγωγικής δραστηριότητας στη γη από μη ανταγωνιστικές μικρές εκμεταλλεύσεις, αμβλύνοντας την αντικειμενική στον καπιταλισμό τάση άμεσης απαλλοτρίωσής τους, στο βαθμό που η παραγωγή τους είναι απαραίτητη για τους μονοπωλιακούς ομίλους. Αντίθετα από τον καπιταλιστή, που δεν τοποθετεί κεφάλαιο στη γη αν δεν προσδοκά ικανοποιητικό ποσοστό κέρδους, ο μικρός παραγωγός επιμένει να παράγει όσο η εργασία του τού δίνει και την παραμικρή δυνατότητα να ζήσει. Την ίδια ώρα, εντείνεται η ληστεία του κόπου του από τα μονοπώλια. Η παραγωγικότητα της εργασίας στην αγροτική παραγωγή αντικειμενικά είναι χαμηλότερη από την παραγωγικότητα της εργασίας στη βιομηχανική παραγωγή τόσο των μεταποιημένων αγροτικών προϊόντων όσο και των εισροών της αγροτικής παραγωγής (π.χ. λιπάσματα, φάρμακα, μηχανήματα κλπ.). Έτσι, λόγω της χαμηλής βιομηχανοποίησης της αγροτικής παραγωγής, αναπτύσσεται μια αντίφαση που συμπυκνώνεται στη συνείδηση του ατομικού αγροτοπαραγωγού με την έκφραση «μας παίρνουν τα προϊόντα για ένα κομμάτι ψωμί, ενώ το κόστος παραγωγής είναι τεράστιο». Αυτήν την αντίφαση επιχειρεί να αμβλύνει η αστική πολιτική με τη χορήγηση των αγροτικών επιδοτήσεων που είναι απαραίτητες για τα μονοπώλια της εμπορίας και της μεταποίησης αγροτικών προϊόντων, ώστε να εξασφαλίζουν φθηνές πρώτες ύλες, πολύ κάτω από την τιμή παραγωγής τους, αλλά και τα μονοπώλια των αγροτικών εισροών, που είναι μια χούφτα σε παγκόσμιο επίπεδο, για να εξασφαλίζουν την πραγματοποίηση των μονοπωλιακών υπερκερδών τους.
Πέρα από την ανάγκη διασφάλισης ενός επιπέδου παραγωγής διατροφικών προϊόντων και πρώτων υλών απαραίτητων για τη λειτουργία των μεταποιητικών και των εμπορικών μονοπωλίων, η αστική πολιτική λαμβάνει επίσης υπόψη ότι η ένταση της διατροφικής εξάρτησης έχει αρνητικές συνέπειες που οξύνονται σε συνθήκες κρίσεων, πολέμων, φυσικών καταστροφών. Γι’ αυτόν το λόγο, τα κράτη επιχειρούν να ανασχεθεί ως έναν βαθμό η αντικειμενική στον καπιταλισμό τάση εγκατάλειψης αγροτικής γης και αλλαγής χρήσης της με κίνητρο το κέρδος, με την παραμονή στην παραγωγή ακόμα και «μη επιχειρηματικά βιώσιμων» εκμεταλλεύσεων.
Μάλιστα, με τη νέα ΚΑΠ και το «στρατηγικό σχέδιο» που έχει καταρτίσει το ελληνικό κράτος, χορηγείται για πρώτη φορά από φέτος η λεγόμενη αναδιανεμητική ενίσχυση, που συνιστά ένα επιπλέον ποσό συνολικού ύψους 175 εκατομμυρίων ευρώ ετησίως (13,8 ευρώ/στρέμμα στις αροτραίες, 11,6 ευρώ/στρέμμα στις δενδρώδεις) σε εκμεταλλεύσεις μικρής έκτασης (αροτραίες από 20 μέχρι 110 στρέμματα και δενδρώδεις από 10 μέχρι 40 στρέμματα)6. Προβάλλεται ως μια παροχή που θα στηρίξει τη «βιωσιμότητά» τους και αξιοποιείται για να «χρυσωθεί το χάπι» των μειώσεων στη βασική ενίσχυση των βιοπαλαιστών αγροτών.
Οι άμεσες ενισχύσεις δεν ανακόπτουν την επιδείνωση των όρων ζωής της μικρομεσαίας αγροτιάς (επιβάρυνση με χρέη, φοροληστεία των κυβερνήσεων που εντάθηκε την περίοδο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης με φορολογία εισοδήματος, ΦΠΑ, ΕΝΦΙΑ κλπ., χειροτέρευση των όρων συντήρησης των ζώων, περιποίησης της γης, της καλλιέργειας, της λίπανσης, μη ανανέωση του εξοπλισμού κλπ.) και τελικά την τάση σταδιακής μείωσής τους. Αντίθετα, επιτείνουν το «μαρτύριο της σταγόνας» που υφίστανται οι μικρομεσαίοι προσπαθώντας να διατηρήσουν το βιος τους. Γι’ αυτό, όλο και περισσότερο βρίσκονται στην ανάγκη είτε να καταφεύγουν στην πώληση της εργατικής τους δύναμης είτε να παραμένουν ενεργοί αγρότες μετά τη συνταξιοδότησή τους, για να συμπληρώνουν τα ψίχουλα της αγροτικής σύνταξης (σήμερα 330 ευρώ στα 67 χρόνια, με 22 χρόνια ασφάλισης).