Η είσοδος της Ελλάδας αρχικά στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην ΕΕ αποτέλεσε στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης που στήριξαν διαχρονικά όλες οι αστικές κυβερνήσεις. Από αυτήν ωφελήθηκαν τα πιο ισχυρά τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου στη χώρα και κυρίως τα πιο διεθνοποιημένα, καθώς απέκτησαν ευνοϊκότερες συνθήκες στην ευρύτερη Ευρωενωσιακή αγορά. Αρχικά στην περίοδο ένταξης στην ΕΟΚ, επλήγησαν ακόμα και μεγάλες επιχειρήσεις, μένοντας «εθνικά απροστάτευτες».
Η επιλογή ένταξης στην ΕΟΚ προβλήθηκε από τα αστικά κόμματα, κυρίως από τη ΝΔ αρχικά, ως η «μεγάλη ευκαιρία για τις ελληνικές μικροεπιχειρήσεις να προωθήσουν τα προϊόντα τους στην τεράστια αγορά των τότε 250 εκατομμυρίων καταναλωτών». Στη συνέχεια τη σκυτάλη πρόσδεσης των μικροαστικών στρωμάτων στο νέο εθνικό στόχο παρέλαβαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Η ζωή τελικά απέδειξε ότι όχι μόνο δε θα είχαν θέση στη μεγάλη Ευρωπαϊκή αγορά οι περισσότερες από τις μικρές ακόμα και μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά θα εκτοπίζονταν και από την ελληνική. Βέβαια, η συρρίκνωση, η καταστροφή, αφορούσε κυρίως ορισμένους κλάδους, όπως του ιματισμού, της κλωστοϋφαντουργίας, του δέρματος αλλά στη συνέχεια και κλάδους όπως της ναυπηγοεπισκευαστικής, της βιομηχανίας ζάχαρης κλπ. Πιο σύνθετες ήταν οι εξελίξεις στην αγροτική παραγωγή, δεδομένου ότι διαχρονικά ήταν προσανατολισμένη σε κάποια εξαγώγιμα προϊόντα, ζήτημα που έχει καλυφθεί από άλλη, εξειδικευμένη αρθρογραφία της ΚΟΜΕΠ.10
Στα 40 χρόνια που ακολούθησαν, οι τάσεις που αφορούσαν την αυτοαπασχόληση και τη μικρής εμβέλειας επιχειρηματικότητα εξελίχθηκαν πιο σύνθετα και αντιφατικά και επηρεάστηκαν από διάφορους παράγοντες, πιο σταθερά εμφανιζόμενους που σχετίζονται με τους κύκλους της καπιταλιστικής κρίσης ή πιο συγκυριακούς, όπως τα Ολυμπιακά έργα στην Ελλάδα. Έτσι, σε φάσεις σχετικά υψηλών ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, μαζί με το μεγάλο κεφάλαιο ευνοήθηκαν και χιλιάδες ΜμΕ. Ακόμα και ελεύθεροι επαγγελματίες που ζούσαν αποκλειστικά από τη δική τους εργασία, είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται, πρώτα και κύρια σε νέους κλάδους που αναπτύχθηκαν με μεγαλύτερη ορμή, όπως στο εμπόριο, στον υποκλάδο της κινητής τηλεφωνίας και πληροφορικής, από τη δεκαετία του ’90. Είναι χαρακτηριστικά, τα απογραφικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ του 1991, όπου καταγράφεται ο μέγιστος ως τότε αριθμός αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό (630.000), ενώ την ίδια στιγμή ένα τμήμα τους αποκτά την ικανότητα μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης, όπως καταγράφεται και στην αντίστοιχη αύξηση των εργοδοτών για το ίδιο διάστημα (97.000 το 1981, 243.000 το 1991).
Η διεύρυνση της αυτοαπασχόλησης σε ορισμένους κλάδους και τομείς ευνοήθηκε σε ένα βαθμό και από τις εκάστοτε αστικές πολιτικές. Η πολιτική επέκτασης για παράδειγμα της γενικής δημόσιας (με συρρικνωμένη-υποβαθμισμένη, π.χ., την εκμάθηση ξένων γλωσσών) και της ανώτατης εκπαίδευσης, δομημένης σε ένα σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων που απαιτούσε εξωσχολική προετοιμασία, συνδυάστηκε με την αντίστοιχη επέκταση της ιδιωτικής, από την οποία ευνοήθηκε και η αυτοαπασχόληση. Γενικότερα η πολιτική του ΠΑΣΟΚ, τότε γενικότερα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, για διευρυμένο κρατικό τομέα διαμόρφωσε ως στεφάνη και τη διευρυμένη αυτοαπασχόληση σε τεχνικές και επιστημονικές εργασίες. Η αντίστροφη τάση της συγκεντροποίησης σε μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις ξεκίνησε αργότερα, με τη συγκρότηση της ΕΕ.
Παράλληλα, το ξήλωμα σειράς προστατευτικών ρυθμίσεων για την αυτοαπασχόληση αλλά και συνολικότερα για την «εθνική» οικονομική δραστηριότητα π.χ. στην ακτοπλοΐα, δεν ξεκίνησε με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ αλλά μια δεκαετία αργότερα με τη διαμόρφωση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς και με διαφορετικούς ρυθμούς από κλάδο σε κλάδο. Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα και τότε, έστω και ανορθολογικά, αντιπαραγωγικά και πολύ βραχυπρόθεσμα, ένα τμήμα από τον πακτωλό των κοινοτικών επιδοτήσεων και κονδυλίων κατευθύνθηκε και προς τις πολύ μικρές επιχειρήσεις με διάφορους τρόπους, μέσα από προγράμματα στα οποία συχνά εμπλέκονταν επιμελητήρια, ακόμα και συνδικαλιστικοί φορείς παίζοντας σημαντικό ρόλο στην ενσωμάτωση ευρύτερων στρωμάτων αυτοαπασχολούμενων.
Φυσικά η κοινοτική χρηματοδότηση, ιδιαίτερα μετά την είσοδο στην ΕΕ και κυρίως στην Ευρωζώνη, εξυπηρέτησε κυρίως γενικότερους στόχους, όπως για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας των πιο δυναμικών μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω της πρόσβασης στην καινοτομία, την τόνωση της εξωστρέφειας κλπ. Επίσης εξυπηρέτησε και κλαδικές προτεραιότητες με χαρακτηριστικό παράδειγμα την προ κρίσης δεκαετία, Μμ επιχειρήσεις νέων τεχνολογιών, υπηρεσιών καλλωπισμού, τουρισμού. Σε αυτή την κατεύθυνση, ιδρύθηκαν συνεταιριστικές τράπεζες, θεσμοθετήθηκε το ΤΕΜΠΜΕ και κυρίως, αξιοποιήθηκε ένα τμήμα των ΚΠΣ και των προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Σε μεγάλο βαθμό οι πολιτικές αυτές δεν απευθύνονταν στο σύνολο των Μμ επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πλαίσιο των ΤΕΜΠΜΕ (Α και Β), επιχορηγήθηκαν συνολικά μόλις 34.200 επιχειρήσεις 0-4 ατόμων προσωπικό (στοιχεία 12/2009) χωρίς να είναι καθαρό μέχρι και σήμερα πόσοι είναι αυτοί που δεν έχουν ξεπληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις τους. Ωστόσο ορισμένα προγράμματα σε συγκεκριμένους κλάδους ή άλλα, θεματικά, π.χ. νέας επιχειρηματικότητας, συμπεριλάμβαναν και τις μικροεπιχειρήσεις αυτοαπασχολούμενων.
Μπορούμε να εκτιμήσουμε συνολικά ότι οι γενικά αυξημένοι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1994-2008, σε συνδυασμό με τη διατήρηση μέτρων προστασίας της αυτοαπασχόλησης σε μια σειρά επαγγέλματα (είτε λόγω πολιτικής συμμαχιών, είτε λόγω μη ύπαρξης συνολικότερων προϋποθέσεων ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας μεγάλης κλίμακας) και τη στοχευμένη χρηματοδότηση της Μμ επιχειρηματικότητας σε κλάδους γενικότερης προτεραιότητας, συνέβαλαν στη διατήρηση της αυτοαπασχόλησης σε μεγάλη έκταση, την ίδια στιγμή που η κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου συνέχιζε να διευρύνεται.
Η πολιτική αυτή των αστικών κυβερνήσεων που αφορούσε τη μικρή επιχειρηματική δραστηριότητα, την αυτοαπασχόληση στον παραγωγικό τομέα ή και στις υπηρεσίες, έχει την εξήγησή της, καθώς είχε ως βάθρο της την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η καπιταλιστική ιδιοκτησία.
Ταυτόχρονα όμως έφερνε μέσα της και την αντίφασή της, ότι η καπιταλιστική ιδιοκτησία θρέφεται καταστρέφοντας τη μικρή ατομική ιδιοκτησία, μετατρέποντας τον αυτοαπασχολούμενο σε μισθωτό από το κεφάλαιο. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός οδηγεί αντικειμενικά σε καταστροφές, σε εξαγορές και συγχωνεύσεις. Αυτή την αντιφατικότητα επιχειρούν να διαχειριστούν οι αστικές κυβερνήσεις πότε με τον έναν, πότε με τον άλλο τρόπο, διαχείριση που γίνεται πιο πολύπλοκη σε συνθήκες άρσης της προστασίας της «εθνικής» αγοράς, συγκρότησης διακρατικών οικονομικών-πολιτικών Συμμαχιών όπως είναι η ΕΕ, ακόμα περισσότερο η Ευρωζώνη.
Οι αντιφατικές εξελίξεις στην ίδια την καπιταλιστική οικονομία και στην κυβερνητική διαχείριση αναπόφευκτα προκαλούν συγχύσεις στην κοινωνική και πολιτική συνείδηση των μικροαστικών στρωμάτων, των αυτοαπασχολούμενων (α/α). Αν και γενικά είναι στρώματα που προσκολλώνται στην τάξη των καπιταλιστών, στα ισχυρά αστικά κυβερνητικά κόμματα, όπως ήταν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, σε συνθήκες κρίσης απογοητεύονται, απομακρύνονται, ζητούν μια κυβερνητική πολιτική που θα τους εξασφαλίσει την προηγούμενη κατάσταση, γίνονται ανυπόμονα και ευάλωτα σε ουτοπικές πολιτικές υποσχέσεις, ρέπουν προς την αντίδραση.
Ταυτόχρονα όμως στο έδαφος του αντικειμενικού εκτοπισμού τους, διαμορφώνονται και ορισμένες προϋποθέσεις παρέμβασης για το Κόμμα της εργατικής τάξης, προκειμένου τα πιο πρωτοπόρα από τα κατώτερα οικονομικά τμήματά τους να προβληματιστούν για την προοπτική τους στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Να συμμαχήσουν με το συνεπές εργατικό κίνημα ενάντια στα μονοπώλια, στη σύγχρονη στρατηγική του κεφαλαίου, να κατανοήσουν ότι έχουν αντικειμενικό συμφέρον προοπτικά να ενταχθούν στην κοινωνική παραγωγή-υπηρεσίες, με κατάργηση μικρής και μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, ακόμα και ατομικής ιδιοκτησίας. Μόνο έτσι μπορεί να σωθεί κάθε ατομικός παραγωγός, κάθε εργαζόμενος, να μη βλέπει ως εχθρό του τα μέσα παραγωγής, τις νέες τεχνικές που αντικειμενικά κοινωνικοποιούν την ατομική εργασία.
Η εκδήλωση της κρίσης στην ΕΕ που ξέσπασε σε μεγαλύτερο βάθος και ένταση στην ελληνική οικονομία, συνοδεύτηκε με την άρση ευνοϊκών μέτρων για τις μικροεπιχειρήσεις και την επιτάχυνση άλλων που οδήγησαν τους α/α, μαζί με την εργατική τάξη, να πληρώσουν βαρύ τίμημα προκειμένου να εξασφαλιστεί η θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων.
Σε συνθήκες απότομης μείωσης του εισοδήματος χιλιάδων επαγγελματιών λόγω γενικευμένης αναδουλειάς, κλήθηκαν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη λόγω εκτίναξης της φορολογίας, άμεσης και έμμεσης, κατεύθυνση που στηρίχθηκε συντεταγμένα από αστικές κυβερνήσεις και Ευρωενωσιακά επιτελεία. Είδαν να τσακίζονται κοινωνικές παροχές στην παιδεία, την υγεία, τις συντάξεις τους να εξανεμίζονται, προκειμένου να εξασφαλιστεί ζεστό χρήμα για τη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και τη διάσωση των μεγάλων τραπεζών και των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Είδαν να αποκαλύπτεται σε όλη του τη διάσταση ο φιλομονοπωλιακός προσανατολισμός των εφαρμοζόμενων κυβερνητικών πολιτικών εξασφαλίζοντας φτηνή εργατική δύναμη, φοροαπαλλαγές, νέα προνόμια για το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ για τους ίδιους αυστηροποιούταν ο φορολογικός έλεγχος και τα μέτρα είσπραξης μέσα από τη γενίκευση κατασχέσεων και μπλοκαρίσματος στους τραπεζικούς λογαριασμούς αλλά και πιο πρόσφατα με τη γενίκευση πλειστηριασμών και κατασχέσεων 1ης κατοικίας, επαγγελματικής στέγης και εξοπλισμού. Οι νόμοι αυτοί, τμήμα των εφαρμοστικών νόμων των γνωστών μνημονίων, παραμένουν και σήμερα σε ισχύ. Αυτή την πολιτική υπηρέτησαν πιστά όλες οι αστικές κυβερνήσεις της περιόδου και τα κόμματα που τις στελέχωσαν όπως το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ κλπ., σε αγαστή φυσικά συνεργασία με την ΕΕ και άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.
Η ίδια η κρίση και οι συνθήκες οξυμμένου διεθνούς ανταγωνισμού, έφεραν στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση την επιτάχυνση μέτρων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του μεγάλου κεφαλαίου αλλά και την αντιμετώπιση του προβλήματος της χαμηλής παραγωγικότητας των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, οι οποίες σε σχέση με το μ.ο. των πολύ μικρών επιχειρήσεων της ΕΕ-28 προσεγγίζουν μόλις το 40% της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας ανά επιχείρηση, με ορισμένες διαφοροποιήσεις από κλάδο σε κλάδο.
Προωθήθηκε πιο αποφασιστικά από τις ελληνικές κυβερνήσεις και τα επιτελεία της ΕΕ η άρση πληθώρας «αντιμονοπωλιακών» ρυθμίσεων. Η απελευθέρωση εμπορευμάτων και υπηρεσιών, των κλειστών επαγγελμάτων, του ωραρίου κλπ. διαμόρφωσε νέα δεδομένα σε μια σειρά κλάδους και επαγγέλματα περιορίζοντας την οικονομική δραστηριότητα χιλιάδων επαγγελματιών, ανοίγοντας το δρόμο για την επικείμενη καταστροφή τους. Είναι χαρακτηριστική η ενίσχυση της τάσης συγκεντροποίησης στον πολυπληθέστερο από τη σκοπιά συμμετοχής α/α κλάδο, το εμπόριο, όπου τα τελευταία χρόνια τα πολυκαταστήματα, οι αλυσίδες, τα κέντρα εμπορίου συγκεντρώνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των πωλήσεων.
Τα συγκριτικά στοιχεία δείχνουν ότι, στην αυγή της κρίσης, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις των αυτοαπασχολούμενων επέδειξαν αντοχή, κυρίως γιατί μεγάλο τμήμα αυτών δεν απασχολούσαν ξένη μισθωτή εργασία, ή απασχολούσαν περιορισμένα ως 1-2 εργαζόμενους, οπότε εύκολα πέρασαν σε μείωση. Ωστόσο, αυτή η αντοχή ως ένα βαθμό ήταν πλασματική, είτε γιατί ένα μέρος α/α με σημαντικότερο αριθμό μισθωτών απασχόλησης υπέπεσε σ’ αυτή την κατηγορία είτε, το κυριότερο, γιατί χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι δεν είχαν άλλη επιλογή και αναγκάζονταν να διατηρήσουν την ατομική τους επιχείρηση για λόγους επιβίωσης μπροστά στον κίνδυνο της ανεργίας, με παράλληλη όμως εκτίναξη των προσωπικών χρεών. Χιλιάδες είναι τελικά αυτοί που έκλεισαν ή βρίσκονται σήμερα σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, πνιγμένοι στα χρέη. Χαρακτηριστικά, το διάστημα 2008-2015 οι α/α χωρίς προσωπικό μειώθηκαν κατά 103.500 (-16,2%).
Οι μεγαλοστομίες που συχνά ακούγονται περί «ενιαίου επιχειρηματικού κόσμου» για μια ακόμα φορά διαψεύστηκαν. Επιβεβαιώθηκε ότι οι αυτοαπασχολούμενοι πλήρωσαν και αυτοί ακριβά στο πλευρό της εργατικής τάξης και της μικρομεσαίας αγροτιάς το μάρμαρο της καπιταλιστικής κρίσης και των εφαρμοζόμενων αστικών πολιτικών διαχείρισης, σε αντίθεση με την ανάκαμψη και τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του μεγάλου κεφαλαίου, των μονοπωλίων.