Η πολιτική της ΕΕ για τους αυτοαπασχολούμενους και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις


του Θανάση Τζίμα*

Η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως προωθημένη συμμαχία καπιταλιστικών κρατών, διατηρεί σταθερά στον πυρήνα της στρατηγικής της την παραπέρα θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων, οι οποίες στηρίζονται συστηματικά μέσα από ένα συνολικότερο πλαίσιο αποφάσεων και εξειδικευμένων κατευθύνσεων στο πεδίο της οικονομίας.

Η συνοχή των κατευθύνσεων αυτών δοκιμάστηκε ιδιαίτερα με την εκδήλωση της κρίσης το 2008, η οποία επιτάχυνε τις ανακατατάξεις και την αλλαγή του συσχετισμού στο εσωτερικό της ΕΕ και της Ευρωζώνης αλλά και στην παγκόσμια σκακιέρα. Οξύνθηκαν οι ήδη υπαρκτές αντιθέσεις και οι ανταγωνισμοί στο έδαφος της ανισόμετρης ανάπτυξης. Σήμερα η νέα συγχρονισμένη επιβράδυνση των ρυθμών αύξησης τη οικονομίας ρίχνει ήδη βαριά τη σκιά της και οδηγεί σε μία νέα φάση όξυνσης των ανταγωνισμών.

Παρά τις αντιθέσεις ο βασικός προσανατολισμός στην ενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου διαπερνά κάθε πλευρά της πολιτικής της. Δεν είναι τυχαία για παράδειγμα η αποφασιστική προώθηση σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων προς όφελος των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων που σχετίζονται με την ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, την υποχώρηση των σχετικά πιο σταθερών εργασιακών σχέσεων, τη συρρίκνωση εργατικών λαϊκών δικαιωμάτων, την αντιδραστική μεταρρύθμιση των ασφαλιστικών συστημάτων αλλά και πολιτικών άμεσης ενίσχυσης του μεγάλου κεφαλαίου μέσω κρατικών και κοινοτικών επιδοτήσεων, ευνοϊκών φορολογικών πολιτικών κλπ.

Στη χάραξη των εφαρμοζόμενων πολιτικών, λαμβάνεται εν μέρει υπόψη και η διαφορετική δυναμικότητα των επιχειρήσεων, το μέγεθος των τοποθετημένων κεφαλαίων και η απόδοσή τους, η ανισομετρία στην ανάπτυξη των εθνικών οικονομιών και η διαφορετική έκταση του βαθμού συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου ανά κλάδο και χώρα, προκειμένου να υπηρετείται συνολικά ο στόχος της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου στο πλαίσιο της Ενιαίας Αγοράς.

Άλλωστε με βάση στοιχεία της ίδιας της ΕΕ, στην κατηγορία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων (ΜμΕ)1 συμπεριλαμβάνονται σήμερα 23 εκατομμύρια μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες αντιπροσωπεύουν το 99% του συνόλου των επιχειρήσεων και απασχολούν σχεδόν τα δύο τρίτα του εργαζόμενου πληθυσμού της Ευρώπης, δημιουργώντας παράλληλα προστιθέμενη αξία ύψους 3,9 τρισ. ευρώ. Ταυτόχρονα επισημαίνεται ότι το 93% του συνόλου των επιχειρήσεων αυτών αφορούν πολύ μικρές επιχειρήσεις (0-9 άτομα προσωπικό).

Στην Ελλάδα μάλιστα είναι χαρακτηριστικό ότι το 96,9% των ΜμΕ είναι πολύ μικρές, με την πλειοψηφία τους να μην απασχολεί ξένη μισθωτή εργασία (χαρακτηριστικά ο μ.ο. εργαζόμενων ανά πολύ μικρή επιχείρηση στην Ελλάδα είναι 1,8).

Είναι δεδομένο ότι χρειάζεται μια πιο συστηματική έρευνα, που ίσως ξεφεύγει από τις απαιτήσεις του παρόντος άρθρου, προκειμένου να διαχωριστεί με μεγαλύτερη ακρίβεια η πολιτική της ΕΕ για τις μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις από την αντίστοιχη για τις πολύ μικρές, πόσο μάλλον για τις ατομικές επιχειρήσεις αυτοαπασχολούμενων που δεν εκμεταλλεύονται ξένη μισθωτή εργασία, αλλά και να διαχωριστούν τα στοιχεία που αφορούν την αγροτική παραγωγή. Ωστόσο, με βάση εκτιμήσεις για το 20122, μπορούμε να έχουμε μια συγκριτική εικόνα των τάσεων:

Σε κάθε περίπτωση, οι εκάστοτε κατευθύνσεις και πολιτικές για τη στήριξη των ΜμΕ αποτελούσαν και αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της γενικότερης στρατηγικής της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Στο πλαίσιο του λεγόμενου Ευρωπαϊκού Χάρτη για τις Μικρές Επιχειρήσεις σημειωνόταν χαρακτηριστικά: «Στη Λισσαβόνα θέσαμε το στόχο για την Ε.Ε. να καταστεί παγκοσμίως η ανταγωνιστικότερη και δυναμικότερη οικονομία που θα βασίζεται στη γνώση, ικανή για την αειφόρο ανάπτυξη (…) Οι μικρές επιχειρήσεις πρέπει να θεωρούνται ως κινητήριος μοχλός της καινοτομίας, της απασχόλησης, καθώς και της κοινωνικής και τοπικής ολοκλήρωσης στην Ευρώπη...»3.

Φυσικά δεν έπιασε τα επιτελεία της ΕΕ κανένας ιδιαίτερος καημός για τους χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους που συνεχίζουν να δραστηριοποιούνται χωρίς να απασχολούν ξένη μισθωτή εργασία. Κυρίως οι διακηρύξεις αυτές αποτυπώνουν την ανάγκη επεξεργασίας εξειδικευμένων πολιτικών για εκείνες κυρίως τις μεσαίες επιχειρήσεις που συμβάλλουν, ή μπορούν να συμβάλλουν υπό προϋποθέσεις, στην ενίσχυση συνολικά της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας του κεφαλαίου: Τέτοιες είναι επιχειρήσεις μεγαλύτερης αναλογικά κεφαλαιακής συγκέντρωσης, ικανές για την επίτευξη διευρυμένης αναπαραγωγής, υψηλής προστιθέμενης αξίας, επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε συγκεκριμένους κλάδους και τομείς με χαμηλότερο βαθμό συγκεντροποίησης, αλλά και μικρότερες επιχειρήσεις υψηλού ρίσκου κερδοφορίας, start-up κλπ., επιχειρήσεις δηλαδή βιώσιμες στο πλαίσιο του ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού, με αυξημένη δυναμική.

Πολλές από αυτές τις Μμ επιχειρήσεις που επιδιώκεται να στηριχθούν, λειτουργούν ως επί τω πλείστον «δορυφορικά» σε αντίστοιχες μεγαλύτερες, συμπληρώνουν πολλές φορές τη δική τους λειτουργία στην οργάνωση της παραγωγής ή λειτουργούν σε άμεση συνάρτηση με αυτές (π.χ. μέσω υπεργολαβιών, franchise), συμφέρουν τα μονοπώλια γιατί διαχέουν το ρίσκο, έχουν ευελιξία, ενώ στην πραγματικότητα λειτουργούν ως στεφάνη στα μονοπώλια, στις μεγάλες επιχειρήσεις. Τέτοιες επιχειρήσεις συγκεντρώνονται σε κλάδους εμπορίου, τουρισμού, επισιτισμού, κατασκευών κλπ. και στρώνουν σταδιακά το έδαφος άμεσα ή έμμεσα για την παραπέρα συγκέντρωση της οικονομικής δραστηριότητας. Επομένως, και πάλι απαιτείται να εκτιμήσουμε πιο συγκεκριμένα, κλαδικά και εμπράγματα (στα ανάλογα προγράμματα) την πολιτική της ΕΕ, κι όχι μόνο στις πιο γενικές διακηρύξεις της για να δούμε τι ακριβώς συμβαίνει. Σε κάθε περίπτωση, πολιτικές στήριξης αυτών των επιχειρήσεων, όχι μόνο δεν είναι σε αντιπαράθεση με τα συμφέροντα των αντίστοιχων μεγάλων καπιταλιστικών, αλλά αντίθετα υπηρετούν και τα άμεσα ή μακροπρόθεσμα δικά τους συμφέροντα.

Σε αυτή την κατεύθυνση, τα κοινοτικά κονδύλια που κατευθύνονται προς τις ΜμΕ μέσα από πολλαπλά προγράμματα χρηματοδότησης επιδιώκουν κυρίως να υποβοηθήσουν την προσαρμογή τους στις συνολικότερες απαιτήσεις και ανάγκες της καπιταλιστικής οικονομίας, είτε μέσω ενίσχυσης της δυνατότητας πρόσβασης στην καινοτομία, στην έρευνα και τη νεότερη τεχνολογία, είτε μέσω της διαμόρφωσης προϋποθέσεων για την εξασφάλιση λειτουργίας με όρους εξωστρέφειας κλπ.

Το γεγονός ότι μέσω αυτών και άλλων πιο εξειδικευμένων προγραμμάτων εξυπηρετούνται και παράλληλοι στόχοι όπως η εξασφάλιση καταρχήν πλατιάς συναίνεσης στο «όραμα» της Ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ειδικά τμημάτων μικροεπιχειρηματιών που αντικειμενικά στο πλαίσιο του οξυμμένου ανταγωνισμού της Ενιαίας Αγοράς και έξω από το «πάλαι ποτέ προστατευτικό» πλαίσιο της εθνικής οικονομίας θίγονται άμεσα τα συμφέροντά τους, δεν αλλάζει το γενικό προσανατολισμό τους. Χαρακτηριστικά είναι τα εκάστοτε προγράμματα νεανικής και γυναικείας επιχειρηματικότητας τα οποία περισσότερο λειτούργησαν σαν βαλβίδα άμβλυνσης της ανεργίας παρά στη δήθεν τόνωση της επιχειρηματικότητας.

Η πολιτική αυτή δεν μπορεί να αναιρέσει, ούτε έχει τέτοιο σκοπό, την αντικειμενική τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου, καθώς και τον ίδιο το φιλομονοπωλιακό χαρακτήρα των κατευθύνσεων της ΕΕ. Άλλωστε ακόμα και η ίδια η κατανομή των κονδυλίων που δαπανά η ΕΕ στο πλαίσιο ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας επιβεβαιώνει ότι τη μερίδα του λέοντος απολαμβάνουν οι μεγάλες επιχειρήσεις ενισχύοντας και από αυτό το κανάλι την αντικειμενική κυριαρχία τους στην αγορά4.

Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και πολιτικές που διακηρυκτικά εμφανίζονται να θέλουν να στηρίξουν το σύνολο των ΜμΕ, όπως το εμβληματικό Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα- πλαίσιο Small Business Act το οποίο θεσμοθετήθηκε το 2008. Παρά το εύηχο σύνθημά του «think small first» («προτεραιότητα στις μικρές επιχειρήσεις») και το διακηρυκτικό στόχο περί βελτίωσης της συνολικής προσέγγισης για τις μικρές επιχειρήσεις στη βάση δοσμένων αρχών, το εν λόγω πρόγραμμα επί της ουσίας αποτελεί οδηγό εκσυγχρονισμού των εθνικών νομοθεσιών προκειμένου να διευκολυνθεί συνολικά η κίνηση του κεφαλαίου στο πλαίσιο της Ενιαίας Εσωτερικής αγοράς.

Μπορούμε να εκτιμήσουμε με ασφάλεια ότι η λεγόμενη πολιτική στήριξης της Μμ Επιχειρηματικότητας της ΕΕ περιλαμβάνει διαχρονικά πολιτικές, από τα εκάστοτε προγράμματα χρηματοδότησης μέχρι τα υπόλοιπα αναπτυξιακά εργαλεία της αστικής διαχείρισης (αναπτυξιακοί νόμοι, φορολογικές ρυθμίσεις κλπ.), που στο σύνολό τους υπηρετούν την επιτάχυνση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στα κράτη μέλη της. Πολιτικές που τελικά στοχεύουν, άμεσα ή έμμεσα, στη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων, κυρίως απέναντι στα αντίστοιχα άλλων μεγάλων καπιταλιστικών αγορών όπως είναι των ΗΠΑ, Κίνας, Ιαπωνίας, Ρωσίας αλλά κι αντίστοιχων ενώσεων. Στοχεύουν στη διαμόρφωση όρων και υποδομών για την πιο ουσιαστική διεύρυνση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής αγοράς εξομαλύνοντας κάποιες ακραίες ανισότητες μεταξύ των περιφερειών της.

Η βαθιά και συντονισμένη καπιταλιστική κρίση του 2008, η ασθενική ανάκαμψη που την ακολούθησε σε συνδυασμό με το νέο γύρο επιβράδυνσης στην Ευρωπαϊκή οικονομία, ο οξυμμένος οικονομικός ανταγωνισμός με τα υπόλοιπα ιμπεριαλιστικά κέντρα, όπως είναι αναμενόμενο έχουν την άμεση αντανάκλασή τους και στις ιεραρχήσεις των αντίστοιχων πολιτικών που αφορούν τις ΜμΕ.

Ενισχύεται ο προβληματισμός στα Ευρωενωσιακά επιτελεία για το πώς θα ξεπεραστεί η σχετική καθυστέρηση που εντοπίζεται στη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της κατηγορίας των Μμ επιχειρήσεων, ιδιαίτερα των μικρών και πολύ μικρών, σε σχέση με τις αντίστοιχες άλλων ιμπεριαλιστικών κέντρων, των ΗΠΑ, αλλά και νέων «παιχτών» που ισχυροποιούν τα μερίδιά τους στη διεθνή σκακιέρα όπως η Κίνα, συνολικά οι BRICS.

Χαρακτηριστικά είναι τα συγκριτικά στοιχεία που αφορούν την ανταγωνιστικότητα των ΜμΕ της ΕΕ σε σχέση με τις αντίστοιχες ΜμΕ των ΗΠΑ:

Κατά την περίοδο 2008-2015 οι ΜμΕ των ΗΠΑ ξεπέρασαν τις αντίστοιχες της ΕΕ-28, παρουσιάζοντας αύξηση της προστιθέμενης αξίας της τάξης του 18,8% και αύξηση της απασχόλησης κατά 5,8% σε αντίθεση με τις αντίστοιχες της ΕΕ-28 που παρουσίασαν αύξηση της προστιθέμενης αξίας κατά 10,7% και μείωση της απασχόλησης κατά 1,9%.5 Αντίστοιχα, από τα στοιχεία εισόδου-εξόδου νέων επιχειρήσεων, προκύπτει ότι λιγότερες Ευρωπαϊκές νεοσύστατες εταιρίες κατορθώνουν να επιβιώσουν πέρα από την κρίσιμη φάση των δύο έως τριών ετών, ενώ μικρότερος αριθμός Ευρωπαϊκών εταιριών εξελίσσεται σε μεγαλύτερες επιχειρήσεις καταδεικνύοντας τη στασιμότητα των Ευρωπαϊκών ΜμΕ έναντι των αντίστοιχων πιο δυναμικών Αμερικάνικων (Scale-up report on the UK Economic Growth)6. Το πρόβλημα αυτό περνά σε νέα διάσταση τα τελευταία χρόνια με τη γενικευμένη είσοδο στη διεθνή αγορά εμπορευμάτων παραγόμενων με πολύ φθηνή εργατική δύναμη σε Κίνα, Ινδία κλπ.

Επομένως είναι κατανοητό ότι η επιτάχυνση της διαδικασίας συνένωσης κεφαλαίων προκειμένου να ανέβει η παραγωγικότητα της εργασίας και να καταστούν πιο ανταγωνιστικές οι Ευρωπαϊκές επιχειρήσεις έναντι των ανταγωνιστών τους, αποκτά κατεπείγοντα χαρακτήρα.

Ήδη σε μια σειρά εξειδικευμένα ψηφίσματα του Ευρωπαϊκού συμβουλίου7, είναι σαφές το βάρος που δίνεται σε πολιτικές μεγέθυνσης, συγκέντρωσης, συνένωσης κεφαλαίων, διευκόλυνσης εταιρικών σχέσεων προκειμένου να επιτυγχάνονται οικονομίες κλίμακας, να βελτιώνεται η ικανότητα πρόσβασης σε αγορές κλπ.

Ξεκαθαρίζονται ως βασικοί στόχοι η ένταξη ΜμΕ σε αλυσίδες αξίας, η προώθηση σχηματισμών clusters, επιχειρηματικών δικτύων αλλά και η λήψη ιδιαίτερων μέτρων στήριξης των λεγόμενων νεοφυών επιχειρήσεων, των επιχειρήσεων κοινωνικής οικονομίας κλπ, σε συνδυασμό με αντίστοιχα μέτρα για την τόνωση της καινοτομίας, της Ψηφιακής Ενιαίας Αγοράς κλπ.8

Σε αυτό το πλαίσιο επισημαίνεται και η ανάγκη καλύτερου προσανατολισμού στη λήψη εξειδικευμένων πολιτικών για εταιρίες μεσαίας κεφαλαιοποίησης, άλλα και στις νεοφυείς επιχειρήσεις (που συνήθως λειτουργούν σε ρόλο σκαπανέα νέων πεδίων κερδοφορίας για το μεγάλο κεφάλαιο).9

Επίσης χρειάζεται να συνυπολογιστούν και οι πρόσφατες αποφάσεις της ΕΕ για την αντιμετώπιση και ορισμένων επίκαιρων ζητημάτων όπως: η διευθέτηση της λειτουργίας του ηλεκτρονικού εμπορίου με στόχο τη διεύρυνσή του, η αντιμετώπιση καθυστερήσεων στις διασυνοριακές συναλλαγές, λειτουργίες που αντικειμενικά διευκολύνουν την κίνηση του κεφαλαίου.

Κατ’ επέκταση η πλειοψηφία των πολύ μικρών, ατομικών επιχειρήσεων, ειδικά αυτών που δεν απασχολούν ξένη μισθωτή εργασία και που κατά βάση έχουν πολύ χαμηλή παραγωγικότητα, όχι μόνο δε «χωρούν» στο πλαίσιο των παραπάνω στοχεύσεων, αντίθετα αποτελούν αντικειμενικά ένα διαρθρωτικό πρόβλημα για την ανταγωνιστικότητα της Ευρωπαϊκής καπιταλιστικής οικονομίας και αντίστοιχα των εθνικών οικονομιών που πρέπει να ξεπεραστεί. Ακόμα και αν κάποιες ωφεληθούν ευκαιριακά από ορισμένα επιλεγμένα χρηματοδοτικά προγράμματα ή από συγκυριακές εξελίξεις σε κάποιο κλάδο της οικονομίας, η οικονομική δραστηριότητα της πλειοψηφίας τους θα συνεχίσει να συμπιέζεται από την κυριαρχία των μεγαλύτερων επιχειρήσεων.

 

Α. ΟΙ ΤΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΟΙ ΕΦΑΡΜΟΖΟΜΕΝΕΣ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜμΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ, ΣΤΙΣ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΕΝΤΑΞΗΣ ΣΤΗΝ ΕΟΚ-ΕΕ

Η είσοδος της Ελλάδας αρχικά στην ΕΟΚ και στη συνέχεια στην ΕΕ αποτέλεσε στρατηγική επιλογή της αστικής τάξης που στήριξαν διαχρονικά όλες οι αστικές κυβερνήσεις. Από αυτήν ωφελήθηκαν τα πιο ισχυρά τμήματα του μεγάλου κεφαλαίου στη χώρα και κυρίως τα πιο διεθνοποιημένα, καθώς απέκτησαν ευνοϊκότερες συνθήκες στην ευρύτερη Ευρωενωσιακή αγορά. Αρχικά στην περίοδο ένταξης στην ΕΟΚ, επλήγησαν ακόμα και μεγάλες επιχειρήσεις, μένοντας «εθνικά απροστάτευτες».

Η επιλογή ένταξης στην ΕΟΚ προβλήθηκε από τα αστικά κόμματα, κυρίως από τη ΝΔ αρχικά, ως η «μεγάλη ευκαιρία για τις ελληνικές μικροεπιχειρήσεις να προωθήσουν τα προϊόντα τους στην τεράστια αγορά των τότε 250 εκατομμυρίων καταναλωτών». Στη συνέχεια τη σκυτάλη πρόσδεσης των μικροαστικών στρωμάτων στο νέο εθνικό στόχο παρέλαβαν οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ. Η ζωή τελικά απέδειξε ότι όχι μόνο δε θα είχαν θέση στη μεγάλη Ευρωπαϊκή αγορά οι περισσότερες από τις μικρές ακόμα και μεσαίες ελληνικές επιχειρήσεις, αλλά θα εκτοπίζονταν και από την ελληνική. Βέβαια, η συρρίκνωση, η καταστροφή, αφορούσε κυρίως ορισμένους κλάδους, όπως του ιματισμού, της κλωστοϋφαντουργίας, του δέρματος αλλά στη συνέχεια και κλάδους όπως της ναυπηγοεπισκευαστικής, της βιομηχανίας ζάχαρης κλπ. Πιο σύνθετες ήταν οι εξελίξεις στην αγροτική παραγωγή, δεδομένου ότι διαχρονικά ήταν προσανατολισμένη σε κάποια εξαγώγιμα προϊόντα, ζήτημα που έχει καλυφθεί από άλλη, εξειδικευμένη αρθρογραφία της ΚΟΜΕΠ.10

Στα 40 χρόνια που ακολούθησαν, οι τάσεις που αφορούσαν την αυτοαπασχόληση και τη μικρής εμβέλειας επιχειρηματικότητα εξελίχθηκαν πιο σύνθετα και αντιφατικά και επηρεάστηκαν από διάφορους παράγοντες, πιο σταθερά εμφανιζόμενους που σχετίζονται με τους κύκλους της καπιταλιστικής κρίσης ή πιο συγκυριακούς, όπως τα Ολυμπιακά έργα στην Ελλάδα. Έτσι, σε φάσεις σχετικά υψηλών ρυθμών καπιταλιστικής ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία, μαζί με το μεγάλο κεφάλαιο ευνοήθηκαν και χιλιάδες ΜμΕ. Ακόμα και ελεύθεροι επαγγελματίες που ζούσαν αποκλειστικά από τη δική τους εργασία, είδαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται, πρώτα και κύρια σε νέους κλάδους που αναπτύχθηκαν με μεγαλύτερη ορμή, όπως στο εμπόριο, στον υποκλάδο της κινητής τηλεφωνίας και πληροφορικής, από τη δεκαετία του ’90. Είναι χαρακτηριστικά, τα απογραφικά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ του 1991, όπου καταγράφεται ο μέγιστος ως τότε αριθμός αυτοαπασχολούμενων χωρίς προσωπικό (630.000), ενώ την ίδια στιγμή ένα τμήμα τους αποκτά την ικανότητα μίσθωσης ξένης εργατικής δύναμης, όπως καταγράφεται και στην αντίστοιχη αύξηση των εργοδοτών για το ίδιο διάστημα (97.000 το 1981, 243.000 το 1991).

Η διεύρυνση της αυτοαπασχόλησης σε ορισμένους κλάδους και τομείς ευνοήθηκε σε ένα βαθμό και από τις εκάστοτε αστικές πολιτικές. Η πολιτική επέκτασης για παράδειγμα της γενικής δημόσιας (με συρρικνωμένη-υποβαθμισμένη, π.χ., την εκμάθηση ξένων γλωσσών) και της ανώτατης εκπαίδευσης, δομημένης σε ένα σύστημα εισαγωγικών εξετάσεων που απαιτούσε εξωσχολική προετοιμασία, συνδυάστηκε με την αντίστοιχη επέκταση της ιδιωτικής, από την οποία ευνοήθηκε και η αυτοαπασχόληση. Γενικότερα η πολιτική του ΠΑΣΟΚ, τότε γενικότερα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας, για διευρυμένο κρατικό τομέα διαμόρφωσε ως στεφάνη και τη διευρυμένη αυτοαπασχόληση σε τεχνικές και επιστημονικές εργασίες. Η αντίστροφη τάση της συγκεντροποίησης σε μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις ξεκίνησε αργότερα, με τη συγκρότηση της ΕΕ.

Παράλληλα, το ξήλωμα σειράς προστατευτικών ρυθμίσεων για την αυτοαπασχόληση αλλά και συνολικότερα για την «εθνική» οικονομική δραστηριότητα π.χ. στην ακτοπλοΐα, δεν ξεκίνησε με την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ αλλά μια δεκαετία αργότερα με τη διαμόρφωση της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Αγοράς και με διαφορετικούς ρυθμούς από κλάδο σε κλάδο. Παρ’ όλ’ αυτά, ακόμα και τότε, έστω και ανορθολογικά, αντιπαραγωγικά και πολύ βραχυπρόθεσμα, ένα τμήμα από τον πακτωλό των κοινοτικών επιδοτήσεων και κονδυλίων κατευθύνθηκε και προς τις πολύ μικρές επιχειρήσεις με διάφορους τρόπους, μέσα από προγράμματα στα οποία συχνά εμπλέκονταν επιμελητήρια, ακόμα και συνδικαλιστικοί φορείς παίζοντας σημαντικό ρόλο στην ενσωμάτωση ευρύτερων στρωμάτων αυτοαπασχολούμενων.

Φυσικά η κοινοτική χρηματοδότηση, ιδιαίτερα μετά την είσοδο στην ΕΕ και κυρίως στην Ευρωζώνη, εξυπηρέτησε κυρίως γενικότερους στόχους, όπως για τη στήριξη της ανταγωνιστικότητας των πιο δυναμικών μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων μέσω της πρόσβασης στην καινοτομία, την τόνωση της εξωστρέφειας κλπ. Επίσης εξυπηρέτησε και κλαδικές προτεραιότητες με χαρακτηριστικό παράδειγμα την προ κρίσης δεκαετία, Μμ επιχειρήσεις νέων τεχνολογιών, υπηρεσιών καλλωπισμού, τουρισμού. Σε αυτή την κατεύθυνση, ιδρύθηκαν συνεταιριστικές τράπεζες, θεσμοθετήθηκε το ΤΕΜΠΜΕ και κυρίως, αξιοποιήθηκε ένα τμήμα των ΚΠΣ και των προγραμμάτων ΕΣΠΑ. Σε μεγάλο βαθμό οι πολιτικές αυτές δεν απευθύνονταν στο σύνολο των Μμ επιχειρήσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι στο πλαίσιο των ΤΕΜΠΜΕ (Α και Β), επιχορηγήθηκαν συνολικά μόλις 34.200 επιχειρήσεις 0-4 ατόμων προσωπικό (στοιχεία 12/2009) χωρίς να είναι καθαρό μέχρι και σήμερα πόσοι είναι αυτοί που δεν έχουν ξεπληρώσει τις δανειακές υποχρεώσεις τους. Ωστόσο ορισμένα προγράμματα σε συγκεκριμένους κλάδους ή άλλα, θεματικά, π.χ. νέας επιχειρηματικότητας, συμπεριλάμβαναν και τις μικροεπιχειρήσεις αυτοαπασχολούμενων.

Μπορούμε να εκτιμήσουμε συνολικά ότι οι γενικά αυξημένοι ρυθμοί ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας κατά την περίοδο 1994-2008, σε συνδυασμό με τη διατήρηση μέτρων προστασίας της αυτοαπασχόλησης σε μια σειρά επαγγέλματα (είτε λόγω πολιτικής συμμαχιών, είτε λόγω μη ύπαρξης συνολικότερων προϋποθέσεων ανάπτυξης οικονομικής δραστηριότητας μεγάλης κλίμακας) και τη στοχευμένη χρηματοδότηση της Μμ επιχειρηματικότητας σε κλάδους γενικότερης προτεραιότητας, συνέβαλαν στη διατήρηση της αυτοαπασχόλησης σε μεγάλη έκταση, την ίδια στιγμή που η κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου συνέχιζε να διευρύνεται.

Η πολιτική αυτή των αστικών κυβερνήσεων που αφορούσε τη μικρή επιχειρηματική δραστηριότητα, την αυτοαπασχόληση στον παραγωγικό τομέα ή και στις υπηρεσίες, έχει την εξήγησή της, καθώς είχε ως βάθρο της την υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας, πάνω στην οποία θεμελιώνεται η καπιταλιστική ιδιοκτησία.

Ταυτόχρονα όμως έφερνε μέσα της και την αντίφασή της, ότι η καπιταλιστική ιδιοκτησία θρέφεται καταστρέφοντας τη μικρή ατομική ιδιοκτησία, μετατρέποντας τον αυτοαπασχολούμενο σε μισθωτό από το κεφάλαιο. Ο καπιταλιστικός ανταγωνισμός οδηγεί αντικειμενικά σε καταστροφές, σε εξαγορές και συγχωνεύσεις. Αυτή την αντιφατικότητα επιχειρούν να διαχειριστούν οι αστικές κυβερνήσεις πότε με τον έναν, πότε με τον άλλο τρόπο, διαχείριση που γίνεται πιο πολύπλοκη σε συνθήκες άρσης της προστασίας της «εθνικής» αγοράς, συγκρότησης διακρατικών οικονομικών-πολιτικών Συμμαχιών όπως είναι η ΕΕ, ακόμα περισσότερο η Ευρωζώνη.

Οι αντιφατικές εξελίξεις στην ίδια την καπιταλιστική οικονομία και στην κυβερνητική διαχείριση αναπόφευκτα προκαλούν συγχύσεις στην κοινωνική και πολιτική συνείδηση των μικροαστικών στρωμάτων, των αυτοαπασχολούμενων (α/α). Αν και γενικά είναι στρώματα που προσκολλώνται στην τάξη των καπιταλιστών, στα ισχυρά αστικά κυβερνητικά κόμματα, όπως ήταν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ στην Ελλάδα, σε συνθήκες κρίσης απογοητεύονται, απομακρύνονται, ζητούν μια κυβερνητική πολιτική που θα τους εξασφαλίσει την προηγούμενη κατάσταση, γίνονται ανυπόμονα και ευάλωτα σε ουτοπικές πολιτικές υποσχέσεις, ρέπουν προς την αντίδραση.

Ταυτόχρονα όμως στο έδαφος του αντικειμενικού εκτοπισμού τους, διαμορφώνονται και ορισμένες προϋποθέσεις παρέμβασης για το Κόμμα της εργατικής τάξης, προκειμένου τα πιο πρωτοπόρα από τα κατώτερα οικονομικά τμήματά τους να προβληματιστούν για την προοπτική τους στον καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης. Να συμμαχήσουν με το συνεπές εργατικό κίνημα ενάντια στα μονοπώλια, στη σύγχρονη στρατηγική του κεφαλαίου, να κατανοήσουν ότι έχουν αντικειμενικό συμφέρον προοπτικά να ενταχθούν στην κοινωνική παραγωγή-υπηρεσίες, με κατάργηση μικρής και μεγάλης καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, ακόμα και ατομικής ιδιοκτησίας. Μόνο έτσι μπορεί να σωθεί κάθε ατομικός παραγωγός, κάθε εργαζόμενος, να μη βλέπει ως εχθρό του τα μέσα παραγωγής, τις νέες τεχνικές που αντικειμενικά κοινωνικοποιούν την ατομική εργασία.

Η εκδήλωση της κρίσης στην ΕΕ που ξέσπασε σε μεγαλύτερο βάθος και ένταση στην ελληνική οικονομία, συνοδεύτηκε με την άρση ευνοϊκών μέτρων για τις μικροεπιχειρήσεις και την επιτάχυνση άλλων που οδήγησαν τους α/α, μαζί με την εργατική τάξη, να πληρώσουν βαρύ τίμημα προκειμένου να εξασφαλιστεί η θωράκιση της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων.

Σε συνθήκες απότομης μείωσης του εισοδήματος χιλιάδων επαγγελματιών λόγω γενικευμένης αναδουλειάς, κλήθηκαν να βάλουν βαθιά το χέρι στην τσέπη λόγω εκτίναξης της φορολογίας, άμεσης και έμμεσης, κατεύθυνση που στηρίχθηκε συντεταγμένα από αστικές κυβερνήσεις και Ευρωενωσιακά επιτελεία. Είδαν να τσακίζονται κοινωνικές παροχές στην παιδεία, την υγεία, τις συντάξεις τους να εξανεμίζονται, προκειμένου να εξασφαλιστεί ζεστό χρήμα για τη επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων και τη διάσωση των μεγάλων τραπεζών και των μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Είδαν να αποκαλύπτεται σε όλη του τη διάσταση ο φιλομονοπωλιακός προσανατολισμός των εφαρμοζόμενων κυβερνητικών πολιτικών εξασφαλίζοντας φτηνή εργατική δύναμη, φοροαπαλλαγές, νέα προνόμια για το μεγάλο κεφάλαιο, ενώ για τους ίδιους αυστηροποιούταν ο φορολογικός έλεγχος και τα μέτρα είσπραξης μέσα από τη γενίκευση κατασχέσεων και μπλοκαρίσματος στους τραπεζικούς λογαριασμούς αλλά και πιο πρόσφατα με τη γενίκευση πλειστηριασμών και κατασχέσεων 1ης κατοικίας, επαγγελματικής στέγης και εξοπλισμού. Οι νόμοι αυτοί, τμήμα των εφαρμοστικών νόμων των γνωστών μνημονίων, παραμένουν και σήμερα σε ισχύ. Αυτή την πολιτική υπηρέτησαν πιστά όλες οι αστικές κυβερνήσεις της περιόδου και τα κόμματα που τις στελέχωσαν όπως το ΠΑΣΟΚ, η ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ κλπ., σε αγαστή φυσικά συνεργασία με την ΕΕ και άλλους ιμπεριαλιστικούς οργανισμούς.

Η ίδια η κρίση και οι συνθήκες οξυμμένου διεθνούς ανταγωνισμού, έφεραν στο προσκήνιο με μεγαλύτερη ένταση την επιτάχυνση μέτρων για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του μεγάλου κεφαλαίου αλλά και την αντιμετώπιση του προβλήματος της χαμηλής παραγωγικότητας των πολύ μικρών επιχειρήσεων στην Ελλάδα, οι οποίες σε σχέση με το μ.ο. των πολύ μικρών επιχειρήσεων της ΕΕ-28 προσεγγίζουν μόλις το 40% της παραγόμενης προστιθέμενης αξίας ανά επιχείρηση, με ορισμένες διαφοροποιήσεις από κλάδο σε κλάδο.

Προωθήθηκε πιο αποφασιστικά από τις ελληνικές κυβερνήσεις και τα επιτελεία της ΕΕ η άρση πληθώρας «αντιμονοπωλιακών» ρυθμίσεων. Η απελευθέρωση εμπορευμάτων και υπηρεσιών, των κλειστών επαγγελμάτων, του ωραρίου κλπ. διαμόρφωσε νέα δεδομένα σε μια σειρά κλάδους και επαγγέλματα περιορίζοντας την οικονομική δραστηριότητα χιλιάδων επαγγελματιών, ανοίγοντας το δρόμο για την επικείμενη καταστροφή τους. Είναι χαρακτηριστική η ενίσχυση της τάσης συγκεντροποίησης στον πολυπληθέστερο από τη σκοπιά συμμετοχής α/α κλάδο, το εμπόριο, όπου τα τελευταία χρόνια τα πολυκαταστήματα, οι αλυσίδες, τα κέντρα εμπορίου συγκεντρώνουν όλο και μεγαλύτερο μερίδιο των πωλήσεων.

Τα συγκριτικά στοιχεία δείχνουν ότι, στην αυγή της κρίσης, οι πολύ μικρές επιχειρήσεις των αυτοαπασχολούμενων επέδειξαν αντοχή, κυρίως γιατί μεγάλο τμήμα αυτών δεν απασχολούσαν ξένη μισθωτή εργασία, ή απασχολούσαν περιορισμένα ως 1-2 εργαζόμενους, οπότε εύκολα πέρασαν σε μείωση. Ωστόσο, αυτή η αντοχή ως ένα βαθμό ήταν πλασματική, είτε γιατί ένα μέρος α/α με σημαντικότερο αριθμό μισθωτών απασχόλησης υπέπεσε σ’ αυτή την κατηγορία είτε, το κυριότερο, γιατί χιλιάδες αυτοαπασχολούμενοι δεν είχαν άλλη επιλογή και αναγκάζονταν να διατηρήσουν την ατομική τους επιχείρηση για λόγους επιβίωσης μπροστά στον κίνδυνο της ανεργίας, με παράλληλη όμως εκτίναξη των προσωπικών χρεών. Χιλιάδες είναι τελικά αυτοί που έκλεισαν ή βρίσκονται σήμερα σε δυσμενή οικονομική κατάσταση, πνιγμένοι στα χρέη. Χαρακτηριστικά, το διάστημα 2008-2015 οι α/α χωρίς προσωπικό μειώθηκαν κατά 103.500 (-16,2%).

Οι μεγαλοστομίες που συχνά ακούγονται περί «ενιαίου επιχειρηματικού κόσμου» για μια ακόμα φορά διαψεύστηκαν. Επιβεβαιώθηκε ότι οι αυτοαπασχολούμενοι πλήρωσαν και αυτοί ακριβά στο πλευρό της εργατικής τάξης και της μικρομεσαίας αγροτιάς το μάρμαρο της καπιταλιστικής κρίσης και των εφαρμοζόμενων αστικών πολιτικών διαχείρισης, σε αντίθεση με την ανάκαμψη και τη θωράκιση της ανταγωνιστικότητας του μεγάλου κεφαλαίου, των μονοπωλίων.

 

Β. Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ ΚΑΙ ΑΣΤΙΚΗΣ ΑΝΤΙΠΟΛΙΤΕΥΣΗΣ

Οι επιδιώξεις της αστικής τάξης και του κράτους της, σε συνθήκες ανάκαμψης της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας που παραμένει ασθενική αλλά και εύθραυστη, θέτουν ξεκάθαρα το πλαίσιο πάνω στο οποίο κινούνται οι πολιτικές των αστικών κομμάτων, οι οποίες, όσον αφορά τη στρατηγική τους κατεύθυνση μοιάζουν σα δυο σταγόνες νερό, αν και τροποποιούνται στην ονομασία τους: ο ΣΥΡΙΖΑ τη βαπτίζει «δίκαιη ανάπτυξη», η ΝΔ ανάπτυξη με «ίσες ευκαιρίες για όλους».

Στο επίκεντρο τίθεται ο στόχος της παραπέρα θωράκισης της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας των καπιταλιστικών επιχειρήσεων, σε συνδυασμό φυσικά με τις αντίστοιχες κλαδικές και άλλες προτεραιότητες, την επιδίωξη για παράλληλη αναβάθμιση της θέσης τους στον οξυμμένο περιφερειακό και διεθνή ανταγωνισμό, όπως αντίστοιχα προβάλλεται με το στόχο της γεωστρατηγικής αναβάθμισης της χώρας. Σε αυτό το πλαίσιο συμπεριλαμβάνονται και οι εξαγγελίες που σιγά σιγά παίρνουν σάρκα και οστά για τη μικρομεσαία επιχειρηματικότητα, οι οποίες φυσικά «χτίζονται» πάνω στη διατήρηση των εφαρμοστικών μνημονιακών νόμων που παραμένουν σε ισχύ.

Η κυβέρνηση γνωστή για την ικανότητά της «να βαφτίζει το κρέας ψάρι» επιδιώκει μέσα από ένα προπαγανδιστικό μπαράζ να προβάλλει μια σειρά μέτρα που έχει πάρει ή σχεδιάζει να πάρει για τις ΜμΕ ως στοιχεία του γνωστού αφηγήματος της λεγόμενης «δίκαιης ανάπτυξης».

Σε αυτή την κατεύθυνση αξιοποιεί καταρχήν μια σειρά ρυθμίσεις που αφορούν π.χ. τα χρέη των α/α προς το δημόσιο (εφορία-ΕΦΚΑ) και τους ιδιώτες (τράπεζες- προμηθευτές) όπως οι γνωστές ρυθμίσεις των 120 δόσεων, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός κλπ. Στην πραγματικότητα είναι εισπρακτικά μέτρα. Όσο και αν αυτά τα μέτρα αντικειμενικά μπορεί να δώσουν μια προσωρινή ανάσα σε ορισμένους αυτοαπασχολούμενους, δεν μπορούν να καταργήσουν την πηγή της συσσώρευσης χρεών. Τέτοια πηγή είναι για παράδειγμα, το αυξημένο κόστος των προμηθειών, αφού οι τιμές καθορίζονται από τα μονοπώλια, το ολοένα συρρικνωμένο μερίδιο αγοράς λόγω έντασης του ανταγωνισμού. Έτσι δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότερες από αυτές τις ρυθμίσεις είναι ως και απαγορευτικές για τις κατηγορίες των α/α που τις έχουν περισσότερο ανάγκη, τμήματα δηλαδή α/α που παραπαίουν εισοδηματικά και τα βγάζουν δύσκολα πέρα ή άλλους που βρίσκονται ουσιαστικά σε κατάσταση χρεοκοπίας. Ταυτόχρονα συνδυάζονται με τα γνωστά μέτρα περί αναγκαστικών εισπράξεων, τις δεσμεύσεις λογαριασμών, τις κατασχέσεις και πλειστηριασμούς πρώτης κατοικίας που εφαρμόζονται ακόμα και για χρέη 500 ευρώ. Συχνά είναι παραπλανητικά και τα στατιστικά στοιχεία, έτσι όπως δίνονται. Π.χ. προβάλλεται από τον αστικό τύπο ότι περίπου το 68% του αριθμού των επιχειρηματικών «κόκκινων» δανείων αφορούν πολύ μικρές επιχειρήσεις, την ίδια ώρα που προσπερνιέται εντέχνως ότι η κύρια μάζα των χρεών αυτών, αφορά μεγάλες καπιταλιστικές επιχειρήσεις.

Αποπροσανατολιστική είναι και η προπαγάνδα της κυβέρνησης προς τους α/α όσον αφορά τη μνημειώδη αντιλαϊκή τομή της στο ασφαλιστικό σύστημα με το γνωστό νόμο Κατρούγκαλου. Παρουσιάζει ως επίτευγμα εκείνη τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών για χιλιάδες α/α, που ουσιαστικά ήλθε ως αποτέλεσμα της μείωσης των εισοδημάτων, ενώ αποσιωπά την παράλληλη μείωση συντάξεων, παροχών, προνοιακών επιδομάτων κοκ.

Παρά τις τυμπανοκρουσίες τα μέτρα αυτά, δε δίνουν λύση στα ήδη οξυμμένα προβλήματά των α/α, ούτε φυσικά αλλάζουν τη μειονεκτική θέση τους απέναντι στις μεγάλες επιχειρήσεις στα πλαίσια της καπιταλιστικής αγοράς.

Ο πραγματικός προσανατολισμός της κυβέρνησης για τις ΜμΕ αποκαλύπτεται σε όλη του τη διάσταση στη λεγόμενη αναπτυξιακή της πολιτική, όπως αυτή αποτυπώνεται πιο ολοκληρωμένα και στο σχέδιο δράσης του Υπουργείου Οικονομίας και Ανάπτυξης μέχρι το 2030. Αυτό το σχέδιο παρουσιάστηκε δημόσια στις 6 Νοεμβρίου 2018, έχοντας λάβει την πρότερη θετική αποδοχή του Eurogroup.

Μια ματιά στα ακόλουθα προγράμματα που προωθούνται μέσω ΕΣΠΑ και βρίσκονται αυτή τη στιγμή σε εξέλιξη δίνουν μια ακριβή εικόνα του προσανατολισμού της κυβερνητικής πολιτικής: το πρόγραμμα «ερευνώ-καινοτομώ», πρόγραμμα-πλαίσιο ύψους 400 εκ. ευρώ, αποτελεί βασικό άξονα για το επόμενο διάστημα. Επίσης χαρακτηριστικά τα προγράμματα «ψηφιακό βήμα» και «ψηφιακό άλμα» (ύψους συνολικά 100 εκ. ευρώ) που επικεντρώνουν στην αναβάθμιση παγίου με στόχο τον εκσυγχρονισμό του και τη βελτίωση των μεθόδων οργάνωσης της παραγωγής (π.χ. ευρύτερη αξιοποίηση των τεχνολογιών της πληροφορικής) έχουν αναφορά σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις που επιδιώκουν την αναβάθμισή τους, με το δεύτερο να αναφέρεται αποκλειστικά σε πιο δυναμικές επιχειρήσεις προκειμένου να βρεθούν σε τροχιά μεγέθυνσης (το λεγόμενο scale-up). Προτεραιότητα αποτελούν γενικά οι ΜμΕ σε κλάδους όπως αγροτοδιατροφή, ενέργεια, πολιτιστικές/δημιουργικές βιομηχανίες, εφοδιαστική αλυσίδα, περιβάλλον, τεχνολογίες πληροφοριών και τηλεπικοινωνιών, υγεία, φάρμακα, υλικά/κατασκευές, καθώς και ορισμένες άλλες εξειδικευμένες κατηγορίες όπως οι λεγόμενες start-up11 κλπ. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το γεγονός ότι για την ενημέρωση και τη διαμόρφωση αντίστοιχης συνείδησης σε επαγγελματίες που με καχυποψία αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο συνένωσης κεφαλαίων, διοχετεύθηκαν το προηγούμενο διάστημα και αντίστοιχα κονδύλια από το ΕΣΠΑ μέσω περιφερειών και δήμων ακόμα και για τη δημιουργία συμβουλευτικών δομών προς τις ΜμΕ.

Ταυτόχρονα προωθείται ο εκσυγχρονισμός του νομοθετικού πλαισίου στοχεύοντας και στην άρση αναχρονιστικών διατάξεων. Χαρακτηριστική περίπτωση το προηγούμενο διάστημα ήταν η προσαρμογή της νομοθεσίας στο χώρο των ταξί (θεσμοθέτηση λειτουργίας εταιριών παροχής υπηρεσιών μέσω ηλεκτρονικής πλατφόρμας) αλλά και οι αλλαγές που αναμένονται για τη διευκόλυνση της γενίκευσης του ηλεκτρονικού εμπορίου. Τα παραπάνω συμπληρώνουν μια πλειάδα νομοθετικών ρυθμίσεων που σχετίζονται με την απλοποίηση των διαδικασιών για την ίδρυση επιχειρήσεων, τον πτωχευτικό κώδικα , το θεσμό της 2ης ευκαιρίας κοκ.

Είναι κατανοητό φυσικά ότι τα παραπάνω μέτρα δεν έρχονται για να δώσουν διέξοδο στα συσσωρευμένα προβλήματα των α/α που εξέρχονται της κρίσης με αυξημένα χρέη, με σοβαρά προβλήματα ρευστότητας και περιορισμένο κύκλο εργασιών. Ακόμα και αν ωφελήσουν ευκαιριακά ορισμένους επαγγελματίες σε κάποιους κλάδους, η πλειοψηφία τους θα συνεχίζει να ζει και να εργάζεται σε συνθήκες γενικευμένης ανασφάλειας και πληρώνοντας βαρύ τίμημα προκειμένου να επιβιώσει στον οξυμμένο ανταγωνισμό. Ακόμα και προγράμματα που απευθύνονται και σε αυτοαπασχολούμενους χωρίς προσωπικό, όπως το πολυδιαφημιζόμενο πρόγραμμα Ανοιχτά Κέντρα Εμπορίου που είναι στοχευμένο στον εκσυγχρονισμό τοπικών οριοθετημένων εμπορικών/οικονομικών ζωνών κυρίως αυξημένου τουριστικού ενδιαφέροντος, εφαρμόζονται σε συνθήκες ταχύτερης συγκεντροποίησης στο εμπόριο και συνοδεύονται με παράλληλα μέτρα που οδηγούν σε κατακόρυφη αύξηση των ωρών εργασίας (διεύρυνση περιοχών που χαρακτηρίζονται ως τουριστικές, διεύρυνση ωραρίου καταστημάτων, παραπέρα κατάργηση κυριακάτικης αργίας, λευκές νύχτες κλπ). Θέτουν ουσιαστικά στους α/α το εκβιαστικό δίλημμα επιλογής ανάμεσα στην οικονομική και τη φυσική τους εξόντωση.

Η πολιτική αυτή φυσικά και δεν είναι ανακάλυψη της κυβέρνησης ανεξάρτητα από το πώς επιδιώκει να την παρουσιάσει στα μάτια των αυτοαπασχολούμενων με το μανδύα της λεγόμενης «ανεξάρτητης, μεταμνημονιακής, δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης για όλους». Τα μέτρα που εξαγγέλλονται αποτελούν κεντρική κατεύθυνση του αστικού κράτους και του συνόλου των αστικών κομμάτων και φυσικά συμπλέουν και με τις γενικότερες κατευθύνσεις της ΕΕ όπως είδαμε σε προηγούμενα σημεία του άρθρου. Είναι πολιτικές δεμένες με τη γενικότερη στόχευση ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής και Ευρωενωσιακής οικονομίας, που εφαρμόζονται στον ένα ή στον άλλο βαθμό, στο σύνολο των χωρών της ΕΕ. Φυσικά η κυβέρνηση 
ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πρωτοστάτησε στην υλοποίηση αυτών των κατευθύνσεων και όχι τυχαία πήρε για μία ακόμα φορά τα εύσημα από τα Ευρωενωσιακά επιτελεία για την αποτελεσματικότητά της (βλ. Ετήσια εκθεση 2017, Για την απόδοση της Ελλάδας στα πλαίσια της δράσης Small Business Act).

Έτσι εξηγείται γιατί και οι όποιες κριτικές αστικών κομμάτων αλλά και φορέων προς τις κυβερνητικές εξαγγελίες δεν αγγίζουν τον πυρήνα αυτής της πολιτικής αφού συμφωνούν επί της ουσίας με αυτόν, με την ενίσχυση του μεγάλου κεφαλαίου, με τον ευρωμονόδρομο και κατ’ επέκταση και τις κεντρικές στρατηγικές ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας των καπιταλιστικών επιχειρήσεων.

Οι επιμέρους διαφοροποιήσεις τους δεν αλλάζουν την ουσία:

Η ΝΔ εστιάζει την κριτική της στη δήθεν ανικανότητα της κυβέρνησης να εφαρμόσει γοργά τις απαιτούμενες μεταρρυθμίσεις για την εδραίωση της καπιταλιστικής οικονομίας. Όσον αφορά τους αυτοαπασχολούμενους και τις ΜμΕ, επικεντρώνει τις εξαγγελίες της στην πρόταση για μείωση των φορολογικών συντελεστών (προτείνει 9% από 22% που ισχύει σήμερα για τις ατομικές επιχειρήσεις χωρίς να υπερασπίζεται αφορολόγητο όριο) ή την κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος σε ορίζοντα 3ετίας κλπ. Επίσης προτάσσει τη δήθεν ικανότητά της να απορροφήσει πιο αποτελεσματικά τα κονδύλια της ΕΕ, ως γνήσιο κόμμα της επιχειρηματικότητας. Κρύβει ότι και η ίδια ως κυβερνητικό κόμμα, συμφώνησε στα γνωστά μνημόνια που δρομολογούσαν αύξηση της φοροληστείας (κατάργηση αφορολόγητου), τσάκισμα κοινωνικών δαπανών, συντάξεων, γενίκευση της απελευθέρωσης επαγγελμάτων, με παραπέρα κατάργηση της Κυριακάτικης αργίας κλπ. Στο ίδιο μήκος κύματος κινούνται και τα υπόλοιπα αστικά κόμματα, το ΚΙΝΑΛ (πρώην ΠΑΣΟΚ) και οι άλλοι που στα διάφορα συνέδρια των συνδικαλιστικών φορέων των α/α, χύνουν κροκοδείλια δάκρυα για τη «ραχοκοκκαλιά» της ελληνικής οικονομίας (όπως ονομάζουν τους αυτοαπασχολούμενους χαϊδεύοντάς τους τα αυτιά) και επί της ουσίας αναμασούν με παραπλήσια λόγια τις γνωστές κατευθύνσεις της ΕΕ και των ελληνικών κυβερνήσεων.

Θέση φυσικά για την προοπτική των ΜμΕ έχουν πάρει και όλοι οι λεγόμενοι κοινωνικοί φορείς, ο ΣΕΒ, οι συνδικαλιστικές ηγεσίες των ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ, που έχει και αυτή την αξία της να καταγραφεί:

Ο ΣΕΒ με σειρά δελτίων τύπου και αντίστοιχες μελέτες παρεμβαίνει και ο ίδιος στη χάραξη των αντίστοιχων πολιτικών για τις ΜμΕ. Αναδεικνύει την αντικειμενικά χαμηλή παραγωγικότητα των πολύ μικρών επιχειρήσεων ως αιτία της έλλειψης ανταγωνιστικότητας της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας (βλ. δελτίο τύπου ΣΕΒ, «Η φτώχεια των εθνών», Μάρτης 2017). Εγκαλεί τις κυβερνήσεις, προηγούμενες και τωρινή, προκειμένου να επιταχύνουν την άρση νομοθετικών διατάξεων σχετικής προστασίας των πολύ μικρών επιχειρήσεων, να επιταχυνθεί η απελευθέρωση και προτάσσει ως κύριο ζήτημα την προώθηση πολιτικών που θα διαμορφώσουν τις προϋποθέσεις για να συνενωθούν τα χιλιάδες σκόρπια πολύ μικρά ατομικά κεφάλαια των αυτοαπασχολούμενων ώστε να επιταχυνθεί κατ’ επέκταση η συγκεντροποίηση του κεφαλαίου. Δε διστάζει να προχωρήσει σε κριτική και προς την ΕΕ για την ανάγκη επιτάχυνσης των κατευθύνσεων που η ίδια έχει επεξεργαστεί για τις ΜμΕ, παραλλάσσοντας το κεντρικό της σύνθημα για τις ΜμΕ «think small first» («προτεραιότητα οι μικρές») σε «think scale first» («προτεραιότητα στη μεγέθυνση»). Φυσικά η πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ για τις ΜμΕ κινείται ακριβώς στην κατεύθυνση που το μεγάλο κεφάλαιο επιδιώκει, λαμβάνοντας ωστόσο υπόψη και τις απαιτούμενες συμμαχίες αλλά και τις επιπτώσεις ενός ανεξέλεγκτου εκτοπισμού χιλιάδων αυτοαπασχολούμενων και μάλιστα σε συνθήκες που η ουσιαστικά επαναφορά της Ευρωενωσιακής οικονομίας πάνω από τα προ κρίσης επίπεδα είναι αμφισβητούμενη.

Οι ηγεσίες των ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ έχουν καταθέσει πολλάκις τη θερμή υποστήριξή τους στη στρατηγική ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας του υποτιθέμενου ενιαίου επιχειρηματικού κόσμου. Σε αυτό το πλαίσιο στήριξαν διαχρονικά τον ευρωμονόδρομο, αναπαράγοντας και εμπλουτίζοντας την προπαγάνδα των αστικών κομμάτων και κυβερνήσεων σε σχέση με τα οφέλη που δήθεν θα προσέφερε στους χιλιάδες αυτοαπασχολούμενους το «απάνεμο λιμάνι» της ΕΕ. Συχνά αναπαράγουν ατόφια και τα εκβιαστικά διλήμματα των αστικών επιτελείων και κυβερνήσεων παρόλο που επιδιώκουν να εμφανίζονται ως υπερασπιστές των ΜμΕ.

Σήμερα συνεχίζουν να απευθύνονται και πάλι διακηρυκτικά στο σύνολο των μικρομεσαίων-μικρών-πολύ μικρών επιχειρήσεων, ωστόσο με τις θέσεις και τις επεξεργασμένες προτάσεις τους εκπροσωπούν ουσιαστικά τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων αλλά και των πιο δυναμικών ΜμΕ. Εκείνων δηλαδή που κατορθώνουν να διατηρήσουν το μερίδιό και την δορυφορική λειτουργία τους προς τα μονοπώλια.

Ωστόσο, οι ηγεσίες των ΓΣΕΒΕΕ-ΕΣΕΕ αντιλαμβανόμενες ότι πλέον η ιδέα του «ενιαίου επιχειρηματικού κόσμου» δεν έχει την αίγλη του παρελθόντος στα μάτια των αυτοαπασχολούμενων, προσαρμόζουν τις θέσεις τους, αναφέρονται πλέον σε δύο κατηγορίες επιχειρήσεων, διαχωρίζοντας την «επιχειρηματικότητα ευκαιρίας» από την «επιχειρηματικότητα ανάγκης» (βλ. συνέδριο ΓΣΒΕΕ, Νοέμβρης 2017).

Σε αυτή τη βάση διαχωρίζουν τις κατευθύνσεις της ΕΕ και της εθνικής αστικής στρατηγικής σε κατευθύνσεις εδραίωσης της καπιταλιστικής ανάκαμψης που αφορά τις μεγάλες και δυναμικές επιχειρήσεις, και σε κατευθύνσεις-πολιτικές για τις ΜμΕ, ως μεταβατικά μέτρα για την επιχειρηματικότητα ευκαιρίας: διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις στο νομικό πλαίσιο, μικροχρηματοδοτικά εργαλεία και άλλα εξειδικευμένα προγράμματα χρηματοδότησης, αλλά και πιο συγκεκριμένες διεκδικήσεις όπως μείωση φορολογικών συντελεστών και ασφαλιστικών εισφορών, ένταξη στον εξωδικαστικό συμβιβασμό κλπ. Οι όποιες «έξυπνες και εφικτές» προτάσεις τους προς την κυβέρνηση ή προς την αξιωματική αντιπολίτευση είναι από τη σκοπιά «διόρθωσης» της εφαρμοζόμενης πολιτικής.

Την ίδια στιγμή, για τη λεγόμενη επιχειρηματικότητα ανάγκης (δηλαδή αυτοαπασχολούμενους κυρίως χωρίς προσωπικό, πολύ μικρές ατομικές ή οικογενειακές επιχειρήσεις που δεν επιτυγχάνουν διευρυμένη αναπαραγωγή) και μπροστά στα οξυμμένα προβλήματα που γέννησε η κρίση και οι αστικές πολιτικές εξόδου από αυτή, αναγνωρίζουν «ότι έφαγαν λίγο πολύ τα ψωμιά τους» και γι΄ αυτό προβάλλουν ένα πλαίσιο αιτημάτων που επικεντρώνει κυρίως σε ορισμένα αιτήματα ανακούφισης. Ωστόσο όπως ομολογούν οι ηγεσίες αυτών των οργανώσεων, αυτά τα αιτήματα είναι από τη σκοπιά «διατήρησης της κοινωνικής συνοχής» (όπως ακριβώς προβλέπουν και οι κατευθύνσεις της ΕΕ), αποκρύβοντας ότι μετατρέπονται σε ένα «πουκάμισο αδειανό» στο βαθμό που υποτάσσονται στο γενικότερο στόχο ανάκαμψης της ανταγωνιστικότητας. Έτσι εξηγείται και η τακτική τους στο κίνημα που επικεντρώνεται στον κοινωνικό διάλογο, στη συμμετοχή στους θεσμούς, εθνικούς και ευρωενωσιακούς, και εχθρεύεται κάθε αγωνιστική διεκδίκηση ακόμα και αιτημάτων που μπορεί τυπικά να αποδέχονται. Ταυτόχρονα ασκούν πολεμική στους φορείς που κινούνται αγωνιστικά, τους καταγγέλλουν ως διασπαστές.

 

Γ. ΒΑΣΙΚΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ 
ΚΑΙ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΠΡΟΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ

Η πλειοψηφία των αυτοαπασχολούμενων έμπορων, βιοτεχνών, επιστημόνων και τεχνικών στη χώρα μας δεν έχει τίποτε ουσιαστικό να περιμένει ως βελτίωση της θέσης τους από τις εφαρμοζόμενες αστικές πολιτικές διαχείρισης, τόσο σε κρατικό, όσο και σε Ευρωενωσιακό επίπεδο. Ακόμα περισσότερο που το αναιμικό και ασταθές της ανάκαμψης, πέραν των εσωτερικών παραγόντων, εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό και από τις γενικότερες εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή και παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία, στις οποίες οι αντιθέσεις είναι οξύτατες, τα σημάδια νέου γύρου επιβράδυνσης ορατά, με τις όποιες συνέπειες θα έχουν και στην ελληνική καπιταλιστική οικονομία, ιδιαίτερα σε κλάδους και τομείς όπως ο τουρισμός κλπ.

Το ποτάμι της καπιταλιστικής εξέλιξης αντικειμενικά δεν μπορεί να γυρίσει πίσω στις «παλιές καλές» μέρες χαμηλότερης κεφαλαιακής συγκέντρωσης και εν μέρει «προστασίας» της μικροιδιοκτησίας, στις οποίες μπορούσε να εξασφαλιστεί ένα σχετικά ικανοποιητικό εισόδημα για τους αυτοαπασχολούμενους και τις οικογένειές τους.

Η τάση συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου είναι νομοτελειακή τάση του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Τα πλεονεκτήματα της μεγάλης καπιταλιστικής μονάδας έναντι της μικρής ιδιοκτησίας, ειδικά αυτής που δεν εκμεταλλεύεται ξένη μισθωτή εργασία, είναι συντριπτικά. Η ανάπτυξη της παραγωγής εξάλλου σε μεγάλη κλίμακα, στο έδαφος της χρησιμοποίησης της πιο σύγχρονης τεχνικής και των επιστημονικών ανακαλύψεων, της διεύρυνσης του καταμερισμού της εργασίας και της πλατιάς χρησιμοποίησης της μισθωτής εργασίας, επιτρέπει την πολύ πιο γρήγορη ανάπτυξη της παραγωγικότητας. Στις συνθήκες του καπιταλισμού ωφελημένοι από την αύξηση του μεγέθους της παραγωγής είναι φυσικά οι κεφαλαιοκράτες που ιδιοποιούνται την παραγόμενη υπεραξία, εξωθώντας ταυτόχρονα στο περιθώριο τους μικρούς επιχειρηματίες

Η ΕΕ δεν στήθηκε για τη σωτηρία των α/α αλλά των Ευρωπαϊκών μονοπωλίων έναντι εκείνων των ΗΠΑ, Κίνας, Ινδίας, Ιαπωνίας, Ρωσίας κλπ. Μισθωτοί και α/α δεν μπορούν να ακουμπούν το μέλλον τους στη μία ή την άλλη ιμπεριαλιστική ένωση μονοπωλίων. Τις συμμαχίες τους οφείλουν να τις αναζητούν στις αντίστοιχες κοινωνικές-ταξικές δυνάμεις ενάντια στα εγχώρια και τα ξένα μονοπώλια, ενάντια στη δική τους και τις ξένες καπιταλιστικές τάξεις, ενάντια στις συμμαχίες των καπιταλιστικών κρατών, όπως η ΕΕ, το ΝΑΤΟ, παλεύοντας για αποδυνάμωσή τους, αξιοποιώντας τις αντιθέσεις και τα ρήγματά τους για να ισχυροποιήσουν την αντεπίθεσή τους, γι’ αποδέσμευση με εργατική λαϊκή εξουσία.

Πραγματικά εναλλακτική οργάνωση της οικονομίας και της κοινωνίας είναι η κοινωνικοποίηση των Μέσων Παραγωγής, ώστε με κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό να οργανωθεί η παραγωγή και κατανομή με κίνητρο την ικανοποίηση των διευρυνόμενων λαϊκών αναγκών, κατανέμοντας ανάλογα όλο το εργατικό δυναμικό.

Η εργατική εξουσία μπορεί σχεδιασμένα να εντάξει τους αυτοαπασχολούμενους στο κρατικό σοσιαλιστικό εμπόριο και υπηρεσίες, οριστικά να τους απαλλάξει από το βραχνά της ατομικής έγνοιας και της σκληρής δουλειάς με αμφίβολα πολλές φορές αποτελέσματα, να απολαμβάνουν ανώτερη ποιότητα ζωής, με σταθερή δουλειά κι ανθρώπινα ωράρια, με υψηλού επιπέδου υπηρεσίες υγείας, παιδείας, με πρόσβαση στην πολιτιστική δημιουργία, τον αθλητισμό κλπ.

Είναι ψέμα ότι η Ελλάδα δε διαθέτει τις απαιτούμενες υλικές προϋποθέσεις. Πρώτα απ’ όλα έχει το κυριότερο, τεχνικά και επιστημονικά έμπειρο ανθρώπινο δυναμικό, το οποίο εξαναγκάζεται σε μετανάστευση. Διαθέτει φυσικό πλούτο κατάλληλο για βιομηχανική και αγροτική παραγωγή. Τα χρέη του δημόσιου και ιδιωτικού τομέα δεν είναι αποτέλεσμα έλλειψης παραγωγικών δυνάμεων. Είναι αποτέλεσμα των αντιθέσεων του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, της εκμεταλλευτικότητας και του ανορθολογισμού της καπιταλιστικής πολιτικής διαχείρισης. Αντανακλούν τα «όρια» του συστήματος, γι’ αυτό και χρόνο με το χρόνο διογκώνονται σε παγκόσμιο επίπεδο. Οι υποκειμενικές προϋποθέσεις για ανατροπή της σάπιας πλέον αστικής εξουσίας, δεν μπορούν να διαμορφωθούν χωρίς πάλη ενάντιά της, πάλη με όλες τις μορφές, στο δρόμο, με απεργίες, με ψήφο και κυρίως συσπείρωση με το ΚΚΕ που εκπροσωπεί και παλεύει γι’ αυτή τη νέα, ανώτερη κοινωνία.

Το ΚΚΕ, οπλισμένο με σύγχρονη επαναστατική στρατηγική και έχοντας επίγνωση των διαφορετικών αναγκών και των αντικρουόμενων συμφερόντων των πολυπληθών μικροαστικών στρωμάτων που ζουν στην ελληνική κοινωνία, απευθύνεται στα οικονομικά κατώτερα τμήματά τους, στους αυτοαπασχολούμενους μικροϊδιοκτήτες που επιβιώνουν στηριζόμενοι αποκλειστικά στη δική τους εργασία ή και σε ορισμένους που μπορεί περιορισμένα να απασχολούν ξένη μισθωτή εργασία.

Τους καλεί να συσπειρωθούν με τους κομμουνιστές στα ψηφοδέλτια των μαζικών οργανώσεών τους, να στηρίξουν την κοινή δράση και συμμαχία με εργατικά σωματεία, συλλόγους αγροτικούς, γυναικών, νεολαίας, όλοι μαζί να αντιπαλέψουν αντιλαϊκά μέτρα, να συγκρουστούν με μονοπώλια, κυβερνήσεις, ΕΕ, ΝΑΤΟ.

Η συμπόρευση με τους κομμουνιστές στις επικείμενες εκλογές αλλά και στο κίνημα των α/α για να βελτιωθεί ο συσχετισμός δύναμης υπέρ των συμφερόντων των πιο λαϊκών τμημάτων τους, να δυναμώσει συνολικά η λαϊκή πάλη, είναι ο μόνος δρόμος που μπορεί να σπάσει τη μοιρολατρία και την ατομική λύση που παραμένει και σήμερα κυρίαρχη και να ανοίξει ο δρόμος για την αντεπίθεση. Σε αυτή την προοπτική οι αυτοαπασχολούμενοι έχουν κάθε συμφέρον να συστρατευθούν.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Θανάσης Τζίμας είναι μέλος της ΚΕ του ΚΚΕ, υπεύθυνος του Τμήματος ΕΒΕ.

1. Κατηγοριοποίηση ΜμΕ στην ΕΕ [σχετικά με τον ορισμό Μμ επιχειρήσεων (2003/361/ΕΚ)].
- Πολύ μικρές επιχειρήσεις: Επιχειρήσεις 0-9 εργαζόμενων με ετήσιο κύκλο εργασιών ή ετήσιο ισολογισμό ως 2 εκατομμύρια ευρώ.
- Μικρές επιχειρήσεις: Επιχειρήσεις 10-49 εργαζόμενων, με ετήσιο κύκλο εργασιών ή σύνολο ετήσιου ισολογισμού ως 10 εκατομμύρια ευρώ.
- Μεσαίες επιχειρήσεις: Επιχειρήσεις 50-249 εργαζόμενων, με ετήσιο κύκλο εργασιών 50 εκατομμυρίων ευρώ ή ετήσιο ισολογισμό ως 43 εκατομμύρια ευρώ.

2. www.microconsulting.gr (επεξεργασία στοιχείων European Commission’s Directorate-General for Enterprise and Industry).

3. «Συμπεράσματα της προεδρίας», Ευρωπαϊκό Συμβούλιο της Σάντα Μαρία Ντα Φέιρα, Ιούνης 2000.

4. Βλ. άρθρο 2014/3 ΚΟΜΕΠ, «Ο ρόλος της κοινοτικής χρηματοδότησης στην ελληνική οικονομία».

5. Έρευνα ΣΕΒ-E&Y, «Οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα», Φεβρουάριος 2018.

6. Έρευνα ΣΕΒ-E&Y, «Οι μεσαίες και μικρές επιχειρήσεις στην Ελλάδα», Φεβρουάριος 2018.

7. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 23ης Οκτωβρίου 2012 σχετικά με τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις (ΜμΕ): «Ανταγωνιστικότητα και επιχειρηματικές ευκαιρίες», 2012/2042 (INI), Οκτώβριος 2012,Επίσημη εφημερίδα τηςΕυρωπαϊκής Ένωσης.

8. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 15ης Ιανουαρίου 2014.
«Για την αναβιομηχανιση της Ευρώπης και την προαγωγή της ανταγωνιστικότητας και της βιωσιμότητας» (2013/2006 (ΙΝΙ), Επίσημη εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

9. Ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου της 4ης Ιουλίου 2018 σχετικά με τον ορισμό των ΜμΕ.

10. «Η εξέλιξη της αγροτικής παραγωγής στην Ελλάδα» (6/2012), «Η εξέλιξη της Κ.Α.Π.» (5/2018).

11. Βλ. Ριζοσπάστης 9 Σεπτεμβρίου 2018.