Η κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής και του αντικομμουνισμού από τη σοσιαλδημοκρατία στη Βενεζουέλα


του Άρη Ευαγγελίδη*

Έχουν περάσει 25 χρόνια από το 1998 που ο Ούγκο Τσάβες κέρδιζε τις εκλογές και αναλάμβανε Πρόεδρος της Βενεζουέλας υποστηριζόμενος από ένα πλατύ μέτωπο πολιτικών δυνάμεων, τότε μεταξύ άλλων και του ΚΚ Βενεζουέλας (PCV), αλλά και λαϊκών δυνάμεων που είχαν απηυδήσει από την προηγούμενη αστική διακυβέρνηση, βίωναν βαθιά και εκτεταμένη φτώχεια και είχαν προσδοκίες από τη νέα διακυβέρνηση.

Πρόκειται για διάστημα υπεραρκετό για την εξέταση των βασικών στοιχείων του χαρακτήρα και της πορείας της λεγόμενης μπολιβαριανής διαδικασίας ή επανάστασης και την εξαγωγή χρήσιμων συμπερασμάτων από τη σκοπιά των εργατικών συμφερόντων και του επαναστατικού εργατικού κινήματος στη χώρα μας και διεθνώς.

Η νίκη του Τσάβες, τότε, λίγα χρόνια μετά την επικράτηση της αντεπανάστασης στην ΕΣΣΔ και στην Ανατολική Ευρώπη, χαιρετίστηκε από την πλειοψηφία των ΚΚ διεθνώς ως διαδικασία που μπορούσε να αποτελέσει την απαρχή επαναστατικών αλλαγών. Και αυτό αφορά σ’ έναν βαθμό και το Κόμμα μας, το οποίο στάθηκε σταθερά στο πλευρό του ΚΚ Βενεζουέλας και εξέφρασε την αλληλεγγύη του στο βενεζουελανικό λαό, ενάντια στις δυνάμεις της ντόπιας αντίδρασης και την επέμβαση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στις εσωτερικές υποθέσεις της Βενεζουέλας.

Το Κόμμα μας συγκέντρωσε την προσοχή του στην ανάπτυξη και ισχυροποίηση του εργατικού κινήματος, παρακολουθώντας κριτικά τις εξελίξεις. Στην πορεία του χρόνου το ΚΚΕ μελέτησε παραπέρα τη δική του ιστορική πείρα, αλλά και του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, προχώρησε και εμβάθυνε τις προγραμματικές επεξεργασίες του, κατέληξε σε σημαντικά συμπεράσματα για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στο 18ο Συνέδριο, επεξεργάστηκε νέο Πρόγραμμα στο 19ο Συνέδριο, κατέκτησε νέα, επαναστατικά εφόδια για την εξέταση σύνθετων εξελίξεων, όπως αυτές στη Βενεζουέλα. Ταυτόχρονα, η ίδια η εξέλιξη της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας στη χώρα αυτή, όπως και σε άλλες χώρες που κυβέρνησαν οι λεγόμενες προοδευτικές κυβερνήσεις, ξεκαθάρισε εδώ και καιρό πως πρόκειται για σοσιαλδημοκρατικής κοπής αστικά καθεστώτα που, για να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του κεφαλαίου σε κάθε χώρα, προσαρμόζονται όλο και αντιδραστικότερα, ενώ δε διστάζουν να χρησιμοποιούν την καταστολή και τις αντικομμουνιστικές διώξεις.

Η Βενεζουέλα ήταν η πρώτη χώρα της Λατινικής Αμερικής όπου αναδείχτηκε τέτοια λεγόμενη προοδευτική κυβέρνηση, ενώ τα επόμενα χρόνια ακολούθησαν οι κυβερνήσεις Μοράλες στη Βολιβία, Λούλα Ντα Σίλβα στη Βραζιλία, Λούνγκο στην Παραγουάη, Ορτέγκα στη Νικαράγουα, Σελάγια στην Ονδούρα, Ταμπάρε Βάσκεζ στην Ουρουγουάη, Ραφαέλ Κορέα στο Εκουαδόρ, Μαουρίσιο Φούνες στο Ελ Σαλβαδόρ. Στην ίδια κατηγορία κατατάσσονται, παρά τις διαφοροποιήσεις, οι κυβερνήσεις της Μισέλ Μπατσελέ στη Χιλή και των Κίρτσνερ στην Αργεντινή.

Το πρώτο κύμα αυτών των κυβερνήσεων ακολούθησε, σε πολλές χώρες, η υποχώρηση και οι εκλογικές ήττες από τα δεξιά-φιλελεύθερα κόμματα, κάτω από το βάρος των συνεπειών της αντιλαϊκής πολιτικής που ακολούθησαν και την αδυναμία τους να επιλύσουν βασικά και οξυμένα λαϊκά προβλήματα, της απογοήτευσης που έσπειρε η σοσιαλδημοκρατία στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα. Τα τελευταία χρόνια έχουμε μερική επάνοδο τέτοιων σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων, με παλιά και νέα σχήματα, σε χώρες όπως Βραζιλία, Αργεντινή, Μεξικό, Χιλή και Κολομβία. Πρόκειται για μια διαδικασία έντονης ενδοαστικής διαπάλης σε κάθε χώρα, που συνδέεται όλο και περισσότερο με την όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα, ανάμεσα σε ΗΠΑ - Κίνα, ενώ εμπλέκονται και άλλοι «παίκτες», όπως η ΕΕ και η Ρωσία. Την τελευταία δεκαετία η Κίνα έχει αναδειχτεί στο μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της πλειοψηφίας των χωρών της Λατινικής Αμερικής, είναι πρώτη σε εξαγωγή κεφαλαίων και επενδύσεις ιδιαίτερα σε κρίσιμες υποδομές, είναι ο μεγαλύτερος εισαγωγέας αγροτικών προϊόντων και πρώτων υλών, κατέχει σημαντικό κομμάτι κρατικού χρέους διάφορων χωρών, π.χ. της Βενεζουέλας.

Η κατάσταση σήμερα είναι πιο σύνθετη σε σχέση με πριν 25 χρόνια, ο κοινός παρονομαστής που είχαν οι «προοδευτικές» κυβερνήσεις, δηλαδή η αμφισβήτηση της έντονης οικονομικής και στρατιωτικής παρέμβασης των ΗΠΑ στην περιοχή, με αιχμή κυρίως την επαναδιαπραγμάτευση παραδοσιακών συμφωνιών που είχαν υπογράψει προηγούμενες αστικές κυβερνήσεις, έχει μετατραπεί σε μεγαλύτερη ευθυγράμμιση με την καπιταλιστική Κίνα, συμμετοχή στην πρωτοβουλία «Μία Ζώνη, Ένας Δρόμος» κ.ά., ενώ εμφανίζονται και αντίρροπες τάσεις από «αριστερές και προοδευτικές» κυβερνήσεις, όπως του Μπόριτς στη Χιλή, του Πέτρο στην Κολομβία και του Ομπραδόρ στο Μεξικό, που επιδιώκουν τη συνεργασία με τις ΗΠΑ, εξέλιξη που δείχνει πως οι αριστερές/σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις υπηρετούν με συνέπεια τα συμφέροντα των αστικών τάξεων των χωρών τους και ανάλογα προσανατολίζονται στις διεθνείς συμμαχίες τους. Οι ΗΠΑ, από τη σκοπιά των δικών τους συμφερόντων, προσπαθούν να ανακτήσουν το χαμένο έδαφος στην περιοχή με πρωτοβουλίες όπως το νομοσχέδιο «Για τη Στρατηγική Ασφαλείας στο Δυτικό Ημισφαίριο» του 2022, που προβλέπει επενδύσεις, στρατιωτική συνεργασία, ενώ αξιοποιεί τα γνωστά προσχήματα περί «ανθρωπίνων δικαιωμάτων» για να παρέμβει στην περιοχή. Ταυτόχρονα και η ΕΕ προσπαθεί να ανοίξει δρόμους για το κεφάλαιό της, χρησιμοποιώντας τη σύνοδο CELAC1 - ΕΕ, στο πλαίσιο της οποίας η Κομισιόν ανακοίνωσε επενδύσεις ύψους 45 δισεκατομμυρίων ευρώ στις χώρες της Λατινικής Αμερικής (Ιούλης 2023).

Ο αντιλαϊκός χαρακτήρας των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων της Λατινικής Αμερικής επιχειρείται να καλυφθεί πίσω από το γεγονός ότι ορισμένες από αυτές διατηρούν καλές σχέσεις με την Κούβα και αντιτάσσονται στον έναν ή τον άλλο βαθμό στον αμερικανικό αποκλεισμό του νησιού, αν και υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για την πραγματική συμβολή τους στην οικονομική στήριξη της Κούβας.

Παράγοντας επίσης που προκαλεί συγχύσεις είναι η στήριξη ή συμμετοχή στις κυβερνήσεις αυτές σειράς κομμουνιστικών κομμάτων, όπως, π.χ., το ΚΚ της Βραζιλίας, το ΚΚ Βολιβίας, το ΚΚ Χιλής, το Κολομβιανικό ΚΚ, το ΚΚ Αργεντινής κ.ά. Όμως, η πολύχρονη διεθνής πείρα τονίζει πως μέσα από τη στήριξη ή συμμετοχή ΚΚ σε σοσιαλδημοκρατικές κυβερνήσεις διευκολύνεται η διαχείριση της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης και η θωράκιση της εξουσίας των μονοπωλίων, δίνεται άλλοθι στις αντιλαϊκές επιλογές αυτών των κυβερνήσεων και δέχεται πλήγμα το εργατικό κίνημα, ενσωματώνεται στο σύστημα και παροπλίζεται.

Η ερμηνεία του χαρακτήρα αυτών των κυβερνήσεων και η στάση των κομμουνιστών απέναντί τους είναι αντικείμενο έντονης ιδεολογικής-πολιτικής αντιπαράθεσης στις τάξεις του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Το ΚΚΕ –όπως και άλλα ΚΚ– προσεγγίζει αυτές τις εξελίξεις με τις θεωρητικές αρχές και τα μεθοδολογικά κριτήρια του μαρξισμού-λενινισμού, το Πρόγραμμα και τις επεξεργασίες του, αξιοποιώντας και τη συσσωρευμένη ιστορική πείρα του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος. Με σαφήνεια τοποθετείται για τον επιζήμιο ρόλο των «αριστερών-προοδευτικών» κυβερνήσεων στο έδαφος του καπιταλισμού και τη συμμετοχή των ΚΚ σε αυτές. Στηριζόμενο στις αρχές του προλεταριακού διεθνισμού, εκφράζει αταλάντευτα την αλληλεγγύη του στο ΚΚ Βενεζουέλας και στο δύσκολο αγώνα του και καταδικάζει απερίφραστα την προσπάθεια δίωξής του.

Στο παρόν άρθρο δεν είναι δυνατό να δοθούν αναλυτικά όλα τα ζητήματα που αφορούν την κοινωνικοοικονομική και πολιτική εξέλιξη και την κατάσταση σήμερα στη Βενεζουέλα, αλλά γίνεται προσπάθεια ν’ αναδειχτούν ορισμένα κρίσιμα ζητήματα.

 

ΒΑΣΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΗ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΥΠΟΒΑΘΡΟΥ ΣΤΗ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑ

Οι κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές εξελίξεις και η ίδια η ταξική πάλη στη Βενεζουέλα, από τις αρχές του 20ού αιώνα μέχρι τις μέρες μας, έχουν στο επίκεντρο την ανάπτυξη, τον έλεγχο της παραγωγής και των εσόδων της πετρελαϊκής βιομηχανίας. Το πετρέλαιο στη Βενεζουέλα, που ακόμα και σήμερα έχει τα μεγαλύτερα κοιτάσματα παγκοσμίως2, ανακαλύφθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1910 υπό το καθεστώς της στρατιωτικής δικτατορίας του Χουάν Βισέντε Γκόμες3. Πρόκειται για την πρώτη εποχή του πυρετού για το «μαύρο χρυσό», με τη Βενεζουέλα να γίνεται διεθνής εξαγωγέας πολύ πριν τις χώρες της Μέσης Ανατολής και του Περσικού Κόλπου.

Η αστική τάξη της Βενεζουέλας και το κράτος της δεν είχαν ούτε τα αναγκαία κεφάλαια για τις τεράστιες επενδύσεις σε σταθερό κεφάλαιο, ούτε την αναγκαία τεχνογνωσία και το τεχνικό-επιστημονικό δυναμικό για την εκμετάλλευση του πετρελαίου. Έτσι, η δικτατορία του Χ. Β. Γκόμες άνοιξε το δρόμο στα ξένα μονοπώλια, κυρίως αμερικανικά, αλλά και ευρωπαϊκά (Standard Oil Company, Chevron, Royal Ducht Shell κ.ά.) να επενδύσουν κεφάλαια στην εξόρυξη και διύλιση των βενεζουελανικών κοιτασμάτων, δρομολογώντας μεγάλες αλλαγές στην κοινωνία της Βενεζουέλας.

Η αστική τάξη της χώρας συγκροτήθηκε, με τη σύγχρονη μορφή της, μέσα από τη διαπάλη και τον ανταγωνισμό για τη συμμετοχή στα έσοδα της πετρελαιοβιομηχανίας. Ένα βασικό τμήμα της εισπράττει έσοδα από τις παραχωρήσεις αδειών εκμετάλλευσης των κοιτασμάτων, συμμετέχει με τα κεφάλαια που συσσωρεύει στη μετοχική σύνθεση των θυγατρικών που ιδρύουν τα ξένα μονοπώλια για την εξόρυξη, διύλιση, μεταφορά και εμπορία του πετρελαίου, ενώ στην πορεία δημιουργήθηκαν και αμιγώς βενεζουελανικά μονοπώλια (Guariven, Taloven, Vistaven κ.ά.). Ένα δεύτερο τμήμα της αστικής τάξης επωφελείται από τη «μονοκαλλιέργεια» της πετρελαιοβιομηχανίας και σε συνεργασία με το κράτος εξασφαλίζει άδειες για να κερδοσκοπεί από την εισαγωγή πάσης φύσης καταναλωτικών προϊόντων, ιδιαίτερα τροφίμων, αφού η αγροτική παραγωγή της Βενεζουέλας κλιμακούμενα σε όλο τον 20ό αιώνα συρρικνώθηκε δραματικά.4 Τέλος, ένα τρίτο μικρότερο τμήμα της έκανε παραγωγικές επενδύσεις, κυρίως ελαφράς βιομηχανίας, συναρμολόγησης μηχανών που εισάγονται, επεξεργασίας τροφίμων κ.ά.5

Παράλληλα, σε μια διαδικασία που έμεινε γνωστή ως η «Έξοδος των Αγροτών», τεράστιες μάζες φτωχών αγροτών αποσπάστηκαν από τα πενιχρά μέσα παραγωγής που διέθεταν, συνέρευσαν στα αστικά κέντρα και στις περιοχές εξόρυξης του πετρελαίου, συγκροτώντας το νέο επαναστατικό υποκείμενο, το σύγχρονο προλεταριάτο της χώρας. Ποιοτικότερο στοιχείο αυτής της διαδικασίας ήταν η ίδρυση του ΚΚ Βενεζουέλας (PCV), το 1931 σε συνθήκες παρανομίας, με τη στήριξη της Κομμουνιστικής Διεθνούς, στην οποία εντάχτηκε το 1935, στο 7ο Συνέδριό της. Το ΚΚ Βενεζουέλας από την πρώτη στιγμή συνδέθηκε και δούλεψε επίμονα μέσα τους εργάτες της πετρελαϊκής βιομηχανίας και μάλιστα τα στελέχη του καθοδηγούν την πρώτη απεργία των εργατών το 1936.

Στη Βενεζουέλα ήδη από τη δεκαετία του 1940, μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, άνοιξε η συζήτηση από τμήματα της αστικής τάξης για την ανάγκη να περάσει σε κρατικό έλεγχο η πετρελαιοβιομηχανία. Μάλιστα, σε εκείνες τις συνθήκες το πρώτο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα της χώρας, Acción Democrática (Δημοκρατική Δράση), και ο ηγέτης του και μετέπειτα Πρόεδρος της χώρας Ρομούλο Μπετανκούρτ, ανέλαβαν να εγγυηθούν τα συμφέροντα των αμερικανικών και άλλων μονοπωλίων και ταυτόχρονα ανέλαβαν ρόλο θεωρητικού και πολιτικού προπαγανδιστή ενάντια στον «κομμουνιστικό κίνδυνο» στη χώρα και την ευρύτερη περιοχή.6 Μάλιστα, όταν η «Δημοκρατική Δράση» ανέλαβε την κυβερνητική ευθύνη το διάστημα 1945-48, όσο και μετά το 19587, πρωταγωνίστησε σε αντικομμουνιστικά μέτρα και καταστολή ενάντια στο ΚΚ Βενεζουέλας. Η σοσιαλδημοκρατία δηλαδή, και στη Βενεζουέλα, έχει αποδείξει προ πολλού τον αντιλαϊκό-αντεπαναστατικό της ρόλο ως βασική αστική πολιτική δύναμη που στηρίζει τις στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου σε κάθε φάση.

Τελικά, η πετρελαϊκή βιομηχανία πέρασε σε κρατικό έλεγχο με την ίδρυση του τεράστιου κρατικού μονοπωλίου Petróleos de Venezuela SA (PDVSA) το 1976, ως διαχειριστική απάντηση της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Acción Democrática στα προβλήματα που δημιούργησε η συγχρονισμένη διεθνής καπιταλιστική κρίση του 1973, γνωστή και ως πετρελαϊκή κρίση. Η κρατικοποίηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας κάθε άλλο παρά σήμανε φιλολαϊκές εξελίξεις για την εργατική τάξη και το λαό, αφού συνέχισε να λειτουργεί με κριτήριο την καπιταλιστική κερδοφορία και την εξυπηρέτηση των διάφορων τμημάτων της αστικής τάξης και των ξένων μονοπωλίων, ενώ στις αρχές της δεκαετίας του 1980 ξεκίνησε πολιτική εξαγωγής κεφαλαίων και εξαγοράς άλλων μονοπωλίων εξόρυξης και διύλισης σε ΗΠΑ, Γερμανία, Καραϊβική κ.α.8

Η διεθνής πτώση των τιμών του πετρελαίου το 1983 πυροδότησε το ξέσπασμα καπιταλιστικής κρίσης στη Βενεζουέλα, με την κυβέρνηση του δεξιού-συντηρητικού κόμματος COPEI (1979-1984) να προχωρά σε κατά μέτωπο επίθεση σε μισθούς, συντάξεις, εργασιακά δικαιώματα, παροχές σε υγεία, παιδεία κ.ά. της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, ενώ σύναψε συμφωνία με το ΔΝΤ. Το 1984 το σοσιαλδημοκρατικό Acción Democrática επανήλθε στην κυβέρνηση συνεχίζοντας στην ίδια γραμμή, με ακόμα σκληρότερα αντιλαϊκά μέτρα και νέα συμφωνία με το ΔΝΤ. Η εργατική-λαϊκή αντίδραση, που κλιμακωνόταν τα προηγούμενα χρόνια, ξέσπασε στα γεγονότα που έμειναν γνωστά ως Caracazo, το Φλεβάρη του 1989. Χιλιάδες διαδηλωτές κατέκλεισαν τους δρόμους του Καράκας και άλλων αστικών κέντρων, ξέσπασαν σκληρές –ακόμη και ένοπλες– συγκρούσεις με την αστυνομία και το στρατό, που η κυβέρνηση διέταξε από την πρώτη στιγμή να καταστείλουν τις διαδηλώσεις. Οι επίσημοι απολογισμοί κάνουν λόγο για 276 νεκρούς, αλλά στην πραγματικότητα οι νεκροί ήταν χιλιάδες.

Τα γεγονότα της δεκαετίας του 1980, με αποκορύφωμα τη σφαγή του Caracazo, απαξίωσαν τις παραδοσιακές αστικές πολιτικές δυνάμεις της Βενεζουέλας και οδήγησαν σε αστάθεια το αστικό πολιτικό σύστημα. Σε αυτές τις συνθήκες αναδείχτηκε στο προσκήνιο ο Ούγκο Τσάβες, επικεφαλής μιας κίνησης αξιωματικών του στρατού με την ονομασία MRB-200 (Επαναστατικό Μπολιβαριανό Κίνημα-200), που προσπάθησε αρχικά με αποτυχημένο πραξικόπημα, το Φλεβάρη του 1992, να αναλάβει την κυβερνητική ευθύνη.

Το 1993 αναδείχτηκε στην κυβέρνηση το κόμμα «Convergencia» (Σύγκλιση) που δημιουργήθηκε ως διάσπαση του συντηρητικού COPEI, χωρίς βεβαίως να δίνει απάντηση στα προβλήματα που ταλάνιζαν το βενεζουελανικό λαό. Ο Τσάβες παρέμεινε στη φυλακή μέχρι το 1994, όταν και αμνηστεύτηκε, διάστημα στο οποίο μεγάλωνε η απήχηση της ρητορείας του στα λαϊκά στρώματα. Το 1996 παρουσίασε την Εναλλακτική Μπολιβαριανή Ατζέντα με βασικούς άξονες τον «ανθρώπινο καπιταλισμό», την ανασυγκρότηση της πετρελαϊκής βιομηχανίας και μια δέσμη μέτρων ανακούφισης του λαού, χωρίς ποτέ και πουθενά να θέτει θέμα σοσιαλισμού, αντίθετα, τον αρνιόταν. Έτσι, στις προεδρικές εκλογές του 1998, υποστηριζόμενος από έναν πλατύ συνασπισμό δυνάμεων, αναδείχτηκε στον προεδρικό θώκο.

Το γεγονός πως ο Ούγκο Τσάβες στηρίχτηκε από τη μεγάλη πλειοψηφία των Ενόπλων Δυνάμεων της Βενεζουέλας αλλά και ορισμένους «βετεράνους» του αστικού πολιτικού συστήματος (Λουίς Μικιλένα, Χοσέ Βισέντε Ρανκέλ κ.ά.) φανερώνει πως σημαντικά τμήματα της αστικής τάξης βρήκαν στην πολιτική και στο πρόσωπό του αυτό που θα ενσωμάτωνε τη λαϊκή δυσαρέσκεια και θα αποσοβούσε παραπέρα «περιπέτειες» από την παρέμβαση του λαϊκού παράγοντα.

 

ΚΡΙΣΙΜΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Στη βάση της ερμηνείας των συγκεκριμένων χαρακτηριστικών της καπιταλιστικής ανάπτυξης που διαμορφώθηκαν στη Βενεζουέλα, αναπτύχθηκε και η ιδεολογικοπολιτική συζήτηση μέσα στην εργατική τάξη, στο Κομμουνιστικό Κόμμα και στην προσπάθεια διαμόρφωσης της στρατηγικής του, ευρύτερα στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα και στις μαζικές οργανώσεις, συζήτηση στην οποία παρενέβαιναν αστικές δυνάμεις και κάθε λογής τάσεις και οργανώσεις του οπορτουνιστικού ρεύματος.

Όπως και στη χώρα μας και σε άλλα καπιταλιστικά κράτη που υπήρξαν σχετικές καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του καπιταλισμού, εμφανίστηκαν λαθεμένες ερμηνείες για τις ανισότιμες σχέσεις ανάμεσα στα καπιταλιστικά κράτη. Στη Βενεζουέλα επικράτησαν απόψεις που θεωρούν ότι ο «βενεζουελανικός καπιταλισμός» δεν είναι τυπικός, κλασικός, αλλά «ραντιέρικος καπιταλισμός9, γεγονός με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά ανάμεσα στις διαδικασίες καπιταλιστικής συσσώρευσης που αναπτύχθηκαν στον κόσμο»10, ότι η αστική τάξη είναι μια «παρασιτική και αναποτελεσματική επιχειρηματική τάξη»11. Ταυτόχρονα, πως η αστική τάξη χωρίζεται σε «εθνική» και σε «ξενόδουλη», με βάση το τι στάση κρατάει κάθε τμήμα της απέναντι στις ΗΠΑ, και θεωρούν ότι υπάρχει δυνατότητα συμμαχιών ανάμεσα στην εργατική τάξη και στην «εθνική» αστική τάξη. Επικράτησε η αντίληψη που θεωρεί το ζήτημα των ανισότιμων σχέσεων με τις ΗΠΑ ως την αιτία των προβλημάτων καθυστέρησης της καπιταλιστικής οικονομίας. Στην πραγματικότητα, η προγενέστερη καπιταλιστική καθυστέρηση ανοίγει το δρόμο για τη διείσδυση του ξένου κεφαλαίου. Ταυτόχρονα, η επικράτηση του ξένου κεφαλαίου οδηγεί στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, παρότι μπορεί να σημαίνει καθυστερήσεις στην ανάπτυξη ορισμένων κλάδων της οικονομίας, εν προκειμένω πέραν όσων σχετίζονταν με το πετρέλαιο. Σε κάθε περίπτωση, οι απόψεις που επικράτησαν ουσιαστικά παραγνωρίζουν το διαλεκτικό χαρακτήρα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, αυτονομούν τις σχέσεις εξάρτησης και αλληλεξάρτησης από τις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και την πάλη για την ανατροπή τους.

Τέτοιες στρατηγικές προσεγγίσεις δεν είναι καινούργιες για το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα, χρονολογούνται από την εποχή της διαμόρφωσης της στρατηγικής της Κομμουνιστικής Διεθνούς και εκδηλώθηκαν ακόμα και σε χώρες με προωθημένη καπιταλιστική ανάπτυξη. Σε καμία περίπτωση δεν αποτελούν αποκλειστικότητα της Βενεζουέλας, ενώ ακόμα και σήμερα τα περισσότερα ΚΚ της Λατινικής Αμερικής θεωρούν αναγκαία μια αστικοδημοκρατική - αντιιμπεριαλιστική διαδικασία για την επίλυση των προβλημάτων καθυστέρησης - εξάρτησης, η οποία πρέπει να προηγηθεί της σοσιαλιστικής επανάστασης, ανάγοντας την τελευταία στη «Δευτέρα Παρουσία».

Όπως σημείωναν οι Μαρξ - Ένγκελς στο Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος το 1848: «Η μεγάλη βιομηχανία δημιούργησε την παγκόσμια αγορά, που είχε προετοιμάσει η ανακάλυψη της Αμερικής. Η παγκόσμια αγορά έδωσε μια τεράστια ανάπτυξη στο εμπόριο, στη ναυτιλία, στα μέσα συγκοινωνίας της ξηράς.»12 Η ανάπτυξη της αποικιοκρατίας του 19ου αιώνα, δηλαδή της κατάκτησης νέων εδαφών από τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις, πρώτα απ’ όλα τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία, τη Γερμανία, τις ΗΠΑ, αλλά και τη Ρωσία, στις περιοχές της Αφρικής, της Αμερικής, της Ωκεανίας, της Ασίας, οδήγησε στην επιτάχυνση της ανάπτυξης των καπιταλιστικών σχέσεων σε αυτές τις περιοχές, αλλά και στην εξάπλωση του καπιταλισμού σε όλο τον κόσμο. Ο Μαρξ ανέλυε στο κείμενό του «Οι συνέπειες της βρετανικής κυριαρχίας στην Ινδία» (1853): «Η Αγγλία έχει να εκπληρώσει διπλή αποστολή στην Ινδία: Η μία είναι καταστροφική, η άλλη είναι αναγεννητική –να εκμηδενίσει την παλιά ασιατική κοινωνία και να θέσει τις βάσεις της δυτικής κοινωνίας στην Ασία.»13

Το πέρασμα στο ιμπεριαλιστικό στάδιο του καπιταλισμού, που χαρακτηρίζεται από την προτεραιότητα στην εξαγωγή κεφαλαίων σε σχέση με την εξαγωγή εμπορευμάτων, έδωσε ακόμα μεγαλύτερη ώθηση στην ανάπτυξη των καπιταλιστικών σχέσεων στις αποικιακές ή μισο-αποικιακές χώρες, στο τράβηγμα όλων των χωρών του κόσμου στη «δίνη του καπιταλισμού». Ο Λένιν, στο έργο του Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, παραθέτει το εξής χαρακτηριστικό απόσπασμα από το έργο του Χίλφερντινγκ Το χρηματιστικό κεφάλαιο: «Επαναστατικοποιούνται ριζικά οι παλιές κοινωνικές σχέσεις, σπάει η χιλιόχρονη αγροτική απομόνωση “των εθνών που έμειναν έξω από την Ιστορία”, τα έθνη αυτά τραβιούνται στη δίνη του καπιταλισμού. Ο ίδιος ο καπιταλισμός δίνει λίγο-λίγο στους υποδουλωμένους τα μέσα και τους τρόπους για την απελευθέρωσή τους. Και οι υποδουλωμένοι προβάλλουν τον ίδιο σκοπό που κάποτε φαινόταν στα ευρωπαϊκά έθνη ανώτερος απ’ όλους: Τη δημιουργία ενιαίου εθνικού κράτους σαν μέσου για την οικονομική και πολιτιστική ελευθερία.»14 Η διάλυση του αποικιακού συστήματος μέσα στον 20ό αιώνα και η ύπαρξη σήμερα 193 κρατών επιβεβαιώνει αυτήν τη διαπίστωση.

Η επικράτηση του καπιταλισμού διεθνώς, και μάλιστα στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξής του, προφανώς δε σημαίνει ότι αυτό πραγματοποιήθηκε παντού ενιαία και ισόμετρα. Αντίθετα, ως αποτέλεσμα του νόμου της ανισόμετρης ανάπτυξης, σε ορισμένες χώρες οι καπιταλιστικές σχέσεις αναπτύχθηκαν πιο γρήγορα, ενώ σε άλλες πιο καθυστερημένα. Ταυτόχρονα, η ύπαρξη τόσο βαθιάς ανισομετρίας στο εσωτερικό αυτών των κοινωνιών δεν αναιρεί τον καπιταλιστικό τους χαρακτήρα, και μάλιστα στο μονοπωλιακό στάδιο ανάπτυξής του.

Οι διαφορετικές ιστορικές συνθήκες στην καπιταλιστική ανάπτυξη κάθε χώρας αποτυπώνονται στο βαθμό της ανισομετρίας των κλάδων παραγωγής και τομέων της οικονομίας, με πιο οξυμένο τρόπο σε αυτές που «τραβήχτηκαν στον καπιταλισμό» μέσω της αποικιοκρατίας. Αντικειμενικά, τα μεγαλύτερα κεφάλαια έχουν μεγαλύτερη δυνατότητα για μια τέτοια άνοδο, χρησιμοποιώντας πρώτα απ’ όλα νέα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματα, νέες μεθόδους οργάνωσης της παραγωγής. Καπιταλιστικές οικονομίες με μεγαλύτερη συγκριτικά παραγωγικότητα της εργασίας, οι πιο ανταγωνιστικές δηλαδή οικονομίες, καταφέρνουν να εξασφαλίζουν πρόσθετο κέρδος και να κατακτούν μεγαλύτερα μερίδια στο πλαίσιο της παγκόσμιας αγοράς.

Βέβαια, μακροπρόθεσμα, ακόμη και με τις πιο ανισότιμες διακρατικές σχέσεις, η εισροή ξένων κεφαλαίων φέρνει την καπιταλιστική ανάπτυξη, έστω και βαθιά ανισόμετρη. Ενισχύεται η εγχώρια αστική τάξη και αρχίζει να διεκδικεί καλύτερους όρους μέσα στον περιφερειακό ή και στο διεθνή συσχετισμό. Ανακατατάξεις ανάμεσα σε τμήματα της εγχώριας αστικής τάξης μπορούν να προκαλέσουν ανακατατάξεις και ως προς την αναζήτηση εξωτερικών συμμάχων, ακόμα και με την επιλογή διαφορετικών ιμπεριαλιστικών κέντρων, για εμπορικές, γενικότερα οικονομικές σχέσεις, όπως έγινε με τις χώρες της Λατινικής Αμερικής σε σχέση με την Κίνα τις τελευταίες δεκαετίες.

Και οι σχέσεις εξάρτησης και αλληλεξάρτησης ανάμεσα σε καπιταλιστικά κράτη τροποποιούνται, δε μένουν ανεπηρέαστες από την πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης, χωρίς βέβαια να αναιρείται η ανισοτιμία στη βάση της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης της κάθε χώρας που διαμορφώνει τη θέση της στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Σήμερα, για παράδειγμα, χώρες της Λατινικής Αμερικής όπως η Αργεντινή, η Βραζιλία και το Μεξικό εντάσσονται στους G20, αναβάθμισαν τη θέση τους σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο, έχουν διευρυμένες δυνατότητες εξαγωγής κεφαλαίων κλπ.

Το σημαντικότερο πρόβλημα που γέννησαν αυτές οι αντιλήψεις στη στρατηγική πολλών ΚΚ είναι ότι στην ουσία υποτιμάται ο χαρακτήρας της εποχής μας ως εποχής περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό και κυριαρχεί ο προσδιορισμός του χαρακτήρα της επανάστασης με κριτήριο τη θέση μιας καπιταλιστικής χώρας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα. Δηλαδή λαθεμένα υιοθετούνται ως κριτήρια για τον προσδιορισμό του χαρακτήρα της επανάστασης το χαμηλότερο επίπεδο ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων μιας χώρας, σε σχέση με το πιο υψηλό που είχαν φτάσει οι ηγετικές δυνάμεις στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα.

Γράφει ο Λένιν χαρακτηριστικά, απαντώντας σε απόψεις που υποστήριζαν το αδύνατο της σοσιαλιστικής επανάστασης στη Ρωσία λόγω υστέρησής της σε σχέση με την πιο ανεπτυγμένη καπιταλιστική Ευρώπη:

«Αν για τη δημιουργία του σοσιαλισμού απαιτείται ένα ορισμένο επίπεδο πολιτισμού (αν και κανένας δεν μπορεί να πει ποιο είναι ακριβώς αυτό το ορισμένο επίπεδο πολιτισμού, γιατί κάθε δυτικοευρωπαϊκό κράτος έχει και διαφορετικό επίπεδο), τότε γιατί δεν μπορούμε να αρχίσουμε πρώτα απ’ την κατάκτηση με επαναστατικό τρόπο των προϋποθέσεων γι’ αυτό το ορισμένο επίπεδο και μετά πια, βασισμένοι στην εργατοαγροτική εξουσία και στο σοβιετικό καθεστώς, να προχωρήσουμε για να φτάσουμε τους άλλους λαούς;»15

Η στρατηγική η οποία στο όνομα του «υποανάπτυκτου», ανισόμετρου, εξαρτημένου κλπ. «εθνικού» καπιταλισμού προτάσσει ένα ενδιάμεσο στάδιο για την «απεξάρτηση», την «εθνική ολοκλήρωση» της κάθε χώρας παραβλέπει ότι ο χαρακτήρας της εποχής του μονοπωλιακού καπιταλισμού έχει διεθνή διάσταση, ανεξάρτητα από τις διαφοροποιήσεις των καπιταλιστικών χωρών στο βαθμό και στον τρόπο ωρίμανσης των υλικών προϋποθέσεων για το σοσιαλισμό. Στην εποχή του ιμπεριαλισμού οξύνεται η βασική αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας σε κάθε καπιταλιστική χώρα. Η συγκέντρωση και επέκταση της εργατικής τάξης και γενικότερα της μισθωτής εργασίας, που αποτελεί την κύρια παραγωγική δύναμη, είναι ο βασικός δείκτης ωρίμανσης του καπιταλισμού.

Παραπέρα, στον καπιταλισμό δεν μπορεί να υπάρξει ισόμετρη ανάπτυξη της οικονομίας, κυριαρχεί η αναρχία της καπιταλιστικής παραγωγής, παρά τον αστικό κρατικό σχεδιασμό. Κριτήριο για τη μετακίνηση κεφαλαίων από έναν κλάδο σε άλλον, από έναν τομέα σε άλλον, είναι η εξασφάλιση του μέγιστου κέρδους. Δυσαναλογίες ανάμεσα σε διάφορους κλάδους της καπιταλιστικής οικονομίας παρατηρούνται σε όλα τα καπιταλιστικά κράτη, όπως και στη σύγχρονη καπιταλιστική Ελλάδα. Η βαθύτερη ανισομετρία υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να είναι παράγοντας όξυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων. Το γεγονός αυτό δε δικαιολογεί συμμαχία εργατικών και αστικών δυνάμεων για διακυβέρνηση υπεράσπισης ενός «παραγωγικού μοντέλου» του καπιταλισμού έναντι ενός «μη παραγωγικού, παρασιτικού μοντέλου».

Με άλλα λόγια, και στο ζήτημα της όποιας καπιταλιστικής υστέρησης, της όποιας ανισομετρίας, η απάντηση από τη σκοπιά της εργατικής τάξης είναι ο σοσιαλισμός. Οι ανώτερες σοσιαλιστικές σχέσεις παραγωγής, ο κεντρικός επιστημονικός σχεδιασμός της οικονομίας, μπορούν να δώσουν μεγάλη ώθηση και ν’ απελευθερώσουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων σε κάθε χώρα, να αναιρέσουν την κληρονομημένη από τον καπιταλισμό ανισομετρία με κριτήριο και σκοπό την ικανοποίηση των ολοένα και διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Αυτό άλλωστε απέδειξε τόσο η θετική πείρα της Οκτωβριανής Επανάστασης και της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ τις πρώτες δεκαετίες, όσο και η αρνητική πείρα των τελευταίων δεκαετιών πριν την αντεπανάσταση.

 

ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΘΗΜΑΤΑ ΤΟΥ «ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ ΤΟΥ 21ΟΥ ΑΙΩΝΑ» ΚΑΙ ΤΟΥ «ΜΠΟΛΙΒΑΡΙΑΝΟΥ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟΥ»

Οι σοσιαλδημοκρατικές δυνάμεις που πλαισίωσαν εξαρχής τον κρατικό μηχανισμό και τις κυβερνήσεις από τη στιγμή που ο Ούγκο Τσάβες αναδείχτηκε Πρόεδρος της Βενεζουέλας είχαν ανάγκη το ανάλογο «ριζοσπαστικό» ιδεολογικό αφήγημα, ιδιαίτερα στην πορεία ίδρυσης του κυβερνώντος Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Βενεζουέλας (PSUV) το 2007, σχεδόν μία δεκαετία από την άνοδο του Τσάβες στην εξουσία.

Βεβαίως, χρειάζεται να έχουμε υπόψη πως η σύγχρονη σοσιαλδημοκρατία στη Βενεζουέλα, όπως και ευρύτερα στη Λατινική Αμερική, αποτελεί ένα ιδιότυπο μωσαϊκό και δεν είναι ομοιογενής. Σ’ αυτήν περιλαμβάνονται τμήματα παραδοσιακών «ποπουλιστικών» (λαϊκίστικων) δυνάμεων, εθνικιστές, κλασικές σοσιαλδημοκρατικές-ρεφορμιστικές δυνάμεις, πρώην αντάρτικα κινήματα με αντιαμερικανικό προσανατολισμό, τμήματα του οπορτουνιστικού ρεύματος προερχόμενα από διασπάσεις του κομμουνιστικού κόμματος σε προηγούμενες δεκαετίες, μαοϊκοί κ.ά. Χαρακτηριστικά, είναι πολλά τα στελέχη από κόμματα όπως το οπορτουνιστικό Κίνημα για το Σοσιαλισμό (MAS - διάσπαση του ΚΚ Βενεζουέλας τη δεκαετία του 1970), το αντισοβιετικό Κόμμα της Βενεζουλανικής Επανάστασης (PRV - διάσπαση του ΚΚ Βενεζουέλας το 1966), αλλά και το εθνικιστικό κόμμα Δημοκρατική Ρεπουμπλικανική Ένωση, που ανέλαβαν κορυφαίες ευθύνες στις κυβερνήσεις του PSUV και στην PDVSA.

Το βασικό ιδεολογικό σχήμα που υιοθετήθηκε είναι πως η «Μπολιβαριανή Επανάσταση», η νίκη του Τσάβες στις εκλογές και η διακυβέρνηση έκτοτε, αποτελεί συνέχεια, είναι ένα ακόμα επεισόδιο της εθνικής ολοκλήρωσης, κυριαρχίας και ανεξαρτησίας, μιας ενιαίας διαδικασίας που ξεκίνησε με την αστική επανάσταση στην οποία ηγήθηκε ο Σιμόν Μπολίβαρ16 από το 1810 έως το 1830, και συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Τότε ο εχθρός ήταν η φεουδαρχική Ισπανική Αυτοκρατορία, σήμερα είναι ο αμερικανικός ιμπεριαλισμός. Ο μαρξισμός-λενινισμός αναγνωρίζει αναντίρρητα την τεράστια σημασία των αστικών επαναστάσεων στην κοινωνική εξέλιξη, τον επαναστατικό ρόλο της αστικής τάξης στην εποχή της μετάβασης από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Τέτοια ήταν η επανάσταση της οποίας ηγήθηκε ως πολιτικο-στρατιωτικός ηγέτης ο Μπολίβαρ και οδήγησε στη διαμόρφωση του έθνους-κράτους της Βενεζουέλας και άλλων κρατών. Η εποχή αυτή όμως έχει παρέλθει αμετάκλητα και ανεπίστρεπτα, η αστική τάξη είναι αντιδραστική δύναμη, εμπόδιο στην κοινωνική εξέλιξη, βρίσκεται στη θέση που βρισκόταν η φεουδαρχία στην εποχή των αστικών επαναστάσεων. Ο καπιταλισμός έχει φτάσει στο μονοπωλιακό, ανώτατο στάδιο ανάπτυξής του, τον ιμπεριαλισμό, και σαπίζει. Βρισκόμαστε στην εποχή περάσματος από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, ο χαρακτήρας της επανάστασης καθορίζεται από τη βασική αντίθεση που καλείται να λύσει, δηλαδή την αντίθεση κεφαλαίου-εργασίας, η εργατική τάξη είναι η μόνη επαναστατική τάξη –φορέας νέων κοινωνικών σχέσεων– η επανάσταση θα είναι σοσιαλιστική-εργατική. Αυτές τις θεμελιώδεις αλήθειες του επιστημονικού κομμουνισμού έρχεται τελικά να αλλοιώσει και να θολώσει ο χαρακτηρισμός «Μπολιβαριανή Επανάσταση» στη διαδικασία που βρίσκεται σε εξέλιξη στη Βενεζουέλα, στην οποία η αστική τάξη ζει και βασιλεύει.

Επιπρόσθετα, η αντιιμπεριαλιστική συνθηματολογία που χρησιμοποιείται από το κυβερνητικό κόμμα και την κυβέρνηση της Βενεζουέλας δεν είναι τεκμήριο μιας συνεπούς αντιιμπεριαλιστικής γραμμής. Στην πραγματικότητα, στη χώρα αυτή, όπως και σε άλλες χώρες της Λατινικής Αμερικής, πίσω από αυτήν τη συνθηματολογία προβάλλουν τα συμφέροντα τμημάτων της αστικής τάξης που επιδιώκουν να αναβαθμίσουν τη θέση τους στον ενδοαστικό ανταγωνισμό και στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, με στόχους αλλαγής των πολιτικών και οικονομικών όρων στις σχέσεις κυρίως με το ΔΝΤ και τις ΗΠΑ, με προσανατολισμό την ενίσχυση των διεθνών πολιτικών και οικονομικών σχέσεων της Βενεζουέλας με την Κίνα, τη Ρωσία, τους BRICS.

Ο συνεπής αντιιμπεριαλιστικός αγώνας εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων, αντιτίθεται στον ιμπεριαλισμό ως μονοπωλιακό καπιταλισμό και σε αυτό το πλαίσιο αντιπαλεύει και τις ανισότιμες σχέσεις σε διεθνές επίπεδο.

Η διαπάλη αυτή αποτυπώνεται ανάγλυφα σήμερα στις εξελίξεις που αφορούν τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία. Από τη μία, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας υιοθετεί τα προσχήματα και τα επιχειρήματα της ρωσικής κυβέρνησης και αποθεώνει τα συνθήματα περί «πολυπολικού κόσμου» ενώ, από την άλλη, το ΚΚ Βενεζουέλας και η ΚΝ Βενεζουέλας υπέγραψαν την Κοινή Ανακοίνωση των Κομμουνιστικών Κομμάτων ενάντια στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο, που εκδόθηκε με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, του ΚΚ Εργαζομένων Ισπανίας, του ΚΚ Μεξικού και του ΚΚ Τουρκίας και έχει υπογραφεί από 44 Κομμουνιστικά Κόμματα και 30 Κομμουνιστικές Νεολαίες.

Το ΚΚ Βενεζουέλας ασκεί κριτική στις δυνάμεις του λεγόμενου προοδευτισμού, που αποκρύπτουν το οικονομικό περιεχόμενο των πολιτικοστρατιωτικών αντιπαραθέσεων μεταξύ των καπιταλιστικών χωρών, αντιπαραθέσεις τις οποίες παρουσιάζουν ως μια αφηρημένη σύγκρουση μεταξύ δύο ανταγωνιστικών μπλοκ: Από τη μια του «ιμπεριαλιστικού ηγεμονισμού» των ΗΠΑ και της ΕΕ, από την άλλη του «πολυπολικού» και «πολυκεντρικού κόσμου», που εκπροσωπούν Ρωσία και Κίνα. Και ενώ στην πράξη αναδεικνύεται ότι η όξυνση της αντιπαράθεσης μεταξύ των καπιταλιστικών δυνάμεων διεξάγεται για τον έλεγχο των αγορών και των πλουτοπαραγωγικών πηγών και η εργατική τάξη, όπου Γης, καλείται να υπερασπιστεί τα δικά της αυτοτελή συμφέροντα στη διεθνή ταξική πάλη, να μην πάρει θέση υπέρ της μίας ή της άλλης από τις αντίπαλες καπιταλιστικές πλευρές στον παγκόσμιο ανταγωνισμό.

Κεντρικό ζήτημα των σοσιαλδημοκρατικών θέσεων στη Βενεζουέλα και σε άλλα κράτη της Λατινικής Αμερικής είναι ο λεγόμενος «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα», (ή για τη Βενεζουέλα) η εκδοχή του «μπολιβαριανού σοσιαλισμού» ο οποίος δεν έχει καμία σχέση με τις αρχές του μαρξισμού-λενινισμού, τις νομοτέλειες της σοσιαλιστικής επανάστασης και οικοδόμησης της νέας κοινωνίας. Αντίθετα, στο λεγόμενο «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» κυριαρχεί ο θεωρητικός εκλεκτικισμός, ένα θολό συνονθύλευμα ετερόκλητων και ασυμβίβαστων ιδεολογικών στοιχείων. Όπως αναφέρεται χαρακτηριστικά στις Θεμελιακές Αρχές του Ενωμένου Σοσιαλιστικού Κόμματος Βενεζουέλας, «... υιοθετώντας ως οδηγό τη σκέψη και τη δράση των επαναστατών και σοσιαλιστών της Λατινικής Αμερικής και του κόσμου, όπως ο Χοσέ Μαρτί, ο Ερνέστο Τσε Γκεβάρα, ο Χοσέ Κάρλος Μαριάτεγι, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Μαρξ, ο Φρίντριχ Ένγκελς, ο Λένιν, ο Τρότσκι, ο Γκράμσι, ο Μάο Τσε Τουνγκ» και παρακάτω «την κοσμοθεωρία των Ινδιάνων, των Αφροαμερικανών, του Χριστιανισμού και της Θεολογίας της Απελευθέρωσης»17. Μάλιστα γίνεται προσπάθεια τεκμηρίωσης αυτής της θεωρητικής σαλάτας, στη λογική πως ο μαρξισμός-λενινισμός είναι πολύ «ευρωκεντρικός», δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις στις αναζητήσεις των λαών της Λατινικής Αμερικής, δεν παίρνει υπόψη τις εθνικές και περιφερειακές ιδιαιτερότητες κλπ. Πρόκειται δηλαδή για σαθρά επιχειρήματα που ανοίγουν διάπλατα την πόρτα στην αναθεώρηση όλης της επαναστατικής ουσίας του μαρξισμού-λενινισμού.

Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να διαβάσει κανείς σελίδες επί σελίδων που κλίνουν σε όλες τις πτώσεις τον όρο «επανάσταση», αλλά δε θα διαβάσει πουθενά το κυριότερο: Κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής, κοινωνικοποίησή τους υπό τον έλεγχο του εργατικού κράτους, της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ο «σοσιαλισμός του 21ου αιώνα», σύμφωνα με τις απόψεις δύο ηγετικών στελεχών του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος της Βενεζουέλας (PSUV) Αλί Ροδρίγες Αράκε και Αλμπέρτο Μουγέρ Ρόχας, στηρίζεται στην αναδιανομή του πλούτου από το κράτος, δεν απαγορεύει την ίδρυση και δράση του ιδιωτικού κεφαλαίου, αφού «είναι μια διαδικασία που δεν περιορίζει τις οικονομικές ελευθερίες, καθώς θεωρεί ότι ο ανταγωνισμός είναι δημοκρατικός υπό τον όρο να είναι σαφής και να μην οδηγεί στη δημιουργία ολιγοπωλίων ή μονοπωλίων», «δεν πέφτει στο λάθος να θεωρεί ότι μπορεί να επιβληθεί μέσω της δικτατορίας του προλεταριάτου», έχει ως σκοπό «τη διεύρυνση του δημόσιου χώρου», «ανάπτυξη του παραγωγικού μηχανισμού στο πλαίσιο μιας βιώσιμης οικονομίας μέσω της δημιουργίας νέων –δημόσιων, κοινοτικών και ιδιωτικών– επιχειρήσεων και την ενίσχυση των ήδη υπαρχουσών».18 Όχι τυχαία, σήμερα ο Πρόεδρος της Βενεζουέλας, Νικολάς Μαδούρο, αποκαλεί την Κίνα πρότυπο οικονομικής ανάπτυξης που πρέπει να ακολουθήσει και η χώρα του.

Ως απόρροια αυτού του θεμελιώδους ζητήματος, οι διάφοροι αυτοί χαρακτηρισμοί του σοσιαλισμού, «του 21ου αιώνα», «του Μπολίβαρ», «των Άνδεων», πέρα από επιμέρους διαφορές και παραλλαγές, συγκλίνουν στα εξής βασικά χαρακτηριστικά:

  • Την απόρριψη και το διαχωρισμό από την εμπειρία της σοσιαλιστικής οικοδόμησης στην ΕΣΣΔ και σε άλλες χώρες της Ανατολικής Ευρώπης, με την υιοθέτηση μηδενιστικών απόψεων, ακόμα και τροτσκιστικής κοπής ισχυρισμών για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση στον 20ό αιώνα.
  • Την άρνηση του πρωτοπόρου ρόλου της εργατικής τάξης και την αναζήτηση νέων επαναστατικών υποκειμένων στα νέα «κοινωνικά κινήματα», στους αυτόχθονες πληθυσμούς κ.α.
  • Την άρνηση της επαναστατικής κατάληψης της εξουσίας, του τσακίσματος του αστικού κράτους και, αντί αυτού, την αποθέωση των αστικών κοινοβουλευτικών διαδικασιών που μπορούν να οδηγήσουν στις προοδευτικού τύπου κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού.

Τα παραπάνω στοιχεία είναι που οδηγούν τμήματα του οπορτουνιστικού ρεύματος στην Ελλάδα (τμήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, της ΛΑΕ κ.ά.) αλλά και διεθνώς, π.χ. το ICOR19, διάφορες τροτσκιστικές οργανώσεις κ.ά., να στηρίζουν άκριτα το «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα» και την «Μπολιβαριανή Επανάσταση», θεωρώντας πως δικαιώνει και ενσαρκώνει τις αντιλήψεις τους περί σταδίων και ιδιαίτερα περί «μεταβατικών προγραμμάτων».

 

Η ΚΑΤΡΑΚΥΛΑ ΤΗΣ ΣΟΣΙΑΛΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΚΑΙ Η ΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑΣ

Η κυβέρνηση Τσάβες προχώρησε εξαρχής στον πλήρη κρατικό έλεγχο της PDVSA και άλλων στρατηγικών τομέων (ηλεκτρική ενέργεια, τράπεζες κ.ά.) και αναδιένειμε την πίτα των εσόδων από το πετρέλαιο ανάμεσα στα τμήματα του κεφαλαίου, αποκλείοντας σε μεγάλο βαθμό τα αμερικανικά συμφέροντα και τα τμήματα του κεφαλαίου που είχαν οικονομικούς και πολιτικούς δεσμούς μαζί τους. Αυτή η διαδικασία έδωσε ώθηση σε νέα τμήματα της αστικής τάξης που αναδείχτηκαν ως «μπολιβαριανή μπουρζουαζία» και ταυτόχρονα έφερε την κυβέρνηση της Βενεζουέλας σε αντιπαράθεση και σύγκρουση με τις κυβερνήσεις των ΗΠΑ, τμήματα του εγχώριου κεφαλαίου και τις αντίστοιχες πολιτικές δυνάμεις. Όλα αυτά τα χρόνια οι ΗΠΑ προσπάθησαν ποικιλοτρόπως να ασκήσουν πιέσεις, να υπονομεύσουν και να ανατρέψουν τις κυβερνήσεις της Βενεζουέλας, με αποκορύφωμα τις δύο αποτυχημένες απόπειρες πραξικοπημάτων, την πρώτη το 2002 ενάντια στον Τσάβες και τη δεύτερη το 2019 ενάντια στον Μαδούρο.

Οι κυβερνήσεις του Τσάβες, στηριζόμενες στα κρατικά έσοδα από το πετρέλαιο, ακολούθησαν μια σοσιαλδημοκρατική/επεκτατική συνταγή διαχείρισης του καπιταλισμού, πήραν μέτρα ενίσχυσης της ζήτησης και της κατανάλωσης μέσω της σχετικής ενίσχυσης της αγοραστικής δύναμης και των εισοδημάτων, ιδιαίτερα του πιο εξαθλιωμένου τμήματος του λαού, πήραν μέτρα για την καταπολέμηση της ακραίας φτώχειας και για την άμβλυνση των κραυγαλέων κοινωνικών ανισοτήτων. Ακολουθήθηκε η πολιτική των «Μπολιβαριανών Αποστολών», δηλαδή προγράμματα κυρίως εθελοντικής εργασίας, σε αρκετές περιπτώσεις με τη συμμετοχή του στρατού, μέσα από τα οποία επιδιώχτηκε η αντιμετώπιση του αναλφαβητισμού, η παροχή ιατρικής βοήθειας στις φτωχογειτονιές, η οργάνωση συσσιτίων, η οικοδόμηση νέων σπιτιών με προνομιακούς όρους χρηματοδότησης για τους φτωχούς, η εκπαίδευση στη χρήση ηλεκτρονικών υπολογιστών κ.ά.

Η πολιτική αυτή ανακούφισε προσωρινά τους όρους ζωής ενός τμήματος του λαού, όμως ούτε μόνιμη ήταν, ούτε μπόρεσε να δώσει απάντηση στα τεράστια οξυμένα λαϊκά προβλήματα, την εκτεταμένη φτώχεια και την εξαθλίωση, πολύ περισσότερο δεν αποτέλεσε ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα. Η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης συνεχίστηκε απρόσκοπτα από το εγχώριο, το διεθνές, το κρατικό και το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Αντίστοιχα, έγιναν μεταρρυθμίσεις και στο θεσμικό-πολιτικό εποικοδόμημα, το Σύνταγμα της χώρας κ.ά., που όμως δεν αναίρεσαν τον αστικοδημοκρατικό τους χαρακτήρα. Τα Λαϊκά Συμβούλια που δημιουργήθηκαν δεν αποτέλεσαν όργανα λαϊκής εξουσίας, ενώ στο βαθμό που λειτουργούν ακόμα έχουν εκφυλιστεί σε κομματικό μηχανισμό του PSUV. Ομάδες πολιτοφυλακών που δημιουργήθηκαν για την «υπεράσπιση της επανάστασης» σήμερα χρησιμοποιούνται για το χτύπημα λαϊκών κινητοποιήσεων και ιδιαίτερα του ΚΚ Βενεζουέλας.

Το διάστημα 2013-2019 στη Βενεζουέλα, επί προεδρίας Μαδούρο, ξέσπασε βαθιά καπιταλιστική κρίση και η χώρα απώλεσε το 70% του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (ΑΕΠ), σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία.20 Η βαθιά καπιταλιστική κρίση, που οξύνθηκε παραπέρα από τις κυρώσεις των ΗΠΑ, φανέρωσε τα όρια της επεκτατικής/σοσιαλδημοκρατικής διαχείρισης που υιοθετούσε η κυβέρνηση βασιζόμενη στα έσοδα από τις εξαγωγές πετρελαίου και την οδήγησε να περάσει σε περιοριστική διαχείριση και νεοφιλελεύθερα/περιοριστικά μέτρα για να διαχειριστεί την κρίση υπέρ του κεφαλαίου και με θύμα το λαό. Από το 2018 η κυβέρνηση του PSUV κλιμακώνει τα αντιλαϊκά μέτρα με βασικούς άξονες: Το τσάκισμα των μισθών, την κατάργηση των Συλλογικών Συμβάσεων, τη διάλυση των εργασιακών σχέσεων, τις ιδιωτικοποιήσεις δημόσιων εταιριών και υπηρεσιών, τη δημιουργία Ειδικών Οικονομικών Ζωνών και τις επιδοτήσεις προς το κεφάλαιο. Η κατάσταση που έχει διαμορφωθεί για τα εργατικά-λαϊκά στρώματα είναι τραγική, κυριαρχούν η φτώχεια, η ανέχεια και η εξαθλίωση, πάνω από το 75% του λαού ζει σε συνθήκες μεγάλης φτώχειας, ο βασικός μισθός κυμαίνεται γύρω στα 10 δολάρια μηνιαίως. Ο τεράστιος πληθωρισμός21 εξαϋλώνει τις όποιες ονομαστικές αυξήσεις των μισθών. Τεράστιο είναι και το φαινόμενο της αύξησης της εγκληματικότητας ιδιαίτερα στις φαβέλες περιφερειακά των αστικών κέντρων, αλλά και της διαφθοράς, που αγγίζει τα ανώτατα κλιμάκια του κράτους και ιδιαίτερα της PDVSA.

Σε αυτό το πλαίσιο, διάφορες αστικές δυνάμεις και τμήματα του κεφαλαίου, σε συνεργασία με την κυβέρνηση των ΗΠΑ, ξεκίνησαν να απεργάζονται σχέδια ανατροπής της κυβέρνησης του PSUV, φτάνοντας μέχρι το αποτυχημένο πραξικόπημα του 2019 με επικεφαλής τον αχυράνθρωπο των ΗΠΑ, Χουάν Γκουαϊδό. Η κυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ άρχισε από το 2017 να επιβάλλει εμπορικές κυρώσεις και περιορισμούς στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της Βενεζουέλας, που κλιμακώθηκαν μετά το 2019 και το αποτυχημένο πραξικόπημα.

Σήμερα, η κυβέρνηση Μπάιντεν φαίνεται να ανοίγει διόδους συνεννόησης με την κυβέρνηση του PSUV, στο πλαίσιο της αναζήτησης εναλλακτικών πηγών Ενέργειας, με δεδομένα τα προβλήματα που προκαλεί στην παγκόσμια αγορά ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος στην Ουκρανία. Αντίστοιχα, η κυβέρνηση της Βενεζουέλας βρίσκεται σε ένα συνεχές αλισβερίσι με τη μερίδα των αστικών πολιτικών δυνάμεων που διατηρούν ισχυρούς δεσμούς με τις ΗΠΑ και με τις οποίες από κοινού ψηφίζει αντιλαϊκά μέτρα στο κοινοβούλιο, εξέλιξη που έχει οδηγήσει σε χαλάρωση ορισμένων εκ των κυρώσεων που έχουν επιβάλει οι ΗΠΑ. Πρόσφατα επιτράπηκε η επαναδραστηριοποίηση του αμερικανικού μονοπωλίου της Chevron σε μικτό σχήμα με την κρατική PDVSA, στο οποίο μάλιστα πρόεδρος διορίστηκε Αμερικανός. Πρόκειται για ένα σύνθετο παζάρι που θα κλιμακωθεί μπροστά στις προεδρικές εκλογές στη Βενεζουέλα το 2024.

Η κλιμάκωση της αντιλαϊκής πολιτικής συνοδεύεται με την κλιμάκωση της καταστολής των εργατικών-λαϊκών αγώνων και διεκδικήσεων για το μισθό και συνολικά τα εργατικά-λαϊκά δικαιώματα. Είναι δεκάδες οι καταγγελίες, μάλιστα και πολύ πρόσφατες, για συλλήψεις και κυριολεκτικά απαγωγές, από τις κρατικές Αρχές ασφαλείας, συνδικαλιστών και απλών εργαζόμενων που συμμετείχαν σε αγώνες σε χώρους δουλειάς ή και απλά διαμαρτυρήθηκαν για τους όρους και τις συνθήκες δουλειάς. Στους συλληφθέντες απαγγέλλονται πλαστές και εξωφρενικές κατηγορίες για εθνική προδοσία, τους κατηγορούν ότι είναι πράκτορες της CIA, υφίστανται σωματικά και ψυχολογικά βασανιστήρια, με σκοπό να εκβιάσουν, να τρομοκρατήσουν τους εργαζόμενους και να επιβάλουν σιγή νεκροταφείου στους χώρους δουλειάς, να αποτρέψουν την ανάπτυξη αγώνων.

 

Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΙ Ο ΑΓΩΝΑΣ ΤΟΥ ΚΚ ΒΕΝΕΖΟΥΕΛΑΣ

Το ΚΚ Βενεζουέλας είναι ένα κόμμα με μακρά αγωνιστική παράδοση, με εμπειρία από ένοπλη πάλη τη δεκαετία του 1960 (μάλιστα και τότε σε συνθήκες σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης του Acción Democrática), με πραγματικούς δεσμούς με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, το οποίο παρά τις αντιφάσεις στην πολιτική του έχει δώσει και δίνει θαρραλέες μάχες για την υπεράσπιση των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων και για την υπεράσπιση της ιδεολογικής, πολιτικής και οργανωτικής του αυτοτέλειας.

Ιστορικής σημασίας υπήρξε η μάχη την περίοδο της ίδρυσης του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Βενεζουέλας υπό τον Ούγκο Τσάβες το 2007, όταν το ΚΚ Βενεζουέλας δέχτηκε ασφυκτικές πιέσεις για να αυτοδιαλυθεί και να διαχυθεί στον υπό ίδρυση σοσιαλδημοκρατικό σχηματισμό. Ξέσπασε έντονη εσωκομματική διαπάλη, με το οπορτουνιστικό τμήμα που υποστήριζε τη διάλυση του ΚΚ να μειοψηφεί και τελικά να αποχωρεί για να αναλάβει κυβερνητικά και κρατικά πόστα. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Χεσούς Φαρία22, τότε μέλος του ΠΓ του ΚΚ Βενεζουέλας, διετέλεσε στη συνέχεια υπουργός και σήμερα πρωταγωνιστεί στη συκοφαντική και αντικομμουνιστική επίθεση ενάντια στο ΚΚ.

Η πολιτική του ΚΚ Βενεζουέλας, μέσα στη γενικότερη κατάσταση που είχε διαμορφωθεί, για πολλά χρόνια επιχειρούσε να συγκεράσει την υπεράσπιση των εργατικών-λαϊκών συμφερόντων, την εναντίωση στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις των ΗΠΑ και των συμμάχων τους, με τη στήριξη της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, μέσα από πλατιούς εκλογικούς συνασπισμούς, στις δομές του εργατικού-λαϊκού κινήματος κ.ά., χωρίς να συμμετέχει στην κυβέρνηση, ασκώντας κριτική σε αντεργατικούς, αντιλαϊκούς νόμους, πιστεύοντας ότι με τη στάση του μπορούσε να ασκήσει πιέσεις, να συμβάλει στη διεύρυνση των δικαιωμάτων του λαού.

Οι αντιφάσεις της πολιτικής του ΚΚ Βενεζουέλας έχουν να κάνουν με το γεγονός ότι μέσα στις σύνθετες, πολύ δύσκολες, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της Βενεζουέλας την τελευταία 25ετία επιδίωκε να διαμορφώσει τη στρατηγική του για τη σοσιαλιστική επανάσταση, ωστόσο ακόμα βαραίνει η αντίληψη των σταδίων σε προγραμματικό επίπεδο και η αντίστοιχη πολιτική συμμαχιών. Βεβαίως, το πρόσφατο 16ο Συνέδριό του (Νοέμβρης 2022) αποτέλεσε ένα σαφές βήμα προς τα εμπρός. Μέσα από τη σκληρή πείρα της πραγματικότητας που ζει ο λαός της Βενεζουέλας την τελευταία δεκαετία, τους αγώνες για την υπεράσπιση της ζωής του λαού και την κλιμακούμενη αντικομμουνιστική επίθεση της σοσιαλδημοκρατίας, ωρίμαζε εδώ και χρόνια και τελικά επικυρώθηκε με συνεδριακή απόφαση η ρήξη με το PSUV και τις πολιτικές του, με τη γραμμή που ονομάστηκε «Πλατιά εργατική-λαϊκή ενότητα για να υπερνικήσουμε την επίθεση του κεφαλαίου». Το πόσο θα εμβαθύνει και θα κατοχυρωθεί παραπέρα αυτός ο προσανατολισμός, θα κριθεί στη ζωή και την ταξική πάλη.

Την Παρασκευή 11 Αυγούστου 2023, το κατάπτυστο σχέδιο απαγόρευσης του ΚΚ Βενεζουέλας, που εδώ και καιρό προωθούν το αστικό κράτος, η σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση και το κυβερνητικό PSUV, πέρασε στην τελική ευθεία για την εφαρμογή του. Το Ανώτατο Δικαστήριο (TSJ) ανακοίνωσε πως κάνει δεκτή την προσφυγή της ομάδας προβοκατόρων που αποτελείται από ελάχιστα πρώην μέλη του ΚΚ και κατά βάση κρατικά/κυβερνητικά στελέχη, και διατάζει την καθαίρεση της ηγεσίας του ΚΚ Βενεζουέλας και το διορισμό νέας, δοτής ηγεσίας από την ομάδα προβοκατόρων. Το ΚΚ Βενεζουέλας έχει ήδη διατρανώσει σε όλους τους τόνους πως απορρίπτει την επέμβαση του αστικού κράτους στις εσωτερικές του υποθέσεις και πως θα υπερασπιστεί την ιδεολογική, πολιτική και οργανωτική του αυτοτέλεια με κάθε κόστος, ενώ έχει κάνει μαζικές συγκεντρώσεις για την υπεράσπιση του Κόμματος. Η διορισμένη δοτή ψευτο-ηγεσία, χρησιμοποιώντας τα σύμβολα του Κόμματος, ήδη με την πρώτη ανακοίνωσή της διακηρύττει πως το ΚΚ Βενεζουέλας επανέρχεται στη στήριξη της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης, πράγμα που έχει ιδιαίτερη στόχευση μπροστά στις επικείμενες προεδρικές εκλογές το 2024. Στην ίδια κατεύθυνση, δεν αποκλείεται οι Αρχές να προχωρήσουν σε συλλήψεις στελεχών, κατάσχεση των κτηρίων, των οικονομικών πόρων, υφαρπαγή της εφημερίδας κλπ. του ΚΚ Βενεζουέλας, δηλαδή να περάσει πλήρως στην παρανομία.

Το ΚΚΕ από την πρώτη στιγμή καταδίκασε απερίφραστα την απαράδεκτη, αντιδραστική και αντικομμουνιστική απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου που φέρνει σε πέρας, κατά παραγγελία, τις αποφάσεις της κυβέρνησης του PSUV. Το ΚΚΕ θα συνεχίσει να εκφράζει τη διεθνιστική του αλληλεγγύη και να στηρίζει το ΚΚ Βενεζουέλας, την Κεντρική Επιτροπή, το ΓΓ, σύντροφο Όσκαρ Φιγκέρα, όλα τα μέλη του και τους αγώνες του για την υπεράσπιση των συμφερόντων και των δικαιωμάτων της εργατικής τάξης και του λαού της Βενεζουέλας. Το Κόμμα μας απορρίπτει κάθε μόρφωμα που μπορεί να εμφανιστεί με το όνομα και τα σύμβολα του ΚΚ Βενεζουέλας και θα αποτελεί μαριονέτα της σοσιαλδημοκρατικής κυβέρνησης και του κράτους της Βενεζουέλας.

 

ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Το παράδειγμα της μάχης που δίνει το ΚΚ Βενεζουέλας ενάντια στην κυβερνώσα «προοδευτική» σοσιαλδημοκρατία είναι ευρύτερης σημασίας και απήχησης για το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα. Αποδεικνύει πως δεν είναι νομοτέλεια ο παροπλισμός, ο οπορτουνιστικός εκφυλισμός, η ενσωμάτωση στη διαχείριση του καπιταλισμού και στον κοινοβουλευτισμό για τα ΚΚ, ακόμα και σε συνθήκες σαν κι αυτές που διαμορφώθηκαν στη Βενεζουέλα. Όσο υπάρχουν ζωντανές εργατικές δυνάμεις με πίστη στις αρχές της ταξικής πάλης, μπορούν να ανοίγονται δρόμοι, μέσα από διαπάλη και αναπόφευκτα «μπρος-πίσω», για την υπόθεση της εργατικής τάξης.

Το ΚΚΕ όλα αυτά τα χρόνια διατηρεί θερμές και ειλικρινείς συντροφικές σχέσεις με το ΚΚ Βενεζουέλας, συζητώντας και τις ιδεολογικοπολιτικές διαφορές, αναπτύσσοντας κοινή δράση σε διμερές και πολυμερές επίπεδο και συνεργασία, ιδιαίτερα μέσα από τη Διεθνή Κομμουνιστική Επιθεώρηση. Για το ΚΚΕ η στήριξη και η αλληλεγγύη στο ΚΚ Βενεζουέλας ενάντια στις αντικομμουνιστικές διώξεις είναι θέμα αρχών και θα σταθεί σε αυτό το καθήκον ανυποχώρητα, αξιοποιώντας όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του. Το Κόμμα μας, μαζί με άλλα κομμουνιστικά κόμματα, έχει πάρει ήδη πολλές πρωτοβουλίες που έχουν υποστηριχτεί από δεκάδες κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα διεθνώς.

Ακριβώς γιατί το ΚΚΕ δρα στη βάση αρχών, όλα αυτά τα χρόνια καταδικάζει και καταγγέλλει την ιμπεριαλιστική επιθετικότητα των ΗΠΑ ενάντια στη Βενεζουέλα, τις προσπάθειες πραξικοπηματικής ανατροπής της κυβέρνησής της, καθώς και τις κάθε λογής οικονομικές κυρώσεις, ενώ εκφράζει διαρκώς την αλληλεγγύη του στο λαό της Βενεζουέλας.

Ωστόσο, είναι σαφές πως η αλληλεγγύη προς το ΚΚ Βενεζουέλας από το διεθνές κίνημα δεν είναι δεδομένη. Υπάρχουν πολλά ΚΚ, ιδιαίτερα στη Λατινική Αμερική, που στην αντίληψή τους η κυβέρνηση της Βενεζουέλας είναι «επαναστατική» και οικοδομεί το «σοσιαλισμό του 21ου αιώνα». Βλέποντας τη μεγάλη εικόνα, γίνεται φανερό πως η διαπάλη γύρω από το ΚΚ Βενεζουέλας αποτελεί τμήμα της ευρύτερης διαπάλης για τη στρατηγική του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος, ιδιαίτερα σε συνθήκες κλιμάκωσης ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου όπως αυτός που διεξάγεται στην Ουκρανία, αλλά και του ανταγωνισμού για την πρωτοκαθεδρία στο παγκόσμιο ιμπεριαλιστικό σύστημα ανάμεσα σε ΗΠΑ και Κίνα. Υπάρχουν, για παράδειγμα, κόμματα που συμμετέχουν στις Διεθνείς Συναντήσεις Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων που θεωρούν αντιιμπεριαλιστικό το κράτος όχι μόνο της Βενεζουέλας, αλλά και της Τουρκίας –μέλος του ΝΑΤΟ– του αντιδραστικού θεοκρατικού καθεστώτος του Ιράν κ.ά.

Δεν προκαλεί καμία έκπληξη πως το PSUV, ένα κυβερνητικό κόμμα εξουσίας, εντάχτηκε εξαρχής στη λεγόμενη «Παγκόσμια Αντιιμπεριαλιστική Πλατφόρμα (ΠΑΠ)», μαζί με διάφορες παντελώς άγνωστες ομάδες και οργανώσεις, αλλά και ορισμένα ΚΚ. Η ΠΑΠ, στο σύντομο διάστημα ύπαρξής της, έχει αποδείξει πως η αποστολή της, πέρα από τη στήριξη της ρωσικής και κινεζικής αστικής τάξης στην αντιπαράθεση και τη σύγκρουσή τους με τις ΗΠΑ και τους συμμάχους τους, έχει βασικό σκοπό τη συκοφάντηση και τη χυδαία πολεμική ενάντια στο ΚΚΕ. Δεν είναι η πρώτη φορά που το PSUV εμπλέκεται σε τέτοιες τυχοδιωκτικές προσπάθειες. Είναι γνωστή η προσπάθεια του Ούγκο Τσάβες να ηγηθεί της δημιουργίας της λεγόμενης «5ης Διεθνούς» στην οποία προέβλεπε να συμμετέχουν ΚΚ, κάθε λογής οπορτουνιστικές δυνάμεις και αστικά κόμματα, πράγμα που βεβαίως δεν προχώρησε.

Η κλιμάκωση των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών θα υπεισέρχεται όλο και περισσότερο στη διαπάλη και τη στάση των ΚΚ, στο βαθμό που υπάρχουν κόμματα που διαλέγουν το ένα ή το άλλο στρατόπεδο. Ταυτόχρονα, και στα δύο αυτά στρατόπεδα θα δυναμώνει ο αντικομμουνισμός και η καταστολή των εργατικών-λαϊκών αγώνων. Δεν είναι μόνο η Βενεζουέλα, είναι ο αντικομμουνισμός και οι διώξεις σε χώρες της ΕΕ, στην Πολωνία, ο διαχρονικός υστερικός αντικομμουνισμός των ΗΠΑ, στην ίδια την Ουκρανία, ο αντικομμουνισμός του Πούτιν και της ρωσικής αστικής τάξης, η καταστολή των εργατών στο Καζακστάν κ.ά.

Σε αυτές τις σύνθετες συνθήκες το ΚΚΕ, αξιοποιώντας τη μεγάλη πείρα που έχει συγκεντρώσει, τις επεξεργασίες και το Πρόγραμμά του, τη δράση του, θα συνεχίσει ανυποχώρητα να δουλεύει για την επαναστατική ανασυγκρότηση του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Άρης Ευαγγελίδης είναι μέλος του Τμήματος Διεθνών Σχέσεων της ΚΕ του ΚΚΕ.

  1. Κοινότητα Κρατών Λατινικής Αμερικής και Καραϊβικής, διεθνής οργανισμός που ιδρύθηκε το 2011, στον οποίο συμμετέχουν 33 κράτη της περιοχής.
  2. «Πετρέλαιο: Πώς διαμορφώνεται ο παγκόσμιος χάρτης των αποθεμάτων», Οικονομικός Ταχυδρόμος, 25.4.2023, https://www.ot.gr/2023/04/25/energeia/petrelaio/petrelaio-oi-10-koryfaies-xores-me-ta-megalytera-apothemata/
  3. Στρατιωτικός δικτάτορας της Βενεζουέλας από το 1908 μέχρι το 1935. Θεωρείται διαμορφωτής του αστικού κράτους της χώρας, της συγκεντρωτικής εξουσίας, του μηχανισμού διοίκησης, του στρατού κ.ά.
  4. Η Βενεζουέλα σήμερα έχει τη μικρότερη συμμετοχή της αγροτικής οικονομίας στο ΑΕΠ απ’ όλη τη Λατινική Αμερική, στο ύψος του 4%, ενώ αγρότες είναι το 7% του πληθυσμού.
  5. Ο ανταγωνισμός της αστικής τάξης πήρε και οργανωτική μορφή. Τα τμήματα που συνδέονταν με το πετρέλαιο και τις εισαγωγές συσπειρώθηκαν στη Fedecámaras (Ομοσπονδία Εμπορικών Επιμελητηρίων της Βενεζουέλας), ενώ όσα δραστηριοποιούνται σε άλλου τύπου παραγωγικές επενδύσεις στην αντίστοιχη Pro Venezuela.
  6. Η γραμμή αυτή του Ρομούλο Μπετανκούρτ αποτυπώθηκε στα έργα του Βενεζουέλα, ένα πετρελαϊκό εργοστάσιο (1954) και Βενεζουέλα, πολιτική και πετρέλαιο (1956).
  7. Από το 1948 μέχρι το 1958 μεσολάβησε στρατιωτική δικτατορία εθνικιστικού-αντικομμουνιστικού χαρακτήρα, ενώ το ΚΚ Βενεζουέλας ήταν στην παρανομία.
  8. Ορισμένα μόνο: Citgo Petroleum (ΗΠΑ), Ruhr Oel and Gas (Γερμανία), Nynas AB Petroleum (Σουηδία), θαλάσσιες πλατφόρμες εξόρυξης της Chevron στην Αρούμπα κ.ά.
  9. Καπιταλισμός των εισοδηματιών.
  10. Αλί Ροδρίγες Αράκε - Αλμπέρτο Μούγερ Ρόχας, Ο σοσιαλισμός της Βενεζουέλας και το κόμμα που θα τον προωθήσει, έκδοση του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Βενεζουέλας – PSUV. Στα ελληνικά από τις εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα, 2009, σελ. 32.
  11. Ό.π., σελ. 26.
  12. Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 27.
  13. Κ. Μαρξ - Φρ. Ένγκελς, Η αποικιοκρατία στην Ασία (Ινδία - Περσία - Αφγανιστάν) 1853, εκδ. Άγρα, σελ. 52.
  14. Β. Ι. Λένιν, Ιμπεριαλισμός, ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 141.
  15. Β. Ι. Λένιν, Για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 531, 533.
  16. Σημαντικός αστός επαναστάτης, γνωστός και ως «El Libertador» (Ο Απελευθερωτής). Οι πόλεμοι των οποίων ηγήθηκε οδήγησαν στην απελευθέρωση των εδαφών που σήμερα αποτελούν τη Βενεζουέλα, την Κολομβία, το Εκουαδόρ, το Περού, τον Παναμά και τη Βολιβία.
  17. Το Κόκκινο Βιβλίο, Θεμελιακές Αρχές, Ενωμένο Σοσιαλιστικό Κόμμα Βενεζουέλας, εκδ. Ταξιδευτής, Αθήνα, 2015, σελ. 34.
  18. Αλί Ροδρίγες Αράκε - Αλμπέρτο Μούγερ Ρόχας, Ο σοσιαλισμός της Βενεζουέλας και το κόμμα που θα τον προωθήσει, έκδοση του Ενιαίου Σοσιαλιστικού Κόμματος Βενεζουέλας – PSUV. Στα ελληνικά από τις εκδ. ΚΨΜ, Αθήνα, 2009, σελ. 48.
  19. Διεθνής Συντονισμός Επαναστατικών Κομμάτων και Οργανώσεων, μορφή διεθνούς συνεργασίας οπορτουνιστικών, κυρίως μαοϊκής καταγωγής κομμάτων, που δημιουργήθηκε το 2010.
  20. Το τεράστιο αυτό ποσοστό πτώσης του ΑΕΠ, ακόμα και για χώρα που είναι σε πόλεμο, χρήζει παραπέρα ερμηνείας η οποία ξεπερνάει αυτό το άρθρο. Ορισμένα μόνο στοιχεία: Το διάστημα αυτό η τιμή του βαρελιού του βενεζουελανικού πετρελαίου έπεσε κατά 78%, η παραγωγή πετρελαίου μειώθηκε κατά 63%, απαξιώθηκαν και έκλεισαν σημαντικές παραγωγικές μονάδες ιδιαίτερα στη διύλιση πετρελαίου. Αυξήθηκε ραγδαία η παραοικονομία, η «μαύρη οικονομία» που δεν αποτυπώνεται στους επίσημους δείκτες, ενώ την ίδια περίοδο περίπου 7 εκατομμύρια άνθρωποι, οι περισσότεροι εργαζόμενοι, εγκατέλειψαν τη χώρα και μετανάστευσαν σε αναζήτηση καλύτερης ζωής.
  21. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της κυβέρνησης, το 2022 έκλεισε με πληθωρισμό 234% έναντι 686% το 2021, ενώ το 2018 ήταν 130.000%.
  22. Πρόκειται για άλλο πρόσωπο από τον Χεσούς Φαρία Τορτόσα, ιστορικό ΓΓ της ΚΕ του ΚΚ Βενεζουέλας από το 1951 έως το 1985. Βεβαίως είναι γιος του.