Η κληρονομιά του Φιντέλ και η διεθνιστική αλληλεγγύη*


του Βασίλη Όψιμου

Το 1961, δύο χρόνια μετά το θρίαμβο της Κουβανικής Επανάστασης, ο Φιντέλ επισήμανε σε συνέντευξή του: «Είναι αλήθεια ότι υπάρχουν τμήματα της βιομηχανικής αστικής τάξης που είναι ενάντια, σε ορισμένες περιπτώσεις και πολύ ενάντια, στον ιμπεριαλισμό, λόγω του ανταγωνισμού. Τα ίδια όμως αυτά τμήματα μισούν τους εργάτες ακόμα περισσότερο για ταξικούς λόγους. Μεταξύ των μονοπωλίων των ΗΠΑ και των εθνικών αστικών τάξεων μπορεί να υπάρχουν προσωρινές συγκρούσεις και αντιπαραθέσεις, αλλά όχι μια πραγματική συνολική πάλη. Δεν υπάρχει μεταξύ τους κάποια ιστορική ασυμβατότητα (…). Στον αιώνα μας οι προνομιούχες τάξεις δεν μπορούν πια να συμμετέχουν σε πραγματικές επαναστάσεις, πολύ περισσότερο να τις καθοδηγούν (…).»

Ο κουβανικός λαός, κάτω από την καθοδήγηση του Φιντέλ και του Κομμουνιστικού Κόμματος Κούβας, πραγματοποίησε στο έπακρο το διεθνιστικό του καθήκον: Ανέτρεψε τη δικτατορία του Μπατίστα, ολόκληρη την κρατική εξουσία της αστικής τάξης, κατάργησε τα θεμέλια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στη χώρα.

Η κληρονομιά του Φιντέλ και η πρακτική της Κουβανικής Επανάστασης αποτελούν ένα πανίσχυρο όπλο για τα λαϊκά επαναστατικά κινήματα σε ολόκληρο τον κόσμο. Ο ιμπεριαλισμός και η διεθνής αστική τάξη έχουν όμως επίσης από τη μεριά τους μελετήσει πολύ προσεκτικά αυτήν την κληρονομιά και αυτήν την πρακτική, προκειμένου να είναι πιο αποτελεσματικοί στο αντιπάλεμα των επαναστατικών κινημάτων, στην αποτροπή εμφάνισης περισσότερων επαναστατικών εστιών όπως η Κούβα.

Φυσικά, η αστική τάξη σε κάθε χώρα δε σταματάει ποτέ να χρησιμοποιεί όλα τα βίαια μέσα που έχει στη διάθεσή της, όλους τους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους, προκειμένου να συντρίψει το λαϊκό κίνημα. Ο ελληνικός λαός έχει μια πλούσια εμπειρία σε αυτόν τον τομέα: Περιορισμός των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων, απαγόρευση διαδηλώσεων, ηλεκτρονική παρακολούθηση χιλιάδων αγωνιστών από το κράτος, διάχυση στρατιωτικών βάσεων σε ολόκληρη τη χώρα και συμμετοχή σε ιμπεριαλιστικές σταυροφορίες (από την Ουκρανία, στο Αφγανιστάν και στην Αφρική). Μια βίαιη καμπάνια ενάντια στο λαϊκό κίνημα, που διεξάγεται τόσο από την ελληνική αστική τάξη όσο και από τους συνεταίρους της στην ιμπεριαλιστική αντιδραστική συμμαχία της ΕΕ, το δίδυμο αδελφάκι του ιμπεριαλισμού των Γιάνκηδων.

Οι αστικές τάξεις έχουν όμως ένα ακόμα πανίσχυρο όπλο στη διάθεσή τους: Όχι μόνο το «μαστίγιο», αλλά και το «καρότο», τις διάφορες μεθόδους για την «ειρηνική» ενσωμάτωση του λαϊκού κινήματος, το σπρώξιμό του στην ανώδυνη κατεύθυνση της διαχείρισης του καπιταλισμού, κάτω από τις όμορφες, αλλά κενές περιεχομένου φρασούλες περί «κοινωνικής δικαιοσύνης», «αναδιανομής εισοδήματος», «φιλικής προς το περιβάλλον ανάπτυξης» κλπ. Εδώ, μια από τις πιο επικίνδυνες για το λαϊκό κίνημα αντιλήψεις είναι αυτή που θεωρεί ως αναγκαία τη δημιουργία διάφορων τύπων «προοδευτικών» ή «αριστερών» κυβερνήσεων, που υποτίθεται ότι μπορούν να βοηθήσουν στο να απαλύνουν τα πιο επείγοντα προβλήματα των λαϊκών μαζών και να αλλάξουν το συσχετισμό των δυνάμεων προς όφελος των εκμεταλλευόμενων.

Στην πραγματικότητα, κάθε κυβέρνηση συνιστά δομικό στοιχείο της υπάρχουσας πολιτικής εξουσίας. Ο χαρακτήρας της καθορίζεται από το χαρακτήρα αυτής της εξουσίας, από την κοινωνική τάξη που έχει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής στην κάθε δεδομένη κοινωνία.

Κατά τη διάρκεια του 20ού αιώνα ο στόχος για «αριστερές-προοδευτικές» κυβερνήσεις, που θα αναλάμβαναν υπουργικά χαρτοφυλάκια δίχως την επαναστατική ανατροπή της αστικής εξουσίας και την απαλλοτρίωση των μέσων παραγωγής των καπιταλιστών, υιοθετήθηκε ως «μεταβατικός» πολιτικός στόχος από μια βεντάλια πολιτικών δυνάμεων, περιλαμβανομένων και κομμουνιστικών κομμάτων. Υποστηρίχτηκε σε πολλές περιπτώσεις ότι μια τέτοια κυβέρνηση θα μπορούσε να διευκολύνει την πάλη για τη σοσιαλιστική επανάσταση, ικανοποιώντας ταυτόχρονα ορισμένες από τις πιο επείγουσες λαϊκές ανάγκες. Μετά το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ, το 1956, παρόμοιες αντιλήψεις και πρακτικές γενικεύτηκαν στην πλειοψηφία του κομμουνιστικού κινήματος. Θεωρήθηκε ότι είχαν καθολική εφαρμογή σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες, κάτω από το μανδύα των ψευτο-θεωριών περί «ειρηνικής μετάβασης στο σοσιαλισμό».

Η ιστορική πείρα έχει αποδείξει ότι όλες αυτές οι κυβερνήσεις, ανεξάρτητα από τις προθέσεις όσων τις στήριζαν, όχι μόνο φάνηκαν ανίκανες να ανοίξουν το δρόμο προς την ανατροπή του καπιταλισμού, αλλά ούτε κατάφεραν να πετύχουν σταθερές κατακτήσεις προς όφελος των θεμελιωδών συμφερόντων των λαϊκών μαζών. Τα ΚΚ που υποστήριξαν και συμμετείχαν σε τέτοιες κυβερνήσεις βρέθηκαν στην πορεία βαθιά αφοπλισμένα: Πολιτικά, ιδεολογικά και οργανωτικά.

Η ιστορική πορεία των κομμάτων του επονομαζόμενου «ευρωκομμουνισμού» αποτελεί ξεκάθαρο παράδειγμα. Είναι χαρακτηριστική η κυβέρνηση του «Δημοκρατικού Κόμματος της Αριστεράς» στην Ιταλία, με τον Massimo D’ Alema ως πρωθυπουργό την περίοδο 1988-2000. Το 1999, όταν η αντιδραστική συμμαχία του ΝΑΤΟ ξεκίνησε τη βάρβαρη επίθεσή της ενάντια στη Γιουγκοσλαβία, αυτή η «προοδευτική» κυβέρνηση (ο μεταλλαγμένος επίγονος του ιστορικού ΙΚΚ) ακολούθησε κατά γράμμα όλες τις δεσμεύσεις της Ιταλίας στο ΝΑΤΟ, μετατρέποντάς την στο πιο σημαντικό έδαφος εξαπόλυσης των βομβαρδισμών ενάντια στη Γιουγκοσλαβία.

Η Ελλάδα έχει τις δικές της τραγικές εμπειρίες από τέτοιες κυβερνήσεις στο έδαφος του καπιταλισμού, που θεωρήθηκαν ως δρόμος φιλολαϊκών εξελίξεων. Στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, το Κόμμα μας, το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, παρά το γεγονός ότι είχε παίξει τον κεντρικό, ηγεμονικό ρόλο στο αντιστασιακό κίνημα, που ήλεγχε μέσω του Εθνικού Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού πάνω από το 90% της έκτασης της χώρας, συμφώνησε να συμμετάσχει σε μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» με τα απαξιωμένα αστικά πολιτικά κόμματα. Το έκανε κάτω από την υιοθέτηση της προβληματικής στρατηγικής των «σταδίων» και τη λαθεμένη προσμονή ότι οι ισχυρές πολιτικές και στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν υπό την καθοδήγησή του θα μπορούσαν να αποτρέψουν την οποιαδήποτε προσπάθεια της αστικής τάξης να στρέψει τις εξελίξεις σε αντιδραστική κατεύθυνση. Αποδείχτηκε όμως για μία ακόμη φορά ότι η διατήρηση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στα χέρια της αστικής τάξης δε συνιστά κάποιο ασήμαντο ζήτημα, δεν αποτελεί κάτι με το οποίο μπορεί κάποιος να αστειεύεται. Τα αποτελέσματα ήταν καταστροφικά για το λαϊκό κίνημα στη χώρα μας, με δεκάδες χιλιάδες νεκρούς, εκτελεσμένους ή στην πολιτική εξορία και προσφυγιά.

Το ΚΚΕ έχει βγάλει σημαντικά συμπεράσματα από την ιστορική αυτή πείρα, συμπεράσματα που είναι κυριολεκτικά ποτισμένα με αίμα. Το 2015, όταν η καπιταλιστική οικονομική κρίση είχε προκαλέσει αναταράξεις στο υπάρχον κομματικό πολιτικό σύστημα και το μικρό οπορτουνιστικό κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ προβαλλόταν παγκόσμια ως μια «προοδευτική» καινοτομία, το ΚΚΕ έμεινε αταλάντευτο στις επίμονες εκκλήσεις να συμμετάσχει στην αστική κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Προειδοποιήσαμε ότι η νέα κυβέρνηση θα ακολουθούσε το ίδιο μονοπάτι με τις παλιότερες, ότι θα συνέχιζε και θα βάθαινε τις πολιτικές που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των μονοπωλίων και θα διατηρούσε την πρόσδεση της χώρας μας σε ΝΑΤΟ και ΕΕ. Είναι αλήθεια ότι η θέση μας αυτή οδήγησε σε μια εκλογική οπισθοχώρηση του Κόμματός μας στο αμέσως επόμενο διάστημα, αλλά η ανάλυσή μας, που βασιζόταν στα διδάγματα τέτοιων «αριστερών» κυβερνήσεων σε ολόκληρο τον κόσμο, αποδείχτηκε στέρεη. Μπροστά στη χρεοκοπία τόσο των «προοδευτικών» όσο και των «νεοφιλελεύθερων» εκδοχών της αστικής πολιτικής, η θέση μας απέναντι σε κάθε είδους αστική κυβέρνηση αποτελεί σήμερα ένα αιχμηρό πολιτικό εργαλείο για το λαϊκό κίνημα στη χώρα μας.

Συμπερασματικά, θεωρούμε ότι όλες οι μεγάλες επαναστάσεις παγκόσμια, από την Οκτωβριανή Επανάσταση που άνοιξε το δρόμο, ως την Κουβανική Επανάσταση και τις επαναστάσεις ανά τον κόσμο, απέδειξαν, πέρα από κάθε αμφιβολία, την αλήθεια αυτού που έλεγε ο Λένιν, ότι «(…) δεν μπορεί να υπάρξει τίποτα το ενδιάμεσο, παρά τούτο μόνο: Είτε δικτατορία της αστικής τάξης είτε δικτατορία του προλεταριάτου. Κάθε ονειροπόλημα για κάποια τρίτη λύση είναι αντιδραστικό θρηνολόγημα μικροαστού». Είναι επιτακτικό για το λαϊκό κίνημα σήμερα να διαθέτει μια ξεκάθαρη κατανόηση των εγγενών περιορισμών και του ουσιαστικού χαρακτήρα κάθε τέτοιας «προοδευτικής - αριστερής» κυβέρνησης.

Στις σημερινές συνθήκες, το λαϊκό κίνημα στην κάθε χώρα μπορεί να παραμείνει πιστό στην κληρονομιά του Φιντέλ, μπορεί να πραγματοποιήσει το διεθνιστικό του καθήκον, μόνο αν βάλει στις σημαίες του το στόχο της ανατροπής της αστικής κρατικής εξουσίας και της απαλλοτρίωσης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Στην αντίθετη περίπτωση, κάθε διεθνιστική αλληλεγγύη θα τείνει να είναι επισφαλής και βραχυχρόνια.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ομιλία του Βασίλη Όψιμου, μέλους του Τμήματος Οικονομίας της ΚΕ του ΚΚΕ, στην ομώνυμη θεματική ενότητα της διεθνούς συνάντησης θεωρητικών περιοδικών που διοργάνωσε το ΚΚ Κούβας.