Η στρατηγική της ΕΕ για την Υγεία - Πρόνοια: Τα τραγικά της αποτελέσματα στην Ελλάδα


του Τμήματος Υγείας - Πρόνοιας της ΚΕ του ΚΚΕ

Τέσσερα χρόνια μετά το ξέσπασμα της πανδημίας COVID-19 στις χώρες της ΕΕ και σε όλο τον κόσμο, η κατάσταση στους τομείς της υγείας και της πρόνοιας παραμένει τραγική. Ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού στα κράτη-μέλη της ΕΕ, που προσεγγίζει το 42%, σύμφωνα με έρευνα του Ευρωπαϊκού Παρατηρητηρίου Συστημάτων και Πολιτικών Υγείας, εκτιμά ότι το 2022 δεν μπόρεσε να καλύψει τις ιατρικές του ανάγκες σε ιατρούς διάφορων ειδικοτήτων, μεταξύ άλλων για την ψυχική υγεία και την οδοντιατρική περίθαλψη. Ορισμένοι από τους βασικούς λόγους, όπως αποτυπώνονται στις αναφορές της Eurostat, είναι: Το υψηλό κόστος, η μεγάλη απόσταση, η μεγάλη αναμονή.

Αυτά είναι ορισμένα ενδεικτικά αποτελέσματα της στρατηγικής της ΕΕ στην υγεία, που υλοποιούν εδώ και δεκαετίες όλες οι κυβερνήσεις του κεφαλαίου, φιλελεύθερες και σοσιαλδημοκρατικές, και στην Ελλάδα. Το κοινωνικό δικαίωμα στην υγεία υποτάσσεται στις ορέξεις του κεφαλαίου, και αυτό υπηρετείται συνολικά από τη διάταξη των δομών υγείας, το νομικό καθεστώς λειτουργίας τους, τον όγκο, τις σχέσεις εργασίας του προσωπικού, τις παρεχόμενες υπηρεσίες. Σε αυτό το πλαίσιο, δεν μπορεί να εξασφαλιστεί το δικαίωμα στην πρόληψη, την περίθαλψη και νοσηλεία, στο φάρμακο κ.α. Το «όραμα» της ΕΕ για την Υγεία περιγράφεται γλαφυρά στο εξής απόσπασμα: «Υγεία και οικονομική ανθεκτικότητα, με σκοπό την αύξηση της ετοιμότητας για την αντιμετώπιση κρίσεων και της ικανότητας αντίδρασης σε κρίσεις.»1

Με δυο λόγια, στόχος της ΕΕ και των χρηματοδοτήσεών της είναι η διασφάλιση της οικονομικής και πολιτικής σταθερότητας του συστήματος. Δεν είναι να εξασφαλίσουν την καθολική κάλυψη των κοινωνικών αναγκών στην υγεία και την πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, αλλά την «αντιμετώπιση κρίσεων». Πρόκειται για αντιδραστικό προσανατολισμό, που στόχο έχει να διαιωνίζεται ένα δημόσιο σύστημα υγείας δραματικά πίσω από τις ανάγκες, προκειμένου να κερδοφορούν οι ιδιωτικοί όμιλοι που δραστηριοποιούνται τόσο εντός, όσο εκτός και από κοινού με το δημόσιο σύστημα υγείας.

 

ΠΡΟΤΕΡΑΙΟΤΗΤΕΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕ: ΤΑ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΤΑΜΕΙΟΥ ΑΝΑΚΑΜΨΗΣ ΚΑΙ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟΤΗΤΑΣ (ΤΑΑ) ΚΑΙ ΤΗΣ ΨΗΦΙΑΚΗΣ ΥΓΕΙΑΣ

Στη στρατηγική της ΕΕ «για την παγκόσμια υγεία» περισσεύουν οι αναφορές των στόχων για τη «βελτίωση της παγκόσμιας υγειονομικής ασφάλειας» και την «εξασφάλιση καλύτερης υγείας για όλους». Όταν όμως γίνονται αναφορές στο πώς θα επιτευχθούν, αποκαλύπτεται ο πραγματικός στόχος, που είναι η «αποτελεσματικότερη χρηματοδότηση μέσω της προώθησης καινοτόμου χρηματοδότησης, συγκέντρωσης πόρων σε διεθνές επίπεδο και συνεπένδυσης από τις χώρες-εταίρους και άλλους, όπως ο ιδιωτικός τομέας»2. Ένα από τα βασικά χρηματοδοτικά εργαλεία είναι το περιβόητο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ).

Η «αποτελεσματικότερη χρηματοδότηση» σχετίζεται με την πολιτική του «κόστους-οφέλους», που σημαίνει εφαρμογή των ελάχιστων μέτρων που σχετίζονται με την υγεία του πληθυσμού και με τη δημόσια υγεία, με βασικό κριτήριο να μην εμποδίζεται η διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής και γενικότερα της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι μέτρα που να αντιστοιχούν στην ουσιαστική κάλυψη των λαϊκών αναγκών.

Η «καινοτόμος χρηματοδότηση» αντανακλά το στόχο να μην επιβαρύνονται οι κρατικοί προϋπολογισμοί, να μην εκτρέπονται οι λεγόμενοι «δημοσιονομικοί στόχοι» και να επεξεργάζονται λύσεις που οι δαπάνες θα αντλούνται άμεσα και έμμεσα από τα λαϊκά στρώματα. Μια τέτοια «καινοτόμος χρηματοδότηση» είναι και η «κάλυψη» των ανασφάλιστων στην Ελλάδα, που η χρηματοδότησή της δε γίνεται με κρατικές δαπάνες, αλλά «φορτώνεται» μέσω του ΕΟΠΥΥ στους υπόλοιπους ασφαλισμένους.

Η «συνεπένδυση» του Ιδιωτικού Τομέα για την επίτευξη των παραπάνω στόχων αντανακλά την πολιτική των ΣΔΙΤ και την αξιοποίησή τους για περαιτέρω ανάπτυξη της επιχειρηματικής δράσης τόσο στο «δημόσιο», όσο και στον ιδιωτικό επιχειρηματικό τομέα.

Η Κομισιόν προκήρυξε το λεγόμενο σχέδιο «Ευρωπαϊκή Ένωση Υγείας» και το πρόγραμμα EU4Health, τα οποία εντάχτηκαν στο «Next Generation EU», στο Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (ΤΑΑ). Κάποιοι πίστεψαν ότι «βγήκαν συμπεράσματα» από τα εκατομμύρια νεκρών της πανδημίας. Όμως το αφτί της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων δεν ιδρώνει, αφού πυξίδα τους έχουν την καπιταλιστική κερδοφορία.

Είναι γεγονός ότι η κυβέρνηση της ΝΔ, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ-
ΚΙΝΑΛ, προσπαθούν να εμφανίσουν το ΤΑΑ σαν σωσίβιο που θα σώσει τον «πνιγμένο» λαό από τις τεράστιες ελλείψεις στην υγεία που οδηγούν συνεχώς σε τραγωδίες. Η ΝΔ το παρουσιάζει σαν τον «αιμοδότη» που θα χρηματοδοτήσει μεγάλες επενδύσεις για το «νέο ΕΣΥ». Ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, χρεώνουν στη ΝΔ «κακούς χειρισμούς», στους οποίους οφείλονται τα «χαμηλά αποτελέσματα».

Από τα 31 δισ. ευρώ του ΤΑΑ για την Ελλάδα, για την υγεία δίνεται 1,5 δισ. Ακόμη κι έτσι, το θέμα δεν είναι μόνο το «πόσο», αλλά και το «για τι». Δεκάρα δε δίνει το ΤΑΑ για το βασικό πρόβλημα, που είναι η κάλυψη των ιατροφαρμακευτικών αναγκών σε υποδομές, μέσα και επιστημονικό ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό. Πυλώνας του είναι η «έξυπνη ανάπτυξη, η ανταγωνιστικότητα, μια εύρυθμα λειτουργούσα εσωτερική αγορά», που απαιτεί εργασιακές σχέσεις-λάστιχο και παράδοση των υπηρεσιών υγείας ολοένα και περισσότερο σε ιδιώτες.3

Πρόσφατο παράδειγμα του προσανατολισμού της χρηματοδότησης της ΕΕ αποτελεί η πιθανή κάλυψη του κόστους των απογευματινών –επί πληρωμή– χειρουργείων από το ΤΑΑ. Δίνονται δεκάδες εκατομμύρια για εδραιωθεί στο λαό η αντίληψη της υγείας-εμπόρευμα, για να νομιμοποιηθεί το «φακελάκι», αλλά ούτε ένα ευρώ για να ανοίξει έστω μία χειρουργική αίθουσα ή ένα κρεβάτι ανάνηψης, για να προσληφθεί μόνιμο προσωπικό.

Βασικοί πυλώνες του ΤΑΑ είναι η «πράσινη ανάπτυξη» και η «ψηφιακή μετάβαση». Έτσι λοιπόν, στον «πράσινο» σχεδιασμό του, δεν προϋπολογίζεται αυτοτελώς η δημιουργία ούτε ενός νοσοκομείου, ούτε μίας νέας μονάδας ΠΦΥ, όμως τροφοδοτούνται με ζεστό χρήμα οι όμιλοι που αναλαμβάνουν τις «ενεργειακές αναβαθμίσεις» των νοσοκομειακών μονάδων. Τέτοιος σχεδιασμός προωθείται και με την ανακαίνιση διάφορων Τμημάτων Επειγόντων Περιστατικών (ΤΕΠ) στα νοσοκομεία, όπου επιδοτείται από το ΤΑΑ η ξενοδοχειακή ανακαίνισή τους, με δεδομένο επίσης ότι τα ΤΕΠ αποτελούν βασικό πεδίο επιχειρηματικής δράσης με ιδιωτικά ασθενοφόρα, δευτερογενείς μετακινήσεις μέσω ασφαλιστικών ομίλων.

Προωθούνται με κάθε τρόπο οι ψηφιακές μεταρρυθμίσεις που σήμερα φέρνουν στο επίκεντρο τον ψηφιακό φάκελο ασθενούς. Ο ψηφιακός αυτός φάκελος θα δώσει ώθηση στην προώθηση των στρατηγικών σχεδιασμών του κεφαλαίου ανά κράτος-μέλος και σε όλη την ΕΕ, ώστε σε ατομικό επίπεδο (ανά ασθενή) και μαζικά (σε βάρος όλου του λαού) να επεκταθούν οι αντιλαϊκές μεταρρυθμίσεις στην υγεία-πρόνοια, με περικοπές και όρια στη συνταγογράφηση, στις αναγκαίες ιατρικές εξετάσεις, περαιτέρω εμπορευματοποίηση και κοστολόγηση ιατρικών πράξεων-υπηρεσιών. Θα δώσει ώθηση ώστε, ατομικά και μαζικά, τα «κοράκια»-ιδιώτες που λυμαίνονται την ανάγκη του λαού στην υγεία - πρόνοια - ασφάλιση να «ράβουν» ειδικά πακέτα ιατρικών, αλλά και ασφαλιστικών υπηρεσιών με όρους ανταποδοτικότητας και έντασης των ταξικών φραγμών, στη λογική του να αντιστοιχίζεται ακόμη περισσότερο με τα «βαλάντια» η προστασία της υγείας και της ζωής.

Ήδη, οι όμιλοι διαχείρισης των δεδομένων και οι ασφαλιστικές ετοιμάζονται για νέο, πιο «εξατομικευμένο» γιουρούσι σε βάρος των ανθρώπων που δεν μπορούν να γιατροπορευτούν στο κρατικό σύστημα υγείας, πλασάροντας πακέτα σε ιδιωτικές κλινικές ή ιατρικές πράξεις σε δημόσιες δομές προς όφελος ομίλων της υγείας· με τα νέα ηλεκτρονικά συστήματα κοστολόγησης, που εγκαινίασε ο ΣΥΡΙΖΑ, τα λεγόμενα DRGs, που θα φουσκώσουν τις ήδη αυξημένες ιδιωτικές δαπάνες υγείας που το 2021 υπολογίζονταν σε πάνω από 1.600 ευρώ κατά άτομο και ανά έτος στη χώρα μας.

Το κρίσιμο είναι ότι, σε συνδυασμό με την πολύπλευρη αξιοποίηση των δεδομένων υγείας από τα μονοπώλια, ανοίγει πλατυτερα ο δρόμος για την αξιοποίηση αυτών των πληροφοριών από το αστικό κράτος: Ο ψηφιακός ιατρικός φάκελος αποτελεί μέρος του ενιαίου ψηφιακού φακέλου και επιτρέπει στις Αρχές την πρόσβαση σε ευαίσθητες πληροφορίες των ατόμων και ομάδων, αναβαθμίζοντας τη σταθερή επιχείρηση καταστολής, αλλά και χειραγώγησης του λαού.

Την ίδια στιγμή, με βάση την ετήσια έκθεση της ΕΕ για την υγεία (2021), η Κομισιόν πανηγυρίζει γιατί αυξήθηκε κατακόρυφα η «τηλε-ιατρική» και οι «τηλε-εξετάσεις» με γενικούς γιατρούς και παθολόγους. Η στόχευση είναι προφανής και δεν έχει να κάνει με την εύλογη και αναγκαία ενσωμάτωση των σύγχρονων ψηφιακών και τεχνολογικών ανακαλύψεων στην υγεία. Αντίθετα, στόχος είναι από τη μία το αδυνάτισμα των κρατικών δομών υγείας μέσω της χρόνιας υποχρηματοδότησης και υποβάθμισης και, από την άλλη, η ενίσχυση της «τηλε-ιατρικής», της «νοσηλείας στο σπίτι», του «ραντεβού των 15 λεπτών» και ο οικογενειακός γιατρός-κόφτης που προ πολλού έχει εφαρμοστεί στην υπόλοιπη ΕΕ, με στόχο τη μείωση του κόστους, στο πλαίσιο της λειτουργίας με «επιχειρηματικά κριτήρια», και της αποφόρτισης των δομών υγείας που έχουν τεράστιες ελλείψεις και προσωπικό μόνιμα εξαντλημένο. Εξάλλου, ο τομέας της λεγόμενης «Βοήθειας στο Σπίτι» και σε άλλα κράτη-μέλη αποτελεί ήδη κερδοφόρο τομέα που λυμαίνονται όμιλοι με κινητές μονάδες, ασθενοφόρα, κλιμάκια, σε διασύνδεση με την Τοπική Διοίκηση ή και χωρίς. Όλα τα παραπάνω χρηματοδοτούνται κατά προτεραιότητα από το ΤΑΑ.

Είναι πλευρές που κουμπώνουν με τις κυβερνητικές εξαγγελίες για την «αναμόρφωση» του ΕΣΥ, που προϋποθέτουν την περαιτέρω άμεση και έμμεση ιδιωτικοποίηση, εμπορευματοποίηση του δημόσιου συστήματος υγείας, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να πληρώνουν όλο και περισσότερα, υλοποιώντας έτσι τις κατευθύνσεις της ΕΕ που βλέπουν την υγεία ως «επένδυση», όπως περιγράφεται και στο «εμβληματικό» για τους αντιλαϊκούς του στόχους πρόγραμμα EU4Health.

 

ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΚΑΤΕΥΘΥΝΣΕΙΣ ΤΗΣ ΕΕ ΤΗΝ ΠΕΡΙΟΔΟ ΤΗΣ ΠΑΝΔΗΜΙΑΣ COVID-19: ΕΜΒΟΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΤΕΝΤΕΣ

Η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα μέτρησαν δεκάδες χιλιάδες θύματα στην πανδημία, στις βιομηχανίες, στους τόπους δουλειάς, στις εργατουπόλεις και τις φτωχογειτονιές των χωρών της EE. Αποδείχτηκε ο ταξικός χαρακτήρας της στρατηγικής για την υγεία της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων, που έχει στόχο την τόνωση της ανταγωνιστικότητας και της κερδοφορίας των επιχειρηματικών ομίλων. Περιλαμβάνει τη δραστική μείωση της κρατικής χρηματοδότησης για τη λαϊκή υγεία, την ενίσχυση της εμπορευματοποίησης των εργασιών των δημόσιων συστημάτων υγείας και των επιχειρηματικών κριτηρίων στη λειτουργία τους, καθώς και την ενίσχυση του ιδιωτικού επιχειρηματικού τομέα.

Σε αυτήν τη στρατηγική οφείλεται ότι την περίοδο της πανδημίας τα δημόσια συστήματα περίθαλψης βρέθηκαν με ελάχιστο προσωπικό, χωρίς τις αναγκαίες υποδομές και τεχνολογικό εξοπλισμό, που οδήγησε –ακόμα και στα ισχυρά καπιταλιστικά κράτη– να καταρρέουν σαν «χάρτινοι πύργοι». Οδήγησε σε όλη την ΕΕ στο να μετατρέπονται τα δημόσια νοσοκομεία σε «μίας νόσου». Να αναγορεύεται «ατομική ευθύνη» η προφύλαξη από τον ιό.

Μαζί με τα συστήματα περίθαλψης, κατέρρευσε για άλλη μία φορά το προσωπείο της «αλληλέγγυας» ΕΕ, όταν τα αστικά κράτη διακήρυξαν «ο σώζων εαυτόν σωθήτω» και άρχισαν να δεσμεύουν αναπνευστήρες, εξοπλισμό που προοριζόταν για άλλες χώρες.

Η Ευρωκοινοβουλευτική Ομάδα του ΚΚΕ κατέθεσε 110 ερωτήσεις προς την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, φωτίζοντας πλευρές σοβαρών προβλημάτων που προέκυψαν, σε υπεράσπιση των εργατικών-λαϊκών δικαιωμάτων. Καταπιαστήκαμε με τα ζητήματα των τραγικών ελλείψεων προσωπικού και υλικού, κρεβατιών ΜΕΘ και ΜΑΦ, απαιτήσαμε την επίταξη των ιδιωτικών κλινικών χωρίς αποζημίωση, με τις απαράδεκτες καθυστερήσεις σε εξετάσεις και νοσηλεία χρονίως πασχόντων (ασθενών με καρκίνο, καρδιοπαθών κ.ά.), με την αισχρή κατάσταση στις δομές ΑμεΑ, με την ενίσχυση της ΠΦΥ. Στηλιτεύσαμε τη διαχείριση ΕΕ - αστικών κυβερνήσεων του ζητήματος της ανάπτυξης των εμβολίων, που έγινε με τον ιδρώτα των λαών και τα αποτελέσματά της παραχωρήθηκαν για εκμετάλλευση στους φαρμακευτικούς κολοσσούς, για να μην «πληγεί η ανταγωνιστικότητα της αγοράς». Το γεγονός ότι παρήχθησαν νέα εμβόλια σε λιγότερο από ένα χρόνο δείχνει τη δυνατότητα της τεχνολογίας και της επιστήμης, η οποία όμως αξιοποιείται όταν το κοινωνικά παραγόμενο προϊόν μέσω της «πατέντας» αποτελεί «ατομική ιδιοκτησία» της καπιταλιστικής φαρμακοβιομηχανίας προκειμένου ως εμπόρευμα να διασφαλίσει τη μέγιστη δυνατή κερδοφορία. Στην περίπτωση των εμβολίων κατά του κορονοϊού, το βασικό κίνητρο της γρήγορης παραγωγής τους ήταν η εξασφαλισμένη παγκόσμια αγορά και ταυτόχρονα η προπληρωμή της φαρμακοβιομηχανίας ανεξαρτήτως του τελικού αποτελέσματος.

Αναδείξαμε την παγίδα της πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ περί διαπραγμάτευσης με τη φαρμακοβιομηχανία, για να μην ισχύσει η «πατέντα» στα εμβόλια, που σημαίνει και πάλι πληρωμές, αφού η καπιταλιστική φαρμακοβιομηχανία δεν παραιτείται από την «ατομική της ιδιοκτησία».

Απαιτήσαμε από την πρώτη στιγμή και πριν από κάθε άλλον ευρωβουλευτή τη δημοσιοποίηση των συμβάσεων με τις φαρμακευτικές πολυεθνικές, πράγμα που η Κομισιόν δεν έκανε, και με αυτόν τον τρόπο προστάτεψε με βάση την αποστολή και το λόγο ύπαρξής της τα συμφέροντα των μονοπωλίων σε βάρος των λαών, ενώ «φύσηξε» και «αέρα στα πανιά» συνομωσιολογικών θεωριών.

 

ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΕΝΩΣΗ ΤΩΝ ΜΟΝΟΠΩΛΙΩΝ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΥΓΕΙΑ: ΤΑ ΕΥΡΩΠΑΪΚΑ ΠΡΟΤΥΠΑ ΕΙΝΑΙ ΒΑΘΙΑ ΑΝΤΙΛΑΪΚΑ

Σε ολόκληρη την ΕE, με βάση τα επίσημα στοιχεία, η δεκαετία 2010-2020 χαρακτηρίζεται από την ίδια τάση: Μείωση της αναλογίας γιατρών ανά 1.000 κατοίκους, μείωση των νοσοκομείων μέσω συγχωνεύσεων, ξεχαρβάλωμα των σχέσεων εργασίας των υγειονομικών με αύξηση της ελαστικής απασχόλησης και της προσωρινής εργασίας, αύξηση των Συμπράξεων Δημόσιου Ιδιωτικού Τομέα και της μετατροπής των κρατικών μονάδων υγείας σε «ανώνυμες εταιρίες» ή νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, ραγδαία αύξηση των ιδιωτικών δαπανών υγείας με μοχλό την ιδιωτική ασφάλιση και την επιτάχυνση της διάλυσης των κοινωνικοασφαλιστικών συστημάτων, καθώς και μείωση των κρατικών δαπανών, ιδιαίτερα των δαπανών για την πρόληψη.

Ορισμένα παραδείγματα:

Τα γαλλικά ΜΜΕ χαρακτήρισαν τη χώρα τους το 2021 ως «ιατρική έρημο», καθώς ο αριθμός ιατρών μειώθηκε σε 10 χρόνια κατά 5,6%. Από το 2013 μέχρι το 2020, ο αριθμός πλήρων νοσοκομειακών κλινών μειώθηκε κατά 27.000 και έκλεισαν 78 δημόσια νοσοκομεία. Στις αρχές του 2024 τα ΜΜΕ ανέφεραν ότι «το σύστημα υγείας της Γαλλίας λυγίζει υπό το βάρος των ελλείψεων του προσωπικού και της έλλειψης κρεβατιών».

Στη Γερμανία, το Νοέμβρη του 2020, 7.500 κλίνες ΜΕΘ έμεναν εκτός λειτουργίας λόγω ελλείψεων προσωπικού. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2021, ο αριθμός των κλινών ΜΕΘ ήταν μειωμένος κατά 6.400 σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο, ενώ 90% των νοσοκομείων αδυνατούσαν να λειτουργήσουν πλήρως τις ΜΕΘ. 4 στα 5 νοσοκομεία αντιμετώπιζαν προβλήματα λειτουργίας από τις ελλείψεις προσωπικού, που έφταναν τις 14.500 σε νοσοκομειακό και 8.000 σε ιατρικό προσωπικό. Όπως κατήγγειλαν οι νοσηλευτές των γερμανικών νοσοκομείων, είναι αδύνατο να εργαστούν, ιδιαίτερα στις βραδινές βάρδιες, όπου η αναλογία είναι ένας νοσηλευτής για 35 ασθενείς. Για τον ίδιο λόγο, η αναμονή στα Τμήματα Επειγόντων Πειριστατικών (ΤΕΠ) συνήθως ξεπερνά τις 4, μερικές φορές ακόμη και τις 5 ώρες, αυξάνοντας τους κινδύνους. Στην ίδια χώρα, με στοιχεία του 2020, το 19,7% των Κέντρων Υγείας (750 από τα 3.800) έχει αγοραστεί από ιδιωτικούς επιχειρηματικούς ομίλους.

Στην Ιταλία, μέσω του μοντέλου των ΣΔΙΤ, τα τελευταία δέκα χρόνια έγιναν περικοπές της τάξης των 37 δισ. ευρώ στο δημόσιο σύστημα υγείας. Το αποτέλεσμα ήταν να κλείσουν πάνω από 100 δημόσια νοσοκομεία, τα οργανικά κενά να φτάσουν τις 56.000 θέσεις σε «κανονικές συνθήκες». Το μόνιμο προσωπικό από το 2010 στο 2017 μειώθηκε κατά 7%, και το μη μόνιμο κατά 37%.

Στη Δανία, από το Μάη του 2021 έως το Μάη του 2022, σημειώθηκε μείωση από 42.637 σε 40.195 νοσηλευτές που απασχολούνται στις περιφέρειες. Πρόκειται για μείωση 2.442 ατόμων, που αντιστοιχεί σε 5,7%. Νοσηλευτές και γιατροί έφτασαν στο σημείο να αποχωρήσουν από τα δημόσια νοσοκομεία, μην αντέχοντας την πίεση και τις συνθήκες εργασίας, λόγω των τεράστιων ελλείψεων. Η αναμονή σε απαραίτητες διαγνωστικές, απεικονιστικές εξετάσεις πολλές φορές ξεπερνά τους 5 μήνες, για τους ίδιους λόγους. Το αποτέλεσμα είναι η πελατεία στις ιδιωτικές κλινικές να αυξάνεται από το 2019 στο 2022 κατά σχεδόν 60%.

Στη Σουηδία, προβαλλόμενη ως χώρα-μοντέλο για τον καπιταλιστικό κόσμο, στο 2010 ξανασέρβιραν ως «επανάσταση στην υγεία» το μοντέλο ΣΔΙΤ. Εκτός από κεντρικά νοσοκομεία, όπως το «Καρολίνσκα» στη Στοκχόλμη, ακόμη και η διαχείριση περιφερειακών κέντρων υγείας πέρασε σε επιχειρήσεις. Αυτό οδήγησε σε κύματα απολύσεων υγειονομικών και διοικητικού προσωπικού, στη λογική της βιωσιμότητας με όρους αγοράς. Είναι χαρακτηριστικό ότι η Σουηδία έχει έναν από τους χαμηλότερους αριθμούς κρεβατιών εντατικής θεραπείας στην Ευρώπη με μόλις 565 κρεβάτια ΜΕΘ σε όλη τη χώρα, πράγμα που εξηγεί την προσέγγιση που ακολούθησε την περίοδο έξαρσης της πανδημίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του 2021, ο χρόνος αναμονής για ραντεβού σε ιατρό ειδικότητας στη Σουηδία ξεπερνούσε τους τρεις μήνες, ενώ σε μερικές ειδικότητες η αναμονή για χειρουργείο ή απλή εξέταση πλέον ξεπερνά και τους 8 μήνες.

Για τη Βρετανία, είναι αναγκαίο να υπογραμμίσουμε ότι πρόσφατα, το Φλεβάρη του 2023, σε αναμονή για εξετάσεις βρίσκονταν πάνω από 2 εκατομμύρια ασθενείς. Από αυτούς, 362.498 ασθενείς είχαν αναμονή άνω του ενός έτους για τις απαιτούμενες εξετάσεις.

Στην Ελλάδα, το διάστημα 2009-2013 η μείωση των ιατρών του ΕΣΥ έφτασε το 35%. Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, ο αριθμός των θεραπευτηρίων μειώθηκε από 283 το 2015 σε 271 το 2018. To 2018, το μεγαλύτερο ποσοστό των νοσοκομείων (53,1%) ήταν ιδιωτικά (144)!. Ο αριθμός των δημόσιων νοσοκομείων μειώθηκε από 140 το 2008 σε 123 το 2017, σε 10 χρόνια έκλεισαν δηλαδή 17 δημόσια νοσοκομεία, ενώ καταργήθηκαν 9.000 κλίνες (από 38.115 το 2009 σε 29.495 το 2017). Λουκέτο μπήκε και σε νοσοκομεία λοιμωδών νοσημάτων, τα οποία κατά την πανδημία θα αποτελούσαν πολύτιμο σύμμαχο. Έτσι μας βρήκε η πανδημία και ο τραγικός απολογισμός της. Aντί τα τραγικά αποτελέσματά της να αποτελούν πάθημα-μάθημα, επιταχύνθηκαν μέτρα που υποβαθμίζουν και εμπορευματοποιούν ακόμα περισσότερο το κρατικό σύστημα υγείας και ταυτόχρονα εξασφαλίζουν αμύθητα κέρδη στις μεγάλες ιδιωτικές αλυσίδες της υγείας και πλεονάσματα στον κρατικό κορβανά.

 

Η ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ ΤΗΣ ΕΕ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΤΑ ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ ΤΗΣ

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΕΥΜΑΤΙΚΗ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑ ΚΑΙ ΤΗ ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

Το στοιχείο της επιχειρηματικής λειτουργίας των δημόσιων μονάδων υγείας και της περαιτέρω εμπορευματοποίησης των εργασιών τους αποτελεί ενιαίο συστατικό στοιχείο της πολιτικής της ΝΔ και των άλλων κομμάτων - υπερασπιστών της ανάπτυξης υπέρ των επιχειρηματικών ομίλων. Αυτήν την κατεύθυνση υπηρετεί η πολιτική των λεγόμενων «αυτοχρηματοδοτούμενων μονάδων υγείας», διότι αποτελεί βασικό εργαλείο της δραστικής μείωσης της κρατικής δαπάνης. Αυτό σημαίνει μείωση των λειτουργικών εξόδων, μεταξύ άλλων μέσω της μείωσης του προσωπικού, της αύξησης του αριθμού των παντός είδους ελαστικών σχέσεων εργασίας, της «διευθέτησης» του χρόνου εργασίας, και ταυτόχρονα αύξηση των εσόδων από τις άμεσες και έμμεσες πωλήσεις των εργασιών τους στους ασθενείς και στα ασφαλιστικά ταμεία αντίστοιχα. Στη βάση των παραπάνω, αξιολογείται η λεγόμενη «βιωσιμότητα», με οικονομικά κυρίως κριτήρια και όχι με αυτά των κοινωνικών αναγκών, όπου έχει ως αποτέλεσμα τις συγχωνεύσεις, τις καταργήσεις τμημάτων και κλινικών, τις καταργήσεις δημόσιων νοσοκομείων τα προηγούμενα χρόνια, την προοπτική της λειτουργίας των νοσοκομείων –ιδιαίτερα των νέων– ως ΝΠΙΔ. Η εμπορευματοποίηση υπηρεσιών του δημόσιου συστήματος υγείας προχωράει με πολλούς τρόπους: Ανάθεση κρίσιμων δομών (καθαριότητα, τεχνικές υπηρεσίες, προμήθειες κλπ.) σε ιδιώτες-εργολάβους, επί δεκαετίες λειτουργία των απογευματινών –επί πληρωμή– ιατρείων και νομοθέτηση των –επί πληρωμή– απογευματινών χειρουργείων, επέκταση των Συμπράξεων Δημόσιου και Ιδιωτικού Τομέα (ΣΔΙΤ), ίδρυση και καταστατικό του ΟΔΙΠΥ, συμβεβλημένες συμβάσεις με ιδιωτικούς ομίλους για σειρά διαγνωστικών πράξεων (π.χ. απεικονιστικές εξετάσεις) και άλλων υπηρεσιών (π.χ. διακομιδών), η δυνατότητα που δίνεται στα νοσοκομεία να αναθέτουν στις τράπεζες να πληρώνουν προμηθευτές, οι δωρεές ιδρυμάτων «ευεργετών».

Σε αυτήν την πορεία εμπορευματοποίησης ξεχωρίζει η προσπάθεια για γενικευμένη εφαρμογή των DRGs (Diagnosis Related Groups ή συστήματα διαγνωστικών ομοιογενών ομάδων), τα οποία είναι συστήματα κατάταξης ασθενών σε κατηγορίες βάσει της διάγνωσης-αιτίας εισαγωγής, των ιατρικών πράξεων που έλαβαν χώρα κατά τη νοσηλεία, τυχόν υποκείμενων χρόνιων νοσημάτων κ.ά. Για κάθε κατηγορία εκτιμάται η μέση διάρκεια νοσηλείας και υπολογίζεται το «κόστος», με το οποίο τα ασφαλιστικά ταμεία –δημόσια και ιδιωτικά– και οι ιδιωτικές πληρωμές θα αποζημιώνουν εξολοκλήρου τις υπηρεσίες των νοσοκομείων, εξασφαλίζοντας ενιαίους κανόνες κοστολόγησης μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών μονάδων υγείας. Διακηρυγμένος στόχος της σημερινής κυβέρνησης είναι η χρηματοδότηση, που τώρα είναι στο 60% από το υπουργείο, να περάσει κατά 80% στον ΕΟΠΥΥ. Τα DRGs θα αποτελέσουν το εργαλείο γι’ αυτήν τη χρηματοδότηση.

Νέο, ποιοτικό βήμα της επιχειρηματικής δράσης των δημόσιων νοσοκομείων και της εμπορευματοποίησης των εργασιών τους αποτελεί η καθιέρωση των επί πληρωμή απογευματινών χειρουργείων μαζί με τα ιδιωτικά απογευματινά ιατρεία και η θεσμοθέτηση του παντός είδους ιδιωτικού έργου των γιατρών εκτός των δημόσιων νοσοκομείων.

Ουσιαστικά, το μέτρο αυτό αντανακλά τη βαθιά ταξική αντιλαϊκή πολιτική όπου το κράτος οριοθετεί στην πράξη ένα πολύ περιορισμένο επίπεδο παροχών και διευρύνει το μέρος των λαϊκών αναγκών που ο καθένας θα πρέπει να πληρώνει για να έχει ή να περιμένει –με κίνδυνο της υγείας του– στις μακροχρόνιες λίστες αναμονής.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΧΡΗΜΑΤΟΔΟΤΗΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΠΑΡΟΧΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

Η χρηματοδότηση του Κρατικού Προϋπολογισμού συνολικά στο υπουργείο Υγείας για το 2024 είναι 5,705 δισ. ευρώ, ενώ το 2023 διαμορφώθηκε στα 5,455 δισ. ευρώ, αν και αρχικά είχαν προϋπολογιστεί 4,776 δισ. ευρώ.

Η διαφορά μεταξύ 2024 και του διαμορφωμένου ποσού του 2023 είναι επιπλέον 250 εκ. ευρώ. Ως ποσοστό είναι αύξηση κατά 4,5%. Συγκρίνοντας όμως με την υποχρηματοδότηση των προηγούμενων χρόνων, τις τεράστιες ελλείψεις σε υποδομές, προσωπικό, εξοπλισμό κλπ., τις διευρυμένες λαϊκές ανάγκες, τόσο τις νέες όσο και τις προηγούμενες ανικανοποίητες, καθώς και ότι ένα μέρος της κρατικής χρηματοδότησης αφορά προηγούμενες απλήρωτες υποχρεώσεις των δημόσιων μονάδων υγείας και όχι κάλυψη νέων αναγκών, η κατάσταση των δημόσιων μονάδων υγείας όχι μόνο δε θα μείνει σταθερή στα σημερινά απαράδεκτα επίπεδα, αλλά θα επιδεινωθεί περαιτέρω.

Επίσης, προβλέπονται από το Πρόγραμμα Δημόσιων Επενδύσεων (ΠΔΕ) 322 εκ. ευρώ που αφορούν τη χρηματοδότηση αποσπασματικών και ληξιπρόθεσμων προγραμμάτων πρόληψης. Ουσιαστικά, το ΠΔΕ κυρίως χρηματοδοτεί την πολιτική των αναδιαρθρώσεων στον τομέα της υγείας και την πολιτική των ελάχιστων στοιχειωδών παροχών πρόληψης.

Από το σύνολο της δαπάνης στην υγεία φαίνεται ότι το κράτος συμμετέχει με 30,4%, ενώ οι ιδιωτικές δαπάνες είναι 69,6% [Άμεσες 37,8% και Έμμεσες (ΟΚΑ) 31,8%].4 Αυτή η κατανομή των δαπανών στην υγεία αντανακλά την πολιτική περιορισμού της κρατικής δαπάνης και την ανάληψη μεγαλύτερου βάρους από το λαό. Είναι πολιτική που υπηρετεί τις ανάγκες της ανταγωνιστικότητας, η οποία προϋποθέτει τη συμπίεση της τιμής της εργατικής δύναμης που ένα μέρος αφορά και τις εργασίες για πρόληψη, θεραπεία και αποκατάσταση.

 

ΓΙΑ ΤΗ ΦΑΡΜΑΚΕΥΤΙΚΗ ΠΕΡΙΘΑΛΨΗ

Η φαρμακευτική δαπάνη των κρατικών προϋπολογισμών μεταξύ 2009 και 2018 μειώθηκε κατά 62% ως εξής: 2009: 5,1 δισ. €, 2015: 2 δισ. €, 2016: 1,945 δισ. €, 2017: 2,270 δισ. €, 2018: 1,945 δισ. €. Αυτό το ποσό ισχύει μέχρι και σήμερα.

Στη μείωση αυτού του ποσού υπήρξε κοινή επιχειρηματολογία από τη ΝΔ, το ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, είτε ως κυβερνήσεις είτε ως αντιπολίτευση, για «μείωση της σπατάλης», για «αντιμετώπιση της πολυφαρμακίας», για «νοικοκύρεμα» κλπ.

Η σύγκριση των στοιχείων που υπάρχουν για το 2021 σε σύγκριση με το 2020 είναι αποκαλυπτική για την επιβάρυνση του λαού στη φαρμακευτική του περίθαλψη. Πρακτικά, οι ασθενείς το 2021 πλήρωσαν από την τσέπη τους 1,608 δισ. ευρώ, ενώ το 2020 πλήρωσαν 1,578 δισ. ευρώ, δηλαδή 30 εκ. ευρώ επιπλέον ή 1,9% περισσότερα.

Από τα παραπάνω ποσά, μόνο το 23,8% στα αντίστοιχα έτη αντιστοιχούν στη θεσμοθετημένη συμμετοχή των ασθενών στη δαπάνη (0%-10%-25%). Το 76,2% είναι δαπάνη λόγω της διαφοράς μεταξύ «ασφαλιστικής τιμής» και λιανικής τιμής των φαρμάκων, που κατά κύριο λόγο την πληρώνουν οι ασθενείς, των μη συνταγογραφούμενων φαρμάκων και των φαρμάκων της αρνητικής λίστας που δεν αποζημιώνονται από τον ΕΟΠΥΥ, καθώς και του χαρατσιού του 1 ευρώ ανά συνταγή.

Ήδη, στην παραπάνω επιβάρυνση των ασθενών, προστίθενται και άλλες με την απόφαση της κυβέρνησης να καθιερωθεί η ελάχιστη «ασφαλιστική τιμή» και στα γενόσημα φάρμακα και η πληρωμή από τους ασθενείς της διαφοράς έως και 3 ευρώ.

Το επόμενο διάστημα θα επιδεινωθούν τα πράγματα για τους ασθενείς, διότι είναι σε εξέλιξη ο σχεδιασμός να ενταχτούν στις παροχές τα λεγόμενα «καινοτόμα» φάρμακα, που θα προκαλέσουν αύξηση της δαπάνης. Αυτό σημαίνει ότι, για να διατηρηθεί η δημόσια δαπάνη σε σταθερά επίπεδα, θα υπάρξει πιθανά συνδυασμός μέτρων, να απεντάσσονται φάρμακα από την αποζημιούμενη λίστα του ΕΟΠΥΥ ή αλλαγή των ποσοστών συμμετοχής των ασθενών με διάφορους τρόπους.

Στο γεγονός ότι η έρευνα, η παραγωγή και η διακίνηση των φαρμάκων πραγματοποιούνται από την καπιταλιστική φαρμακοβιομηχανία με κριτήριο το μέγιστο δυνατό κέρδος οφείλεται η επιλογή αν και πότε θα παραχθούν, πού θα πωληθούν, ποια φάρμακα θα καταργηθούν, και αυτά ανεξάρτητα από τις κοινωνικές ανάγκες. Στο φάρμακο-εμπόρευμα οφείλεται η εναλλαγή της επάρκειας με δυσκολία της αγοράς των φαρμάκων και των ελλείψεων, είτε λόγω της επιλογής της φαρμακοβιομηχανίας να εφοδιάζει μεγαλύτερες και πιο κερδοφόρες αγορές είτε λόγω των λεγόμενων «παράλληλων εξαγωγών» όπου φάρμακα που εισάγονται στην Ελλάδα εξάγονται σε κράτη που τιμολογούνται ακριβότερα, με κίνητρο το πρόσθετο κέρδος από τη διαφορά της τιμής που την μοιράζονται οι φαρμακέμποροι μεταξύ τους.

 

ΓΙΑ ΤΗ ΣΤΕΛΕΧΩΣΗ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΜΟΝΑΔΩΝ ΥΓΕΙΑΣ

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία του Προϋπολογισμού του 2023, την περίοδο 2021 - 2022 - 2023 (πρόβλεψη) οι προσλήψεις μόνιμου προσωπικού στο υπουργείο Υγείας θα ήταν 5.612 και την αντίστοιχη χρονική περίοδο οι αποχωρήσεις (συνταξιοδοτήσεις κλπ.) μόνιμου προσωπικού θα ήταν συνολικά 11.871· δηλαδή η κυβέρνηση της ΝΔ προέβλεψε ότι θα αναπληρωθεί μόνο το 47,2% του προσωπικού που θα αποχωρήσει. Για το επικουρικό δε προσωπικό, το 2022 ήταν -10% σε σχέση με το 2020, και το 2023 προβλέπεται ακόμα λιγότερο, κατά -12% σε σχέση με το 2022.

Με αυτά τα δεδομένα της υποστελέχωσης, τα στοιχεία στον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2023 αφορούν 8.462 συνολικά αποχωρήσεις στα έτη 2022 - 2023 - 2024 και 8.870 αντίστοιχα προσλήψεις, από τις οποίες οι 6.500 αφορούν το 2024 –εφόσον βέβαια πραγματοποιηθούν και παίρνοντας υπόψη ότι όλοι αυτοί δεν είναι στο σύνολό τους υγειονομικοί.

Ουσιαστικά, όταν όλες οι δημόσιες μονάδες υγείας έχουν αποψιλωθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια, η κυβέρνηση βάζει μπροστά τις 6.500 προσλήψεις, οι οποίες, αν και εφόσον γίνουν, το «ισοζύγιο» είναι επιπλέον 408 άτομα. Για να γίνει αντιληπτό τι σημαίνει αυτό, να πάρουμε υπόψη ότι, για να λειτουργήσουν τα κλειστά χειρουργικά τραπέζια στην Αττική για μία βάρδια, απαιτούνται επιπλέον 100 νοσηλευτές και, για να λειτουργήσουν τα κρεβάτια ΜΕΘ με όρους ασφάλειας, απαιτούνται επιπλέον 600 νοσηλευτές και 140 γιατροί· δηλαδή ούτε καν τις παραπάνω ανάγκες δεν καλύπτει η εξαγγελία της κυβέρνησης και πολύ περισσότερο βέβαια τις χιλιάδες ελλείψεις που υπάρχουν για τις στοιχειώδεις ανάγκες του πληθυσμού.

Ακόμα και οι «επικουρικοί», που είναι επιλογή και της σημερινής κυβέρνησης, όπως οι 3.500 που λέει ότι αξιοποίησε το 2023 για την κάλυψη αναγκών, ένα μεγάλο μέρος τους θα είναι από τις 6.500 προσλήψεις που ανακοινώνει, δηλαδή πρόκειται στην ουσία για αλλαγή των εργασιακών σχέσεων και όχι για πρόσθετο προσωπικό στις δημόσιες μονάδες υγείας.

Αντίστοιχα τραγική είναι η κατάσταση στις δημόσιες μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας από πλευράς στελέχωσης, τόσο σε αριθμό όσο και σε ειδικότητες γιατρών, που διαμορφώνει περιορισμούς τόσο στο χρόνο λειτουργίας όσο και στο είδος των υπηρεσιών υγείας.5

Επομένως, η κατάσταση θα επιδεινωθεί και θα συνεχιστεί η πολιτική της «κινητικότητας» των υγειονομικών, η αξιοποίηση των ιδιωτών γιατρών, η παράταση του εργάσιμου βίου και η αξιοποίηση συνταξιούχων, οι διπλοβάρδιες των νοσηλευτών, η υπερεφημέρευση των γιατρών κλπ., με όλα τα αρνητικά αποτελέσματα για την ποιότητα και την ασφάλεια των υπηρεσιών προς τους ασθενείς, αλλά και των όρων δουλειάς των υγειονομικών.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΦΡΟΝΤΙΔΑ ΥΓΕΙΑΣ (ΠΦΥ)

Η ΠΦΥ παραμένει διαλυμένη σε δομές, προσωπικό και ιατροτεχνολογικό εξοπλισμό. Ουσιαστικά πρόκειται για ένα συνονθύλευμα δομών: Ιδιωτικά ιατρεία, μεγάλες ιδιωτικές αλυσίδες, ΜΚΟ, πρώην ΙΚΑ, αγροτικά ιατρεία κλπ. Από το 2009 έως σήμερα οι δημόσιες δομές ΠΦΥ μειώθηκαν κατά 40%, όπως κατά 50% μειώθηκε το προσωπικό. Μάλιστα, το ιατρικό προσωπικό των Κέντρων Υγείας της χώρας έχει μειωθεί κατά 9% κατά την περίοδο της πανδημίας (2020-2022). Από τους 66.290 γιατρούς, μόλις οι 6.000 (το 9%) εργάζονται στις δημόσιες δομές ΠΦΥ, ενώ οι ιδιώτες είναι περίπου 37.500. Συν τοις άλλοις, οι γενικοί γιατροί στη χώρα είναι 0,44/1.000 κατοίκους. Οι πρόσφατες ανακοινώσεις της κυβέρνησης της ΝΔ, για τη μετονομασία των γιατρών υπαίθρου (αγροτικοί γιατροί) σε «προσωπικούς γιατρούς» εντάσσονται στην προσπάθεια όλων των κυβερνήσεων να αναπτύξουν ένα μηχανισμό, μέσω του οποίου το κράτος θα περιορίζει τις δαπάνες με παροχή ελάχιστων, στοιχειωδών υπηρεσιών, αλλά και τη δαπάνη των εργαζόμενων υγειονομικών. Εκτός των άλλων, η εφαρμογή του «προσωπικού γιατρού» σήμερα έχει στόχο να λειτουργήσει ως εργαλείο-κόφτης των παρεχόμενων υπηρεσιών υγείας, ενώ καταργεί στην πράξη την πληθυσμιακή αναφορά της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας και τη διεπιστημονικότητα. Η θέσπισή του από την κυβέρνηση και οι όροι που επιβάλλονται δεν ανταποκρίνονται στις σύγχρονες ανάγκες των εργατικών-λαϊκών στρωμάτων, που χρυσοπληρώνουν με οχτώ διαφορετικούς τρόπους (άμεσα και έμμεσα) για ένα ελάχιστο πακέτο παροχών, όταν και αν.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΟΥ ΤΟΜΕΑ ΥΓΕΙΑΣ

Η τάση επέκτασης των ιδιωτικών κλινικών στην Ελλάδα είναι εμφανής τα τελευταία χρόνια. Το μέγεθος της εγχώριας αγοράς των ιδιωτικών γενικών, μαιευτικών, ψυχιατρικών κλινικών, κέντρων αποκατάστασης και διαγνωστικών κέντρων ξεπέρασε τα 1,9 δισ. ευρώ το χρόνο και έχει μέσο ετήσιο ρυθμό μεταβολής +3,8% για τα χρόνια 2014-2022. Μόνο τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα έχουν κύκλο εργασιών 500 εκατομμυρίων το χρόνο. 4 μεγάλες ιδιωτικές εταιρίες απορροφούν το 40% αυτού του τζίρου. Οι ιδιωτικές κλινικές αποσπούν το μεγαλύτερο μερίδιο στο σύνολο της αγοράς των ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας, το οποίο εκτιμάται στο 60%. Οι μαιευτικές κλινικές συγκεντρώνουν περίπου το 15% των συνολικών εσόδων, ενώ το υπόλοιπο 25% μοιράζονται τα ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα –κέντρα αιμοκάθαρσης, παιδιατρικές κλινικές και κέντρα αποκατάστασης. Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση στον κλάδο είναι εμφανείς αν αναλογιστεί κανείς πως οι 6 μεγαλύτερες ιδιωτικές κλινικές κατέχουν το 61% της κατηγορίας τους, τα 6 μεγαλύτερα κέντρα αποκατάστασης το 57% της κατηγορίας τους, ενώ οι 4 μεγαλύτερες μαιευτικές κλινικές το 90% της κατηγορίας τους. Μέσα στο 2024 ανακοινώθηκε από τον ελβετικών συμφερόντων Όμιλο Sanoptis, το μεγαλύτερο πάροχο οφθαλμολογικών υπηρεσιών στην Ευρώπη, η επένδυση σε Ιδιωτικές Μονάδες Ημερήσιας Νοσηλείας (ΜΗΝ) στην ελληνική αγορά.6 Χαρακτηριστική είναι η τοποθέτηση το Νοέμβρη του 2021 του τότε υπουργού Επενδύσεων και Ανάπτυξης και νυν υπουργού Υγείας Ά. Γεωργιάδη στις εργασίες του «Καθημερινή 1stHealthSummit», ότι «τα τελευταία 2,5 χρόνια υπάρχει μια κοσμογονία επενδύσεων, κυρίως σε ιδιωτικά νοσοκομεία ή ιδιωτικά διαγνωστικά κέντρα» και συνέχισε: «Προσελκύουμε επενδύσεις απ’ όλους, αλλά είναι ευχάριστο να βλέπουμε και πολλούς Έλληνες επενδυτές». Την ίδια ώρα, οι κλίνες του ιδιωτικού τομέα έμειναν κατά 95% Covid-free στη διάρκεια της πανδημίας.

Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει ανοίξει και εντείνεται η συζήτηση αλλά και οι πρωτοβουλίες γύρω από την ανάπτυξη του «Iατρικού Tουρισμού» στη χώρα μας, ο οποίος προβάλλεται από ΕΕ, κυβέρνηση και κόμματα του ευρωμονόδρομου ως ένας από τους βασικούς τομείς που μπορεί να συμβάλλει στην «ανάκαμψη της οικονομίας». Είναι ενταγμένη στη γενικότερη πολιτική τους, που υπηρετεί την αναζήτηση νέων τομέων για επενδύσεις από τα μονοπώλια, την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της καπιταλιστικής κερδοφορίας.

Σε αυτήν τη διαδικασία παίρνουν ενεργό μέρος επιχειρηματικοί όμιλοι εντός και εκτός του κλάδου της υγείας, κρατικά νοσοκομεία, δήμοι, Περιφέρειες, επιστημονικοί σύλλογοι γιατρών και οδοντιάτρων, διεκδικώντας ο καθένας συμμετοχή και μερίδιο από τα κέρδη που θα προκύψουν. Ο ιατρικός τουρισμός αποτελεί ένα συνδυαστικό φάσμα εργασιών που εντάσσονται στους κλάδους του τουρισμού και της υγείας και αφορούν εργασίες υγείας για χρόνια πάσχοντες οι οποίοι χρειάζονται συστηματική παρακολούθηση, φαρμακευτική αγωγή, νοσηλευτική περίθαλψη (π.χ. νεφροπαθείς, καρκινοπαθείς, καρδιοπαθείς κλπ.), καθώς και εργασίες όπως αισθητική - πλαστική χειρουργική, οδοντιατρικές - οφθαλμολογικές επεμβάσεις, Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, καρδιοχειρουργική, ορθοπεδικές επεμβάσεις, αποκατάσταση, ογκολογικές επεμβάσεις κλπ.

Στην Ελλάδα, μεταξύ των υπηρεσιών του «ιατρικού τουρισμού», ξεχωρίζουν η Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή και ο Iαματικός Τουρισμός. Προβάλλονται ως τομείς οι οποίοι εμφανίζουν «ανταγωνιστικό πλεονέκτημα» και υπερτερούν έναντι άλλων χωρών. Συγκεκριμένα:

Για τον τομέα της Ιατρικώς Υποβοηθούμενης Αναπαραγωγής (ΙΥΑ), ως βασικός παράγοντας αναφέρεται το σχετικά χαμηλότερο κόστος παροχής τέτοιων υπηρεσιών, όπως και το πιο ευνοϊκό, «χαλαρό» νομικό και θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις διαδικασίες της ΙΥΑ συγκριτικά με άλλες χώρες. Επίσης το ότι η Ελλάδα αποτελεί ούτως ή άλλως δημοφιλή τουριστικό προορισμό και τέτοιου είδους υπηρεσίες υγείας μπορούν να συνδυαστούν με διακοπές και ξεκούραση, παράγοντες που επιδρούν θετικά στην έκβαση των προσπαθειών ΙΥΑ.

Για τον Ιαματικό Τουρισμό, καταλυτικό ρόλο διαδραματίζει ο φυσικός πλούτος της χώρας, η πλειάδα των ιαματικών πηγών της, ορισμένες εκ των οποίων έχουν καταταχτεί στις καλύτερες του κόσμου (π.χ. της Ικαρίας). Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι τα πακέτα παροχών ιαματικής θεραπείας που καλύπτονται από ασφαλιστικούς φορείς άλλων κρατών κυμαίνονται σε αρκετά υψηλότερα ποσά –της τάξης των 1.500-2.000 ευρώ– σε σχέση με αυτά που καλύπτονται από τον ΕΟΠΥΥ –που κυμαίνονται στα 150-200 ευρώ– διαμορφώνουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την προσέλκυση «πελατών -ιατρικών τουριστών».

Η ανάπτυξη του Ιατρικού Τουρισμού μπορεί να προκαλέσει την ανάπτυξη υποδομών και εξοπλισμού κυρίως στον ιδιωτικό αλλά και στο δημόσιο τομέα, αλλά αυτή δε θα αφορά την κάλυψη των λαϊκών αναγκών. Αντίθετα, η ανάπτυξη θα γίνεται με κριτήριο το κέρδος, που σημαίνει πέραν των άλλων και διαφοροποίηση μεταξύ των δημόσιων μονάδων υγείας, ακόμα και μεταξύ τμημάτων εντός της ίδιας δημόσιας μονάδας υγείας, με κριτήριο την εξασφάλιση υψηλών εσόδων, ενώ η ανάπτυξη τμημάτων και υπηρεσιών που θα αφορούν τις λαϊκές ανάγκες θα παραμένει στα «αζήτητα».

 

ΓΙΑ ΤΟΝ ΕΟΠΥΥ

Περικόπηκε η κρατική χρηματοδότηση κατά 200 εκατ. ευρώ το 2017 και κατά 214 εκατ. το 2018, δηλαδή περικοπή 414 εκατ. ευρώ από τα 514 εκατ. ευρώ της κρατικής χρηματοδότησης που υπήρχε πριν. Τα εναπομείναντα 100 εκατ. ευρώ παρέμειναν ως κρατική ενίσχυση για την υγειονομική «κάλυψη» των ανασφάλιστων, που αντιστοιχεί σε ένα πολύ μικρό μέρος των αναγκών τους και πρακτικά μεταφέρεται η δαπάνη στις εισφορές των υπόλοιπων εργαζόμενων. Ουσιαστικά, η πορεία κατάργησης της κρατικής χρηματοδότησης αντιστοιχεί με τη στρατηγική του δραστικού περιορισμού των κρατικών δαπανών για τη λαϊκή υγεία και η ανάθεση της δαπάνης σχεδόν εξολοκλήρου στους ασθενείς μέσω των ασφαλιστικών εισφορών, της φορολογίας και της επέκτασης των συνπληρωμών.

Υπάρχουν οι άμεσες επιβαρύνσεις των ασθενών ως αποτέλεσμα του κανονισμού παροχών του ΕΟΠΥΥ, όπως η επιβολή ποσοστού συμμετοχής στις φυσικοθεραπείες, λογοθεραπείες, η επιβολή νέου χαρατσιού στις διαγνωστικές εξετάσεις, ο περιορισμός σε αριθμό και είδη εξετάσεων, σε υγειονομικό υλικό, σε υλικά και θεραπείες ατόμων με ειδικές ανάγκες, η σχεδόν μηδενική δημόσια δαπάνη για την οδοντιατρική φροντίδα κλπ.

Υπάρχουν οι «έμμεσες» επιβαρύνσεις κυρίως λόγω της σοβαρής υποστελέχωσης των δημόσιων μονάδων υγείας και στις ελλείψεις σε εξοπλισμό, όπου ακόμα και οι θεσμοθετημένες παροχές του ΕΟΠΥΥ δεν μπορούν να ικανοποιηθούν από τις δημόσιες μονάδες υγείας και εξαναγκάζουν μεγάλο μέρος των ασθενών να καταφεύγουν στους επιχειρηματίες της υγείας, πληρώνοντας επιπλέον ποσά, π.χ. εργασίες για την αποκατάσταση, για την Ιατρικώς Υποβοηθούμενη Αναπαραγωγή, διαγνωστικές εξετάσεις, θεραπείες, χειρουργεία κλπ.7

Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τις άμεσες και έμμεσες επιπτώσεις από τα αντιασφαλιστικά μέτρα, ενισχύει την κατεύθυνση της ιδιωτικής ασφάλισης –που προς το παρόν είναι χαμηλή στην Ελλάδα– με διαφοροποιημένα πακέτα ανάλογα με τη δυνατότητα πληρωμής και με διαφοροποιημένες ανάλογα παροχές. Πρόκειται για εξέλιξη που η βάση της είναι η ατομική πληρωμή για τις ανάγκες υγείας των εργαζόμενων και των οικογενειών τους και, αντίστοιχα, ο περιορισμός της κρατικής ευθύνης και η υποχρηματοδότηση των ασφαλιστικών ταμείων.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΓΕΙΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΣΦΑΛΕΙΑ ΣΤΗΝ ΕΡΓΑΣΙΑ (ΥΑΕ)

Από την άλλη μεριά, οι εργαζόμενοι μετράνε τον επαγγελματικό κίνδυνο με την ίδια τους τη ζωή και την υγεία. Τα πάνω από 160 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα το προηγούμενο έτος, οι χιλιάδες σακατεμένοι εργάτες από εργατικά ατυχήματα αποτελούν μόνο τη φανερή κορυφή του παγόβουνου της πολιτικής της ΕΕ στα θέματα της υγείας και ασφάλειας στην εργασία. Το «κόστος» της ανθρώπινης ζωής, της αναπηρίας ή της φθοράς της υγείας των εργατών δε χωράει στους πίνακες ισολογισμού της. Ο φόρος αίματος αφορά χιλιάδες επαγγελματικές ασθένειες, που στη χώρα μας κρύβονται συστηματικά ως «κοινή νόσος».8 Σημειώνουμε ότι στη χώρα μας καταγράφονται μόνο τα εργατικά ατυχήματα, ελάχιστο ποσοστό δηλαδή των θανάτων που σχετίζονται με την εργασία. Οι θάνατοι από επαγγελματικές ασθένειες αποκρύπτονται, για το 98% των θανάτων που σχετίζονται με την εργασία μηδενίζεται πρακτικά το «κόστος» για την εργοδοσία… και μαζί με αυτό μηδενίζεται στον καπιταλισμό και το «εργοδοτικό κίνητρο πρόληψης».

Η πρόληψη του επαγγελματικού κινδύνου, η πρόληψη δηλαδή των θανάτων και της αναπηρίας από επαγγελματικές ασθένειες και εργατικά ατυχήματα αντιμετωπίζεται ως κόστος. Αυτή ακριβώς η λογική αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της στρατηγικής της ΕΕ. Πώς δηλαδή θα διασφαλιστεί η ανταγωνιστικότητα και η κερδοφορία των επιχειρήσεων μέσα από ανταποδοτικές επενδύσεις στην ΥΑΕ.9

Γίνεται αντιληπτό ότι τα δακρύβρεχτα σχόλια για τον ανθρώπινο πόνο αποτελούν απλά την αναγκαία στάχτη για να παρουσιάσουν τους στόχους του κεφαλαίου ως στόχους κοινούς και για τους εργαζόμενους. Στην πράξη, μέσα από τις δικές τους διατυπώσεις ομολογούν ότι ανταποδοτικά, με κριτήριο την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, είναι μόνο εκείνα τα μέτρα πρόληψης που αναμένεται να αποφέρουν εξοικονόμηση δαπανών για τον εργοδότη και για το αστικό κράτος.

Αυτός ο προσανατολισμός της ευρωενωσιακής στρατηγικής για την ΥΑΕ συνδέεται και με την προσέγγιση σε ό,τι αφορά την πρόληψη επαγγελματικών κινδύνων όταν αυτή αντιβαίνει στρατηγικές στοχεύσεις του κεφαλαίου. Ενδεικτικά:

  • Ελαστικές σχέσεις εργασίας και διευθέτηση χρόνου εργασίας. Είναι πλήρως τεκμηριωμένη τόσο η πολλαπλή επιβάρυνση της υγείας των εργαζόμενων από τη διάλυση του σταθερού ημερήσιου χρόνου εργασίας, την επέκταση των υπερωριών που, σε ό,τι αφορά τη φθορά της υγείας, δεν αντισταθμίζεται με τη μείωση του χρόνου εργασίας μετά από βδομάδες και μήνες, όταν θα έχουν πέσει οι ανάγκες της εργοδοσίας για υπερωριακό ξεζούμισμα. Η στρατηγική της ΕΕ προφανώς στέκεται με τις ανάγκες του κεφαλαίου, αδιαφορεί για τις αρχές πρόληψης που επιτάσσουν την εξάλειψη του κινδύνου στην πηγή του, αγνοεί πεισματικά τις δυνατότητες μείωσης του ημερήσιου χρόνου εργασίας που προκύπτουν από την αξιοποίηση της σύγχρονης τεχνολογίας και την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας.
  • Όρια ηλικίας συνταξιοδότησης. Δε χρειάζονται πολλά επιχειρήματα για να φωτίσει κανείς τις συνέπειες από την αύξηση των ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης στα 67, 70 έτη και βλέπουμε… Άλλωστε, και η ίδια η στρατηγική της ΕΕ αποδέχεται ότι η «γήρανση του εργατικού δυναμικού στην Ευρώπη απαιτεί συνεχή προβληματισμό και αντίδραση. Η υγεία και η ασφάλεια στην εργασία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στο πλαίσιο αυτό· καθώς οι εργαζόμενοι γηράσκουν, πρέπει, αφενός, το εργασιακό περιβάλλον και τα καθήκοντα να προσαρμοστούν στις ιδιαίτερες ανάγκες τους και, αφετέρου, να ελαχιστοποιηθούν οι κίνδυνοι». Αποκαλυπτικό παράδειγμα που φωτίζει τον προσανατολισμό τους, όχι στην πρόληψη των κινδύνων για την υγεία των εργαζόμενων, αλλά στην αποτελεσματική διαχείριση των συνεπειών της πολιτικής που συμφέρει το κεφάλαιο.
  • Αντίστοιχα προσεγγίζουμε και το βασικό διακηρυκτικό στόχο της Στρατηγικής της ΕΕ 2021-2025: «Πρόβλεψη και διαχείριση των αλλαγών στο νέο κόσμο της εργασίας που επιφέρουν η πράσινη, η ψηφιακή και η δημογραφική μετάβαση.» Για να αποσαφηνίσουν παρακάτω: «Η ρομποτοποίηση, η χρήση της Τεχνητής Νοημοσύνης και η αυξημένη διάδοση της τηλεργασίας (…) θέτουν επίσης αρκετές προκλήσεις λόγω: i) αφενός του εντεινόμενου μη τακτικού χαρακτήρα όσον αφορά το χρόνο και τον τόπο άσκησης της εργασίας· και ii) αφετέρου των κινδύνων που συνδέονται με τα νέα εργαλεία και μηχανήματα.» Παρά τους αναγνωρισμένους κινδύνους για την υγεία που συνδέονται με την αξιοποίηση των νέων τεχνολογιών από το κεφάλαιο, η κατεύθυνση της ΕΕ είναι και πάλι ενάντια στην πρόληψη των κινδύνων.

 

ΓΙΑ ΤΑ ΑΜΕΑ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΧΡΟΝΙΟΥΣ ΠΑΣΧΟΝΤΕΣ

Το Μάρτη του 2021 η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ενέκρινε τη στρατηγική για τα Άτομα με Αναπηρία για την περίοδο 2021-2030. Η στρατηγική αυτή βασίζεται στα αποτελέσματα της προηγούμενης ευρωπαϊκής στρατηγικής για την αναπηρία 2011-2020, η οποία κρίθηκε ότι «κινήθηκε στη σωστή κατεύθυνση». Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στα κείμενά της βάζει τις γενικές κατευθύνσεις και τα κράτη-μέλη αναλαμβάνουν να υλοποιήσουν αυτές τις κατευθύνσεις σχεδιάζοντας τις εθνικές πολιτικές τους για την αναπηρία σύμφωνα με τους εφαρμοστέους κανόνες της ΕΕ.

Στο πλαίσιο της εξειδίκευσης της στρατηγικής για την αναπηρία, η κυβέρνηση της ΝΔ προχώρησε το Νοέμβρη του 2020 στην ανακοίνωση ενός «Σχεδίου Δράσης για τα δικαιώματα των ΑμεΑ», όπως υποκριτικά το ονόμασε. Ένα Εθνικό Σχέδιο Δράσης που εξειδικεύει τη στρατηγική της ΕΕ και του μεγάλου κεφαλαίου στο χώρο της αναπηρίας που δεν είναι άλλη από τη λογική των περικοπών, της συρρίκνωσης των δημόσιων κοινωνικών δαπανών και υπηρεσιών, το «φόρτωμα» του κόστους για την εκπαίδευση, την αποκατάσταση και τη στήριξη του ανάπηρου μέλους στην ίδια την οικογένεια. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος είναι η εμπορευματοποίηση των πρόσθετων αναγκών των αναπήρων και των χρονίως πασχόντων σε όλα τα επίπεδα, υγεία, εκπαίδευση, αθλητισμός, πολιτισμός, αναψυχή. Πιο συγκεκριμένα:

 

Συμπερίληψη: Στην Ειδική Αγωγή, το κράτος αποποιείται για άλλη μία φορά κάθε ευθύνη για την εκπαίδευση κι αποκατάσταση των παιδιών με αναπηρία, την ευθύνη στο να έχει το κάθε παιδί το σχολείο που χρειάζεται. Ξεφορτώνεται το κόστος της ειδικής αγωγής και εκπαίδευσης σε δομές, υποδομές, μεταφορές, επιστημονικό και βοηθητικό προσωπικό, την ανάγκη για σύγχρονα προγράμματα σπουδών για όλες τις αναπηρίες κάτω από το γενικό τίτλο «συμπερίληψη», δηλαδή ένταξη των ΑμεΑ στα γενικά σχολεία, χωρίς πάλι να εξασφαλίζει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για όσα παιδιά μπορούν να ενταχτούν. Οδηγώντας έτσι με μαθηματική ακρίβεια τα ειδικά σχολεία σε κλείσιμο και στον εκ νέου αποκλεισμό των ΑμεΑ από την εκπαιδευτική διαδικασία.

 

Αποϊδρυματοποίηση, αποασυλoποίηση: Εδώ και αρκετό καιρό, τόσο στην ΕΕ, όσο και στην Αμερική, μια σειρά καλοπληρωμένων επιστημόνων και συνδικαλιστών από το χώρο της αναπηρίας, σε αγαστή συμφωνία με τις αστικές κυβερνήσεις αλλά και την ίδια τη στρατηγική της ΕΕ, αξιοποιούν μια σειρά από συνέδρια και ημερίδες για να σηκώσουν τη σημαία της αποϊδρυματοποίησης, της μετακίνησης δηλαδή φιλοξενούμενων από ιδρυματικές δομές φιλοξενίας, σε κοινοτικές δομές και σε οικογένειες, και την κατάργηση της πρακτικής της μακροχρόνιας παραμονής τους σε ιδρύματα, με ταυτόχρονο κλείσιμο των ιδρυμάτων μακροχρόνιας φροντίδας. Μάλιστα, προβάλλουν ως επιχείρημα την απαράδεκτη κατάσταση που επικρατεί στα διάφορα ιδρύματα για χρονίως πάσχοντες, βαριά αναπήρους, λόγω της υποχρηματοδότησης, της υποστελέχωσης, της έλλειψης επιστημονικών προγραμμάτων στη λειτουργία τους. Πίσω λοιπόν από τη σημαία της αποϊδρυματοποίησης, κρύβεται η στόχευση του κράτους να αποποιηθεί την ευθύνη προστασίας πληθυσμών που το έχουν ανάγκη, όπως είναι τα άτομα με αναπηρίες ή προβλήματα ψυχικής υγείας, οι ηλικιωμένοι, τα εγκαταλελειμμένα ή απροστάτευτα παιδιά, μειώνοντας το κόστος και κλείνοντας τέτοιου είδους δομές, ενώ ταυτόχρονα, μετακυλίει αυτήν την ευθύνη σε ΜΚΟ και ιδιώτες, που ήδη θησαυρίζουν, διευρύνοντας παραπέρα το πεδίο κερδοφορίας τους. Πρόκειται για μια επιλογή που έχει ήδη εφαρμοστεί στο χώρο της ψυχικής υγείας με τραγικά αποτελέσματα.

 

Προσβασιμότητα: Στα κείμενα της ΕΕ για το θέμα της προσβασιμότητας των ΑμεΑ, αναφέρεται ότι «η εξασφάλιση της προσβασιμότητας στις υπηρεσίες, στο δομημένο περιβάλλον, στα προϊόντα θα εξασφαλίσει τη διεύρυνση της εσωτερικής αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα εκατό εκατομμύρια αναπήρων που θα μπορούν να αγοράζουν υπηρεσίες και προϊόντα»!

Από την παραπάνω διατύπωση γίνεται ξεκάθαρο πως τα ΑμεΑ αντιμετωπίζονται από την ΕΕ των μονοπωλίων ως «ευκαιρία», ώστε με ορισμένες προσαρμογές να λειτουργήσει αποτελεσματικά η «ενιαία εσωτερική αγορά», να αποκατασταθούν οι κανόνες της «ανταγωνιστικότητας» και της κερδοφορίας των μονοπωλιακών ομίλων που σχετίζονται ιδιαίτερα με την παραγωγή εμπορευμάτων και υπηρεσιών για τους ανθρώπους με αναπηρίες. Η επίκληση της εξάλειψης των εμποδίων που έχουν τα ΑμεΑ για την αξιοποίηση εμπορευμάτων και υπηρεσιών είναι ο «φερετζές» για να συγκαλυφθεί η πραγματική στόχευση, ότι δηλαδή τα άτομα αυτά (ΑμεΑ και ηλικιωμένοι) θα αποτελούν μια αγορά 120 εκατομμυρίων, που για να αξιοποιηθεί από τη βιομηχανία όσον αφορά τις ιδιαίτερες-πρόσθετες ανάγκες τους απαιτούνται μέτρα προσαρμογής προκειμένου τα εμπορεύματα να μπορούν να διεισδύσουν απρόσκοπτα σε αυτήν την αγορά, αλλά και νέα κεφάλαια να επενδυθούν στη διαμόρφωση προσβάσιμου δομημένου περιβάλλοντος. Εντοπίζουν ότι, με τις υπάρχουσες διαφορές που υπάρχουν στο θεσμικό πλαίσιο, στους κανόνες κλπ. από κράτος σε κράτος, δημιουργείται υψηλότερο κόστος στους μονοπωλιακούς ομίλους, τους εμποδίζει να επωφεληθούν από το «δυναμικό της εσωτερικής αγοράς», παρεμποδίζεται η «οικονομική μεγέθυνση». Με άλλα λόγια, η ΕΕ προφανώς και δεν αποσκοπεί στη δωρεάν εξασφάλιση παροχής των αναγκαίων προϊόντων και υπηρεσιών για την κάλυψη των πρόσθετων αναγκών των ΑμεΑ, αλλά στο πώς τα εμπορεύματα των ομίλων θα έχουν «εύκολη πρόσβαση» στους «πελάτες» ΑμεΑ. Στο πώς οι μεγάλοι όμιλοι θα βάλουν «πόδι» και στο αγοραστικό κοινό των ΑμεΑ, πουλώντας τα «προσαρμοσμένα προϊόντα» τους με μεγαλύτερη ευκολία.

 

Κάρτα αναπηρίας και ψηφιακή πιστοποίηση της αναπηρίας: Η ψηφιοποίηση των ΚΕΠΑ και η κάρτα αναπηρίας που εφάρμοσε η ΝΔ σε τίποτα δεν αλλάζουν το χαρακτήρα τους ως μηχανισμοί περικοπών, μια και έχουν αναδειχτεί στο βασικό μηχανισμό κατακρεούργησης επιδομάτων και συντάξεων. Ούτε βέβαια έχουν αντιμετωπίσει την πολύμηνη αναμονή, που μπορεί να φτάνει και τους 8-10 μήνες για μια αξιολόγηση. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι, ενώ οι βαριά ανάπηροι στη χώρα μας είναι πάνω από 500.000, επίδομα αναπηρίας παίρνουν μόνο οι 150.000, ενώ όταν ξεκίνησαν να λειτουργούν τα ΚΕΠΑ, επίδομα αναπηρίας έπαιρναν οι 230.000. Οι συνταξιούχοι αναπηρίας του ΙΚΑ πριν τη λειτουργία των ΚΕΠΑ ήταν στο 14% του συνόλου των συνταξιούχων και σήμερα έχουν μειωθεί κάτω από το 5%, όταν κράτος και ΕΕ αναγνωρίζουν ότι οι ανάπηροι ανέρχονται περίπου στο 10% του πληθυσμού· ενώ δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις που με διάφορα «τεχνάσματα», όπως με αλλαγή κατηγορίας του αναπήρου, με μικρές μειώσεις ποσοστών, με αλλαγή του προσδιορισμού «ανίκανου προς εργασία», χάνονται επιδόματα ή συντάξεις, ακόμα και η ασφαλιστική κάλυψη του αναπήρου.

Η εφαρμογή της στρατηγικής της ΕΕ για την αναπηρία από τις ελληνικές κυβερνήσεις είχε ως συνέπεια τη δραματική επιδείνωση του βιοτικού επίπεδου των ΑμεΑ, των χρονίως πασχόντων και των οικογενειών τους. Είδαν τις ανάγκες τους στο σύνολό τους να μην μπορούν να ικανοποιηθούν με δημόσιο και δωρεάν τρόπο. Τα δημόσια συστήματα υγείας-πρόνοιας στη χώρα μας, υπονομευμένα από την πολιτική των περικοπών και των ιδιωτικοποιήσεων, σμπαραλιάστηκαν ακόμα περισσότερο μέσα στην πανδημία, αποδείχτηκαν ανεπαρκέστατα σε σχέση με την υπεράσπιση της υγείας και της ζωής του λαού και ιδιαίτερα των πιο ευάλωτων τμημάτων του, όπως είναι τα ΑμεΑ και οι χρονίως πάσχοντες. Η αύξηση της συννοσηρότητας και της θνησιμότητας, η μείωση της διάρκειας ζωής των ΑμεΑ ήταν τα δραματικά αποτελέσματα. Οι εκατοντάδες των νεκρών στη χώρα μας και οι εκατόμβες των νεκρών στις άλλες χώρες της Ευρώπης και ιδιαίτερα στα ιδρύματα και στους οίκους ευγηρίας, οι τεράστιες ελλείψεις σε προσωπικό και υποδομές, ο εξαναγκασμός των γιατρών σε «επιλογές» των ασθενών, λόγω των ελλείψεων, είναι η δραματική επιβεβαίωση.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΨΥΧΙΚΗ ΥΓΕΙΑ

Η ψυχική υγεία έχει αναβαθμιστεί στην πολιτική ατζέντα της ΕΕ και των αστικών κυβερνήσεων κυρίως από το 2005 και μετά. Οι λόγοι που υπαγορεύουν τη θέσπιση ενιαίας στρατηγικής στον τομέα της ψυχικής υγείας από τις αστικές κυβερνήσεις των κρατών-μελών αποτυπώνονται ανάγλυφα στα σχετικά κείμενα της ΕΕ και του ΠΟΥ. Αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Η ψυχική υγεία του ευρωπαϊκού πληθυσμού αποτελεί μέσο για την επίτευξη ορισμένων από τους στρατηγικούς πολιτικούς στόχους της ΕΕ, όπως να ξαναμπεί η Ευρώπη στην πορεία προς τη μακροπρόθεσμη ευημερία.»10

Ομολογούν κυνικά ότι η καλή ψυχική υγεία τούς απασχολεί γιατί είναι «κλειδί» για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της καπιταλιστικής οικονομίας, αυξάνει την παραγωγικότητα και την αποδοτικότητα, μειώνει τον «απουσιασμό» και τον «παρουσιασμό» (παρών στην εργασία, αλλά με χαμηλές επιδόσεις) και έμμεσα εξασφαλίζει τη μείωση των δαπανών για την υγεία.

Τα μέτρα που παίρνονται σε όλη την ΕΕ, με βασικό πυλώνα την «ψυχιατρική μεταρρύθμιση», έχουν ως βασικό στόχο την ελαχιστοποίηση των κρατικών δαπανών για την ψυχική υγεία και την παράδοση όλο και μεγαλύτερου μέρους των αναγκών των ψυχικά ασθενών στην επιχειρηματική δράση, είτε απευθείας από τις ιδιωτικές επιχειρήσεις του χώρου είτε από τις ΜΚΟ που ξεκοκαλίζουν προγράμματα, ενώ ταυτόχρονα μετατοπίζεται συστηματικά η ευθύνη στις οικογένειες και στις λεγόμενες «άτυπες» μορφές υπηρεσιών. Αυτό γίνεται ήδη από το πρώτο εθνικό σχέδιο δράσης, το λεγόμενο «Ψυχαργώς», το 1997, και συνεχίζεται έκτοτε απ’ όλες τις κυβερνήσεις που ακολούθησαν. Πάντα βέβαια με «καρότο» τις έννοιες της «αποϊδρυματοποίησης», του «σεβασμού των δικαιωμάτων των ασθενών», την «καταπολέμηση του στίγματος» κλπ. που κάθε επιστήμονας, ασθενής ή φροντιστής δε θα μπορούσε να μη «συνηγορήσει». Το ΚΚΕ αντιπαλεύει σταθερά τις λογικές και τις κατευθύνσεις αυτές. Τα νούμερα που έδωσε στη δημοσιότητα ο υφυπουργός κ. Βαρτζόπουλος επιβεβαιώνουν τις εκτιμήσεις μας: Μετά τις τρεις φάσεις του «Ψυχαργώς» που υλοποίησαν οι προηγούμενες κυβερνήσεις ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ-
ΑΝΕΛ και συνεχίζει η ΝΔ, οι κλίνες νοσηλείας των ψυχιατρικών περιστατικών αντιστοιχούν σε 900 κλίνες στο δημόσιο σύστημα υγείας και 4.700 στον ιδιωτικό τομέα.

Ευρωενωσιακής κατεύθυνσης είναι και το Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την Ψυχική Υγεία 2021-2030, που κατέθεσε την προηγούμενη χρονιά η κυβέρνηση της ΝΔ. Το Σχέδιο αφορά την ίδρυση δομών οι οποίες φυσικά είναι πολύ πίσω από τις ανάγκες και επί της ουσίας δεν έρχονται να προστεθούν στις ήδη υπάρχουσες, αλλά, αντίθετα, αντικαθιστούν δομές που λειτουργούσαν στο πλαίσιο του δημόσιου συστήματος και λόγω της υποχρηματοδότησης και της υποστελέχωσης αδυνατούν να ανταποκριθούν στις ανάγκες των ασθενών. Αντί για χρηματοδότηση και στελέχωση των δημόσιων υπηρεσιών με όλο το αναγκαίο προσωπικό, όλων των ειδικοτήτων, ώστε να καλύπτεται σε πανελλαδικό επίπεδο ο πληθυσμός όλων των ηλικιών σε επίπεδο πρόληψης, πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας φροντίδας, προβλέπεται η χρηματοδότηση νέων δομών από το Ταμείο Ανάκαμψης, που πρακτικά σημαίνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία της χρηματοδότησης κατευθύνεται σε ιδιώτες, ΝΠΙΔ-ΜΚΟ κ.ά., με ημερομηνία λήξης τους 18 μήνες, χωρίς να εξασφαλίζεται η συνέχιση των θεραπευτικών προγραμμάτων, ενώ θα συνδεθεί με την κοστολόγηση των υπηρεσιών και το φόρτωμά τους στα ήδη τσακισμένα ασφαλιστικά ταμεία.

 

ΜΕ ΤΟ ΚΚΕ ΣΤΟΝ ΑΓΩΝΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΨΗΦΟ ΣΤΙΣ ΕΥΡΩΕΚΛΟΓΕΣ ΣΠΑΜΕ ΤΑ ΔΕΣΜΑ ΤΗΣ ΕΕ

Η πολιτική της ΕΕ για την υγεία λοιπόν πηγάζει ακριβώς από τον ίδιο το χαρακτήρα της ΕΕ ως διακρατικής ένωσης καπιταλιστικών κρατών, που στόχο έχει την προάσπιση των συμφερόντων των ευρωπαϊκών μονοπωλίων και προϋποθέτει την ένταση της εκμετάλλευσης των εργαζόμενων, στο πλαίσιο των οξυμένων ανταγωνισμών τους.

Αυτή είναι η αντικειμενική βάση όπου, ανεξάρτητα από το είδος της αστικής κυβέρνησης, το αποτέλεσμα για τα λαϊκά στρώματα είναι η υποχώρηση της δυνατότητάς τους για την αξιοποίηση της επιστήμης, της τεχνολογίας, της παραγωγικότητας της εργασίας και του μεγάλου αριθμού υγειονομικού προσωπικού ώστε να μπουν σχεδιασμένα στην υπηρεσία για την προάσπιση, αποκατάσταση και βελτίωση της υγείας του λαού.

Σήμερα μπορεί να δυναμώσει η εργατική-λαϊκή αντιπολίτευση και πάλη με το ΚΚΕ, για πλήρη και επαρκή κρατική χρηματοδότηση των δημόσιων νοσοκομείων, των ΚΥ και των άλλων μονάδων υγείας από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, με φορολόγηση του κεφαλαίου.

Μαζικές προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης, όλων των κλάδων και ειδικοτήτων σε όλες τις δημόσιες μονάδες υγείας.

Μονιμοποίηση όλων των επικουρικών γιατρών και νοσηλευτών, των εργαζόμενων με μπλοκάκια, των συμβασιούχων και των εργαζόμενων των ιδιωτικών συνεργείων. Ουσιαστικές αυξήσεις των μισθών, κατάργηση όλων των νόμων περικοπής των αποδοχών, επαναφορά του 13ου και 14ου μισθού.

Ανάπτυξη δημόσιων ΚΥ και περιφερειακών ιατρείων με σύγχρονο εξοπλισμό και επαρκή στελέχωση σε αριθμό όλων των ειδικοτήτων, προκειμένου να καλύπτονται πλήρως οι λαϊκές ανάγκες για όλες τις υπηρεσίες ΠΦΥ, όλο το 24ωρο, όλες τις μέρες του χρόνου.

Ανάπτυξη πανελλαδικά δημόσιου συστήματος επείγουσας ιατρικής (EKAB), με επαρκή στελέχωση, τεχνικό εξοπλισμό και μέσα μεταφοράς.

Ένταξη όλων των ιατρικών, διαγνωστικών, εργαστηριακών, προληπτικών εξετάσεων, όλων των φαρμάκων και εμβολίων στο καθεστώς της πλήρους αποζημίωσης από το κράτος ή μέσω των ασφαλιστικών ταμείων με τη χρηματοδότησή τους από τον Κρατικό Προϋπολογισμό και φορολόγηση του κεφαλαίου κ.ά.

Η λαϊκή πάλη για τη διεκδίκηση τέτοιων μέτρων ανακούφισης και απόσπασης λύσεων πρέπει να κατευθύνεται στην προοπτική βαθύτερων πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αλλαγών. Για μια ανάπτυξη που ως κριτήριο θα έχει την ικανοποίηση των σύγχρονων και συνεχώς διευρυνόμενων κοινωνικών αναγκών.

Για ένα ενιαίο, σύγχρονο, αποκλειστικά κρατικό και δωρεάν σύστημα υγείας, πανελλαδικά αναπτυγμένο με κεντρικό σχεδιασμό, πλήρως και επαρκώς χρηματοδοτούμενο από τον κρατικό προϋπολογισμό, με κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Με ανάπτυξη κρατικού φορέα έρευνας, παραγωγής, εισαγωγής και δωρεάν διάθεσης φαρμάκων και εμβολίων από τις κρατικές μονάδες υγείας, τα νοσοκομεία, τα κέντρα υγείας, το δίκτυο των κρατικών φαρμακείων και κατάργηση κάθε επιχειρηματικής δράσης στο χώρο του φαρμάκου. Με τη μεγαλύτερη δυνατή αυτοτέλεια στην παραγωγή όλων όσων απαιτούνται σε ιατρικά μηχανήματα, φάρμακα, εμβόλια, υγειονομικό υλικό κλπ., αξιοποιώντας τη δυνατότητα όλων των αναγκαίων για την εξασφάλισή τους.

Επομένως, μόνο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη του σοσιαλισμού μπορεί η υγεία να αποτελέσει ένα κατοχυρωμένο και διασφαλισμένο από το κράτος της εργατικής εξουσίας καθολικό και δωρεάν λαϊκό δικαίωμα.

Για μας, δε νοείται υγεία με κέρδος, κόστος, επιχειρηματική δράση. Δε νοείται η υγεία, ένα ζήτημα ζωής και θανάτου, να είναι εμπόρευμα. Ιδιαίτερα σήμερα, που μπορεί να υπάρξει ενιαίο, αποκλειστικά κρατικό σύστημα υγείας, με κριτήριο τη δωρεάν πρόληψη, περίθαλψη, αποκατάσταση της υγείας του λαού. Όπως και η κάλυψη των αναγκών σε φάρμακα όταν τα χρειάζεται ο λαός, σε όλες τις συνθήκες αυξημένων και έκτακτων αναγκών, που δεν αποτελούν κάτι πέρα από τη λειτουργία των νοσοκομείων, αλλά είναι ακριβώς συνυφασμένες με αυτήν. Ο λαός να μην επιτρέψει να γίνεται η ζωή του θυσία στο καπιταλιστικό κέρδος. Να παλέψει κόντρα στην ΕΕ, τα μονοπώλια και το κράτος τους, για σύγχρονο, εξοπλισμένο, στελεχωμένο δημόσιο σύστημα υγείας, χωρίς καμία επιχειρηματική δράση, με προσωπικό με μόνιμη και σταθερή δουλειά, με μισθούς στη βάση των σύγχρονων αναγκών. Ένας αγώνας που θα αναδεικνύει όλο και περισσότερο την ανάγκη ο λαός μας να αποδεσμευτεί από τα δεσμά της ΕΕ, να αποτινάξει την καπιταλιστική εκμεταλλευση οικοδομώντας τη δική του εργατική εξουσία, το σοσιαλισμό που καθόλου τυχαία μεγαλούργησε (και) στην υγεία, αποτελώντας αυτή προνομιακό πεδίο τεκμηρίωσης της ανωτερότητάς του, γιατί κριτήριο είναι η ανθρώπινη ζωή και οι ανάγκες, και όχι το καπιταλιστικό κέρδος.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

  1. Ευρωπαϊκό Συμβούλιο - Συμβούλιο της ΕΕ: Πολιτική της ΕΕ για την υγεία.
  2. EU Global Health Strategy: Better Health for All in a Changing World, 30.11.2022.
  3. Αξονικός τομογράφος σε ιδιώτη στο Νοσοκομείο της Νίκαιας, ανάθεση μέρους των εργαστηριακών εξετάσεων των δημόσιων νοσοκομείων και των ΚΥ σε ιδιωτικές διαγνωστικές επιχειρήσεις, εκχώρηση των υποστηρικτικών υπηρεσιών (φύλαξη, καθαριότητα, σίτιση) σε ιδιώτες.
  4. Από τα πιο πρόσφατα στοιχεία που υπάρχουν (2021, ΕΛΣΤΑΤ) είναι πολύ αποκαλυπτική η κατανομή της δαπάνης. Η συνολική χρηματοδότηση για δαπάνες υγείας ήταν 16,665 δισ. ευρώ. Η Δημόσια Δαπάνη (Κράτος και Οργανισμοί Κοινωνικής Ασφάλισης - ΟΚΑ) ήταν 10,353 δισ. ευρώ (62,2%): α) Η Κρατική Δαπάνη ήταν 5,059 δισ. ευρώ (30,4%) και β) η Δαπάνη των ΟΚΑ ήταν 5,294 δισ. ευρώ (31,8%). Η Ιδιωτική Δαπάνη ήταν 6,248 δισ. ευρώ (37,8%): α) η Ιδιωτική Ασφάλιση ήταν 0,693 δισ. ευρώ (4,1%) και β) οι Ιδιωτικές Πληρωμές ήταν 5,554 δισ. ευρώ (33,3%).
  5. Ενδεικτικά, το 2022 στα 311 ΚΥ αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο 11,2 γιατροί. Σε 10 από τις 13 Περιφέρειες αντιστοιχούσαν από 5 έως 11 γιατροί και σε 3 από 11,5 έως 24,8 γιατροί. Σε όλες τις άλλες μονάδες Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας, συνολικά 2.453 (Τοπικά Ιατρεία, Περιφερειακά Ιατρεία –πολυδύναμα και ειδικά– και στις ΤοΜΥ), αντιστοιχούσαν κατά μέσο όρο 1,3 γιατροί.
  6. Στην ανακοίνωσή του αναφέρει: «Το ιδιαίτερα θετικό οικονομικό και πολιτικό περιβάλλον που παρουσιάζει η Ελλάδα, όπως η βελτίωση των περισσότερων οικονομικών δεικτών, η αναβαθμισμένη πιστοληπτική ικανότητα και ο ταχύτερος ρυθμός ανάπτυξης σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, την καθιστούν έναν ελκυστικό επενδυτικό προορισμό.»
  7. Είναι χαρακτηριστικό ότι, με βάση τα στοιχεία του ΕΟΠΥΥ για το 2017 –δεν υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση σήμερα– από τις συνολικές μαγνητικές τομογραφίες, αξονικές τομογραφίες και μαστογραφίες, το 9%-23%-26% έγιναν στο Δημόσιο και το 91%-77%-74% αντίστοιχα στον ιδιωτικό τομέα, με πληρωμή τεράστιων ποσών από τους ασθενείς.
  8. Αποκαλυπτική είναι η εικόνα συνολικότερα για την ΕΕ. Το 2018 καταγράφτηκαν 3.300 θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα, ενώ συνολικά οι θάνατοι που σχετίζονται με την εργασία ανέρχονται στους 200.000. Ενδεικτικά, ο επαγγελματικός καρκίνος είναι η κύρια αιτία των θανάτων που συνδέονται με την εργασία στην ΕΕ, με 100.000 θανάτους εξαιτίας επαγγελματικού καρκίνου κάθε χρόνο.
  9. Ορισμένα ενδεικτικά αποσπάσματα από τη στρατηγική της ΕΕ είναι αποκαλυπτικά: «Οι υγιεινές και ασφαλείς συνθήκες εργασίας είναι προϋπόθεση για ένα υγιές και παραγωγικό εργατικό δυναμικό. (…) Πρόκειται (…) για σημαντική πτυχή τόσο της βιωσιμότητας όσο και της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας της ΕΕ. (…) Πέρα από την υγεία και την ευεξία, υπάρχει και ένα ισχυρό οικονομικό επιχείρημα υπέρ της ύπαρξης υψηλού επιπέδου προστασίας των εργαζόμενων. Το κόστος, για την οικονομία της ΕΕ, των ατυχημάτων και των ασθενειών που σχετίζονται με την εργασία υπερβαίνει το 3,3% του ΑΕΠ ετησίως (περίπου 460 δισ. EUR το 2019. (…) Σύμφωνα με εκτιμήσεις, για κάθε ευρώ που επενδύεται στην ΑΥΕ, η απόδοση για τον εργοδότη είναι περίπου διπλάσια. (…) Η ύπαρξη καλού επιπέδου ΑΥΕ μειώνει επίσης τις δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης και άλλες κοινωνικές επιβαρύνσεις, ενώ, αντιθέτως, το κόστος λόγω ανεπαρκούς ΑΥΕ είναι υψηλό για τα άτομα, τις επιχειρήσεις και την κοινωνία.»
  10. Η πανδημία COVID-19 επιδείνωσε την ήδη επιβαρυμένη ψυχική υγεία του πληθυσμού της ΕΕ. Η έκθεση «Υγεία με μια ματιά: Ευρώπη 2020» επισήμανε ότι «η πανδημία της COVID-19 και η επακόλουθη οικονομική κρίση προκάλεσαν αυξανόμενη επιβάρυνση στην ψυχική ευημερία των πολιτών, με στοιχεία που δείχνουν υψηλότερα ποσοστά στρες, άγχους και κατάθλιψης. Οι νέοι και τα άτομα που ανήκουν σε ομάδες χαμηλότερου εισοδήματος θεωρούνται ότι διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο. Οι διαταραχές στην υγειονομική περίθαλψη όσων πάσχουν από προϋπάρχουσες ψυχικές παθήσεις αποτελούν σημαντικό μέρος των αρνητικών επιπτώσεων της πανδημίας στην ψυχική υγεία». Ενώ σε ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, για να μην παρεξηγηθεί για υπέρμετρο ανθρωπισμό, σπεύδει να διαβεβαιώσει ότι όποια πολιτική υιοθετείται είναι διαποτισμένη από τη λογική κόστους-οφέλους, σημειώνοντας ότι «το κόστος της μη ανάληψης δράσης για την ψυχική υγεία είναι σημαντικό και προβλέπεται να αυξηθεί μετά τις παγκόσμιες προκλήσεις που συνδέονται με τις κοινωνικές, πολιτικές και περιβαλλοντικές αλλαγές, την αύξηση της ψηφιοποίησης, τις οικονομικές πιέσεις και τις ριζικές αλλαγές στην αγορά εργασίας. Το συνολικό κόστος των προβλημάτων ψυχικής υγείας –το οποίο περιλαμβάνει τόσο το κόστος για τα συστήματα υγείας και τα προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης, όσο και τη χαμηλότερη παραγωγικότητα της εργασίας και των εργαζόμενων– εκτιμάται ότι υπερβαίνει το 4% του ΑΕΠ σε όλες τις χώρες της ΕΕ, ποσοστό που αντιστοιχεί σε πάνω από 600 δισ. ευρώ ετησίως».