Αγαπητοί φίλοι και φίλες.
Συντρόφισσες και σύντροφοι.
Καλώς ήρθατε σε αυτήν τη μεγάλη συναυλία. Καλώς ανταμώσαμε απόψε στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας για να τιμήσουμε έναν από τους μεγάλους αυτής της χώρας, και όχι μόνο.
Θα είναι σε όλους και όλες σας, πιστεύω, γνωστό ότι ο Σταύρος Ξαρχάκος ανήκει μαζί με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι στους μεγάλους της ελληνικής μουσικής που, ο καθένας μέσα από το δικό του δρόμο, πραγματοποίησαν το άλμα στην αποκαλούμενη «έντεχνη λαϊκή μουσική».
Είναι δύσκολο, λοιπόν, τα λόγια μας να είναι αντάξια του μεγέθους του ως συνθέτη, αλλά και ως του μεγαλύτερου ενορχηστρωτή αυτής της χώρας.
Το θέμα γίνεται ακόμη πιο σύνθετο αν πάρουμε υπόψη μας ότι στον Σταύρο Ξαρχάκο δεν αρέσουν τα εγκώμια και οι μεγαλοστομίες. «Δικαίωμα στην έπαρση έχει μόνο η σημαία», δηλώνει.
Δύσκολο, λοιπόν, και το να κρατήσει κανείς μια ισορροπία στους επαίνους, τέτοια που να μη θίγει το αίσθημα του ακριβοδίκαιου, που τόσο έντονα διαπερνά την προσωπικότητά του.
Ελάχιστες φορές και πολύ λακωνικά έχει μιλήσει για τον εαυτό του και τις σκέψεις του. Προτιμά η τέχνη του να μιλήσει γι’ αυτά.
Έτσι κι εμείς σήμερα θα προσπαθήσουμε να μιλήσουμε γι’ αυτόν προπαντός μέσα από το έργο του.
Στις σπάνιες αναφορές του σ’ αυτό, ο Ξαρχάκος υποστηρίζει πως δεν κάνει τίποτα περισσότερο από το να υπηρετεί το λόγο. Θα συμφωνήσουμε σε ένα βαθμό μαζί του. Πράγματι, η δημιουργία του είναι το ίδιο σπουδαία, όσο σπουδαίες είναι και οι ποιητικές, κινηματογραφικές, θεατρικές δημιουργίες, που με το αλάνθαστο αισθητικό του κριτήριο έχει επιλέξει να εκφράσει μουσικά.
Όμως, αυτό δεν είναι όλη η αλήθεια. Ο Ξαρχάκος δεν υπηρετεί απλά την τέχνη των συνεργατών του. Είναι συνδημιουργός της. Τα εμβληματικά κινηματογραφικά ή θεατρικά έργα που συμμετείχε είναι αδιαχώριστα από τη μουσική του. Τα έργα αυτά δε θα ήταν ποτέ ίδια χωρίς τη σεμνή υπογραφή του.
Ποιος, για παράδειγμα, θα μπορούσε να διανοηθεί την ταινία Ταξίδι, του Ντίνου Δημόπουλου, χωρίς τη Βαρκαρόλα, την πρώτη μουσική δουλειά του Ξαρχάκου σε ηλικία μόλις 23 χρόνων; Την ταινία Λόλα, του ίδιου σκηνοθέτη, χωρίς το Χάθηκε το φεγγάρι; Το Φθινοπωρινό δρόμο ή τον καθηλωτικό Χορό του Σάκαινα;
Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί τα Κόκκινα Φανάρια, του Βασίλη Γεωργιάδη, χωρίς την Άπονη ζωή ή το Στα χέρια σου μεγάλωσαν; Να σκεφτεί το Κορίτσια στον Ήλιο, σε σκηνοθεσία επίσης του Γεωργιάδη, χωρίς την Άναμπελ; Ή το ανεπανάληπτο και πολυβραβευμένο Ρεμπέτικο, του Κώστα Φέρρη, χωρίς τη μουσική του Ξαρχάκου;
Το ίδιο και στο θέατρο. Από την ιστορική παράσταση του Κώστα Καζάκου και της Τζένης Καρέζη Το μεγάλο μας τσίρκο, σε κείμενο Ιάκωβου Καμπανέλλη. Αλήθεια, πώς θα μπορούσε να περισωθεί ακέραιος ο παλμός της;
Ο παλμός της μεγάλης αυτής στιγμής του αντιδικτατορικού αγώνα, όπου «η γη χτυπούσε με 80 σφυγμούς», αν δεν υπήρχε η αθάνατη μουσική του Σταύρου Ξαρχάκου με τη φωνή του αξέχαστου Ξυλούρη και όλου του θιάσου;
Μα και στο πεδίο της ποίησης: Μήπως η συγκλονιστική σε τραγικότητα, δωρική, μελοποίησή του στο Θρήνο για τον Ιγνάθιο Σάντσιεθ Μεχίας, με αφηγητή τον Μάνο Κατράκη, δεν αποτελεί μια αναγέννηση του αριστουργηματικού αυτού έργου του Λόρκα;
Το επίτευγμά του αυτό εντυπωσίασε μάλιστα και τον Νταλί και προκάλεσε το θαυμασμό του Αντρέ Μαλρό για την ικανότητα ενός Έλληνα συνθέτη να συγκινεί έναν καθαρόαιμο Ισπανό, όπως ο Νταλί, με έργο ισπανικής προέλευσης.
Η αλήθεια είναι πως η αίσθηση της αναδημιουργίας που γεννά αυτό το έργο του Ξαρχάκου δε στέκεται στον αέρα.
Έχει τη βάση της στο ότι στα χέρια του το ποίημα του Λόρκα απέκτησε ευρύτερη διάσταση. Μια αναλογία ανάμεσα στο δράμα της ηρωικής μορφής που σκοτώνεται από τον «μαύρο ταύρο του πόνου», και στο δράμα του ελληνικού λαού κάτω από την μπότα των συνταγματαρχών της απριλιανής δικτατορίας, που ευαισθητοποιούσε και αναστάτωνε το νεαρό Ξαρχάκο ο οποίος την περίοδο εκείνη βρισκόταν στο Παρίσι.