Ο Ένγκελς για τη σημασία της θεωρητικής πάλης*


του Β. Ι Λένιν

«Δογματισμός, σχολαστικισμός», «αποστέωση του κόμματος –
αναπόφευχτη τιμωρία που ακολουθεί το βίαιο στραγγαλισμό 
της σκέψης»– να οι εχθροί που εναντίον τους ξεσπαθώνουν ιπποτικά οι υπερασπιστές της «ελευθερίας κριτικής» στο «Ραμπότσεγε Ντιέλο». Χαιρόμαστε πολύ που μπήκε αυτό το θέμα στην ημερησία διάταξη∙ θα προτείναμε μόνο να συμπληρωθεί μ’ ένα άλλο θέμα:

Ποιοι είναι οι κριτές;

Έχουμε μπροστά μας δυο εκδοτικές αγγελίες. Η μια περιέχει το «Πρόγραμμα του “Ραμπότσεγε Ντιέλο”, περιοδικού οργάνου της Ένωσης των ρώσων σοσιαλδημοκρατών» (ανάτυπο του 1ου τεύχους του «Ραμπότσεγε Ντιέλο»). Η άλλη είναι η «Αγ­γελία για επανάληψη των εκδόσεων της ομάδας “Απελευθέρω­ση της δουλειάς”»1. Και οι δυο χρονολογούνται από το 1899, όταν η «κρίση του μαρξισμού» από καιρό πια βρισκόταν στην ημερησία διάταξη. Και τι βλέπουμε; Στην πρώτη αγγελία του κάκου θα ψάχνατε να βρείτε έστω και μια νύξη σχετικά μ’ αυτό το φαινόμενο ή μια συγκεκριμένη έκθεση της θέσης που σκο­πεύει να πάρει πάνω σ’ αυτό το ζήτημα το νέο όργανο. Για τη θεωρητική δουλειά και τα επιταχτικά της καθήκοντα στην εποχή αυτή δεν υπάρχει λέξη ούτε στο πρόγραμμα αυτό, ούτε στα συμπληρωματικά σημεία που ψήφισε το τρίτο συνέδριο της «Ένωσης» το 19012 («Δυο συνέδρια», σελ. 15-18). Σ’ όλο αυτό το διάστημα η σύνταξη του «Ραμπότσεγε Ντιέλο» είχε αφήσει κατά μέρος τα θεωρητικά ζητήματα, παρ’ όλο που συγκινούσαν τους σοσιαλδημοκράτες όλου του κόσμου.

Αντίθετα, η άλλη αγγελία τονίζει κατά πρώτο λόγο, ότι τα τελευταία χρόνια μειώθηκε το ενδιαφέρον για τη θεωρία, ζητεί επιταχτικά να δίνεται «άγρυπνη προσοχή στη θεωρητική πλευ­ρά του επαναστατικού κινήματος του προλεταριάτου» και καλεί σε «αμείλιχτη κριτική των μπερνσταϊνικών και των άλλων αντεπαναστατικών τάσεων» μέσα στο κίνημά μας. Τα τεύχη του «Ζαριά» που κυκλοφόρησαν δείχνουν πώς εκπληρώθηκε το πρόγραμμα αυτό.

Έτσι βλέπουμε πως οι ηχηρές φράσεις ενάντια στην αποστέω­ση της σκέψης κτλ. συγκαλύπτουν την αδιαφορία και την ανι­κανότητα σ’ ό,τι αφορά την ανάπτυξη της θεωρητικής σκέψης. Η περίπτωση των ρώσων σοσιαλδημοκρατών δείχνει πολύ πα­ραστατικά το πανευρωπαϊκό φαινόμενο (που το έχουν σημειώ­σει από καιρό και οι γερμανοί μαρξιστές), ότι η πολυθρύλητη ελευθερία κριτικής δεν σημαίνει την αντικατάσταση μιας θεωρίας από μια άλλη, αλλά την ελευθερία απέναντι σε κάθε ολοκληρωμένη και βαθιά μελετημένη θεωρία, σημαίνει εκλεκτικισμό κι έλλειψη αρχών. Όποιος ξέρει κάπως την πραγματική κατάσταση του κινήματός μας, δεν μπορεί να μη βλέπει, ότι η πλατιά διάδοση του μαρξισμού συνοδεύτηκε από ορισμένη πτώση του θεωρητικού επιπέδου. Στο κίνημα, λόγω της πραχτικής του σημασίας και των πραχτικών επιτυχιών του, προσχώ­ρησαν πολλοί άνθρωποι με πολύ μικρή ή χωρίς καμιά θεωρη­τική κατάρτιση. Απ’ αυτό μπορούμε να κρίνουμε πόση έλλει­ψη 
τακτ δείχνει το «Ραμπότσεγε Ντιέλο», όταν με θριαμβευτικό ύφος παραθέτει το απόφθεγμα του Μαρξ: «κάθε βήμα πραγματικού κινήματος έχει περισσότερη αξία από μια δωδεκάδα προ­γράμματα»3. Το να επαναλαβαίνεις αυτές τις λέξεις σε περίοδο θεωρητικής σύγχυσης – είναι το ίδιο σαν να φωνάζεις βλέπον­τας μια κηδεία: «Πέντε πέντε την ημέρα κι εκατό την εβδομάδα!». Άλλωστε τα παραπάνω λόγια του Μαρξ είναι παρμένα από το γράμμα του για το πρόγραμμα της Γκότα4, όπου επικρίνει αυ­στηρά τον εκλεκτικισμό στη διατύπωση των αρχών∙ αν πρέπει να ενωθείτε, έγραφε ο Μαρξ στους ηγέτες του κόμματος, κλείστε συμφωνίες για να ικανοποιήσετε τους πραχτικούς σκοπούς του κινήματος, μην επιτρέψτε όμως παζαρέματα πάνω σε αρχές, μη κάνετε «παραχωρήσεις» σε ζητήματα θεωρίας. Αυτή ήταν η σκέψη του Μαρξ∙ κι όμως βρίσκονται ανάμεσά μας άνθρωποι που στο όνομά του προσπαθούν να μειώσουν τη σημασία της θεωρίας!

Χωρίς επαναστατική θεωρία δεν μπορεί να υπάρξει και επα­ναστατικό κίνημα. Ό,τι κι αν πει κανείς γι’ αυτή τη σκέψη δε θα ήταν αρκετό, σε μια εποχή που μαζί με το κήρυγμα του ο­πορτουνισμού, που έχει γίνει της μόδας, συμβαδίζει η έλξη προς τις πιο στενές μορφές πραχτικής δράσης. Για τη ρωσική σοσιαλ­δημοκρατία όμως η σημασία της θεωρίας μεγαλώνει ακόμα πιο πολύ από τρία περιστατικά που συχνά τα ξεχνούν, και συγκε­κριμένα: πρώτο, από το γεγονός ότι το κόμμα μας τώρα μόλις διαμορφώνεται, τώρα μόλις διαμορφώνει τη φυσιογνωμία του και δεν έχει καθόλου ξεκαθαρίσει ακόμα τους λογαριασμούς του με τις άλλες κατευθύνσεις της επαναστατικής σκέψης, που απειλούν ν’ αποτραβήξουν το κίνημα από το σωστό δρόμο. Απεναντίας, ίσα ίσα τον τελευταίο καιρό σημειώθηκε (όπως από καιρό προειδοποιούσε ο Αξελρόντ5 τους «οικονομιστές») μια αναζωογόνηση των μη σοσιαλδημοκρατικών επαναστατικών κατευθύνσεων. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες ένα λάθος, που από πρώτη ματιά φαίνεται «ασήμαντο», μπορεί να έχει τις πιο θλι­βερές συνέπειες, και μόνο μύωπες μπορούν να θεωρούν άκαιρες ή περιττές τις συζητήσεις ανάμεσα στις ομάδες και τον αυστηρό διαχωρισμό των αποχρώσεων. Από την εδραίωση της μιας ή της άλλης «απόχρωσης» μπορεί να εξαρτηθεί το μέλλον της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας για πολλά, πάρα πολλά χρόνια.

Δεύτερο, το σοσιαλδημοκρατικό κίνημα είναι από την ίδια τη φύση του κίνημα διεθνές. Αυτό δε σημαίνει απλώς, ότι πρέ­πει να καταπολεμούμε τον εθνικό σωβινισμό. Αυτό σημαίνει επίσης, ότι ένα κίνημα που αρχίζει σε μια νεαρή χώρα μπορεί να έχει επιτυχία μόνο εφόσον θα αξιοποιεί την πείρα των άλλων χωρών. Και για μια τέτοια αξιοποίηση δεν αρκεί η απλή γνώση της πείρας αυτής ή η απλή αντιγραφή των τελευταίων αποφάσεων. Εκείνο που χρειάζεται είναι να μπορείς να βλέπεις την πείρα αυτή κριτικά και να την επαληθεύεις με αυτοτέλεια. Μόνο όποιος αντιλαμβάνεται σε πόσο γιγάντιες διαστάσεις αναπτύχθηκε και διακλαδώθηκε το σύγχρονο εργατικό κίνημα, μπορεί να καταλάβει τι απόθεμα θεωρητικών δυνάμεων και πο­λιτικής (καθώς κι επαναστατικής) πείρας χρειάζεται για να εκ­πληρωθεί αυτό το καθήκον.

Τρίτο, τέτοια εθνικά καθήκοντα σαν κι αυτά που μπαίνουν τώρα στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία δεν έχουν μπει ποτέ ως τώρα σε κανένα σοσιαλιστικό κόμμα του κόσμου. Θα μας δο­θεί παρακάτω η ευκαιρία να μιλήσουμε για τις πολιτικές και οργανωτικές υποχρεώσεις που μας επιβάλλει το καθήκον αυτό της απελευθέρωσης όλου του λαού από το ζυγό της απολυταρχίας. Τώρα θέλουμε απλώς να τονίσουμε, ότι το ρόλο του πρωτοπόρου αγωνιστή μπορεί να τον εκπληρώσει μόνο ένα κόμμα που καθοδηγείται από πρωτοπόρα θεωρία. Και για ν’ αντιληφθεί ο αναγνώστης κάπως συγκεκριμένα τι σημαίνει αυτό, ας θυμη­θεί μερικούς προδρόμους της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας σαν τον Χέρτσεν, τον Μπελίνσκι, τον Τσερνισέβσκι και τη λαμπρή πλειάδα των επαναστατών της δεκαετίας 1870-1880. Ας σκεφτεί την παγκόσμια σημασία που αποχτά σήμερα η ρωσική φιλολο­γία, ας… μα φτάνουν κι αυτά!

Θα παραθέσουμε εδώ όσα είπε ο Ένγκελς το 1874 για τη ση­μασία της θεωρίας στο σοσιαλδημοκρατικό κίνημα. Ο Ένγκελς παραδέχεται όχι δυο μορφές του μεγάλου αγώνα της σοσιαλδη­μοκρατίας (την πολιτική και την οικονομική), –όπως συνη­θίζεται σε μας– αλλά τρεις, βάζοντας πλάι σ’ αυτές και το θεω­ρητικό αγώνα. Οι συμβουλές του προς το γερμανικό εργατικό κίνημα που είχε δυναμώσει πραχτικά και πολιτικά, είναι τόσο διδαχτικές σ’ ό,τι αφορά τα σύγχρονα προβλήματα και συζητή­σεις, ώστε ελπίζουμε να μη δυσανασχετήσει ο αναγνώστης εναντίον μας για την παράθεση μεγάλου αποσπάσματος από τον πρόλογό του στην μπροσούρα: «Der deutsche Bauernkrieg»6 που από καιρό έχει γίνει πολύ σπάνια στη βιβλιογραφία:

«Οι γερμανοί εργάτες έχουν δυο ουσιαστικά πλεονεχτήματα σε σύγκριση με τους εργάτες της υπόλοιπης Ευρώπης. Πρώτο, το πλεονέχτημα ότι ανήκουν στο θεωρητικότερο λαό της Ευ­ρώπης και ότι διατήρησαν το αίσθημα της θεωρίας, που το έχα­σαν σχεδόν ολωσδιόλου οι λεγόμενες “μορφωμένες” τάξεις της Γερμανίας. Αν δεν είχε προηγηθεί η γερμανική φιλοσοφία, ιδιαίτερα η φιλοσοφία του Χέγκελ, δε θα δημιουργούνταν ποτέ ο γερμανικός επιστημονικός σοσιαλισμός, ο μόνος επιστημονικός σοσιαλισμός που υπήρξε ποτέ. Αν οι εργάτες δεν είχαν το αίσθημα της θεωρίας, ο επιστημονικός αυτός σοσιαλισμός δε θα έμπαινε ποτέ τόσο βαθιά στη σάρκα και στο αίμα τους, όπως το βλέπουμε να γίνεται τώρα. Και πόσο απέραντα μεγάλο είναι το πλεονέχτημα αυτό μας το δείχνει, από το ένα μέρος, η αδιαφορία απέναντι σε κάθε θεωρία, αδιαφορία η οποία αποτε­λεί μια από τις κύριες αιτίες που το αγγλικό εργατικό κίνημα προχωρεί τόσο αργά, παρά τη θαυμάσια οργάνωση των διαφό­ρων επαγγελμάτων, και από το άλλο, η σύγχυση και οι ταλαντεύσεις που έσπειρε ο προυντονισμός με την αρχική του μορφή στους γάλλους και στους βέλγους και με τη γελοιογραφημένη μορφή που τον παρουσίασε ο Μπακούνιν στους ισπανούς και στους ιταλούς.

Το δεύτερο πλεονέχτημα είναι, ότι οι γερμανοί μπήκαν χρο­νικά σχεδόν τελευταίοι στο εργατικό κίνημα. Όπως ο γερμα­νικός θεωρητικός σοσιαλισμός ποτέ δε θα λησμονήσει ότι στη­ρίζεται στον Σαιν-Σιμόν, στον Φουριέ και στον Όουεν, –στους τρεις αυτούς διανοητές, που παρ’ όλη τη φαντασιοπληξία και τον ουτοπισμό τους συγκαταλέγονται στις μεγαλύτερες διάνοιες όλων των εποχών και με μεγαλοφυΐα πρόβλεψαν απειράριθμες αλήθειες που την ορθότητά τους την αποδείχνουμε σήμερα επι­στημονικά– έτσι και το γερμανικό εργατικό κίνημα στην πρά­ξη δεν πρέπει ποτέ να ξεχνά, ότι αναπτύχθηκε στηριζόμενο στο αγγλικό και στο γαλλικό κίνημα, ότι μπόρεσε απλούστατα να επωφεληθεί από την ακριβοπληρωμένη πείρα τους, ν’ αποφύγει τώρα τα λάθη τους, που τότε ήταν στο μεγαλύτερο τους μέρος αναπόφευχτα. Πού θα βρισκόμασταν τώρα χωρίς το προηγού­μενο των αγγλικών τρέιντ-γιούνιον και των πολιτικών εργατικών αγώνων της Γαλλίας, χωρίς τη γιγάντια ώθηση που έδοσε ιδιαίτερα η Κομμούνα του Παρισιού;

Πρέπει ν’ αναγνωρίσουμε, ότι οι γερμανοί εργάτες εκμεταλλεύτηκαν με σπάνια ικανότητα τα πλεονεχτήματα της θέσης τους. Για πρώτη φορά από τότε που υπάρχει εργατικό κίνημα, η πάλη και προς τις τρεις κατευθύνσεις της –τη θεωρητική, την πολιτική και την πραχτικοοικονομική (αντίσταση ενάντια στους κεφαλαιοκράτες)– διεξάγεται προγραμματισμένα, με συνοχή και σύστημα. Σ’ αυτήν ακριβώς τη συγκεντρωτική, θα λέγαμε, επίθεση βρίσκεται η δύναμη και το ακατανίκητο του γερμανικού κινήματος.

Από το ένα μέρος αυτή η πλεονεχτική τους θέση και από το άλλο οι νησιώτικες ιδιομορφίες του αγγλικού κινήματος και η βίαιη κατάπνιξη του γαλλικού κινήματος είχαν αποτέλεσμα να βρεθούν οι γερμανοί εργάτες τη στιγμή αυτή επικεφαλής του προλεταριακού αγώνα. Για πόσο καιρό θα τους επιτρέψουν τα γεγονότα να κρατούν την τιμητική αυτή θέση, αυτό δεν μπο­ρούμε να το προβλέψουμε. Όσο καιρό όμως θα την κρατούν, ελπίζουμε πως θα εκπληρώσουν αντάξια τα καθήκοντα που τους έχουν ανατεθεί. Αυτό απαιτεί διπλάσιες προσπάθειες σ’ όλους τους τομείς του αγώνα και της ζύμωσης. Ιδιαίτερα καθήκον των ηγετών θα είναι να εμβαθύνουν όλο και περισσότερο σ’ όλα τα θεωρητικά προβλήματα, ν’ απαλλάσσονται όλο και περισσότερο από την επίδραση της πατροπαράδοτης φρασεολογίας που κληρονομήθηκε από την παλιά κοσμοθεωρία, και να έχουν πάντα υπόψη τους ότι ο σοσιαλισμός, από τότε που έγινε επιστήμη, απαιτεί να τον μεταχειρίζονται σαν επιστήμη, δηλ. να τον με­λετούν. Η συνείδηση αυτών των καθηκόντων που θ’ αποχτιέται κατ’ αυτόν τον τρόπο και θα φωτίζεται συνεχώς, πρέπει να δια­δίδεται με όλο και μεγαλύτερο ζήλο μέσα στους εργάτες και να δένεται όλο και πιο σφιχτά η οργάνωση τόσο του κόμματος όσο και των επαγγελματικών συνδικάτων…

…Αν οι γερμανοί εργάτες εξακολουθήσουν να προπορεύον­ται κατά τον ίδιο τρόπο, δε θα βαδίζουν ακριβώς επικεφαλής του κινήματος –και δεν είναι καθόλου προς το συμφέρον του κινήματος να βαδίζουν επικεφαλής του οι εργάτες ενός οποιουδήποτε έθνους– αλλά θα κατέχουν τιμητική θέση μέσα στις γραμμές των αγωνιστών. Και θα βρεθούν πάνοπλοι, αν αναπάν­τεχα σοβαρές δοκιμασίες είτε μεγάλα γεγονότα απαιτήσουν απ’ αυτούς μεγαλύτερο θάρρος, μεγαλύτερη αποφασιστικότητα και δύναμη θέλησης»7.

Τα λόγια του Ένγκελς αποδείχτηκαν προφητικά. Ύστερα από λίγα χρόνια βρήκαν τους γερμανούς εργάτες αναπάντεχα σοβαρές δοκιμασίες, με τον έκτακτο νόμο ενάντια στους σοσια­λιστές. Και οι γερμανοί εργάτες πραγματικά τις αντιμετώπισαν πάνοπλοι και μπόρεσαν να βγουν απ’ αυτές νικητές.

Το ρωσικό προλεταριάτο το περιμένουν ασύγκριτα πιο σκλη­ρές δοκιμασίες∙ θα χρειαστεί να παλαίψει μ’ ένα τέρας, που μπρο­στά του ο έκτακτος νόμος σε μια συνταγματική χώρα φαίνεται πραγματικά πυγμαίος. Η ιστορία έβαλε τώρα μπροστά μας ένα άμεσο καθήκον, που είναι το πιο επαναστατικό απ’ όλα τα άμε­σα καθήκοντα που αντιμετωπίζει το προλεταριάτο οποιασδήποτε άλλης χώρας. Η εκπλήρωση αυτού του καθήκοντος, το γκρέμι­σμα του πιο ισχυρού προπύργιου, όχι μονάχα της ευρωπαϊκής, μα ακόμα (μπορούμε τώρα να το πούμε) και της ασιατικής αντίδρασης, θα έκανε το ρωσικό προλεταριάτο εμπροσθοφυλακή του διεθνούς επαναστατικού προλεταριάτου. Κι έχουμε το δι­καίωμα να πιστεύουμε ότι θ’ αποκτήσουμε αυτό τον τιμητικό τίτλο που τον αξίζουν και οι πρόδρομοί μας, οι επαναστάτες της δεκαετίας 1870-1880, αν κατορθώσουμε να εμπνεύσουμε στο κίνημά μας, που είναι χίλιες φορές πλατύτερο και βαθύτερο, την ίδια απεριόριστη αποφασιστικότητα και δύναμη θέλησης.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Β. Ι. Λένιν, «Τι να κάνουμε;», Άπαντα, τόμ. 6, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 22-28.

  1. Ομάδα «Απελευθέρωση της δουλειάς» – η πρώτη ρωσική μαρξιστική ομάδα∙ ιδρύθηκε από τον Г. Β. Πλεχάνοφ το 1883 στην Ελβετία. Εκτός από τον Πλεχάνοφ στην ομάδα ανήκαν ο Π. Μπ. Αξελρόντ, ο Λ. Γ. Ντέιτς, η В. I. Ζασούλιτς και ο Β. Ν. Ιγνάτοφ.
    Η ομάδα «Απελευθέρωση της δουλειάς» έκανε πολλά για την προπαγάνδιση του μαρξισμού στη Ρωσία. Μετέφραζε στα ρωσικά, έβγαζε στο εξωτερικό και κυκλοφορούσε στη Ρωσία τα έργα του Κ. Μαρξ και του Φ. Ένγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού κόμματος», «Μι­σθωτή εργασία και κεφάλαιο», «Η εξέλιξη του σοσιαλισμού από την ουτοπία στην επιστήμη» και άλλα∙ εκλαΐκευε επίσης το μαρξισμό με τις δικές της εκδόσεις. Η ομάδα «Απελευθέρωση της δουλειάς» έδοσε σοβαρό χτύπημα στο ναροντνικισμό που ήταν το κύριο ιδεολογικό εμπόδιο στο δρόμο της διάδοσης του μαρξισμού και της ανάπτυξης του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος στη Ρωσία. Στα έργα του «Ο σοσια­λισμός και ο πολιτικός αγώνας» (1883), «Οι διαφωνίες μας» (1885) και άλλα ο Г. Β. Πλεχάνοφ υπέβαλε σε μαρξιστική κριτική τις θεωρίες των ναρόντνικων για το μη καπιταλιστικό δρόμο ανάπτυξης της Ρω­σίας, την υποκειμενική ιδεαλιστική άποψη των ναρόντνικων για το ρόλο της προσωπικότητας στην ιστορία, την άρνηση του πρωτοπο­ριακού ρόλου του προλεταριάτου στο επαναστατικό κίνημα κι άλλα. Τα δυο σχέδια προγράμματος των ρώσων σοσιαλδημοκρατών (1883 και 1885) που γράφτηκαν από τον Πλεχάνοφ κι εκδόθηκαν από την ομά­δα «Απελευθέρωση της δουλειάς», υπήρξαν σοβαρό βήμα στην προε­τοιμασία και στη δημιουργία του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος στη Ρωσία. Εξαιρετικά μεγάλη σημασία στη διάδοση των μαρξιστικών αντιλήψεων, στη θεμελίωση και στην υπεράσπιση του διαλεχτικού και του ιστορικού υλισμού είχε το βιβλίο του Πλεχάνοφ (Ν. Μπέλτοφ) «Γύρω στο ζήτημα της εξέλιξης της μονιστικής αντίληψης στην ιστορία» (1895) που «διαπαιδαγώγησε ολόκληρη γενιά ρώσων μαρξιστών» (В. I. Λένιν. Άπαντα, 4η ρωσ. εκδ., τόμ. 16ος, σελ. 243). Η ομάδα έβγαλε και κυκλοφόρησε στη Ρωσία 4 τεύχη της συλλογής «Σοτσιαλντεμοκράτ» όπως και μια σειρά εκλαϊκευτικές μπροσούρες για τους εργάτες.
    Ο Φ. Ένγκελς χαιρέτησε την εμφάνιση της ομάδας «Απελευθέρωση της δουλειάς» «που αποδεχόταν ειλικρινά και ανεπιφύλαχτα τις μεγά­λες οικονομικές και ιστορικές θεωρίες του Μαρξ» (Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Άπαντα, ρωσ. εκδ., τόμ. XXVII, 1935, σελ. 461). О Г. Β. Πλεχάνοφ και η В. I. Ζασούλιτς συνδέονταν με προσωπική φιλία με τον Φ. Ένγκελς και επί πολλά χρόνια αλληλογραφούσαν μαζί του. Η ομάδα «Απελευθέρωση της δουλειάς» αποκατέστησε σύνδεση με το διεθνές εργατικό κίνημα και αρχίζοντας από το πρώτο συνέδριο της II Διεθνούς το 1889 (Παρίσι) ως τη διάλυσή της αντιπροσώπευε τη σοσιαλδημοκρατία της Ρωσίας σ’ όλα τα συνέδρια της Διεθνούς. Η ομάδα όμως «Απελευθέρωση της δουλειάς» έκανε και σοβαρά λάθη: υπερέβαλλε το ρόλο της φιλελεύθερης αστικής τάξης, υποτιμούσε την επαναστατικότητα της αγροτιάς σαν εφεδρείας της προλεταριακής επανάστασης. Τα λάθη αυτά ήταν το σπέρμα των μελλοντικών μενσεβίκικων απόψεων του Πλεχάνοφ και των άλλων μελών της ομάδας. Ο В. I. Λένιν έλεγε ότι η ομάδα «Απελευθέρωση της δουλειάς» «έβαλε μόνο τα θεωρητικά θεμέλια της σοσιαλδημοκρατίας κι έκανε το πρώτο βήμα προς το εργατικό κίνημα» (Άπαντα, 4η ρωσ. εκδ., τόμ. 20ός, σελ. 255).
    Το 1894 με πρωτοβουλία της ομάδας «Απελευθέρωση της δουλειάς» ιδρύθηκε η «Ένωση των ρώσων σοσιαλδημοκρατών του εξωτερικού». Το 1900 τα μέλη της ομάδας «Απελευθέρωση της δουλειάς» και οι οπαδοί τους αποχώρησαν από την «Ένωση» και ίδρυσαν την επαναστατική οργάνωση «Σοτσιαλντεμοκράτ». Τα μέλη της ομάδας Г. Β. Πλε­χάνοφ, Π. Μπ. Αξελρόντ και В. I. Ζασούλιτς ανήκαν στη σύνταξη της «Ίσκρα» και του «Ζαριά». Στο δεύτερο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ τον Αύγουστο του 1903 η ομάδα «Απελευθέρωση της δουλειάς» δήλωσε ότι αυτοδιαλύεται.
    Η «Αγγελία για την επανάληψη των εκδόσεων της ομάδας “Απε­λευθέρωση της δουλειάς”» που γράφτηκε από τον Αξελρόντ το Δεκέμ­βρη του 1899, δημοσιεύτηκε στις αρχές του 1900 σε ιδιαίτερη προκή­ρυξη και στο «Vademecum για τη σύνταξη του “Ραμπότσεγε Ντιέλο”». Το πρόγραμμα της φιλολογικής δράσης της ομάδας «Απελευθέρωση της δουλειάς» που διατυπώθηκε στην «Αγγελία», εφαρμόστηκε μόνο όταν άρχισε να βγαίνει το «Ζαριά» και η «Ίσκρα».
  2. Το III συνέδριο της «Ένωσης των ρώσων σοσιαλδημοκρατών» έγινε το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Σεπτέμβρη 1901 στη Ζυρίχη∙ οι αποφάσεις του έδειχναν ότι είχε νικήσει οριστικά ο οπορτουνισμός στις γραμμές της «Ένωσης». Στο συνέδριο ψηφίστηκαν τροπολογίες και συμπληρώσεις πάνω στα σχέδια της συμφωνίας αρχών και του συμφώ­νου των οργανώσεων του εξωτερικού των ρώσων σοσιαλδημοκρατών που η επεξεργασία τους έγινε στη συνδιάσκεψη της Γενεύης τον Ιούνη του 1901. Οι τροπολογίες είχαν καθαρά οπορτουνιστικό χαρακτή­ρα∙ αυτό προκαθόρισε και την αποτυχία του «ενωτικού» συνεδρίου των οργανώσεων του ΣΔΕΚΡ στο εξωτερικό που έγινε λίγες μέρες μετά το III συνέδριο της «Ένωσης». Στο συνέδριο εγκρίθηκαν επίσης οι «Οδηγίες για τη σύνταξη του “Ραμπότσεγε Ντιέλο”» που στην πραγματικότητα ενθάρρυναν τους αναθεωρητές γιατί δεν έκαναν λόγο για την πάλη της Επαναστατικής και της οπορτουνιστικής τάσης μέσα στη διεθνή και στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία, για την ανάγκη να γίνει κριτική του αναθεωρητισμού και να θεμελιωθεί η επαναστατική ουσία του μαρξισμού.
  3. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά έργα σε δυο τόμους, ρωσ. εκδ., τόμ. II, 1955, σελ. 7.
  4. Πρόγραμμα της Γκότα – το πρόγραμμα του Σοσιαλιστικού εργατικού κόμματος της Γερμανίας που ψηφίστηκε το 1875 στο συνέδριο της Γκότα όταν έγινε η ενοποίηση των δυο χωριστών ως τότε γερμανικών σοσιαλιστικών κομμάτων: των αϊζεναχικών (που καθοδηγούνταν από τον Α. Μπέμπελ και τον Β. Λήμπκνεχτ και βρίσκονταν κάτω από την ιδεολογική επιροή του Μαρξ και του Ένγκελς) και των λασσαλικών. Το πρόγραμμα έπασχε από εκλεκτισμό και ήταν οπορτουνιστικό, γιατί οι αϊζεναχικοί πάνω στα βασικότερα ζητήματα έκαναν παραχωρήσεις στους λασσαλικούς και δέχτηκαν τις λασσαλικές διατυπώσεις. Ο Κ. Μαρξ και ο Φ. Ένγκελς έκαναν εξουθενωτική κριτική στο σχέδιο του προγράμματος της Γκότα, θεωρώντας το σαν ένα σημαντικό βήμα προς τα πίσω σε σύγκριση με το αϊζεναχικό πρόγραμμα του 1869 (βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά έργα σε δυο τόμους, ρωσ. εκδ., τόμ. II, 1955, σελ. 5-38).
  5. Πρόκειται για την μπροσούρα του Π. Μπ. Αξελρόντ «Σχετικά με τα σύγχρονα καθήκοντα και την ταχτική των ρώσων σοσιαλδημοκρατών», Γενεύη, 1898.
  6. Dritter Abdruck. Leipzig, 1875. Verlag der Genossenschaftsbuchdruckerei («Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία». Τρίτη έκδοση, Λειψία, 1875. Συνεταιριστικό εκδοτικό. Η Σύντ.).
  7. Ο В. I. Λένιν παραθέτει σε δική του μετάφραση μια περικοπή από τον πρόλογο του Φ. Ένγκελς στο έργο του «Ο πόλεμος των χωρικών στη Γερμανία» (βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά έργα σε δυο τόμους, ρωσ. εκδ., τόμ. I., 1955, σελ. 604-606).