Ο βρώμικος ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας, χτες και σήμερα*


του Μάκη Παπαδόπουλου

Η σημερινή εκδήλωση γίνεται την κατάλληλη στιγμή, αφού πολλοί αναρωτιούνται: Πώς και γιατί έφτασαν στη σημερινή κατάσταση τα κόμματα του σοσιαλδημοκρατικού πόλου στην Ελλάδα, ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ Νο 2 –η Νέα Αριστερά, το ΜέΡΑ25. Αρκετοί παρακολουθούν επίσης τις εξελίξεις μετά τη διάσπαση στο χώρο του ΣΥΡΙΖΑ.

Κυκλοφορούν διάφορες επιφανειακές ερμηνείες που απομονώνουν κάποιο από τα γεγονότα, συνήθως τον τρόπο που κέρδισε τις εσωκομματικές εκλογές ένας άγνωστος εκείνη τη στιγμή, όπως ο Κασσελάκης, για να προβάλλουν αυθαίρετα συμπεράσματα, όπως ότι ζούμε την εποχή της μεταπολιτικής, που δεν έχει σημασία το πολιτικό περιεχόμενο κ.ά. Ταυτόχρονα δυναμώνει ξανά το εμπόριο ελπίδας, ότι τα νέα μορφώματα θα σώσουν «την τιμή της Αριστεράς» και θα έρθουν καλύτερες μέρες για το λαό. Είναι, λοιπόν, η κατάλληλη στιγμή να συζητήσουμε για όλα αυτά.

Ας σταθούμε πρώτ’ απ’ όλα στο ερώτημα: Γιατί εντείνονται τώρα οι διεργασίες για να αναμορφωθεί η σοσιαλδημοκρατία και γενικότερα το αστικό πολιτικό σύστημα;

Για ν’ απαντήσουμε γενικά σ’ ένα τέτοιο ερώτημα, όχι μόνο στη συγκεκριμένη συγκυρία, πρέπει κάθε φορά να διακρίνουμε τους στόχους, τις δυσκολίες και τα προβλήματα της άρχουσας τάξης, τους στόχους της εξουσίας του κεφαλαίου στους οποίους καλούνται να ανταποκριθούν όλα τα αστικά κόμματα και φυσικά τα σοσιαλδημοκρατικά. Με άλλα λόγια, την ανάγκη της αστικής τάξης και των ιμπεριαλιστικών συμμαχιών που την στηρίζουν, των ΗΠΑ-ΝΑΤΟ και της ΕΕ, για ισχυρή κυβέρνηση και ανάλογη αξιωματική αντιπολίτευση που θα πετυχαίνει ταυτόχρονα να προωθείται η στρατηγική του κεφαλαίου, να ενσωματώνεται η λαϊκή δυσαρέσκεια στο παιχνίδι της κυβερνητικής εναλλαγής και να συνυπολογίζονται διαφορετικές προτεραιότητες και αντιθέσεις ανάμεσα σε διαφορετικά τμήματα του κεφαλαίου και μέσα στο ευρωατλαντικό στρατόπεδο.

 

ΟΡΙΣΜΕΝΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ

Στη συγκεκριμένη περίοδο πώς εκφράζεται αυτό; Έχει σημασία να κρατήσουμε μερικούς πολύ σημαντικούς, αποφασιστικούς παράγοντες:

α) Ο πρώτος αφορά τη δικαιολογημένη ανησυχία της άρχουσας τάξης για την πιθανή επιβράδυνση της ελληνικής καπιταλιστικής οικονομίας, στη βάση ορισμένων συγκεκριμένων αντικειμενικών δεδομένων, όπως η εκδήλωση της ύφεσης στη Γερμανία, η κατά πάσα πιθανότητα εκδήλωση της ύφεσης στην Ευρωζώνη, και γενικότερα οι συνθήκες υψηλού πληθωρισμού και υψηλών επιτοκίων δανεισμού που μπορούν να επιδράσουν επιβραδυντικά στην πορεία της καπιταλιστικής ανάπτυξης στην Ελλάδα.

β) Μια δεύτερη πλευρά αφορά τις απαιτήσεις της ΕΕ με ισχυρή ώθηση και εδώ από τη Γερμανία για μεγαλύτερα «ματωμένα πλεονάσματα», καθώς υπάρχει στροφή προς πιο αυστηρή, περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Αυτή είναι και η πρόβλεψη σχετικά με την επαναφορά του αναθεωρημένου Συμφώνου Σταθερότητας και γι’ αυτό βλέπουμε ήδη κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης με τα μέτρα φοροληστείας των αυτοαπασχολούμενων, το νέο Ασφαλιστικό κλπ. και έπεται συνέχεια.

γ) Μια τρίτη σημαντική πλευρά αφορά την προώθηση της «πράσινης μετάβασης» σε συνθήκες που γίνεται όλο και πιο φανερό στο λαό ότι είναι συνώνυμη της ενεργειακής φτώχειας και της ενεργειακής ακρίβειας και άρα υπάρχουν μεγαλύτερες δυσκολίες από το αστικό πολιτικό σύστημα να ενσωματώνει τη δυσαρέσκεια. Ειδικά για την Ελλάδα, υπάρχει η πιθανότητα εκδήλωσης κρίσης στον ενεργειακό κλάδο, καθώς έχει εγκριθεί ένας μεγάλος κατάλογος επενδύσεων που ξεπερνά κατά πολύ πλέον την εγχώρια χωρητικότητα των δικτύων και τις σημερινές δυνατότητες των εξαγωγών ηλεκτρικού ρεύματος. Υπάρχουν, βέβαια, μια σειρά φιλόδοξα σχέδια που αφορούν την Ανατολική Μεσόγειο, τη Γερμανία κλπ., όμως δεν πρόκειται να ολοκληρωθούν το 2024.

δ) Τέταρτη πλευρά που έχει μεγάλη σημασία είναι η πιθανότητα επέκτασης του πολέμου (ήδη βλέπουμε εστίες να φουντώνουν, από την Υεμένη και την Ερυθρά Θάλασσα μέχρι την αποσταθεροποίηση που επιχειρείται στη Σερβία και στη σχέση της με το Κόσοβο, την κλιμάκωση στα σύνορα Λιβάνου-Ισραήλ) και ταυτόχρονα ο στόχος να προχωρήσουν τα παζάρια με την Τουρκία για έναν νέο επώδυνο συμβιβασμό για τα κυριαρχικά δικαιώματα, σύμφωνα με τα σχέδια του ΝΑΤΟ για τη συνεκμετάλλευση των κοιτασμάτων και τη διατήρηση της συνοχής της Ν/Α του πτέρυγας.

Μ’ άλλα λόγια, η επιλογή βαθύτερης εμπλοκής –οικονομικής, ενεργειακής και στρατιωτικής– της Ελλάδας ως σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ, με την προσδοκία ότι θα αναβαθμιστεί ο ρόλος της εγχώριας αστικής τάξης στην περιοχή.

Γι’ αυτήν την επιδίωξη αναβάθμισης, η κυβέρνηση εμπλέκει όλο και πιο βαθιά την Ελλάδα στα σχέδια του ΝΑΤΟ από την Ουκρανία ως τη Μέση Ανατολή και «παίζει με τη φωτιά».

Αυτές οι επιλογές, εκτός από την αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας, συνοδεύονται από επιμέρους αντιθέσεις ομίλων και τμημάτων της αστικής τάξης για μια σειρά πλευρές και ζητήματα όπως:

– Το ποιος θα είναι ο βαθμός και ο ρυθμός των παζαριών με την Τουρκία.

– Τι θα γίνει με τις προτεραιότητες και τη μοιρασιά των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης.

– Σχετικά με το βαθμό ευθυγράμμισης με την πολιτική των ΗΠΑ από την Ουκρανία ως την Παλαιστίνη (δεν είναι ταυτόσημες όλες οι αστικές πολιτικές προσεγγίσεις, ούτε και τα επιχειρηματικά συμφέροντα, π.χ., εφοπλιστές που μεταφέρουν το αμερικανικό LNG και μετέχουν ενεργά στον ενεργειακό πόλεμο απέναντι στη Ρωσία, και άλλοι εφοπλιστές που μεταφέρουν με τάνκερ ρωσικό πετρέλαιο).

– Καθώς και μια σειρά επιλογές της ατζέντας των Δημοκρατικών των ΗΠΑ, του ατομικού δικαιωματισμού, όπως η τεκνοθεσία για ομόφυλα ζευγάρια, η στάση απέναντι στο λεγόμενο ΛΟΑΤΚΙ κίνημα, στο «κοινωνικό φύλο» κ.ά.

Όλα αυτά επιταχύνουν τις διεργασίες αναστήλωσης της σοσιαλδημοκρατίας, αλλά και γενικότερα στο αστικό πολιτικό σύστημα (σοβαρές διεργασίες έχουμε και μέσα στη ΝΔ). Όλες αυτές οι παράμετροι εξηγούν επιλογές όπως του Κασσελάκη, που προβάλλει επιθετικά χωρίς «αριστερό μανδύα» πλέον τη στρατηγική του κεφαλαίου και βοηθά να «ανακατεύεται ξανά η σούπα» ανάμεσα στα σημερινά σχήματα της σοσιαλδημοκρατίας.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΙΤΙΑ ΤΗΣ ΦΘΟΡΑΣ ΤΟΥ ΠΑΣΟΚ ΚΑΙ ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ

Πρέπει επίσης να σκεφτούμε: Γιατί υπήρξε η φθορά του ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια του ΣΥΡΙΖΑ και πώς φτάσαμε στη σημερινή κατάσταση;

Πρώτ’ απ’ όλα διότι το ΠΑΣΟΚ και στη συνέχεια ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν οι δυνάμεις που ηγήθηκαν σε αστικές κυβερνήσεις, που διαχειρίστηκαν τη μεγάλη καπιταλιστική κρίση στην Ελλάδα, ψήφισαν και υλοποίησαν την πολιτική των μνημονίων που οδήγησε στη μεγάλη επιδείνωση της ζωής της εργατικής τάξης και των αυτοαπασχολούμενων.

Η κυβέρνηση Μητσοτάκη στη συνέχεια ανέλαβε σε φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης που συνοδεύτηκε από τη στροφή της Κομισιόν προς μια πιο επεκτατική πολιτική, δηλαδή στα μεγάλα «κρατικά πακέτα» και στα κοινοτικά κονδύλια φαινομενικά για την αντιμετώπιση της πανδημίας, στην ουσία για να δοθεί με κάθε τρόπο ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη.

Έτσι, η ΝΔ είχε τη δυνατότητα μαζί με τον πακτωλό κονδυλίων που δόθηκε στους ομίλους να πάρει κάποια μέτρα που απέτρεπαν τη μεγάλη και απότομη επιδείνωση του λαϊκού εισοδήματος. Οπότε, εμφανίστηκε η ΝΔ από τη μια ως ο ικανότερος διαχειριστής για την προσέλκυση επενδύσεων και τη διασφάλιση της καπιταλιστικής ανάπτυξης και από την άλλη ως το «μικρότερο κακό» για το εισόδημα και τα δικαιώματα των λαϊκών στρωμάτων. Ταυτόχρονα εξασθένισε το «αρνητικό αποτύπωμα» που είχε αφήσει στο λαό η παρουσία της ΝΔ στις προηγούμενες μεταμνημονιακές κυβερνήσεις.

Γι’ αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορούσε πλέον «να ψαρεύει σε θολά νερά», όπως στην εποχή του μνημονίου με τις ανέξοδες καταγγελίες. Η σύμπλευσή του με τις κατευθύνσεις της ΕΕ και τη στρατηγική του κεφαλαίου τον υποχρέωνε να ψηφίζει πάνω από το 50% των νόμων της ΝΔ, όπως και το ΠΑΣΟΚ. Σε κάθε προσπάθεια μικρο-διαφοροποίησης του ΣΥΡΙΖΑ, αρκούσε στη ΝΔ να θυμίζει στο λαό τους νόμους Κατρούγκαλου, Αχτσιόγλου και γενικότερα τον εφιάλτη του 3ου μνημονίου και των μεταμνημονιακών δεσμεύσεων.

Οι πρόσφατες διεργασίες προσπαθούν, εκτός των άλλων, να ξεπλύνουν, να σβήσουν από τη μνήμη του λαού τον αντιλαϊκό ρόλο που έπαιξαν ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ. Γι’ αυτό επιλέγονται ήδη και θα επιλεγούν και στη συνέχεια νέα πρόσωπα, όπως ο Τεμπονέρας και ο Δούκας, που δεν είχαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην εποχή των μνημονίων.

 

ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΣ ΤΗΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΗΣ ΑΠΟ ΤΟΝ Α΄ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΠΟΛΕΜΟ

Όμως ο βρόμικος ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας για την ενσωμάτωση του λαού στους στόχους του κεφαλαίου διαπερνά όλη την ιστορία της στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, δεν αφορά μόνο τα τελευταία χρόνια. Πρόκειται για μια ιστορική διαδρομή, με σημαντικούς σταθμούς την αποκήρυξη της σοσιαλιστικής επανάστασης, την ανοιχτή προβολή της ταξικής συνεργασίας με βάση τον ουτοπικό στόχο της «δίκαιης καπιταλιστικής ανάπτυξης για όλους», το χυδαίο αντισοβιετισμό έως και την ανάληψη του ρόλου του σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Μια διαδρομή που αναδεικνύει τη σοσιαλδημοκρατία ως τον αδίστακτο, επικίνδυνο εχθρό του επαναστατικού εργατικού κινήματος.

Στην εποχή του Α΄ Παγκόσμιου Πολέμου τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα στην Ευρώπη συντάχτηκαν με τις αστικές τάξεις τους κι έσυραν τους λαούς της Ευρώπης στο «σφαγείο» της μεγαλύτερης στρατιωτικής αναμέτρησης μέχρι εκείνη τη στιγμή. Αντικατέστησαν δηλαδή το σύνθημα «προλετάριοι όλων των χωρών, ενωθείτε!» με την κατεύθυνση «προλετάριοι όλων των χωρών, αλληλοσφαχτείτε!».

Στην Επανάσταση του ’18 στη Γερμανία, οι σοσιαλδημοκράτες ως κυβέρνηση πρωταγωνίστησαν στη σφαγή του επαναστατικού εργατικού κινήματος, στη δολοφονία της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπκνεχτ.

Πριν το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η σοσιαλδημοκρατία έπαιξε σημαντικό ρόλο για να αναλάβει ο Χίτλερ τη διακυβέρνηση στη Γερμανία με κοινοβουλευτικές διαδικασίες. Ενώ στη Γαλλία η κυβέρνηση του Λαϊκού Μετώπου δε στήριξε ουσιαστικά τον αγώνα ενάντια στις φασιστικές δυνάμεις του Φράνκο στην Ισπανία. Το 1937 ακύρωσε τα όποια φιλεργατικά μέτρα είχε πάρει για να «ανακάμψει η οικονομία» και τελικά άνοιξε το δρόμο στο σχηματισμό της κυβέρνησης Νταλαντιέ που συμφώνησε στην πολιτική «κατευνασμού του Χίτλερ» και στη Συμφωνία του Μονάχου, με στόχο να προσανατολιστεί το σχέδιο της γερμανικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης μόνο προς τη Σοβιετική Ένωση.

Μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στην ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος στη γραμμή της ταξικής συνεργασίας, του λεγόμενου «κοινωνικού συμβολαίου» για να προχωρήσει απρόσκοπτα η καπιταλιστική ανάπτυξη.

Είναι μια κρίσιμη περίοδος, όπου η αστική τάξη έχει μεγάλα περιθώρια παραχωρήσεων, γιατί έχει προηγηθεί μια μεγάλη καταστροφή, μια μεγάλη απαξίωση υπερσυσσωρευμένου κεφαλαίου και υπάρχει μια πολύ μεγάλη άνοδος της παραγωγικότητας σε σχέση με την προηγούμενη περίοδο.

Ταυτόχρονα, υπάρχουν συγκεκριμένες ανάγκες της εξουσίας του κεφαλαίου. Αυτές υπηρετεί η επιλογή του «κοινωνικού συμβολαίου» και των λεγόμενων παροχών στο κράτος πρόνοιας. Οι αστοί πολιτικοί πρέπει να θωρακίσουν το σύστημα απέναντι στην ΕΣΣΔ που έβγαινε μ’ ένα διευρυμένο σοσιαλιστικό στρατόπεδο, παρά τα προβλήματα που υπήρχαν, να αντιμετωπίσουν μια εργατική τάξη που είχε δοκιμάσει τη δύναμή της με τη συμμετοχή στον ένοπλο αγώνα με παρτιζάνους κατά του φασισμού και είχε δει τον Κόκκινο Στρατό να υψώνει την κόκκινη σημαία στο Βερολίνο. Υπάρχει η ανάγκη να δοθεί ώθηση στην καπιταλιστική ανάπτυξη γρήγορα και χωρίς όξυνση της ταξικής πάλης.

Ασφαλώς πιο γνωστός είναι ο σύγχρονος βρόμικος ρόλος της σοσιαλδημοκρατίας, που βρέθηκε στην πρώτη γραμμή επίθεσης στα δικαιώματα της εργατικής τάξης μετά την κρίση του ’73. Αυτή πέρασε διάφορες περιπέτειες, με την πιο διάσημη εκδοχή της να είναι ο «Τρίτος Δρόμος» του Μπλερ των Βρετανών Εργατικών και του Σρέντερ των Γερμανών Σοσιαλδημοκρατών. Σημαδεύτηκε από τις αντιλαϊκές αναδιαρθρώσεις στη δεκαετία του ’90 ως την «Ατζέντα 2010» στη Γερμανία, που περιλάμβαναν την κατεδάφιση ασφαλιστικών-συνταξιοδοτικών δικαιωμάτων, την απελευθέρωση από την κρατική προστασία στρατηγικών τομέων της οικονομίας, τη στήριξη των βομβαρδισμών και των επεμβάσεων του ΝΑΤΟ στη Γιουγκοσλαβία και στο Αφγανιστάν κ.ά.

Τέλος, στη σημερινή περίοδο η ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία μετέχει σε πολλές κυβερνήσεις κρατών-μελών της ΕΕ και είναι στην πρώτη γραμμή στα πολεμικά σχέδια και στην εμπλοκή του ΝΑΤΟ, από την Ουκρανία ως τη Μέση Ανατολή, στην πρώτη γραμμή στο πλευρό του κράτους-δολοφόνου του Ισραήλ. Το Ευρωπαϊκό Σοσιαλιστικό Κόμμα στήριξε ανοιχτά τα σχέδια για το ΝΑΤΟ 2030, όλο το σχεδιασμό που ολοκληρώθηκε στη Σύνοδο του Βίλνιους για δεκαπλασιασμό δυνάμεων ταχείας επέμβασης και στήριξη κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία.

 

ΣΤΗΝ ΥΠΗΡΕΣΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ

Ας θυμηθούμε, αντίστοιχα, πώς η σοσιαλδημοκρατία προώθησε τις εκάστοτε στρατηγικές επιλογές του κεφαλαίου σε βάρος της εργατικής τάξης και του λαού στην Ελλάδα μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας του 1967.

Αρχικά υπηρέτησε την αστική στρατηγική με την ύπουλη προσπάθεια ενσωμάτωσης ριζοσπαστικών ζωντανών λαϊκών δυνάμεων με τη Διακήρυξη της 3ης Σεπτέμβρη και τα συνθήματα κατά του ΝΑΤΟ και της ΕΟΚ στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης. Εκείνη, λοιπόν, την εποχή το ΠΑΣΟΚ πλασάρει τη σοσιαλδημοκρατική θεωρία της εξάρτησης. Έτσι, πετυχαίνει δύο στόχους:

Πρώτ’ απ’ όλα να αθωώσει την ελληνική άρχουσα τάξη, η οποία εμφανίζεται με βάση αυτήν τη θεωρία ως απλό υποζύγιο, ως υποτελής των ΗΠΑ, που τάχα συμπλέει λόγω εξωτερικών πιέσεων, λόγω υποτέλειας στις ΗΠΑ και όχι γιατί προωθεί τα στρατηγικά της συμφέροντα. Πρωτίστως του εφοπλιστικού κεφαλαίου, που ήταν από τότε ένας από τους σημαντικούς θαλάσσιους μεταφορείς των ΗΠΑ.

Και δεύτερον, εμφανίζει ως προοδευτικό-αντιιμπεριαλιστικό σχέδιο (στα μάτια ενός κόσμου με ριζοσπαστικές διαθέσεις) το στόχο της καπιταλιστικής ανάπτυξης, που δήθεν εμποδίζει ο αμερικανικός παράγοντας ο οποίος καταδικάζει την Ελλάδα στη μόνιμη υπανάπτυξη.

Πατώντας σ’ αυτό το έδαφος διάβρωσης της λαϊκής συνείδησης, δικαιολογεί στη συνέχεια την επιλογή παραμονής στην ΕΟΚ για λόγους επιβίωσης της εθνικής οικονομίας και ώθησης στην καπιταλιστική ανάπτυξη κι εμφανίζει το ’83 τη συμφωνία παραμονής των αμερικανικών βάσεων ως συμφωνία που θα οδηγούσε στην απομάκρυνσή τους!

Όταν στη συνέχεια οι ανάγκες του κεφαλαίου απαιτούν μια πιο περιοριστική πολιτική, συγκράτηση κρατικών δαπανών και συγκράτηση της διόγκωσης του κρατικού χρέους, το ΠΑΣΟΚ θα περάσει στο αντιλαϊκό σταθεροποιητικό πρόγραμμα του Σημίτη του 1985. Μετά, στη δεκαετία του ’90, στην υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ, στην προβολή της ΕΕ ως αντίπαλου δέους των ΗΠΑ και στην περιβόητη πολιτική του εκσυγχρονισμού με την απελευθέρωση όλων των τομέων στρατηγικής σημασίας, από το κρατικό μονοπώλιο με την ενέργεια και τη ΔΕΗ, τις τηλεπικοινωνίες και τον ΟΤΕ, την Ασφάλιση κλπ.

Για τις ανάγκες του κεφαλαίου, μετά το 2010 θα αναλάβει σημαιοφόρος της επιβολής των μνημονίων και θα συνεργαστεί με τη ΝΔ και το ΛΑΟΣ, ενώ ολόκληρη τη δεκαετία του ’70 και του ’80 η βασική προπαγανδιστική μανιέρα του ΠΑΣΟΚ είναι ότι τους χωρίζει με τη Δεξιά τέτοια απόσταση, όση αυτή που χωρίζει τον ήλιο με το σκοτάδι.

Το αποτέλεσμα ήταν η μεγάλη φθορά του ΠΑΣΟΚ και μια μικρότερη της ΝΔ. Έτσι φτάσαμε στο 2012-2015, που υπάρχει μεγάλη ανησυχία της άρχουσας τάξης ότι μπορεί να δημιουργηθεί ρωγμή στη σταθερότητα του συστήματος και αναζητά την κυβέρνηση που μπορεί να διασφαλίσει ότι ο λαός θα πληρώσει την έξοδο από την κρίση, χωρίς ταυτόχρονα να ανατραπεί ο συσχετισμός δύναμης υπέρ του κεφαλαίου.

Και τότε έρχεται ο ΣΥΡΙΖΑ, που προσφέρει μεγάλες υπηρεσίες στο σύστημα, κάνει τη βρόμικη δουλειά με την κυβέρνηση του 2015, δίνει ανάσα στο αστικό πολιτικό σύστημα, γιατί εμφανίζεται ως νέα δύναμη που δεν έχει κυβερνήσει και ως ο βολικός χώρος εγκλωβισμού των ψηφοφόρων που έχουν απογοητευτεί από το ΠΑΣΟΚ. Παίζει ενεργό ρόλο στο να δημιουργηθούν αυταπάτες για την ενσωμάτωση της λαϊκής δυσαρέσκειας, με τα συνθήματα «θα σκίσουμε τα μνημόνια» και «θα καταργήσουμε μ’ έναν νόμο κι ένα άρθρο τη μνημονιακή πολιτική».

Έτσι ξεκινάει το σίριαλ της αντιλαϊκής κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν οφείλεται σε στιγμιαία υποχώρηση σε κάποιες πιέσεις, ούτε σε προδοσία των κατευθύνσεών του. Είχε προηγηθεί μια συστηματική προσπάθεια προετοιμασίας για να παίξει αυτόν το ρόλο, που κράτησε όλη την περίοδο ’10-’15 και συνοδεύτηκε από ταξίδια και ειδικές αποστολές της ηγεσίας του στις ΗΠΑ, όπου έδινε εξετάσεις στα ινστιτούτα και ιδρύματα των Δημοκρατικών όπως το Brookings, με ομιλίες «πίστης» στις κατευθύνσεις του ευρωατλαντισμού και με απατηλά προγράμματα όπως το Πρόγραμμα Θεσσαλονίκης.

Για να φτάσει τελικά στη συνεργασία με τους ακροδεξιούς ΑΝΕΛ και τον Καμμένο, για να φτάσει να γίνει ο σημαιοφόρος στην ενσωμάτωση των Δυτικών Βαλκανίων στο ΝΑΤΟ και στην ΕΕ με τη Συμφωνία των Πρεσπών και για το άνοιγμα του δρόμου για να μετατραπεί η Ελλάδα σε μια απέραντη αμερικανοΝΑΤΟϊκή βάση.

 

ΠΡΟΣΠΑΘΕΙΑ ΑΦΟΠΛΙΣΜΟΥ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

Δεν πρέπει να ξεχάσουμε τον ιδιαίτερα βρόμικο ρόλο που έπαιξε η σοσιαλδημοκρατία στον αφοπλισμό και στην ενσωμάτωση του εργατικού κινήματος και στην Ευρώπη και στην Ελλάδα. Μπορούμε να διακρίνουμε τρία βασικά θέματα στα οποία αποτυπώνεται αυτός ο ρόλος:

Το πρώτο είναι στην προώθηση της γραμμής της ταξικής συνεργασίας, καλλιεργώντας μέσα στο εργατικό κίνημα το μύθο της δίκαιης καπιταλιστικής ανάπτυξης για όλους, την ουσιαστική στήριξη της στρατηγικής του κεφαλαίου από το σταθεροποιητικό πρόγραμμα του ’85 και τις απελευθερώσεις στρατηγικών τομέων στη δεκαετία του ’90, έως τα 3 μνημόνια και τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις. Με διεκδικήσεις οι οποίες βρίσκονταν πάντα μέσα στο πλαίσιο των «αντοχών της οικονομίας», με τη σταθερή δέσμευση στην κερδοφορία, την ανταγωνιστικότητα και τις κατευθύνσεις της ΕΕ και με ανοιχτή ή έμμεση υπονόμευση των αγώνων.

Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το τι συνέβη στον ενεργειακό τομέα, με το σύνθημα να σώσουμε τη ΔΕΗ από την ιδιωτικοποίηση μέσα στην «απελευθερωμένη αγορά», αφού δεν μπορούμε να αρνηθούμε την κοινοτική κατεύθυνση. Στη συνέχεια, ότι δεν μπορούμε να σώσουμε την κρατική ΔΕΗ στο πλαίσιο της απελευθέρωσης, άρα να σώσουμε το 51% των μετοχών της ΔΕΗ. Σήμερα εμφανίζεται ξανά η γραμμή της επανακρατικοποίησης, μιας ΔΕΗ η οποία θα λειτουργήσει κερδοφόρα και ανταγωνιστικά στο πλαίσιο της απελευθέρωσης, δηλαδή που θα συνεχίζει να ξεζουμίζει τους εργαζόμενούς της και να χαρατσώνει τη λαϊκή κατανάλωση.

Εδώ πρέπει να επισημάνουμε τον ενεργό ρόλο που έπαιξε όλη αυτή η δραστηριότητα στη μείωση των απαιτήσεων και στην καλλιέργεια του ρεαλισμού της υποταγής στους εργαζόμενους για δεκαετίες.

Το δεύτερο ζήτημα αφορά την αναμονή φιλολαϊκής λύσης από μια προοδευτική κυβέρνηση της σοσιαλδημοκρατίας, της μετατροπής δηλαδή του κινήματος σε υπηρέτη της κυβερνητικής εναλλαγής και σε στήριγμα των σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων. Από αυτήν την ευθύνη δεν απαλλάσσεται και ο οπορτουνιστικός χώρος: Π.χ. στην πρώτη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ έμπαιναν μπροστά σε κινητοποιήσεις για τη στήριξη της κυβέρνησης Τσίπρα στην υποτιθέμενη «σκληρή διαπραγμάτευση» με τους δανειστές ή καλλιεργούσαν την αυταπάτη προοδευτικής διακυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, με το σύνθημα που μένει ίδιο για δεκαετίες, και στη δεκαετία του ’60 και στου ’90 και στου 2020, «να φύγει ο Μητσοτάκης».

Και υπάρχει και η τρίτη πλευρά, της στήριξης της εμπλοκής της χώρας στους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς ως σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ, η γραμμή δηλαδή που δε λέει ούτε κουβέντα για τις δαπάνες για το ΝΑΤΟ, για την αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων εκτός συνόρων, για τη στάση της σημερινής κυβέρνησης για την εμπλοκή στον πόλεμο στην Ουκρανία, για τη δολοφονική δράση του Ισραήλ, για τα τάγματα Αζόφ στη Βουλή κλπ.

Πρωταγωνιστής σ’ όλη αυτήν τη βρόμικη πορεία ήταν πάντα η ηγεσία της ΓΣΕΕ, με δοτές διορισμένες διοικήσεις από το 1985 μέχρι τα πρόσφατα συνέδρια της νοθείας, με προέδρους που έγιναν υπουργοί στη συνέχεια, από τον Κανελλόπουλο και τον Πρωτόπαππα, ή βασιλικότεροι του ΣΕΒ, όπως ο Παναγόπουλος.

Αυτός ο βρόμικος ρόλος συνεπάγεται μεγάλη ευθύνη και για τη συντηρητικοποίηση, την παθητικότητα που οδήγησε στην εκλογική ενίσχυση της ΝΔ και την καλλιέργεια της αντίληψης «δεν υπάρχει εναλλακτική». Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η σοσιαλδημοκρατία ήταν ο μεγάλος χορηγός της ΝΔ.

Γιατί επιμένουμε τόσο πολύ στην Ιστορία; Θέλουμε να κάνουμε παρελθοντολογία;

Επιμένουμε επειδή η ιστορία του βρόμικου ρόλου της σοσιαλδημοκρατίας ολόκληρο τον 20ό αιώνα και στον 21ο είναι πολύ διδακτική. Μας βοηθά να απαντήσουμε στα ερωτήματα που αφορούν το μέλλον μας: Αν μπορούν να αλλάξουν κάποια σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και να αναμορφωθούν σε φιλολαϊκή κατεύθυνση κι αν μπορεί ν’ ανοίξει δρόμο για τις ανάγκες του λαού η πολιτική συνεργασία του ΚΚΕ μ’ αυτές τις δυνάμεις, είτε αυτοαποκαλούνται σοσιαλιστικές είτε αριστερές.

 

Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΔΙΔΑΣΚΕΙ

Η Ιστορία μάς βοηθά να κατανοήσουμε όχι μόνο τι έκαναν, ποια εγκλήματα σε βάρος του λαού διέπραξαν τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, αλλά κυρίως γιατί το έκαναν και γιατί θα το ξανακάνουν. Μας βοηθά να κατανοήσουμε ότι αυτά τα κόμματα μόνο χειρότερα, ακόμα πιο εχθρικά για το λαό μπορούν να γίνουν. Διότι δεν έκαναν απλά κάποια λάθη.

Τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα θυσίασαν τις λαϊκές ανάγκες για να προωθήσουν τη στρατηγική του κεφαλαίου και τις κατευθύνσεις της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, τις οποίες υιοθετούν και προβάλλουν σταθερά ως μονόδρομο όλα αυτά τα χρόνια, όλες τις προηγούμενες δεκαετίες.

Έχει σημασία να φωτίσουμε ότι τα ίδια και χειρότερα θα κάνουν το επόμενο διάστημα, αφού συμφωνούν, στηρίζουν και προωθούν:

– Τη βαθύτερη εμπλοκή της χώρας ως σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ στον ανταγωνισμό των ιμπεριαλιστικών κέντρων από την Ουκρανία ως τη Μέση Ανατολή.

– Την ελληνοαμερικανική συμφωνία που μετατρέπει τη χώρα σε απέραντη βάση, ορμητήριο για τη σφαγή άλλων λαών και στόχο στρατιωτικών αντιποίνων σε περίπτωση επέκτασης του πολέμου.

– Τη στρατηγική συνεργασία με το Ισραήλ που κυριολεκτικά σφαγιάζει σήμερα το λαό της Παλαιστίνης.

– Τα επικίνδυνα παζάρια εφ’ όλης της ύλης με την αστική τάξη της Τουρκίας για να διατηρηθεί η συνοχή του ΝΑΤΟ και να προχωρήσει η συνεκμετάλλευση. Παζάρια εφ’ όλης της ύλης για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας που δεν αποθαρρύνουν, αλλά ενισχύουν την τουρκική επιθετικότητα. Αυτή η πολιτική, από τη Συμφωνία της Μαδρίτης μέχρι σήμερα, άνοιξε το δρόμο στις απαιτήσεις της Γαλάζιας Πατρίδας, στην αμφισβήτηση της υπάρχουσας κυριαρχίας ελληνικών νησιών στο Αιγαίο, στα παζάρια με μια κυβέρνηση που δεν αναγνωρίζει την Κυπριακή Δημοκρατία.

Κανένα από τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα δε διαφοροποιείται και όλα συμφωνούν να προωθήσουν το επόμενο διάστημα:

– Τις κατευθύνσεις της ΕΕ για την «πράσινη μετάβαση», που είναι συνώνυμη με την ενεργειακή ακρίβεια και την ενεργειακή φτώχεια, την εμπλοκή της χώρας στον ενεργειακό πόλεμο με τη Ρωσία, την απαξίωση εγχώριων ενεργειακών πηγών όπως ο λιγνίτης.

– Τις κατευθύνσεις της ΕΕ για την επιβολή ελαστικών ωραρίων, ελαστικών εργασιακών σχέσεων, ώστε να κερδίζει το μέγιστο το κεφάλαιο για κάθε λεπτό δουλειάς. Αυτές οι κατευθύνσεις υλοποιούνται με αλυσίδα νόμων, που φτάνουν στους πιο πρόσφατους του Χατζηδάκη και του Γεωργιάδη.

– Τις μεταμνημονιακές δεσμεύσεις και τις απαιτήσεις του Συμφώνου Σταθερότητας για τα ετήσια «ματωμένα πλεονάσματα» σε βάρος του λαού. Τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η Νέα Αριστερά δηλώνουν περήφανοι για το μαξιλάρι των 36 δισ. ευρώ που διαμόρφωσε η κυβέρνηση Τσίπρα, εφαρμόζοντας την πολιτική των μνημονίων.

 

Ο ΜΥΘΟΣ ΤΗΣ ΠΡΟΟΔΕΥΤΙΚΗΣ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗΣ

Η Ιστορία μάς διδάσκει επίσης ότι καμιά αστική κυβέρνηση, όπως κι αν αυτοαποκαλείται, προοδευτική ή αριστερή, δεν μπορεί να κινηθεί έξω από τις ράγες που καθορίζει η δικτατορία του κεφαλαίου. Δεν μπορεί να υπερβεί τις νομοτέλειες, τους καταναγκασμούς με τους οποίους λειτουργεί η καπιταλιστική οικονομία.

Καμιά αστική κυβέρνηση δε θα υπονομεύσει την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητα των εγχώριων ομίλων της στις κατασκευές, στην ενέργεια, σε κάθε τομέα της οικονομίας.

Γι’ αυτό και όσες κυβερνήσεις κι αν πέρασαν, για παράδειγμα, παραμένουν οι άθλιες συνθήκες, τα εξοντωτικά ωράρια, οι χαμηλοί μισθοί στο «τουριστικό θαύμα» της καπιταλιστικής Ελλάδας.

Καμιά αστική κυβέρνηση δεν μπορεί επίσης να μετατρέψει σε φιλολαϊκό το αστικό κράτος που έχει ως αποστολή να υπηρετεί τα στρατηγικά συμφέροντα του κεφαλαίου. Αυτήν την αποστολή υπηρετούν ενιαία όλες οι λειτουργίες του, από την εκπαίδευση ως τη δικαιοσύνη και από την οικονομική πολιτική ως την αστυνομία και το στρατό.

Το κράτος του κεφαλαίου δεν τεμαχίζεται σε επιμέρους λειτουργίες, ώστε κάποια από αυτές να μπορεί ν’ αλλάξει σταδιακά σε φιλολαϊκή κατεύθυνση.

Όλες οι λειτουργίες διαπλέκονται για να υπηρετήσουν το σύστημα: Π.χ. στην εκπαίδευση δεν υπάρχει μόνο η διάδοση των ιδεών της άρχουσας τάξης, η ιδεολογική λειτουργία, υπάρχει ταυτόχρονα και η καταστολή, η δυνατότητα αποβολής του μαθητή, αξιολόγησης και απόλυσης του εκπαιδευτικού που δε συμμορφώνεται με τις υποδείξεις.

 

ΟΣΚΑΡ ΚΩΜΩΔΙΑΣ

Ίσως κάποιος αναρωτηθεί:

Μήπως μ’ αυτόν τον τρόπο τσουβαλιάζουμε όλα τα κόμματα; Δεν έχουν διαφορές η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ; Δεν υπήρχαν διαφορές στη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ από τη διακυβέρνηση Μητσοτάκη;

Διαφορές ασφαλώς υπάρχουν, όμως δεν αφορούν την ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών. Αφορούν την επιλογή πολιτικής που θα υπηρετήσει καλύτερα τις εκάστοτε στρατηγικές ανάγκες του κεφαλαίου. Γι’ αυτό η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, που δήλωνε αριστερή, εφάρμοσε την περιοριστική πολιτική των μνημονίων σε μια περίοδο κρίσης και όταν αυτή ήταν η γενική κατεύθυνση της ΕΕ. Ενώ η κυβέρνηση της πρώτης τετραετίας της ΝΔ, αν και φιλελεύθερη, εφάρμοσε πιο επεκτατική πολιτική με μεγάλα κρατικά πακέτα ενισχύσεων, γιατί αυτή ήταν η γενική κατεύθυνση της ΕΕ για να διασφαλιστεί η ανάπτυξη στην Ευρωζώνη.

Οι όποιες διαφορές των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων με τη ΝΔ έχουν στόχο να εγκλωβίσουν τμήματα του λαού στο παιχνίδι του διπολισμού, της κυβερνητικής εναλλαγής και συχνά είναι απατηλές.

Για παράδειγμα, ΠΑΣΟΚ και ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούν τώρα τη ΝΔ ότι δεν απορροφά τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης και ότι δε διασφαλίζει πολλούς πόρους για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.

Τι κρύβουν;

Ότι οι στόχοι του Ταμείου Ανάκαμψης είναι δεδομένοι, όπως και ο προσανατολισμός σε μεγάλες επενδύσεις για να αυξηθεί η συγκέντρωση του κεφαλαίου και να κερδίσουν οι τράπεζες που συμμετέχουν στις επενδύσεις. Κρύβουν επίσης τις αντιλαϊκές δεσμεύσεις για να δοθούν οι δόσεις και τα νέα δάνεια που θα φορτωθεί ο λαός να αποπληρώσει.

Υπάρχει, τέλος, το ερώτημα:

Μήπως ένα νέο εγχείρημα, όπως η «Νέα Αριστερά», μπορεί να κινηθεί σε φιλολαϊκή κατεύθυνση;

Τα κορυφαία στελέχη της, όπως ο Τσακαλώτος, η Αχτσιόγλου, ο Χαρίτσης, ορκίζονται ότι θέλουν να σώσουν την «ψυχή της Αριστεράς» από τον εκφυλισμό στον οποίο οδηγεί η νέα ηγεσία Κασσελάκη στο 
ΣΥΡΙΖΑ.

Ας σκεφτούμε:

Ποιοι συγκροτούν το νέο κόμμα, τη Νέα Αριστερά; Το μισό υπουργικό συμβούλιο της κυβέρνησης του 3ου Μνημονίου και της αντιπολίτευσης του ΣΥΡΙΖΑ που ψήφισε στη συνέχεια το 50% των νόμων της κυβέρνησης της ΝΔ, δηλαδή ο Τσακαλώτος, η Αχτσιόγλου, ο Βίτσας, ο Φίλης, ο Σκουρλέτης, ο Χαρίτσης κ.ά

Και τι δηλώνουν; Ότι είναι περήφανοι για τη διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, για τα ματωμένα μαξιλάρια των 36 δισ., για τη Συμφωνία των Πρεσπών και την πολιτική σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ. Ότι θα προωθήσουν αποφασιστικά και πιο αποτελεσματικά όλες τις στρατηγικές κατευθύνσεις της ΕΕ, από την «πράσινη μετάβαση» ως το πλαίσιο ψηφιακού μετασχηματισμού.

Γι’ αυτό εξάλλου ο επικεφαλής της κοινοβουλευτικής ομάδας τους δηλώνει έτοιμος για συνεργασία με τα άλλα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα, όπως το ΠΑΣΟΚ, για τη μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, την προάσπιση της δημόσιας παιδείας και τη ρύθμιση της αγοράς, ρύθμιση με βάση τις κατευθύνσεις της ΕΕ, που διαπιστωμένα έχουν γιγαντώσει τις κοινωνικές ανισότητες σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και όχι μόνο στην Ελλάδα.

Γι’ αυτό επίσης είναι «βασιλικότεροι του βασιλέως» και απαιτούν από την κυβέρνηση να προχωρήσει γρήγορα τα παζάρια με την Τουρκία για τον επώδυνο συμβιβασμό για τα κυριαρχικά δικαιώματα στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο, για να διαφυλαχτεί η ειρήνη.

Εμφανίζουν τον Κασσελάκη ως τον αποκλειστικό ένοχο για τη σημερινή κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ, ενώ αυτοί μαζί με τον Τσίπρα ήταν οι βασικοί πρωταγωνιστές της προδιαγεγραμμένης πορείας πλήρους ενσωμάτωσης και ανάδειξής του σε αστικό κυβερνητικό κόμμα.

Στην πραγματικότητα, ο Κασσελάκης μαζί με τον Τσίπρα λέει ωμά, χωρίς ψευτοαριστερό περιτύλιγμα, αυτά που έχουν προβάλει όλοι οι υπόλοιποι τα προηγούμενα χρόνια.

Γελοιοποιείται στη Συνέλευση του ΣΕΒ προβάλλοντας το κεφάλαιο ως εργαλείο μείωσης των κοινωνικών ανισοτήτων. Δε διεκδικεί το Νόμπελ Οικονομίας, αλλά το Όσκαρ α΄ ρόλου στην κωμωδία.

Δηλώνει ότι ο καπιταλισμός είναι μονόδρομος και πως το μόνο που ζητά η Αριστερά είναι ίδιους κανόνες για όλους στον καπιταλισμό, δηλαδή ίδιους κανόνες για τον εφοπλιστή και το ναυτεργάτη, τον τραπεζίτη και τον άνεργο που πνίγεται στα χρέη.

Για ποιο πράγμα όμως μπορούν να τον κατηγορήσουν οι υπουργοί της κυβέρνησης Τσίπρα; Αυτοί δεν πρόβαλαν και προβάλλουν παραμύθια της υγιούς επιχειρηματικότητας και της δίκαιης καπιταλιστικής ανάπτυξης για όλους; Αυτοί δεν παραπλανούσαν ότι έχουν ανακαλύψει τη μαγική συνταγή να αυξάνονται τα κέρδη του κεφαλαίου και να μειώνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης, το ξεζούμισμα των εργαζόμενων; Αυτοί δε χάριζαν, επικαλούμενοι αυτά τα παραμύθια, τους φόρους στους εφοπλιστές, στις τράπεζες, στους υγιείς στρατηγικούς επενδυτές;

Ακόμα και για τις κομματικές διαδικασίες και για την καταστατική λειτουργία, δεν αποδέχτηκαν η Αχτσιόγλου και ο Τσακαλώτος να μπορεί να ψηφίζει όποιος θέλει με 2 ευρώ, χωρίς να ανήκει σε κάποια οργάνωση;

Με τον Κασσελάκη ξεκίνησαν όλ’ αυτά ή με την εκλογή από τα κάτω από μέλη-followers του Γιώργου Παπανδρέου στο ΠΑΣΟΚ και του Τσίπρα στο ΣΥΡΙΖΑ;

Ο Κασσελάκης απλά κορύφωσε αυτήν τη φαρσοκωμωδία ζητώντας ανοιχτά από το ΣΥΡΙΖΑ να αντιγράψει το μοντέλο των Δημοκρατικών των ΗΠΑ, με βάση τις επιθυμίες εφοπλιστικών κύκλων και του αμερικανικού παράγοντα.

 

ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΕΙ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ

Φίλες και φίλοι.

Δεν υπάρχουν περιθώρια για άλλες αυταπάτες.

Η ζωή αποδεικνύει ότι στην πράξη υπάρχουν 2 ουσιαστικές πολιτικές επιλογές:

Από τη μια των αστικών κομμάτων που στηρίζουν και προωθούν τη στρατηγική του κεφαλαίου, τις κατευθύνσεις της ΕΕ, τα σχέδια του ΝΑΤΟ. 
Σ’ αυτήν την όχθη βρίσκεται το ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ, η Νέα Αριστερά, το ΜέΡΑ25 μαζί με τη ΝΔ.

Από την άλλη βρίσκονται οι δυνάμεις του ΚΚΕ που στηρίζονται στο ανατρεπτικό πρόγραμμά του και παλεύουν για να ανοίξει ο δρόμος της σύγκρουσης με τον πραγματικό αντίπαλο, ο δρόμος της ανατροπής. Παλεύουν για τη μόνη πραγματική διέξοδο, το σοσιαλισμό.

Αυτές οι δύο επιλογές δεν παντρεύονται. Δεν υπάρχει ενδιάμεση στρατηγική που να υπηρετεί και τους θύτες και τα θύματα της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Η δίκαιη καπιταλιστική ανάπτυξη που θα φέρει μια προοδευτική κυβέρνηση υπάρχει μόνο στα παραμύθια. Είναι ρεαλιστική όσο «το στεγνό νερό».

Όλοι μπορούμε σήμερα να σκεφτούμε τις ολέθριες συνέπειες για το λαό αν το ΚΚΕ είχε ενδώσει στις πιέσεις και είχε αποδεχτεί τη συμμετοχή στην κυβέρνηση του 3ου μνημονίου και της Συμφωνίας των Πρεσπών του ΣΥΡΙΖΑ.

Θα είχε αφοπλιστεί το κίνημα, θα είχε ενισχυθεί το ρεύμα της υποταγής στο όνομα ότι δεν υπάρχει εναλλακτική. Οι ζωντανές πρωτοπόρες δυνάμεις στους μισθωτούς και τους αυτοαπασχολούμενους δε θα είχαν «πού ν’ ακουμπήσουν», ποιον να εμπιστευτούν.

Δεν κάναμε αυτό το μοιραίο λάθος, γιατί είχαμε βαθύνει στις επεξεργασίες μας και είχαμε εξετάσει αυτοκριτικά την ιστορική μας πείρα.

Συνεχίζουμε να μελετάμε την αρνητική πείρα από τη διάλυση των Κομματικών Οργανώσεων και τη διάχυση στην ΕΔΑ στις δεκαετίες ’50 και ’60, από την εκλογική κάθοδο της Ενωμένης Αριστεράς λίγα χρόνια μετά τη διάσπαση του 1968, από την πορεία που οδήγησε στο Συνασπισμό της Αριστεράς και της Προόδου, στο 13ο Συνέδριο και στη διάσπαση.

Διαβεβαιώνουμε εχθρούς και ψεύτικους φίλους ότι δεν πρόκειται να επαναλάβουμε τα ίδια λάθη. Ειδικά αυτούς που μας καλούνε να βάλουμε «νερό στο κόκκινο κρασί μας», να το κάνουμε ροζ για να διασφαλίσουμε με αυτόν τον τρόπο μια μεγάλη κοινοβουλευτική άνοδο, όπως μας λένε.

Δεν «πετάμε στα σύννεφα» και δεν παρασυρόμαστε από τους «ανέμους» του συστήματος.

Οι χιλιάδες νέοι πραγματικοί φίλοι μας συσπειρώνονται και παίρνουν θέση μάχης δίπλα μας, έρχονται μαζί μας γιατί δεν «τα διπλώνουμε» μπροστά στην άρχουσα τάξη. Είμαστε μπροστά στους αγώνες για τα λαϊκά προβλήματα. Ασκούμε πραγματική μαχητική λαϊκή αντιπολίτευση, μπαίνουμε μπροστά για να οργανωθεί η μεγάλη εργατική-λαϊκή αντεπίθεση απέναντι στη στρατηγική του κεφαλαίου, στο ΝΑΤΟ, στην ΕΕ.

Πολλοί περισσότεροι μας ακούν και μας λένε ότι εκτιμούν τη συνέπεια λόγων και έργων, και ας μη συμφωνούν σ’ όλα μαζί μας. Αρκετοί μας συνάντησαν και μας γνώρισαν μέσα στους αγώνες, στις κινητοποιήσεις για το έγκλημα στα Τέμπη, στις απεργίες, στους αγώνες για να απεμπλακεί η χώρα από τα πολεμικά σχέδια του ΝΑΤΟ. Αλλά αυτή η συνέπεια οφείλεται στην ανατρεπτική γραμμή μας, στο χαρακτήρα μας ως πολιτικής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης.

Στη Γαλλία και σε άλλα κράτη της Ευρώπης υπήρξαν το 2023 μεγάλες μαζικές κινητοποιήσεις. Δεν μπόρεσαν όμως να σημαδέψουν τον πραγματικό αντίπαλο, να αποκτήσουν συνέχεια, διάρκεια και σαφή νικηφόρα προοπτική. Γιατί; Γιατί λείπει μια ισχυρή πρωτοπορία του ΚΚ ώστε να μπει μπροστά και να προσανατολίσει στρατηγικά αυτούς τους αγώνες. Δε θα λείπει για πάντα. Αργά ή γρήγορα θα δημιουργηθεί «μέσα στο καμίνι» της ταξικής πάλης που συνεχίζεται.

Στη χώρα μας υπάρχει ορατή διέξοδος. Υπάρχει ελπίδα στη συμπόρευση με το ΚΚΕ. Αργά, βασανιστικά, μέσα στον αρνητικό συσχετισμό δυναμώνει το ρεύμα αμφισβήτησης που προκαλεί ανησυχία στο σύστημα.

Μπορούμε και πρέπει να βοηθήσουμε να δυναμώσει πιο γρήγορα. Μπορούμε και θα τα καταφέρουμε.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ομιλία του Μάκη Παπαδόπουλου, μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, σε εκδήλωση που διοργάνωσαν στη Θεσσαλονίκη οι κλαδικές Οργανώσεις της ΟΠ Κεντρικής Μακεδονίας του ΚΚΕ στις 20.12.2023.