Η τεράστια πρόοδος του καπιταλισμού στις τελευταίες δεκαετίες και η γρήγορη ανάπτυξη του εργατικού κινήματος σ’ όλες τις πολιτισμένες χώρες προκάλεσαν μεγάλες αλλαγές στη στάση που κρατούσε προηγούμενα η αστική τάξη απέναντι στο προλεταριάτο. Η αστική τάξη της Ευρώπης και της Αμερικής αντί της ανοιχτής, αδιάλλακτης, άμεσης πάλης ενάντια σ’ όλες τις βασικές θέσεις του σοσιαλισμού ενονόματι του απόλυτα απαραβίαστου της ατομικής ιδιοκτησίας και της ελευθερίας συναγωνισμού, τάσσεται όλο και πιο συχνά μέσω των θεωρητικών της και των πολιτικών της παραγόντων υπέρ των λεγομένων κοινωνικών μεταρυθμίσεων και κατά της ιδέας της κοινωνικής επανάστασης. Όχι φιλελευθερισμό ενάντια στο σοσιαλισμό, αλλά ρεφορμισμό ενάντια στην κοινωνική επανάσταση, αυτή είναι η θέση της σημερινής «πρωτοπόρας» μορφωμένης αστικής τάξης. Και όσο πιο υψηλό είναι το επίπεδο ανάπτυξης του καπιταλισμού στη δοσμένη χώρα, όσο πιο αμιγής είναι η κυριαρχία της αστικής τάξης, όσο περισσότερη πολιτική ελευθερία υπάρχει, τόσο πιο πλατιά είναι τα περιθώρια για την εφαρμογή του «νεότατου» αστικού συνθήματος: μεταρυθμίσεις ενάντια στην επανάσταση, ένα επιμέρους μπάλωμα του καθεστώτος που χάνεται, με σκοπό τη διάσπαση και την εξασθένηση της εργατικής τάξης, με σκοπό τη διατήρηση της αστικής τάξης στην εξουσία ενάντια στην επαναστατική ανατροπή αυτής της εξουσίας.
Από την άποψη της παγκόσμιας ανάπτυξης του σοσιαλισμού δεν μπορούμε να μη δούμε στις αλλαγές που αναφέραμε ένα μεγάλο βήμα προς τα μπρος. Στην αρχή ο σοσιαλισμός πάλευε για την ύπαρξή του, και είχε ενάντιά του μια αστική τάξη, που πίστευε στις δυνάμεις της και υπεράσπιζε με θάρρος και συνέπεια το φιλελευθερισμό, σαν ένα ολοκληρωμένο σύστημα οικονομικών και πολιτικών αντιλήψεων. Ο σοσιαλισμός αναπτύχθηκε και έχει ήδη αποσπάσει σ’ όλο τον πολιτισμένο κόσμο το δικαίωμα της ύπαρξης. Τώρα παλεύει για την εξουσία· και η αστική τάξη που αποσυντίθεται, που βλέπει τον αναπόφευκτο χαμό της, εντείνει όλες τις δυνάμεις της, κάνοντας μεσοβέζικες και υποκριτικές παραχωρήσεις, για να επιβραδύνει αυτό το χαμό, για να διατηρήσει την εξουσία και στις καινούργιες συνθήκες.
Η όξυνση της πάλης ανάμεσα στο ρεφορμισμό και στην επαναστατική σοσιαλδημοκρατία στους κόλπους του εργατικού κινήματος είναι τελείως αναπόφευκτο αποτέλεσμα των αλλαγών που αναφέραμε, αλλαγών που επήλθαν στην όλη οικονομική και πολιτική κατάσταση όλων των πολιτισμένων χωρών του κόσμου. Η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος προσελκύει αναπόφευκτα στις γραμμές του και ορισμένα μικροαστικά στοιχεία, που είναι υποταγμένα στην αστική ιδεολογία, που δύσκολα απαλλάσσονται από αυτήν και που συνεχώς πέφτουν ξανά και ξανά κάτω από την επιροή της. Την κοινωνική επανάσταση του προλεταριάτου δεν μπορούμε ούτε καν να τη φανταστούμε χωρίς αυτή την πάλη, χωρίς έναν σαφή και κατ’ αρχήν διαχωρισμό των «Ορεινών» σοσιαλιστών από τους «Γιρονδίνους»2 σοσιαλιστές πριν από την επανάσταση αυτή, χωρίς μια ολοκληρωτική ρήξη ανάμεσα στα οπορτουνιστικά, μικροαστικά και στα προλεταριακά, επαναστατικά στοιχεία της νέας ιστορικής δύναμης στη διάρκεια αυτής της επανάστασης.
Για τη Ρωσία η υπόθεση στην ουσία δεν αλλάζει, ωστόσο περιπλέκεται, καλύπτεται, παίρνει διάφορες μορφές και αυτό γιατί μείναμε πίσω σε σχέση με την Ευρώπη (ακόμη και σε σχέση με το πρωτοπόρο τμήμα της Ασίας), βρισκόμαστε ακόμη στην εποχή των αστικών επαναστάσεων. Γι’ αυτό και ο ρωσικός ρεφορμισμός διακρίνεται ιδιαίτερα για την πεισματικότητά του, είναι, ας πούμε, μια αρρώστια με την πιο κακοήθη μορφή, προξενεί πολύ μεγαλύτερη ζημιά στην υπόθεση του προλεταριάτου και της επανάστασης. Στη χώρα μας ο ρεφορμισμός πηγάζει ταυτόχρονα από δυο πηγές. Πρώτο, η Ρωσία είναι πολύ πιο μικροαστική χώρα από τις δυτικοευρωπαϊκές χώρες. Γι’ αυτό εδώ παρουσιάζονται πολύ συχνά άνθρωποι, ομάδες, ρεύματα που διακρίνονται για την αντιφατική, την ασταθή, την ταλαντευόμενη στάση τους απέναντι στο σοσιαλισμό (πότε «παράφορη αγάπη», πότε αισχρή προδοσία), πράγμα που αποτελεί γνώρισμα κάθε μικροαστικής τάξης. Δεύτερο, στη χώρα μας οι μάζες της μικροαστικής τάξης πάρα πολύ εύκολα και πάρα πολύ γρήγορα απογοητεύονται και κυριεύονται από το πνεύμα της αποστασίας σε κάθε αποτυχία μιας από τις φάσεις της αστικής μας επανάστασης, πάρα πολύ γρήγορα απαρνούνται το καθήκον της ολοκληρωτικής δημοκρατικής επανάστασης, που θα ξεκαθαρίσει τελείως τη Ρωσία από τα υπολείμματα του μεσαίωνα και της δουλοπαροικίας.
Δεν θα ασχοληθούμε λεπτομερειακά με την πρώτη πηγή. Θα υπενθυμίσουμε μονάχα ότι δεν θα βρεθεί ασφαλώς ούτε μια χώρα στον κόσμο, όπου να συμβαίνουν τόσο απότομες «μεταστροφές» από τη συμπάθεια προς το σοσιαλισμό στη συμπάθεια προς τον αντεπαναστατικό φιλελευθερισμό, όπως έγινε με τους δικούς μας κυρίους Στρούβε, Ιζγκόγεφ, Καραούλοφ κτλ. κτλ. Γιατί οι κύριοι αυτοί δεν αποτελούν εξαίρεση, δεν είναι μονάδες, αλλά εκπρόσωποι πλατιά διαδομένων ρευμάτων! Οι καλοκάγαθοι άνθρωποι, από τους οποίους υπάρχουν πολλοί έξω από τις γραμμές της σοσιαλδημοκρατίας, μα δεν είναι λίγοι και μέσα στις γραμμές της, και που τους αρέσει να κάνουν κηρύγματα ενάντια στην «υπερβολική» πολεμική, ενάντια στο «πάθος του διαχωρισμού» κτλ., δείχνουν ότι δεν καταλαβαίνουν καθόλου τις ιστορικές συνθήκες που προκαλούν στη Ρωσία το «υπερβολικό» «πάθος» για μεταπηδήσεις από το σοσιαλισμό στο φιλελευθερισμό.
Ας περάσουμε στη δεύτερη πηγή του ρεφορμισμού στη Ρωσία.
Η αστική επανάσταση στη χώρα μας δεν τέλειωσε. Η απολυταρχία προσπαθεί να λύσει με καινούργιο τρόπο τα προβλήματα που κληρονόμησε από την αστική επανάσταση και που της επιβάλλει η όλη αντικειμενική πορεία της οικονομικής ανάπτυξης, ωστόσο δεν μπορεί να τα λύσει. Και το νέο βήμα στο δρόμο προς τη μετατροπή του παλιού τσαρισμού σε ανακαινισμένη αστική μοναρχία, και η οργάνωση σε εθνική κλίμακα των ευγενών και των κορυφών της αστικής τάξης (III Δούμα), και η αστική αγροτική πολιτική, που εφαρμόζεται από τους τοπάρχες των ζέμστβο, όλα αυτά τα «έσχατα» μέτρα, όλες αυτές οι «τελευταίες» προσπάθειες του τσαρισμού στο τελευταίο πεδίο δράσης που του απόμεινε, πεδίο προσαρμογής στην καπιταλιστική ανάπτυξη, αποδείχνονται ανεπαρκείς. Και έτσι δεν βγαίνει τίποτε! Η με τέτιον τρόπο «ανανεωμένη» Ρωσία όχι μόνο δεν μπορεί να φτάσει τους ιάπωνες, αλλά αρχίζει μάλλον να μένει πίσω ακόμη και από την Κίνα. Η επαναστατική κρίση σαν αποτέλεσμα των άλυτων αστικοδημοκρατικών προβλημάτων είναι αναπόφευκτη. Ωριμάζει ξανά, προχωρούμε και πάλι σε προϋπάντησή της, προχωρούμε με καινούργιο τρόπο, όχι όπως προηγούμενα, όχι με εκείνους τους ρυθμούς, όχι μόνο με τις παλιές μορφές, όμως, σίγουρα, προχωρούμε.
Από την κατάσταση αυτή βγαίνουν με την πιο πλήρη, με την πιο απόλυτη ακρίβεια τα καθήκοντα του προλεταριάτου. Το προλεταριάτο, σαν η μοναδική ως το τέλος επαναστατική τάξη της σύγχρονης κοινωνίας, πρέπει να είναι ο καθοδηγητής, ο ηγεμόνας στην πάλη όλου του λαού, για μια ολοκληρωμένη δημοκρατική επανάσταση, στην πάλη όλων των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων ενάντια στους καταπιεστές και στους εκμεταλλευτές. Το προλεταριάτο είναι επαναστατικό μόνο στο βαθμό που συνειδητοποιεί και πραγματοποιεί την ιδέα αυτή της ηγεμονίας. Ο προλετάριος που έχει συνειδητοποιήσει αυτό το καθήκον είναι σκλάβος που ξεσηκώθηκε ενάντια στη σκλαβιά. Ο προλετάριος που δεν συνειδητοποιεί την ιδέα της ηγεμονίας της τάξης του, ή την απαρνιέται, είναι σκλάβος που δεν καταλαβαίνει τη σκλαβιά του· στην καλύτερη περίπτωση είναι σκλάβος που παλεύει για τη βελτίωση της σκλαβιάς του και όχι για το γκρέμισμα της σκλαβιάς.
Είναι, λοιπόν, ευνόητο ότι η περιβόητη διατύπωση ενός από τους νεαρούς ηγέτες του δικού μας ρεφορμισμού, του κ. Λεβίτσκι, του «Νάσα Ζαριά», ο οποίος διακήρυξε ότι η ρωσική σοσιαλδημοκρατία πρέπει να είναι «όχι ηγεμονία, αλλά ταξικό κόμμα», είναι διατύπωση του πιο συνεπούς ρεφορμισμού. Κάτι περισσότερο. Είναι διατύπωση ολοκληρωτικής αποστασίας. Το να λέει κανείς: «όχι ηγεμονία, αλλά ταξικό κόμμα» σημαίνει ότι περνάει με το μέρος της αστικής τάξης, με το μέρος του φιλελεύθερου που λέει στο σκλάβο της εποχής μας, το μισθωτό εργάτη: αγωνίσου για τη βελτίωση της θέσης σου, σαν σκλάβου, να θεωρείς όμως βλαβερή ουτοπία την ιδέα του γκρεμίσματος της σκλαβιάς! Κάντε μια σύγκριση της περιβόητης διατύπωσης του Μπέρνσταϊν: «Το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτε», με τη διατύπωση του Λεβίτσκι, και θα δείτε πως και οι δυο αποτελούν παραλλαγή της ίδιας ιδέας. Και στις δυο περιπτώσεις έχουμε αναγνώριση μόνο των μεταρυθμίσεων και άρνηση της επανάστασης. Η διατύπωση του Μπέρνσταϊν είναι πιο πλατιά, γιατί έχει υπόψη της τη σοσιαλιστική επανάσταση (=τον τελικό σκοπό της σοσιαλδημοκρατίας σαν κόμματος της αστικής κοινωνίας). Η διατύπωση του Λεβίτσκι είναι πιο στενή, γιατί, αποτελώντας απάρνηση της επανάστασης γενικά, αποβλέπει ειδικά στην απάρνηση εκείνου που ήταν περισσότερο απόλα μισητό στους φιλελευθέρους το 1905-1907, δηλαδή του γεγονότος ότι το προλεταριάτο αφαίρεσε από τους φιλελευθέρους την καθοδήγηση των λαϊκών μαζών (και ιδιαίτερα της αγροτιάς) στην πάλη για μια ολοκληρωμένη δημοκρατική επανάσταση.
Το να προπαγανδίζει κανείς στους εργάτες την ιδέα ότι τους χρειάζεται «όχι ήγεμονία, αλλά ταξικό κόμμα», σημαίνει να παραδίνει την υπόθεση του προλεταριάτου στους φιλελευθέρους, σημαίνει να προπαγανδίζει την αντικατάσταση της σοσιαλδημοκρατικής εργατικής πολιτικής με τη φιλελεύθερη εργατική πολιτική.
Η απάρνηση όμως της ιδέας της ηγεμονίας είναι η πιο χοντροκομμένη μορφή ρεφορμισμού στη ρωσική σοσιαλδημοκρατία, και γι’ αυτό δεν τολμούν όλοι οι λικβινταριστές να διατυπώσουν ανοιχτά τις αντιλήψεις τους με τόσο κατηγορηματική μορφή. Μερικοί απ’ αυτούς (όπως ο κ. Μάρτοφ) προσπαθούν μάλιστα, χλευάζοντας την αλήθεια, να αρνηθούν τη σύνδεση που υπάρχει ανάμεσα στην παραίτηση από την ηγεμονία και στο λικβινταρισμό.
Μια περισσότερο «ραφιναρισμένη» προσπάθεια «θεμελίωσης» των ρεφορμιστικών αντιλήψεων, αποτελεί ο εξής συλλογισμός: η αστική επανάσταση στη Ρωσία τέλειωσε· δεύτερη αστική επανάσταση, δεύτερη πανεθνική πάλη για δημοκρατική ανατροπή, ύστερα από το 1905 δεν μπορεί να γίνει· γι’ αυτό στη Ρωσία δεν επίκειται επαναστατική κρίση, αλλά «συνταγματική» και στην εργατική τάξη δεν απομένει παρά να φροντίσει απλώς να περιφρουρήσει τα δικαιώματά της και τα συμφέροντά της στη βάση αυτής της «συνταγματικής κρίσης». Έτσι σκέπτεται ο λικβινταριστής Γιούρι Λάριν στο «Ντιέλο Ζίζνι» (και προηγούμενα στο «Βοζροζντένιγε»).
«Ο Οχτώβρης του 1905 δεν βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη – έγραφε ο κ. Λάριν. Αν διάλυαν τη Δούμα, θα τη συγκαλούσαν πολύ γρηγορότερα από τη μετεπαναστατική Αυστρία, που κατάργησε το σύνταγμα του 1851 για να το ψηφίσει ξανά το 1860, ύστερα από 9 χρόνια, χωρίς καμιά επανάσταση» (σημειώστε το!), «απλώς γιατί το επέβαλλαν τα συμφέροντα της μερίδας των κυρίαρχων τάξεων, που είχε τη μεγαλύτερη επιροή και που είχε ανασυγκροτήσει την οικονομία της πάνω σε καπιταλιστική βάση». «Στο στάδιο που περνάμε αποκλείεται ένα πανεθνικό επαναστατικό κίνημα, όπως το 1905».
Όλοι αυτοί οι συλλογισμοί του κ. Λάριν δεν είναι τίποτε άλλο, παρά μια μακροσκελής επανάληψη των όσων είπε ο κ. Νταν στη συνδιάσκεψη του ΣΔΕΚΡ το Δεκέμβρη του 1908. Ενάντια στην απόφαση που έλεγε ότι «οι βασικοί παράγοντες της οικονομικής και πολιτικής ζωής, που προκάλεσαν την επανάσταση του 1905, εξακολουθούν να δρουν», ότι ωριμάζει και πάλι μια επαναστατική ακριβώς και όχι «συνταγματική» κρίση, ενάντια στην απόφαση αυτή ο διευθυντής της «Γκόλος» των λικβινταριστών αναφώνησε: «αυτοί» (δηλ. το ΣΔΕΚΡ) «θέλουν να χωθούμε εκεί που μια φορά μας τσάκισαν».
Σύμφωνα με την άποψη των ρεφορμιστών, το μεγάλο έγκλημα του ΣΔΕΚΡ, το φταίξιμο του επαναστατικού προλεταριάτου είναι το ότι «χώνεται» πάλι στην επανάσταση, δουλεύει ακούραστα και μέσα στις αλλαγμένες συνθήκες, προπαγανδίζοντας την επανάσταση, προετοιμάζοντας τις δυνάμεις της εργατικής τάξης για την επανάσταση. Δεν χρειάζεται «να χωθούμε εκεί που μια φορά μας τσάκισαν», να ποια είναι η σοφία των αποστατών και των ανθρώπων που απογοητεύονται ύστερα από κάθε ήττα.
Το επαναστατικό όμως προλεταριάτο σε χώρες πιο παλιές και πιο «έμπειρες» από τη Ρωσία, μπόρεσε δυο και τρεις και τέσσερις φορές «να χωθεί εκεί που μια φορά το τσάκισαν», κατόρθωσε (όπως στη Γαλλία) να κάνει από το 1789 ως το 1871 τέσσερις φορές επανάσταση, να ξεσηκωθεί ξανά και ξανά στον αγώνα ύστερα από τις πιο σοβαρές ήττες και να κατακτήσει τη δημοκρατία, στην οποία έχει αντιμέτωπο τον τελευταίο εχθρό του –την πρωτοπόρα αστική τάξη– τη δημοκρατία, η οποία μπορεί να είναι η μόνη μορφή του κράτους που αντιστοιχεί στις συνθήκες του τελικού αγώνα για τη νίκη του σοσιαλισμού.
Αυτή είναι η διαφορά ανάμεσα στους σοσιαλιστές και στους φιλελευθέρους, δηλ. τους οπαδούς της αστικής τάξης. Οι σοσιαλιστές υποδείχνουν ότι η επανάσταση είναι αναπόφευκτη και ότι το προλεταριάτο πρέπει να εκμεταλλεύεται όλες τις αντιθέσεις της κοινωνικής ζωής, κάθε αδυναμία των εχθρών του, ή των ενδιάμεσων στρωμάτων, για να προετοιμάσει την καινούργια επαναστατική πάλη, για να επαναλάβει την επανάσταση σε πιο πλατιά κλίμακα, σε συνθήκες μεγαλύτερου βαθμού ανάπτυξης του πληθυσμού. Η αστική τάξη και οι φιλελεύθεροι υποδείχνουν ότι οι επαναστάσεις δεν χρειάζονται και ότι είναι επιζήμιες στους εργάτες, οι οποίοι δεν πρέπει «να χώνονται» στην επανάσταση, αλλά σαν καλά παιδιά να δουλεύουν με ταπεινοφροσύνη για μεταρυθμίσεις.
Γι’ αυτό και οι ρεφορμιστές –αιχμάλωτοι των αστικών ιδεών– για να αποτραβήξουν τους ρώσους εργάτες από το σοσιαλισμό επικαλούνται πάντοτε το παράδειγμα ακριβώς της Αυστρίας (καθώς και της Πρωσσίας) της περιόδου 1860-1870. Γιατί τους αρέσουν αυτά τα παραδείγματα; Ο Γιούρι Λάριν άφησε να του ξεφύγει το μυστικό: γιατί στις χώρες αυτές, ύστερα από την «αποτυχημένη» επανάσταση του 1848, ο αστικός μετασχηματισμός τους πραγματοποιήθηκε «χωρίς καμιά επανάσταση».
Να που βρίσκεται η ουσία! Να τί γεμίζει χαρά την καρδιά τους. Άρα, ο αστικός μετασχηματισμός μπορεί να γίνει χωρίς επανάσταση!! κι αφού είναι έτσι, τότε, προς τι εμείς, οι ρώσοι να βασανιζόμαστε με την ιδέα της επανάστασης; γιατί να μην αφήσουμε κι εμείς τους τσιφλικάδες και τους εργοστασιάρχες να κάνουν τον αστικό μετασχηματισμό της Ρωσίας «χωρίς καμιά επανάσταση»!;
Εξαιτίας της αδυναμίας του, το προλεταριάτο της Πρωσσίας και της Αυστρίας δεν μπόρεσε να εμποδίσει τους γαιοκτήμονες και την αστική τάξη να κάνουν το μετασχηματισμό, παραβλέποντας τα συμφέροντα των εργατών, με την πιο ασύμφορη για τους εργάτες μορφή, διατηρώντας και τη μοναρχία και τα προνόμια των ευγενών και την έλλειψη δικαιωμάτων στο χωριό και ένα σωρό άλλα υπολείμματα του μεσαίωνα.
Οι ρώσοι ρεφορμιστές –ύστερα από το γεγονός ότι το 1905 το προλεταριάτο μας έδειξε τη δύναμή του, δύναμη ανείδωτη ως τότε σ’ όλες τις αστικές επαναστάσεις της Δύσης– φέρνουν για παράδειγμα την αδυναμία που έδειξε η εργατική τάξη άλλων χωρών, πριν από 40-50 χρόνια, για να δικαιολογήσουν την αποστασία τους, για «να στηρίξουν» το αποστατικό τους κήρυγμα.
Το παράδειγμα της Αυστρίας και της Πρωσσίας του 1860-1870, που τόσο αρέσει στους ρεφορμιστές μας να επικαλούνται, αποδείχνει κατά τον καλύτερο τρόπο ότι θεωρητικά οι συλλογισμοί τους είναι αστήρικτοι και ότι αυτοί πέρασαν πρακτικά-πολιτικά με το μέρος της αστικής τάξης.
Και πραγματικά, αν η Αυστρία επανάφερε το σύνταγμα που καταργήθηκε μετά την ήττα της επανάστασης του 1848, αν στην Πρωσσία η «εποχή της κρίσης» σημειώθηκε στα 1860-1870, τι αποδείχνει αυτό; Πρώτα απ’ όλα ότι ο αστικός μετασχηματισμός αυτών των χωρών δεν είχε τελειώσει. Να λες ότι στη Ρωσία η εξουσία μετατράπηκε κιόλας σε αστική (όπως λέει ο Λάριν), ότι για δουλοπαροικιακό χαρακτήρα της εξουσίας ούτε καν λόγος μπορεί να γίνεται σήμερα στη χώρα μας (βλ. στον ίδιο τον Λάριν) και ταυτόχρονα να επικαλείσαι την Αυστρία και την Πρωσσία, σημαίνει ότι αναιρείς τον ίδιο τον εαυτό σου! Γενικά, θα ήταν γελοίο να αμφισβητεί κανείς το ότι ο αστικός μετασχηματισμός της Ρωσίας δεν τέλειωσε: ακόμη και η πολιτική των αστικών κομμάτων, των καντέτων και των οχτωβριστών, το αποδείχνει αυτό πεντακάθαρα, και ο ίδιος ο Λάριν (όπως θα δούμε παρακάτω) υποχωρεί σ’ αυτό το σημείο. Όπως το είπαμε ήδη και όπως το αναγνώρισε η απόφαση του κόμματος (Δεκέμβρης 1908) είναι αναμφισβήτητο ότι η μοναρχία κάνει ακόμη ένα βήμα στο δρόμο της προσαρμογής της προς την καπιταλιστική ανάπτυξη, είναι όμως πιο πολύ αναμφισβήτητο ότι ακόμη και η προσαρμογή αυτή, ακόμη και η αστική αντίδραση, και η III Δούμα, και ο αγροτικός νόμος της 9.ΧΙ.1906 (14.VI.1910) δεν λύνουν τα προβλήματα του αστικού μετασχηματισμού της Ρωσίας.
Πάμε παρακάτω. Γιατί οι «κρίσεις» στην Αυστρία και στην Πρωσσία στα 1860-1870 αποδείχτηκαν «συνταγματικές» και όχι επαναστατικές κρίσεις; Γιατί μια σειρά από ιδιαίτερα περιστατικά διευκόλυναν τη δύσκολη θέση της μοναρχίας (η «επανάσταση από τα πάνω» στη Γερμανία, η συνένωση της Γερμανίας «με τη φωτιά και το σίδερο»), γιατί το προλεταριάτο των παραπάνω χωρών ήταν ακόμη τότε πολύ, πάρα πολύ αδύνατο και καθυστερημένο, ενώ τη φιλελεύθερη αστική τάξη τη διέκρινε η ίδια σιχαμερή δειλία και προδοσία, που χαρακτηρίζει και τους ρώσους καντέτους.
Για να δείξουμε πώς εκτιμούσαν αυτή την κατάσταση οι ίδιοι οι γερμανοί σοσιαλδημοκράτες που έζησαν εκείνη την εποχή, θα παραθέσουμε μερικές κρίσεις του Μπέμπελ που τον περασμένο χρόνο έκδοσε το πρώτο μέρος των «απομνημονευμάτων» του. Μιλώντας για το 1862, χρόνο της «συνταγματικής» κρίσης στην Πρωσσία, ο Βίσμαρκ έλεγε –όπως έγινε γνωστό αργότερα– ότι ο βασιλιάς βρισκόταν τότε στην πιο απελπιστική κατάσταση και κλαιγόταν σ’ αυτόν, στον Βίσμαρκ, γιατί τους απειλούσε και τους δυο κρεμάλα. Ο Βίσμαρκ μάλωσε το δειλό βασιλιά και τον συμβούλευσε να μη φοβάται τον αγώνα.
«Τα γεγονότα αυτά δείχνουν –λέει σχετικά ο Μπέμπελ– τι θα μπορούσαν να πετύχουν οι φιλελεύθεροι, αν ήξεραν να εκμεταλλευτούν την κατάσταση. Αυτοί όμως φοβούνταν τώρα τους εργάτες που έστεκαν πίσω τους. Τα λόγια του Βίσμαρκ: “αν με φέρουν στα έσχατα, θα ξεσηκώσω τον Αχέροντα” (δηλ. θα ξεσηκώσω σε λαϊκό κίνημα τα κατώτερα στρώματα, τις μάζες) προκάλεσαν στους φιλελευθέρους ανυπολόγιστο φόβο».
Ό αρχηγός των γερμανών σοσιαλδημοκρατών, μισό αιώνα ύστερα από τη «συνταγματική» κρίση, που «χωρίς καμιά επανάσταση» μετάτρεψε τη χώρα του σε μοναρχία της αστικής τάξης και των γιούνκερ, μιλάει για την επαναστατική κατάσταση που υπήρχε τότε και την οποία οι φιλελεύθεροι δεν την εκμεταλλεύτηκαν, επειδή φοβούνταν τους εργάτες. Οι αρχηγοί των ρώσων ρεφορμιστών λένε στους ρώσους εργάτες: αν η γερμανική αστική τάξη ήταν τόσο ποταπή, ώστε να δειλιάσει μπροστά στον φοβιτσιάρη βασιλιά, τότε γιατί να μη δοκιμάσουμε και μεις να επαναλάβουμε την υπέροχη αυτή τακτική της γερμανικής αστικής τάξης; Ο Μπέμπελ κατηγορεί την αστική τάξη, το φόβο της, σαν εκμεταλλεύτριας τάξης, μπροστά στο λαϊκό κίνημα, την κατηγορεί που δεν «εκμεταλλεύτηκε» τη «συνταγματική» κρίση για το συμφέρον της επανάστασης. Ο Λάριν και Σία κατηγορούν τους ρώσους εργάτες για το ότι επιδιώκουν να πάρουν την ηγεμονία (δηλ. να τραβήξουν τις μάζες στην επανάσταση παρά τη θέληση των φιλελευθέρων) και τους συμβουλεύουν να οργανωθούν «όχι για την επανάσταση», αλλά «για να υπερασπίσουν τα συμφέροντά τους στην επικείμενη συνταγματική ανακαίνιση της Ρωσίας». Τις σάπιες απόψεις του σάπιου γερμανικού φιλελευθερισμού τις προσφέρουν οι λικβινταριστές στους ρώσους εργάτες σαν απόψεις «σοσιαλδημοκρατικές»! Πώς, λοιπόν, να μην αποκαλέσει κανείς αυτούς τους σοσιαλδημοκράτες στολιπινικούς σοσιαλδημοκράτες;
Ο Μπέμπελ, κάνοντας εκτίμηση της «συνταγματικής» κρίσης της Πρωσσίας του 1860-1870, δεν περιορίζεται να δείξει ότι η αστική τάξη φοβόταν να παλέψει ενάντια στη μοναρχία, γιατί φοβόταν τους εργάτες. Δείχνει επίσης και το τι γινόταν τότε στους κόλπους των εργατών. «Η αφόρητη πολιτική κατάσταση –τονίζει– που γινόταν κάθε μέρα και πιο καθαρή για τους εργάτες, είχε, φυσικά, την αντανάκλασή της και στις διαθέσεις τους. Όλοι ζητούσαν αλλαγή. Επειδή όμως δεν υπήρχαν καθοδηγητές με πλήρη συνείδηση, που να βλέπουν καθαρά το σκοπό που έπρεπε να επιδιώκεται και να εμπνέουν εμπιστοσύνη, επειδή δεν υπήρχε ισχυρή οργάνωση, που να συσπειρώνει τις δυνάμεις, οι διαθέσεις πήγαν χαμένες (verpuffte). Ποτέ άλλοτε κίνημα, μεγαλειώδες στην ουσία του (in Kern vortreffliche) δεν τέλειωσε τόσο άδοξα. Όλες οι συγκεντρώσεις ήταν πολυπληθείς και, όποιος τα έλεγε πιο τσουχτερά από όλους, γινόταν ο ήρωας της ημέρας. Η διάθεση αυτή κυριαρχούσε ιδιαίτερα στον εργατικό σύλλογο αυτομόρφωσης της Λειψίας». Σε συγκέντρωση 5.000 ανθρώπων στη Λειψία, στις 8 του Μάη 1866, ψηφίστηκε ομόφωνα η απόφαση που προτάθηκε από τον Λήμπκνεχτ και τον Μπέμπελ· η απόφαση ζητούσε σύγκληση Βουλής με βάση τη γενική, άμεση, ίση και μυστική ψηφοφορία, Βουλής που να στηρίζεται στον καθολικά εξοπλισμένο λαό και έκφραζε «την ελπίδα ότι ο γερμανικός λαός θα εκλέξει βουλευτές μόνον ανθρώπους που αποκρούουν κάθε κληρονομική κεντρική εξουσία». Η απόφαση του Λήμπκνεχτ και του Μπέμπελ, είχε, συνεπώς, σαφέστατο δημοκρατικό και επαναστατικό χαρακτήρα.
Έτσι, λοιπόν, ο αρχηγός των γερμανών σοσιαλδημοκρατών, την εποχή της «συνταγματικής» κρίσης προτείνει και ψηφίζονται στις μαζικές συγκεντρώσεις αποφάσεις δημοκρατικού και επαναστατικού χαρακτήρα. Μισό αιώνα αργότερα, όταν θυμάται τα νειάτα του και διηγείται στη νέα γενιά τα γεγονότα των ημερών που πέρασαν από καιρό, υπογραμμίζει περισσότερο απ’ όλα τη λύπη του, για το ότι δεν υπήρχαν καθοδηγητές που να είναι αρκετά συνειδητοί και να καταλαβαίνουν τα επαναστατικά καθήκοντα (δηλ. δεν υπήρχε επαναστατικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα, που να καταλαβαίνει τα καθήκοντα της ηγεμονίας), για το ότι δεν υπήρχε ισχυρή οργάνωση, για το ότι «πήγαν χαμένες» οι επαναστατικές διαθέσεις. Αντίθετα, οι αρχηγοί των ρώσων ρεφορμιστών με τη βαθύνοια ενός Ιβάνουσκα, επικαλούνται την Αυστρία και την Πρωσσία του 1860-1870 για ν’ αποδείξουν ότι μπορεί να τα βολέψουμε και «χωρίς καμιά επανάσταση»! Και τα μικροαστικά αυτά ανθρωπάρια, που έχουν κυριευτεί από την αντεπαναστατική μέθη, που έχουν υποδουλωθεί ιδεολογικά στο φιλελευθερισμό, τολμούν ακόμη να ντροπιάζουν το όνομα του ΣΔΕΚΡ!
Εννοείται ότι ανάμεσα στους ρεφορμιστές που ξεκόβουν από το σοσιαλισμό, υπάρχουν άνθρωποι που αντικαθιστούν τον απροκάλυπτο οπορτουνισμό του Λάριν με τη διπλωματία γύρω από τα βασικά ζητήματα αρχής του εργατικού κινήματος, χωρίς να μπαίνουν στην ουσία. Οι άνθρωποι αυτοί μπερδεύουν την ουσία της υπόθεσης, λερώνουν τις ιδεολογικές συζητήσεις, τις βρωμίζουν, όπως π.χ. ο κ. Μάρτοφ που επιχείρησε να υποστηρίξει στο νόμιμο τύπο (έχοντας δηλ. την υπεράσπιση του Στολίπιν από τις άμεσες απαντήσεις των μελών του ΣΔΕΚΡ), ότι δήθεν ο Λάριν και οι «ορθόδοξοι μπολσεβίκοι στις αποφάσεις του 1908» δίνουν το ίδιο «σχήμα». Αυτό είναι καθαρή διαστρέβλωση της αλήθειας, άξια για ένα συντάκτη βρωμερών εργασιών. Ο ίδιος αυτός Μάρτοφ, διαφωνώντας δήθεν με τον Λάριν, δήλωσε στον τύπο ότι «αυτός, εννοείται, δεν υποπτεύεται τον Λάριν ότι έχει ρεφορμιστικές τάσεις». Τον Λάριν, που εκθέτει καθαρά ρεφορμιστικές απόψεις, ο Μάρτοφ δεν τον υποπτεύεται για ρεφορμισμό!! – ύπόδειγμα τεχνασμάτων των διπλωματών του ρεφορμισμού3. Ο ίδιος αυτός Μάρτοφ, που μερικοί απλοϊκοί νομίζουν ότι είναι πιο «αριστερός», πιο σταθερός επαναστάτης από τον Λάριν, συνοψίζει με τον ακόλουθο τρόπο τις «διαφωνίες» του με τον Λάριν:
«Ανακεφαλαιώνω. Για τη θεωρητική θεμελίωση και την πολιτική δικαιολόγηση εκείνου το οποίο κάνουν τώρα οι μενσεβίκοι, που έμειναν πιστοί στο μαρξισμό, είναι υπεραρκετό το γεγονός ότι το σημερινό καθεστώς αποτελεί έναν εσωτερικό αντιφατικό συνδυασμό της απολυταρχίας με το συνταγματισμό, και ότι η ρωσική εργατική τάξη είναι ώριμη για ν’ αρπάξει, όπως και οι εργάτες των προηγμένων χωρών της Δύσης, το καθεστώς αυτό από την αχίλλειο πτέρνα των αντιθέσεων αυτών».
Όσο κι αν ελίχθηκε ο Μάρτοφ, η πρώτη κιόλας απόπειρα ανακεφαλαίωσης κατάληξε στην αυτοχρεοκοπία αυτών των ελιγμών. Τα λόγια που αναφέραμε αποτελούν πλήρη απάρνηση του σοσιαλισμού και αντικατάστασή του με το φιλελευθερισμό. «Υπεραρκετό» χαρακτηρίζει ο Μάρτοφ εκείνο που είναι αρκετό μόνο για τους φιλελευθέρους, μόνο για την αστική τάξη. Ο προλετάριος που θεωρεί «υπεραρκετή» την αναγνώριση της αντιφατικότητας του συνδυασμού της απολυταρχίας με το συνταγματισμό, συμμερίζεται την άποψη της φιλελεύθερης εργατικής πολιτικής. Αυτός δεν είναι σοσιαλιστής, αυτός δεν κατάλαβε τα καθήκοντα της τάξης του, που συνίστανται στο να ξεσηκώσει τις μάζες του λαού, τις μάζες των εργαζομένων και εκμεταλλευομένων ενάντια στην απολυταρχία σ’ όλες τις μορφές της, για μια αυτοτελή επέμβαση στις ιστορικές τύχες της χώρας, παρά τις ταλαντεύσεις ή την αντίδραση της αστικής τάξης. Και η αυτοτελής ιστορική δράση των μαζών, που απαλάσσονται από την ηγεμονία της αστικής τάξης, μετατρέπει τη «συνταγματική» κρίση σε επανάσταση. Η αστική τάξη (ιδίως ύστερα από το 1905) φοβάται την επανάσταση και τη μισεί· το προλεταριάτο διαπαιδαγωγεί τις λαϊκές μάζες στο πνεύμα της αφοσίωσης στην ιδέα της επανάστασης, εξηγεί ποια είναι τα καθήκοντα της επανάστασης, προετοιμάζει διαρκώς τις μάζες για νέες επαναστατικές μάχες. Το αν θα ξεσπάσει η επανάσταση, πότε, και σε ποιες συνθήκες, δεν εξαρτιέται από τη θέληση της μιας η της άλλης τάξης, η επαναστατική όμως δουλιά στις μάζες ποτέ δεν πάει χαμένη. Μόνο μια τέτια δουλιά αποτελεί δράση που προετοιμάζει τις μάζες για τη νίκη του σοσιαλισμού. Τις στοιχειώδεις, τις απλές αυτές αλήθειες του σοσιαλισμού τις λησμονούν οι κ.κ. Λάριν και Μάρτοφ.
Ο πρώτος απ’ αυτούς, εκφράζοντας τις απόψεις της ρωσικής λικβινταριστικής ομάδας που ξέκοψε τελείως από το ΣΔΕΚΡ, δεν διστάζει να εκθέσει ανοιχτά και ολοκληρωμένα το ρεφορμισμό του. Να τα λόγια του παρμένα από το «Ντιέλο Ζίζνι» (1911, 2ο τεύχος), που αξίζει να τα θυμάται ο καθένας που του είναι προσφιλείς οι αρχές της σοσιαλδημοκρατίας:
«Κατάσταση σύγχυσης και αοριστίας, όταν οι άνθρωποι απλώς δεν ξέρουν τι να περιμένουν απ’ την αυριανή ημέρα, τι καθήκοντα να βάλουν μπροστά τους, να τι σημαίνει η διάθεση της ακαθόριστης αναμονής, οι αμυδρές ελπίδες πότε για επανάληψη της επανάστασης και πότε για “τότε θα δούμε”. Καθήκον της στιγμής δεν είναι η άκαρπη αναμονή ούριου άνεμου, αλλά η καλλιέργεια στους πλατιούς κύκλους της καθοδηγητικής ιδέας ότι στην καινούργια ιστορική περίοδο που άρχισε για τη ρωσική ζωή, η εργατική τάξη δεν πρέπει να οργανώνεται “για την επανάσταση”, ούτε “για την αναμονή της επανάστασης”, αλλά απλώς ... (σημειώστε το αυτό: απλώς) ... για τη σταθερή και σχεδιασμένη υπεράσπιση των ιδιαίτερων συμφερόντων της σε όλους τους τομείς της ζωής· για τη συγκέντρωση και την εκγύμναση των δυνάμεών της με την πολύμορφη και σύνθετη αυτή δράση· για την καλλιέργεια και τη συσσώρευση με τον τρόπο αυτό σοσιαλιστικής συνείδησης γενικά· για να αποκτήσει την ικανότητα να προσανατολίζεται (να καταλαβαίνει) –και να υπερασπίζει τον εαυτό της!– μέσα στις πολύπλοκες αμοιβαίες σχέσεις των κοινωνικών τάξεων της Ρωσίας στην επικείμενη, ύστερα από την οικονομικά αναπόφευκτη αυτοεξάντληση της φεουδαρχικής αντίδρασης, συνταγματική ανακαίνισή της, ειδικά».
Να ένας ολοκληρωμένος, απροκάλυπτος, αυτάρεσκος ρεφορμιστής καθαρής μορφής. Πόλεμος ενάντια στην ιδέα της επανάστασης, ενάντια στην «ελπίδα» της επανάστασης (στο ρεφορμιστή οι «ελπίδες» αυτές φαίνονται αμυδρές, γιατί δεν καταλαβαίνει το βάθος των σημερινών οικονομικών και πολιτικών αντιθέσεων), πόλεμος ενάντια σε κάθε δράση, που συνίσταται στην οργάνωση των δυνάμεων και την προετοιμασία των πνευμάτων για την επανάσταση, πόλεμος από το νόμιμο τύπο, που τον υπερασπίζει ο Στολίπιν από τις άμεσες απαντήσεις των επαναστατών σοσιαλδημοκρατών, πόλεμος εξονόματος της ομάδας των λεγκαλιστών που ξέκοψαν ολοκληρωτικά από το ΣΔΕΚΡ, να ποιο είναι το πρόγραμμα και η τακτική του εργατικού κόμματος του Στολίπιν, που πάνε να δημιουργήσουν οι κ.κ. Πότρεσοφ, Λεβίτσκι, Λάριν και Σία. Το πραγματικό πρόγραμμα, η πραγματική τακτική αυτών των ανθρώπων διατυπώνεται με ακρίβεια στην περικοπή που αναφέρθηκε, σε αντίθεση από τις υποκριτικές επίσημες διαβεβαιώσεις ότι κι αυτοί «επίσης» είναι «σοσιαλδημοκράτες», ότι κι αυτοί «επίσης» ανήκουν στην «αδιάλλακτη Διεθνή». Οι διαβεβαιώσεις αυτές είναι λόγια υποκριτικά. Το πρόγραμμα αυτό, που υποκαθιστά τελείως το σοσιαλισμό με τη φιλελεύθερη εργατική πολιτική, αντιπροσωπεύει τα έργα τους την πραγματική κοινωνική τους ουσία.
Και κοιτάξτε σε τι γελοίες αντιφάσεις μπλέκονται οι ρεφορμιστές. Αν στη Ρωσία η αστική επανάσταση τέλειωσε (όπως έλεγε ο Λάριν), τότε στην ημερήσια διάταξη προβάλλει η σοσιαλιστική επανάσταση. Αυτό είναι αυτονόητο, αυτό είναι ολοφάνερο για τον καθένα που συγκαταλέγει τον εαυτό του στους σοσιαλιστές όχι για να εξαπατήσει τους εργάτες με ένα δημοφιλή τίτλο. Τότε εμείς πρέπει να οργανωθούμε ακριβώς «για την επανάσταση» (τη σοσιαλιστική), ακριβώς «περιμένοντάς» την, ακριβώς με την «ελπίδα» (όχι την αμυδρή, αλλά τη στηριγμένη στα ακριβή δεδομένα της επιστήμης που πληθαίνουν, «ελπίδα»-πεποίθηση) της σοσιαλιστικής επανάστασης.
Αλλά εδώ ακριβώς βρίσκεται η ουσία ότι για το ρεφορμιστή η φλυαρία για την τελειωμένη αστική επανάσταση (όπως και για τον Μάρτοφ η φλυαρία για την αχίλλειο πτέρνα κτλ.) είναι απλώς προσπάθεια να αποκρύψει με λόγια την απάρνηση κάθε επανάστασης. Την αστικοδημοκρατική επανάσταση την απαρνιέται με το πρόσχημα ότι τέλειωσε –ή με τη δικαιολογία ότι είναι «υπεραρκετό» να αναγνωρίσουμε την αντίφαση ανάμεσα στην απολυταρχία και στο συνταγματισμό– ενώ τη σοσιαλιστική επανάσταση την απαρνιέται με το πρόσχημα ότι εμείς «για την ώρα» πρέπει «απλώς» να οργανωνόμαστε για να πάρουμε μέρος στην «επικείμενη συνταγματική ανακαίνιση της Ρωσίας»!
Αν όμως εσείς, αξιότιμε καντέτε, που στολίζεστε με σοσιαλιστικά φτερά, αναγνωρίζετε ότι είναι αναπόφευκτη «η επικείμενη συνταγματική ανακαίνιση» της Ρωσίας, τότε αναιρείτε ο ίδιος τον εαυτό σας, γιατί έτσι αναγνωρίζετε ότι η αστικοδημοκρατική επανάσταση στη χώρα μας δεν τελείωσε. Φανερώνετε ξανά και ξανά την αστική σας φύση, όταν λέτε είναι αναπόφευκτη η «αυτοσεξάντληση της φεουδαρχικής αντίδρασης» και μουντζώνετε την προλεταριακή ιδέα για εκμηδένιση όχι μόνο της φεουδαρχικής αντίδρασης, αλλά και όλων των υπολειμμάτων του φεουδαρχισμού με το λαϊκό επαναστατικό κίνημα.
Παρά τα φιλελεύθερα κηρύγματα των ηρώων μας του εργατικού κόμματος του Στολίπιν, το ρωσικό προλεταριάτο όλη του τη βαριά, τη δύσκολη, καθημερινή, μυρμηγκίστικη, αφανή δουλιά που του επέβαλε η εποχή της αντεπανάστασης θα τη διαποτίζει πάντοτε και απαρέγκλιτα με το πνεύμα της αφοσίωσης στη δημοκρατική επανάσταση και στη σοσιαλιστική επανάσταση, θα οργανώνεται και θα συγκεντρώνει δυνάμεις για την επανάσταση, θα καταπολεμά αμείλικτα τους προδότες και τους αποστάτες, θα καθοδηγείται όχι από την «αμυδρή ελπίδα», αλλά από την επιστημονικά θεμελιωμένη πεποίθηση επανάληψης της επανάστασης.
«Σοτσιάλ-Ντεμοκράτ», αρ. φύλ. 23, 14 (1) του Σεπτέμβρη 1911
Δημοσιεύεται σύμφωνα με το κείμενο της εφημερίδας «Σοτσιάλ-Ντεμοκράτ»