Οι μεγάλες εργατικές - λαϊκές κινητοποιήσεις στην Ευρώπη και η προοπτική ανασύνταξης του κινήματος


του Δημήτρη Κοιλάκου

Οι μεγάλες εργατικές-λαϊκές κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών στην Ευρώπη γεννούν ελπίδες αγωνιστικής ανάτασης και επιβεβαιώνουν ότι τα πράγματα δεν είναι στατικά, ότι οι εργαζόμενοι έχουν τη δύναμη, όταν οργανωμένα αμφισβητούν τον αντιλαϊκό μονόδρομο και διεκδικούν αξιοπρεπείς όρους δουλειάς, αμοιβής και ζωής, να γράψουν νέες λαμπρές σελίδες στην ιστορία της ταξικής πάλης.

Από τους αγώνες αυτούς αναδεικνύεται η σημασία και η δυναμική των μαζικών αγώνων του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, κόντρα σε αναλύσεις που αποθεώνουν κινήματα δίχως ταξική αναφορά και συγκρότηση, όπως, π.χ., είχαμε δει να συμβαίνει με τα «κίτρινα γιλέκα». Αναδεικνύεται επίσης η σημασία της διαπάλης για τον προσανατολισμό του κινήματος, η ανάγκη και η σημασία ύπαρξης Κομμουνιστικού Κόμματος με επαναστατική στρατηγική και γερή εργατική βάση. Ενός ΚΚ που να έχει την ικανότητα δράσης και παρέμβασης στο εργατικό κίνημα σε αντιπαράθεση με τη γραμμή ενσωμάτωσης των αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων.

Από αυτήν την άνοδο των εργατικών-λαϊκών κινητοποιήσεων στην Ευρώπη, σε κλίμακα πρωτόγνωρη για τα τελευταία χρόνια, μπορούν να αντληθούν συμπεράσματα για την οργάνωση, την ανάπτυξη και τον προσανατολισμό της ταξικής πάλης, σε όλες τις πτυχές της. Συμπεράσματα που μπορούν να φανούν εξαιρετικά χρήσιμα, σε συνθήκες που κυοφορούνται σημαντικές εξελίξεις, στο έδαφος της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών και ενδοαστικών ανταγωνισμών, τόσο στην Ελλάδα όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, αλλά και σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο. Άλλωστε, το ΚΚΕ σταθερά επιδιώκει να αξιοποιεί τα συμπεράσματα της πείρας από τη διεξαγωγή της πολύμορφης ταξικής πάλης στις διάφορες χώρες.

Σε αυτήν τη βάση, η πείρα από αυτούς τους αγώνες μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά στη συζήτηση για την ανάγκη και τις προοπτικές της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς. Η ανασύνταξη του εργατικού κινήματος αποτελεί στρατηγικής σημασίας καθήκον για το Κόμμα, το βασικό περιεχόμενο του οποίου προσδιορίστηκε από το 21ο Συνέδριό του ως προετοιμασία και ανάπτυξη της ικανότητας δράσης του εργατικού κινήματος να αντιπαρατεθεί με αποφασιστικότητα και αποτελεσματικότητα, σε συμμαχία με τα λαϊκά τμήματα των αυτοαπασχολούμενων της πόλης και της υπαίθρου που παλεύουν για την επιβίωσή τους, ενάντια στην ενιαία επεξεργασμένη στρατηγική του κεφαλαίου και της καπιταλιστικής εξουσίας.

 

ΤΟ ΥΠΟΒΑΘΡΟ ΤΗΣ «ΑΝΟΙΞΗΣ» ΤΩΝ ΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΚΙΝΗΤΟΠΟΙΗΣΕΩΝ

Το απεργιακό κύμα και οι μαχητικές διαδηλώσεις που απλώθηκαν σε σχεδόν 300 πόλεις της Γαλλίας (σε ορισμένες εκ των οποίων είχαν να γίνουν διαδηλώσεις από το Μάη του 1968), με συμμετοχή εκατομμυρίων εργαζόμενων, η διάρκεια του αγώνα, οι επαναλαμβανόμενες απεργίες σε σημαντικούς κλάδους και μεγάλους χώρους δουλειάς, συνέγειραν τους εργαζομένους στην Ελλάδα και σε ολόκληρη την Ευρώπη, εμφυσώντας ταξική αισιοδοξία για την αστείρευτη δύναμη της εργατικής τάξης.

Δύναμη που επιδεικνύεται και σε πολλές άλλες χώρες σε όλη την Ευρώπη, και όχι μόνο. Ήδη από το φθινόπωρο μέχρι τα τέλη του 2022 έγιναν σε πολλές χώρες μεγάλες κινητοποιήσεις με αιχμές τις διεκδικήσεις για συλλογικές συμβάσεις, αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, ενίσχυση του λαϊκού εισοδήματος απέναντι στην αύξηση του κόστους ζωής.

Οι απεργιακές κινητοποιήσεις στο δεύτερο μισό του Μάρτη στη Γερμανία «νέκρωσαν» τις μεταφορές, την εκπαίδευση, τα νοσοκομεία, τη διαχείριση απορριμμάτων και πολλές ακόμα βασικές υπηρεσίες και τομείς του Δημοσίου, διεκδικώντας συλλογικές συμβάσεις με αυξήσεις στους μισθούς. Πρόκειται, όπως καταγράφουν τα γερμανικά μέσα ενημέρωσης, για τη μεγαλύτερη απεργία από το 1990. Μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις γίνονται τους τελευταίους μήνες και στη Βρετανία, σε σειρά κλάδων, από τους εργαζόμενους στο Σιδηρόδρομο μέχρι τους εργαζόμενους στα νοσοκομεία, κι από τους εργαζόμενους σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης μέχρι ένα ευρύ φάσμα άλλων τομέων του Δημοσίου, αλλά και σε πολλές άλλες επιχειρήσεις και μεγάλους χώρους δουλειάς. Το πρώτο τρίμηνο του 2023 οι εργαζόμενοι στις υπηρεσίες υγείας στη Μαδρίτη μαζί με εκατοντάδες χιλιάδες εργαζομένους που κατοικούν στην περιφέρεια συγκλόνισαν την Ισπανία με τις μεγαλειώδεις κινητοποιήσεις τους ενάντια στην προωθούμενη αναδιάρθρωση του συστήματος πρωτοβάθμιας φροντίδας και διεκδικώντας αύξηση μισθών για τους εργαζομένους στα νοσοκομεία. Οι εκπαιδευτικοί στην Πορτογαλία, οι λιμενεργάτες στη Φινλανδία, οι υγειονομικοί στην Ολλανδία, οι εργαζόμενοι στο εμπόριο στο Βέλγιο και εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι εργαζόμενοι σε διάφορους κλάδους σε πολλές χώρες έδειξαν κι αυτοί με τους αγώνες τους ότι η ταξική πάλη παραμένει στο επίκεντρο των κοινωνικών εξελίξεων.

Αυτές οι μεγάλες εργατικές κινητοποιήσεις έχουν πυροδοτηθεί επειδή οι λαοί της Ευρώπης βρίσκονται αντιμέτωποι με την ένταση του βαθμού εκμετάλλευσης, της ακρίβειας, της μείωσης του λαϊκού εισοδήματος, της ενεργειακής φτώχειας, της φορολεηλασίας, για να θωρακιστεί η κερδοφορία των επιχειρηματικών ομίλων, μπροστά στις δυσκολίες της διευρυμένης αναπαραγωγής του κοινωνικού κεφαλαίου.

Σχεδόν σε κάθε χώρα είναι εμφανές ότι διαμορφώνονται προϋποθέσεις για μια νέα καπιταλιστική κρίση, τις συνέπειες της οποίας θα επωμιστούν και πάλι οι λαοί. Σε αυτήν τη βάση, αντικειμενικά είναι προδιαγεγραμμένη η όξυνση της αντιλαϊκής πολιτικής απ’ όλες τις αστικές κυβερνήσεις, ανεξαρτήτως σύνθεσης, με τα πρώτα δείγματα να είναι ήδη εμφανή και να αποτυπώνονται σε διάφορες πτυχές της αστικής διαχείρισης.

Την ίδια ώρα, οι οξυνόμενοι ενδοϊμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, με εμβληματικό σήμερα παράδειγμα τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία και τον υπαρκτό κίνδυνο μεγαλύτερης κλιμάκωσης και γενίκευσής του, γεννούν άμεσες επιπτώσεις στις συνθήκες ζωής των εργαζόμενων, αλλά ταυτόχρονα καθορίζουν, από την άποψη των ιδιαίτερων συμφερόντων τμημάτων των αστικών τάξεων σε κάθε χώρα, τη στάση των αστικών δυνάμεων. Πέραν όσων αφορούν άμεσα τον πόλεμο στην Ουκρανία και την εμπλοκή της κάθε χώρας σε αυτόν, αυτοί οι ανταγωνισμοί και αντιθέσεις εκδηλώνονται στην ΕΕ και σε κάθε χώρα της, π.χ., σε ό,τι αφορά τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης για την υποστήριξη καπιταλιστικών επενδύσεων, την «πράσινη μετάβαση» και τον «ψηφιακό μετασχηματισμό» της καπιταλιστικής οικονομίας και του αστικού κράτους. Αντίστοιχα και στη Βρετανία, σε σχέση, π.χ., με τη διαχείριση της μετα-Brexit κατάστασης και των σχέσεων με την ΕΕ.

Η συνδυασμένη επίδραση των παραγόντων αυτών αποτυπώνεται και στις εξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η κυβέρνηση μειοψηφίας που έχει προκύψει από τις τελευταίες εκλογές στη Γαλλία. Επίσης, οι συνεχείς τριγμοί στην ενότητα του κυβερνητικού συνασπισμού στη Γερμανία. Οι πρόσφατες επανειλημμένες αλλαγές στο κυβερνητικό σχήμα στη Βρετανία, με το κυβερνών κόμμα των Συντηρητικών να φαίνεται να υπολείπεται σημαντικά των Εργατικών ενόψει των επικείμενων εκλογών τον επόμενο χρόνο, ενώ κατέγραψε μεγάλες απώλειες εδρών στις εκλογές που έγιναν τον Απρίλη για 230 τοπικά συμβούλια. Η εδώ και λίγους μήνες νέα κυβέρνηση στην Ιταλία, με την Ακροδεξιά στο τιμόνι και συμμετοχή και στήριξη δυνάμεων που προηγουμένως στήριζαν, μαζί με σοσιαλδημοκράτες, την «τεχνοκρατική» κυβέρνηση Ντράγκι.

Σε αυτό το πλαίσιο αναπτύσσεται και η δραστηριότητα του εργατικού-λαϊκού κινήματος σε κάθε χώρα. Έτσι, για παράδειγμα, στην περίπτωση της Γαλλίας είναι σαφές ότι στις κινητοποιήσεις ενάντια στην προωθούμενη αντεργατική μεταρρύθμιση στο συνταξιοδοτικό σύστημα συμπυκνώνεται και εκφράζεται η λαϊκή δυσαρέσκεια απέναντι σε ένα ευρύ φάσμα αντιλαϊκών πολιτικών που έχουν προωθηθεί το προηγούμενο διάστημα, σε συνθήκες αύξησης του κόστους ζωής (όπως αποτυπώνεται ιδιαίτερα στις τιμές ενέργειας και στις τιμές των τροφίμων) και καθήλωσης των μισθών. Αξίζει να επισημανθεί ότι τους προηγούμενους μήνες είχε προηγηθεί, μεταξύ άλλων, η εισαγωγή του νέου μεταναστευτικού νόμου, με έντονο κατασταλτικό χαρακτήρα, του νέου νόμου για την ανεργία, ως συνέπεια του οποίου εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενοι στερούνται πλέον κρατικά επιδόματα που μέχρι πρότινος μπορούσαν να λάβουν, αλλά και του νέου νόμου για τη στέγαση, που ουσιαστικά ποινικοποιεί την αδυναμία πληρωμής ενοικίου, επιβάλλοντας και τεράστια πρόστιμα σε όσους έρχονται αντιμέτωποι με εξώσεις. Σε όλη αυτήν την περίοδο υπήρχαν σημαντικές κινητοποιήσεις από την πλευρά των εργαζόμενων, στις οποίες επωάζονταν οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις που ακολούθησαν ενάντια στο νέο συνταξιοδοτικό σύστημα.

Είναι, λοιπόν, σαφές ότι η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος έρχεται σε συνέχεια του ξεδιπλώματος ενός αντιλαϊκού προγράμματος που επιβάλλεται από τις συνθήκες με τις οποίες βρίσκεται αντιμέτωπη η καπιταλιστική οικονομία της Γαλλίας και από τις επιδιώξεις των γαλλικών μονοπωλίων. Όπως επισήμανε και σε ανακοίνωσή του το Κομμουνιστικό Επαναστατικό Κόμμα Γαλλίας (PCRF): «Παρά τις αλλαγές της φρασεολογίας της κυβέρνησης στη δικαιολόγηση αυτής της “αντιμεταρρύθμισης” (άλλοτε για δημόσιο έλλειμμα, άλλοτε για ελλειμματικά ταμεία, άλλοτε για κοινωνική δικαιοσύνη ή για τη χρηματοδότηση άλλων έργων), η πολιτική των γαλλικών μονοπωλίων και του Μακρόν συνδέεται με τη διεθνή κατάσταση. (…) Η απελευθέρωση χρημάτων για την κούρσα των γαλλικών μονοπωλίων για τον πράσινο καπιταλισμό και την υψηλή τεχνολογία είναι στρατηγικός στόχος της γαλλικής αστικής τάξης, εκτός από την ενίσχυση του γαλλικού στρατιωτικοβιομηχανικού συμπλέγματος (βλ. ομιλία Μακρόν στις 20 Γενάρη στον απόηχο των ιστορικών διαδηλώσεων της 19ης Γενάρη). Ήδη δισεκατομμύρια έχουν αποδεσμευτεί από το αστικό κράτος για δύο γαλλικά εργοστάσια υδρογόνου και ηλεκτρικών μπαταριών, εκτός από το νέο νόμο για τις στρατιωτικές δαπάνες (413 δισεκατομμύρια), δίχως να ξεχνάμε τις επενδύσεις σε ημιαγωγούς.»

Η ένταση της καταστολής απέναντι στο εργατικό-λαϊκό κίνημα είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα στην προώθηση της αντιλαϊκής πολιτικής, παράλληλα με την προσπάθεια κατευνασμού και ενσωμάτωσής του. Προς τούτο, αξιοποιούνται όλες οι δυνατότητες που προσφέρει το θεσμικό πλαίσιο, αλλά και η διάταξη των αστικών δυνάμεων στο πολιτικό σκηνικό κάθε χώρας.

Αυτό φαίνεται καθαρά στην περίπτωση της Γαλλίας. Είδαμε το ψευδεπίγραφο δίλημμα στο οποίο εγκλωβίστηκε, ελλείψει και άλλης λύσης, ο γαλλικός λαός στις προεδρικές εκλογές μεταξύ του «δημοκράτη» Μακρόν και της ακροδεξιάς Λεπέν, την ήττα της οποίας χαιρέτισαν και στην Ελλάδα ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ και ΠΑΣΟΚ ως νίκη της «δημοκρατίας». Είδαμε τη δράση των δυνάμεων καταστολής να εντείνεται όσο ενισχύονταν η μαζικότητα και η δυναμική των απεργιακών κινητοποιήσεων και διαδηλώσεων, κι ακόμα περισσότερο αφότου αυτές πέρασαν σε νέα φάση, μετά την αξιοποίηση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος ώστε το νέο συνταξιοδοτικό να τεθεί σε ισχύ με προεδρικό διάταγμα, χωρίς να χρειαστεί να υπερψηφιστεί από την Εθνοσυνέλευση, όπου η απαιτούμενη πλειοψηφία δεν ήταν εξασφαλισμένη.

Η αξιοποίηση από τη γαλλική κυβέρνηση της δυνατότητας που της παρέχει η επίκληση του άρθρου 49.3 του Γαλλικού Συντάγματος έγινε προσπάθεια, τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ελλάδα, να παρουσιαστεί ως «δημοκρατική εκτροπή» και παρέκκλιση από την «κανονικότητα» της αστικής δημοκρατίας. Στην πραγματικότητα, όμως, το σύγχρονο αστικό επιτελικό κράτος έχει στοιχεία όλο και μεγαλύτερης συγκέντρωσης λειτουργιών στο επίπεδο της κυβέρνησης και αποκέντρωσης των αντιπροσωπευτικών θεσμών. Άλλωστε, εδώ και πάνω από έναν αιώνα ο Λένιν έχει επισημάνει ότι η εποχή του μονοπωλιακού καπιταλισμού συνοδεύεται από την παραπέρα αντιδραστικοποίηση του αστικού πολιτικού εποικοδομήματος, τη «στροφή από την [αστική] δημοκρατία στην πολιτική αντίδραση»1. Το άρθρο 49.3 εισάχθηκε στο Σύνταγμα της Πέμπτης Γαλλικής Δημοκρατίας που εγκρίθηκε με δημοψήφισμα το 1958, επί προεδρίας του στρατηγού ντε Γκολ, αντανακλώντας, όπως σημειώνει το PCRF, «τις ανάγκες του γαλλικού ιμπεριαλισμού (των γαλλικών μονοπωλίων) να ασκεί την πολιτική του πιο γρήγορα και πιο άμεσα, να φέρνει καλύτερα σε αντιστοιχία με τους θεσμούς τις ανάγκες του παραγωγικού της μετασχηματισμού και τις πολιτικές οικονομικής εκμετάλλευσης». Έκτοτε, είχε αξιοποιηθεί 99 φορές από τις διάφορες κυβερνήσεις που ακολούθησαν, ανεξαρτήτως σύνθεσής τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα αποτελούν η μεταρρύθμιση των τηλεπικοινωνιών το 1995, η μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού το 1996, ο νόμος για την πρώτη σύμβαση εργασίας το 2006 και η μεταρρύθμιση του εργατικού δικαίου το 2016. Ας σημειωθεί, επίσης, ότι η κυβέρνηση Μπορν είχε ήδη προσφύγει στην αξιοποίησή του άλλες 10 φορές, με το νέο συνταξιοδοτικό να αποτελεί την εκατοστή φορά που παρακάμφθηκε με αυτόν τον τρόπο η ψήφος της Εθνοσυνέλευσης. Ενδιαφέρον, δε, σε σχέση και με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, είναι ότι το επιχείρημα για την αξιοποίηση του 49.3 ήταν οι «μεγάλοι χρηματοπιστωτικοί και οικονομικοί κίνδυνοι» που θα συνεπάγονταν μια πιθανή καταψήφιση του νόμου από την Εθνοσυνέλευση.

Μια ακόμη παράμετρος που θα πρέπει οπωσδήποτε να ληφθεί υπόψη σε μια προσπάθεια κατανόησης του γιατί είχαμε αυτήν την «άνοιξη» εργατικών-λαϊκών κινητοποιήσεων στην Ευρώπη τους τελευταίους μήνες, πέρα από τα προαναφερθέντα, αφορά ορισμένα ζητήματα που αφορούν το νομοθετικό πλαίσιο που διέπει τη λειτουργία των συνδικαλιστικών οργανώσεων και την προκήρυξη απεργιακών κινητοποιήσεων στις διάφορες χώρες.

Για παράδειγμα, στη Βρετανία επί της ουσίας είναι πρακτικά απαγορευμένη η προκήρυξη γενικής απεργίας, ενώ ακόμα και για την προκήρυξη απεργίας από ένα μόνο συνδικάτο για τους χώρους ευθύνης του προϋποθέτει μια πολύμηνη διαδικασία. Ως εκ τούτου, η μεγάλη απεργιακή κινητοποίηση δασκάλων, γιατρών, εκπαιδευτικού και ερευνητικού προσωπικού στα πανεπιστήμια και δημόσιων υπαλλήλων στις 15 του Μάρτη προέκυψε ως συντονισμένη κοινή μέρα απεργίας για τις μισθολογικές και κλαδικές διεκδικήσεις των συνδικάτων, με αντίστοιχες «μέρες συντονισμένης δράσης» να έχουν προηγηθεί στις αρχές Φλεβάρη για νοσοκομειακούς, δασκάλους και ταχυδρομικούς, κι ενώ διάφοροι κλάδοι βρίσκονται αυτούς τους μήνες σε απεργιακές κινητοποιήσεις, με διάφορες κορυφώσεις.

Αντίστοιχα, στη Γερμανία, ένα συνδικάτο επιτρέπεται να προκηρύξει απεργία μόνο σε συγκεκριμένες περιόδους, και μάλιστα η προκήρυξη της απεργίας θα πρέπει να αιτιολογείται με βάση συγκεκριμένα προβλήματα που υπάρχουν στον εκάστοτε συγκεκριμένο χώρο, με τις πολιτικού χαρακτήρα διεκδικήσεις να απαγορεύονται. Επίσης, απαγορεύεται η προκήρυξη γενικής απεργίας. Ως αποτέλεσμα, πρακτικά, η μόνη περίοδος που το υφιστάμενο νομοθετικό πλαίσιο επιτρέπει τη συντονισμένη απεργία από διάφορα σωματεία του ίδιου ή διαφορετικών κλάδων είναι η περίοδος των διαπραγματεύσεων για συλλογικές συμβάσεις. Οι συλλογικές συμβάσεις στη Γερμανία υπογράφονται, κατά παράδοση, άνοιξη, πριν την Πρωτομαγιά. Έτσι, οι μεγάλες απεργιακές κινητοποιήσεις αυτής της περιόδου στη Γερμανία έλαβαν χώρα λίγο πριν ξεκινήσει ο νέος γύρος διαπραγματεύσεων για συλλογικές συμβάσεις σε διάφορους κλάδους (Δημόσιο, μεταφορές κ.ά.), που συνολικά αφορούν περίπου 2,5 εκατ. εργαζομένους σε όλη τη χώρα.

 

ΤΑΞΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΤΟΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗ ΤΗΣ ΤΑΞΙΚΗΣ ΠΑΛΗΣ

Η κρίση που μαστίζει το διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα τις τελευταίες δεκαετίες είναι κρίσιμος παράγοντας για να κατανοηθούν ολοκληρωμένα αυτοί οι αγώνες και η προοπτική τους. Δεδομένου ότι το τιμόνι της οργάνωσής τους κρατούν δυνάμεις που προάγουν την ταξική συνεργασία και συμφιλίωση, υποτάσσονται στη στρατηγική του κεφαλαίου, έχουν ενσωματωθεί στους μηχανισμούς της ΕΕ και της αστικής διαχείρισης, εύλογα προκύπτει συχνά το ερώτημα για το αν αυτές οι κινητοποιήσεις μπορούν να αποτελέσουν θρυαλλίδα ενίσχυσης επαναστατικών δυνάμεων. Στη συνέχεια, θα καταπιαστούμε με πλευρές που αφορούν αυτόν τον προβληματισμό.

Έχοντας κατά νου τις ισχυρές παραδόσεις αγωνιστικού ρεφορμισμού στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα πολλών χωρών2, θα στραφούμε αρχικά σε παράγοντες που, στην αλληλεπίδρασή τους, συνδιαμορφώνουν το επίπεδο πολιτικής ωριμότητας και ταξικής συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης και τη σχέση τους με την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.

Η ιστορική πείρα του διεθνούς κομμουνιστικού κι εργατικού κινήματος επιβεβαιώνει ότι δεν είναι δεδομένη η άνοδος της ταξικής πάλης σε συνθήκες απότομης επιδείνωσης των όρων ζωής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Ο λόγος είναι η αντιφατική επίδραση που ασκεί στη συνείδησή τους η, εξίσου αντιφατική, ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού και της βασικής αντίφασης που τον διέπει.

Τα αλλεπάλληλα πλήγματα στο λαϊκό εισόδημα είναι αυτά που, στην παρούσα φάση, άμεσα καθορίζουν την κατάσταση που βιώνουν σήμερα η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Όμως, η εικόνα είναι ελλιπής, αν δεν εξετάσουμε το ζήτημα σε συνδυασμό με τον επιχειρούμενο «πράσινο» και «ψηφιακό» μετασχηματισμό της καπιταλιστικής οικονομίας, με τεράστιους όγκους κεφαλαίων να μετατοπίζονται όπου υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια κερδοφορίας, καθώς και την επικείμενη επέλαση μιας νέας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, οι πρώτες ενδείξεις της οποίας ήδη διαφαίνονται.

Ας το δούμε μέσα από ένα παράδειγμα, με το ενδιαφέρον μας να επικεντρώνεται στο πώς η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της εκδηλώνεται στον ταξικό ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.

Η TotalEnergies είναι ένας από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς κολοσσούς στον κόσμο, με πάνω από 100.000 εργαζομένους. Το 2022 κατέγραψε καθαρά κέρδη ύψους 20,5 δισ. δολαρίων για το προηγούμενο έτος, αυξημένα κατά 28% σε σχέση με το 2021. Πρόκειται για τα υψηλότερα κέρδη που έχει καταγράψει στην ιστορία του ο συγκεκριμένος γαλλικός μονοπωλιακός όμιλος, αλλά και για μία από τις καλύτερες επιδόσεις στην ιστορία του δείκτη του χρηματιστηρίου του Παρισιού CAC40.

Για λόγους συντομίας, ας επικεντρώσουμε σε μία πλευρά των δραστηριοτήτων της. Το πετρέλαιο που διυλίζεται στο οποιοδήποτε διυλιστήριο της TotalEnergies3 προέρχεται από διάφορες γωνιές του πλανήτη και συνδέεται με ακόμα περισσότερες, μέσα από τη μεταφορά του από στόλους πετρελαιοφόρων που πλέουν υπό πολλές διαφορετικές σημαίες, αλλά και με συστήματα πετρελαιαγωγών που επίσης διέρχονται από αρκετές χώρες. Ο μηχανολογικός και ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, τα πληροφοριακά συστήματα κλπ. που έχουν εγκατασταθεί στις μονάδες της TotalEnergies έχουν κατασκευαστεί από μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται επίσης σε όλο τον κόσμο, με τις πρώτες ύλες και τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται να προέρχονται από δεκάδες χώρες, σχεδόν σε κάθε ήπειρο του πλανήτη. Τελικά, όλα τα αντικείμενα και τα μέσα εργασίας που χρησιμοποιεί μέσα στον εργάσιμο χρόνο του ένας εργαζόμενος σε κάποιο διυλιστήριο της TotalEnergies έχουν περάσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από δεκάδες χιλιάδες χέρια εργατών σε όλο τον κόσμο. Αλλά και το αποτέλεσμα της δουλειάς του ενσωματώνεται τελικά σε ένα προϊόν που θα εμπορευτεί η TotalEnergies σε κάποια από τις 130 χώρες σε όλο τον κόσμο, στις αγορές των οποίων διατηρεί παρουσία, και το οποίο, με τη σειρά του, θα μπει σε μια άλλη αλυσίδα παραγωγής και κατανάλωσης εμπορευμάτων. Για να χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές της και να υλοποιήσει τις επενδύσεις της, η TotalEnergies αξιοποιεί, πέρα από ίδια κεφάλαια, γραμμές χρηματοδότησης που ανοίγουν από διάφορους διαύλους (συχνά και με κρατική στήριξη), καθώς και εκτενή τραπεζικό δανεισμό από μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παγκοσμίως. Τα χρήματα αυτά που διοχετεύονται προς την TotalEnergies αντιστοιχούν σε πλούτο που έχει παραχθεί από την εργασία εργαζόμενων από διάφορες γωνιές του κόσμου, σε τελείως διαφορετικές δραστηριότητες, με κάποιες από αυτές, ενδεχομένως, να αποβαίνουν επικερδείς και για ανταγωνιστές της.

Ας δούμε τώρα τα πράγματα από τη σκοπιά ενός εργαζόμενου της TotalEnergies, ο οποίος δουλεύει σε ένα από τα διυλιστήριά της στη Γαλλία. Ο εργαζόμενος αυτός έχει δει τους τελευταίους μήνες το κόστος ζωής του να εκτοξεύεται και δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις τιμές ενέργειας που πληρώνει για την ηλεκτροδότηση και τη θέρμανση/ψύξη του σπιτιού για το οποίο πληρώνει ένα πανάκριβο νοίκι, με την ενέργεια που χρησιμοποιεί πιθανώς να προέρχεται από την παραγωγή της εταιρίας για την οποία δουλεύει. Όπως το ίδιο ισχύει και για την παραγωγή και μεταφορά των τροφίμων που καταναλώνει, των οποίων τις τιμές έχει δει να ακριβαίνουν όταν πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ για να τα αγοράσει, χρησιμοποιώντας κάποιο μέσο μεταφοράς που πιθανότατα έχει κινηθεί και αυτό με ενέργεια που προέρχεται από την παραγωγή της εταιρίας για την οποία δουλεύει. Οι όροι ζωής του έχουν επιδεινωθεί, ακριβώς εξαιτίας των συνθηκών αυτών που οδήγησαν σε εκτόξευση τα κέρδη της εταιρίας για την οποία δουλεύει! Με βάση τις προβλέψεις του νέου συνταξιοδοτικού συστήματος, για να μπορέσει να βγει ο εργαζόμενος αυτός στη σύνταξη, θα πρέπει να έχει συμπληρώσει 43 χρόνια δουλειάς με πλήρη ασφάλιση.4

Είναι πολύ πιθανό ο εργαζόμενος αυτός να είναι ένας απ’ όσους συμμετείχαν δραστήρια στις απεργίες και τις διαδηλώσεις του τελευταίου διαστήματος. Εξάλλου, στα διάφορα διυλιστήρια της Total στη Γαλλία, το τρίμηνο Γενάρης-Μάρτης η συμμετοχή στις απεργίες σε αρκετές περιπτώσεις ξεπέρασε σημαντικά ακόμα και το 70%, με τις εκτιμήσεις να θέλουν το μέσο όρο για το Μάρτη να φτάνει έως και το 50% και τις απεργιακές φρουρές και τους αποκλεισμούς βιομηχανικών ζωνών να αναστέλλουν σε αρκετές περιπτώσεις για αρκετές μέρες τη λειτουργία των μονάδων της.

Όμως, η πάλη για τη βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής του δύναμης και των όρων ζωής του, για όσα δηλαδή μπορεί άμεσα να συνειδητοποιήσει ως ταξικά του συμφέροντα και να τα διεκδικήσει αγωνιστικά, δεν οδηγεί αυτόματα στη συνειδητοποίηση των γενικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, τα οποία, σε τελική ανάλυση, συνίστανται στην κατάργηση της αιτίας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Οι αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που παρεμβαίνουν στο κίνημα επιχειρούν να καναλιζάρουν την πάλη σε κατεύθυνση που αποκλίνει από τα αντικειμενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης (ή και είναι αντίρροπη σε αυτήν), από την προοπτική οριστικής λύσης των προβλημάτων που πυροδότησαν την πάλη και το δρόμο προς αυτήν.

Η συμμετοχή τμημάτων της εργατικής τάξης στην πάλη για την προάσπιση των ταξικών της συμφερόντων και την αγωνιστική διεκδίκηση της ικανοποίησης ορισμένων αιτημάτων είναι μεν αναγκαία συνθήκη για την προώθηση και της πολιτικής πτυχής της ταξικής πάλης, δεν είναι όμως αυτοτελώς ικανή για την άνοδο της πολιτικής της συνείδησης. Δεν αρκεί για να εμπεδωθεί ότι η εργατική τάξη έχει καθολικά αντίθετα συμφέροντα από την αστική, συγκεκριμένο ρόλο στο κοινωνικο-ιστορικό γίγνεσθαι και ιστορική αποστολή την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την οικοδόμηση και ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, μέσα από τη συνειδητή και σχεδιασμένη δράση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η ανύψωση της ταξικής συνειδητοποίησης μέχρι αυτό το σημείο συντελείται μέσα στη διαδικασία ποιοτικής αναβάθμισης της πάλης της εργατικής τάξης σε ολόπλευρη ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση με την αστική.

Από την άποψη αυτή, στην αντικειμενική σύμπλεξη της οικονομικής, της ιδεολογικής και της πολιτικής διάστασης της ταξικής πάλης μπορούμε να βρούμε έναν από τους λόγους για τους οποίους η ταξική συνείδηση δεν είναι και δεν αναπτύσσεται ενιαία για το σύνολο της εργατικής τάξης, αφού στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης βλέπουμε μια ορισμένη εκδήλωση της ενεργητικής αντεπίδρασης της αντανάκλασης της καπιταλιστικής κοινωνικής πραγματικότητας στη συνείδηση της εργατικής τάξης.

Για να εξετάσουμε την πείρα των πρόσφατων κινητοποιήσεων στην Ευρώπη μέσα από αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στο επίπεδο της πολιτικής ωριμότητας και ταξικής συνειδητοποίησης των εργατικών-λαϊκών μαζών δεν επιδρά μονοσήμαντα η συσσώρευση της αγανάκτησης, αλλά και η παρέμβαση της αστικής τάξης και των μηχανισμών της εξουσίας της, καθώς και των ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων που δρουν και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.

Ας δούμε κάποιες σχετικές πλευρές μέσα από το παράδειγμα της Γαλλίας. Προτού η γαλλική κυβέρνηση καταφύγει στην αξιοποίηση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος, είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος προεργασίας για την άμβλυνση της αντίδρασης του εργατικού-λαϊκού κινήματος στην προώθηση της αντιλαϊκής ατζέντας που έχουμε ήδη παρουσιάσει συνοπτικά.

Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, ότι το Μάρτη του 2020, στην αρχή της πανδημίας, οι ηγεσίες των μεγάλων συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών της Γαλλίας (CFDΤ, CGT, FO, CFE-CGC, CFTC), από κοινού με τις μεγαλύτερες εργοδοτικές οργανώσεις (MEDEF, CPME, U2P), υπογράμμιζαν σε κοινή τους δήλωση την «ανάγκη κοινωνικής συναίνεσης», σε μια κίνηση που προετοίμαζε το έδαφος για να προληφθούν αντιδράσεις στην επικείμενη ένταση της ολομέτωπης επίθεσης των δυνάμεων του κεφαλαίου εναντίον των εργαζόμενων. Ας σημειωθεί, εδώ, ότι υπήρχαν δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα που αντιτάχτηκαν στο περιεχόμενο της κοινής δήλωσης και σε ό,τι αυτό προδιέγραφε για τη συνέχεια. Όμως, η σύμπνοια που επιτεύχθηκε τότε μεταξύ των ηγεσιών του συνδικαλιστικού κινήματος και της μεγαλοεργοδοσίας σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε και το πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε η λεγόμενη «διασυνδικαλιστική», δηλαδή ο συντονισμός δράσης μεταξύ των διάφορων συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών5, μπροστά και στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού.

Αρκετοί, και στην Ελλάδα, αρέσκονται να τονίζουν ότι οι μεγάλες κινητοποιήσεις ευνοήθηκαν από τη συντονισμένη δράση των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών που παραμέρισαν τις μεταξύ τους διαφορές. Αυτό που σκόπιμα παραλείπουν να υπογραμμίσουν, όμως, είναι ότι η συναντίληψη που επιτεύχθηκε αφορούσε τον περιορισμό των συντονισμένων τους δράσεων αποκλειστικά σε ό,τι αφορά την εναντίωση στο νέο νόμο χωρίς να μπαίνει σε μεγαλύτερο βάθος αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούσαν να προβάλλουν την ανάγκη για ουσιαστική κοινωνική εταιρική σχέση.

Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό ακριβώς το έδαφος βρήκαν χώρο να προωθηθούν μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα απόψεις που συγκλίνουν με τις επιδιώξεις αστικών πολιτικών δυνάμεων και δη τις επιδιώξεις της σοσιαλδημοκρατίας, με βαστάζο και τον οπορτουνισμό, που προέκριναν στην αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική την «άρνηση της δημοκρατίας από το καθεστώς» ή το «τσαλαπάτημα της κοινωνικής δημοκρατίας», προτάσσοντας ταυτόχρονα αιτήματα για την «απαγόρευση των μετεγκαταστάσεων και τη διασφάλιση της γαλλικής παραγωγής» και κάνοντας λόγο για «δουλική υποστήριξη του Μακρόν» στο ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας έτσι εμμέσως το αίτημα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για μεγαλύτερη «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ. Ακόμα και σε ό,τι αφορά το συνταξιοδοτικό σύστημα, πλειοδοτούσαν σε δήθεν «ρεαλιστικές» αντιπροτάσεις για το πώς, με μια άλλη διαχείριση, τα ασφαλιστικά ταμεία θα μπορούσαν να γίνουν πλεονασματικά μέχρι το 2030.

Όπως, φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι μια σειρά σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις επιχειρούν να αμβλύνουν την ταξική σύγκρουση, προτάσσοντας αιχμές που κατατείνουν στην αποσόβηση του κινδύνου για τους αστούς να δημιουργηθεί επαναστατικό ρήγμα στη συνείδηση των εργαζόμενων στη Γαλλία. Η παρέμβασή τους αυτή είναι πολύμορφη, τόσο στους κόλπους του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος όσο και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Για παράδειγμα, ο τότε γενικός γραμματέας της CGT Φ. Μαρτινέζ, εν μέσω των μεγάλων κινητοποιήσεων ενάντια στο νέο συνταξιοδοτικό, καλούσε σε «διάλογο-διαμεσολάβηση» με την κυβέρνηση. Η «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν, μετά την προσφυγή της κυβέρνησης στο άρθρο 49.3 του Συντάγματος, πρόταξε σε κάλεσμά της προς τους εργαζομένους τη στήριξη της πρότασης μομφής εναντίον της κυβέρνησης: «Ο Μακρόν θα υποχωρήσει: Ψηφίστε την πρόταση μομφής. Η μάχη συνεχίζεται. Στην Εθνοσυνέλευση, ως απάντηση στο 49.3 των Μπορν και Μακρόν, οι ομάδες της αντιπολίτευσης αποφάσισαν διακομματική πρόταση μομφής. Αν εγκρινόταν, θα ήταν διπλό πλήγμα: Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού θα αποσυρόταν και η Μπορν θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί. Σας προτείνουμε λοιπόν να γράψετε στους αντιπροσώπους σας6 για να τους ζητήσετε να ψηφίσουν την πρόταση δυσπιστίας», όπως χαρακτηριστικά έγραφε σε ανακοίνωσή του. Αντίστοιχα, το εδώ και δεκαετίες πλήρως σοσιαλδημοκρατικοποιημένο ΚΚ Γαλλίας ανέφερε σε ανακοίνωσή του: «Ο αγώνας για να αποτρέψουμε τη θέση σε ισχύ αυτής της κίβδηλης μεταρρύθμισης πρέπει να συνεχιστεί. Το Γαλλικό ΚΚ επαναλαμβάνει την αμέριστη και πλήρη συμπαράστασή του στις κινητοποιήσεις που όλα τα συνδικάτα θα καλέσουν τις επόμενες μέρες. Το Γαλλικό ΚΚ προτείνει να διεξαχθεί δημοψήφισμα σχετικά με αυτήν τη μεταρρύθμιση. Μετά την επικύρωση από το Συνταγματικό Συμβούλιο θα έχουμε 9 μήνες για να συγκεντρώσουμε 4,7 εκατ. υπογραφές και να αναγκάσουμε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να το πραγματοποιήσει. Η μεταρρύθμιση θα πρέπει να παύσει όλη αυτήν την περίοδο. Να ενισχυθεί η ευρύτερη ενότητα με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις. Μια τεράστια ελπίδα ανοίγεται μπροστά μας. Η οξεία πολιτική και κοινωνική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας, μας καλεί για μια Αριστερά που θα φέρει την ελπίδα, εκφράζοντας την απαίτηση για μια κοινωνική ασφάλιση του 21ου αι. με τη δέσμευση να επιστρέψει τη σύνταξη στα 60 έτη. Όλοι και όλες μπορούμε να νικήσουμε.» Είναι προφανές ότι τέτοιες τοποθετήσεις αποτελούν ανάχωμα για την περαιτέρω εμβάθυνση της πάλης.

Σε αυτήν τη βάση, γίνεται κατανοητό ότι ο εργαζόμενος στα διυλιστήρια της TotalEnergies του παραδείγματός μας χρειάζεται να ξεπεράσει πολλά εμπόδια και αναχώματα για να συνειδητοποιήσει τη θέση της συγκεκριμένης μάχης στην ιστορική προοπτική της ταξικής πάλης και να στρατευτεί συνειδητά στην πάλη για την αλλαγή τάξης στην εξουσία. Δεν αρκεί το γεγονός ότι ο εργαζόμενος βιώνει την αδικία, την εκμετάλλευση και τις συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής και της επιθετικότητας του κεφαλαίου, όσο κι αν συμμετέχει δραστήρια στις απεργιακές κινητοποιήσεις και τις άλλες δράσεις του συνδικάτου του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, προφανώς, έγκειται στο ότι δεν υπάρχει διαμορφωμένο και αναπτυγμένο το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, που θα σήκωνε αυτό το βάρος, ώστε να ακουμπήσει πάνω του και να δώσει με καλύτερους όρους τη μάχη.

Το συμπέρασμα αυτό δεν αφορά μόνο τη Γαλλία, έχει γενικευμένη ισχύ, με τις κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών στην Ευρώπη να μας δίνουν διάφορα παραδείγματα για το πολύμορφο της παρέμβασης αστικών –ιδίως σοσιαλδημοκρατικών– και οπορτουνιστικών δυνάμεων που συντείνουν στη ρεφορμιστική ενσωμάτωση της εργατικής πάλης.

Στην περίπτωση της Γερμανίας, για παράδειγμα, σοσιαλδημοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν παρέλειπαν να προβάλλουν με ιδιαίτερη έμφαση την περίοδο των απεργιακών κινητοποιήσεων ότι στα χρόνια της πανδημίας τα συνδικάτα σεβάστηκαν την «έκτακτη κατάσταση» και δεν προέβαλλαν αντίστοιχες διεκδικήσεις, σημειώνοντας, για να υποστηρίξουν τη διεκδίκηση για αυξήσεις στους μισθούς που υπερκαλύπτουν τις απώλειες από την άνοδο του πληθωρισμού, ότι δεν πρέπει οι εργαζόμενοι να είναι αυτοί που συνέχεια θα πληρώνουν. Πιο απροκάλυπτο ήταν το «ξεπούλημα» των απεργιακών κινητοποιήσεων στον κλάδο του μετάλλου τους προηγούμενους μήνες από τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία της IG Metal, η οποία, παρά τις αγωνιστικές διαθέσεις και τη διαφαινόμενη δυναμική σημαντικής κλιμάκωσης της πάλης, υπέγραψε εξευτελιστική συλλογική σύμβαση, τερματίζοντας στην ουσία κάθε διεκδίκηση, αφού πλέον και τυπικά δεν μπορούσε να προκηρυχτεί νέα απεργία. Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο απέτρεψε τη δυνατότητα να συνενωθεί ο αγώνας των εργαζόμενων στον κλάδο του μετάλλου με τους εργαζόμενους στους κλάδους που απέργησαν το Μάρτη. Ας σημειωθεί εδώ ότι η IG Metal, λόγω και της θέσης του κλάδου του μετάλλου στη γερμανική οικονομία, έχει ιστορικά αναδειχτεί στην πρωτοπορία του αγωνιστικού ρεφορμισμού στο ευρωπαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα.

Αντίστοιχη απόπειρα διάσπασης της ταξικής ενότητας των εργαζόμενων στη βάση των κοινών τους συμφερόντων και αναγκών είχαμε και σε αρκετούς άλλους κλάδους, όπου οι συνδικαλιστικές ηγεσίες κατά τόπους συνδικάτων συμφώνησαν με τη μεγαλοεργοδοσία για ορισμένες μικρές αυξήσεις, σημαντικά μικρότερες ακόμα και από αυτές που διατυπώνονταν ως αιτήματα, προκειμένου να αποδυναμώσουν ένα εν δυνάμει ισχυρότερο απεργιακό μέτωπο που θα μπορούσε να εκφραστεί την επόμενη περίοδο.

Ας δούμε και μία ακόμη πλευρά, που δείχνει ίσως στο απόγειό της το αποτέλεσμα της πολιτικής του «κοινωνικού εταιρισμού» που η γερμανική σοσιαλδημοκρατία έχει… επιστημονικοποιήσει και κατορθώσει διαχρονικά να την ενσωματώσει και στις δομές και λειτουργίες του αστικού κράτους (για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, που δεν είναι της παρούσης να εξετάσουμε αναλυτικά, αλλά σχετίζονται αφενός με την ιστορία του κομμουνιστικού κι εργατικού κινήματος στη Γερμανία και αφετέρου με την εδραιωμένη κεντρική θέση της Γερμανίας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ύπαρξη της ΓΛΔ και τη γεωγραφική κι όχι μόνο θέση της σε σχέση με τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης). Με βάση το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει στη Γερμανία, μετά τη λήξη του τρίτου γύρου των διαπραγματεύσεων για τις συλλογικές συμβάσεις ακολουθεί η φάση της διαμεσολάβησης, με την πλευρά των εργοδοτών και την πλευρά των συνδικάτων να καλούνται να επιλέξουν από έναν μεσολαβητή. Κατά τη διάρκεια της μεσολάβησης απαγορεύονται οι απεργίες και μόνο αν δεν επιτευχθεί συμφωνία προβλέπεται η διοργάνωση γενικής ψηφοφορίας μεταξύ των μελών των συνδικάτων για νέα απεργία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συγκεκριμένη περίοδο το «Ενοποιημένο Συνδικάτο Υπηρεσιών» ver.di επέλεξε ως μεσολαβητή εκ μέρους του έναν πρώην πρόεδρό του, ο οποίος σήμερα είναι συνταξιούχος και αποτελεί κεντρικό στέλεχος του SPD. Όμως, και η πλευρά των εργοδοτών επέλεξε ως μεσολαβητή εκ μέρους της ένα στέλεχος που πρόσκειται στο SPD, ο οποίος μάλιστα έχει διατελέσει και υπουργός Οικονομικών σε ένα κρατίδιο της Γερμανίας.

Αν αυτές είναι απόπειρες χειραγώγησης κι ενσωμάτωσης της εργατικής-λαϊκής δυσαρέσκειας και κινητοποίησης, δε λείπουν και πρόσφατα παραδείγματα παρέμβασης των σοσιαλδημοκρατικών συνδικαλιστικών ηγεσιών με ξεδιάντροπα αποκρουστικό και κυριολεκτικά (δηλαδή όχι απλά ως πολιτική εκτίμηση, αλλά ως έμπρακτη κατασταλτική και τιμωρητική δράση) αντεργατικό χαρακτήρα. Στα τέλη Απρίλη, οι εργαζόμενοι στον Προαστιακό της Στοκχόλμης πραγματοποίησαν 48ωρη απεργία διεκδικώντας το απαραίτητο προσωπικό για ασφάλεια στα δρομολόγια, κόντρα στην απόφαση της εταιρίας να αντικαταστήσει έμπειρους και ειδικευμένους εργαζομένους με φθηνότερους ή και να καταργήσει σχετικές θέσεις εργασίας. Όταν οι εργαζόμενοι συγκρότησαν απεργιακή επιτροπή και προκήρυξαν απεργία, επισημαίνοντας ότι κινδυνεύει η ζωή εργαζομένων κι επιβατών, η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία στην Ομοσπονδία SEKO (εργαζόμενοι στα μέσα σταθερής τροχιάς) καταδίκασε την απεργία και κάλεσε τα μέλη της να μη συμμετάσχουν. Δεν έμεινε όμως εκεί, αλλά προσέφυγε και στο δικαστήριο, το οποίο και επέβαλε εξοντωτικά πρόστιμα για «διαφυγόντα κέρδη και καταπάτηση της συλλογικής σύμβασης», με τον κάθε απεργό να καλείται να πληρώσει πρόστιμο 300 ευρώ!

Αυτή είναι η γενικευμένη εικόνα σε σχέση με την κατάσταση που επιφέρει στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα η κυριαρχία των δυνάμεων του εργοδοτικού συνδικαλισμού. Όμως, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι υπάρχουν και δυνάμεις μέσα από τη δράση των οποίων εκφράζεται σήμερα και η αντίρροπη τάση στην πορεία υποχώρησης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος που συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες. Σε κάθε χώρα υπάρχουν ενεργοί και δραστήριοι πυρήνες σε σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης, που δείχνουν αξιόλογα στοιχεία συγκρότησης, αντοχής και πρωτοπόρας δράσης στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, κρατάνε ζωντανή και μπορούν να αναπτύξουν τη γραμμή πάλης ενάντια στους καπιταλιστές, το αστικό κράτος και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες.

Τέτοια παραδείγματα μπορούμε να βρούμε, λ.χ., σε αγωνιστικές δυνάμεις μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα που έχουν αναπτύξει δεσμούς με το ΠΑΜΕ και συσπειρώνονται στην Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία (ΠΣΟ), όπως το Εργατικό Κέντρο Μασσαλίας (UD CGT 13), η Ομοσπονδία Εργαζόμενων Χημικής Βιομηχανίας (FNIC CGT) κ.ά. στη Γαλλία. Οι δυνάμεις αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις μεγάλες απεργίες και κινητοποιήσεις στη Γαλλία, έχοντας πρωτοστατήσει και το προηγούμενο διάστημα στην πάλη σε μια σειρά από κλάδους και μεγάλους χώρους δουλειάς για τους μισθούς, τις συλλογικές συμβάσεις κ.ά. Οι δυνάμεις αυτές βγήκαν ενισχυμένες από τις μεγάλες κινητοποιήσεις, με αυξημένο κύρος μέσα στην εργατική τάξη και διευρυμένη επιρροή σε συνδικάτα και συνδικαλιστές. Αυτό αποτυπώθηκε και στη διαπάλη κατά τη διάρκεια του 53ου Συνεδρίου της CGT στα τέλη Μάρτη, απέναντι στη συμβιβαστική γραμμή της ηγεσίας της Συνομοσπονδίας.

Μάχιμες δυνάμεις με ταξικό προσανατολισμό που δραστηριοποιούνται στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα κόντρα στη γραμμή της ταξικής συνεργασίας υπάρχουν και σε άλλες χώρες. Είναι χαρακτηριστικό, π.χ., ότι τέτοιες δυνάμεις στο κρατίδιο της Βάδης-Βυτεμβέργης στη Γερμανία ασκούν πίεση προς τις σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες για τη συνέχιση και κλιμάκωση των αγώνων, και μέσα σε αυτήν την πορεία προσπαθούν να ανοίξουν ρήγμα στον υφιστάμενο συσχετισμό μέσα στα συνδικάτα της περιοχής. Σε συγκεντρώσεις σε αυτήν την περιοχή εμφανίστηκαν πανό από Γερμανούς συνδικαλιστές με σύνθημα «Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά, εργάτη, μπορείς χωρίς αφεντικά», ενώ και το χαιρετιστήριο μήνυμα αλληλεγγύης του ΠΑΜΕ έγινε δεκτό με ζωηρό χειροκρότημα και συνθήματα στις συγκεντρώσεις. Σε απάντηση προσπαθειών της εργοδοσίας να στοχοποιήσει συνδικαλιστές με πρωτοπόρα και μαχητική δράση στους χώρους δουλειάς εκδηλώνονται αξιοσημείωτες παρεμβάσεις αλληλεγγύης σε τοπικό επίπεδο από συνδικάτα και άλλους φορείς, γίνεται προσπάθεια να βγουν πολιτικά συμπεράσματα. Μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης τέτοια παραδείγματα βημάτων με προσανατολισμό τη διαμόρφωση ενός πόλου συνδικάτων και συνδικαλιστών που κινούνται σε κατεύθυνση ρήξης με τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες σε ταξική κατεύθυνση καταγράφονται και σε άλλες χώρες.

 

Η ΑΝΑΓΚΗ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗΣ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΣΥΝΔΙΚΑΛΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ

Παρά τις ρωγμές που κατά περίοδο και κατά περίπτωση εμφανίζονται κι έχουν δυνητικά σημαντική δυναμική, είναι αναμφισβήτητο ότι εδώ και πολλές δεκαετίες στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα παραμένει κυρίαρχη η γραμμή του «κοινωνικού εταιρισμού», της ταξικής συνεργασίας και συμφιλίωσης, της υπεράσπισης της ανταγωνιστικότητας και της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Καταλυτική επίδραση ασκεί η κυριαρχία δυνάμεων του ρεφορμισμού και της εργατικής αριστοκρατίας σε κλάδους στρατηγικής σημασίας. Στην πορεία υποχώρησης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Ευρώπη βαραίνει η κυριαρχία της ETUC (Συνομοσπονδία Ευρωπαϊκών Συνδικάτων - ΣΕΣ), η οποία αποτελεί οργανικό τμήμα της ΕΕ. Καθοριστική είναι η επίδραση της κρίσης που διέρχεται το κομμουνιστικό κίνημα στην Ευρώπη και η σοσιαλδημοκρατική μετάλλαξη άλλοτε ισχυρών ΚΚ που έγιναν φορείς της ταξικής συνεργασίας στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, κάτι που στιγμάτισε την πορεία των συνδικαλιστικών οργανώσεων στις οποίες ηγούνταν ή ασκούσαν σημαντική επιρροή.

Από τη δεκαετία του 1980 και μετά, ο βαθμός οργάνωσης της εργατικής τάξης στην Ευρώπη μειώνεται σημαντικά, όπως και ο βαθμός της πολιτικής της ωριμότητας και ταξικής συνειδητοποίησης. Οι συνέπειες της κατάστασης αυτής αποτυπώθηκαν με πρόδηλο τρόπο στις επανειλημμένες καπιταλιστικές οικονομικές κρίσεις, αλλά και τώρα, με τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στα εδάφη της Ουκρανίας. Μπροστά σε αυτά, το κομμουνιστικό κίνημα βρέθηκε σε βαθιά κρίση επαναστατικής στρατηγικής και το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα σε οργανωτική υποχώρηση και ουσιαστικά ενσωματωμένο στη γραμμή της αστικής διαχείρισης. Ως συνέπεια, η επιρροή της γραμμής της αντικαπιταλιστικής πάλης στους κλάδους στρατηγικής σημασίας είναι χαμηλή.

Επιχειρώντας να εξετάσουμε σε λίγο μεγαλύτερη λεπτομέρεια το ζήτημα του βαθμού οργάνωσης της εργατικής τάξης στις χώρες της Ευρώπης την πρόσφατη περίοδο, θα δούμε ότι τον 21ο αι. καταγράφεται γενικευμένη μείωση του ποσοστού των συνδικαλισμένων στο σύνολο της εργατικής τάξης. Παρά τις διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα, μπορούμε να ξεχωρίσουμε τρεις γενικές τάσεις σε ό,τι αφορά το ποσοστό των συνδικαλισμένων:

– Μειώνεται, παρά την αύξηση του ποσοστού των μισθωτών στο σύνολο των εργαζόμενων.

– Μειώνεται σημαντικά σε νεότερες ηλικίες, εργαζόμενους με ελαστικές σχέσεις εργασίας, νέους/αναδυόμενους κλάδους της οικονομίας.

– Στον ιδιωτικό τομέα είναι σημαντικά μικρότερο από το δημόσιο.

Οι διαφοροποιήσεις από χώρα σε χώρα είναι σημαντικές και δεν πρέπει να παραβλέπονται. Για παράδειγμα, στις Σκανδιναβικές Χώρες το ποσοστό των συνδικαλισμένων παραμένει υψηλό και με μικρή διακύμανση σε επίπεδο δεκαετίας, ενώ στις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες είναι σημαντικά μικρότερο και φθίνει. Σε κάθε περίπτωση, όμως, οι παραπάνω τάσεις είναι γενικευμένες.

Σύμφωνα με πρόσφατη έκδοση της Διεθνούς Οργάνωσης Εργασίας (ILO)7, στην οποία επιχειρείται μια ανάλυση του ποσοστού των συνδικαλισμένων επί του συνόλου των εργαζόμενων σε τρεις ευρείες κατηγοριοποιήσεις (βιομηχανία, υπηρεσίες ιδιωτικού τομέα, και ευρύτερος δημόσιος τομέας, κοινωνικές και κοινοτικές υπηρεσίες8), το 2016 στη Γερμανία το ποσοστό των συνδικαλισμένων στη βιομηχανία έφτανε το 19%, ενώ το 2002 ήταν 31%, ενώ την ίδια περίοδο στις υπηρεσίες ιδιωτικού τομέα έπεσε από το 17,1% στο 10,9% και στο Δημόσιο από το 25,6% στο 21,8%. Αντίστοιχη –και μάλιστα πιο έντονη– είναι η τάση που αποτυπώνεται και στα στοιχεία που αφορούν την Ιρλανδία για την ίδια περίοδο (19% από 40,6% στη βιομηχανία, 17% από 25,8% στις υπηρεσίες ιδιωτικού τομέα και 35,6% από 54,7% στο Δημόσιο), όπως και στην Ισπανία μεταξύ 2002 και 2016, αν και με μικρότερο μεν ρυθμό μείωσης (12,4% από 15,1% στη βιομηχανία, 12,1% από 13% στις υπηρεσίες ιδιωτικού τομέα και 20,5% από 27% στο Δημόσιο), την Ολλανδία (από 32% στη βιομηχανία το 2000 πέφτει σε 22,1% το 2016, από 17,1% σε 12,7% στις υπηρεσίες ιδιωτικού τομέα και από 32,5% σε 21,7% στο Δημόσιο) κ.α.

Έχει ενδιαφέρον ότι οι ίδιες τάσεις καταγράφονται ακόμα και στις περιπτώσεις χωρών όπου τα ποσοστά είναι υψηλά. Για παράδειγμα, μεταξύ 2001 και 2016 στη Σουηδία έχουμε μείωση του ποσοστού των συνδικαλισμένων σε 70,6% από 75,7% στη βιομηχανία, σε 61% από 65% στις υπηρεσίες ιδιωτικού τομέα και σε 70,7% από 83% στο Δημόσιο.

Σε ό,τι αφορά τον ιδιωτικό τομέα, την ίδια τάση βλέπουμε να αποτυπώνεται και στα στοιχεία για τη Βρετανία, καθώς μεταξύ 2000 και 2016, στη βιομηχανία καταγράφεται μείωση από 27,8% σε 17% και στις υπηρεσίες από 17,8% σε 13,2% (στο Δημόσιο, αντίθετα, καταγράφεται αύξηση σε 40,1% από 36,1%)9. Αυτή η διαφοροποίηση, με αύξηση στο δημόσιο έναντι μείωσης στον ιδιωτικό τομέα, καταγράφεται και αλλού, όπως για παράδειγμα την περίοδο μεταξύ 2002 και 2016 στο Βέλγιο (από το 77,8% σε 63,2% στη βιομηχανία και από 53,2% σε 44,6% στις υπηρεσίες ιδιωτικού τομέα, ενώ αυξάνεται σε 51,8% από 49,7% στο Δημόσιο) και την Πορτογαλία (από 16,8% σε 10,1% στη βιομηχανία και από 16,7% σε 7,7% στις υπηρεσίες ιδιωτικού τομέα, ενώ αυξήθηκε από 34,6% σε 38,3% στο Δημόσιο).

Αξιοσημείωτη είναι η διαφορά που καταγράφεται στην περίπτωση της Ιταλίας, όπου μεταξύ 2000 και 2014 τα ποσοστά των συνδικαλισμένων σε βιομηχανία και Δημόσιο καταγράφονται αυξημένα (43,1% από 40,2% και 41,5% από 31,7%, αντίστοιχα), ενώ στις υπηρεσίες ιδιωτικού τομέα καταγράφεται μείωση (στο 23,5% από 28,2%).

Ας σημειωθεί ότι σε αυτά τα στοιχεία της ILO τα ποσοστά αναφέρονται μόνο σε όσους εργάζονται, άρα δε συμπεριλαμβάνονται οι άνεργοι, κάτι που, σε συνδυασμό με τις επιπτώσεις της κρίσης στο ποσοστό των εργαζόμενων επί του συνόλου του πληθυσμού, παραμορφώνει την εικόνα.

Κρατώντας κατά νου αυτήν την επισήμανση, τα στοιχεία της ILO δείχνουν ότι το 2019 το συνολικό ποσοστό των συνδικαλισμένων στις ίδιες χώρες έφτανε το 16,3% στη Γερμανία, το 25,4% στην Ιρλανδία, το 12,4% στην Ισπανία, το 15,4% στην Ολλανδία, το 65,2% στη Σουηδία, το 23,4% στη Βρετανία, το 49,1% στο Βέλγιο και το 32,5% στην Ιταλία.10

Ας δούμε ξεχωριστά και την περίπτωση της Γαλλίας, στην οποία συγκεντρώθηκαν και τα περισσότερα βλέμματα θαυμασμού για τις πολύμηνες μεγαλειώδεις απεργιακές κινητοποιήσεις και διαδηλώσεις. Η εικόνα που υπάρχει είναι ότι τους τελευταίους μήνες παρατηρείται αξιοσημείωτη αύξηση εγγραφών νέων μελών στα συνδικάτα, γεγονός ελπιδοφόρο για την άνοδο του βαθμού οργάνωσης της εργατικής τάξης, καθώς η πορεία των τελευταίων χρόνων ήταν σαφώς πτωτική.

Σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της Διεύθυνσης Έρευνας, Μελετών και Στατιστικών (DARES) του υπουργείου Εργασίας της Γαλλίας, ενώ από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 2010 το συνολικό ποσοστό των συνδικαλισμένων ήταν περίπου σταθερό, έκτοτε και μέχρι το 2019 καταγράφεται διακριτή μείωση.11 Συγκεκριμένα, το ποσοστό των μελών συνδικαλιστικής οργάνωσης στο σύνολο των μισθωτών ήταν 10,3% το 2019 (έναντι 11,2% το 2013), ενώ στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα ήταν 7,8% το 2019 (έναντι 8,7% το 2013) και στο δημόσιο τομέα 18,4% το 2019 (έναντι 19,8% το 2013)12. Τα στοιχεία που δίνει η ILO στην έκδοση που επικαλεστήκαμε προηγούμενα αφορούν την περίοδο 2003 μέχρι 2013 και δείχνουν μείωση από 12,8% σε 8,5% στη βιομηχανία, από 8,6% σε 7% στις υπηρεσίες ιδιωτικού τομέα και αύξηση από 12,4% σε 14% στο Δημόσιο.13 Στην περίπτωση της Γαλλίας παρουσιάζει ενδιαφέρον και το γεγονός ότι η μείωση του ποσοστού των συνδικαλισμένων έχει πλήξει έντονα τη CGT, η οποία μέχρι πριν λίγα χρόνια ήταν η μαζικότερη συνομοσπονδία στη Γαλλία, έχοντας πλέον υποχωρήσει στη δεύτερη θέση, πίσω από τη CFDT, τα μέλη της οποίας υπολογίζονται σε περίπου 875.000, σύμφωνα με τα στοιχεία που δόθηκαν στη δημοσιότητα για το πρόσφατο συνέδριο της CGT, οι αντιπρόσωποι στο οποίο εκπροσωπούσαν περίπου 605.000 μέλη, δηλαδή σχεδόν 72.000 λιγότερα από τα 676.623 που εκπροσωπούνταν στο συνέδριο του 2014.

Από τα όσα αναφέρθηκαν σε αυτή και την προηγούμενη ενότητα, καταδεικνύεται ότι είναι επιτακτική ανάγκη να δυναμώσει η συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζόμενων μέσα στους χώρους δουλειάς και να αλλάξουν οι συσχετισμοί στην κατεύθυνση ενίσχυσης της ενότητας της εργατικής τάξης και του ταξικού προσανατολισμού της πάλης της. Από την άποψη αυτή, μπορεί να υποστηριχτεί ότι το ζήτημα της ανασύνταξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, με το περιεχόμενο που προσδιορίζει το 21ο Συνέδριο του ΚΚΕ, προβάλλει ως στρατηγικό ζητούμενο και για την επαναστατική ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στην Ευρώπη.

Είναι προφανές ότι ο συγκεκριμένος τρόπος με τον οποίο μπορεί να προωθηθεί το στρατηγικό καθήκον της ανασύνταξης στις διάφορες χώρες αφορά τη συγκεκριμένη ανάλυση που πρέπει να γίνει κατά περίπτωση από τις πρωτοπόρες κομμουνιστικές δυνάμεις στην καθεμιά. Σε κάθε περίπτωση πάντως, αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την εργατική-λαϊκή αντεπίθεση, για να μπορέσει το εργατικό κίνημα να ηγηθεί στην κοινωνική συμμαχία σε αντικαπιταλιστική-αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση.

Από εδώ προκύπτει και ότι το ζήτημα της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος είναι αξεδιάλυτα δεμένο με την πορεία ανάπτυξης της επαναστατικής στρατηγικής του ΚΚ και την οργανωτική του εδραίωση και ανάπτυξη, πρώτ’ απ’ όλα στα εργοστάσια, στις μεγάλες επιχειρήσεις, στους κλάδους στρατηγικής σημασίας. Άλλωστε, το ΚΚ είναι η ανώτερη, συνειδητή μορφή έκφρασης του εργατικού κινήματος, γι’ αυτό και το ζήτημα της ανασύνταξης δεν μπορεί να ιδωθεί αποκομμένο από το ζήτημα της κομματικής οικοδόμησης.

Η αποφασιστική οργανωτική ανάπτυξη του ΚΚ στη βάση σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής τροφοδοτεί την ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, αλλά και τροφοδοτείται από αυτήν. Η κατανόηση αυτής της διαλεκτικής σχέσης είναι κρίσιμη για να αντιμετωπιστεί ένας διττός κίνδυνος, με υπαρκτή επίδραση. Από τη μια, ο υφιστάμενος αρνητικός συσχετισμός στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα ωθεί ακόμα και πρωτοπόρες δυνάμεις σε υποχώρηση απέναντι στη σοσιαλδημοκρατία και τον οπορτουνισμό. Από την άλλη, εκφράζεται και η εσφαλμένη αντίληψη ότι η ανατροπή του αρνητικού συσχετισμού εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την ικανότητα του ΚΚ να παρεμβαίνει ολοκληρωμένα σε όλα τα επίπεδα (σε ακραία εκδοχή, φτάνει στο σημείο να θεωρείται ότι η παρέμβαση στο κίνημα είναι έως και ατελέσφορη στο βαθμό που το ΚΚ δεν έχει την απαιτούμενη ιδεολογικοπολιτική ικανότητα για να ασκεί καθοδηγητική επιρροή).

Σε αυτήν τη βάση μπορούμε να δούμε μία ακόμα ενδιαφέρουσα πλευρά σχετικά με τη συζήτηση για τη θέση των πρόσφατων σημαντικών αγώνων στην προοπτική της ανάπτυξης της ταξικής πάλης στην Ευρώπη.

Ακόμα και στην περίπτωση των μεγάλων κινητοποιήσεων στη Γαλλία, ήταν εμφανής η έλλειψη τέτοιου προσανατολισμού και ενιαίου κέντρου αγώνα που θα μπορούσε να οργανώσει την κλιμάκωση της πάλης και την εμβάθυνση των διεκδικήσεων και των αιτημάτων στην κατεύθυνση της ολομέτωπης σύγκρουσης με την αστική τάξη και την εξουσία της. Εκ των πραγμάτων, η διασυνδικαλιστική δε θα μπορούσε να επιτελέσει τέτοιο ρόλο –άλλωστε ούτε ήθελε, ούτε επιδίωξε κάτι τέτοιο. Ήταν χαρακτηριστική η προσπάθεια που καταβλήθηκε να περιοριστεί το εύρος των διεκδικήσεων μόνο σε ό,τι αφορά την απόρριψη του νέου συνταξιοδοτικού, ενώ ακόμα και στο ζήτημα της κλιμάκωσης της πάλης, του συντονισμού δράσεων σε τοπικό-κλαδικό και πανεθνικό επίπεδο, της διεύρυνσης του απεργιακού μετώπου, αποδείχτηκε καταλυτική η επίδραση του αρνητικού συσχετισμού. Άλλωστε, η δυναμική των αγωνιστικών διαθέσεων, της αποφασιστικότητας και της μαχητικότητας του αγωνιζόμενου λαού κατέστησε πασιφανή τα περιορισμένα όρια του ρόλου που μπορούσε να παίξει η διασυνδικαλιστική.

Αρκετές αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι το πρόβλημα ήταν πως, λόγω φύσης και σύνθεσης του συγκεκριμένου συντονιστικού οργάνου, ήταν απαραίτητοι οι συμβιβασμοί, ώστε να μη διαρραγεί η ενότητα του αγώνα. Τέτοιες αναλύσεις, όμως, παραβλέπουν ότι οι αποφάσεις και το σχέδιο στο οποίο κατέληγαν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες που συμμετείχαν στη διασυνδικαλιστική σε καμία περίπτωση δεν προωθούσαν την ταξική ενότητα στη βάση των ταξικών συμφερόντων και των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης με ένα σχέδιο δράσης που να υπηρετεί αυτόν το στόχο.

Είναι χαρακτηριστικό ότι η απόφαση της διασυνδικαλιστικής στις 11 Φλεβάρη, με το νομοσχέδιο για το νέο συνταξιοδοτικό να περνά στο στάδιο των τελικών συζητήσεων στην Γερουσία και την Εθνοσυνέλευση, ήταν «παραλύουμε τη Γαλλία στις 7 Μάρτη». Έμοιαζε με απόφαση που έδινε το στίγμα της κλιμάκωσης, όμως στην πραγματικότητα, χωρίς να συνοδεύεται από ένα σχέδιο δράσεων και παρεμβάσεων που θα οδηγούσαν μέχρι εκεί, υπήρχε κίνδυνος να οδηγήσει σε υποχώρηση του κινήματος σε μια κρίσιμη περίοδο, διάρκειας 3 βδομάδων. Μια σειρά από πρωτοβουλίες, δράσεις, παρεμβάσεις, κινητοποιήσεις κλπ. σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο, με καθοριστικό το ρόλο των πιο πρωτοπόρων δυνάμεων στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα της Γαλλίας καθώς και άλλων που επηρεάζονταν και παρακινούνταν από τη στάση και το παράδειγμά τους, ήταν που έδωσαν τη δυνατότητα το μεσοδιάστημα να μη λειτουργήσει εκτονωτικά και να φτάσουμε έτσι να γίνουν στις 7 και στις 15 Μάρτη οι μεγαλύτερες λαϊκές κινητοποιήσεις στη Γαλλία τα τελευταία 40 χρόνια.

Είναι σαφές ότι η ανεπάρκεια αυτή προκύπτει ως αποτέλεσμα της γραμμής και του προσανατολισμού των δυνάμεων που ηγούνταν πολιτικά των κινητοποιήσεων, του προσανατολισμού των συνδικαλιστικών ηγεσιών στις διάφορες συνομοσπονδίες που συντονίζονταν στη διασυνδικαλιστική. Δεν υπήρχε εκείνη η συγκροτημένη δύναμη που, με την παρέμβασή της και την επιρροή στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, στους διάφορους κλάδους και μεγάλους χώρους δουλειάς θα μπορούσε να συνδέσει τον αγώνα ενάντια στο αντιλαϊκό νομοσχέδιο για το Ασφαλιστικό με την αγωνιστική διεκδίκηση για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης και να προσανατολίσει την πάλη ενάντια στην αστική τάξη, τις στρατηγικές επιλογές και την εξουσία της. Η εμπέδωση ενός τέτοιου προσανατολισμού θα μπορούσε να συμπαρασύρει τις μάζες του αγωνιζόμενου λαού να προσπεράσουν τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες, η γραμμή των οποίων επιδρούσε ανασχετικά στην ανάπτυξη της δυναμικής του αγώνα.

 

Ο ΑΝΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΤΟΣ ΡΟΛΟΣ ΤΟΥ ΚΚ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΚΗ ΑΝΑΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ

Από τα παραπάνω, επιβεβαιώνεται ο αναντικατάστατος ρόλος του ΚΚ, η δράση του οποίου σε μη επαναστατική κατάσταση συμβάλλει αποφασιστικά στην προετοιμασία του υποκειμενικού παράγοντα (Κόμμα, εργατική τάξη, κοινωνική της συμμαχία) για την πραγματοποίηση των στρατηγικών του καθηκόντων. Στην πορεία αυτή, η ανάπτυξη των αγώνων του εργατικού-λαϊκού κινήματος, που περνά από διάφορες φάσεις κι έχει πολλά σκαμπανεβάσματα, συμβάλλει στην ενίσχυση της κοινωνικής και πολιτικής πείρας των εργατικών-λαϊκών μαζών μέσα από τη δράση του Κόμματος. Περισσότερα πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης συνδέονται με το ΚΚ, εμπεδώνεται και αναπτύσσεται η έκφραση της συμμαχίας του εργατικού κινήματος με τις άλλες κοινωνικές δυνάμεις, το παρόν και η προοπτική των οποίων τις φέρνει στο πλευρό του, γύρω από αντικαπιταλιστικούς-αντιμονοπωλιακούς στόχους. Η εμβάθυνση του αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού του εργατικού κινήματος είναι όρος για το ξεδίπλωμα της εργατικής-λαϊκής αντεπίθεσης που θα σαρώσει τους καπιταλιστές και το κράτος τους, θα ανοίξει το δρόμο για την ανάπτυξη των νέων, κομμουνιστικών κοινωνικών σχέσεων από την εργατική εξουσία.

Ως εκ τούτου, σε κάθε απόπειρα εκτίμησης της δυναμικής των εργατικών αγώνων στις διάφορες χώρες της Ευρώπης τους προηγούμενους μήνες, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε ένα κοινό γνώρισμα που εντοπίζεται σε όλες τις περιπτώσεις. Πρόκειται για την απουσία μαζικών και ισχυρά ριζωμένων στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα Κομμουνιστικών Κομμάτων, με σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, η οποία να προωθείται στη δράση μέσα από την ολόπλευρη παρέμβαση των κομμουνιστών στο κίνημα, στους χώρους δουλειάς, στις εργατικές-λαϊκές γειτονιές, σε κάθε πεδίο που αφορά τη ζωή της εργατικής-λαϊκής οικογένειας και της νεολαίας.

Η παράμετρος αυτή είναι κρίσιμη, καθώς η οικονομική πάλη δεν οδηγεί αυτόματα σε πάλη επαναστατική. Αναγκαία συνθήκη για να αναπτυχθεί η επαναστατική πάλη είναι η ισχυροποίηση του ρεύματος των κομμουνιστικών ιδεών στους χώρους δουλειάς, η ανάπτυξη της ολόπλευρης παρέμβασης του ΚΚ και η κομματική οικοδόμηση. Από την άποψη αυτή, η ελπιδοφόρος εικόνα των μεγάλων εργατικών-λαϊκών κινητοποιήσεων μπορεί να γίνει ακόμα πιο ελπιδοφόρα προοπτική στο βαθμό που αυτές συμβάλλουν στη διαμόρφωση όρων για την ικανοποίηση αυτής της συνθήκης στις διάφορες χώρες, κάτι που είναι πολύ δύσκολο να διαφανεί από τώρα.

Ισχύουν, άλλωστε, στο ακέραιο και σε ό,τι αφορά την Ευρώπη οι διαπιστώσεις του 21ου Συνεδρίου του ΚΚΕ για την κατάσταση στο Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα (ΔΚΚ), που εξακολουθεί να βρίσκεται σε βαθιά κρίση, με οξεία ιδεολογική-πολιτική διαπάλη να διεξάγεται στις γραμμές του. Μια διαπάλη που έχει ενταθεί το τελευταίο διάστημα, με αφορμή και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο που διεξάγεται στα εδάφη της Ουκρανίας. Πολλά από τα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα που δραστηριοποιούνται στην Ευρώπη έχουν διαρρήξει τις σχέσεις τους με το μαρξισμό-λενινισμό, έχουν διολισθήσει εδώ και καιρό σε οπορτουνιστικές και ρεφορμιστικές θέσεις, έχουν υποταχτεί στην κεντροαριστερή διαχείριση και η στρατηγική τους εμφορείται από διάφορες παραλλαγές της θεωρίας των σταδίων και λαθεμένη αντίληψη για τον ιμπεριαλισμό και τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Ως αποτέλεσμα, ορισμένα στηρίζουν την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία και τους στρατηγικούς στόχους της αστικής τάξης της Ρωσίας.

Ταυτόχρονα, όμως, υπάρχουν και δυνάμεις που έχουν μετρήσει μεγαλύτερα ή μικρότερα βήματα στην προσπάθεια να ξεπεράσουν τέτοια προβλήματα, να συγκροτηθούν (ή να ανασυγκροτηθούν) σε επαναστατική βάση, να αναπτύξουν δεσμούς με την εργατική τάξη και τα λαϊκά τμήματα των μεσαίων στρωμάτων, να δουλέψουν δραστήρια (ανάλογα και με τις δυνάμεις τους) στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, επιδιώκοντας να εντάσσουν την καθημερινή πάλη σε μια σύγχρονη επαναστατική στρατηγική για την εργατική εξουσία. Με αυτές τις δυνάμεις το Κόμμα μας επιδιώκει στενότερη συνεργασία και υπάρχουν σημαντικά βήματα τα οποία έχουν γίνει το τελευταίο διάστημα. Το ΚΚΕ επιδιώκει την οικοδόμηση ισχυρών κομμουνιστικών ιδεολογικών-πολιτικών δεσμών με τις δυνάμεις αυτές, εκφράζει δραστήρια και ποικιλόμορφα την αλληλεγγύη του, προσπαθώντας να συμβάλλει με κάθε δυνατό τρόπο στον αγώνα των κομμουνιστών και άλλων λαϊκών αγωνιστών, στον αγώνα των εργατικών-λαϊκών κινημάτων που βρίσκονται αντιμέτωπα με την επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου, την κρατική καταστολή, παλεύοντας για τα σύγχρονα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα και ανάγκες.

Από την άποψη αυτή, είναι σημαντικό ότι αρκετά κόμματα και νεολαίες τους από τις χώρες στις οποίες έχουμε αυτήν τη σημαντική ανάπτυξη αγώνων του εργατικού-λαϊκού κινήματος τους τελευταίους μήνες έχουν συνυπογράψει τις δύο Κοινές Ανακοινώσεις των Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων για τον πόλεμο στην Ουκρανία (44 κόμματα και επιπλέον 30 οργανώσεις νεολαίας) και για τον ένα χρόνο από την έναρξή του (41 κόμματα, καθώς και 28 οργανώσεις νεολαίας επιπλέον), με πρωτοβουλία του ΚΚΕ, του ΚΚ Εργαζόμενων Ισπανίας, του ΚΚ Μεξικού και του ΚΚ Τουρκίας. Οι δύο αυτές ανακοινώσεις αποτελούν σημαντικές παρεμβάσεις, καθώς στη συμφωνία τόσο μεγάλου αριθμού κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων και οργανώσεων, καθώς και οργανώσεων νεολαίας, αποτυπώνονται βήματα σημαντικής ιδεολογικοπολιτικής ωρίμανσης των δυνάμεων που τις συνυπογράφουν, σε συνθήκες έντονης διαπάλης και οξυμένης αντιπαράθεσης σε ό,τι αφορά την καρδιά της στρατηγικής αντίληψης, που σε αρκετές περιπτώσεις αφορά και το εσωτερικό των κομμάτων αυτών.

Αν περιοριστούμε στις χώρες της ΕΕ και της Μ. Βρετανίας, καθώς στο συγκεκριμένο κείμενο επικεντρώνουμε στις εργατικές-λαϊκές κινητοποιήσεις που λαμβάνουν χώρα εκεί, στις δύο αυτές λίστες θα βρούμε 17 κόμματα14 και 14 οργανώσεις νεολαίας15 που έχουν υπογράψει και τα δύο κείμενα (άλλα 5 κόμματα16 έχουν υπογράψει μόνο την πρώτη, ενώ άλλη μία οργάνωση17 και 2 οργανώσεις νεολαίας18 έχουν υπογράψει μόνο τη δεύτερη). Σε πολλές από αυτές τις περιπτώσεις πρόκειται για κόμματα και οργανώσεις νεολαίας με προς το παρόν περιορισμένη επιρροή και επίδραση στο κίνημα. Το γεγονός όμως ότι καταβάλλουν σημαντική προσπάθεια για να επεξεργαστούν σύγχρονη επαναστατική στρατηγική, ότι προσπαθούν να αναπτύξουν δεσμούς με πρωτοπόρα τμήματα της εργατικής τάξης και να παρέμβουν στο εργατικό-λαϊκό κίνημα και την οργάνωση της πάλης του σε ταξική κατεύθυνση δεν είναι διόλου αμελητέο. Σε αυτήν τη βάση εδράζεται και η δυναμική που μπορεί να αναπτυχθεί από τη δράση τους, στο βαθμό που συνεχίζουν κι επιταχύνουν το θετικό τους βηματισμό. Ουσιώδης προϋπόθεση για να μπορέσουν να παίξουν το ρόλο της πρωτοπορίας είναι η ανάπτυξη ισχυρών δεσμών με την εργατική τάξη, πρώτα και κύρια στους σημαντικούς κλάδους της καπιταλιστικής οικονομίας και τις μεγάλες επιχειρήσεις.

Σε κάθε περίπτωση, το βασικό ζητούμενο για ένα ΚΚ είναι να κρατά σταθερό το τιμόνι στην ανάπτυξη της επαναστατικής του στρατηγικής, στο μπόλιασμα της καθημερινής του δράσης και της παρέμβασής του στο κίνημα με αυτή και στην ανάπτυξη ισχυρών ιδεολογικοπολιτικών δεσμών με την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα, με ασίγαστο και αταλάντευτο μέτωπο απέναντι στον οπορτουνισμό και τη σοσιαλδημοκρατία, χωρίς να υποκλίνεται σε οποιαδήποτε μορφή αστικής διαχείρισης.

Το ΚΚΕ παρακολουθεί με ιδιαίτερη προσοχή τις εξελίξεις και τις διεργασίες στα διάφορα κομμουνιστικά και εργατικά κόμματα και την πολύμορφη ταξική πάλη στη χώρα τους. Επιδιώκει την οικοδόμηση ισχυρών κομμουνιστικών ιδεολογικών-πολιτικών δεσμών με αυτά και εκφράζει δραστήρια, με όλους τους τρόπους που μπορεί, την κομμουνιστική αλληλεγγύη σε πρωτοπόρες δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στο εργατικό-λαϊκό κίνημα με ταξικό προσανατολισμό και κατεύθυνση σύγκρουσης με τους καπιταλιστές, το αστικό κράτος και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, καθώς και σε ΚΚ και κομμουνιστές που διώκονται για τη δράση τους. Διώξεις που δε γίνονται μόνο από δεξιές αντιδραστικές δυνάμεις, αλλά και από σοσιαλδημοκρατικές και λεγόμενες «προοδευτικές» δυνάμεις, όπως, π.χ., στη Βενεζουέλα, όπου τους τελευταίους μήνες κλιμακώνεται μια συκοφαντική και αντικομμουνιστική εκστρατεία ενάντια στο Κομμουνιστικό Κόμμα Βενεζουέλας (PCV) από την ηγεσία του κυβερνητικού PSUV, με στόχο την ποινικοποίηση και απαγόρευση του PCV και της ηγεσίας του που εκλέχτηκε από το πρόσφατο 16ο Συνέδριο.

Η προσπάθεια αυτή δε γίνεται αφ’ υψηλού, αλλά στη βάση του προλεταριακού διεθνισμού, με αντικειμενική εκτίμηση των δυσκολιών που έχει προκαλέσει η αντεπανάσταση και των δυνατοτήτων που δημιουργούνται μέσα στην ταξική πάλη. Εξάλλου, η επεξεργασία της πείρας από τη διεξαγωγή της ταξικής πάλης στις διάφορες χώρες και από τις παρεμβάσεις των άλλων κομμουνιστικών και εργατικών κομμάτων αποτελεί ουσιαστική συμβολή και στην προσπάθεια που καταβάλλει το Κόμμα μας για την αναβάθμιση της ταξικής πάλης και στην Ελλάδα.

Η πιο ουσιαστική πλευρά της συμβολής του ΚΚΕ στον αγώνα των πρωτοπόρων δυνάμεων που δρουν στο διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα προκύπτει από τα συμπεράσματα από την πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του Κόμματος19, από την επεξεργασία της σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής του, από την ανάπτυξη της επαναστατικής θεωρίας και ιδεολογίας, από την πείρα από την πρωτοπόρα δράση του Κόμματος για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος και την οικοδόμηση της κοινωνικής συμμαχίας. Η συμβολή αυτή κατατίθεται πολύμορφα. Ένας πολύ σημαντικός δίαυλος είναι οι παρεμβάσεις του Κόμματος στις διεργασίες και τη διαπάλη στο ΔΚΚ, με τις διμερείς και πολυμερείς επαφές με κόμματα με τα οποία έχει επιτευχθεί μεγαλύτερος βαθμός συμφωνίας και συναντίληψης σε διάφορα ζητήματα κ.ο.κ.

Πολύ μεγάλη σημασία έχουν και οι προσπάθειες των κομμουνιστών που δραστηριοποιούνται στο εργατικό κίνημα στη χώρα μας να αναπτύξουν αγωνιστικούς διεθνιστικούς δεσμούς με πρωτοπόρες δυνάμεις που δραστηριοποιούνται στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα άλλων χωρών. Είναι χαρακτηριστικές οι πρωτοβουλίες διεθνιστικής αλληλεγγύης των δυνάμεων του ΠΑΜΕ, οι διμερείς σχέσεις με πολλές συνδικαλιστικές δυνάμεις, η ανταλλαγή επισκέψεων αντιπροσωπιών, οι από κοινού δράσεις, οι συντονισμένες παρεμβάσεις κ.ο.κ. με διάφορα συνδικάτα, ομοσπονδίες και συνομοσπονδίες σε Γαλλία, Ιταλία, Ισπανία και άλλες χώρες της Ευρώπης. Μέλη της ΚΕ και άλλα στελέχη του Κόμματος που είναι εκλεγμένοι στις διοικήσεις συνδικαλιστικών οργανώσεων χαίρουν εκτίμησης και αναγνώρισης από συνδικαλιστικά στελέχη άλλων χωρών, έχουν αναπτύξει ισχυρούς συντροφικούς δεσμούς μαζί τους, έχουν παραβρεθεί σε σημαντικές στιγμές της ταξικής πάλης στις χώρες τους κ.ο.κ. Η σημασία και η αναγνώριση αυτής της διεθνούς παρέμβασης αποτυπώθηκε και στη συμμετοχή συνδικάτων από σχεδόν 20 χώρες στην τελευταία Πανελλαδική Σύσκεψη του ΠΑΜΕ το 2022.

Ιδιαίτερης σημασίας είναι και η παρέμβαση των στελεχών του Κόμματος και του ΠΑΜΕ που συμμετέχουν στο διεθνές συνδικαλιστικό κίνημα. Με τις παρεμβάσεις τους συμβάλλουν στην ιδεολογική-πολιτική διαπάλη που αναπτύσσεται και μέσα στους κόλπους της Παγκόσμιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας (ΠΣΟ), όπου αντανακλάται η κατάσταση του ΔΚΚ και η οποία εκφράζεται με άμβλυνση των αντικαπιταλιστικών αντανακλαστικών και ιδεολογική σύγχυση ακόμα και σε κομμουνιστικές δυνάμεις. Παρά τα βήματα που έχουν γίνει, η κατάσταση δεν είναι εύκολη σε ό,τι αφορά την εμβάθυνση του ταξικού, αντικαπιταλιστικού προσανατολισμού της πάλης. Στις γραμμές της ΠΣΟ βρίσκονται και συνδικαλιστικές οργανώσεις που στηρίζουν το αστικό σύστημα, ενώ στο τιμόνι αρκετών βρίσκονται σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις. Η δομή του συνδικαλιστικού κινήματος σε πολλές χώρες δε βοηθά την ανάπτυξη της ταξικής ενότητας της εργατικής τάξης, γεγονός που αντανακλάται και στις οργανώσεις που συμμετέχουν στην ΠΣΟ.

Η προσπάθεια που καταβάλλουν οι δυνάμεις του ΚΚΕ για να στηρίξουν την ανάγκη να δυναμώσει το ταξικό κίνημα σε κάθε χώρα, για ενίσχυση των επαφών, των δεσμών και των κοινών δράσεων είναι εξαιρετικά σοβαρή και συνάμα δύσκολη, καθώς προχωρά παράλληλα και ταυτόχρονα με την ανάγκη έντασης της διαπάλης για την προοπτική και τον προσανατολισμό της παρέμβασης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Ξεχωριστό είναι και το μερτικό της συμβολής των Οργανώσεων του ΚΚΕ στο εξωτερικό, με την προσπάθειά τους να συμβάλλουν στη συμμετοχή των Ελλήνων μεταναστών στους αγώνες του λαού στις χώρες όπου ζουν, και με την πρωτοπόρα δράση των μελών του Κόμματος στο εργατικό-λαϊκό κίνημα στην κάθε χώρα, πρώτα και κύρια μέσα στα συνδικάτα. Μέλη του ΚΚΕ έχουν αναδειχτεί σε διάφορα όργανα του συνδικαλιστικού κινήματος σε Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Βέλγιο, Σουηδία, Δανία κ.α., με τους συναδέλφους τους να αναγνωρίζουν την πρωτοπόρα δράση τους, την αταλάντευτη ταξική τους στάση, την κομμουνιστική τους ακεραιότητα. Γίνεται προσπάθεια η δράση αυτή να συντονίζεται και να σχεδιάζεται από κοινού και με τις κομμουνιστικές δυνάμεις που δρουν στις διάφορες χώρες, ώστε να βαθαίνει και να εμπεδώνεται στη δράση ο κοινός προσανατολισμός για την παρέμβαση των κομμουνιστών στο εργατικό κίνημα.

Μέσα από αυτούς τους δρόμους, το ΚΚΕ συμβάλλει στην προσπάθεια να διαμορφωθεί ένας ισχυρός, ταξικά προσανατολισμένος πόλος στο εργατικό-λαϊκό κίνημα στις διάφορες χώρες της Ευρώπης και να στηριχτεί ο αγώνας των δυνάμεων που παλεύουν για την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος στις χώρες τους σε επαναστατική κατεύθυνση. Όλη αυτή η δραστηριότητα δίνει ήδη καρπούς, και μπορεί να δώσει περισσότερους.

 

ΑΝΑΓΚΗ Η ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΠΟΥ ΠΥΡΟΔΟΤΕΙ ΤΗ ΛΑΪΚΗ ΑΓΑΝΑΚΤΗΣΗ ΚΑΙ ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ

Οι μεγάλοι εργατικοί-λαϊκοί αγώνες των τελευταίων μηνών στην Ευρώπη αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά ότι, σε περιόδους όπως η τρέχουσα, μπορούν να διαμορφωθούν συνθήκες απότομης αφύπνισης των λαϊκών μαζών, γρήγορης ανόδου του εργατικού-λαϊκού κινήματος, προοπτικές ουσιαστικής αναβάθμισης της ταξικής πάλης και ποιοτικής ανόδου της πολιτικής συνείδησης των εργαζόμενων. Οι άμεσοι παραγωγοί του κοινωνικού πλούτου βιώνουν, για ακόμη μία φορά, με άμεσο τρόπο τις επιπτώσεις του ταξικού εκμεταλλευτικού χαρακτήρα των πολιτικών που προωθούν οι δυνάμεις του κεφαλαίου με βάση τις στρατηγικές τους στοχεύσεις, την έμπρακτη υποβάθμιση της ζωής τους, το τσάκισμα κατακτήσεων που έχουν αποσπάσει με σημαντικούς αγώνες, και συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα αγωνιστικής διεκδίκησης για την ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών τους. Αυτό, εξάλλου, είναι και το υπόβαθρο των μεγάλων αγώνων του προηγούμενου διαστήματος, με τις διάφορες μορφές αστικής διαχείρισης να συντείνουν στην επίθεση στο λαϊκό εισόδημα και τα εργασιακά δικαιώματα προκειμένου να ενταθεί ο βαθμός εκμετάλλευσης, σε συνθήκες μεγάλης όξυνσης των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ενδοαστικών αντιθέσεων.

Η πείρα από τη διεξαγωγή της ταξικής πάλης στις διάφορες χώρες της Ευρώπης δίνει συμπεράσματα για την επαναστατική πολιτική, που είναι απαραίτητο να αφομοιωθούν, καθώς έχουμε κάθε λόγο να περιμένουμε ακόμα μεγαλύτερη όξυνση της αντίθεσης κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας και, στη βάση αυτή, του συνόλου των κοινωνικών αντιθέσεων, με κλιμάκωση της επίθεσης σε όλο το φάσμα της ζωής των εργαζόμενων.

Αναδεικνύει τη σημασία του εργατικού κινήματος στην πρωτοπορία της λαϊκής κινητοποίησης και διαμαρτυρίας, κόντρα σε όσους αναζητούν νέα υποκείμενα με πρωταγωνιστικό ρόλο στην κοινωνική εξέλιξη. Φέρνει στο προσκήνιο το ζήτημα του προσανατολισμού της εργατικής-λαϊκής πάλης στην κατεύθυνση της ολομέτωπης σύγκρουσης με την αστική τάξη, το κράτος και τα κόμματά της, ως άμεση αναγκαιότητα, αλλά επιβεβαιώνει και τον κίνδυνο ενσωμάτωσης, υπό την επίδραση της παρέμβασης των αστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων. Υπογραμμίζει την ανάγκη και τη σημασία της παρέμβασης του ΚΚ με επαναστατική στρατηγική που προωθείται στη δράση στο εργατικό-λαϊκό κίνημα, καθώς στο επίπεδο της πολιτικής ωριμότητας και ταξικής συνειδητοποίησης των εργατικών μαζών δεν επιδρά μονοσήμαντα η επιδείνωση των όρων ζωής τους, η ταξική συνείδηση δεν αναπτύσσεται ενιαία και ευθύγραμμα.

Η συνειδητοποίηση από ευρύτερα τμήματα του εργαζόμενου λαού της αναγκαιότητας και της προοπτικής της σοσιαλιστικής επανάστασης, της αναγκαιότητας της πάλης για τη διαμόρφωση προϋποθέσεων για τις ριζικές ανατροπές στην οικονομία και την κοινωνία που αντιστοιχούν στις δυνατότητες τις εποχής, περνά από την ανάπτυξη της συντονισμένης και οργανωμένης αντιπαράθεσης με τη στρατηγική του κεφαλαίου, με γραμμή συσπείρωσης τις συνολικές ανάγκες της εργατικής-λαϊκής οικογένειας. Από την άποψη αυτή, είναι κρίσιμο ζήτημα το πώς, μέσα στη δράση ολοένα και περισσότερων πιο πρωτοπόρων εργατών και, ευρύτερα, τμημάτων της εργατικής τάξης και των λαϊκών δυνάμεων, η αναζήτηση για την προοπτική αυτής της πάλης συνδέεται πιο έντονα με την ανάγκη ανατροπής της εξουσίας και της πολιτικής που πυροδοτεί τη λαϊκή αγανάκτηση και διαμαρτυρία.

Επιβεβαιώνεται, έτσι, ότι η διαμόρφωση των όρων που μπορούν να οδηγήσουν στην ανασύνταξη του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος είναι αναπόδραστα δεμένη με την ανασυγκρότηση του κομμουνιστικού κινήματος σε επαναστατική κατεύθυνση, με την οικοδόμηση γερών Οργανώσεων του ΚΚ πρώτα και κύρια στους σημαντικούς κλάδους, στους μεγάλους χώρους δουλειάς, στους χώρους όπου συγκεντρώνεται η δραστηριότητα της εργατικής τάξης και των κοινωνικών της συμμάχων.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ο Δημήτρης Κοιλάκος είναι μέλος της Ιδεολογικής Επιτροπής της ΚΕ του ΚΚΕ και της Κομματικής Επιτροπής Οργανώσεων του ΚΚΕ στο εξωτερικό.

  1. Β. Ι. Λένιν, Άπαντα, τόμ. 30, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 93.
  2. Ο αναγνώστης θα παρακολουθήσει καλύτερα τη συνέχεια του κειμένου αν έχει υπόψη του κάποιες πλευρές που αφορούν τη δομή και τη διάρθρωση του συνδικαλιστικού κινήματος στις διάφορες χώρες. Στις περισσότερες χώρες της Κεντρικής Ευρώπης δεν υπάρχει αυτό που γνωρίζουμε στην Ελλάδα ως πρωτοβάθμιο επιχειρησιακό σωματείο. Ένας εργαζόμενος γίνεται μέλος μιας συνομοσπονδίας, που απαρτίζεται από κλαδικές ομοσπονδίες και οι οποίες οργανώνουν τμήματά τους σε γεωγραφική βάση ή σε επίπεδο ομίλου ή επιχείρησης κλπ. Σε κάθε χώρα, υπάρχουν διάφορες συνομοσπονδίες, που η καθεμιά τους έχει συγκεκριμένη πολιτική αναφορά και προσανατολισμό, με αποτέλεσμα να μη συνυπάρχουν στην ίδια συνδικαλιστική οργάνωση διακριτές συνδικαλιστικές παρατάξεις με διαφορετικό πολιτικό προσανατολισμό. Αυτό επιδρά πολύπλευρα. Για παράδειγμα, μια συμφωνία για συλλογική σύμβαση που θα υπογράψει μια ομοσπονδία/συνομοσπονδία με την αντίστοιχη εργοδοτική ένωση, καλύπτει μόνο τα μέλη της (σε κάποιες περιπτώσεις οι διάφορες ομοσπονδίες που δραστηριοποιούνται στον ίδιο κλάδο διαπραγματεύονται από κοινού με τις αντίστοιχες εργοδοτικές ενώσεις). Το ίδιο ισχύει και σε ό,τι αφορά την κάλυψη της συμμετοχής σε απεργία. Δηλαδή είναι δυνατό να έχει προκηρυχτεί απεργία από κάποια ομοσπονδία/συνομοσπονδία κι όχι από κάποια άλλη, με αποτέλεσμα στον ίδιο χώρο δουλειάς να υπάρχουν εργαζόμενοι που μπορούν να απεργήσουν (τα μέλη της πρώτης, στο παράδειγμά μας) και άλλοι που δεν μπορούν (τα μέλη της δεύτερης του παραδείγματός μας). Επίσης, δεν υπάρχει αυτό που γνωρίζουμε στην Ελλάδα ως Γενική Συνέλευση του συνδικάτου, μέσα από την οποία οι ίδιοι οι εργαζόμενοι συζητούν και αποφασίζουν για το πλαίσιο και τις μορφές δράσης που θα αναπτύξουν. Αυτό που γίνεται σε αρκετές περιπτώσεις είναι ότι το συνδικαλιστικό στέλεχος που έχει οριστεί από κάποια αντίστοιχη ομοσπονδία/συνομοσπονδία ως υπεύθυνος για το συγκεκριμένο χώρο δουλειάς καλεί σε ενημερωτικές συγκεντρώσεις τους εργαζομένους που είναι μέλη της. Στις περισσότερες χώρες υπάρχουν, ακόμα, τα λεγόμενα «επιχειρησιακά συμβούλια», στις εκλογές για την ανάδειξη των οποίων συμμετέχουν όλοι οι εργαζόμενοι, ανεξάρτητα από το αν είναι μέλη ή όχι συνδικάτου, και στις οποίες οι διάφορες ομοσπονδίες «κατεβάζουν» διαφορετικές λίστες υποψηφίων. Αυτά είναι που αναλαμβάνουν τις επαφές με την εργοδοσία για ζητήματα που αφορούν την καθημερινότητα των εργαζομένων στους χώρους δουλειάς τους. Τέλος, ας σημειωθεί και ότι σε αρκετές περιπτώσεις οι διάφορες ομοσπονδίες διατηρούν σταθερά απεργιακό ταμείο, από το οποίο πληρώνονται οι απεργοί-μέλη τους κατά τη διάρκεια της συμμετοχής τους στην απεργία, με κάποιο ποσό που, ακόμα κι αν δεν ισοσκελίζει το μεροκάματο της κάθε μέρας απεργίας, όμως διευκολύνει ώστε να μην οδηγούνται σε οικονομική ασφυξία οι απεργοί. Φυσικά, τα παραπάνω δεν ισχύουν όλα και με τον ίδιο τρόπο σε κάθε χώρα, καθώς υπάρχουν αρκετές παραλλαγές και διαφοροποιήσεις κατά περίπτωση. Π.χ. στη Βρετανία τα κλαδικά συνδικάτα, που είναι ιστορικά συνδεδεμένα με το Εργατικό Κόμμα (αυτό δε σημαίνει ότι δε συμμετέχουν και οπορτουνιστικές δυνάμεις), είναι οργανωμένα και σε επιχειρησιακή βάση, γίνονται συνελεύσεις σε πρωτοβάθμιο επίπεδο, ενώ και σε αρκετές περιπτώσεις στις αρχαιρεσίες τους κατεβαίνουν διακριτές λίστες υποψηφίων.
  3. Ας σημειωθεί εδώ ότι η TotalEnergies, περισσότερο γνωστή ως πετρελαϊκή εταιρία, εδώ και λίγα χρόνια έχει καβαλήσει το κύμα της «πράσινης» μετάβασης. Μόνο το 2022 προχώρησε σε επενδύσεις αξίας 4 δισ. δολαρίων σε έργα «πράσινης» ενέργειας, ενώ ο σχεδιασμός της προβλέπει «πράσινες» επενδύσεις ύψους 5 δισ. δολαρίων για το 2023.
  4. Πρόκειται για υποθετικό παράδειγμα, γι’ αυτό και δεν εξετάζουμε τι συμβαίνει με περιπτώσεις ειδικών ρυθμίσεων κλπ. Με το νέο συνταξιοδοτικό σύστημα, το ηλικιακό κατώφλι για συνταξιοδότηση με πλήρη σύνταξη αυξάνεται κατά δύο χρόνια, από τα 62 στα 64, με δυνατότητα πρόωρης συνταξιοδότησης στα 62 με μειωμένες αποδοχές. Όμως, θεσπίζονται, επίσης, τα 43 έτη πλήρους ασφάλισης ως προϋπόθεση για να βγει κάποιος στη σύνταξη με πλήρεις αποδοχές μετά το 2027, ενώ το ηλικιακό όριο για πλήρη σύνταξη ανεξαρτήτως ενσήμων ανεβαίνει στα 67. Ως εκ τούτου, πολλοί είναι αυτοί που δε θα μπορέσουν να εξασφαλίσουν πλήρη σύνταξη προτού φτάσουν στην ηλικία των 67 χρόνων, αφού στο εργασιακό τοπίο της Γαλλίας εκτιμάται ότι για πάρα πολλούς εργαζομένους είναι εξαιρετικά δύσκολο να έχουν συμπληρώσει νωρίτερα 43 χρόνια δουλειάς με πλήρη ένσημα.
  5. Συντονισμός των 8 μεγαλύτερων συνδικαλιστικών οργανώσεων (CFDT, CGT, FO, CFTC, CFE-CGC, FSU, Solidaires, UNSA), με συμμετοχή και 4 οργανώσεων του φοιτητικού και μαθητικού κινήματος (UNEF, UNL, SGL, FIDL).
  6. Εννοεί τους εκλεγμένους από τις διάφορες εκλογικές περιφέρειες στην Εθνοσυνέλευση.
  7. ILO (2022), Social Dialogue Report 2022: Collective bargaining for an inclusive, sustainable and resilient recovery.
  8. Παρότι η κατηγοριοποίηση αυτή είναι προβληματική με όρους πολιτικής οικονομίας, αξιοποιείται εδώ γιατί τα στοιχεία για κάθε χώρα είναι συγκρίσιμα μεταξύ τους.
  9. Σύμφωνα με πιο πρόσφατα στοιχεία για τη Βρετανία, το 2020 καταγράφεται ετήσια αύξηση του αριθμού των συνδικαλισμένων κατά περίπου 230.000, που προκύπτει από τους εργαζόμενους στο Δημόσιο, καθώς στον ιδιωτικό τομέα υπήρξε μείωση κατά περίπου 110.000, με τα ποσοστά σε αρκετούς κλάδους να μην ξεπερνούν το 5%.
  10. Δεν αναφέρεται η Πορτογαλία, γιατί δεν υπάρχουν στοιχεία για το 2019.
  11. Στην περίπτωση της Γαλλίας έχουν επιδράσει και τα μέτρα περιορισμού της δυνατότητας συνδικαλιστικής οργάνωσης και δράσης που θεσπίστηκαν το 2017, με τα οποία επιβλήθηκε η κατάργηση διάφορων μορφών συνδικαλιστικής εκπροσώπησης σε επίπεδο επιχείρησης και η συγχώνευσή τους στις λεγόμενες «Κοινωνικές και Οικονομικές Επιτροπές (CSE)».
  12. Μ. Τ. Pignoni (2013), Léger repli de la syndicalisation en France entre 2013 et 2019: dans quelles activités et pour catégories de salariés, DARES.
  13. Η διαφοροποίηση μεταξύ των στοιχείων της ILO και της DARES (π.χ. για το δημόσιο τομέα το 2013) οφείλεται σε διαφορετική κατηγοριοποίηση των κλάδων, καθώς και στα τμήματα του θεωρούμενου «ενεργού στην αγορά εργασίας» πληθυσμού που καταγράφονται.
  14. Κόμμα Εργασίας Αυστρίας, ΚΚ Βελγίου, ΚΚ Δανίας, ΚΚ στη Δανία, ΚΚΕ, Κόμμα Εργατών Ιρλανδίας, ΚΚ Μάλτας, Νέο ΚΚ Ολλανδίας, ΚΚ Νορβηγίας, ΚΚ Πολωνίας, ΚΚ Εργαζόμενων Ισπανίας, ΚΚ Σουηδίας, Κομμουνιστικό Μέτωπο (Ιταλία), Κομμουνιστικό Κόμμα Εργαζόμενων Φινλανδίας - Για την Ειρήνη και το Σοσιαλισμό, Κομμουνιστές (Γαλλία), Ελβετικό ΚΚ.
  15. Τομέας Νεολαίας του Κόμματος Εργασίας Αυστρίας, Νέοι Κομμουνιστές Βελγίου, Κομμουνιστική Νεολαία Δανίας, ΚΝ του Κομμουνιστικού Κόμματος Εργαζόμενων Φινλανδίας, Ένωση Κομμουνιστικής Νεολαίας Γαλλίας, ΚΝΕ, Κίνημα Νεολαίας Conolly Ιρλανδίας, Νεολαία Κόμματος Εργατών Ιρλανδίας, Μέτωπο Κομμουνιστικής Νεολαίας Ιταλίας, Κομμουνιστικό Κίνημα Νεολαίας Ολλανδίας, Ένωση Σοσιαλιστικής Νεολαίας Ρουμανίας, Κολεκτίβες Νέων Κομμουνιστών Ισπανίας, ΚΝ Σουηδίας.
  16. Κομμουνιστικό Κόμμα Φινλανδίας, Σοσιαλιστικό Κόμμα Λετονίας, Ρουμανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα, Κίνημα «Τσε Γκεβάρα» (Ένωση Κομμουνιστών στη Βουλγαρία), Δρόμος της Ανεξαρτησίας (τουρκοκυπριακό κόμμα).
  17. Κομμουνιστική Οργάνωση (Γερμανία).
  18. Αριστερό Μέτωπο Νεολαίας Σλοβακίας, ΚΝ Ελβετίας.
  19. Βλ. ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ, «Η πορεία αποκατάστασης του επαναστατικού χαρακτήρα του ΚΚΕ», ΚΟΜΕΠ, τεύχ. 6/2013.