Η κρίση που μαστίζει το διεθνές εργατικό και κομμουνιστικό κίνημα τις τελευταίες δεκαετίες είναι κρίσιμος παράγοντας για να κατανοηθούν ολοκληρωμένα αυτοί οι αγώνες και η προοπτική τους. Δεδομένου ότι το τιμόνι της οργάνωσής τους κρατούν δυνάμεις που προάγουν την ταξική συνεργασία και συμφιλίωση, υποτάσσονται στη στρατηγική του κεφαλαίου, έχουν ενσωματωθεί στους μηχανισμούς της ΕΕ και της αστικής διαχείρισης, εύλογα προκύπτει συχνά το ερώτημα για το αν αυτές οι κινητοποιήσεις μπορούν να αποτελέσουν θρυαλλίδα ενίσχυσης επαναστατικών δυνάμεων. Στη συνέχεια, θα καταπιαστούμε με πλευρές που αφορούν αυτόν τον προβληματισμό.
Έχοντας κατά νου τις ισχυρές παραδόσεις αγωνιστικού ρεφορμισμού στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα πολλών χωρών2, θα στραφούμε αρχικά σε παράγοντες που, στην αλληλεπίδρασή τους, συνδιαμορφώνουν το επίπεδο πολιτικής ωριμότητας και ταξικής συνειδητοποίησης της εργατικής τάξης και τη σχέση τους με την ανάπτυξη της ταξικής πάλης.
Η ιστορική πείρα του διεθνούς κομμουνιστικού κι εργατικού κινήματος επιβεβαιώνει ότι δεν είναι δεδομένη η άνοδος της ταξικής πάλης σε συνθήκες απότομης επιδείνωσης των όρων ζωής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων. Ο λόγος είναι η αντιφατική επίδραση που ασκεί στη συνείδησή τους η, εξίσου αντιφατική, ανάπτυξη του σύγχρονου καπιταλισμού και της βασικής αντίφασης που τον διέπει.
Τα αλλεπάλληλα πλήγματα στο λαϊκό εισόδημα είναι αυτά που, στην παρούσα φάση, άμεσα καθορίζουν την κατάσταση που βιώνουν σήμερα η εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα. Όμως, η εικόνα είναι ελλιπής, αν δεν εξετάσουμε το ζήτημα σε συνδυασμό με τον επιχειρούμενο «πράσινο» και «ψηφιακό» μετασχηματισμό της καπιταλιστικής οικονομίας, με τεράστιους όγκους κεφαλαίων να μετατοπίζονται όπου υπάρχουν μεγαλύτερα περιθώρια κερδοφορίας, καθώς και την επικείμενη επέλαση μιας νέας καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης, οι πρώτες ενδείξεις της οποίας ήδη διαφαίνονται.
Ας το δούμε μέσα από ένα παράδειγμα, με το ενδιαφέρον μας να επικεντρώνεται στο πώς η αντίθεση ανάμεσα στον κοινωνικό χαρακτήρα της παραγωγής και την καπιταλιστική ιδιοποίηση των αποτελεσμάτων της εκδηλώνεται στον ταξικό ανταγωνισμό μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας.
Η TotalEnergies είναι ένας από τους μεγαλύτερους ενεργειακούς κολοσσούς στον κόσμο, με πάνω από 100.000 εργαζομένους. Το 2022 κατέγραψε καθαρά κέρδη ύψους 20,5 δισ. δολαρίων για το προηγούμενο έτος, αυξημένα κατά 28% σε σχέση με το 2021. Πρόκειται για τα υψηλότερα κέρδη που έχει καταγράψει στην ιστορία του ο συγκεκριμένος γαλλικός μονοπωλιακός όμιλος, αλλά και για μία από τις καλύτερες επιδόσεις στην ιστορία του δείκτη του χρηματιστηρίου του Παρισιού CAC40.
Για λόγους συντομίας, ας επικεντρώσουμε σε μία πλευρά των δραστηριοτήτων της. Το πετρέλαιο που διυλίζεται στο οποιοδήποτε διυλιστήριο της TotalEnergies3 προέρχεται από διάφορες γωνιές του πλανήτη και συνδέεται με ακόμα περισσότερες, μέσα από τη μεταφορά του από στόλους πετρελαιοφόρων που πλέουν υπό πολλές διαφορετικές σημαίες, αλλά και με συστήματα πετρελαιαγωγών που επίσης διέρχονται από αρκετές χώρες. Ο μηχανολογικός και ηλεκτρολογικός εξοπλισμός, τα πληροφοριακά συστήματα κλπ. που έχουν εγκατασταθεί στις μονάδες της TotalEnergies έχουν κατασκευαστεί από μονοπωλιακούς ομίλους που δραστηριοποιούνται επίσης σε όλο τον κόσμο, με τις πρώτες ύλες και τα εξαρτήματα που χρησιμοποιούνται να προέρχονται από δεκάδες χώρες, σχεδόν σε κάθε ήπειρο του πλανήτη. Τελικά, όλα τα αντικείμενα και τα μέσα εργασίας που χρησιμοποιεί μέσα στον εργάσιμο χρόνο του ένας εργαζόμενος σε κάποιο διυλιστήριο της TotalEnergies έχουν περάσει, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, από δεκάδες χιλιάδες χέρια εργατών σε όλο τον κόσμο. Αλλά και το αποτέλεσμα της δουλειάς του ενσωματώνεται τελικά σε ένα προϊόν που θα εμπορευτεί η TotalEnergies σε κάποια από τις 130 χώρες σε όλο τον κόσμο, στις αγορές των οποίων διατηρεί παρουσία, και το οποίο, με τη σειρά του, θα μπει σε μια άλλη αλυσίδα παραγωγής και κατανάλωσης εμπορευμάτων. Για να χρηματοδοτήσει τις δραστηριότητές της και να υλοποιήσει τις επενδύσεις της, η TotalEnergies αξιοποιεί, πέρα από ίδια κεφάλαια, γραμμές χρηματοδότησης που ανοίγουν από διάφορους διαύλους (συχνά και με κρατική στήριξη), καθώς και εκτενή τραπεζικό δανεισμό από μεγάλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα παγκοσμίως. Τα χρήματα αυτά που διοχετεύονται προς την TotalEnergies αντιστοιχούν σε πλούτο που έχει παραχθεί από την εργασία εργαζόμενων από διάφορες γωνιές του κόσμου, σε τελείως διαφορετικές δραστηριότητες, με κάποιες από αυτές, ενδεχομένως, να αποβαίνουν επικερδείς και για ανταγωνιστές της.
Ας δούμε τώρα τα πράγματα από τη σκοπιά ενός εργαζόμενου της TotalEnergies, ο οποίος δουλεύει σε ένα από τα διυλιστήριά της στη Γαλλία. Ο εργαζόμενος αυτός έχει δει τους τελευταίους μήνες το κόστος ζωής του να εκτοξεύεται και δυσκολεύεται να ανταπεξέλθει στις τιμές ενέργειας που πληρώνει για την ηλεκτροδότηση και τη θέρμανση/ψύξη του σπιτιού για το οποίο πληρώνει ένα πανάκριβο νοίκι, με την ενέργεια που χρησιμοποιεί πιθανώς να προέρχεται από την παραγωγή της εταιρίας για την οποία δουλεύει. Όπως το ίδιο ισχύει και για την παραγωγή και μεταφορά των τροφίμων που καταναλώνει, των οποίων τις τιμές έχει δει να ακριβαίνουν όταν πηγαίνει στο σούπερ μάρκετ για να τα αγοράσει, χρησιμοποιώντας κάποιο μέσο μεταφοράς που πιθανότατα έχει κινηθεί και αυτό με ενέργεια που προέρχεται από την παραγωγή της εταιρίας για την οποία δουλεύει. Οι όροι ζωής του έχουν επιδεινωθεί, ακριβώς εξαιτίας των συνθηκών αυτών που οδήγησαν σε εκτόξευση τα κέρδη της εταιρίας για την οποία δουλεύει! Με βάση τις προβλέψεις του νέου συνταξιοδοτικού συστήματος, για να μπορέσει να βγει ο εργαζόμενος αυτός στη σύνταξη, θα πρέπει να έχει συμπληρώσει 43 χρόνια δουλειάς με πλήρη ασφάλιση.4
Είναι πολύ πιθανό ο εργαζόμενος αυτός να είναι ένας απ’ όσους συμμετείχαν δραστήρια στις απεργίες και τις διαδηλώσεις του τελευταίου διαστήματος. Εξάλλου, στα διάφορα διυλιστήρια της Total στη Γαλλία, το τρίμηνο Γενάρης-Μάρτης η συμμετοχή στις απεργίες σε αρκετές περιπτώσεις ξεπέρασε σημαντικά ακόμα και το 70%, με τις εκτιμήσεις να θέλουν το μέσο όρο για το Μάρτη να φτάνει έως και το 50% και τις απεργιακές φρουρές και τους αποκλεισμούς βιομηχανικών ζωνών να αναστέλλουν σε αρκετές περιπτώσεις για αρκετές μέρες τη λειτουργία των μονάδων της.
Όμως, η πάλη για τη βελτίωση των όρων πώλησης της εργατικής του δύναμης και των όρων ζωής του, για όσα δηλαδή μπορεί άμεσα να συνειδητοποιήσει ως ταξικά του συμφέροντα και να τα διεκδικήσει αγωνιστικά, δεν οδηγεί αυτόματα στη συνειδητοποίηση των γενικών συμφερόντων της εργατικής τάξης, τα οποία, σε τελική ανάλυση, συνίστανται στην κατάργηση της αιτίας της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Οι αστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις που παρεμβαίνουν στο κίνημα επιχειρούν να καναλιζάρουν την πάλη σε κατεύθυνση που αποκλίνει από τα αντικειμενικά συμφέροντα της εργατικής τάξης (ή και είναι αντίρροπη σε αυτήν), από την προοπτική οριστικής λύσης των προβλημάτων που πυροδότησαν την πάλη και το δρόμο προς αυτήν.
Η συμμετοχή τμημάτων της εργατικής τάξης στην πάλη για την προάσπιση των ταξικών της συμφερόντων και την αγωνιστική διεκδίκηση της ικανοποίησης ορισμένων αιτημάτων είναι μεν αναγκαία συνθήκη για την προώθηση και της πολιτικής πτυχής της ταξικής πάλης, δεν είναι όμως αυτοτελώς ικανή για την άνοδο της πολιτικής της συνείδησης. Δεν αρκεί για να εμπεδωθεί ότι η εργατική τάξη έχει καθολικά αντίθετα συμφέροντα από την αστική, συγκεκριμένο ρόλο στο κοινωνικο-ιστορικό γίγνεσθαι και ιστορική αποστολή την ανατροπή της αστικής εξουσίας και την οικοδόμηση και ανάπτυξη των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής, μέσα από τη συνειδητή και σχεδιασμένη δράση της δικτατορίας του προλεταριάτου. Η ανύψωση της ταξικής συνειδητοποίησης μέχρι αυτό το σημείο συντελείται μέσα στη διαδικασία ποιοτικής αναβάθμισης της πάλης της εργατικής τάξης σε ολόπλευρη ιδεολογική και πολιτική σύγκρουση με την αστική.
Από την άποψη αυτή, στην αντικειμενική σύμπλεξη της οικονομικής, της ιδεολογικής και της πολιτικής διάστασης της ταξικής πάλης μπορούμε να βρούμε έναν από τους λόγους για τους οποίους η ταξική συνείδηση δεν είναι και δεν αναπτύσσεται ενιαία για το σύνολο της εργατικής τάξης, αφού στην ανάπτυξη της ταξικής πάλης βλέπουμε μια ορισμένη εκδήλωση της ενεργητικής αντεπίδρασης της αντανάκλασης της καπιταλιστικής κοινωνικής πραγματικότητας στη συνείδηση της εργατικής τάξης.
Για να εξετάσουμε την πείρα των πρόσφατων κινητοποιήσεων στην Ευρώπη μέσα από αυτό το πρίσμα, θα πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι στο επίπεδο της πολιτικής ωριμότητας και ταξικής συνειδητοποίησης των εργατικών-λαϊκών μαζών δεν επιδρά μονοσήμαντα η συσσώρευση της αγανάκτησης, αλλά και η παρέμβαση της αστικής τάξης και των μηχανισμών της εξουσίας της, καθώς και των ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων που δρουν και στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα.
Ας δούμε κάποιες σχετικές πλευρές μέσα από το παράδειγμα της Γαλλίας. Προτού η γαλλική κυβέρνηση καταφύγει στην αξιοποίηση του άρθρου 49.3 του Συντάγματος, είχε προηγηθεί μια μακρά περίοδος προεργασίας για την άμβλυνση της αντίδρασης του εργατικού-λαϊκού κινήματος στην προώθηση της αντιλαϊκής ατζέντας που έχουμε ήδη παρουσιάσει συνοπτικά.
Ας θυμηθούμε, για παράδειγμα, ότι το Μάρτη του 2020, στην αρχή της πανδημίας, οι ηγεσίες των μεγάλων συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών της Γαλλίας (CFDΤ, CGT, FO, CFE-CGC, CFTC), από κοινού με τις μεγαλύτερες εργοδοτικές οργανώσεις (MEDEF, CPME, U2P), υπογράμμιζαν σε κοινή τους δήλωση την «ανάγκη κοινωνικής συναίνεσης», σε μια κίνηση που προετοίμαζε το έδαφος για να προληφθούν αντιδράσεις στην επικείμενη ένταση της ολομέτωπης επίθεσης των δυνάμεων του κεφαλαίου εναντίον των εργαζόμενων. Ας σημειωθεί, εδώ, ότι υπήρχαν δυνάμεις στο συνδικαλιστικό κίνημα που αντιτάχτηκαν στο περιεχόμενο της κοινής δήλωσης και σε ό,τι αυτό προδιέγραφε για τη συνέχεια. Όμως, η σύμπνοια που επιτεύχθηκε τότε μεταξύ των ηγεσιών του συνδικαλιστικού κινήματος και της μεγαλοεργοδοσίας σε μεγάλο βαθμό διαμόρφωσε και το πλαίσιο εντός του οποίου κινήθηκε η λεγόμενη «διασυνδικαλιστική», δηλαδή ο συντονισμός δράσης μεταξύ των διάφορων συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών5, μπροστά και στη μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού.
Αρκετοί, και στην Ελλάδα, αρέσκονται να τονίζουν ότι οι μεγάλες κινητοποιήσεις ευνοήθηκαν από τη συντονισμένη δράση των συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών που παραμέρισαν τις μεταξύ τους διαφορές. Αυτό που σκόπιμα παραλείπουν να υπογραμμίσουν, όμως, είναι ότι η συναντίληψη που επιτεύχθηκε αφορούσε τον περιορισμό των συντονισμένων τους δράσεων αποκλειστικά σε ό,τι αφορά την εναντίωση στο νέο νόμο χωρίς να μπαίνει σε μεγαλύτερο βάθος αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική, ενώ ταυτόχρονα εξακολουθούσαν να προβάλλουν την ανάγκη για ουσιαστική κοινωνική εταιρική σχέση.
Δεν είναι τυχαίο ότι σε αυτό ακριβώς το έδαφος βρήκαν χώρο να προωθηθούν μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα απόψεις που συγκλίνουν με τις επιδιώξεις αστικών πολιτικών δυνάμεων και δη τις επιδιώξεις της σοσιαλδημοκρατίας, με βαστάζο και τον οπορτουνισμό, που προέκριναν στην αντιπαράθεση με την κυβερνητική πολιτική την «άρνηση της δημοκρατίας από το καθεστώς» ή το «τσαλαπάτημα της κοινωνικής δημοκρατίας», προτάσσοντας ταυτόχρονα αιτήματα για την «απαγόρευση των μετεγκαταστάσεων και τη διασφάλιση της γαλλικής παραγωγής» και κάνοντας λόγο για «δουλική υποστήριξη του Μακρόν» στο ΝΑΤΟ, υποστηρίζοντας έτσι εμμέσως το αίτημα της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας για μεγαλύτερη «στρατηγική αυτονομία» της ΕΕ έναντι των ΗΠΑ. Ακόμα και σε ό,τι αφορά το συνταξιοδοτικό σύστημα, πλειοδοτούσαν σε δήθεν «ρεαλιστικές» αντιπροτάσεις για το πώς, με μια άλλη διαχείριση, τα ασφαλιστικά ταμεία θα μπορούσαν να γίνουν πλεονασματικά μέχρι το 2030.
Όπως, φυσικά, δεν είναι τυχαίο ότι μια σειρά σοσιαλδημοκρατικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις επιχειρούν να αμβλύνουν την ταξική σύγκρουση, προτάσσοντας αιχμές που κατατείνουν στην αποσόβηση του κινδύνου για τους αστούς να δημιουργηθεί επαναστατικό ρήγμα στη συνείδηση των εργαζόμενων στη Γαλλία. Η παρέμβασή τους αυτή είναι πολύμορφη, τόσο στους κόλπους του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος όσο και σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο. Για παράδειγμα, ο τότε γενικός γραμματέας της CGT Φ. Μαρτινέζ, εν μέσω των μεγάλων κινητοποιήσεων ενάντια στο νέο συνταξιοδοτικό, καλούσε σε «διάλογο-διαμεσολάβηση» με την κυβέρνηση. Η «Ανυπότακτη Γαλλία» του Μελανσόν, μετά την προσφυγή της κυβέρνησης στο άρθρο 49.3 του Συντάγματος, πρόταξε σε κάλεσμά της προς τους εργαζομένους τη στήριξη της πρότασης μομφής εναντίον της κυβέρνησης: «Ο Μακρόν θα υποχωρήσει: Ψηφίστε την πρόταση μομφής. Η μάχη συνεχίζεται. Στην Εθνοσυνέλευση, ως απάντηση στο 49.3 των Μπορν και Μακρόν, οι ομάδες της αντιπολίτευσης αποφάσισαν διακομματική πρόταση μομφής. Αν εγκρινόταν, θα ήταν διπλό πλήγμα: Η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού θα αποσυρόταν και η Μπορν θα αναγκαζόταν να παραιτηθεί. Σας προτείνουμε λοιπόν να γράψετε στους αντιπροσώπους σας6 για να τους ζητήσετε να ψηφίσουν την πρόταση δυσπιστίας», όπως χαρακτηριστικά έγραφε σε ανακοίνωσή του. Αντίστοιχα, το εδώ και δεκαετίες πλήρως σοσιαλδημοκρατικοποιημένο ΚΚ Γαλλίας ανέφερε σε ανακοίνωσή του: «Ο αγώνας για να αποτρέψουμε τη θέση σε ισχύ αυτής της κίβδηλης μεταρρύθμισης πρέπει να συνεχιστεί. Το Γαλλικό ΚΚ επαναλαμβάνει την αμέριστη και πλήρη συμπαράστασή του στις κινητοποιήσεις που όλα τα συνδικάτα θα καλέσουν τις επόμενες μέρες. Το Γαλλικό ΚΚ προτείνει να διεξαχθεί δημοψήφισμα σχετικά με αυτήν τη μεταρρύθμιση. Μετά την επικύρωση από το Συνταγματικό Συμβούλιο θα έχουμε 9 μήνες για να συγκεντρώσουμε 4,7 εκατ. υπογραφές και να αναγκάσουμε τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας να το πραγματοποιήσει. Η μεταρρύθμιση θα πρέπει να παύσει όλη αυτήν την περίοδο. Να ενισχυθεί η ευρύτερη ενότητα με τις συνδικαλιστικές δυνάμεις. Μια τεράστια ελπίδα ανοίγεται μπροστά μας. Η οξεία πολιτική και κοινωνική κρίση που αντιμετωπίζει η χώρα μας, μας καλεί για μια Αριστερά που θα φέρει την ελπίδα, εκφράζοντας την απαίτηση για μια κοινωνική ασφάλιση του 21ου αι. με τη δέσμευση να επιστρέψει τη σύνταξη στα 60 έτη. Όλοι και όλες μπορούμε να νικήσουμε.» Είναι προφανές ότι τέτοιες τοποθετήσεις αποτελούν ανάχωμα για την περαιτέρω εμβάθυνση της πάλης.
Σε αυτήν τη βάση, γίνεται κατανοητό ότι ο εργαζόμενος στα διυλιστήρια της TotalEnergies του παραδείγματός μας χρειάζεται να ξεπεράσει πολλά εμπόδια και αναχώματα για να συνειδητοποιήσει τη θέση της συγκεκριμένης μάχης στην ιστορική προοπτική της ταξικής πάλης και να στρατευτεί συνειδητά στην πάλη για την αλλαγή τάξης στην εξουσία. Δεν αρκεί το γεγονός ότι ο εργαζόμενος βιώνει την αδικία, την εκμετάλλευση και τις συνέπειες της αντιλαϊκής πολιτικής και της επιθετικότητας του κεφαλαίου, όσο κι αν συμμετέχει δραστήρια στις απεργιακές κινητοποιήσεις και τις άλλες δράσεις του συνδικάτου του. Το μεγαλύτερο πρόβλημα, προφανώς, έγκειται στο ότι δεν υπάρχει διαμορφωμένο και αναπτυγμένο το επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, που θα σήκωνε αυτό το βάρος, ώστε να ακουμπήσει πάνω του και να δώσει με καλύτερους όρους τη μάχη.
Το συμπέρασμα αυτό δεν αφορά μόνο τη Γαλλία, έχει γενικευμένη ισχύ, με τις κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών στην Ευρώπη να μας δίνουν διάφορα παραδείγματα για το πολύμορφο της παρέμβασης αστικών –ιδίως σοσιαλδημοκρατικών– και οπορτουνιστικών δυνάμεων που συντείνουν στη ρεφορμιστική ενσωμάτωση της εργατικής πάλης.
Στην περίπτωση της Γερμανίας, για παράδειγμα, σοσιαλδημοκρατικές συνδικαλιστικές ηγεσίες δεν παρέλειπαν να προβάλλουν με ιδιαίτερη έμφαση την περίοδο των απεργιακών κινητοποιήσεων ότι στα χρόνια της πανδημίας τα συνδικάτα σεβάστηκαν την «έκτακτη κατάσταση» και δεν προέβαλλαν αντίστοιχες διεκδικήσεις, σημειώνοντας, για να υποστηρίξουν τη διεκδίκηση για αυξήσεις στους μισθούς που υπερκαλύπτουν τις απώλειες από την άνοδο του πληθωρισμού, ότι δεν πρέπει οι εργαζόμενοι να είναι αυτοί που συνέχεια θα πληρώνουν. Πιο απροκάλυπτο ήταν το «ξεπούλημα» των απεργιακών κινητοποιήσεων στον κλάδο του μετάλλου τους προηγούμενους μήνες από τη σοσιαλδημοκρατική ηγεσία της IG Metal, η οποία, παρά τις αγωνιστικές διαθέσεις και τη διαφαινόμενη δυναμική σημαντικής κλιμάκωσης της πάλης, υπέγραψε εξευτελιστική συλλογική σύμβαση, τερματίζοντας στην ουσία κάθε διεκδίκηση, αφού πλέον και τυπικά δεν μπορούσε να προκηρυχτεί νέα απεργία. Παράλληλα, με αυτόν τον τρόπο απέτρεψε τη δυνατότητα να συνενωθεί ο αγώνας των εργαζόμενων στον κλάδο του μετάλλου με τους εργαζόμενους στους κλάδους που απέργησαν το Μάρτη. Ας σημειωθεί εδώ ότι η IG Metal, λόγω και της θέσης του κλάδου του μετάλλου στη γερμανική οικονομία, έχει ιστορικά αναδειχτεί στην πρωτοπορία του αγωνιστικού ρεφορμισμού στο ευρωπαϊκό συνδικαλιστικό κίνημα.
Αντίστοιχη απόπειρα διάσπασης της ταξικής ενότητας των εργαζόμενων στη βάση των κοινών τους συμφερόντων και αναγκών είχαμε και σε αρκετούς άλλους κλάδους, όπου οι συνδικαλιστικές ηγεσίες κατά τόπους συνδικάτων συμφώνησαν με τη μεγαλοεργοδοσία για ορισμένες μικρές αυξήσεις, σημαντικά μικρότερες ακόμα και από αυτές που διατυπώνονταν ως αιτήματα, προκειμένου να αποδυναμώσουν ένα εν δυνάμει ισχυρότερο απεργιακό μέτωπο που θα μπορούσε να εκφραστεί την επόμενη περίοδο.
Ας δούμε και μία ακόμη πλευρά, που δείχνει ίσως στο απόγειό της το αποτέλεσμα της πολιτικής του «κοινωνικού εταιρισμού» που η γερμανική σοσιαλδημοκρατία έχει… επιστημονικοποιήσει και κατορθώσει διαχρονικά να την ενσωματώσει και στις δομές και λειτουργίες του αστικού κράτους (για συγκεκριμένους ιστορικούς λόγους, που δεν είναι της παρούσης να εξετάσουμε αναλυτικά, αλλά σχετίζονται αφενός με την ιστορία του κομμουνιστικού κι εργατικού κινήματος στη Γερμανία και αφετέρου με την εδραιωμένη κεντρική θέση της Γερμανίας στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα μετά το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, την ύπαρξη της ΓΛΔ και τη γεωγραφική κι όχι μόνο θέση της σε σχέση με τις άλλες χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης). Με βάση το θεσμικό πλαίσιο που ισχύει στη Γερμανία, μετά τη λήξη του τρίτου γύρου των διαπραγματεύσεων για τις συλλογικές συμβάσεις ακολουθεί η φάση της διαμεσολάβησης, με την πλευρά των εργοδοτών και την πλευρά των συνδικάτων να καλούνται να επιλέξουν από έναν μεσολαβητή. Κατά τη διάρκεια της μεσολάβησης απαγορεύονται οι απεργίες και μόνο αν δεν επιτευχθεί συμφωνία προβλέπεται η διοργάνωση γενικής ψηφοφορίας μεταξύ των μελών των συνδικάτων για νέα απεργία. Είναι χαρακτηριστικό ότι στη συγκεκριμένη περίοδο το «Ενοποιημένο Συνδικάτο Υπηρεσιών» ver.di επέλεξε ως μεσολαβητή εκ μέρους του έναν πρώην πρόεδρό του, ο οποίος σήμερα είναι συνταξιούχος και αποτελεί κεντρικό στέλεχος του SPD. Όμως, και η πλευρά των εργοδοτών επέλεξε ως μεσολαβητή εκ μέρους της ένα στέλεχος που πρόσκειται στο SPD, ο οποίος μάλιστα έχει διατελέσει και υπουργός Οικονομικών σε ένα κρατίδιο της Γερμανίας.
Αν αυτές είναι απόπειρες χειραγώγησης κι ενσωμάτωσης της εργατικής-λαϊκής δυσαρέσκειας και κινητοποίησης, δε λείπουν και πρόσφατα παραδείγματα παρέμβασης των σοσιαλδημοκρατικών συνδικαλιστικών ηγεσιών με ξεδιάντροπα αποκρουστικό και κυριολεκτικά (δηλαδή όχι απλά ως πολιτική εκτίμηση, αλλά ως έμπρακτη κατασταλτική και τιμωρητική δράση) αντεργατικό χαρακτήρα. Στα τέλη Απρίλη, οι εργαζόμενοι στον Προαστιακό της Στοκχόλμης πραγματοποίησαν 48ωρη απεργία διεκδικώντας το απαραίτητο προσωπικό για ασφάλεια στα δρομολόγια, κόντρα στην απόφαση της εταιρίας να αντικαταστήσει έμπειρους και ειδικευμένους εργαζομένους με φθηνότερους ή και να καταργήσει σχετικές θέσεις εργασίας. Όταν οι εργαζόμενοι συγκρότησαν απεργιακή επιτροπή και προκήρυξαν απεργία, επισημαίνοντας ότι κινδυνεύει η ζωή εργαζομένων κι επιβατών, η σοσιαλδημοκρατική ηγεσία στην Ομοσπονδία SEKO (εργαζόμενοι στα μέσα σταθερής τροχιάς) καταδίκασε την απεργία και κάλεσε τα μέλη της να μη συμμετάσχουν. Δεν έμεινε όμως εκεί, αλλά προσέφυγε και στο δικαστήριο, το οποίο και επέβαλε εξοντωτικά πρόστιμα για «διαφυγόντα κέρδη και καταπάτηση της συλλογικής σύμβασης», με τον κάθε απεργό να καλείται να πληρώσει πρόστιμο 300 ευρώ!
Αυτή είναι η γενικευμένη εικόνα σε σχέση με την κατάσταση που επιφέρει στο εργατικό-συνδικαλιστικό κίνημα η κυριαρχία των δυνάμεων του εργοδοτικού συνδικαλισμού. Όμως, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι υπάρχουν και δυνάμεις μέσα από τη δράση των οποίων εκφράζεται σήμερα και η αντίρροπη τάση στην πορεία υποχώρησης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος που συντελείται τις τελευταίες δεκαετίες. Σε κάθε χώρα υπάρχουν ενεργοί και δραστήριοι πυρήνες σε σημαντικά τμήματα της εργατικής τάξης, που δείχνουν αξιόλογα στοιχεία συγκρότησης, αντοχής και πρωτοπόρας δράσης στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, κρατάνε ζωντανή και μπορούν να αναπτύξουν τη γραμμή πάλης ενάντια στους καπιταλιστές, το αστικό κράτος και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες.
Τέτοια παραδείγματα μπορούμε να βρούμε, λ.χ., σε αγωνιστικές δυνάμεις μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα που έχουν αναπτύξει δεσμούς με το ΠΑΜΕ και συσπειρώνονται στην Παγκόσμια Συνδικαλιστική Ομοσπονδία (ΠΣΟ), όπως το Εργατικό Κέντρο Μασσαλίας (UD CGT 13), η Ομοσπονδία Εργαζόμενων Χημικής Βιομηχανίας (FNIC CGT) κ.ά. στη Γαλλία. Οι δυνάμεις αυτές έπαιξαν σημαντικό ρόλο στις μεγάλες απεργίες και κινητοποιήσεις στη Γαλλία, έχοντας πρωτοστατήσει και το προηγούμενο διάστημα στην πάλη σε μια σειρά από κλάδους και μεγάλους χώρους δουλειάς για τους μισθούς, τις συλλογικές συμβάσεις κ.ά. Οι δυνάμεις αυτές βγήκαν ενισχυμένες από τις μεγάλες κινητοποιήσεις, με αυξημένο κύρος μέσα στην εργατική τάξη και διευρυμένη επιρροή σε συνδικάτα και συνδικαλιστές. Αυτό αποτυπώθηκε και στη διαπάλη κατά τη διάρκεια του 53ου Συνεδρίου της CGT στα τέλη Μάρτη, απέναντι στη συμβιβαστική γραμμή της ηγεσίας της Συνομοσπονδίας.
Μάχιμες δυνάμεις με ταξικό προσανατολισμό που δραστηριοποιούνται στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα κόντρα στη γραμμή της ταξικής συνεργασίας υπάρχουν και σε άλλες χώρες. Είναι χαρακτηριστικό, π.χ., ότι τέτοιες δυνάμεις στο κρατίδιο της Βάδης-Βυτεμβέργης στη Γερμανία ασκούν πίεση προς τις σοσιαλδημοκρατικές ηγεσίες για τη συνέχιση και κλιμάκωση των αγώνων, και μέσα σε αυτήν την πορεία προσπαθούν να ανοίξουν ρήγμα στον υφιστάμενο συσχετισμό μέσα στα συνδικάτα της περιοχής. Σε συγκεντρώσεις σε αυτήν την περιοχή εμφανίστηκαν πανό από Γερμανούς συνδικαλιστές με σύνθημα «Χωρίς εσένα γρανάζι δε γυρνά, εργάτη, μπορείς χωρίς αφεντικά», ενώ και το χαιρετιστήριο μήνυμα αλληλεγγύης του ΠΑΜΕ έγινε δεκτό με ζωηρό χειροκρότημα και συνθήματα στις συγκεντρώσεις. Σε απάντηση προσπαθειών της εργοδοσίας να στοχοποιήσει συνδικαλιστές με πρωτοπόρα και μαχητική δράση στους χώρους δουλειάς εκδηλώνονται αξιοσημείωτες παρεμβάσεις αλληλεγγύης σε τοπικό επίπεδο από συνδικάτα και άλλους φορείς, γίνεται προσπάθεια να βγουν πολιτικά συμπεράσματα. Μικρότερης ή μεγαλύτερης έκτασης τέτοια παραδείγματα βημάτων με προσανατολισμό τη διαμόρφωση ενός πόλου συνδικάτων και συνδικαλιστών που κινούνται σε κατεύθυνση ρήξης με τις συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες σε ταξική κατεύθυνση καταγράφονται και σε άλλες χώρες.