Πόλεμος και ταξική σύγκρουση στην ελληνική λογοτεχνία τα χρόνια της θύελλας (1940-1950)*


της Ελένης Μηλιαρονικολάκη

Είναι στις αρχές του 1941, λίγο μετά τη φασιστική επίθεση στην Ελλάδα, που ένας από τους σπουδαιότερους ποιητές μας, ο Άγγελος Σικελιανός, πραγματοποιεί, μέσα από μια πεντάχρονη πορεία, τη μετάβασή του από τον εγωκεντρισμό, την προγονοπληξία και τις αριστοκρατικές, μεταφυσικές ιδέες, στη ζωντανή πραγματικότητα του καιρού του. Το ορόσημο γι’ αυτήν τη μεταστροφή του είναι το ποίημα «Στυγός όρκος», αφιερωμένο στους στρατιώτες του μετώπου, σ’ αυτούς που έπεσαν «για τα προπλάσματα μιας νέας ζωής, που θάρθει μες στο φως της θυσίας τους». Στο ποίημα αυτό ο Σικελιανός ορκίζεται πως θα μείνει πιστός στη μνήμη τους, δεμένος αδιαχώριστα με το λαό και τους αγώνες του, με τα παρακάτω λόγια:

«…τώρα πια δε φεύγω από κοντά Σας,
μηδέ στιγμή να φύγω από κοντά Σας
ζητώ, γιατί έχω κάμει απ’ την καρδιά μου,
για να χορεύετε, λεβέντες μου, έν’ αλώνι…»1

Και δεν είναι ο μόνος. Μέχρι τις μέρες μας δεν έχει υπάρξει άλλη περίοδος που να παρατηρείται σε τόσο μεγάλο βαθμό η σύνδεση της λογοτεχνίας και των λογοτεχνών με την Ιστορία και τον κινητήρα της, την ταξική πάλη. Από αυτήν την άποψη προβάλλει ακόμη πιο έντονα η ανάγκη να «διαβάσουμε» τη λογοτεχνία εκείνων των χρόνων κάτω από το φως της Ιστορίας και προπαντός κάτω από το φως της επιστημονικής, μαρξιστικής προσέγγισης που γίνεται στο Δοκίμιο Ιστορίας του Κόμματός μας, βασισμένη στην πείρα και στα συμπεράσματα από την πάλη του τα θυελλώδη εκείνα χρόνια.

Στο Δοκίμιο Ιστορίας, από τις πρώτες σελίδες του Β΄ Τόμου, αναφέρεται ότι μετά από παλινδρομήσεις στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930 η Κομμουνιστική Διεθνής, μόλις άρχισε η επίθεση της Γερμανίας στη Σοβιετική Ένωση και κάτω από την ανάγκη της Σοβιετικής Ένωσης να συμμαχήσει με τον αντιμαχόμενο τη Γερμανία ιμπεριαλιστικό πόλο, κάλεσε τα κομμουνιστικά κόμματα να μην κάνουν αντικαπιταλιστικό, επαναστατικό αγώνα, αλλά αντιφασιστικό, εθνικοαπελευθερωτικό, σε συνεργασία προφανώς με τη σοσιαλδημοκρατία και άλλες αστικές πολιτικές δυνάμεις. Κάτω από αυτήν την προβληματική κατεύθυνση, εξαιτίας όμως και εσωτερικών αδυναμιών, το Κόμμα μας δεν κατόρθωσε, την περίοδο που εξετάζουμε, να διαμορφώσει επαναστατική στρατηγική μετατρέποντας τον απελευθερωτικό αγώνα σε αγώνα για τη σοσιαλιστική εξουσία, ακόμη και την περίοδο της επαναστατικής κατάστασης που διαμορφώθηκε μετά την Απελευθέρωση.

Η στρατηγική του Κόμματός μας, με τις όποιες διαφοροποιήσεις της στις φάσεις του αγώνα, αναπόφευκτα αντανακλάται στην κομματική και φιλοκομματική λογοτεχνία. Μιλώντας όμως για τη λογοτεχνία, η αντανάκλαση αυτή στη συνείδηση των λογοτεχνών δε συντελείται αυτόματα, αλλά με τον ιδιαίτερο, υποκειμενικό τρόπο που καθένας τους προσλαμβάνει και εκφράζει τη γύρω του πραγματικότητα.

Με το ξέσπασμα του Ελληνοϊταλικού Πολέμου μετά το γνωστό «ΟΧΙ» που είπε ο Μεταξάς, ο οποίος είχε ταχτεί με τους Άγγλους ιμπεριαλιστές, πολλοί λογοτέχνες στρατεύτηκαν και πήγαν στο μέτωπο. Το Κόμμα βρισκόταν σε συνθήκες βαθιάς παρανομίας. Η κυβέρνηση Μεταξά είχε καταφέρει ένα πρωτοφανές στα χρονικά πλήγμα εναντίον του με τη φυλάκιση και τον εκτοπισμό 1.600 περίπου στελεχών, μελών και οπαδών του, φτάνοντας να συστήσει ελεγχόμενη από την Ασφάλεια Κεντρική Επιτροπή και πλαστό Ριζοσπάστη. Τρεις μέρες μετά την ιταλική επίθεση, ο ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης απηύθυνε από τη φυλακή την πρώτη ανοιχτή επιστολή του προς τον ελληνικό λαό (ακολούθησαν άλλες δύο που τις έφαγε το σκοτάδι). Η επιστολή δημοσιεύτηκε στον Τύπο στις 2 Νοέμβρη 1940 και καλούσε το λαό να πολεμήσει ενάντια στο φασισμό του Μουσολίνι. Παρά την αντίφαση που περιείχε –όπου ο σωστός στόχος για «μια καινούργια Ελλάδα της δουλειάς, της λευτεριάς, λυτρωμένη από κάθε ξενική ιμπεριαλιστική εξάρτηση και από κάθε εκμετάλλευση, με έναν πραγματικά παλλαϊκό πολιτισμό» συνυπήρχε με τη θέση «στον πόλεμο αυτό που διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά όλοι μας πρέπει να δώσουμε όλες μας τις δυνάμεις δίχως καμιά επιφύλαξη»– άσκησε μεγάλη επίδραση και συνέβαλε καθοριστικά στη συσπείρωση των διάσπαρτων κομματικών και φιλοκομματικών δυνάμεων, μαζί και των λογοτεχνών.

Ενώ στη λογοτεχνία κυριαρχούσε το πανεθνικό, στενά πατριωτικό, κάποιες φορές και σοβινιστικό πνεύμα της γραμμής Μεταξά –με ορισμένους φιλελεύθερους λογοτέχνες να προτείνουν συγχρόνως ένα δημοκρατικότερο πολίτευμα– στο περιοδικό Νεοελληνικά Γράμματα, όπου συσπειρώνονταν αρκετοί κομμουνιστές και προοδευτικοί διανοούμενοι, εμφανίζονται άρθρα επικεντρωμένα στο αντιφασιστικό περιεχόμενο του πολέμου, στα οποία διαγράφεται η απαίτηση για αγώνα με κοινωνικά αιτήματα και στο εσωτερικό της χώρας. Γι’ αυτό, αρκετοί συντάκτες τους, κύρια κομμουνιστές, συνελήφθησαν και κρατήθηκαν για λίγο στην Ασφάλεια.

Το ποίημα του Ρίτσου «Οκτώβρης 1940», γραμμένο το Νοέμβρη του 1940, παρακολουθώντας το πνεύμα της επιστολής του Ζαχαριάδη, πηγαίνει πιο μακριά από τους προηγούμενους προοδευτικούς διανοούμενους. Εκτός από το να μεταφέρει το κλίμα του γενικού ενθουσιασμού και ξεσηκωμού, συνδέει τον απελευθερωτικό αγώνα με την αναγκαιότητα μιας άλλης Ελλάδας.

«Ανοίγουν τα παράθυρα
Κι όσοι μένουν χαιρετούν αυτούς που φεύγουν
Και φεύγουν όλοι
Γέμισαν οι πόλεις με τύμπανα και σημαίες.
Ορθή η αυγή σημαιοστολίζει τα όνειρά μας.
Κι η Ελλάδα λάμπει μέσ’ στα φώτα των ονείρων μας.
Ο ήλιος πλυμένος
με το καθαρό πρόσωπο στραμμένο στον άνθρωπο
χαιρετάει τους δρόμους που κρατούν στη μάχη.
Αυτοκίνητα περνούν γεμάτα πλήθος.
Αποχαιρετιούνται στις πόρτες και γελάνε
κι ύστερα ακούγονται τ’ άρβυλα στην άσφαλτο
το μεγάλο τραγούδι των αντρίκειων βημάτων
που μακραίνει και σβήνει στο μάκρος του δρόμου
ως το βραδινό σταθμό με τα χαμηλωμένα φώτα.
Εκεί τρένα περιμένουν
σφυρίζουν λίγο έξω απ’ την πόλη
ακούγονται αποχαιρετιστήριοι πυροβολισμοί
κι ύστερα όλα σωπαίνουν και περιμένουν.
Διαβάζουμε τα τελευταία παραρτήματα:
Νικούμε. Νικούμε.
Πάντα νικάει το δίκιο.
Μια μέρα θα νικήσει ο άνθρωπος.
Μια μέρα η λευτεριά θα νικήσει τον πόλεμο,
αδέρφια μου. Αδέρφια μου,
μια μέρα θα νικήσουμε για πάντα.»2

Λίγο πριν τη συνθηκολόγηση με τη Γερμανία η ελληνική κυβέρνηση και ο βασιλιάς Γεώργιος Γλίξμπουργκ μετακομίζουν στο εξωτερικό. Μετά τη συνθηκολόγηση σχηματίζεται στην Αθήνα δωσίλογη κυβέρνηση που αρχίζει να συνεργάζεται με τους κατακτητές. Τα άλλα τμήματα του πολιτικού κόσμου τηρούν στάση αναμονής ή προσανατολίζονται στην οργάνωση αντίστασης με τους Εγγλέζους συμμάχους. Κοινός στόχος όλων αυτών είναι να μην αφήσουν να δημιουργηθεί λαϊκό αντιστασιακό κίνημα ικανό να απειλήσει την αστική κυριαρχία.

Για τα λαϊκά στρώματα, ειδικά τον πρώτο χρόνο, η ζωή είναι αβάσταχτη, προπαντός στις μεγάλες πόλεις. Πείνα, αρρώστιες, θάνατος, μοιρολατρία, αλητεία και ο «σώζων εαυτόν σωθήτω» χαρακτηρίζουν την κατάσταση του λαού. Το βαριά χτυπημένο από την τεταρτοαυγουστιανή δικτατορία ΚΚΕ, στηριγμένο σε έναν πυρήνα 2.000 μελών και στελεχών του, πολλά από τα οποία δραπέτευσαν από τις φυλακές και τις εξορίες, πραγματοποιεί τον άθλο της ανασυγκρότησής του και αναλαμβάνει δράση για να οργανώσει τον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα. Η πρώτη πανελλαδική οργάνωση που συγκρότησε ήταν η Εθνική Αλληλεγγύη, που είχε αποστολή να φροντίσει τον πεινασμένο, καταβασανισμένο λαό και τους αγωνιστές του. Λίγους μήνες αργότερα, το Σεπτέμβρη του 1941, ιδρύθηκε το ΕΑΜ.

Στους αστούς λογοτέχνες, ειδικά της παλιότερης γενιάς, επικρατεί η λογική του συμβιβασμού και της προσαρμογής στη νέα πραγματικότητα. Τίποτα δε θέλουν να καταλάβουν απ’ όσα κοσμοϊστορικά συμβαίνουν γύρω τους. Η νοσταλγία, το ειδύλλιο, ο εξωτισμός, το όνειρο, η ενδοσκόπηση ή η ιστοριογραφία δίνουν το στίγμα της λογοτεχνικής παραγωγής τους.

Η στάση αυτού του μέρους της αστικής διανόησης φαίνεται να μην έχει αλλάξει ούτε τον Αύγουστο του 1943, όταν αρχίζει να κυκλοφορεί το παράνομο περιοδικό της κομμουνιστικής διανόησης Πρωτοπόροι, που δεν μπόρεσε να βγάλει παρά μόνο 5 τεύχη, με συντάκτες τους Γιώργο Λαμπρινό, Νίκο Καρβούνη, Μάρκο Αυγέρη και Μέλπω Αξιώτη. Το περιοδικό στο πρώτο φύλλο του στιγματίζει την ατομικιστική απάθεια της αστικής διανόησης. Στόχο του έχει να αποτελέσει έναν πόλο για πιο πλατιά συσπείρωση λογοτεχνών στον «αγώνα για τη λευτεριά, τη λαοκρατία και τον πολιτισμό», όπως γράφει, να ταρακουνήσει και να ξεβολέψει λογοτέχνες που εξακολουθούν το μακάριο ύπνο τους, αλλά να δημιουργήσει και ένα αντίβαρο στο περιοδικό Νέα Εστία. Το περιοδικό αυτό, που συγκεντρώνει τις φίρμες της αστικής διανόησης, κυκλοφορεί ελεύθερα. Με κατεύθυνση την προσαρμογή στην κατοχική πραγματικότητα καλλιεργεί τη φυγή από την αληθινή ζωή, προσπαθώντας όμως πάντα να κρατά τα προσχήματα. Αλλά καλύτερα τα εκφράζει όλα αυτά ένα χρονογράφημα του περιοδικού Πρωτοπόροι με τίτλο «Ο ψαράς και ο ποιητής».

«Ο κ. Όπουλος ξύπνησε, άνοιξε το παράθυρο, και είδε τη μέρα εν τάξει. Τα εξωτερικά φαινόμενα, που θα του φέρουν πάλι σήμερα, σαν κάθε μέρα, όλες τις πολυποίκιλες επιδράσεις τους, το καλοκαίρι, η φύση, η γυναίκα, τα πράγματα, όλα είναι στη θέση τους. Τα δικά του πλεονεκτήματα, νεύρα, νους κ’ οι αισθήσεις του που θα επεξεργαστούν εκείνο το πλουσιώτατο υλικό, δώσανε κιόλας το παρών. Η μέρα σήμερα αναγγέλλει γόνιμες υποψίες. Θα αποταμιεύσει, θα δεχτεί, θα βάλει στο χαρτί, θα πάρει απ’ το χαρτί, γιατί καθώς θα καταλάβατε, ο κ. Όπουλος είναι άνθρωπος του μυαλού. Κείνο που γενικά ονομάζομε διανοούμενος. Μπορεί τα χρόνια να περνούν, να φεύγουνε οι άνθρωποι, όλα να περπατούν, ν’ αλλάζουν οι καιροί, ανάγκες και πολιτισμοί, εκείνος είναι ο Ποιητής, ο Επιστήμων, ο Διανοούμενος. Κλειδαμπαρώνει την προσωπικότητα. Κατοχυρώνει την απομόνωση. Διανοείται.

Κατά τα χρόνια τούτα, όλα βαδίζουν με γοργό ρυθμό. Αγγομαχούνε οι άνθρωποι. Η γη θαρρείς γεννοβολά και τρίζουν τα θεμέλια της ζωής, κι ακούς το βογγητό όπως σκίζουνε οι σάρκες της λεχώνας. Όλα συμφιλιώνουνται μεταξύ τους, όσα είναι βολικό να συνεννοηθούν, κ’ η μάχη η πρωτάκουστη της ανθρωπότητας έπιασε την κορφή. Ο κ. Όπουλος γράφει το έργο του.

Κάτι κουνούπια μόνο τώρα τελευταία φτάνουν και τον κεντρίζουν και τον ενοχλούν. Ο κ. Όπουλος τα διώχνει με τα χέρια. Πάει να πούμε και του λέει ένας γνωστός: Φίλε Κωστάκη, δεν ακούς τι γίνεται; Χάνεται ο ντουνιάς! Δεν πονά η ψυχή σου; Βάλε κι εσύ ένα χέρι, βοήθα να ζήσομε, είσαι άξιος.

Ο κ. Κωστάκης σκέφτεται:

– Εγώ είμαι Ποιητής. Όσα εσείς πάσχετε, τα γράφω. Αυτή είναι η δική μου δράση. Ρουφά το έργο μου τα γύρω, και τα κατασκευάζει φράσεις. Θα τα βρουν οι απόγονοι.

– Κωστάκη μου, για το Θεό, δε μας παίρνει ο καιρός, έλα μαζί μας, μπες μπροστά, πες ένα λόγο, φώτισέ μας, είμαστε αγράμματοι, σε καρτερούσαμε, κι αν είσαι συ γραμματιζούμενος, είναι κι άλλοι, Κωστάκη μου, που ήρθανε με το μέρος μας, άντε να γίνομε πολλοί, να τα βγάλομε πέρα.

Ο κ. Κωστάκης σκέφτεται:

– Κι αν ήρθαν άλλοι, είναι οι χειρότεροι. Εγώ δεν καταδέχομαι άλλο. Είμαι ποιητής.

Στον κ. Όπουλο, τον Ποιητή, τον Κριτικό, το Λογοτέχνη ή τον Επιστήμονα, με άλλα λόγια στο Διανοούμενο που δεν πήρε ακόμα είδηση τι γίνεται τριγύρω, που περιφρονεί τις ομαδικές πράξεις, που μόνο σχολιάζει, αντιδρά, και κλειδαμπαρώνεται, εμείς έχομε να του πούμε αυτό:

– Στις 22 Ιουλίου 1943 το πρωί, πάει άνθρωπος του ΕΑΜ να κατεβάσει τα ψαράδικα της αγοράς στην απεργία. Ο επί κεφαλής ψαράς διστάζει μια στιγμή, γυρίζει βλέπει την πραμάτεια, ίσαμε αύριο είναι για πέταμα το βιος τόσων ανθρώπων σ’ όλο το συνάφι του. Τότε ο ΕΑΜίτης του μιλεί την ψαράδικη γλώσσα: Άντε ντε αδερφάκι, για τη σκατομαρίδα τώρα πας να χαλάσεις τη δουλειά; Παράτα τη και βάλτε μπρος. Και καλή τύχη. Και τα ψαράδικα απεργήσανε σύσσωμα στις 22 Ιουλίου.

Ο κ. Όπουλος διανοούμενος δεν έχει το κουράγιο να προσφέρει στους ανθρώπους μήτε καν τη θυσία της παλιομαρίδας του. Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο, ακόμα και το έργο του που προσδοκά να δικαιώσει την εγκληματική απομόνωση, θάχει μεθαύριο για μας μια βρώμα απαίσια ψόφιας ψαρίλας. Θα λέει η νέα γενεά, κείνη η αμείλιχτη, που δεν την είδε μήτε στ’ όνειρό του ο κ. Όπουλος διανοούμενος: Ανάμεσά μας ήταν κάποτε κάτι άνθρωποι της πένας άξιοι και καλοί. Μα στο μεγάλο το κακό που γίνηκε, και δώσαμε τη μάχη και ήθελε κότσια και καρδιά, κι όλο να δίνεις και να φλέγεσαι, κείνοι λιποταχτήσαν και ψοφήσανε. Ο Θεός ας τους συχωρήσει αν είναι πιο πολύ πονόψυχος. Όχι πάντως εμείς.»3

Αν οι αστοί διανοούμενοι απολαμβάνουν την αταραξία τους, δε συμβαίνει το ίδιο με τους κομμουνιστές και γενικότερα τους ΕΑΜικούς λογοτέχνες. Στην πρώτη γραμμή με αυτοθυσία και ηρωισμό βρέθηκαν οι ψημένοι στις μεταξικές εξορίες, καταδιώξεις και την παρανομία –καθόλου ευκαταφρόνητοι ποσοτικά και ποιοτικά– κομμουνιστές και συμπορευόμενοι διανοούμενοι του Μεσοπολέμου, όπως οι Γιώργης Λαμπρινός, Νίκος Καρβούνης, Κώστας Βάρναλης, Γιάννης Ρίτσος, Γαλάτεια Καζαντζάκη, Μέλπω Αξιώτη, Έλλη Αλεξίου, Θέμος Κορνάρος, Μενέλαος Λουντέμης, Φώτης Αγγουλές. Στη διάρκεια της Κατοχής πλαισιώθηκαν και με άλλους μεσοπολεμικούς λογοτέχνες, όπως οι Μάρκος Αυγέρης, Κοσμάς Πολίτης, Νίκος Καββαδίας, Νικηφόρος Βρεττάκος, Θράσος Καστανάκης, Βασίλης Ρώτας, Γιώργος Κοτζιούλας, Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη, Ρίτα Μπούμη Παππά, Νίκος Παππάς κ.ά. Ο Βάρναλης είναι εκείνος που, από τις 26 κιόλας Απρίλη του 1941, τρεις μέρες μετά τη συνθηκολόγηση, δίνει πρώτος το σύνθημα για αντίσταση, σε σειρά άρθρων του στην εφημερίδα Πρωία, γραμμένα με εφευρετικότητα για να αποφύγει τη λογοκρισία, όπως με αναδρομές σε άλλες ιστορικές εποχές και με ποιητικές αναφορές. Ο Γιώργης Λαμπρινός πάλι γράφει το ιστορικό δοκίμιο Μορφές του ’21, που εκδόθηκε λογοκριμένο το 1942 και έγινε ανάρπαστο. Το βιβλίο αναδεικνύει τις ξεχασμένες, λαϊκές μορφές της Επανάστασης του ’21, προκαλώντας το συσχετισμό του αγώνα των προγόνων με το αντιστασιακό κίνημα.

Ωστόσο στην πεζογραφία οι καιροί ευνοούν το διήγημα. Οι ανάγκες του αγώνα καταργούν τη φλυαρία στην τέχνη. Τα αντιστασιακά διηγήματα έχουν σκοπό να αναδείξουν τη θηριωδία του κατακτητή και την αθλιότητα του προδότη, να στηλιτεύσουν τον ατομισμό, να παρακινήσουν τους διστακτικούς και απέναντι σε όλα αυτά να ορθώσουν το μεγαλείο της αδάμαστης ψυχής των αγωνιστών της Αντίστασης. Με προσεκτικότερη ωστόσο παρατήρηση διαπιστώνει κανείς ότι, αν δεν απουσιάζει, σίγουρα σπανίζει η ανάδειξη των μεγάλων ταξικών αντιθέσεων που γιγαντώνονται στην Κατοχή. Λείπει με άλλα λόγια η αναγκαία συμμετοχή της λογοτεχνίας στην ιδεολογική-διαπαιδαγωγητική προετοιμασία για όσα ήδη συμβαίνουν και προπαντός για όσα θα ακολουθήσουν μετά την Κατοχή. Το Κόμμα βέβαια δεν ήταν ανυποψίαστο, όπως προκύπτει από την κατεύθυνση που έδινε το περιοδικό Πρωτοπόροι με κεντρικό άρθρο του Μάρκου Αυγέρη. Σ’ αυτό το άρθρο ο Αυγέρης τονίζει ότι «η διαλεκτική της Ιστορίας, η πάλη των αντιθέτων από την οποία θα προκύψει μια νέα σύνθεση, αποτελεί αλάθευτη πυξίδα, το μόνο σταθερό κι επιστημονικό προσανατολισμό για όλα τα φαινόμενα της ζωής, όπως και στην τέχνη». Η πηγή μιας τέτοιας αντίφασης δεν πρέπει να αναζητηθεί αποκλειστικά στη λογοτεχνία και στους λογοτέχνες. Βρίσκεται στην κεντρική αντίφαση που διαπερνά τη στρατηγική του Κόμματος αυτήν τη δεκαετία και όχι μόνο. Το γεγονός δηλαδή ότι ένα κομμουνιστικό κόμμα, με αποστολή την εγκαθίδρυση της εργατικής εξουσίας και την οικοδόμηση του σοσιαλισμού-κομμουνισμού, θέτει ως στόχο του τη Λαοκρατία, που το πρόγραμμά της σχεδόν ταυτίζεται με τις διακηρύξεις των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων προβλέποντας, για παράδειγμα, τη συνύπαρξη ιδιωτικού και κρατικού κεφαλαίου. Ως πολιτικό εποικοδόμημα επαγγέλλεται δε ένα εκσυγχρονισμένο αστικό πολιτικό σύστημα, που θα προκύψει με κοινοβουλευτικές διαδικασίες και που ονομαζόταν «δρόμος μετάβασης στο σοσιαλισμό».

Πιστό στις υποδείξεις του Αυγέρη, εμφανίζεται στο περιοδικό Πρωτοπόροι ένα διήγημα που, με όπλα τη σάτιρα και το σαρκασμό, αναδεικνύει το ταξικό μίσος και την αποφασιστικότητα της αστικής τάξης να συντρίψει το λαϊκό κίνημα. Είναι του Βασίλη Ρώτα, που το υπογράφει με το ψευδώνυμο Ν. Ρήγας. Το διήγημα με τον τίτλο «Ανθρωπόπουλος» αναδεικνύει την απανθρωπιά της αστικής τάξης που, αφού εκμεταλλεύτηκε στυγνά την εργατική τάξη τον καιρό της ειρήνης, συνεχίζει και στον πόλεμο με τη μαύρη αγορά να αυξάνει τον πλούτο της σε βάρος ενός λαού που λιμοκτονεί, χωρίς όμως να το βάζει κάτω.

«Τι φοβερό! Μοχτάς, παιδεύεσαι, φυτεύεις, δημιουργείς με χίλια βάσανα και πίκρες και μόλις έρθει τέλος η γλυκιά στιγμή που ανθίζει ο κόπος σου, ωριμάζουν οι καρποί σου, νάσου ένα πλήθος απροσκάλεστοι ακαμάτηδες, σμαρίδα οι αλήτες, χαροκόποι σα ζουζούνια και πεταλούδια με ζουρνάδες, με τραγούδια, πέφτουνε επάνω στα έτοιμα, όλοι τους να φάνε! Αμ, όχι δα, δε θα με φάτε εμένανε, όχι! Ποιος είσαι εσύ; Φτωχός; Και τι παραπονιέσαι; Χίλιες φορές περνάς καλύτερα από μένα. Ξένοιαστος ζεις, δεν έχεις βιος να διαφεντέψεις, ούτε φροντίδες να σου τρώνε το συκώτι. Ξυπνάς χορεύοντας, κοιμάσαι με τραγούδια. Δε σε χαλάνε οι ηδονές και η αμαρτία. Κι αν κιντυνέβεις σε πολέμους, γίνεσαι ήρωας, κι αν βασανίζεσαι νηστεύοντας, αγιάζεις. Εσύ ’σαι ο πλούσιος, όχι εγώ. (…) Όχι, συνάνθρωπε, χωρίζει τις ζωές μας αιώνιο μίσος και σε τούτη και στην άλλη. Πόλεμος είναι ανάμεσά μας, πάρ’ το απόφαση και μη θαρρείς πως δε σε ξέρω. Εγώ δε σε έκανα; Τι μου σκαρώνεις επανάστασες, θεωρίες; Χριστιανοσύνες, δικαιοσύνες, προκοπές, πολιτισμούς, ιδέες μεγάλες, ποιος; Εσύ, το ηλίθιο πλήθος, η βλακεία η πολυκέφαλη! Τόσα κεφάλια, τόσα κούφια κολοκύθια βλέπω εμπρός μου. Τι νομίσατε; Μου αρπάζετε το βιος, μου κλέβετε απ’ την κάθε μου χαρά, κι όσο, παράσιτα, πληθαίνετε στη λάσπη, πάλι σας ανέχομαι, κλείνω τα μάτια μου και κάνω πως δε βλέπω. Μα σαν σηκώνεσαι κι αφρίζεις φουσκωμένο και μου μολύνεις τον αέρα που ανασαίνω, θα σε χτυπήσω τέρας! Κι όποιος μετανιώσει! (…)»4

Ευχάριστη έκπληξη προκαλεί και το αντιστασιακό διήγημα του Μενέλαου Λουντέμη «Σωπάτε ν’ ακούσουμε τι λέει ο Θεός», το οποίο αναφέρεται στην ταξική πάλη που ήδη, από την Κατοχή, έχει αρχίσει να οξύνεται στην προοπτική της μεταπολεμικής εξουσίας. Στο διήγημα αυτό ο Λουντέμης δείχνει να προειδοποιεί για την πρόθεση του ΕΔΕΣ να συντρίψει τον ΕΛΑΣ με εντολή και στήριξη των «συμμάχων» Εγγλέζων. Το συγκεκριμένο διήγημα έχει κι άλλα χαρίσματα. Είναι εξαιρετικά πρωτότυπο, έξυπνο, ζωντανό, χαριτωμένο. Ο Θεός είναι ο στρατευμένος στην Αντίσταση δάσκαλος του χωριού, που με το χωνί μιλά στους χωρικούς από ένα λόφο δίνοντάς τους διάφορες οδηγίες, ενώ αυτοί νομίζουν πως ακούν τη φωνή του «Κυρίου». Κάποια μέρα εμφανίζονται στο χωριό δύο άνθρωποι, που είχαν μαζί τους λίρα με τον ντουρβά, για να εξαγοράσουν τους χωρικούς και να τους στρατολογήσουν. Τους καλούσε, είπαν, η πατρίς και έπρεπε να αποφασίσουν αυτοστιγμής. Ακολουθεί η παρακάτω στιχομυθία:

«– Καλός ο λόγος σας, μουσαφιραίοι, κ’ η γνώμη σας μελένια, μα εμείς βλέπεις, χωριάτες άνθρωποι μαθές, σα δεν πάρουμ’ ορμήνεια κι απ’ τον Χρηστή, τον πρόεδρό μας, που ’ν’ αλαφρύς στα πόδια και γλήγορος στο νου, δεν πάμε πούπετας.

– Ναι, αλλά ο αγών… η πατρίς…

– Καρτεράτε. Όπου κι αν είν’, έφτακε. Πάνε να τονε διοποιήσουνε.

– Εμείς απευθυνόμαστε εις την φιλοπατρίαν την εδική σας. Η γνώμη του προέδρου σας είναι γνώμη του κ’ η δική σας δική σας.

– Ναι, μα γλέπεις εμείς δε νογούμε… μα νάτονε!

Ο Χρηστής μπήκε κυπαρισσένιος.

– Καλώς κοπιάσατε, πατριώτες. Ποιος καλός σκοπός σας φέρνει;

– Ο αγών, κ. Πρόεδρε.

Και καθίσανε και τα ξηγήσανε όλα τα καθέκαστα με σειρά και με τάξη. Του δείξανε και το πουγγί.

– Βέβαια, λέει ο Χρηστής. Ο τύραννος πρέπει να χτυπηθεί. Μα πού είναι τ’ άρματα;

– Τ’ άρματα τάχουμε κάτου. Και τις στολές. Και οι μισθοί. Αυτά είναι μπροστάντζα.

– Κάτου; Και οι Γερμανοί;

– Άφησε τους Γερμανούς. Κείνοι κάνουνε τη δουλειά τους κι εμείς τη δικιά μας.

Ο Πρόεδρος απόμεινε.

– Αμ τότε ποιοι είναι οι οχτροί μας;

– Οι άθεοι, οι αναρχικοί. Αυτούς πρέπει να ξεπατώσουμε.

– Αυτούς; Δεν κάνουμε μια δουλειά, πατριώτες; Δεν ξεπατώνουμε πρώτα τους οχτρούς μας, για να μας δει κι ο Θεός;

– Μα αυτοί είναι οι εχθροί μας.

– Ακούστε, πατριώτες. Τον οχτρό του ο άνθρωπος τον ξέρει ο ίδιος. Ο Έλληνας έναν οχτρό έχει. Κι αυτόν πρέπει να ξεριζώσει. Το Γερμανό. Εμείς αδερφοπόλεμο δεν κάνουμε. Λίγα λόγια.

– Και τι θα πουν οι σύμμαχοί μας οι Εγγλέζοι που μας στέλνουνε τις λίρες;

– Τις λίρες; Γι’ αυτήν τη δουλειά τις στέλνουνε; Για να σκοτώσουμε τ’ αδέρφια μας; Τότε τι μας κράζουν “Θάνατος στους Γερμανούς”;»5

Στο πεδίο της ποίησης τώρα, παραθέτουμε ένα ποίημα γραμμένο το χειμώνα του 1941 από το νεαρό προλεταριακό ποιητή Μανώλη Αλεξίου, που καλεί την εργατική τάξη και γενικότερα τη φτωχολογιά να πάρει τα όπλα για να κατακτήσει τη δική της λευτεριά, με τον ομιλητικό τίτλο «Πάντοτε πρώτη»:

«Πάντοτε πρώτη η φτωχολογιά
στην μπόμπα, στην αρρώστια, στην πλημμύρα
πάντοτε η Δραπετσώνα, η Κοκκινιά
κι όπου φτωχός εκεί η κακιά του μοίρα

Της χήρας το μονάκριβο παιδί
πρώτο στην Πίνδο και στην Τρεμπεσίνα
κι ύστερ’ ανάπηρος με ένα ραβδί
στο Κολωνάκι σέρνεται απ’ την πείνα

Οι κόκκινοι σβέρκοι έχουν τσιμεντένιες
καρδιές. Πορτοπαράθυρα βαριά.
Α παιδικές γαμπίτσες καλαμένιες
εσείς λυγάτε πρώτες στον βοριά

Μα έτσι που σε χτυπάνε τα θεριά,
σαν πάρεις όπλο μοναχά στρατιώτη
φτωχολογιά θε νάρθει η λευτεριά,
που, τότε, θα την αντικρύσεις πρώτη.»6

Ο Γιάννης Ρίτσος, ανάμεσα στους πρώτους, με τη συλλογή του Δοκιμασία εκφράζει «διακριτικά αλλά ευδιάκριτα», όπως εύστοχα αναφέρει ο Γ. Βελουδής, την τραγικότητα της Κατοχής μαζί με την αισιοδοξία από το δυνάμωμα της Αντίστασης. Η λογοκρισία απαγορεύει το ποίημα της συλλογής «Παραμονές ήλιου», που από τον τίτλο του ακόμα προδίδει το αντιστασιακό περιεχόμενό του. Φυσικά δε διανοήθηκε να εκδώσει το ποίημά του «Η τελευταία προ Ανθρώπου εκατονταετία» που το έγραψε το 1942 αναγγέλλοντας τη σοσιαλιστική επανάσταση, αφού ήταν βέβαιο ότι θα απαγορευτεί από την προληπτική λογοκρισία που υπήρχε την περίοδο της Κατοχής:

«Τα καζάνια του λαϊκού συσσίτιου χτυπάν όλη νύχτα σαν ταμπούρλα. Νύχτα αποφασισμένη. Συνοικίες γκαστρωμένες με την κοιλιά τους βαρειά από πείνα, από καημό κι από άγιο μίσος. Πάνου στο πεζούλι ο λαϊκός ρήτορας: “Σύντροφοι”. Τίποτ’ άλλο. Ένα σπίρτο. Το φυτίλι. Κ’ οι μεγάλες δρασκελιές μιας σημαίας πάνου απ’ τον ύπνο κ’ η μεγάλη αψίδα της νύχτας όλη βαμμένη με πελώρια σφυροδρέπανα αγρύπνιας.»7

O Άγγελος Σικελιανός, με αίσθημα πνευματικού ηγέτη, γίνεται ο βάρδος της Αντίστασης, ειδικά με το εγερτήριο ποίημα που απήγγειλε στην κηδεία - λαϊκή διαδήλωση του Κωστή Παλαμά «Ηχήστε οι σάλπιγγες. Οι σημαίες οι φοβερές της Λευτεριάς ξεδιπλωθείτε στον αέρα!» που ακούστηκε στις χιλιάδες που παραβρίσκονταν. Το 1942 μάλιστα κυκλοφόρησε παράνομα και χειρόγραφα η συλλογή του Ακριτικά με ξυλογραφίες του Σπύρου Βασιλείου. Γενικότερα στην έντεχνη ποίηση οι ΕΑΜικοί λογοτέχνες έδωσαν ένα πλούσιο και αξιόλογο υλικό σύντομων ποιημάτων με παραδοσιακή ή μοντέρνα μορφή, που ορισμένα κυκλοφορούσαν παράνομα.

Δύο ακόμη διάσημοι στις μέρες μας ποιητές ξεχωρίζουν την περίοδο εκείνη για κάποια ποιήματά τους με αντιστασιακό περιεχόμενο. Σε αντίθεση ωστόσο με τον Σικελιανό, η δυσνόητη, κρυπτογραφημένη γλώσσα τους, μια ανάμιξη δημοτικής ποίησης και υπερρεαλισμού, δεν απευθυνόταν στο πλατύ λαϊκό κοινό. Ο πρώτος είναι ο Νίκος Γκάτσος, με την ποιητική συλλογή του Αμοργός, ειδικά τα ποιήματα «Ελεγείο» που παραπέμπει στο θάνατο ενός αντάρτη και στο «Ο ιππότης και ο θάνατος» όπου καταγγέλλει τη χιτλερική τυραννία και αναδεικνύει το λαϊκό πόθο για ελευθερία και ειρήνη: «Ώσπου και πάλι στις σπηλιές των ποταμιών ν’ αντηχήσουν / βαριά σφυριά της υπομονής / Όχι για δακτυλίδια και σπαθιά / αλλά για κλαδευτήρια και αλέτρια.» Ο άλλος είναι ο Νίκος Εγγονόπουλος, που στη σύνθεσή του Μπολιβάρ υμνεί στο πρόσωπο του Λατινοαμερικανού επαναστάτη τους αντάρτες του ΕΛΑΣ. Ο Νίκος Εγγονόπουλος έγραψε στη συνέχεια και «κατά παραγγελία» του ΕΑΜ αντιστασιακά ποιήματα σε γλώσσα απλή και κατανοητή.

Πάντως το πιο μεγάλο κομμάτι της ποίησης εκείνων των χρόνων είναι τα πασίγνωστα ως τις μέρες μας τραγούδια και τα θούρια που έγραψαν και μελοποίησαν κομμουνιστές και πλατύτερα ΕΑΜικοί λογοτέχνες και μουσικοί, εμψυχώνοντας και ξεσηκώνοντας το λαϊκό πλήθος. Στίχους έγραψαν ο Νίκος Καρβούνης, ο Βασίλης Ρώτας, η Σοφία Μαυροειδή Παπαδάκη, ο Απόστολος Σπήλιος, ο Φώτος Φωτεινός, ο Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής και πολλοί άλλοι, ενώ μουσική συνθέτες όπως ο Αλέκος Ξένος, ο Φοίβος Ανωγιαννάκης, ο Μίκης Θεοδωράκης. Από τη μεγάλη κι ακριβή αυτή σοδειά ξεχωρίζουμε για το επαναστατικό του περιεχόμενο τον ύμνο της Εθνικής Αλληλεγγύης, που έγραψε ο Απόστολος Σπήλιος και μελοποίησε ο Αλέκος Ξένος.

 «Στους δρόμους θα κριθεί το δίκιο
στους δρόμους θα πνιγεί ο σατράπης
κι απ’ τη σκλαβιά θε να φυτρώσει
το νέο βλαστάρι της αγάπης.

Ψηλά τα στήθια σας, αδέρφια
ψηλά οι γροθιές σας, σφιχτά οι γραμμές μας
της Εθνικής Αλληλεγγύης
αμέτρητες οι φάλαγγές μας.

Στους δρόμους, στους δρόμους που βάφτηκαν μ’ αίμα
της νέας ζωής ανατέλλει η αλήθεια
του κόσμου θεμέλιο αγάπη και γέλιο
φουσκώνουν πλατιά πανανθρώπινα στήθια.»8

Σταδιακά και ειδικά το 1943, μετά τις πρώτες νίκες της Σοβιετικής Ένωσης, κάτω από το βάρος των συνταρακτικών ιστορικών γεγονότων, την καταλυτική επίδραση και λαϊκή απήχηση της αντιστασιακής δράσης των ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, αλλά και την προσωπική δουλειά των κομμουνιστών λογοτεχνών, και αστοί λογοτέχνες, ειδικά οι προερχόμενοι από την κατεξοχήν απολογήτρια του αστισμού αποκαλούμενη «γενιά του ’30», προσέγγισαν το ΕΑΜ ή και εντάχτηκαν σε αυτό. Βέβαια ο εθνικοαπελευθερωτικός χαρακτήρας του ΕΑΜικού κινήματος δεν έθιγε τις πολιτικές και ιδεολογικές πεποιθήσεις τους, προπαντός την κάθετη διαφωνία τους στην επαναστατική ανατροπή του καπιταλιστικού κοινωνικού συστήματος, ούτε βρισκόταν σε αντίθεση με τα προτάγματά τους περί «ελληνικότητας» και εθνικής διάστασης της λογοτεχνίας. Η προσέγγιση αστών λογοτεχνών στο ΕΑΜ είχε άλλωστε ξεκινήσει από την αρχή της ίδρυσής του. Είναι χαρακτηριστικό ότι ανάμεσα στους πρώτους που συμμετείχαν σε λογοτεχνικές ομάδες του ΕΑΜ ήταν οι Γιώργος Θεοτοκάς, Κ. Θ. Δημαράς, Άγγελος Σικελιανός. Ο Άγγελος Σικελιανός ανήκει σ’ εκείνους που στην πορεία αποστασιοποιήθηκαν από την τάξη τους και συμπαραστάθηκε σε όλη την περίοδο με λόγο και πράξεις στην ΕΑΜική παράταξη και στους αγωνιστές της. Το ίδιο έκανε μετά από την Απελευθέρωση και ο Νίκος Καζαντζάκης, που υπήρξε αντιπρόεδρος του Ελληνοσοβιετικού Συνδέσμου και αργότερα πρόεδρος της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών.

Την προδεκεμβριανή περίοδο ο Μανόλης Αναγνωστάκης, που ανέπτυσσε αντιστασιακή δράση στη Θεσσαλονίκη εκδίδοντας με ομάδα φοιτητών και το περιοδικό Ξεκίνημα, έγραψε το γνωστό ποίημά του «Χάρης 1944», αφιερωμένο στον ΕΠΟΝίτη φοιτητή της Ιατρικής, Χάρη Τάλλαρο, που σκοτώθηκε σε ατύχημα. Το ποίημα μελοποιήθηκε από τον Μίκη Θεοδωράκη:

«Ήμασταν όλοι μαζί και ξεδιπλώναμε ακούραστα τις ώρες μας
Τραγουδούσαμε σιγά για τις μέρες που θα ’ρχόντανε φορτωμένες πολύχρωμα οράματα
Αυτός τραγουδούσε –σωπαίναμε, η φωνή του ξυπνούσε μικρές πυρκαγιές
Χιλιάδες μικρές πυρκαγιές που πυρπολούσαν τη νιότη μας
Μερόνυχτα έπαιζε το κρυφτό με το θάνατο σε κάθε γωνιά και σοκάκι
Λαχταρούσε ξεχνώντας το δικό του κορμί να χαρίσει στους άλλους μιαν Άνοιξη.
Ήμασταν όλοι μαζί, μα θαρρείς πως αυτός ήταν όλοι.
Μια μέρα μας σφύριξε κάποιος στ’ αυτί: “Πέθανε ο Χάρης” “σκοτώθηκε” ή κάτι τέτοιο. Λέξεις που τις ακούμε κάθε μέρα.
Κανείς δεν τον είδε. Ήταν σούρουπο. Θα ’χε σφιγμένα τα χέρια όπως πάντα
Στα μάτια του χαράχτηκεν άσβηστα η χαρά της καινούργιας ζωής μας…»9

 Όπως και ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ένα μεγάλο μέρος από τους πιο αντιπροσωπευτικούς λογοτέχνες της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, όπως οι Τάσος Λειβαδίτης, Μιχάλης Κατσαρός, Τίτος Πατρίκιος, Άρης Αλεξάνδρου, Κώστας Κουλουφάκος στην ποίηση και Δημήτρης Χατζής, Ανδρέας Φραγγιάς, Ζήσης Σκάρος, Στρατής Τσίρκας κ.ά. στην πεζογραφία, ανεξάρτητα από την πορεία του καθενός στη συνέχεια, στρατεύτηκαν στο κομμουνιστικό κίνημα, πληρώνοντας οι πιο πολλοί το τίμημα με φυλακίσεις και εξορίες.

Στις κρίσιμες μέρες της ταξικής σύγκρουσης του Δεκέμβρη, στο κορύφωμα της επαναστατικής κατάστασης, παρότι κάποιοι λογοτέχνες που είχαν συνταχτεί με το ΕΑΜ ή και το Κόμμα αρχίζουν να λυγίζουν, πολλοί ακόμα παραμένουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με μαρτυρία της Μέλπως Αξιώτη, στη διαδήλωση της 3ης Δεκέμβρη, τη γνωστή ως «Ματωμένη Κυριακή», ενάντια στην απόφαση της κυβέρνησης «εθνικής ενότητας» για μονομερή αφοπλισμό του ΕΛΑΣ, είχαν κατέβει και οι συντηρητικές λογοτέχνιδες Τατιάνα Σταύρου και Μυρτιώτισσα, παρά τα 70 χρόνια της. Πιο λίγοι είναι εκείνοι που πολέμησαν ή συνελήφθησαν. Σε μια αφήγησή της η Μέλπω Αξιώτη αναφέρεται στον Κοσμά Πολίτη, νεοφώτιστο μέλος του ΚΚΕ, με τα παρακάτω λόγια:

«Στο σπίτι του ο Κοσμάς Πολίτης, πρώην διευθυντής Τραπέζης, είχε ωραιότατα έργα τέχνης, είχε απέραντη μόρφωση, ήξερε πολλές ξένες γλώσσες. Οι κυρίες του Κολωνακιού του κάναν γλυκά μάτια, τον είχαν για μεγάλο “εστέτ” κι αγόραζαν τα βιβλία του, την Eρόικα, Το λεμονοδάσος. Στις μάχες του Δεκέμβρη ο Κοσμάς Πολίτης γύριζε στους δρόμους, σταματούσε τους Άγγλους στρατιώτες κι αξιωματικούς, τους έδειχνε τους τοίχους μας βαμμένους με συνθήματα και αίμα, και μιλώντας τους στη γλώσσα τους, πλανόδιος πατριώτης και κήρυκας εθελοντής του δίκιου και της τιμής της πατρίδας, τους έκανε εκείνη την ώρα να ντρέπονται που λέγονταν Άγγλοι. Και οι κυρίες του Κολωνακιού δεν του ’κλειναν πια το μάτι. Ο “εστέτ”, καθώς τον νόμιζαν, είχε κατέβει με τον λαό στα πεζοδρόμια.»10

Παρά τον ενθουσιασμό της Αξιώτη, η αποστολή που είχε ανατεθεί στον Κοσμά Πολίτη αποτυπώνει παραστατικά την αντίληψη που υπήρχε στις γραμμές του Κόμματος, ακόμα και μέσα στη φωτιά της ταξικής αναμέτρησης: Ότι οι Άγγλοι αξιωματικοί είναι φίλοι και σύμμαχοι, παρασυρμένοι ή εξαναγκασμένοι από τον Τσόρτσιλ, που τον θεωρούσαν μοναδικό υπαίτιο για το Δεκέμβρη.

Με ένα πλήθος λογοτεχνήματα (ποιήματα, χρονικά, άρθρα, πεζά), όπως αξίζει στο μεγαλείο του, τραγουδήθηκε ο Δεκέμβρης. Οι λογοτέχνες των οδοφραγμάτων συνέχισαν να πολεμούν με την πένα τους για να μην ξεχαστεί το έγκλημα, για να εμψυχώσουν και να οπλίσουν με νέες δυνάμεις το λαό μπροστά στους σκληρούς αγώνες που έβλεπαν να έρχονται. Συνεπαρμένοι από τον ηρωισμό και τη δόξα του, πνιγμένοι από το δίκιο και τη συγκίνηση, έριξαν την καρδιά τους στα μικρά λογοτεχνικά διαμάντια που γράφτηκαν λίγο μετά, για τις 33 εκείνες μέρες. Στο ποίημα της Ρίτας Μπούμη Παππά «Αθήνα» (Δεκέμβρης 1944) εκφράζεται έντονα το αίσθημα που ψύχωνε τους μαχητές του Δεκέμβρη: Πως εκπροσωπούν όλους τους καταπιεσμένους του κόσμου, όλες τις γειτονιές του κόσμου, όπως θα το διατυπώσει ο Ρίτσος αργότερα στην ομώνυμη ποιητική σύνθεσή του.

 «…Πώς αγαπούν τη λευτεριά σ’ αυτά τα χώματα.
Μεγάλο ηφαίστειο έσκασε απ’ τον κόρφο σου.
Μέσα στο καταχείμωνο του κόσμου
θα ’ρθουν οι παρίες της γης να ζεσταθούν στη φωτιά σου
στη λάμψη αυτή που χύθηκε απ’ τα ρούχα σου
άστρο του νέου Δεκέμβρη
που δε βρίσκεις σταύλο ν’ ακουμπήσεις τη δόξα σου

Τ’ οδόφραγμα της γειτονιάς το χτίσαν με τραγούδια επαναστατικά
που στέλναν οι αντάρτες μας με ρουμελιώτικα γεράκια
και ψιθυρίζαμε τέσσερα γερμανικά χρόνια στην προσευχή μας
Στ’ οδόφραγμα της γειτονιάς χτυπά η καρδιά της οικουμένης
κι ο αετός του παγκόσμιου ονείρου στις πέτρες του
απλώνει τις φτερούγες του ως πάνω σε βιβλίο.»11

Σε άλλο πνεύμα και το ποίημα «Οδομαχίες» ενός όχι και τόσο γνωστού ποιητή, του Τέου Σαλαπασίδη, υπογεγραμμένο με το ψευδώνυμο Νίκος Νικολαΐδης, που μας μεταφέρει τον πυρετό, την τρέλα της επαναστατικής έξαψης του Δεκέμβρη.

 «Πολεμήσαμε –στα χιονισμένα θρανία των πάρκων
στις υπόγειες στοές των εργοστασίων
σε δάση ανοιξιάτικα με παπαρούνες
στη σκόνη και σε λίμνες παγωμένες.
Τον Αύγουστο δεν ήπιαμε νερό –με βλέφαρα
καμένα απ’ της αγρυπνίας το μπαρούτι
αφήναμε τον ήλιο να μας τρώει τα μάτια.
Και τον Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές.
Ταμπουρωθήκαμε –στα κράσπεδα των λεωφόρων
στα παράθυρα, στις στέγες, στα μπαλκόνια
πίσ’ από ’να τζάμι, ένα λουλούδι, ένα φύλλο
πίσω απ’ τις πέντε αχτίνες της καρδιάς μας.
Με πεδίο βολής τα Διεθνή Ξενοδοχεία.
Απ’ τις αγαπημένες θυρίδες των πολυβολείων
μετρούσαμε τη Λευτεριά, με τους σταυρούς της πτώσης τους
–θανατικά ρολόγια οι πεθαμένοι εχθροί
θανατικά ρολόγια που δείχνουν τη ζωή μας–
Τότε στήσαμε τα πολυβόλα και την τρέλα μας, πάνου
στα εκτροχιασμένα τραμ, σε ντουλάπες, σε πιάνα,
σε αξιοπρεπή πορτρέτα “Κυριών” –με μπούκες στραμμένες
αντίκρα στα μάτια των δειλών.
Με τη ζωή μας –μιαν υπέροχη ζωή, μετρήσαμε
–Ορθοί: στις στέγες, στις πλατφόρμες, στα πάρκα
τον ασήμαντο χλιαρό τους θάνατο– Εμείς
που πεθάναμε τόσο, μα τόσο ωραία.»12

Για το Δεκέμβρη ο Βρεττάκος έγραψε το ωραιότερο ίσως ποίημά του, το «33 ημέρες», που αποσπάσματά του μελοποίησε ο Νίκος Καλλίτσης.

«Κι οι στρατιώτες μας ήταν ωραίοι σαν τους Αχαιούς.
Ανεβήκαν στο φως από βάθος πολύ.
Και ζητούσαν μια διέξοδο μέσα στο μέλλον.
Και μεις τους ρωτούσαμε για τ’ άλογά τους. Κ’ εκείνοι χαμογελούσανε.
Κ’ είχανε μέσα τους άλογα και φουσάτα.
Κ’ είχανε μέσα τους άλογα τ’ ουρανού που στηρίζονταν στα πίσω τους πόδια και σηκώνονταν όρθια.
Και ζυγιάζονταν στα πίσω τους πόδια και μοιάζανε σαν να κρεμόντουσαν από τον αέρα, μόλις πατώντας τη γης.
Κ’ είχανε άλογα κατακόκκινα μέσα τους που άστραφταν και χλιμίντριζαν και πηδούσαν.
Κ’ οι καβαλλαραίοι καθόντουσαν πάνω σε σέλλες χρυσές.

Και βγαίνανε στα παράθυρα οι γυναίκες και βλέπανε που η νύχτα με
την ημέρα γινόντουσαν ένα και σκουπίζαν τα μάτια τους.
– Στα λιμάνια, παιδιά μου, ξεφορτώνουνε πυροβόλα και τανκς!
Και γυρίζανε τα κεφάλια τους οι στρατιώτες μας και χαμογελούσανε
κάτω απ’ τα κράνη τους κι απαντούσαν ενώπιος ενωπίω με το θάνατο:
– Νίκη, είναι το χρέος!
Και φύσαγε κ’ έβρεχε κι άστραφτε.
Κι ακουμπούσανε τότε οι γυναίκες τα μέτωπά τους στα τζάμια και κλαίγανε.
– Πού πάτε δίχως άλογα, παιδιά μου;»13

Προφανώς ο Βρεττάκος με τα άλογα εννοεί το μεγάλο όγκο του ΕΛΑΣ, που –όπως είναι γνωστό– δεν επιστρατεύτηκε το Δεκέμβρη. Η αναμφισβήτητη λογοτεχνική αξία αυτών των έργων δε μας εμποδίζει να διαπιστώσουμε ότι ο ταξικός χαρακτήρας του Δεκέμβρη διαγράφεται σε αρκετά από αυτά, αλλά δεν προβάλλεται σε πρώτο πλάνο. Πιο έντονα αναδεικνύεται το ηθικό μεγαλείο του, μια καθαγίαση, κάποτε και με χρήση χριστιανικών συμβόλων, όπως η εκκλησία και ο Χριστός. Άλλοτε πάλι του προσδίδεται μια υπερταξική ανθρωπιστική ή διαχρονική διάσταση, ως συνέχεια της Αρχαίας Ελλάδας, της Γαλλικής Επανάστασης, του ’21, μέσα σ’ αυτά και της Οκτωβριανής Επανάστασης. Ο Ασημάκης Πανσέληνος στο αφιερωμένο στο Δεκέμβρη τεύχος του ΕΑΜικού περιοδικού Ελεύθερα Γράμματα, το 1945, στην πρώτη σελίδα, γράφει ότι ο Δεκέμβρης ήταν πόλεμος ταξικός, για πρώτη φορά εμφύλιος, που ήρθε να ολοκληρώσει το 1821. «Το 1944 γλίτωσε το 1821 από τους σφετεριστές του»! Το κρίμα δεν είναι αποκλειστικά δικό του. Έγραψε αυτό στο οποίο είχε καταλήξει το πρόσφατο 7ο Συνέδριο του Κόμματος τον Οκτώβρη του 1945: Ότι πριν το σοσιαλισμό έπρεπε να προηγηθεί ένα αστικοδημοκρατικό στάδιο. Γενικότερα οι αντιφάσεις που παρουσιάζει η λογοτεχνία της περιόδου απορρέουν από την ίδια αιτία για την οποία ηττήθηκε ο Δεκέμβρης: Από τη στρατηγική του Κόμματος για «εθνική ενότητα» και «ομαλή δημοκρατική εξέλιξη», από το γεγονός ότι ο Δεκέμβρης ήταν μια μάχη κυρίως άμυνας απέναντι στην αστική επιθετικότητα και την πίεση για ολοσχερή συμβιβασμό. «Το Δεκέμβρη δεν ανάψαμε φωτιές», όπως έγραφε ο Τέος Σαλαπασίδης στο ποίημά του «Οδομαχίες» που προαναφέρθηκε.

Η αναδρομή στο ’21, τους αγωνιστές του και το πολιτισμικό και λογοτεχνικό του εποικοδόμημα διατρέχει γενικότερα όλη την περίοδο, αλλά και κάποια χρόνια πριν. Από μόνο του αυτό δεν είναι επιλήψιμο. Το αντίθετο. Εξυπηρετεί τη σύνδεση της λογοτεχνίας με τη λαϊκή μνήμη και την πολιτισμική παράδοση. Προσδίδει λαϊκότητα στην τέχνη, όπως και τα σύμβολα της Παναγιάς και του Χριστού, που τόσο αξιοποιήθηκαν από τους μεγαλύτερούς μας δημιουργούς. Στην Κατοχή μάλιστα ήταν ένας τρόπος για να ξεπερνιέται η λογοκρισία. Όταν οι Γερμανοί το κατάλαβαν, έφτασαν μέχρι και τις φορεσιές του ’21 να απαγορεύουν. Το πρόβλημα ξεκινά από τη στιγμή που το Κόμμα και η πάλη του αναγορεύονται σε συνεχιστές του 1821. Γιατί από τη φύση του το Κόμμα της εργατικής τάξης δεν είναι δυνατό να γίνει συνεχιστής του ’21. Μπορεί να γίνει συνεχιστής μόνο ως ηγετική δύναμη στην πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας, που αποτελεί συνέχεια στη διαδοχή των κοινωνικοοικονομικών συστημάτων. Στη μεταδεκεμβριανή περίοδο η έννοια της ολοκλήρωσης των σκοπών του ’21 που προδόθηκαν, σύμφωνα με τις τότε επεξεργασίες του Κόμματος, από την αστική τάξη κάνει συχνά την εμφάνισή της στο περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, με κατάχρηση παράλληλα της φιλολογίας του ’21 ή για το ’21, μέσα από κείμενα του Κοραή, του Μακρυγιάννη, του Ρήγα, ακόμα και του Κωλέττη, άρθρα για τον Καποδίστρια, για τον Κολοκοτρώνη, τον Μπάιρον, ποιήματα του Σολωμού και του Κάλβου, δημοτικά τραγούδια και άλλα. Το 1945 το περιοδικό είχε μάλιστα καθιερώσει και μόνιμη σελίδα για το ’21.

Ο ενάμισης περίπου χρόνος που μεσολάβησε από το Δεκέμβρη του 1944 ως την έναρξη του αγώνα του ΔΣΕ, παρότι δεν είχε σταθεροποιηθεί ακόμα το αστικό σύστημα στην Ελλάδα, ήταν πολύ δύσκολος για το Κόμμα. Αμέσως μετά τη Συμφωνία της Βάρκιζας και την παράδοση των όπλων από τον ΕΛΑΣ, ξεκίνησε η αποκαλούμενη Λευκή Τρομοκρατία, όπου κράτος και διάφορες παρακρατικές ομάδες δολοφονούσαν μέλη, στελέχη και οπαδούς του ΕΑΜ, έκαιγαν και λεηλατούσαν σπίτια, κρεμούσαν κομμένα κεφάλια στους φανοστάτες, βίαζαν γυναίκες, επιτίθονταν σε θέατρα και βιβλιοπωλεία, για να στεριώσουν με την άγρια βία το αστικό σύστημα. Οι λογοτέχνες δεν εξαιρέθηκαν φυσικά από την επιχείρηση καταστολής. Όχι μόνο οι κομμουνιστές και ΕΑΜίτες που απολύονται από την εργασία τους, αλλά και αστοί λογοτέχνες βρίσκονται στο στόχαστρο. Στο έδαφος αυτό, ακυρώνεται η είσοδος του Άγγελου Σικελιανού και του Νίκου Καζαντζάκη στην Ακαδημία –στη θέση τους εκλέγεται ο ελάσσονας και πρώην αντιστασιακός ποιητής Σωτήρης Σκίππης– υπονομεύονται οι υποψηφιότητές τους για το βραβείο Νόμπελ, απαγορεύονται έργα τους στο Εθνικό Θέατρο. Οι Θεοτοκάς και Σεφέρης παύονται από τις θέσεις που είχαν στο Εθνικό Θέατρο. Σ’ αυτό το κλίμα δολοφονείται και ο γιος του Γιάνη Κορδάτου.

Την περίοδο εκείνη παρουσιάζεται μια άνθηση δημοσιευμάτων, χρονικών, απομνημονευμάτων, διηγημάτων και μυθιστορημάτων, που πολλά είχαν γραφτεί τα χρόνια της Κατοχής. Τότε κυκλοφορεί το Στρατόπεδο του Χαϊδαριού του Θέμου Κορνάρου, ανεκτίμητο ντοκουμέντο για την τρομοκρατία, αλλά και την υποδειγματική οργάνωση των κομμουνιστών στο φοβερό αυτό στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η Μέλπω Αξιώτη παρουσιάζει το βιβλίο της 20ός αιώνας, που εξυψώνει το ρόλο της γυναίκας στην Αντίσταση. Το άλμα της γυναίκας από την αφάνεια στο προσκήνιο της Ιστορίας είναι άλλωστε συχνά θέμα στη λογοτεχνία αυτής της δεκαετίας. Ο Κώστας Βάρναλης δημοσιεύει το βιβλίο του Ημερολόγιο της Πηνελόπης με σαφείς αναφορές στην ταξική πάλη και την εξέγερση των καταπιεσμένων. Ο Νικηφόρος Βρεττάκος στη νουβέλα του Το αγρίμι περιγράφει την εσωτερική πάλη ενός διανοούμενου, μέχρι να αποφασίσει την ένταξή του στον αγώνα. Ο Ζήσης Σκάρος στο μυθιστόρημά του Οι κλούβες μας παραδίδει την εμπειρία του από τα βάσανα των ομήρων που κλείνονταν σε σιδηροδρομικά βαγόνια-κλούβες μπροστά από τα γερμανικά μεταγωγικά τρένα ως μέτρο προστασίας τους από τις επιθέσεις των ανταρτών. Ο Σωτήρης Πατατζής φέρνει στο φως τη συλλογή διηγημάτων για την Αντίσταση Ματωμένα χρόνια, που ανάμεσα σε άλλα λογοτεχνικά έργα βραβεύτηκε από το Κόμμα το 1946. Ο Ηλίας Βενέζης με το θεατρικό του Μπλοκ C μεταφέρει την εμπειρία και τα συναισθήματά του από τη φυλακή το 1943, όπου οδηγήθηκε προδομένος ως αντιστασιακός και απελευθερώθηκε μετά από γενική διαμαρτυρία. Ο Δημήτρης Χατζής εκδίδει το πρώτο του μικρό μυθιστόρημα Η φωτιά, για την οργανωμένη αντίσταση ενόπλων και αμάχων στο χωριό, όπου προοιωνίζεται τη συνέχεια του πολέμου και υπογραμμίζει την ανάγκη να διατηρηθεί η συλλογικότητα και η αλληλεγγύη που κερδήθηκε μέσα στην Αντίσταση. Στο απόσπασμα που ακολουθεί ο Γιακουμής είναι ένας σεβαστός νοικοκύρης του χωριού, που παρά τις αρχικές αντιρρήσεις του οργανώθηκε στην ΕΑΜική Αντίσταση και καθοδήγησε τους συγχωριανούς του για να επιβιώσουν. Έχει έρθει η Απελευθέρωση και οι χωρικοί προσπαθούν να ξανακατοικήσουν το χωριό τους, που το είχαν εγκαταλείψει και το έκαψαν οι Γερμανοί. Όμως δε φτάνουν οι λαμαρίνες για να στεγάσουν τα σπίτια τους.

«– Το λοιπόν εσύ τι λες, Γιακουμή;

Νοιώθει τα μάτια τους, που καρφώνονται πάνω του να τον καίνε. Και των πεθαμένων μαζί. Περασμένα και τωρινά να σφιχτοδένονται και τ’ όνειρο της χαράς να πνίγεται μέσα στο αίμα των πεθαμένων και στη φτώχεια των ζωντανών. Ακούει ξανά τα λόγια της γυναίκας του της Αγάθως, πριν ξεψυχήσει και τώρα ξεδιαλύνει το νόημά τους –“εγώ δεν ξέρω”!...

Όμως αν εκείνη δεν τόξερε, ο Γιακουμής πρέπει να το ξέρει και πρέπει να το πει και στους άλλους, που τον κοιτάζουν στα μάτια και περιμένουν. Σηκώνεται ορθός. Στο μεγάλο του μέτωπο ο αγέρας παίζει μια τούφα ασημένια μαλλιά. Δένει τα χέρια του πίσω, στηλώνει το κορμί του και τους κοιτάζει κι αυτός έναν-έναν. Τα μάτια του λάμπουν, σαν τον καιρό που κουβαλούσε τη σοδειά, τα στάρια μέσα στα χιόνια. Τότες κοιτούσε ψηλά, τις μεγάλες κορφές. Τώρα αντικρύζει τη δημοσιά που σέρνεται στον κάμπο, ατελείωτη, φλογισμένη μέσα στον ήλιο, μακρύτερη απ’ τη ζωή ενός ανθρώπου. Το λοιπόν το ξέρει και μπορεί να τους το πει.

– Αν δεν ήτανε να το ξαναφτιάξουμε το χωριό μας, κανένας δεν μας τόδωκε το δικαίωμα να το κάψουμε….

– Σωστά, Γιακουμή!...

– Θα το ξαναφκιάσουμε τώρα που τέλειωσε ο πόλεμος. (Αυτό το λέει άλλος χωρικός.)

– Τίποτα δεν τέλειωσε, αποκρίνεται βιαστικά ο Γιακουμής. Ίδιος πόλεμος είναι και τώρα. Αν σταματήσετε ’δώ, χάσατε και τα κερδισμένα. Και τα τσίγκια να τα μοιραστούμε.

– Έλα που δεν φτάνουν για όλους.

– Πόσα λείπουνε;

– Για δεκαπέντε φαμίλιες.

Πάλι σωπαίνουνε και κοιτάζονται. Ο Γιακουμής δεν είναι παιδαρέλι να τόχει για εύκολο. Τα παιδιά του είναι στον πόλεμο, κι ο Θεός θα τον τιμωρήσει. Οι γερόντοι θ’ ακούσουν τη βλαστήμια του και θα φτυούνται στον κόρφο τους. Όμως θα σκεπαστούνε κι οι δεκαπέντε φαμίλιες. Και θα λείψει κι η γκρίνια:

– Το λοιπόν θα βγάλουμε και τα τσίγκια από την εκκλησιά, απ’ το καμπαναριό κι απ’ τον προφήτη Ηλία…

Κάτι ψίθυρος ακούγεται ενάντιος.

– Κι απ’ όλα τα παρεκκλήσια –τους αντισκόβει. Κι η φωνή του δεν είναι πια να τους ορμηνέψει. Είναι καθαρή προσταγή. Που την ακούν και σωπαίνουν, σα νάταν έτοιμοι να την δεχτούν.»14

Στην ποίηση ξεχωρίζουν οι συνθέσεις του Γιάννη Ρίτσου Ρωμιοσύνη και Η κυρά των Αμπελιών, καθώς και το Πνευματικό Εμβατήριο του Άγγελου Σικελιανού.

Το διάστημα αυτό, του ανελέητου ανθρωποκυνηγητού, αντικειμενικά ο λαός βρισκόταν μπροστά στο δίλημμα «υποταγή ή οργάνωση της πάλης και αντεπίθεση». Το λαϊκό κίνημα διάλεξε αδείλιαστα, με την καθοδήγηση του ΚΚΕ, να συνεχίσει την πάλη του μέσα σ’ αυτό το καθεστώς της ωμής βίας που ολοένα δυνάμωνε. Στις 28 Οκτώβρη 1946 ιδρύθηκε ο ΔΣΕ και ξεκίνησε η τρίχρονη εποποιία της πιο αδυσώπητης ταξικής σύγκρουσης στην Ελλάδα. Ένας αριθμός κομμουνιστών και συμπορευόμενων με αυτούς λογοτεχνών εντάχτηκε στις γραμμές του ΔΣΕ –ορισμένοι μάλιστα αναδείχτηκαν σε στελεχικές θέσεις του. Ανάμεσά τους ήταν οι Δημήτρης Χατζής, Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Τάκης Αδάμος, Νίκος Κυτόπουλος, Αλέξης Πάρνης, Κώστας Πουρναράς (Μπόσης), Μήτσος Αλεξανδρόπουλος, Γιώργος Σεβαστίκογλου, Φώτης Αγγουλές, Απόστολος Σπήλιος, Γιώργης Λαμπρινός, Δημήτρης Ραβάνης-Ρεντής. Άλλοι φυλακίστηκαν και αντιμετώπιζαν το εκτελεστικό απόσπασμα, όπως ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ή εκτοπίστηκαν, όπως οι Γιάννης Ρίτσος, Μενέλαος Λουντέμης, Θέμος Κορνάρος, Δημήτρης Φωτιάδης, Τάσος Λειβαδίτης, Ανδρέας Φραγκιάς, Άρης Αλεξάνδρου, Κώστας Κουλουφάκος, ενώ ο 25χρονος ΕΠΟΝίτης ποιητής Κώστας Γιαννόπουλος εκτελέστηκε. Αρκετοί διέφυγαν στην Ευρώπη ή στις Λαϊκές Δημοκρατίες. Από εκείνους που παρέμειναν στην Αθήνα, ένα μέρος τους υποστήριξε με διάφορους τρόπους το ΔΣΕ. Εκείνοι που παρέμειναν στο εξωτερικό, όπως ο Θράσος Καστανάκης, η Μέλπω Αξιώτη, η Έλλη Αλεξίου, συγκρότησαν ή συμμετείχαν σε δραστηριότητες, όπως έκδοση ψηφισμάτων που απηύθυναν σε προσωπικότητες, συλλογή υπογραφών, εκδηλώσεις και διαμαρτυρίες για σταμάτημα των εκτελέσεων, καταδίκη των αστικών κυβερνήσεων, σταμάτημα του Εμφυλίου.

Κάτω από τις εκρήξεις των όλμων και τα διασταυρούμενα πυρά των πυροβόλων, οι λογοτέχνες μαχητές του έγραψαν ορισμένα χρονικά μεγάλων μαχών, ποιήματα και διηγήματα, που βρίσκονταν στο σακίδιο κάθε μαχητή, μαζί με τις μεταφράσεις αριστουργημάτων της σοβιετικής λογοτεχνίας για τον πατριωτικό πόλεμο του σοβιετικού στρατού ενάντια στις χιτλερικές ορδές και τον αγώνα για τη σοσιαλιστική οικοδόμηση. Γράφτηκαν επίσης μικρά θεατρικά σκετς και νέα τραγούδια, όπως ο Ύμνος του ΔΣΕ από τον Δημήτρη Ραβάνη-Ρεντή. Οι μαχητές του ΔΣΕ κρατούσαν στην κυριολεξία με το ένα χέρι το όπλο και με το άλλο το βιβλίο. Η λογοτεχνική δημιουργία του ΔΣΕ ήταν φυσικά προσανατολισμένη στις ανάγκες του πολέμου για αξιόμαχο δυναμικό με ψυχή βαθιά και επίγνωση των σκοπών του. Το ταξικό-διεθνιστικό περιεχόμενο είναι πιο ορατό στα έργα αυτά, ο Μποδοσάκης, ο Λαναράς και άλλοι καπιταλιστές επικρίνονται με διάφορες αφορμές. Ωστόσο εξακολουθεί να τα διαπερνά η κομματική και ευρύτερα λαϊκή αντίληψη περί πάλης για την κατάργηση της «νέας κατοχής», την αποκατάσταση της δημοκρατίας, τη συμφιλίωση και την ειρήνη. Και αυτό συνεχίστηκε ακόμη και μετά την απόφαση το Σεπτέμβρη του 1947 για γενίκευση της ένοπλης ταξικής σύγκρουσης, αφού μέχρι τότε ο ένοπλος αγώνας του ΔΣΕ αντιμετωπιζόταν ως βοηθητικό μέσο πίεσης για ομαλές δημοκρατικές εξελίξεις.

Η κόλαση που βίωσαν οι λογοτέχνες μας, μαζί με τους άλλους λαϊκούς αγωνιστές, στις φυλακές και στις εξορίες, δεν τους εμπόδισε να συνεχίσουν να γράφουν. Βούτηξαν την πένα τους στο αίμα τους και μας παρέδωσαν ποιήματα που όλα δεν έχουν την ίδια λογοτεχνική αξία, δεν παύουν όμως να αποτελούν τεκμήρια μιας τιτάνιας και άνισης μάχης για να κρατηθεί άσβεστη η φλόγα των πρωτοπόρων ιδανικών της εποχής μας. Ανάμεσα σ’ αυτά λάμπουν σα χρυσάφι τα Μακρονησιώτικα του Ρίτσου, μ’ εκείνη τη βαθιά συνείδηση του χρέους προς το μέλλον: «Με τις μεγάλες πέτρες στον ώμο (…) μεγάλες πολιτείες θα κτίσουμε, μητέρα, μην πικραίνεσαι.»

Το ποίημα που ακολουθεί με τίτλο «Η ποίηση ταξιδεύει» είναι μια πικρή σάτιρα του Μενέλαου Λουντέμη για την επίσκεψη του Μυριβήλη, ορκισμένου αντικομμουνιστή, στα «δηλητηριασμένα νιάτα» της Μακρονήσου:

«Εχτές η ώρα δώδεκα
(ώρα Αστεροσκοπείου Αθηνών Δώδεκα)
έφτασε εδώ ένας ποιητής. Η ώρα δώδεκα.
Φορούσε άσπρη σατακρούτα.
Και γυαλιά του ήλιου Μακ Αρθούρ.
Λίκνισε τα μαλλιά του στον Νοτιά…
Ύστερα βύθισε τα μάτια του στον πόνο μας.
“Ταλαίπωροι… αύριο θα πονέσω και για σας
–εξάπαντος.”
Μα για την ώρα τα λουλούδια είναι τόσο ματωμένα.
Κι ο ήλιος βουλιάζει τόσο θεία στον Σαρωνικό.
Ο ηρωισμός –αχ– είναι κι αυτός μια βαρβαρότητα.
Μια βαρβαρότητα και τίποτ’ άλλο.
Η ζωή είναι γλυκό μετάξι.
Γλυκό μετάξι και τίποτ’ άλλο.
Φτωχέ Λουντέμη, κι εσύ εδώ;
Αχ, ανένδοτε οραματιστή.
Σου πάει τόσο λίγο η πυγμή.
Καλήν αντάμωση στον “Ελικώνα”.
Κι έφυγε με την κόμη του κατά το Λαύριο,
κουβαλώντας τ’ ανάλαφρο κεφάλι του
–φούσκα πλωτή μες στο αίμα–
κι απ’ όλα εδώ δεν είδε τίποτα.
Τίποτα πάρεξ ότι η ζωή είναι γλυκό μετάξι.
Τίποτ’ άλλο.»15

Το τραγούδι «Στο Λαύριο γίνεται χορός» είναι το μοναδικό, απ’ όσα αναφέρθηκαν, που δε γράφτηκε εκείνα τα χρόνια. Η πρώτη κυκλοφορία του έγινε το 1965 και στη συνέχεια απαγορεύτηκε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών. Το παραθέτουμε όμως γιατί οι στίχοι είναι του Νίκου Γκάτσου, που φέτος γιορτάζουμε τα 110 χρόνια από τη γέννησή του, και η μουσική του πρώην ΕΠΟΝίτη Μάνου Χατζιδάκι, του Πέτρου Γρανίτη, όπως ήταν το ψευδώνυμό του στο περιοδικό Νέα Γενιά όπου δημοσίευε ποιήματα για τα Αετόπουλα μετά την Απελευθέρωση. Το τραγούδι λέγεται ότι γράφτηκε στο κτίριο Ευτέρπη, που στις δεκαετίες του 1950 και 1960 χρησιμοποιούνταν για χορούς. Νωρίτερα όμως, το τρίχρονο 1947-1950, ήταν στρατοδικείο όπου καταδικάζονταν χιλιάδες αγωνιστές και στέλνονταν στη Μακρόνησο, στην οποία προφανώς παραπέμπουν οι στίχοι του Γκάτσου.

 «Δεν έχω ελπίδα να χαρώ
τη χάρη σου μέσ’ στο χορό
Ποιος είν’ απόψε ο τυχερός;
Στο Λαύριο γίνεται χορός
Ψυχή στο βράχο καρφωμένη
με εφτά καρφιά
μπόρα πικρή σε περιμένει
και μια συννεφιά
Εφτά καρφιά εφτά παιδιά
μου ’χουν ματώσει την καρδιά.»16

Το επίσης γνωστό μας τραγούδι του Χατζιδάκι «Τα παιδιά κάτω στον κάμπο» είχε γραφτεί από τον ίδιο με τον ίδιο ρυθμό, αλλά με άλλους στίχους και μουσική το 1946, και ακουγόταν από τη χορωδία της ΕΠΟΝ με τη διεύθυνση του Μίκη Θεοδωράκη στο θεατρικό έργο του Αλέξη Δαμιανού Το καλοκαίρι θα θερίσουμε, σε σκηνοθεσία Γιώργου Σεβαστίκογλου και με ερμηνείες από την αφρόκρεμα τότε των ηθοποιών, όπως του Τίτου Βανδή, του Νίκου Βασταρδή, της Ασπασίας Παπαθανασίου, του Δήμου Σταρένιου, του Θάνου Κεδράκα κ.ά.

«Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
στήσαν όλα το χορό
και λυγάνε τα ποτάμια
και καρφώνουν τον αητό

Τα παιδιά κάτω στον κάμπο
φωσφοράν τις λαγκαδιές
Κυνηγάνε τα τσακάλια
Καβαλάν τις αστραπές…»17

Από τους λογοτέχνες που είχαν κλειστεί στην Αθήνα, ο Βασίλης Ρώτας έγραφε ποιήματα που τα έστελνε για τα έντυπα του ΔΣΕ και ο Σικελιανός με μισοπαράλυτο το χέρι από τις καρδιακές κρίσεις, παλεύοντας με το χάρο, μας άφησε τη μεγαλειώδη τελευταία τραγωδία του Ο θάνατος του Διγενή, που την τελείωσε το 1951, μετά την ήττα του ΔΣΕ. Στη μορφή του Διγενή προσωποποιεί και δοξάζει το μεγάλο λαϊκό έπος της δεκαετίας και οραματίζεται τη συνέχειά του.

Ακολουθεί η τελευταία στροφή:

«Ψηλά το νεκροκρέβατο… ψηλά…
Απ’ την αντίβιγλα των λαών και από τα δάση,
χιμά μια απέραντη πνοή,
πόχει βουή κι αντιβουή:
Τόπο στη ζωή… Τόπο στη ζωή…
Δεν αποπαίδισεν η Πλάση!...»18

Όλοι αυτοί οι λογοτέχνες μας ένιωθαν ότι δεν κατάφεραν ποτέ να εκφράσουν με τα λόγια τους αυτό που πραγματικά συντελούνταν εκείνα τα χρόνια, ότι η ζωή έγραφε καλύτερη ποίηση από τη δική τους. Η αλήθεια όμως είναι ότι το έργο τους, όπως και των καλλιτεχνών άλλων κλάδων, είναι ανεκτίμητο μνημείο του άφταστου ηρωισμού της δρακογενιάς τους, της βαθιάς πεποίθησής της ότι χτίζει μια ζωή που γι’ αυτήν αξίζει να πεθάνεις. Και το πέτυχαν, γιατί δεν κοίταζαν τη ζωή από το παράθυρο. Ήταν οι ίδιοι μέρος της. Τα έργα τους φτιάχτηκαν κάτω από τη μύτη των εχθρών και με τα όπλα πάντα να τους σημαδεύουν. Τους συναντάμε στα παράνομα τυπογραφεία, στις μεγάλες διαδηλώσεις, στη φωτιά της μάχης πολεμιστές, στα κάτεργα, στην εξορία και στα στρατόπεδα μελλοθάνατους, ξενιτεμένους σε χώρες αφιλόξενες και όχι μόνο σ’ εκείνες που οικοδομούσαν το σοσιαλισμό, ακόμη και μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η προσφορά τους στην ανάπτυξη και την αντοχή του λαϊκού κινήματος όλα αυτά τα χρόνια ήταν πολύτιμη. Απόδειξη είναι η μεγάλη προσπάθεια που αναγκάστηκε να καταβάλει η αστική τάξη το πρώτο μεταπολεμικό διάστημα για να ανακόψει την ΕΑΜική επιρροή και να περιχαρακώσει την αστική διανόηση, ασκώντας κάθε είδους πίεση με συνθήματα όπως «πνευματική ελευθερία» και «εκκαθάριση της πνευματικής ζωής από το συμμοριτισμό», η κρατική παρέμβαση για διάλυση ή έλεγχο της Εταιρίας Ελλήνων Λογοτεχνών, η εσπευσμένη ανασύσταση του Βρετανικού Συμβουλίου στην Αθήνα και η άμεση έκδοση της Αγγλοελληνικής Επιθεώρησης. Το σπουδαιότερο είναι ότι και μέχρι τις μέρες μας δεν έπαψαν να συνεισφέρουν: Να κατακυρώνουν, παρά την ήττα, την ηθική υπεροχή του λαϊκού κινήματος εκείνων των χρόνων, να συγκινούν, να εμπνέουν και να κινητοποιούν γενιές και γενιές νέων ανθρώπων.

Αποτελεί αντικείμενο συζήτησης το αν θα μπορούσαν οι λογοτέχνες να βοηθήσουν περισσότερο στη συνειδητοποίηση του ταξικού χαρακτήρα της αναμέτρησης. Οπωσδήποτε ένα καλύτερο θεωρητικό, μαρξιστικό επίπεδο, που όπως φαίνεται κάποιοι το διέθεταν, θα βοηθούσε. Αλλά για τους λογοτέχνες υπάρχει και ένας άλλος δρόμος να προσεγγίσουν την αλήθεια: Η τέχνη τους. Αν είχαν μελετήσει βαθύτερα την τέχνη των μεγάλων κλασικών ρεαλιστών πεζογράφων, την τέχνη του Μπαλζάκ, του Ντίκενς, του Τολστόι, αλλά και των δικών μας ρεαλιστών λογοτεχνών, όπως ο Καρκαβίτσας, ο Βάρναλης, ο Θεοτόκης, ίσως θα μπορούσαν να διαπιστώσουν πως το κύριο χαρακτηριστικό του ρεαλισμού είναι ότι πίσω από την Ιστορία βλέπει την Οικονομία και πίσω από τις ανθρώπινες πράξεις και συμπεριφορές βλέπει τις σχέσεις παραγωγής, τις σχέσεις ιδιοκτησίας. Αν είχαν ακόμη αφομοιώσει αυτό που επισημαίνει στο άρθρο του ο Αυγέρης το 1943, στο περιοδικό Πρωτοπόροι, πως δηλαδή «η κοινωνική τέχνη αναδείχνει τον αγώνα ενάντια στα συμφέροντα μιας ολιγάριθμης τάξης εκμεταλλευτών…», ίσως θα είχαν με μεγαλύτερη επιτυχία προσεγγίσει τον καιρό τους. Ο Μπρεχτ, για παράδειγμα, στο ποίημά του για το Δεκέμβρη του ’44 με τίτλο «Μαθαίνοντας τα νέα για το λουτρό αίματος των Τόρυδων στην Ελλάδα» διατυπώνει λακωνικότατα την ταξική ουσία της σύγκρουσης με την εξής φράση: «Ανάμεσα από τα κανόνια, ξεπροβάλαν οι έμποροι.» Οι προειδοποιήσεις διαφαίνονται και σε ορισμένα κείμενα αστών λογοτεχνών. Ο Γιώργος Σεφέρης, για παράδειγμα, τελειώνει το ποίημά του «Ο τελευταίος σταθμός» γραμμένο τον Οκτώβρη του 1944 με τη φράση: «Οι ήρωες προχωρούν στα σκοτεινά.» Όλα αυτά βέβαια είναι κρίσεις εκ των υστέρων, που δεν αφορούν τόσο τη γενναία γενιά λογοτεχνών εκείνης της δεκαετίας, όσο εμάς. Εμάς, που πιο ώριμοι και διδαγμένοι από τις ήττες και τις νίκες της ταξικής πάλης του 20ού αιώνα συνεχίζουμε το δρόμο τους μέχρι να ολοκληρώσουμε το Δεκέμβρη του ’44, τον αγώνα του Δημοκρατικού Στρατού. Μέχρι να πραγματοποιήσουμε το όνειρό τους, όπως το συμπυκνώνει ποιητικά ο Γιάννης Ρίτσος σε μια στροφή στη σύνθεσή του Οι γειτονιές του κόσμου, που γράφτηκε στη Μακρόνησο και τον Άη-Στράτη την περίοδο 1949-51 και μελοποιήθηκε αργότερα από τον Μίκη Θεοδωράκη:

 «Έτσι μικρό ήταν τ’ όνειρό μας.
Μα τούτο τ’ όνειρο είταν τ’ όνειρο
όλων των πεινασμένων και των αδικημένων.
Κι οι πεινασμένοι είταν πολλοί
κι οι αδικημένοι είταν πολλοί.
Και τ’ όνειρο μεγάλωνε –σιγά-σιγά μεγάλωνε–
–πάντοτε το ίδιο στρογγυλό σαν το ψωμί
και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ήλιο
και το ίδιο στρογγυλό σαν τη γη
και το ίδιο στρογγυλό σαν τον ορίζοντα,
ετούτο τ’ όνειρο των πεινασμένων,
τ’ όνειρο των αδικημένων
όλου του κόσμου.»

Ας φροντίσουμε λοιπόν να μελετάμε, να βαθαίνουμε και να επαγρυπνούμε ώστε οι αυριανοί ήρωες της εργατικής τάξης να προχωρήσουν στο φως, στο αίθριο φως της θεωρίας μας και των σύγχρονων επεξεργασιών του Κόμματός μας για την Ιστορία, τη στρατηγική και την αισθητική του.

Το τεράστιο αυτό θέμα δεν μπορεί, όπως καταλαβαίνει κανείς, να εξαντληθεί σε μια εκδήλωση, πολύ περισσότερο γιατί αναφερόμαστε σε μια χρονική περίοδο που στο μισό της, από το 1944 κι έπειτα, υπάρχει επαναστατική κατάσταση, όπου ο χρόνος συμπυκνώνεται και μεγαλώνει. Περισσότερα και καλύτερα ευελπιστούμε πως θα ακούσετε στο 6ο Επιστημονικό Συνέδριο για τη λογοτεχνία της δεκαετίας, που θα πραγματοποιηθεί την άνοιξη του 2023 με τον τίτλο «Η συνάντηση της νεοελληνικής λογοτεχνίας με το ΕΑΜικό κίνημα και τους ταξικούς αγώνες στα χρόνια της θύελλας (1940-1950)».

Ραντεβού στο συνέδριο!

 

ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:

Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Α2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2018.

Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, τόμ. Β1, Β2, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2018.

Τμήμα Ιστορίας της ΚΕ του ΚΚΕ, ΔΣΕ. Συλλογή κειμένων. Έγγραφα από το Αρχείο του ΚΚΕ, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2016.

Συλλογικό, Μακρόνησος. Ιστορικός τόπος, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2003.

Τάκης Αδάμος, Η λογοτεχνική κληρονομιά μας, τόμ. Α΄ και Β΄, εκδ. Καστανιώτη, 1985.

Τάκης Αδάμος, Πνευματικές γνωριμίες, εκδ. Καστανάκη, 1986.

Έλλη Αλεξίου, Έλληνες λογοτέχνες, εκδ. Καστανιώτη, 1982.

Έλλη Αλεξίου, «Να θυμόμαστε αυτά τα ονόματα! Οι ομάδες του ΕΑΜ - Ο Ύμνος του ΕΛΑΣ», περιοδικό Θέατρο, 1978.

Μέλπω Αξιώτη, Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1983.

Μέλπω Αξιώτη, Χρονικά, εκδ. Κέδρος, 1980.

Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της σε δύστηνους καιρούς (1941-1944), εκδ. Καστανιώτη, 2003.

Αλέξανδρος Αργυρίου, Ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας και η πρόσληψή της στα χρόνια του ετεροκαθορισμένου εμφύλιου πολέμου (1945-49), εκδ. Καστανιώτη, 2004.

Γιώργος Βελουδής, Μονά-ζυγά, εκδ. Γνώση, 1992.

Γιώργος Βελουδής, Δεκαπέντε γραμματολογικές δοκιμές, εκδ. Κέδρος, 1981.

Σόνια Ιλίνσκαγια, Η μοίρα μιας γενιάς, εκδ. Κέδρος, 2007.

Αγγέλα Καστρινάκη, Η λογοτεχνία στην ταραγμένη δεκαετία 1940-1950, εκδ. Πόλις, 2005.

Γιάνης Κορδάτος, Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, εκδ. Συλλογή, 2010.

Βασίλης Μόσχος, Οι λογοτέχνες στην ταξική αναμέτρηση της δεκαετίας 1940-1950, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 2019.

Περιοδικό Επιθεώρηση Τέχνης, τεύχ. 87-88, Μάρτης-Απρίλης 1962.

Περιοδικό Διαβάζω, τεύχ. 58, 15.12.1982.

Ασημάκης Πανσέληνος, Τότε που ζούσαμε, εκδ. Κέδρος, 1974.

Συλλογικό, Η μεταπολεμική πεζογραφία (1940-1967), εκδ. Σοκόλης, 1992.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Ομιλία της Ελένης Μηλιαρονικολάκη, μέλους της ΚΕ του ΚΚΕ και υπεύθυνης του Τμήματος Πολιτισμού, στο 48ο Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή.

  1.  Άγγελος Σικελιανός, Λυρικός Βίος Ε΄, εκδ. Ίκαρος, 2003.
  2. Γιάννης Ρίτσος, «Οκτώβρης 1940», περιοδικό Νέα Γενιά, αρ. φύλλου 50, Αθήνα, Μάης 1945, σελ. 9.
  3. Ανώνυμος, «Ο ψαράς και ο ποιητής», περιοδικό Πρωτοπόροι, Νέα Περίοδος, αρ. φύλλου 1, Αθήνα, Αύγουστος 1943, σελ. 14.
  4. Ν. Ρήγας, «Ανθρωπόπουλος», περιοδικό Πρωτοπόροι, Νέα Περίοδος, αρ. φύλλου 2, Αθήνα, Σεπτέμβρης 1943, σελ. 15.
  5. Μενέλαος Λουντέμης, «Σωπάστε ν’ ακούσουμε τι λέει ο Θεός», 15 διηγήματα από την Αντίσταση, Τμήμα Μόρφωσης-Διαφώτισης του ΚΣ της ΕΠΟΝ, εκδ. Νέα Γενιά, Αθήνα, 1945, σελ. 105.
  6. Μανώλης Αλεξίου, «Πάντοτε πρώτη», περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 13, 3 Αυγούστου 1945, σελ. 9.
  7. Γιάννης Ρίτσος, «Η τελευταία Π.Α. εκατονταετία», Γιάννης Ρίτσος: Ποιήματα, τόμ. Α΄, εκδ. Κέδρος, Αθήνα, 1967, σελ. 515.
  8. Ευάγγελος Μαχαίρας, Η τέχνη της Αντίστασης, εκδ. Προσκήνιο, 2008, σελ. 224.
  9. Μανόλης Αναγνωστάκης, «Χάρης 1944», Τα Ποιήματα 1941-1971, εκδ. Νεφέλη, 2000, σελ. 37-38.
  10. Μέλπω Αξιώτη, Μια καταγραφή στην περιοχή της λογοτεχνίας, εκδ. Κέδρος, 1983, σελ. 71.
  11. Ρίτα Μπούμη Παππά, «Δεκέμβρης», περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 5, 9 Ιούνη 1945, σελ. 4.
  12. Τέος Σαλαπασίδης, «Οδομαχίες», περιοδικό Ελεύθερα Γράμματα, τεύχ. 30-31, 7 Δεκέμβρη 1945, σελ. 11.
  13. Νικηφόρος Βρεττάκος, «33 ημέρες», Τα ποιήματα, τόμ. Α΄, εκδ. Τρία φύλλα, 1981, σελ. 126 και 129.
  14. Δημήτρης Χατζής, Η φωτιά, εκδ. Πλειάς, 1974, σελ. 144-145.
  15. Μενέλαος Λουντέμης, «Η ποίηση ταξιδεύει», Κραυγή στα πέρατα, Πολιτικές και Λογοτεχνικές Εκδόσεις, 1955, σελ. 32.
  16. Νίκος Γκάτσος, Στο Λαύριο γίνεται χορός, εκδ. Πατάκη, 2018, σελ. 54-55.
  17. Αλέξης Δαμιανός, Το καλοκαίρι θα θερίσουμε, εκδ. Γκοβόστη, 1946, σελ. 40.
  18. Άγγελος Σικελιανός, «Χριστός Λυόμενος ή ο θάνατος του Διγενή», Θυμέλη, τόμ. Γ΄, εκδ. Ίκαρος, 1975, σελ. 109.