Πώς αναιρούσαν μερικοί «μαρξιστές» τον υλισμό το 1908 και πώς τον αναιρούσαν μερικοί ιδεαλιστές το 1710*


του Β. Ι. Λένιν

Όποιος έχει κάπως γνωριστεί με τα φιλοσοφικά βιβλία, θα ξέρει δίχως άλλο ότι δύσκολα θα βρεθεί έστω κι ένας σύγχρονος καθηγητής της φιλοσοφίας (και της θεολογίας), που να μην καταπιάστηκε άμεσα ή έμμεσα ν’ αναιρέσει τον υλισμό. Εκατοντάδες και χιλιάδες φορές διακήρυξαν ότι ο υλισμός έχει αναιρεθεί κι εξακολουθούν και σήμερα για εκατοστή πρώτη και χιλιοστή πρώτη φορά να τον αναιρούν. Όλοι οι αναθεωρητές μας ασχολούνται με την αναίρεση του υλισμού και ταυτόχρονα προσποιούνται πως αναιρούν στην πραγματικότητα μόνο τον υλιστή Πλεχάνοφ, και όχι τον υλιστή Ένγκελς, ούτε τον υλιστή Φόυερμπαχ, ούτε τις υλιστικές αντιλήψεις του I. Ντίτσγκεν, και επιπλέον ότι αναιρούν τον υλισμό από την άποψη του «νεότερου», του «σύγχρονου» θετικισμού1, των φυσικών επιστημών κτλ. Χωρίς να παραθέσω περικοπές, μια και όποιος θέλει μπορεί να βρει εκατοντάδες στα βιβλία που αναφέρθηκαν πιο πάνω, θα θυμίσω εδώ τα επιχειρήματα που χρησιμοποιούν ο Μπαζάροφ, ο Μπογκντάνοφ, ο Γιουσκέβιτς, ο Βαλεντίνοφ, ο Τσερνόφ2 και άλλοι μαχιστές για να χτυπήσουν τον υλισμό. Τον όρο «μαχιστές», σαν τον πιο σύντομο και πιο απλό και επιπλέον επειδή έχει ήδη πολιτογραφηθεί στη ρωσική φιλολογία, θα τον χρησιμοποιήσω κι εγώ παντού σαν συνώνυμο του όρου «εμπειριοκριτικοί». Στα συγγράμματα της φιλοσοφίας3 ο Ερνστ Μαχ έχει αναγνωριστεί απ’ όλους σαν ο πιο γνωστός σήμερα εκπρόσωπος του εμπειριοκριτικισμού, ενώ οι εκτροπές του Μπογκντάνοφ και του Γιουσκέβιτς από τον «καθαρό» μαχισμό έχουν, όπως θα δείξω παρακάτω, εντελώς δευτερεύουσα σημασία.

Οι υλιστές, μας λένε, παραδέχονται κάτι το αδιανόητο και αγνώσιμο, «τα πράγματα καθεαυτά», την ύλη, «έξω από την πείρα», έξω από τη γνώση μας. Με το να παραδέχονται ότι υπάρχει κάτι το παραπέρα, που ξεπερνά τα όρια της «εμπειρίας» και της γνώσης, οι υλιστές κατρακυλάνε σ’ έναν πραγματικό μυστικισμό. Όταν οι υλιστές λένε ότι η ύλη, επενεργώντας στα αισθητήρια όργανά μας παράγει αισθήματα, παίρνουν σαν βάση το «άγνωστο», το μηδέν, γιατί, λέει, οι ίδιοι διακηρύσσουν ότι μοναδική πηγή της γνώσης είναι τα αισθήματά μας. Οι υλιστές κατρακυλάνε στον «καντιανισμό» (ο Πλεχάνοφ, λογουχάρη, με το να παραδέχεται ότι υπάρχουν «πράγματα καθεαυτά», δηλαδή πράγματα έξω από τη συνείδησή μας), «διχάζουν» τον κόσμο, κηρύσσουν το «δυϊσμό», εφόσον γι’ αυτούς πίσω απ’ τα φαινόμενα υπάρχει και το πράγμα καθεαυτό, πίσω από τα άμεσα δεδομένα των αισθήσεων υπάρχει κάτι άλλο, κάποιο φετίχ, ένα «είδωλο», ένα απόλυτο, μια πηγή της «μεταφυσικής», ένας σωσίας της θρησκείας (η «άγια ύλη», όπως λέει ο Μπαζάροφ).

Αυτά είναι τα επιχειρήματα των μαχιστών ενάντια στον υλισμό, επιχειρήματα που τα λένε και τα ξαναλένε οι παραπάνω συγγραφείς σε διάφορους τόνους.

Για να ελέγξουμε αν τα επιχειρήματα αυτά είναι νέα ή όχι και αν στρέφονται πραγματικά ενάντια σ’ ένα ρώσο υλιστή «που περιέπεσε στον καντιανισμό», θα παραθέσουμε λεπτομερειακές περικοπές από το έργο ενός παλιού ιδεαλιστή, του Τζωρτζ Μπέρκλεϋ. Η ιστορική αυτή αναδρομή είναι απαραίτητη στην εισαγωγή των σημειωμάτων μας και για τον πρόσθετο λόγο ότι θα χρειαστεί πιο κάτω ν’ αναφερθούμε επανειλημμένα στον Μπέρκλεϋ και στη φιλοσοφική κατεύθυνσή του, επειδή οι μαχιστές εκθέτουν λαθεμένα και τη στάση του Μαχ απέναντι στον Μπέρκλεϋ και την ουσία της φιλοσοφικής γραμμής του Μπέρκλεϋ.

Το έργο του επισκόπου Τζωρτζ Μπέρκλεϋ που βγήκε το 1710 με τον τίτλο «Πραγματεία για τις αρχές της ανθρώπινης γνώσης»4 αρχίζει με τον παρακάτω συλλογισμό: «Για τον καθένα που εξετάζει τα αντικείμενα της ανθρώπινης γνώσης, είναι φανερό ότι τα αντικείμενα αυτά αποτελούν είτε ιδέες (ideas), που αποτυπώνονται πραγματικά στις αισθήσεις μας, είτε ιδέες που δεχόμαστε, παρακολουθώντας τις συγκινήσεις και τις ενέργειες του νου, ή τέλος ιδέες που σχηματίζουμε με τη μνήμη και τη φαντασία... Με την όραση σχηματίζω τις ιδέες του φωτός και των χρωμάτων με τις διάφορες διαβαθμίσεις και ποικιλίες τους. Με την αφή αντιλαμβάνομαι το σκληρό και το μαλακό, το θερμό και το κρύο, την κίνηση και την αντίσταση... Η όσφρηση μου δίνει τις μυρωδιές, η γεύση το αίσθημα της γεύσης και η ακοή μεταβιβάζει τους ήχους... Και επειδή κάμποσες από τις ιδέες τις παρατηρούμε μαζί τη μια με την άλλη, συνηθίζουμε να τις σημειώνουμε μ’ ένα μόνο όνομα και να τις θεωρούμε σαν ένα πράγμα. Λογουχάρη, παρατηρούμε ενωμένα μαζί (to go together) ένα ορισμένο χρώμα, μια γεύση, ένα άρωμα, μια μορφή, μια συμπαγή μάζα και όλα αυτά τα θεωρούμε σαν ένα ξεχωριστό πράγμα, που το ονομάζουμε μήλο. Άλλες συλλογές ιδεών (collections of ideas) αποτελούν μια πέτρα, ένα δένδρο, ένα βιβλίο και τα παρόμοια αισθητά πράγματα.. .» (§1).

Αυτό είναι το περιεχόμενο της πρώτης παραγράφου του έργου του Μπέρκλεϋ. Πρέπει να θυμόμαστε ότι ο Μπέρκλεϋ παίρνει σαν βάση της φιλοσοφίας του «το σκληρό, το μαλακό, το θερμό, το κρύο, τα χρώματα, τις γεύσεις, τις μυρωδιές» κτλ. Για τον Μπέρκλεϋ τα πράγματα είναι «συλλογές ιδεών», και με την τελευταία αυτή λέξη εννοεί ακριβώς τις ιδιότητες ή τα αισθήματα που απαριθμήσαμε πιο πάνω, και όχι αφηρημένες έννοιες.

Συνεχίζοντας ο Μπέρκλεϋ λέει ότι, εκτός απ’ αυτές τις «ιδέες ή αντικείμενα της γνώσης», υπάρχει κι εκείνο που τις προσλαμβάνει: «ο νους, το πνεύμα, η ψυχή η το εγώ» (§2). Είναι αυτονόητο, συμπεραίνει ο φιλόσοφος, ότι δεν μπορούν να υπάρξουν «ιδέες» έξω από το νου που τις προσλαμβάνει. Για να πειστούμε γι’ αυτό, αρκεί να σκεφτούμε τι σημαίνει η λέξη: υπάρχω. «Όταν λέω ότι το τραπέζι που γράφω υπάρχει, αυτό σημαίνει ότι το βλέπω και το αισθάνομαι. Αν έβγαινα έξω από το δωμάτιό μου, θάλεγα ότι το τραπέζι υπάρχει, εννοώντας μ’ αυτό ότι, αν ήμουνα στο δωμάτιό μου, θα μπορούσα να το αντιληφθώ...». Αυτά λέει ο Μπέρκλεϋ στην §3 του έργου του, κι εδώ ακριβώς αρχίζει την πολεμική ενάντια σ’ εκείνους που ονομάζει υλιστές (§18, §19 κ.ά.). Για μένα, –λέει,– είναι εντελώς ακατανόητο πώς μπορεί να μιλάει κανείς για απόλυτη ύπαρξη των πραγμάτων χωρίς να τα συσχετίζει με το γεγονός ότι κάποιος τα αντιλαμβάνεται. Υπάρχω σημαίνει είμαι αντιληπτός (their, δηλ. των πραγμάτων esse is percipi, §3, απόφθεγμα του Μπέρκλεϋ που παρατίθεται στα εγχειρίδια ιστορίας της φιλοσοφίας). «Ανάμεσα στους ανθρώπους κυριαρχεί μ’ ένα τρόπο περίεργο η γνώμη πως τα σπίτια, τα βουνά, τα ποτάμια, με μια λέξη όλα τα αισθητά αντικείμενα, έχουν ύπαρξη φυσική ή πραγματική, διαφορετική από ό,τι τα αντιλαμβάνεται το λογικό» (§4). Αυτή η γνώμη, λέει ο Μπέρκλεϋ, αποτελεί «έκδηλη αντίφαση». «Γιατί τι άλλο είναι τα παραπάνω αντικείμενα παρά τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθήσεις μας; Και τι άλλο αντιλαμβανόμαστε παρά τις δικές μας ιδέες ή τα αισθήματά μας (ideas or sensations); Και δεν είναι ολότελα παράλογο να σκέπτεται κανείς ότι οποιεσδήποτε ιδέες ή αισθήματα ή οποιοιδήποτε συνδυασμοί τους μπορούν να υπάρχουν χωρίς να είναι αντιληπτοί;» (§4).

Την έκφραση «συλλογές ιδεών» ο Μπέρκλεϋ την αντικαθιστά τώρα με την ισοδύναμη, κατά τη γνώμη του, έκφραση: συνδυασμοί αισθημάτων και κατηγορεί τους υλιστές ότι έχουν μια «παράλογη» τάση να προχωρούν πιο πέρα ακόμη και να αναζητούν κάποια πηγή αυτού του συμπλέγματος... δηλαδή, αυτού του συνδυασμού αισθημάτων. Στην §5 κατηγορούνται οι υλιστές ότι χάνουν τον καιρό τους με τις αφαιρέσεις, γιατί το να ξεχωρίζει κανείς το αίσθημα από το αντικείμενο είναι, κατά τη γνώμη του Μπέρκλεϋ, κούφια αφαίρεση. «Στην πραγματικότητα», λέει στο τέλος της §5, που παραλείφθηκε στη δεύτερη έκδοση, «αντικείμενο και αίσθημα είναι το ίδιο πράγμα (are the same thing) και γι’ αυτό δεν μπορεί να κάνει κανείς αφαίρεση του ενός από το άλλο». «Θα μου πείτε, –γράφει ο Μπέρκλεϋ,– ότι οι ιδέες μπορούν να είναι αντίγραφα ή απεικονίσεις (resemblances) των πραγμάτων που υπάρχουν έξω από το νου σε μια ουσία που δεν σκέπτεται. Εγώ απαντώ ότι η ιδέα δεν μπορεί να μοιάζει με τίποτε άλλο εκτός από μια ιδέα. Ένα χρώμα ή μια μορφή δεν μπορούν να μοιάζουν με τίποτε άλλο εκτός από ένα άλλο χρώμα, από μια άλλη μορφή... Και ρωτώ, μπορούμε να αντιληφθούμε αυτά τα υποτιθέμενα πρωτότυπα ή εξωτερικά πράγματα, που οι ιδέες μας αποτελούν τάχα φωτογραφίες τους ή αναπαραστάσεις τους, ή δεν μπορούμε; Αν ναι, σημαίνει ότι αυτά τα πράγματα είναι ιδέες και τότε πετύχαμε εκείνο που θέλαμε. Αν όμως πείτε όχι, τότε θ’ απευθυνθώ σ’ οποιονδήποτε και θα τον ρωτήσω αν έχει νόημα να λέει κανείς ότι ένα χρώμα μοιάζει με κάτι που είναι αόρατο, ότι το σκληρό ή το μαλακό μοιάζει με κάτι που δεν μπορώ να το αγγίξω κτλ.» ( §8).

Όπως βλέπει ο αναγνώστης, τα «επιχειρήματα» του Μπαζάροφ κατά του Πλεχάνοφ για το ζήτημα αν μπορούν έξω από μας να υπάρχουν πράγματα ξέχωρα από την επενέργειά τους πάνω μας, δεν διαφέρουν ούτε μια τρίχα από τα επιχειρήματα του Μπέρκλεϋ ενάντια στους υλιστές, που ο ίδιος δεν τους αναφέρει με το όνομά τους. Ο Μπέρκλεϋ θεωρεί τη γνώμη για την ύπαρξη «ύλης ή σωματικής ουσίας» (§9) τόσο «αντιφατικό» πράγμα και τόσο «παράλογο», που δεν αξίζει στ’ αλήθεια να χάνει κανείς τον καιρό του για να το αναιρέσει. «Αλλά, επειδή, –λέει,– η δοξασία (tenet) για την ύπαρξη της ύλης έχει, όπως φαίνεται, ριζώσει βαθιά στα μυαλά των φιλοσόφων και συνεπάγεται τόσο πολλά βλαβερά συμπεράσματα, προτιμώ να θεωρηθώ μακρολόγος και κουραστικός, παρά να παραλείψω, οτιδήποτε που θα μπορούσε να ξεσκεπάσει πέρα για πέρα και να ξεριζώσει αυτή την πρόληψη» (§9).

Θα δούμε τώρα για ποια βλαβερά συμπεράσματα μιλάει ο Μπέρκλεϋ. Ας τελειώνουμε όμως πρώτα με τα θεωρητικά επιχειρήματά του ενάντια στους υλιστές. Ο Μπέρκλεϋ, αρνούμενος την «απόλυτη» ύπαρξη αντικειμένων, δηλαδή την ύπαρξη πραγμάτων έξω από την ανθρώπινη γνώση, εκθέτει άμεσα τις αντιλήψεις των αντιπάλων του με τέτιο τρόπο, που να φαίνεται ότι αναγνωρίζουν τάχα το «πράγμα καθεαυτό». Στην §24 ο Μπέρκλεϋ γράφει και υπογραμμίζει ότι η γνώμη που ανασκευάζει ο ίδιος, παραδέχεται «την απόλυτη ύπαρξη αισθητών αντικειμένων καθεαυτά (objects in themselves) ή έξω από το νου», (σελ. 167-168 της αναφερ. έκδοσης). Οι δυο βασικές γραμμές αντιλήψεων στη φιλοσοφία διατυπώνονται εδώ με την ευθύτητα, σαφήνεια και ακρίβεια, που ξεχωρίζουν τους κλασικούς φιλοσόφους από τους σημερινούς κατασκευαστές «νέων» συστημάτων. Ο υλισμός σημαίνει αναγνώριση ότι υπάρχουν «αντικείμενα καθεαυτά» ή έξω από το νου και ότι οι ιδέες και τα αισθήματα είναι αντίγραφα ή απεικονίσεις αυτών των αντικειμένων. Η αντίθετη διδασκαλία (ιδεαλισμός): θεωρεί ότι τα αντικείμενα δεν υπάρχουν «έξω από το νου» κι ότι είναι «συνδυασμοί αισθημάτων».

Αυτά γράφτηκαν στα 1710, δηλαδή 14 χρόνια πριν από τη γέννηση του Εμμανουήλ Καντ. Οι μαχιστές μας, όμως, στηριγμένοι στη «νεότερη» τάχα φιλοσοφία, κάνανε την ανακάλυψη ότι το να αναγνωρίζει κανείς «πράγματα καθεαυτά» είναι αποτέλεσμα μόλυνσης ή διαστρέβλωσης του υλισμού από τον καντιανισμό! Οι «νέες» ανακαλύψεις των μαχιστών είναι αποτέλεσμα της καταπληκτικής τους αμάθειας στον τομέα της ιστορίας των βασικών κατευθύνσεων της φιλοσοφίας.

Η επομένη «νέα» σκέψη τους είναι ότι οι έννοιες «ύλη» ή «ουσία» αποτελούν υπόλειμμα από παλιές μη κριτικές αντιλήψεις. Ο Μαχ και ο Αβενάριους, βλέπετε, ανάπτυξαν παραπέρα τη φιλοσοφική σκέψη, βάθυναν την ανάλυση και απομάκρυναν αυτά τα «απόλυτα», τις «αναλλοίωτες ουσίες» κτλ. Av θέλετε όμως να επαληθεύσετε από πρώτη πηγή κατά πόσο είναι σωστοί τέτιου είδους ισχυρισμοί, πάρτε τον Μπέρκλεϋ και θα δείτε ότι οι ισχυρισμοί τους αυτοί είναι υπολογισμένη και με αξιώσεις επινόηση. Ο Μπέρκλεϋ λέει πεντακάθαρα ότι η ύλη είναι «nonentity» (μη όν, §68), ότι η ύλη είναι μηδέν (§80). «Μπορείτε, –λέει ο Μπέρκλεϋ ειρωνικά στους υλιστές,– αν σας αρέσει να χρησιμοποιείτε τη λέξη “ύλη” με την ίδια έννοια που άλλοι άνθρωποι χρησιμοποιούν τη λέξη “μηδέν”» (p. 196-197 της αναφερ. εκδ.). Στην αρχή, –λέει ο Μπέρκλεϋ,– οι άνθρωποι πίστευαν ότι τα χρώματα, οι μυρωδιές κτλ. «πραγματικά υπάρχουν», ύστερα όμως εγκατάλειψαν αυτή την αντίληψη και αναγνώρισαν ότι όλα αυτά υπάρχουν μόνο σε εξάρτηση από τα αισθήματά μας. Αυτή όμως η απαλλαγή από παλιές λαθεμένες έννοιες δεν ολοκληρώθηκε: έμεινε υπόλειμμα η έννοια «ουσία» (§73), που είναι επίσης «πρόληψη» (p. 195) και που την ξεσκέπασε οριστικά ο επίσκοπος Μπέρκλεϋ το 1710! Και το 1908 βρίσκονται ακόμη στη χώρα μας χαριτολόγοι που πίστεψαν στα σοβαρά τον Αβενάριους, τον Πέτσολντ, τον Μαχ και Σία, ότι δηλαδή μόνο ο «νεότερος θετικισμός» και οι «νεότερες φυσικές επιστήμες» πέτυχαν τελικά ν’ απομακρύνουν αυτές τις «μεταφυσικές» έννοιες.

Κι αυτοί οι χαριτολόγοι (μαζί και ο Μπογκντάνοφ) διαβεβαιώνουν τους αναγνώστες τους ότι ακριβώς η νέα φιλοσοφία είναι εκείνη που ξεκαθάρισε το λάθος του «διχασμού του κόσμου» στη διδασκαλία των αιώνια ανασκευαζόμενων υλιστών, που μιλάνε για κάποια «αντανάκλαση» στη συνείδηση του ανθρώπου, πραγμάτων που βρίσκονται έξω από τη συνείδησή του. Οι παραπάνω συγγραφείς μας έγραψαν ένα σωρό συγκινητικά λόγια γι’ αυτό το «διχασμό». Από λησμοσύνη ή από άγνοια παράλειψαν ωστόσο να προσθέσουν ότι οι νέες αυτές ανακαλύψεις είχαν ήδη ανακαλυφθεί από το 1710.

«Τη γνώση μας γι’ αυτά (ιδέες ή πράγματα), –γράφει ο Μπέρκλεϋ,– τη θόλωσαν και την μπέρδεψαν, και οδηγηθήκαμε στις πιο επικίνδυνες πλάνες από την υπόθεση για διττή (twofold) ύπαρξη των αισθητών αντικειμένων, δηλαδή: από το ένα μέρος νοητή ύπαρξη η ύπαρξη στο νου και από το άλλο μέρος πραγματική ύπαρξη, που βρίσκεται έξω από το νου» (δηλ. έξω από τη συνείδηση). Και ο Μπέρκλεϋ κοροϊδεύει αυτή την «παράλογη» γνώμη που παραδέχεται πως είναι δυνατό να νοήσει κανείς το μη νοητό! Πηγή του «παραλογισμού» αυτού είναι, βέβαια, η διάκριση που γίνεται ανάμεσα σε «πράγματα» και «ιδέες» (§87), είναι η «παραδοχή της ύπαρξης εξωτερικών αντικειμένων». Η ίδια αιτία γεννάει, όπως ανακάλυψε ο Μπέρκλεϋ το 1710 και ξανά ο Μπογκντάνοφ το 1908, την πίστη στα φετίχ και στα είδωλα. Η ύπαρξη της ύλης, –λέει ο Μπέρκλεϋ,– ή πραγμάτων που δεν μπορεί να τα αντιληφθεί κανείς, δεν ήταν μόνο το κύριο στήριγμα των αθεϊστών και των μοιρολατρών. Στην ίδια αρχή στηρίζεται και η ειδωλολατρεία με όλες τις ποικιλομορφίες της» (§94).

Εδώ φτάνουμε και στα «βλαβερά» εκείνα συμπεράσματα της «παράλογης» διδασκαλίας για την ύπαρξη εξωτερικού κόσμου, που ανάγκασαν τον επίσκοπο Μπέρκλεϋ όχι μόνο ν’ ανασκευάσει θεωρητικά αυτή τη διδασκαλία, αλλά και να καταδιώξει με πάθος σαν εχθρούς τους οπαδούς της. «Με βάση τη διδασκαλία για την ύλη ή για την υλική ουσία, –λέει ο Μπέρκλεϋ,– χτίστηκαν όλα τα ασεβή κατασκευάσματα του αθεϊσμού και της αρνησιθρησκείας... Δεν είναι ανάγκη ν’ αναφέρουμε εδώ πόσο αγαπητή στους άθεους όλων των εποχών ήταν η υλική ουσία. Όλα τα τερατώδη συστήματά τους εξαρτώνται τόσο φανερά και αναγκαία απ’ αυτήν, ώστε, μόλις απομακρυνθεί αυτό το αγκωνάρι, θα γκρεμιστεί δίχως άλλο και ολόκληρο το οικοδόμημα. Γι’ αυτό δεν υπάρχει λόγος να δόσουμε και ιδιαίτερη προσοχή στις παράλογες διδασκαλίες της κάθε άθλιας αίρεσης των αθέων» (§92, σελ. 203-204 της αναφερ. εκδ.).

«Η ύλη, μόλις διωχτεί από τη φύση, θα πάρει μαζί της και τόσες σκεπτικιστικές και ασεβείς θεωρίες και τέτιο απίστευτο αριθμό φιλονικιών και μπερδεμένων ζητημάτων» (η «αρχή της οικονομίας της σκέψης», που ανακαλύφθηκε στην 8η δεκαετία του 19ου αιώνα από τον Μαχ! η «φιλοσοφία σαν αντίληψη του κόσμου σύμφωνα με την αρχή της μικρότερης προσπάθειας» του Αβενάριους το 1876!), «που ήτανε ως τώρα αγκάθι στα μάτια των θεολόγων και φιλοσόφων∙ η ύλη φόρτωσε τόση άκαρπη εργασία στο ανθρώπινο γένος, ώστε κι αν ακόμη δεν κριθούν αρκετά αποδεικτικά τα επιχειρήματα που φέραμε εναντίον της (όσο για μένα τα θεωρώ ολοφάνερα), πάλι είμαι βέβαιος ότι όλοι οι φίλοι της αλήθειας, της ειρήνης και της θρησκείας έχουν κάθε λόγο να εύχονται να θεωρηθούν επαρκή» (§96).

Πόσο ειλικρινά, πόσο απλά διαλογιζόταν ο επίσκοπος Μπέρκλεϋ! Στην εποχή μας τις ίδιες σκέψεις για την «οικονομική» απομάκρυνση της «ύλης» από τη φιλοσοφία τις περιβάλλουν με μορφή πολύ πιο πονηρή και πιο μπερδεμένη, χρησιμοποιώντας «νέα» ορολογία, για να θεωρηθούν οι σκέψεις αυτές από τους αφελείς σαν «νεότερη» φιλοσοφία!

Ο Μπέρκλεϋ όμως δεν ήταν μονάχα ειλικρινής σχετικά με τις τάσεις της φιλοσοφίας του. Προσπάθησε επίσης να σκεπάσει την ιδεαλιστική γύμνια της, να την παρουσιάσει σαν απαλλαγμένη από παραλογισμούς και παραδεκτή για τον «κοινό νου». Με τη φιλοσοφία μας, –λέει, υπερασπίζοντας ενστικτωδώς τον εαυτό του από την κατηγορία για εκείνο που σήμερα θα το λέγαμε υποκειμενικό ιδεαλισμό και σολιψισμό,– με τη φιλοσοφία μας «δεν στερούμαστε από κανένα πράγμα στη φύση» (§34). Η φύση παραμένει, παραμένει και η διάκριση ανάμεσα στα αντικειμενικά πράγματα και στις χίμαιρες, μόνο που «και το ένα και το άλλο υπάρχουν εξίσου στη συνείδησή μας». «Δεν διαμφισβητώ καθόλου την ύπαρξη ενός οποιουδήποτε πράγματος που μπορούμε να το γνωρίσουμε με τις αισθήσεις ή με τη σκέψη μας. Δεν αμφιβάλλω καθόλου ότι τα πράγματα που βλέπω με τα μάτια μου και που αγγίζω με τα χέρια μου υπάρχουν, πραγματικά υπάρχουν. Το μοναδικό πράγμα που αρνούμαστε την ύπαρξή του, είναι εκείνο που οι φιλόσοφοι (υπογράμμιση του Μπέρκλεϋ) το λένε ύλη η υλική ουσία. Η άρνηση της ύλης η της υλικής ουσίας δεν φέρνει καμιά ζημιά στο υπόλοιπο ανθρώπινο γένος που, τολμώ να πω, δεν θα προσέξει ποτέ την απουσία της… Ο άθεος χρειάζεται πραγματικά αυτό το φάντασμα μιας κούφιας ονομασίας για να στηρίξει σ’ αυτήν την αθεΐα του...».

Ο Μπέρκλεϋ εκφράζει πιο καθαρά ακόμη αυτή τη σκέψη του στην §37, όπου απαντάει στην κατηγορία ότι η φιλοσοφία του καταργεί τις υλικές ουσίες: «αν τη λέξη ουσία την πάρουμε στην κοινή (vulgar) της έννοια, δηλαδή σαν συνδυασμό αισθητηριακών ιδιοτήτων, όπως είναι η έκταση, η στερεότητα, το βάρος κτλ. τότε δεν πρέπει να με κατηγορούν ότι την καταργώ. Av όμως τη λέξη ουσία την πάρουμε στη φιλοσοφική της έννοια, σαν βάση τυχαίων περιστατικών η ιδιοτήτων (που υπάρχουν) έξω από τη συνείδηση, τότε πραγματικά αναγνωρίζω ότι την καταργώ, αν μπορεί κανείς να μιλάει για κατάργηση ενός πράγματος που δεν υπήρξε ποτέ, που δεν υπήρξε ούτε καν στη φαντασία».

Ο άγγλος φιλόσοφος Φρέιζερ, ιδεαλιστής και οπαδός του μπερκλεϊσμού, που εξέδοσε τα έργα του Μπέρκλεϋ και τα συνόδευε με δικές του σημειώσεις, δεν ονομάζει άδικα «φυσικό ρεαλισμό» τη διδασκαλία του Μπέρκλεϋ (p. X της αναφερ. εκδ.). Θα πρέπει δίχως άλλο να προσέξουμε αυτή την αστεία ορολογία, γιατί εκφράζει πραγματικά την πρόθεση του Μπέρκλεϋ να περάσει τη διδασκαλία του για ρεαλισμό. Θα δούμε επανειλημμένα πιο κάτω τους «νεότερους» «θετικιστές» να επαναλαβαίνουν με άλλη μορφή, με άλλο λεκτικό περίβλημα το ίδιο τέχνασμα ή την ίδια παραποίηση. Ο Μπέρκλεϋ δεν αρνιέται ότι υπάρχουν αντικειμενικά πράγματα! Ο Μπέρκλεϋ δεν διαφωνεί με τη γνώμη όλης της ανθρωπότητας! Ο Μπέρκλεϋ αρνιέται «μόνο» τη διδασκαλία των φιλοσόφων, δηλαδή τη θεωρία της γνώσης που παίρνει για βάση όλων των συλλογισμών της σοβαρά και κατηγορηματικά την αναγνώριση του εξωτερικού κόσμου και της αντανάκλασής του στη συνείδηση των ανθρώπων. Ο Μπέρκλεϋ δεν αρνιέται τις φυσικές επιστήμες που στηρίζονταν πάντα και στηρίζονται (στο μεγαλύτερο μέρος τους ασυνείδητα) σ’ αυτήν, δηλαδή στην υλιστική θεωρία της γνώσης: «Μπορούμε, –διαβάζουμε στην §59,– από την εμπειρία μας» (φιλοσοφία της «καθαρής εμπειρίας» του Μπέρκλεϋ)5 «που έχουμε σχετικά με τη συνύπαρξη και τη διαδοχή των ιδεών στη συνείδησή μας... να βγάλουμε σωστά συμπεράσματα για το τι θα δοκιμάζαμε (ή τι θα βλέπαμε), αν είχαμε τοποθετηθεί σε συνθήκες πολύ διαφορετικές από εκείνες που βρισκόμαστε σήμερα. Σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η γνώση της φύσης, που» (ακούστε!) «μπορεί να διατηρήσει την ωφελιμότητα και την εγκυρότητά της με απόλυτη συνέπεια σχετικά με το ό,τι είπαμε πιο πάνω».

Ας θεωρήσουμε τον εξωτερικό κόσμο, τη φύση σαν «ένα συνδυασμό αισθημάτων», που τα προκαλεί μια θεότητα στο νου μας. Αναγνωρίστε το αυτό, παραιτηθείτε από το ν’ αναζητάτε έξω από τη συνείδηση, έξω από τον άνθρωπο το «θεμέλιο» αυτών των αισθημάτων και τότε θ’ αναγνωρίσω κι εγώ μέσα στα πλαίσια της ιδεαλιστικής θεωρίας μου της γνώσης όλες τις φυσικές επιστήμες, όλη τη σημασία και την εγκυρότητά των συμπερασμάτων τους. Μου χρειάζονται ακριβώς αυτά τα πλαίσια και μόνον αυτά για να στηρίξω τα συμπεράσματά μου υπέρ της «ειρήνης και της θρησκείας». Αυτή είναι η σκέψη του Μπέρκλεϋ. Κι αυτή τη σκέψη, που εκφράζει σωστά την ουσία της ιδεαλιστικής φιλοσοφίας και την κοινωνική της σημασία, θα τη συναντήσουμε πιο κάτω, όταν θα μιλήσουμε για τη στάση του μαχισμού απέναντι στις φυσικές επιστήμες.

Και τώρα ας σημειώσουμε ακόμη μια νεότερη ανακάλυψη, που τη δανείστηκε στον 20ό αιώνα από τον επίσκοπο Μπέρκλεϋ ο νεότερος θετικιστής και κριτικός ρεαλιστής Π. Γιουσκέβιτς. Η ανακάλυψη αυτή είναι ο «εμπειριοσυμβολισμός». «Η πιο αγαπημένη θεωρία» του Μπέρκλεϋ, λέει ο Α. Φρέιζερ, είναι η θεωρία του «καθολικού φυσικού συμβολισμού» (p. 190 της αναφερ. εκδ.) ή του «συμβολισμού της φύσης» (Natural Symbolism). Av οι λέξεις αυτές δεν βρίσκονταν σε μια έκδοση του 1871, θα μπορούσε κανείς να υποψιαστεί τον άγγλο φιντεϊστή φιλόσοφο Φρέιζερ για λογοκοπία από το σύγχρονο μαθηματικό και φυσικό Πουανκαρέ και από το ρώσο «μαρξιστή» Γιουσκέβιτς!

Ο ίδιος ο επίσκοπος Μπέρκλεϋ εκθέτει τη θεωρία του, που προκάλεσε τις εκρήξεις θαυμασμού του Φρέιζερ, με τα παρακάτω λόγια:

«Η σύνδεση ανάμεσα στις ιδέες» (μην ξεχνάτε ότι ιδέες και πράγματα για τον Μπέρκλεϋ είναι ταυτόσημα) «δεν προϋποθέτει σχέσεις αιτίας προς αποτέλεσμα, αλλά μόνο σχέσεις ανάμεσα σ’ ένα σημάδι ή σύμβολο και σ’ ένα πράγμα, που σημειώνεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο» (§65). «Από δω είναι φανερό ότι τα πράγματα εκείνα –που από την άποψη της κατηγορίας της αιτίας (under the notion οf a cause), η οποία συντελεί ή συντρέχει στη δημιουργία αποτελέσματος, ειναι εντελώς ανεξήγητα και μας οδηγούν σε μεγάλους παραλογισμούς– μπορούν να εξηγηθούν μ’ ένα τρόπο ολότελα φυσικό... αν τα θεωρήσουμε σαν σημάδια η σύμβολα που χρησιμεύουν για την ενημέρωσή μας» (§66). Εννοείται ότι, σύμφωνα με τη γνώμη του Μπέρκλεϋ και του Φρέιζερ, εκείνο που μας ενημερώνει μέσω αυτών των «εμπειριοσυμβόλων» δεν είναι άλλο από τη θεότητα. Και η γνωσιολογική σημασία του συμβολισμού στη θεωρία του Μπέρκλεϋ βρίσκεται στο ότι ο συμβολισμός είναι προορισμένος ν’ αντικαταστήσει το «δόγμα» «που έχει την αξίωση να εξηγεί τα πράγματα με υλικές αιτίες» (§66).

Έχουμε μπροστά μας δυο φιλοσοφικές κατευθύνσεις στο ζήτημα της αιτιότητας. Η μια «έχει την αξίωση να εξηγεί τα πράγματα με υλικές αιτίες» και είναι φανερό ότι συνδέεται με το «παράλογο» «δόγμα της ύλης» που το αντέκρουσε ο επίσκοπος Μπέρκλεϋ. Η άλλη ανάγει την «έννοια αιτία» στην έννοια «σημείο ή σύμβολο» που χρησιμεύει «για την ενημέρωσή μας» (από το θεό). Αυτές τις δυο κατευθύνσεις θα τις ξανασυναντήσουμε με περιβολή του 20ού αιώνα, όταν θ’ αναλύσουμε τη στάση του μαχισμού και του διαλεκτικού υλισμού απέναντι στο παραπάνω ζήτημα.

Πρέπει σε συνέχεια να σημειώσουμε ακόμη, σχετικά με το ζήτημα της πραγματικότητας, ότι ο Μπέρκλεϋ, ενώ αρνιέται ν’ αναγνωρίσει ότι τα πράγματα υπάρχουν έξω από τη συνείδησή μας, προσπαθεί ταυτόχρονα να βρει ένα κριτήριο για τη διάκριση του πραγματικού από το πλασματικό. Στην §36 λέει ότι οι «ιδέες» εκείνες που προκαλεί ο ανθρώπινος νους κατά την κρίση του είναι «άτονες, αδύνατες, ασταθείς, σε σύγκριση μ’ εκείνες που δεχόμαστε με τις αισθήσεις. Οι τελευταίες αυτές ιδέες, που αποτυπώνονται μέσα μας σύμφωνα με ορισμένους κανόνες ή νόμους της φύσης, μιλάνε μόνες τους για την επενέργεια ενός νου, πιο δυνατού και πιο σοφού απ’ ό,τι είναι ο ανθρώπινος νους. Οι ιδέες αυτές έχουν, όπως λένε, μέσα τους περισσότερη πραγματικότητα απ’ ό,τι οι προηγούμενες∙ αυτό σημαίνει ότι είναι πιο καθαρές, έχουν μεγαλύτερη τάξη, ξεχωρίζουν η μια από την άλλη και δεν είναι πλάσματα του νου, που τις αντιλαμβάνεται...». Αλλού (στην §84), ο Μπέρκλεϋ προσπαθεί να συνδέσει την έννοια του πραγματικού με την ταυτόχρονη αντίληψη των ίδιων αισθημάτων από πολλά πρόσωπα μαζί. Πώς θα λυθεί, λογουχάρη, το πρόβλημα: ήταν άραγε πραγματική η μετατροπή, ας υποθέσουμε, του νερού σε κρασί που μας διηγούνται; «Αν όλοι οι παρόντες στο τραπέζι έβλεπαν το κρασί, δοκιμάζανε τη μυρωδιά του, το γεύονταν και το έπιναν και δοκίμαζαν τα αποτελέσματά του, δεν θα υπήρχε, κατά τη γνώμη μου, αμφιβολία για την πραγματική ύπαρξη του κρασιού». Και ο Φρέιζερ επεξηγεί: «Η ταυτόχρονη συνειδητοποίηση από διάφορα πρόσωπα των ίδιων ακριβώς αισθητηριακών ιδεών, σε αντίθεση με την καθαρά ατομική ή προσωπική συνείδηση φανταστικών αντικειμένων ή συγκινήσεων, θεωρείται εδώ σαν απόδειξη της πραγματικότητας των ιδεών του πρώτου είδους».

Από δω βλέπουμε ότι τον υποκειμενικό ιδεαλισμό του Μπέρκλεϋ δεν πρέπει να τον καταλαβαίνουμε σαν να αγνοεί τάχα αυτός τη διάκριση ανάμεσα στην ατομική και στην ομαδική αντίληψη, Αντίθετα, ο Μπέρκλεϋ πάνω σ’ αυτή τη διάκριση προσπαθεί να οικοδομήσει ένα κριτήριο της πραγματικότητας. Ο Μπέρκλεϋ, συνάγοντας τις «ιδέες» από την επενέργεια της θεότητας πάνω στον ανθρώπινο νου, πλησιάζει έτσι στον αντικειμενικό ιδεαλισμό: ο κόσμος δεν είναι παράστασή μου, αλλά το αποτέλεσμα μιας ανώτερης πνευματικής αιτίας, που δημιουργεί και τους «νόμους της φύσης» και τους νόμους, σύμφωνα με τους όποιους διακρίνουμε τις «πιο πραγματικές» ιδέες από τις λιγότερο πραγματικές κτλ.

Σ’ ένα άλλο έργο του «Τρεις διάλογοι μεταξύ Ύλα και Φιλόνου» (1713), όπου ο Μπέρκλεϋ προσπαθεί να εκθέσει τις απόψεις του σε μια πολύ εκλαϊκευτική μορφή, διατυπώνει ως εξής την αντίθεση ανάμεσα στη δική του διδασκαλία και στην υλιστική διδασκαλία:

«Κι εγώ υποστηρίζω όπως κι εσείς» (οι υλιστές) «ότι εφόσον κάτι απέξω επενεργεί πάνω μας, πρέπει να παραδεχτούμε ότι υπάρχουν δυνάμεις (έξω από μας), που ανήκουν σ’ ένα ον διαφορετικό από μας. Εδώ όμως μας χωρίζει το ζήτημα, τι είδους είναι αυτό το ισχυρό ον. Εγώ υποστηρίζω ότι είναι πνεύμα, εσείς ότι είναι ύλη ή δεν ξέρω ποια (μπορώ να προσθέσω ότι και σεις δεν ξέρετε ποια) τρίτη φύση...» (p. 335 της αναφερ. εκδ.).

Ο Φρέιζερ σχολιάζει: «Εδώ βρίσκεται η ουσία όλου του ζητήματος. Σύμφωνα με τη γνώμη των υλιστών τα αισθητά φαινόμενα προκαλούνται από μια υλική ουσία ή από κάποια άγνωστη “τρίτη φύση”. Κατά τη γνώμη του Μπέρκλεϋ προκαλούνται από τη Λογική Βούληση. Κατά τη γνώμη του Χιουμ και των θετικιστών η προέλευσή τους είναι απόλυτα άγνωστη και το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να τα γενικεύουμε, όπως συνηθίζεται, επαγωγικά, σαν γεγονότα».

Ο άγγλος μπερκλεϊστής Φρέιζερ πλησιάζει εδώ, με τη συνεπή ιδεαλιστική άποψή του, στις ίδιες βασικές «γραμμές» της φιλοσοφίας, που τις χαρακτήρισε με τόση σαφήνεια ο υλιστής Ένγκελς. Στο έργο του «Λουδοβίκος Φόυερμπαχ» ο Ένγκελς χωρίζει τους φιλόσοφους σε «δυο μεγάλα στρατόπεδα»: τους υλιστές και τους ιδεαλιστές.

Ο Ένγκελς, εξετάζοντας πιο βαθιά από τον Φρέιζερ τις πολύ πιο αναπτυγμένες, πιο ποικιλόμορφες και πιο πλούσιες σε περιεχόμενο θεωρίες και των δυο κατευθύνσεων, βρίσκει ότι βασική διαφορά ανάμεσά τους είναι ότι για τους υλιστές η φύση είναι το πρωτεύον και το πνεύμα το δευτερεύον, ενώ για τούς ιδεαλιστές συμβαίνει το αντίστροφο. Ανάμεσα στους πρώτους και στους δεύτερους ο Ένγκελς τοποθετεί τους οπαδούς του Χιουμ και του Καντ, που αρνιούνται τη δυνατότητα να γνωρίσουμε τον κόσμο ή τουλάχιστο να τον γνωρίσουμε πέρα για πέρα και τους ονομάζει αγνωστικιστές6. Στο έργο του «Λουδοβίκος Φόυερμπαχ» ο Ένγκελς χρησιμοποιεί τον τελευταίο αυτό όρο μόνο για τους οπαδούς του Χιουμ (για κείνους που ο Φρέιζερ ονομάζει «θετικιστές», όπως αρέσει και στους ίδιους να ονομάζονται). Στο άρθρο του όμως, «Για τον ιστορικό υλισμό», ο Ένγκελς μιλάει καθαρά για τις απόψεις του «νεοκαντιανού αγνωστικιστή»7 θεωρώντας το νεοκαντιανισμό8 
παραλλαγή του αγνωστικισμού9. Δεν μπορούμε εδώ να σταθούμε σ’ αυτή την εξαιρετικά σωστή και βαθιά κρίση του Ένγκελς (κρίση που ξεδιάντροπα την αγνοούν οι μαχιστές). Θα μιλήσουμε γι’ αυτό το σημείο διεξοδικά πιο κάτω. Για την ώρα περιοριζόμαστε να υπογραμμίσουμε αυτή τη μαρξιστική ορολογία και τη σύμπτωση των δυο άκρων: της άποψης του συνεπή υλιστή και της άποψης του συνεπή ιδεαλιστή πάνω στις βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας. Για να δείξουμε παραστατικά αυτές τις φιλοσοφικές κατευθύνσεις (με τις οποίες θα έχουμε συνεχώς να κάνουμε πιο κάτω), θ’ αναφέρουμε σε συντομία τις απόψεις των μεγαλύτερων φιλοσόφων του 18ου αιώνα, που ακολούθησαν διαφορετικό δρόμο από το δρόμο του Μπέρκλεϋ.

Να τα επιχειρήματα του Χιουμ στο βιβλίο του «Έρευνα για την ανθρώπινη γνώση» στο κεφάλαιο (12ο) για τη φιλοσοφία του σκεπτικισμού: «Μπορούμε να θεωρήσουμε σαν ολοφάνερο ότι οι άνθρωποι έχουν την τάση από φυσικό ένστικτο η προδιάθεση να έχουν εμπιστοσύνη στις αισθήσεις τους και ότι χωρίς κανένα συλλογισμό ή ακόμη και πριν να καταφύγουμε σε συλλογισμό, προϋποθέτουμε πάντα έναν εξωτερικό κόσμο (external universe), που δεν εξαρτάται από την αντίληψή μας και που θα υπήρχε και αν ακόμη εμείς και κάθε πλάσμα προικισμένο με αισθήσεις απουσιάζαμε ή εκμηδενιζόμασταν. Ακόμη και τα ζώα κυριαρχούνται από μια παρόμοια γνώμη και διατηρούν αυτή την πίστη στα εξωτερικά αντικείμενα σε όλες τις σκέψεις, τα σχέδια και τις ενέργειές τους... Αυτήν όμως την καθολική και πρωταρχική γνώμη όλων των ανθρώπων την ανατρέπει γρήγορα και η πιο επιπόλαιη (slightest) φιλοσοφία, που μας διδάσκει ότι τίποτε άλλο δεν μπορεί ποτέ να είναι προσιτό στο νου, εκτός από μια εικόνα ή αντίληψη και ότι οι αισθήσεις δεν είναι τίποτε άλλο από κανάλια (inlets) μέσω των οποίων μεταβιβάζονται αυτές οι εικόνες, χωρίς οι ίδιες να είναι σε θέση να δημιουργήσουν οποιαδήποτε άμεση σχέση (intercourse) ανάμεσα στο νου και στο αντικείμενο. Το τραπέζι που βλέπουμε φαίνεται μικρότερο, όταν απομακρυνόμαστε απ’ αυτό, το πραγματικό όμως τραπέζι που υπάρχει ανεξάρτητα από μας δεν παθαίνει καμμιά αλλαγή. Συνεπώς στο νου μας δεν παρουσιάστηκε παρά η εικόνα (image) του τραπεζιού. Αυτά κατά τρόπο φανερό μας υπαγορεύει το λογικό μας. Και κανένας άνθρωπος που σκέπτεται, δεν έχει ποτέ αμφιβολία ότι τα αντικείμενα (existences), για τα οποία μιλάμε, δηλαδή «αυτό το τραπέζι», «αυτό το δέντρο», δεν είναι τίποτε άλλο από αντιλήψεις του νου μας... Με τι επιχείρημα μπορεί να αποδειχτεί ότι οι αντιλήψεις του νου μας προκαλούνται κατ’ ανάγκη από εξωτερικά αντικείμενα εντελώς διαφορετικά απ’ αυτές τις αντιλήψεις, αν και όμοια μ’ αυτές (αν αυτό είναι δυνατό), και δεν απορέουν είτε από την ενέργεια του ίδιου του νου, είτε από τη δράση κάποιου αόρατου και άγνωστου πνεύματος, είτε από κάποια άλλη αιτία ακόμη πιο άγνωστη σε μας;… Πώς μπορεί να λυθεί αυτό το ζήτημα; Ασφαλώς με την εμπειρία, όπως και όλα τα άλλα παρόμοια ζητήματα. Η εμπειρία όμως σ’ αυτό το σημείο σιωπά και δεν μπορεί παρά να σιωπά. Ο νους ποτέ δεν έχει τίποτε άλλο μπροστά του, εκτός από τις αντιλήψεις και δεν είναι σε θέση με κανένα τρόπο να γεννήσει καμιάν εμπειρία για τη σχέση ανάμεσα στις αντιλήψεις και στα αντικείμενα. Γι’ αυτό και η υπόθεση για την ύπαρξη παρόμοιας σχέσης δεν μπορεί να έχει καμιά λογική βάση. Το να καταφεύγει κανείς στην αληθινότητα του Υπερτάτου Όντος για να αποδείξει την αληθινότητα των αισθήσεών μας, σημαίνει ότι παρακάμπτει εντελώς απροσδόκητα το ζήτημα... Από τη στιγμή που θα θέσουμε το ζήτημα της ύπαρξης του εξωτερικού κόσμου, θα χάσουμε όλα τα επιχειρήματα, με τα όποια θα μπορούσε ν’ αποδειχτεί η ύπαρξη αυτού του Όντος»10.

Ο Χιουμ επαναλαβαίνει τα ίδια πράγματα στο έργο του: «Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση», μέρος IV, τμήμα II: «Για το σκεπτικισμό απέναντι στις αισθήσεις». «Οι αντιλήψεις μας είναι τα μοναδικά αντικείμενα» (p. 281 της γαλλ. μετάφρασης του Ρενουβιέ και Πιγιόν, 1878). Ο Χιουμ ονομάζει σκεπτικισμό την άρνηση να εξηγήσει κανείς τα αισθήματα με την επενέργεια των πραγμάτων, του πνεύματος κτλ., την άρνηση να αναγάγει κανείς τις αντιλήψεις από το ένα μέρος στον εξωτερικό κόσμο και από το άλλο μέρος στη θεότητα ή σέ κάποιο άγνωστο πνεύμα. Και ο Πιγιόν (F. Pillon), συντάκτης του προλόγου της γαλλικής μετάφρασης του Χιουμ, φιλόσοφος με κατεύθυνση συγγενική προς την κατεύθυνση του Μαχ (όπως θα δούμε παρακάτω), γράφει πολύ σωστά ότι το υποκείμενο και το αντικείμενο για τον Χιουμ ανάγονται σε «ομάδες διαφορετικών αντιλήψεων», σε «στοιχεία της συνείδησης, εντυπώσεις, ιδέες κτλ.» και ότι εδώ πρόκειται μονάχα για «ταξινόμηση και συνδυασμό αυτών των στοιχείων»11. Το ίδιο και ο Χάξλεϋ, άγγλος οπαδός του Χιουμ και δημιουργός του εύστοχου και σωστού όρου «αγνωστικισμός», στο βιβλίο του για τον Χιουμ τονίζει ότι ο τελευταίος, θεωρώντας τα «αισθήματα» σαν «πρωταρχικές και μη αποσυντιθέμενες καταστάσεις της συνείδησης», δεν είναι ολότελα συνεπής με τον εαυτό του στο ζήτημα, αν πρέπει να εξηγηθεί η προέλευση των αισθημάτων με την επενέργεια των αντικειμένων πάνω στον άνθρωπο ή με τη δημιουργική δύναμη του νου. «Αυτός (ο Χιουμ) παραδέχεται και το ρεαλισμό και τον ιδεαλισμό σαν δυο υποθέσεις εξίσου πιθανές»12. Ο Χιουμ δεν προχωρεί πέρα από τα αισθήματα. «Το κόκκινο και το μπλε χρώμα και η μυρωδιά του τριαντάφυλλου είναι απλές εντυπώσεις... Ένα κόκκινο τριαντάφυλλο μας δίνει σύνθετη εντύπωση (complex impression), που μπορούμε να την αποσυνθέσουμε στις απλές εντυπώσεις του κόκκινου χρώματος, της μυρωδιάς του τριαντάφυλλου κτλ.» (pp. 64-65, στο ίδιο). Ο Χιουμ παραδέχεται και την «υλιστική θέση» και την «ιδεαλιστική» (p. 82): «η συλλογή αντιλήψεων» μπορεί να γεννηθεί από το «εγώ» του Φίχτε, μπορεί να είναι «απεικόνιση ή ακόμη και σύμβολο» κάτι του πραγματικού (real something). Έτσι ερμηνεύει ο Χάξλεϋ τον Χιουμ.

Όσο για τους υλιστές, να τι λέει για τον Μπέρκλεϋ ο αρχηγός των εγκυκλοπαιδιστών13 Ντιντερό: «Ονομάζουν ιδεαλιστές τους φιλόσοφους, οι οποίοι, αναγνωρίζοντας για γνωστή μόνο τη δική τους ύπαρξη και την ύπαρξη των αισθημάτων που διαδέχονται το ένα το άλλο μέσα τους, δεν παραδέχονται τίποτε άλλο έξω από αυτά. Αλλόκοτο σύστημα που, κατά τη γνώμη μου, μόνο τυφλοί θα μπορούσαν να δημιουργήσουν! Και αυτό το σύστημα, προς αίσχος του ανθρώπινου πνεύματος, προς αίσχος της φιλοσοφίας, είναι δυσκολότερο από καθετί άλλο να το καταπολεμήσεις, αν και είναι το πιο παράλογο απ’ όλα»14. Και ο Ντιντερό, πλησιάζοντας πολύ κοντά στην άποψη του σύγχρονου υλισμού (ότι δεν είναι αρκετά μόνο τα επιχειρήματα και οι συλλογισμοί για ν’ ανασκευάσει κανείς τον ιδεαλισμό και ότι εδώ δεν πρόκειται για θεωρητικά επιχειρήματα), σημειώνει την ομοιότητα ανάμεσα στις αφετηριακές θέσεις του ιδεαλιστή Μπέρκλεϋ και του αισθησιοκράτη Κοντιγιάκ. Κατά τη γνώμη του Ντιντερό, ο Κοντιγιάκ θα έπρεπε να επιχειρήσει ν’ αντικρούσει τον Μπέρκλεϋ, για ν’ αποφύγει τέτια παράλογα συμπεράσματα που βγαίνουν από την άποψη ότι τα αισθήματα είναι η μοναδική πηγή των γνώσεών μας.

Στο «Διάλογο του Ντ’ Αλαμπέρ με τον Ντιντερό» ο τελευταίος εκθέτει ως εξής τις φιλοσοφικές απόψεις του: «...Υποθέστε ότι το πιάνο έχει την ικανότητα της αίσθησης και της μνήμης, και πέστε μου αν δεν θα επαναλάβει παρά μόνο τις ίδιες άριες που θα εκτελέσετε στα πλήκτρα του. Είμαστε όργανα, προικισμένα με την ικανότητα να αισθανόμαστε και να θυμόμαστε. Οι αισθήσεις μας είναι τα πλήκτρα που χτυπάει πάνω τους η φύση, η οποία μας περιβάλλει και που χτυπάνε συχνά και μόνα τους. Να, κατά τη γνώμη μου, τι συμβαίνει μ’ ένα πιάνο κατασκευασμένο όπως εγώ κι εσείς». Ο Ντ’ Αλαμπέρ απαντάει ότι ένα τέτιο πιάνο θα έπρεπε να έχει την ικανότητα να τρέφεται και να γεννάει μικρά πιάνα. Αναμφίβολα, απαντάει ο Ντιντερό. Κοιτάξτε όμως αυτό το αυγό. «Μ’ αυτό ανατρέπει κανείς όλες τις σχολές της θεολογίας και όλους τους ναούς της γης. Τι είναι αυτό το αυγό; Μια μάζα που δεν αισθάνεται προτού μπει μέσα της το σπέρμα. Όταν όμως μπει μέσα της το σπέρμα, τι είναι τότε; Μάζα που δεν αισθάνεται, γιατί και το σπέρμα αυτό με τη σειρά του δεν είναι τίποτε άλλο από ένα υγρό αδρανές και παχύ. Με ποιόν τρόπο η μάζα αυτή θα περάσει σε μια άλλη οργάνωση, στην ικανότητα να αισθάνεται στη ζωή; Με τη θερμότητα. Και τι είναι εκείνο που παράγει τη θερμότητα; Η κίνηση». Το ζώο που έχει βγει από το αυγό είναι προικισμένο με όλες τις συγκινήσεις σας και κάνει όλες τις ενέργειες που κάνετε και σεις. «Μήπως θα ισχυρισθείτε μαζί με τον Ντεκάρτ ότι είναι μια απλή μιμητική μηχανή; Μα θα σας κοροϊδεύουν τα μικρά παιδιά, και οι φιλόσοφοι θα σας απαντήσουν ότι, αν είναι μηχανή, και σεις είστε τότε μια παρόμοια μηχανή. Αν αναγνωρίζετε ότι η διαφορά ανάμεσα στα ζώα αυτά και σε σας συνίσταται μόνο στην οργάνωση, θα δείξετε ότι είστε άνθρωπος με ορθοφροσύνη και λογικός, θα έχετε δίκιο. Από δω όμως θα βγει το συμπέρασμα ενάντιά σας, ότι από μιαν ύλη αδρανή, οργανωμένη μ’ ένα ορισμένο τρόπο, μπορεί, με τη διαπότισή της από μιαν άλλη αδρανή ύλη και με την επενέργεια της θερμότητας και της κίνησης να προκύψει ικανότητα αίσθησης και ζωής, μνήμης και συνείδησης, συγκινήσεων και σκέψης». Και τότε, συνεχίζει ο Ντιντερό, δεν σας μένει παρά ένα από τα δυο: ή πρέπει να παραδεχτείτε μέσα στο αυγό κάποιο «κρυμμένο στοιχείο», που με άγνωστο τρόπο μπαίνει μέσα του σ’ ένα ορισμένο στάδιο της ανάπτυξής του, ένα στοιχείο που είναι άγνωστο αν κατέχει έκταση, αν είναι υλικό ή αν δημιουργήθηκε επίτηδες γι’ αυτό το σκοπό, πράγμα που αντιφάσκει με την κοινή λογική και οδηγεί σε αντιφάσεις και παραλογισμούς. Ή μένει να κάνετε μιαν «απλή υπόθεση που τα εξηγεί όλα, ότι δηλαδή η ικανότητα αίσθησης είναι γενική ιδιότητα της ύλης ή προϊόν της οργάνωσής της». Και στην αντίρηση του Ντ’ Αλαμπέρ ότι η τέτια ύπόθεση παραδέχεται μιαν ιδιότητα που είναι ουσιαστικά ασυμβίβαστη με την ύλη, ο Ντιντερό απαντάει ως εξής:

«Και από πού ξέρετε ότι η ικανότητα αίσθησης είναι ουσιαστικά ασυμβίβαστη με την ύλη, αφού δεν ξέρετε γενικά την ουσία κανενός πράγματος, ούτε την ουσία της ύλης, ούτε την ουσία της αίσθησης; Καταλαβαίνετε μήπως καλύτερα τη φύση της κίνησης, την ύπαρξή της μέσα σ’ ένα οποιοδήποτε σώμα, τη μεταβίβασή της από ένα σώμα σε άλλο;» Ντ’ Αλαμπέρ: «Χωρίς να γνωρίζω τη φύση ούτε της αίσθησης ούτε της ύλης, βλέπω ότι η ικανότητα αίσθησης είναι μια ιδιότητα απλή, ενιαία, αδιαίρετη και ασυμβίβαστη μ’ ένα διαιρετό υποκείμενο ή υπόβαθρο (suppôt)». Ντιντερό: «Μεταφυσικές - θεολογικές ασυναρτησίες! Τι; Δεν βλέπετε μήπως ότι όλες οι ιδιότητες της ύλης, όλες οι προσιτές στην αίσθησή μας μορφές της είναι ουσιαστικά αδιαίρετες; Δεν μπορεί να υπάρχει μεγαλύτερος ή μικρότερος βαθμός αδιαχώρητου. Μπορεί να υπάρχει το μισό ενός στρογγυλού σώματος, αλλά δεν υπάρχει το μισό της στρογγυλότητας...». «Να είστε φυσικός και να αναγνωρίστε μαζί μου τον παράγωγο χαρακτήρα ενός αποτελέσματος, όταν βλέπετε πώς παράγεται, αν και δεν μπορείτε να εξηγήσετε τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος. Να είστε λογικός και να μην υποκαθιστάτε μιαν αιτία που υπάρχει και που εξηγεί το καθετί με κάποιαν άλλη αιτία που δεν μπορείτε να τη συλλάβετε, που η σχέση της με το αποτέλεσμα είναι λιγότερο ακόμη κατανοητή και που γεννάει ατέλειωτο πλήθος δυσκολίες, χωρίς να λύνει ούτε μια απ’ αυτές». Ντ’ Αλαμπέρ: «Και αν ξεκινήσω απ’ αυτήν την αιτία;». Ντιντερό: «Στο σύμπαν υπάρχει μόνο μια ουσία και στον άνθρωπο και στο ζώο. Το οργανάκι είναι από ξύλο, ο άνθρωπος από σάρκα. Το καναρίνι είναι από σάρκα και ο μουσικός από σάρκα διαφορετικά οργανωμένη. Κι ο ένας και ο άλλος όμως έχουν την ίδια προέλευση, έχουν την ίδια σύνθεση, έχουν τις ίδιες λειτουργίες και τον ίδιο σκοπό». Ντ’ Αλαμπέρ: «Και πώς πραγματοποιείται η συμφωνία των ήχων ανάμεσα στα δυο σας πιάνα;». Ντιντερό: «...Το μουσικό όργανο, που είναι προικισμένο με την ικανότητα να αισθάνεται ή το ζώο, πείστηκε από την πείρα του ότι, ύστερα από ένα ορισμένο ήχο ακολουθούν ορισμένα αποτελέσματα έξω από τον εαυτό του, ότι άλλα όμοια μ’ αυτό μουσικά όργανα που αισθάνονται ή ζώα πλησιάζουν ή απομακρύνονται, ζητούν ή προσφέρουν, πληγώνουν ή χαϊδεύουν. Και όλα αυτά τα αποτελέσματα συνδέονται στη μνήμη του και στη μνήμη των άλλων ζώων με το σχηματισμό ορισμένων ήχων∙ σημειώστε ότι στις σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων δεν υπάρχει τίποτε άλλο από ήχους και ενέργειες. Και για να εκτιμηθεί όλη η δύναμη του συστήματος μου, σημειώστε ακόμη ότι μπροστά του βρίσκεται η ίδια ανυπέρβλητη δυσκολία που είχε προβάλλει ο Μπέρκλεϋ ενάντια στην ύπαρξη των σωμάτων. Υπήρξε μια στιγμή τρέλλας, που το αισθανόμενο πιάνο φαντάστηκε ότι είναι το μοναδικό πιάνο που υπάρχει στον κόσμο κι ότι όλη η αρμονία του σύμπαντος συντελείται μέσα του»15.

Αυτά γράφτηκαν στα 1769. Και μ’ αυτά κλείνουμε τη σύντομη ιστορική αναδρομή μας. Θα ξανασυναντήσουμε πολλές φορές το «τρελλό πιάνο» και την αρμονία του σύμπαντος που συντελείται μέσα στον άνθρωπο, όταν θα κάνουμε την ανάλυση του «νεότερου θετικισμού».

Για την ώρα ας περιοριστούμε σ’ ένα μόνο συμπέρασμα: «οι νεότεροι» μαχιστές δεν πρόβαλαν ενάντια στους υλιστές κανένα, μα κυριολεκτικά κανένα επιχείρημα που να μην το χρησιμοποίησε ο επίσκοπος Μπέρκλεϋ.

Ας σημειωθεί σαν αξιοπερίεργο ότι ένας απ’ αυτούς τους μαχιστές, ο Βαλεντίνοφ, νιώθοντας θολά πόσο λαθεμένη είναι η θέση του, προσπάθησε να «εξαλείψει κάθε ίχνος» της συγγένειάς του με τον Μπέρκλεϋ κι αυτό το έκανε με τρόπο αρκετά διασκεδαστικό. Στη σελ. 150 του βιβλίου του διαβάζουμε τα παρακάτω: «...Όταν, μιλώντας για τον Μαχ, αναφέρονται στον Μπέρκλεϋ, ρωτάμε για ποιον Μπέρκλεϋ πρόκειται; Για τον Μπέρκλεϋ που κατά παράδοση θεωρεί τον εαυτό του (ο Βαλεντίνοφ θέλει να πει: που τον θεωρούν) σολιψιστή ή για τον Μπέρκλεϋ που υποστηρίζει την άμεση παρουσία της θεότητας και της θείας Πρόνοιας; Και γενικότερα(;), πρόκειται για τον φιλοσοφούντα επίσκοπο Μπέρκλεϋ που συντρίβει τον αθεϊσμό ή για τον Μπέρκλεϋ σαν βαθυστόχαστο αναλυτή; Με τον Μπέρκλεϋ τον σολιψιστή και κήρυκα της θρησκευτικής μεταφυσικής ο Μαχ δεν έχει στην πραγματικότητα τίποτε το κοινό». Εδώ ο Βαλεντίνοφ τα μπερδεύει, δεν είναι σε θέση ν’ αντιληφθεί καθαρά τους λόγους που βρέθηκε υποχρεωμένος να υπερασπίσει το «βαθυστόχαστο αναλυτή» και ιδεαλιστή Μπέρκλεϋ απέναντι στον υλιστή Ντιντερό. Ο Ντιντερό έκανε μια ξεκάθαρη αντιπαράθεση των βασικών κατευθύνσεων της φιλοσοφίας. Ο Βαλεντίνοφ τις μπερδεύει και παράλληλα προσπαθεί να μας παρηγορήσει με τρόπο αστείο: «Δεν θεωρούμε, –γράφει,– φιλοσοφικό έγκλημα τη “συγγένεια” του Μαχ με τις ιδεαλιστικές αντιλήψεις του Μπέρκλεϋ κι αν ακόμη υπήρχε μια τέτια συγγένεια στ’ αλήθεια» (149). Μα και τι «έγκλημα» είναι να μπερδέψει κανείς τις δυο ασυμβίβαστες βασικές κατευθύνσεις της φιλοσοφίας; Γιατί εκεί καταντάει όλη η σοφία του Μαχ και του Αβενάριους. Και περνάμε τώρα στην εξέταση αυτής της σοφίας.

 


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Β. Ι. Λένιν, «Υλισμός και Εμπειριοκριτικισμός», Άπαντα, τόμ. 18, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 13-32.

  1. Ο θετικισμός σαν φιλοσοφική κατεύθυνση εμφανίστηκε στη Γαλλία στην 4η δεκαετία του 19ου αιώνα σαν αντίδραση στο γαλλικό υλισμό και αθεϊσμό του 18ου αιώνα. Ο ιδρυτής του Αύγουστος Κοντ συνταύτιζε το θετικισμό με την επιστημονική σκέψη, που βασικό της έργο θεωρούσε την περιγραφή και απλοποίηση των σχέσεων των δεδομένων της εμπειρίας. Ο Κοντ τάχθηκε ενάντια στη θεολογία, αλλά ακόμη προσπαθούσε ν’ αποδείξει την αναγκαιότητα μιας «νέας θρησκείας». Κήρυσσε «μεταφυσική» κάθε θεωρία που παραδεχόταν την ύπαρξη και την γνωσιμότητα της αντικειμενικής πραγματικότητας, προσπαθούσε ν’ αποδείξει ότι ο θετικισμός βρίσκεται «πάνω» και από τον υλισμό και από τον ιδεαλισμό. Ο Λένιν, έχοντας υπόψη το χαρακτηριστικό αυτό γνώρισμα του θετικισμού, έγραφε: «...είναι ένας θλιβερός λαπάς, είναι το σιχαμερό κόμμα του κέντρου στη φιλοσοφία, που μπερδεύει σε κάθε ξεχωριστό ζήτημα την υλιστική με την ιδεαλιστική κατεύθυνση» (σε τούτο τον τόμο, σελ. 368). Ο θετικισμός σημείωσε πλατιά διάδοση στην Αγγλία, όπου κυριότεροι εκπρόσωποί του ήταν ο Τζον Στιούαρτ Μιλλ και ο Χέρμπερτ Σπένσερ. Στα έργα του Μιλλ εκδηλώθηκε έντονα ο εμπειρισμός της θετικιστικής φιλοσοφίας, η παραίτησή της από την φιλοσοφική ερμηνεία της πραγματικότητας. Για τη θεμελίωση του θετικισμού ο Σπένσερ συγκέντρωσε τεράστιο υλικό από τις φυσικές επιστήμες. Καθώς βρισκόταν κάτω από την επιροή του δαρβινισμού, θεωρούσε ανώτατο νόμο κάθε όντος την εξέλιξη, που την εννοούσε όμως με μεταφυσικό τρόπο, αρνιόταν τη δυνατότητα των ποιοτικών αλμάτων στη φύση και στην κοινωνία, υποστήριζε ότι οικουμενικός σκοπός της εξέλιξης είναι η εγκαθίδρυση της καθολικής «ισοροπίας δυνάμεων». Στην κοινωνιολογία ο Σπένσερ υποστήριζε την αντιδραστική «οργανική θεωρία της κοινωνίας», που δικαιολογεί την κοινωνική ανισότητα, σύμφωνα με την οποία κάθε κοινωνική ομάδα –σε αναλογία με τα όργανα του ζωντανού σώματος– εκπληρώνει μιαν αυστηρά καθορισμένη λειτουργία. Οι κοινωνιολογικές απόψεις του Σπένσερ, που βασίζονταν στους αφηρημένους τύπους της «προόδου», της «κοινωνίας γενικά» κτλ., είναι εχθρικές προς την επιστημονική θεωρία της κοινωνικής εξέλιξης.
    Στην πρώτη περίοδο της ανάπτυξής του ο θετικισμός ήταν η ιδεολογία της φιλελεύθερης αστικής τάξης, έδινε τη δυνατότητα στην τελευταία να προσαρμόζει στα συμφέροντά της την ανάπτυξη της επιστημονικής γνώσης. Στη δεύτερη πενηνταετία του 19ου αιώνα σημείωσε αρκετά πλατιά διάδοση στην Ευρώπη και στην Αμερική κι έγινε μια από τις μορφές της ιδεολογικής πάλης της αστικής τάξης ενάντια στο προλεταριάτο και τη φιλοσοφία του.
    Η κατοπινή εξέλιξη του θετικισμού συνδέεται με την εμφάνιση του εμπειριοκριτικισμού του Μαχ και του Αβενάριους. Σε διάκριση από τους πρώτους θετικιστές, οι μαχιστές ήταν πιο απροκάλυπτοι υποκειμενικοί ιδεαλιστές μπερκλεϋκής απόχρωσης. Και τούτους κι εκείνους τους ένωνε η εχθρότητά τους προς τον υλισμό, η επιδίωξή τους ν’ αντιτάξουν στον τελευταίο μιαν «απαλλαγμένη από τη μεταφυσική» (διάβαζε: από τον υλισμό) φιλοσοφία της «καθαρής εμπειρίας». Ο Λένιν ξεσκέπασε τη συγγένεια του θετικισμού με τη θεολογία, έδειξε ότι «η ουσία τού ζητήματος συνίσταται στη ριζική διαφορά ανάμεσα στον υλισμό και σ’ όλο το πλατύ ρεύμα του θετικισμού, μέσα στο οποίο βρίσκονται και ο Αυγ. Κοντ, και ο X. Σπένσερ, και ο Μιχαηλόβσκι, και μια σειρά νεοκαντιανοί, και ο Μαχ με τον Αβενάριους» (στο ίδιο, σελ. 218).
    Νέο στάδιο στην εξέλιξη του θετικισμού αποτέλεσε ο νεοθετικισμός, που έκανε την εμφάνισή του στην 3η δεκαετία του 20ού αιώνα. Οι νεοθετικιστές δηλώνουν ότι το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας είναι «ψευτοζήτημα» και περιορίζουν το έργο της φιλοσοφικής επιστήμης στη λογική ανάλυση της γλώσσας. Σήμερα ο νεοθετικισμός είναι μια από τις πιο διαδομένες κατευθύνσεις στη φιλοσοφία της ιμπεριαλιστικής αστικής τάξης.
  2. Β. Τσερνόφ. «Φιλοσοφικές και κοινωνιολογικές μελέτες», Μόσχα, 1907. Ο Τσερνόφ είναι εξίσου φλογερός θιασώτης του Αβενάριους και εχθρός του διαλεκτικού υλισμού, όπως ο Μπαζάροφ και Σία.
  3. Βλ., λογουχάρη, Dr. Richard Hönigswald. «Über die Lehre Hume’s von der Realität der Außiendinge», Brl., 1904, S. 26 (Δρ. Ρίχαρντ Χαίνιγκσβαλντ. «Η διδασκαλία του Χιουμ για την πραγματικότητα του εξωτερικού κόσμου», Βερολίνο, 1904, σελ. 26. η Σύντ.).
  4. George Berkeley. «Treatise concerning the Principles of Human Knowledge», vol. I of Works, edited by A. Fraser, Oxford, 1871. Υπάρχει ρωσική μετάφραση (Τζωρτζ Μπέρκλεϋ. «Πραγματεία για τις αρχές της ανθρώπινης γνώσης», τόμ. Ι Απάντων, εκδ. Α. Φρέιζερ, Οξφόρδη, 1871. Η Σύντ.).
  5. Στον πρόλογό του ο Φρέιζερ επιμένει ότι ο Μπέρκλεϋ, όπως και ο Λοκ, «επικαλείται αποκλειστικά την εμπειρία» (p. 117).
  6. Βλ. Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά έργα σε δυο τόμους, ρωσ. έκδ., τόμ. II, 1955, σελ. 350-351.
  7. Ό.π., σελ. 91.
  8. Νεοκαντιανισμός – αντιδραστική κατεύθυνση της αστικής φιλοσοφίας που κηρύσσει τον υποκειμενικό υλισμό με το σύνθημα της αναβίωσης της φιλοσοφίας του Καντ. Εμφανίστηκε στα μέσα του 19ου αιώνα στη Γερμανία, όπου την εποχή εκείνη είχε μεγαλώσει το ενδιαφέρον για τον καντιανισμό. Το 1865 βγήκε το βιβλίο του Ο. Λίμπμαν «Ο Καντ και οι επίγονοι», που το κάθε κεφάλαιό του τέλειωνε με το κάλεσμα για επιστροφή «πίσω στον Καντ». Ο Λίμπμαν πρόβαλε το καθήκον να διορθωθεί το «βασικό λάθος» του Καντ: η παραδοχή της ύπαρξης «του πράγματος καθεαυτό». Στην αναβίωση του καντιανισμού συνέβαλαν οι εργασίες του Κ. Φίσερ και του Ε. Τσέλλερ. Ένας από τους πρώτους εκπροσώπους του νεοκαντιανισμού ήταν ο Φ. Α. Λάνγκε, που επιχείρησε να χρησιμοποιήσει τη φυσιολογία για τη θεμελίωση του αγνωστικισμού.
    Αργότερα στα πλαίσια του νεοκαντιανισμού διαμορφώθηκαν δυο βασικές σχολές: η σχολή της Μάρμπουργκ (X. Κόχεν, Π. Νάτορπ κ.ά.) και η σχολή της Φράιμπουργκ ή της Μπάντεν - Μπάντεν (Β. Βίντελμπαντ, X. Ρίκκερτ κ.ά.). Η πρώτη προσπαθούσε να θεμελιώσει τον ιδεαλισμό, εκμεταλλευόμενη κερδοσκοπικά τις επιτυχίες της φυσιογνωσίας, ιδιαίτερα τη διείσδυση των μαθηματικών μεθόδων στη φυσική∙ η δεύτερη αντιπαράθετε στις φυσικές επιστήμες τις κοινωνικές, προσπαθώντας ν’ αποδείξει ότι τα ιστορικά φαινόμενα είναι αυστηρά ατομικά και δεν υποτάσσονται σε κανενός είδους νομοτέλεια. Το βασικό ζήτημα της φιλοσοφίας και οι δυο σχολές το υποκαθιστούσαν με το ζήτημα των λογικών βάσεων της επιστήμης. Οι νεοκαντιανοί, επικρίνοντας τον Καντ «από τα δεξιά» κήρυσσαν ότι το «πράγμα καθεαυτό » είναι «οριακή έννοια», προς την οποία τείνει η γνώση. Αρνούμενοι την αντικειμενική ύπαρξη του υλικού κόσμου, θεωρούσαν αντικείμενο της γνώσης όχι τις νομοτέλειες της φύσης και της κοινωνίας, αλλά μόνο τα φαινόμενα της συνείδησης. Σε διάκριση από τον αγνωστικισμό των φυσιοδιφών, ο αγνωστικισμός των νεοκαντιανών δεν ήταν «ντροπαλός υλισμός», αλλά μια παραλλαγή του ιδεαλισμού, υποστήριζε ότι η επιστήμη είναι ουσιαστικά ανίσχυρη να γνωρίσει και ν’ αλλάξει την πραγματικότητα. Οι νεοκαντιανοί εκδηλώθηκαν ανοιχτά ενάντια στο μαρξισμό, αντιπαρατάσσοντας σ’ αυτόν έναν «ηθικό σοσιαλισμό». Σύμφωνα με τη γνωσιοθεωρία τους χαρακτήριζαν τον σοσιαλισμό «ηθικό ιδεώδες» της ανθρώπινης κοινότητας, προς το οποίο τείνει η ανθρωπότητα, αλλά που δεν είναι σε θέση να το πετύχει. Τη «θεωρία» αυτή των νεοκαντιανών την άρπαξαν οι αναθεωρητές μ’ επικεφαλής τον Ε. Μπέρνσταϊν, που έριξε το σύνθημα «το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτε». Ο νεοκαντιανισμός υπήρξε μια από τις φιλοσοφικές βάσεις της II Διεθνούς. Στη Ρωσία προσπάθειες για «συνδυασμό» του νεοκαντιανισμού με το μαρξισμό έκαναν οι «νόμιμοι μαρξιστές». Ενάντια στη νεοκαντιανή αναθεώρηση του μαρξισμού τάχθηκαν ο Γκ. Β. Πλεχάνοφ, ο Π. Λαφάργκ, ο Φ. Μέρινγκ. Ο В. I. Λένιν ξεσκέπασε την αντιδραστική ουσία του νεοκαντιανισμού και έδειξε το δεσμό του με τις άλλες κατευθύνσεις της αστικής φιλοσοφίας (ενυπαρξιστές, μαχισμός, πραγματισμός κτλ.).
    Σήμερα οι εκπρόσωποι του νεοκαντιανισμού είναι συνασπισμένοι γύρω από το περιοδικό «Kantstudien» («Μελέτες για τον Κάντ») που εκδίδεται στη Δυτική Γερμανία (Κολωνία).
  9. Fr. Engels. «Über historischen Materialismus», «Neue Zeit» [(«Νέοι Καιροί») – θεωρητικό περιοδικό του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος. Έβγαινε στη Στουτγάρδη από το 1883 ως το 1923. Ως τον Οχτώβρη 1917 αρχισυντάκτης ήταν ο Κ. Κάουτσκι, ύστερα ο Γκ. Κούνοφ. Στο «Die Neue Zeit » δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά ορισμένα έργα του Κ. Μαρξ και του Φ. Ένγκελς: «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» του Κ. Μαρξ, «Σχετικά με την κριτική του σχεδίου προγράμματος του 1891 του Σοσιαλδημοκρατικού κόμματος» του Φ. Ένγκελς κ.ά. Ο Ένγκελς βοηθούσε διαρκώς με τις συμβουλές του τη σύνταξη του περιοδικού και συχνά την επέκρινε, γιατί άφηνε να γίνονται στο περιοδικό παρεκκλίσεις από το μαρξισμό. Στο «Die Neue Zeit» συνεργάζονταν σημαίνοντες παράγοντες του γερμανικού και του διεθνούς εργατικού κινήματος του τέλους του 19ου - αρχές του 20ού αιώνα: Α. Μπέμπελ, Β. Λήμπκνεχτ, Ρ. Λούξεμπουργκ, Φ. Μέρινγκ, Κ. Τσέτκιν, Π. Λαφάργκ, Γκ. Β. Πλεχάνοφ και άλλοι. Από το δεύτερο μισό της τελευταίας δεκαετίας του περασμένου αιώνα, ύστερα από το θάνατο του Ένγκελς, στο περιοδικό άρχισαν να δημοσιεύονται συστηματικά άρθρα των αναθεωρητών, κι ανάμεσά τους η σειρά άρθρων του Ε. Μπέρνσταϊν «Προβλήματα του σοσιαλισμού», που εγκαινίασαν την εκστρατεία των αναθεωρητών κατά του μαρξισμού. Στα χρόνια του πρώτου παγκόσμιου πολέμου το περιοδικό κρατούσε κεντριστική θέση, υποστηρίζοντας ουσιαστικά τους σοσιαλ-σωβινιστές.], XI. Jg., Bd. I (1892- 1893), Nr. 1, S. 18 (Φρ. Ένγκελς. «Για τον ιστορικό υλισμό», «Νέα εποχή», XI χρ. εκδ., τ. I (1892- 1893), αρ. 1, σελ. 18. Η Σύντ.). Τη μετάφραση από τα αγγλικά την έκανε ο ίδιος ο Ένγκελς. Η ρωσική μετάφραση στη συλλογή «Ιστορικός υλισμός» (Πετρούπολη, 1908, σελ. 167) έχει λάθη.
  10. David Hume. «An Enquiry concerning Human Understanding», Essays and Treatises, vol. II, Lond., 1822, pp. 150- 153. (Νταβίντ Χιούμ. «Έρευνα για την ανθρώπινη γνώση», Δοκίμια και πραγματείες, τόμ. II, Λονδίνο, 1822, σελ. 150- 153. η Σύντ.).
  11. Psychologie de Hume. Traite de la nature humaine etc. Trad, par Ch. Renouvier et F. Pillon, Paris, 1878. Introduction, p. X (Ψυχολογικές ερευνες του Χιούμ. Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση κτλ. Μετάφραση Σ. Ρενουβιέ και Φ. Πιγιόν, Παρίσι, 1878. Εισαγωγή, σελ. X. Η Σύντ.).
  12. Th. Huxley. «Hume», Lond., 1879, p. 74 (T. Χάξλεϋ. «Χιουμ», Λονδίνο, 1879, σελ. 74. Η Σνντ.).
  13. Εγκυκλοπαιδιστές – ομάδα των γάλλων διαφωτιστών του 18ου αιώνα, φιλοσόφων, φυσιοδιφών, δημοσιολόγων, που ενώθηκαν για να εκδόσουν μιαν «Encyclopedie ou Dictionnaire raisonne des sciences, des arts et des metiers» (1751 - 1780) («Εγκυκλοπαίδεια ή Ερμηνευτικό λεξικό των επιστημών, των τεχνών και των επαγγελμάτων»). Οργανωτής και ηγέτης της ήταν ο Ντενί Ντιντερό, άμεσος βοηθός του ήταν ο Ζαν Λερουά Ντ’ Αλαμπέρ. Στην έκδοση της «Εγκυκλοπαίδειας» ενεργό μέρος πήραν ο Πωλ Ανρί Χόλμπαχ, ο Κλωντ Αντριάν Ελβέτιος, ο Βολταίρος· στους πρώτους τόμους συνεργάστηκε ο Ζαν- Ζακ Ρουσσώ. Η «Εγκυκλοπαίδεια» συνένωσε έναν ευρύ κύκλο ειδικών των διαφόρων περιοχών της γνώσης. Συντάκτες των άρθρων ήταν οι φυσιοδίφες Μπυφφόν και Ντομπαντόν, οι οικονομολόγοι Τυργκό και Κενέ, ο μηχανολόγος Μπουλανζέ, ο γιατρός Μπαρτέζ, ο δασολόγος Λερουά, ο ποιητής και φιλόσοφος Σαιν-Λαμπέρ, κ.ά. Μεγάλο ρόλο στην έκδοση της «Εγκυκλοπαίδειας» έπαιξε ο ουσιαστικός γραμματέας της Λ. ντε Ζωκούρ. Οι συνεργάτες της «Εγκυκλοπαίδειας» πρέσβευαν διαφορετικές απόψεις τόσο στην επιστήμη, όσο και στην πολιτική. Τους ένωνε ωστόσο η αρνητική στάση τους απέναντι στη φεουδαρχία και στην αυθαιρεσία της εκκλησίας, το μίσος τους προς τον μεσαιωνικό σχολαστικισμό. Τον ηγετικό ρόλο ανάμεσα στους εγκυκλοπαιδιστές τον έπαιζαν οι υλιστές που καταπολεμούσαν δραστήρια την ιδεαλιστική φιλοσοφία. Οι εγκυκλοπαιδιστές ήταν οι ιδεολόγοι της επαναστατικής αστικής τάξης, έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην ιδεολογική προετοιμασία της αστικής επανάστασης του τέλους του 18ου αιώνα στη Γαλλία. «Οι γάλλοι υλιστές –έγραφε ο Ένγκελς– δεν περιόριζαν την κριτική τους μόνο στον τομέα της θρησκείας· έκαναν κριτική σε κάθε επιστημονική παράδοση, σε κάθε πολιτικό θεσμό του καιρού τους. Για να αποδείξουν ότι η θεωρία τους είναι γενικά εφαρμόσιμη, διάλεξαν το συντομότερο δρόμο: την εφάρμοσαν θαραλέα σ’ όλα τα αντικείμενα της γνώσης μέσα στο γιγάντιο εκείνο έργο από το οποίο και πήραν και το όνομα τους, στην “Εγκυκλοπαίδεια”. Έτσι, με τη μια ή την άλλη μορφή –είτε σαν ανοιχτός υλισμός, είτε σαν ντεϊσμός– ο υλισμός στάθηκε η κοσμοθεωρία όλης της μορφωμένης νεολαίας της Γαλλίας» (Κ. Μαρξ και Φ. Ένγκελς. Διαλεχτά έργα σε δυο τόμους, ρωσ. έκδ., τ. II, 1955, σελ. 97).
  14. (Euvres completes de Diderot, ed. par J. Assezat, Paris, 1875, vol. I, p. 304 (Ντιντερό. Άπαντα, εκδ. Z. Ασεζά, Παρίσι, 1875, τόμ. I, σελ. 304. Η Σύντ.).
  15. (Euvres completes de Diderot, ed. par J. Assezat, Paris, 1875, vol. I, pp. 114-118 (Ντιντερό. Άπαντα, εκδ. Z. Ασεζά, Παρίσι, 1875, τόμ. I, σελ. 304. Η Σύντ.).