29. Υπάρχουν φαινόμενα μηχανιστικής και ανεπεξέργαστης γραμμής συσπείρωσης κι εξειδίκευσης της στρατηγικής μας στις συνθήκες κάθε συγκεκριμένου χώρου, με αποτέλεσμα να δυσκολεύεται η συσπείρωση νέων, άπειρων, διστακτικών ή ακόμα και φοβισμένων σήμερα εργατικών - λαϊκών δυνάμεων. Έτσι δυσκολεύεται ο απεγκλωβισμός τους από την πολιτική της εργοδοσίας, των αστικών κομμάτων, του ρεφορμισμού, του οπορτουνισμού.
Η ΚΕ οφείλει, χωρίς να δίνει λεπτομερειακές κατευθύνσεις και λύσεις για κάθε επιμέρους περίπτωση, να διαπαιδαγωγεί και να βοηθά τα μέλη και τα στελέχη του Κόμματος και της ΚΝΕ να σκέπτονται το κάθε πρόβλημα, να αποκτούν κριτήρια, να χρησιμοποιούν ως εφόδιο την όποια μικρή ή μεγαλύτερη πείρα τους, να χρησιμοποιούν τα ντοκουμέντα μας, να έχουν πνεύμα πρωτοβουλίας, να επιδιώκουν να λύνουν ζητήματα, να μελετάνε το αποτέλεσμα. Η ΚΕ να βοηθά ώστε μέλη και στελέχη να βλέπουν τα λάθη για να διορθώνονται.
Ιδιαίτερα πρέπει να αναδειχτεί στο Συνέδριο η θετική αλλά και αρνητική πείρα που έχουμε συγκεντρώσει, λάθη τακτικής, τρόπου αντιμετώπισης προβλημάτων. Ιδιαίτερα στο εργατικό - συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και σε άλλα κινήματα, είναι χαρακτηριστική η ανεπαρκής, σχετικά μηχανιστική εξειδίκευση της διαπάλης και της συσπείρωσης. Η σωστή κριτική και πολεμική μας πολλές φορές είναι γενικόλογη και αφοριστική, δεν είναι αποδεικτική και συγκεκριμένη. Το να κάνεις κριτική σε κόμματα, λέγοντας ότι έχουν πολιτική «διαχείρισης της κρίσης», ούτε πάντα κατανοητό είναι από τους εργάτες, τα λαϊκά στρώματα, ούτε πολύ περισσότερο αποδεικνύει τον αντιλαϊκό χαρακτήρα της πολιτικής τους, ενώ έχουμε στοιχεία κι επεξεργασίες για να ασκήσουμε επιχειρηματολογημένη πολιτική κριτική, να είμαστε αποδεικτικοί στο γιατί η πολιτική τους κινείται με κριτήριο τα συμφέροντα της αστικής τάξης και, άρα, σε βάρος των συμφερόντων της κοινωνικής πλειοψηφίας.
Πολλές φορές τα ίδια τα μέλη της ΚΕ γινόμαστε κακός οδηγός για τους συντρόφους, τις Κομματικές Ομάδες και τα Όργανα που καθοδηγούμε, με συνθήματα και μεταφορά κομματικών κειμένων σε ανακοινώσεις σωματείων, χωρίς δουλειά συζήτησης με τα μέλη των διοικήσεων. Η επιφανειακή φραστική όξυνση δεν είναι εύστοχη ιδεολογική αντιπαράθεση ούτε μας προφυλάσσει από το ιδεολογικό πλευροκόπημα του ταξικού αντιπάλου και των πάσης φύσεως οπορτουνιστών.
Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι θεωρούμε πως ο αρνητικός συσχετισμός είναι ζήτημα προπαγάνδας, ότι δεν πατά στην υλική και πολιτική λειτουργία του καπιταλισμού στην Ελλάδα και διεθνώς, σε συνθήκες πολύ μεγάλης ανάπτυξης της παραγωγικότητας της εργασίας, πολύχρονης αστικής κοινοβουλευτικής νομιμότητας και τόσα άλλα. Σε αυτές τις συνθήκες, η σύνδεση των αιτημάτων πάλης με τον σοσιαλισμό, την κοινωνία για την οποία παλεύουμε, απαιτεί καλή γνώση νέων ζητημάτων και προβλημάτων, επιχειρηματολογημένη ανάδειξη των αιτιών τους, σταθερή αντιπαράθεση με την αστική πολιτική, κλιμάκωση στη σύνδεση με τη σοσιαλιστική προοπτική.
Η δράση μας για την οργάνωση του εργατικού κινήματος, για την οργάνωση μαζών, τη συσπείρωση δυνάμεων, με αιχμή τα οξυμένα προβλήματα, η δουλειά για την προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας έρχεται αντιμέτωπη με την αντικειμενική πίεση που ασκούν εργατικές - λαϊκές αλλά και μικροαστικές δυνάμεις, για λύσεις εδώ και τώρα, για απόσπαση κατακτήσεων, ακόμα και συντεχνιακών αιτημάτων.
Απάντηση, βέβαια, σε αυτήν την πίεση δεν αποτελεί η βαθιά λαθεμένη και περιθωριακά εκφρασμένη αντίληψη, ότι η «ιδεολογική - πολιτική περιχαράκωση», ακόμα κι ένας προσωρινός «σεχταρισμός», μπορεί να μας προστατέψει από την οπορτουνιστική πίεση της μακρόχρονης και όχι προσωρινής, όπως τελικά αποδείχτηκε, αντεπαναστατικής περιόδου. Το αντίθετο χρειάζεται: Να αναπτύξουμε την ικανότητά μας να διεξάγουμε τη διαπάλη με δυνάμεις, αντιλήψεις και θέσεις μέσα στην προσπάθεια για οργάνωση μαζών και συσπείρωση δυνάμεων και όχι έξω από αυτές τις διαδικασίες. Να μπορούμε να αντιμετωπίζουμε τα καλέσματα να «βάλουμε νερό στο κρασί μας», να μην παρασυρόμαστε από την αιτηματολογία ή να μη γλιστράμε σε «μίνιμουμ αιτήματα» ή στη λογική του «μίνιμουμ προγράμματος», να μην υποχωρούμε από την κριτική μας σε άλλες δυνάμεις, στο όνομα μιας αμφίβολης «πλατιάς συσπείρωσης δυνάμεων». Συνολικά, να μην υποχωρούμε απέναντι στην πίεση που θα είναι ισχυρή.
30. Είναι κρίσιμο ζήτημα να ξεκαθαρίσουμε με ποια κριτήρια συμμετέχουμε σε πρωτοβουλίες, δράσεις και κινητοποιήσεις που εμφανίζονται σε τοπικό επίπεδο. Είναι βασικό να ξεκινάμε από την εκτίμηση του προβλήματος, του αιτήματος που έχει διαμορφωθεί και όχι από τον ιδεολογικοπολιτικό συσχετισμό μεταξύ των συμμετεχόντων, ενώ δεν μπορεί να μας αφήνει αδιάφορους το σχετικό εύρος της κινητοποίησης. Σε αυτήν τη βάση μπορούμε να ξεπερνάμε κι έναν δισταγμό να μπουν κομματικές δυνάμεις με δυναμισμό σε δραστηριότητες από φορείς και συσπειρώσεις που δεν ξεκίνησαν με δική μας πρωτοβουλία. Ταυτόχρονα, να επαγρυπνούμε απέναντι σε ενέργειες οπορτουνιστικών δυνάμεων, που, στο όνομα κάποιου προβλήματος, συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους κι επιδιώκουν να μας πλαγιοκοπήσουν, προωθώντας δήθεν την «ενότητα από τα κάτω σε αντίθεση με τον σεχταρισμό της ηγεσίας του ΚΚΕ». Απαιτείται με συλλογικό τρόπο να εξετάζεται συγκεκριμένα κάθε φορά η κάθε δράση, να προετοιμάζονται ολόπλευρα οι δυνάμεις μας και για ιδεολογική διαπάλη.
Το κύριο ζήτημα, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία, είναι έγκαιρα να εκτιμάμε τις διαθέσεις για όποιο πρόβλημα οξύνεται, να παίρνουμε πρωτοβουλίες, γιατί όπου αφήνουμε κενό ή υπάρχει ατολμία ή έλλειψη πρωτοβουλιών, τότε η πρωτοβουλία θα εκδηλωθεί κατευθυνόμενη από δυνάμεις με προβληματικό προσανατολισμό και θα δυσκολευτεί η διαπάλη μέσα σε αυτήν. Το κύριο είναι οι δυνάμεις μας να είναι ιδεολογικά, πολιτικά, οργανωτικά θωρακισμένες με τις θέσεις μας, τη συνολικότερη στάση μας απέναντι στον οπορτουνισμό, ώστε να μην είναι ευάλωτες σε πιέσεις, αλλά και να δουλεύουν με τέτοιον τρόπο στο κίνημα, ώστε με τη στάση τους, την ιδεολογικοπολιτική διαπάλη με επιχειρήματα να καταφέρνουν στη βάση να απεγκλωβίζουν δυνάμεις από τη μέγγενη του οπορτουνισμού και των αντι-ΚΚΕ ψυχώσεων που δυνάμεις του καλλιεργούν.
31. Παίρνοντας υπόψη αυτά, οφείλουμε να θωρακίσουμε όλο το Κόμμα και την ΚΝΕ, ιδιαίτερα τα μέλη που στρατολογήθηκαν τα τελευταία χρόνια, ώστε να αποκτήσουν γερά αντανακλαστικά απέναντι στον οπορτουνισμό και κυρίως να είναι σε θέση να ξεπερνάνε τους υποκριτικούς ελιγμούς του για «κοινή δράση» στο όνομα του «αντιμνημονιακού», του «αντινεοφιλελεύθερου», του «αντιδεξιού», του «αντιφασιστικού» μετώπου, όπως κι αν εμφανίζεται αυτό κάθε φορά, για να περάσουν τη γραμμή ενός μίνιμουμ προγράμματος μεταρρυθμίσεων, μιας μεταβατικής κυβέρνησης στο έδαφος του καπιταλισμού, για να μας σύρουν σε συνεργασίες με αστικά κόμματα, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, η κυβερνητική πείρα του οποίου είναι αρνητικά πολύτιμη για τις επαναστατικές δυνάμεις.
Το βασικό είναι να μην υποτιμάται ο ρόλος του οπορτουνισμού τόσο σε συνθήκες του καπιταλισμού όσο και του σοσιαλισμού, αφού η πηγή του αντικειμενικά είναι ανεξάντλητη και ο αντεπαναστατικός του ρόλος οδηγεί σε υπόσκαψη και συκοφάντηση του κινήματος. Κάποια στελέχη και μέλη οπορτουνιστικών οργανώσεων, με τις επιφανειακές και σκόπιμες μεταμορφώσεις τους, εμφανίζονται άλλοτε ως υπερασπιστές της προηγούμενης στρατηγικής του Κόμματος, άλλοτε ως υπερασπιστές μεταβατικών κυβερνήσεων, μεταβατικών πολιτικών στόχων, αλλά και άρνησης του Κομμουνιστικού Κόμματος ως συνειδητής πρωτοπορίας της εργατικής τάξης της χώρας κ.ά. Ο ρόλος του ρεφορμισμού είναι εξίσου επικίνδυνος, ασκεί πίεση σε εργατικές - λαϊκές δυνάμεις για άμεσες πολιτικές λύσεις και μεταρρυθμίσεις στο έδαφος του καπιταλισμού, με ανοιχτή αλλά και καλυμμένη υπονόμευση της επαναστατικής ταξικής πάλης. Αυτά δεν σημαίνουν ότι δεν υπάρχουν περιθώρια να αποσπαστούν από την επιρροή τους εργάτες, φοιτητές, επιστήμονες, άλλοι εργαζόμενοι που ακολουθούν τέτοιες δυνάμεις ή επηρεάζονται από αυτές. Τα μέλη του Κόμματος πρέπει να καθοδηγούνται σωστά και συστηματικά στο ζήτημα αυτό, για να μπορούν μπροστά σε ευρύτερες λαϊκές δυνάμεις να κάνουν τη δική μας κριτική, να ξεκαθαρίζουν το δικό μας «όχι» στις απόψεις τους και τη στάση τους, την πρακτική τους στο κίνημα.
32. Η συναίσθηση της περιόδου που βρισκόμαστε, της υποχώρησης του εργατικού κινήματος, των μεγαλύτερων δυσκολιών για καταστάλαγμα πιο συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, επιβάλλει να παλεύουμε χωρίς κανέναν εφησυχασμό για να βελτιώνουμε την κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα, για την ενδυνάμωση των Κομματικών Οργανώσεων, αντιστοιχίζοντας συνεχώς την καθοδηγητική λειτουργία και δράση στο Κόμμα, αλλά και του Κόμματος στην εργατική τάξη, με τη στρατηγική μας, το Πρόγραμμά μας, με τα συμπεράσματα από την πορεία του κομμουνιστικού κινήματος, τις σύγχρονες απαιτήσεις της ταξικής πάλης.
Οι αντιφάσεις που βιώνουμε δείχνουν ότι απαιτείται πολλή προσπάθεια, μέσα από συζητήσεις, συσκέψεις, μαθήματα κ.ά., ώστε να κατανοηθούν κρίσιμα ζητήματα στο δίλημμα «καπιταλισμός - σοσιαλισμός», σε μεγαλύτερη έκταση ζητημάτων, από νεότερες ηλικίες, σχετικά ανήσυχα μυαλά που βλέπουν τα προβλήματα του καπιταλισμού, αλλά δεν βλέπουν άμεσα τον σοσιαλισμό, δυσκολεύονται και από τις καθημερινές δυσκολίες της ζωής, εργασίας, μητρότητας που επιδρούν αρνητικά στη σταθερή συμμετοχή στο κίνημα, σε αγώνες όταν δεν έχουν εξάρσεις. Είναι προβλήματα που έχουν μεγαλύτερο βάθος από αυτό που συχνά αντιλαμβανόμαστε, σχετίζονται ακόμα και με τον τρόπο οργάνωσης της εργασιακής και γενικότερα της κοινωνικής ζωής. Απαιτούν συνεχή πάλη με την επίδραση που έχουν σε αγωνιστές, αλλά και στις γραμμές μας, που θα γίνεται πιο έντονη όσο περνάει ο καιρός και δεν υπάρχουν συνθήκες δυναμικής ανόδου της ταξικής πάλης, ανασύνταξης του εργατικού - λαϊκού κινήματος στη χώρα μας, του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος.
Η επίγνωση στη φάση αυτή του επιπέδου των αγωνιστικών διαθέσεων -ο υπολογισμός τους- δεν πρέπει να οδηγεί στη μείωση των απαιτήσεων της δικής μας δουλειάς που αφορούν όλους τους τομείς, την πρωτοβουλία, την επεξεργασία σχεδίου, του περιεχομένου και των μορφών της δράσης, της προπαγάνδας, τους στόχους κινητοποίησης δυνάμεων, της ανανέωσης του κομματικού περίγυρου και των κομματικών δυνάμεων από εργάτες και εργάτριες, αγωνιστές νεότερων ηλικιών, σε αναπτυσσόμενους κλάδους, σε χώρους στρατηγικής σημασίας.
Αποτελεί καθοδηγητική ευθύνη, η γενική δράση να μην καλύπτει αδυναμίες και προβλήματα, ώστε να ανταποκρίνεται όσο το δυνατό πιο εύστοχα αυτό που κάνουμε στην ενδυνάμωση κάθε Κομματικής Οργάνωσης.
Στα καθοδηγητικά επιτελεία του Κόμματος οι σύντροφοι μπαίνουν μπροστά, με διάθεση προσφοράς, μέθοδο, αναλαμβάνουν την ευθύνη καθοδήγησης και παίρνουν μέρος στην άμεση παρέμβαση και δράση. Ταυτόχρονα, χρειάζεται σε κάθε περίπτωση να υπάρχει αντιστοιχία λόγων και έργων, οι σωστές διαπιστώσεις να συνοδεύονται με την ανάλογη προσπάθεια για ατομική και συλλογική βελτίωση στον χώρο όπου ο καθένας είναι χρεωμένος. Χρειάζεται πολύ καλή συζήτηση, για το πώς εξασφαλίζουμε το καλύτερο που μπορούμε να κάνουμε σε αυτό που μας αντιστοιχεί, χωρίς πολλές περιγραφές και μεταφορά ευθυνών. Κάθε καθοδηγητικός κρίκος και κάθε στέλεχος να αναλαμβάνουν τη δικιά τους ακέραιη ευθύνη κι έτσι πιο ουσιαστικά να διαμορφώνεται η στέρεη πεποίθηση ότι λύνουμε αυτό που κάθε φορά είναι δυνατό.
Το ζήτημα αυτό εκφράζεται και στη συντροφική και συλλογική διάθεση και πώς αυτή καλλιεργείται, ξεκινώντας από τα καθοδηγητικά όργανα και φτάνοντας στις ΚΟΒ, από την ποιότητα της συλλογικής συζήτησης και δράσης, τον δημιουργικό έλεγχο συλλογικά, τις πιθανές διορθωτικές κινήσεις.
33. Συνολικά η ΚΕ έπρεπε να δώσει μεγαλύτερο ακόμα βάρος μέσω του δημιουργικού και συγκεκριμένου ελέγχου της πείρας των αγώνων, να ξεκαθαρίζεται η σχέση του Κόμματος με τις εργατικές - συνδικαλιστικές οργανώσεις, τις άλλες οργανώσεις των εργαζομένων, αυτοαπασχολουμένων της πόλης και της υπαίθρου, τις οργανώσεις της νεολαίας και των γυναικών. Το πρόβλημα γίνεται όλο και πιο σύνθετο σε συνθήκες κρίσης και ανασύνταξης του κινήματος, προώθησης της κοινωνικής συμμαχίας, σε συνθήκες όπου, ενώ η εργατική - λαϊκή πάλη αντικειμενικά πρέπει να κατευθύνεται προς τον σοσιαλισμό, βαραίνει η υποχώρηση.
Πλευρές που έχουμε επεξεργαστεί από προηγούμενα συνέδρια, και πρόσφατα πιο συγκεκριμένα στο 20ό Συνέδριο, δεν φαίνεται να έχουν αφομοιωθεί μέσα στο Κόμμα, ακριβώς γιατί δεν συζητιούνται και δεν ενεργοποιούνται όταν γίνεται ο έλεγχος των αποφάσεων, των αποτελεσμάτων, μετά από έναν αγώνα ή στον ίδιο τον έλεγχο κατά την εξέλιξη μιας πρωτοβουλίας σε δράση.
Ακόμα, σήμερα, ορισμένα μέλη και στελέχη φαίνεται να μπερδεύουν την κατεύθυνση για πολιτικοποίηση του κινήματος, ισοπεδώνοντας τις διαφορές ανάμεσα στο Κόμμα και το ταξικά προσανατολισμένο σωματείο. Κάποιοι μιλούν σαν να είναι το ΠΑΜΕ ο ιδεολογικός - πολιτικός καθοδηγητής του εργατικού κινήματος. Άθελα, βέβαια, με τον τρόπο αυτό γίνεται υποκατάσταση του Κόμματος και όχι ριζοσπαστικοποίηση σε ταξική κατεύθυνση. Αρκετά μέλη και στελέχη ισοπεδώνουν τις φυσιολογικές διαφορές που υπάρχουν ανάμεσα σε ένα εργατικό σωματείο, σε μια επιτροπή αγώνα για ένα συγκεκριμένο πρόβλημα, σε έναν γυναικείο σύλλογο ή μια ένωση γονέων. Όλα αυτά αντανακλούν αδυναμίες στην καθοδηγητική δουλειά του Κόμματος που οξύνονται προς τα κάτω. Αρκετές φορές αυτές οι απόψεις δεν γίνονται αντιληπτές ως λαθεμένες, ότι κάνουν ζημιά και δυσκολεύουν τη δουλειά μας. Στα Όργανα του Κόμματος, στις ΚΟΒ, αντίστοιχα στην ΚΝΕ, πρέπει να ξεπεράσουμε τον δισταγμό να δίνονται συντροφικές απαντήσεις, όχι μόνο σε απόψεις που κλίνουν φανερά προς τον οπορτουνισμό ή επηρεάζονται απ’ αυτόν, αλλά και σε απόψεις που εκφράζουν άγνοια και σύγχυση.
Έχει συγκεντρωθεί πλέον αρκετή πείρα μέσα στο κίνημα. Έχει δουλευτεί, για παράδειγμα, με αφορμή τα Πανελλαδικά Σώματα για τους αυτοαπασχολούμενους της πόλης και για τους αγρότες, πείρα για το πώς δουλεύουμε με τις ριζοσπαστικές συσπειρώσεις, πώς αναπροσαρμόζουμε τη δουλειά μας στις νέες εξελίξεις και με βάση την πείρα που κατακτιέται, πώς πρέπει να δουλεύουμε με πολιτικά αποπροσανατολισμένες δυνάμεις, πώς χειριζόμαστε ζητήματα, όταν δεν έχουμε την απόλυτη πλειοψηφία ή νέες άπειρες δυνάμεις μπαίνουν μαζικά στον αγώνα κάτω από την όξυνση των προβλημάτων.
Αν και είχαμε εντοπίσει σωστά ορισμένες σχηματικότητες στο ζήτημα της προώθησης της κοινωνικής συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική - αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα στην πράξη. Δεν είναι ουσιαστική η συζήτηση του σχεδιασμού για κοινές κινητοποιήσεις, του ΠΑΜΕ, των φορέων των αγροτών, των ΕΒΕ, του ΜΑΣ, της ΟΓΕ, έτσι ώστε να βαθαίνει η κοινή δράση, να έχει μεγαλύτερα αποτελέσματα ο αγώνας.
34. Μέσα στο πλαίσιο της συλλογικής λειτουργίας να εξασφαλιστούν ο απαραίτητος χρόνος και χώρος στα στελέχη να επεξεργάζονται και να συμμετέχουν στη συζήτηση ολοκληρωμένα μέσα στα καθοδηγητικά όργανα, στις Κομματικές Ομάδες, στις ΚΟΒ, για να αντιμετωπίσουμε την αδυναμία που υπάρχει στην επεξεργασία πλαισίων πάλης, διεκδικήσεων, με το ιδεολογικό βάθος που απαιτείται, την κατανόηση των κριτηρίων επιλογής των αιτημάτων, το δούλεμα της γραμμής συσπείρωσης, αλλά και ζητήματα που αφορούν τη δομή του συνδικαλιστικού κινήματος.
Στα καθοδηγητικά όργανα ένας αριθμός στελεχών που είναι χρεωμένα στη συνδικαλιστική δουλειά, αν και είναι μάχιμα στελέχη, συχνά προετοιμάζονται λιγότερο για να συμβάλουν στη γενίκευση της πείρας από τη διεξαγωγή και την πορεία της ταξικής πάλης. Είναι ένα πρόβλημα που με πρακτικό τρόπο και αποφασιστικά πρέπει να το αντιμετωπίσουμε, γιατί βρισκόμαστε σε μια περίοδο μετάβασης σε μια γενιά συνδικαλιστικών στελεχών που για να τα βγάλουν πέρα στις σύγχρονες συνθήκες οργάνωσης της συνδικαλιστικής δουλειάς, χρειάζεται να αποκτήσουν και να αναπτύξουν πολύπλευρα χαρακτηριστικά, αναπτύσσοντας παραπέρα συνολικά την ικανότητα των κομμουνιστών και κομμουνιστριών να είναι οργανωτές μαζών, κατοχυρωμένοι στους χώρους δουλειάς.
Υστερούμε στην ανάδειξη, κυρίως σε επίπεδο ΚΟΒ και Τομεακών Επιτροπών του Κόμματος και της ΚΝΕ, των κομματικών μελών σε πραγματικούς λαϊκούς ηγέτες, για κάθε ζήτημα που απασχολεί την εργατική - λαϊκή οικογένεια, στη δουλειά ή στο χώρο κατοικίας και σπουδών. Χωρίς αυτόν τον παράγοντα η ιδεολογική και πολιτική δουλειά θα είναι αποσπασματική και «στον αέρα». Ιδιαίτερη προσοχή χρειάζεται σήμερα ώστε να διαμορφώνονται στελέχη και μέλη, όργανα, τα οποία δεν θα αναπαράγουν γενικά τα θεωρητικά αξιώματα, χωρίς να μπορούν να τα βάλουν στην πράξη, χωρίς να τα δένουν με την πρωτοπόρα δουλειά στον χώρο όπου δρουν, στο μαζικό κίνημα, παντού. Δεν είναι βέβαια εύκολο να ανατραπεί αυτή η κατάσταση από τη μια μέρα στην άλλη, αλλά είναι μονόδρομος και χρειάζονται συνδυασμένα μέτρα και από τα «πάνω» και από τα «κάτω».
Δεν έχουμε απαλλαγεί ακόμα από προβλήματα στη συγκρότηση και στη λειτουργία των Κομματικών Ομάδων, ιδιαίτερα στα πρωτοβάθμια σωματεία, στο περιεχόμενό τους, στο πώς προσπαθούν να υλοποιήσουν τις αποφάσεις του Κόμματος σχετικά με την ευθύνη των κομμουνιστών για τη λειτουργία και τον προσανατολισμό των συνδικάτων. Συνεχίζει να λείπει ένας πιο μακρόπνοος σχεδιασμός για τον κλάδο και τον χώρο ευθύνης, για τη βελτίωση του βαθμού οργάνωσης, τη μελέτη της παρέμβασης του αντιπάλου, τη λειτουργία του σωματείου, για το τι ζητήματα ανοίγουν, τι πλαίσιο επεξεργαζόμαστε, τι στόχους έχουμε για διεύρυνση της πρωτοπορίας, των υποδομών στο κίνημα, τι διάταξη δυνάμεων απαιτείται. Στον προγραμματισμό δράσης συχνά γίνεται επικάλυψη ΔΣ, δεν απλώνεται η δουλειά, η δράση είναι καμπανιακή μπροστά σε σταθμούς. Σε Κομματικές Ομάδες δευτεροβάθμιων (Ομοσπονδιών και Εργατικών Κέντρων) γίνεται πολύ γενική συζήτηση, για την κατάσταση, με γενικόλογη πείρα που κουράζει και είναι αναποτελεσματική.