Της Σύνταξης


ΚΟΜΕΠ

Οι δύο πρώτοι μήνες του 2012 σημαδεύτηκαν από μια νέα επίθεση του κεφαλαίου στα εργατικά και λαϊκά δικαιώματα, όπως αυτή αποτυπώνεται στα μέτρα του νέου μνημονίου, τους εφαρμοστικούς νόμους που ψηφίστηκαν κι άλλους που ακολουθούν, που αφορούν νέες μειώσεις μισθών, συντάξεων, κατάργηση συλλογικών συμβάσεων και στοιχειωδών κοινωνικών παροχών.

Εντάθηκαν οι εκβιασμοί από την πλευρά της κυβέρνησης, των αστικών κομμάτων και της ΕΕ απέναντι στην εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα σχετικά με την ανάγκη να υποταχθούν στην αντιλαϊκή επίθεση, να αποδεχτούν αυτή την πολιτική ως αναγκαίο κακό, ως τη μοναδική λύση απέναντι στο ενδεχόμενο μιας ανεξέλεγκτης στάσης στην εξυπηρέτηση των ξένων δανειστών.

Η πραγματικότητα όμως είναι ότι η εργατική τάξη, οι άνεργοι, οι αυτοαπασχολούμενοι της πόλης και του χωριού, είτε με ελεγχόμενη είτε με ανεξέλεγκτη χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού, βιώνουν μια ριζική ανατροπή στους όρους ζωής τους, μια ουσιαστική και βαθιά πτώχευση. Ενα σημαντικό μέρος του λαού έχει ήδη χρεοκοπήσει, ενώ διευρύνεται η απόλυτη εξαθλίωση.

Η πρόσφατη συμφωνία μεταξύ ελληνικής κυβέρνησης - Eurogroup - ΔΝΤ, η οποία προβλήθηκε ως σωτηρία, στην πραγματικότητα σημαίνει επιμήκυνση της δανειακής υποθήκευσης της ελληνικής οικονομίας για 30 χρόνια και βεβαίως δεν αποτρέπει τη βίαιη και ανεξέλεγκτη χρεοκοπία σε βάρος του λαού.

Η πτώχευση της εργατικής τάξης και των φτωχών λαϊκών στρωμάτων είναι ανάγκη του κεφαλαίου στις συνθήκες της κρίσης, όχι μόνο στην Ελλάδα. Εκφράζει την ανάγκη των ελληνικών και ευρωπαϊκών μονοπωλίων που πιέζονται από τον ανταγωνισμό των αντίστοιχων κινέζικων, ινδικών κλπ.

Οι προβλέψεις για το 2012 δείχνουν ότι η ανάκαμψη της Ευρωζώνης από την κρίση του 2008 ήταν πράγματι αναιμική και πρόσκαιρη.

Η βαθιά κρίση αφορά όχι μόνο την Ελλάδα, αλλά και τις Ισπανία, Ιταλία, Πορτογαλία, Ιρλανδία, ενώ στασιμότητα χαρακτηρίζει τη Γερμανία και τη

Γαλλία.

Με τα σημερινά δεδομένα είναι αστεία οποιαδήποτε πρόβλεψη ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας το 2013. Με αυτή την εκτίμηση δεν εννοούμε ότι ο σημερινός κύκλος της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης θα είναι ο τελευταίος. Ωστόσο οποιαδήποτε μελλοντική ανάκαμψη θα είναι αναιμική, θα στηριχτεί στην ένταση της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης που δε θα είναι προσωρινή, στην καταστροφή σημαντικού τμήματος των αυταπασχολούμενων, δε θα επιφέρει ουσιαστικό περιορισμό της αυξημένης ανεργίας, δε θα οδηγήσει το εργατικό λαϊκό εισόδημα στα επίπεδα που ήταν πριν την κρίση. Καμιά διαχείριση της παρούσας κρίσης ή ενδεχόμενης ανάκαμψης δεν μπορεί να συνδεθεί με ικανοποίηση των λαϊκών αναγκών.

Τα διλήμματα που μπαίνουν σχετικά με τους όρους της κρατικής χρεοκοπίας (αδυναμίας εξυπηρέτησης του δημόσιου χρέους προς τους ξένους πιστωτές), εκτός από το στοιχείο του εκβιασμού για το λαό, εκφράζουν πραγματικές αντιθέσεις ανάμεσα σε τμήματα του κεφαλαίου, ποια θα βγουν λιγότερο αδυνατισμένα ή και ωφελημένα από την κρίση, πώς θα σταθεροποιηθούν ή θα αναδιαταχθούν οι διεθνείς συμμαχίες της ελληνικής αστικής τάξης. Ενα τμήμα κεφαλαιοκρατών έχει πλέον συμφέρον να περάσει η Ελλάδα σε εθνικό νόμισμα, ενώ άλλο τμήμα επιδιώκει να μείνει στο ευρώ. Τα σενάρια που εξυφαίνονται γύρω από τις ενδοαστικές αντιθέσεις δεν μπορεί να αποτελέσουν διλήμματα για την εργατική τάξη, πόσο μάλλον να γίνουν σημείο αναφοράς για τη διαμόρφωση των στόχων, του πλαισίου πάλης και διεκδίκησης του εργατικού κινήματος σε συμμαχία με ριζοσπαστικά κινήματα των αυτοαπασχολούμενων, των φτωχών αγροτών, των γυναικών, των φοιτητών - σπουδαστών από τις εργατικές και λαϊκές οικογένειες.

Σήμερα οι εργατικές και λαϊκές μάζες βάλλονται, όχι μόνο από την κυβερνητική πολιτική, αλλά και από τις αποπροσανατολιστικές αστικές ψευτοδιαφοροποιήσεις, την οπορτουνιστική εκδοχή τους, που εμφανίζεται ως «αντιμνημονιακή - αντικατοχική» πολιτική γραμμή συσπείρωσης και διακυβέρνησης.

Τα αστικά ΜΜΕ, αν και γνωρίζουν πολύ καλά τις αντιφάσεις μεταξύ σχετικά νέων πολιτικών σχημάτων και παλιότερων, π.χ. μεταξύ ΔΗΜΑΡ και ΣΥΡΙΖΑ, συστηματικά επιχειρούν να τις παρουσιάσουν ως δυνάμεις ενός εναλλακτικού συνεργαζόμενου πολιτικού σχήματος, μιας εναλλακτικής πολιτικής με φιλολαϊκό στίγμα. Προβάλλεται ως ενοποιητικό στοιχείο αυτών των πολιτικών δυνάμεων η αναφορά τους στη στήριξη της παραγωγικής ανάπτυξης. Ωστόσο είναι δημαγωγική και αποπροσανατολιστική η κριτική τους στο νέο μνημόνιο ως αντιαναπτυξιακό, αφού δεν αμφισβητούν ούτε τα μονοπώλια, ούτε την ΕΕ. Ασφαιρες και αποπροσανατολιστικές είναι οι «αντικατοχικές» κορώνες κατευθυνόμενες κυρίως κατά της γερμανικής πολιτικής στην Ευρωζώνη, αφήνοντας στο απυρόβλητο την ιμπεριαλιστική ΕΕ. Και στο παρελθόν υποστήριξαν την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΕ, προπαγάνδισαν τη λεγόμενη «σύγκλιση των οικονομιών» και την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση», αποκρύπτοντας ότι στον καπιταλισμό επικρατεί η αναρχία στην παραγωγή, η ανισόμετρη οικονομική ανάπτυξη. Εξίσου επιβλαβής είναι ο εγκλωβισμός εργαζόμενων σε απόψεις αναβαπτισμένων πρώην στελεχών του ΠΑΣΟΚ, που υποστηρίζουν ότι οι παλιότερες συμφωνίες περιείχαν περιθώρια προστασίας μισθών και συντάξεων. Αποσιωπούν ότι το προηγούμενο και το πρόσφατο μνημόνιο αποτελούν κρίκους στην ίδια αλυσίδα της αντιλαϊκής πολιτικής.

Οι εργαζόμενοι πρέπει να υπερβούν τα διλήμματα που θέτει η αστική τάξη, «δραχμή ή ευρώ», «ελεγχόμενη ή ανεξέλεγκτη χρεοκοπία» και οποιαδήποτε άλλα. Μοναδική αισιόδοξη, ρεαλιστική προοπτική είναι η συσπείρωση με τη γραμμή πάλης που προτείνει το ΚΚΕ. Η πάλη άμυνας για την παρεμπόδιση των αντιλαϊκών μέτρων είναι συνδεδεμένη με την πάλη για την αποσταθεροποίηση της αστικής διακυβέρνησης, τη μονομερή διαγραφή ολόκληρου του χρέους, την αποδέσμευση από την ΕΕ, με εργατική - λαϊκή εξουσία.

Η ανάδειξη της εργατικής εξουσίας δεν μπορεί να προκύψει μέσα από ομαλές κοινοβουλευτικές διεργασίες. Ομως ευρύτερες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις μπορούν και με την ψήφο τους, μαζί με τους απεργιακούς και άλλους αγώνες τους να δρομολογήσουν την αποσταθεροποίηση της αστικής εξουσίας. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι να μη βάλουν πλάτη στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Αυτή η αναμόρφωση προβάλλει ως ανάγκη για την αστική εξουσία υπό την επίδραση δυσκολιών και αντιφάσεων στη διαχείριση της κρίσης, μεταξύ των οποίων και η θέση της Ελλάδας μέσα στην Ευρωζώνη. Σε αυτές τις δυσκολίες συνέβαλε και η λαϊκή αντίδραση, η επίδραση της σταθερής πολιτικής γραμμής του ΚΚΕ στην εργατική και λαϊκή αντίδραση. Το κράτος του κεφαλαίου φοβάται μόνο την ταξική πάλη, γι’ αυτό επιδιώκει με προβοκάτσιες να δικαιολογήσει την ένταση της καταστολής και τη συκοφάντηση του εργατικού κινήματος. Σε αυτή την κατεύθυνση λειτούργησε στις 12 Φλεβάρη η από κοινού δράση των δυνάμεων των ΜΑΤ με μηχανισμούς και παρακρατικές ομάδες που πραγματοποίησαν εκτεταμένες καταστροφές στο κέντρο της Αθήνας.

Το εργατικό κίνημα, το κίνημα των φτωχών αγροτών και αυτοαπασχολούμενων πρέπει να θωρακιστεί απέναντι στην κρατική καταστολή και στην κάθε είδους προβοκάτσια. Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος είναι η μαζικότητα, η καλή οργάνωση που περιλαμβάνει και την περιφρούρηση και πάνω απ’ όλα η απαλλαγή των εργατικών οργανώσεων από την επίδραση ηγεσιών που εξυπηρέτησαν τον κυβερνητικό συνδικαλισμό, αλλά και σήμερα τον εξυπηρετούν με άλλες μορφές, π.χ. από ΓΣΕΕ- ΑΔΕΔΥ προκήρυξη απεργιών πυροτεχνημάτων χωρίς δράση για την στήριξή τους. Πρώτ’ απ’ όλα το βιομηχανικό προλεταριάτο πρέπει να απαλλαγεί από την επιρροή των δήθεν «αντιμνημονιακών - αντικατοχικών» συνδικαλιστικών ηγεσιών ΠΑΣΟΚ και ΝΔ στην ΓΣΕΕ που επιχειρούν να συντονίσουν τη δράση του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος με τις διεργασίες αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος. Επομένως ο ιδεολογικός - πολιτικός αγώνας μέσα στις γραμμές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος θα είναι αποφασιστικός παράγοντας για την ανασυγκρότησή του, για την έκβαση της ταξικής πάλης.

Το ζητούμενο για την εργατική τάξη δεν είναι η αλλαγή συσχετισμών σε βάρος του ενός ή άλλου αστικού κόμματος, της μιας ή της άλλης αστικής μορφής διαχείρισης, αλλά η αλλαγή συσχετισμών σε βάρος της αστικής τάξης συνολικά, του πολιτικού προσωπικού της, σε βάρος της ίδιας της αστικής εξουσίας. Σε αυτή την κατεύθυνση το ΚΚΕ ρίχνει όλες του τις δυνάμεις.

Αυτή η αλλαγή συσχετισμών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί από ένα κίνημα στο οποίο θα κυριαρχούν οι αντιλήψεις και διαθέσεις μικροαστικών δυνάμεων που μέχρι πρότινος συμμαχούσαν με την αστική τάξη και τώρα «εξεγείρονται», μπορεί στο μέλλον και με βίαιες μορφές, ανεπιτυχώς διεκδικώντας την επιστροφή στο παρελθόν. Η λογική που προβάλλεται από τέτοιες δυνάμεις και επικεντρώνει στις μορφές πάλης (π.χ. επίθεση στη Βουλή) ή στην αξιοποίηση ρυθμίσεων του αστικού συντάγματος (π.χ. να παραιτηθούν όλοι οι βουλευτές) αναδεικνύει τις βαθιές αυταπάτες που υπάρχουν σε αυτά τα στρώματα για την ουσία της αστικής εξουσίας και της αστικής δημοκρατίας. Ορισμένες από αυτές τις δυνάμεις γίνονται φορείς απόψεων που προτάσσουν την ανάγκη αλλαγής στη μορφή της αστικής διακυβέρνησης, στο όνομα της αντιμετώπισης του «σάπιου πολιτικού συστήματος», που φτάνουν και σε θέσεις όπως «να επέμβει ο στρατός», «να εμφανιστεί μια ισχυρή ηγετική προσωπικότητα» κλπ. Πρόκειται για θέσεις που προβάλλονται από αστικά ΜΜΕ, από ένα τμήμα αστικών πολιτικών δυνάμεων που διεκδικούν ρόλο στην αναμόρφωση του αστικού πολιτικού συστήματος. Αυτές οι θέσεις επιδρούν σε τμήματα της εργατικής τάξης που είτε δεν έχουν ανάλογη πείρα από συμμετοχή στο οργανωμένο εργατικό κίνημα είτε έχουν συνηθίσει να περιμένουν λύσεις μέσα από τους διάφορους θεσμούς της αστικής εξουσίας.

Δυνάμεις του οπορτουνισμού έχουν εδικό ρόλο στην αναπαραγωγή και ζύμωση ορισμένων από αυτές τις απόψεις, στην προβολή τους ως γραμμή πάλης.

Η ιστορία έχει αναδείξει περιπτώσεις που ακόμα και ο ένοπλος αγώνας στον οποίο παίρνει μέρος η εργατική τάξη, μπορεί να μην έχει προσανατολισμό διεκδίκησης των γενικών συμφερόντων της, να μην συγκρούεται με την αστική εξουσία, αλλά με κάποιο τμήμα της, με κάποιες από τις εξωτερικές συμμαχίες της.

Ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των αντίπαλων τάξεων, της αστικής και της εργατικής, δεν αλλάζει μέσω των εκλογών για το αστικό κοινοβούλιο. Οι εκλογές ως ένα βαθμό αποτυπώνουν το βαθμό ανάπτυξης της ταξικής πάλης, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να ανατρέψουν την τάξη που βρίσκεται στην εξουσία. Πολλοί εργαζόμενοι σήμερα στηρίζουν όλες τις ελπίδες τους στις επόμενες εκλογές, στη δυνατότητα να τιμωρήσουν, όπως λένε, τα κόμματα που ευθύνονται για τη σημερινή κατάσταση ή στη δυνατότητα να διαμορφωθεί μια αντιμνημονιακή πατριωτική πλειοψηφία που θα βάλει φρένο στη σημερινή πολιτική. Αυτή η αντίληψη πηγάζει από το γεγονός ότι στις συνθήκες του καπιταλισμού η δικτατορία της κυρίαρχης τάξης συσκοτίζεται από την ύπαρξη της νομικά κατοχυρωμένης τυπικής πολιτικής ισότητας ανεξαρτήτως τάξης, η οποία συγκαλύπτει την πραγματική ταξική ανισότητα. Ο εργαζόμενος δύσκολα ξεχωρίζει τον καπιταλιστικό χαρακτήρα των κομμάτων που ντύνουν τους στόχους του κεφαλαίου με εθνικά, ακόμα και με ορισμένα φιλολαϊκά συνθήματα.

Ωστόσο ο μισθωτός εργαζόμενος βιώνει καθημερινά την καπιταλιστική εκμετάλλευση στους χώρους δουλειάς, εκεί που αποδεικνύεται ότι δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα ανάμεσα στον εκμεταλλευτή και τον εκμεταλλευόμενο, αν και έχει συνηθίσει να δέχεται ως φυσική και αιώνια κατάσταση την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, πάνω στην οποία στηρίζεται η εκμεταλλευτική σχέση κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας. Η οικονομική κυριαρχία της αστικής τάξης, που πηγάζει από την ιδιοκτησία της στα μέσα παραγωγής, είναι αυτή που καθορίζει την πολιτική της κυριαρχία που ασκείται με τα δικά της όργανα εξουσίας. Οργανο αστικής εξουσίας είναι και το κοινοβούλιο, το οποίο δεν μπορεί να μετατραπεί σε όργανο εργατικής - λαϊκής εξουσίας. Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί το εργατικό κόμμα να χρησιμοποιήσει την παρουσία του σε αυτό για αποκαλύψεις προς όφελος του εργατικού κινήματος και των συμμάχων του. Στις αποκαλύψεις πρέπει να περιλαμβάνεται και η απομυθοποίηση του «διαταξικού» ή «εθνικού» χαρακτήρα του. Ν’ αποκαλύπτεται ότι η κοινοβουλευτική δημοκρατία δε λειτουργεί ουδέτερα, αταξικά, αλλά ως εργαλείο της αστικής δικτατορίας, ότι η αστική τάξη δεν έχει πρόβλημα να εναλλάσσει τη μια μορφή διακυβέρνησης με μια άλλη, ακόμα και την αντικατάσταση της δημοκρατικής μορφής της δικτατορίας των μονοπωλίων με τη στρατιωτική δικτατορία, προκειμένου να εξασφαλίσει την εξουσία της.

Το τελευταίο διάστημα, τόσο κατά τη διαδικασία συγκρότησης της κυβέρνησης του Λ. Παπαδήμου όσο και κατά τη διάρκεια της ψήφισης των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων, αναδείχθηκε πιο καθαρά ο ταξικός χαρακτήρας του αστικού κοινοβουλευτισμού. Ομως μια σειρά δυνάμεις αστικές (π.χ. Ε.Λ.Α.Δ.Α, διάφοροι αποχωρήσαντες από το ΠΑΣΟΚ, «πατριώτες δεξιοί» κ.ά.) αλλά και οπορτουνιστικές σπεύδουν να διαμαρτυρηθούν ότι ουσιαστικά πρόκειται για διαδικασίες που παραβιάζουν τη νομιμότητα, το αστικό σύνταγμα, ότι πρόκειται για «πραξικόπημα», συσκοτίζοντας το κύριο, τον ταξικό χαρακτήρα του κράτους.

Σε αυτές τις αντιλήψεις στηρίζονται αυταπάτες και ψευδαισθήσεις ότι μπορεί μια πλειοψηφία αντιμνημονιακών δυνάμεων να διαμορφώσει μια κυβέρνηση που θα βάλει φρένο σε αυτή την πολιτική ή αυταπάτες για μια «κυβέρνηση της αριστεράς», αυθαίρετα αθροίζοντας τα δημοσκοπικά ποσοστά του ΚΚΕ με εκείνα του ΣΥΡΙΖΑ, της ΔΗΜΑΡ κ.ά., συγκαλύπτοντας το γεγονός ότι τους χωρίζει η προγραμματική αντίληψη για την οικονομία, επομένως και ο πολιτικός στόχος.

Οσο σημαντικό είναι οι εργαζόμενοι να αντιμετωπίσουν το φόβο, την τρομοκρατία που αναπαράγεται καθημερινά από τους κεφαλαιοκράτες, από το αστικό πολιτικό προσωπικό, τα ΜΜΕ κ.ά., άλλο τόσο σημαντικό είναι να ξεπεράσουν τις αυταπάτες ότι μπορεί μια κυβέρνηση -ακόμα και με τις καλύτερες προθέσεις- στο έδαφος των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής να εξυπηρετήσει και τα συμφέροντα της εργατικής τάξης. Τα μονοπώλια δεν πρόκειται ποτέ να επιτρέψουν τη συγκρότηση κυβέρνησης που θα πάρει μέτρα εναντίον τους. Αυτές τις αυταπάτες το εργατικό κίνημα τις έχει πληρώσει πολλές φορές στην ιστορία του, π.χ. στη Χιλή επί προεδρίας του Αλιέντε, στην Ελλάδα με τη συμμετοχή του ΚΚΕ στην κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου αμέσως μετά από την απελευθέρωση από την γερμανική κατοχή. Αν δεν αφαιρεθεί η οικονομική δύναμη -που σημαίνει να καταργηθεί η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής- και η πολιτική δύναμη -που σημαίνει η εξουσία- από την αστική τάξη, δεν μπορεί να υπάρξει κυβέρνηση προς όφελος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων, δηλαδή κυβέρνηση της εργατικής εξουσίας. Αλλά αυτό σημαίνει γραμμή συσπείρωσης - πάλης σύγκρουσης και ανατροπής.

Ακριβώς γι’ αυτό η πάλη κρίνεται πρώτ’ απ’ όλα στο χώρο δουλειάς, στο εργοστάσιο, τη βιομηχανία, την επιχείρηση, το εμπορικό κέντρο, εκεί που εκδηλώνεται με άμεσο τρόπο η καπιταλιστική εκμετάλλευση. Η σύγκρουση με τον κεφαλαιοκράτη στον τόπο δουλειάς, στην παραγωγική μονάδα, στο βαθμό που δεν περιορίζεται μόνο στη διεκδίκηση καλύτερης τιμής της εργατικής δύναμης, αλλά παίρνει χαρακτηριστικά αμφισβήτησης της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, αποτελεί στην πραγματικότητα σύγκρουση με το βασικό περιεχόμενο της καπιταλιστικής κυριαρχίας. Η οργάνωση των εργαζόμενων στα συνδικάτα, στις σωματειακές επιτροπές, στις απεργιακές επιτροπές, στις επιτροπές αγώνα, στη μάχη για την επιτυχία της απεργίας πρέπει να γίνει ο βασικός πυρήνας αυτής της πάλης. Σε αυτό το πεδίο δίνεται η μάχη για τη μαζικοποίηση και πολιτικοποίηση του αγώνα, για την απαλλαγή από τα δεσμά των εκβιασμών, της τρομοκρατίας, της χειραγώγησης και ενσωμάτωσης. Εδώ πρέπει να εκφραστεί με την απαγκίστρωση των εργαζομένων από τις προδοτικές, εργοδοτικές και συμβιβασμένες συνδικαλιστικές ηγεσίες σε σωματεία, Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα.

Τέτοιο εργατικό κίνημα μπορεί να εμπνεύσει και να ηγηθεί στη λαϊκή συμμαχία με τους φτωχούς αυτοαπασχολούμενους της πόλης και του χωριού. Σε αυτή την κατεύθυνση έχει σημασία η πρωτοβουλία που έχει συγκροτηθεί κεντρικά με το κοινό πλαίσιο και το συντονισμό της δράσης ΠΑΜΕ -ΠΑΣΕΒΕ -

ΠΑΣΥ - ΜΑΣ - ΟΓΕ, να εκφραστεί στη βάση σε επίπεδο δήμου-γειτονιάς, με κέντρο το εργατικό σωματείο, το σύλλογο ή την επιτροπή αγώνα της ΠΑΣΕΒΕ, της ΠΑΣΥ, την επιτροπή ανέργων, το σύλλογο ή την ομάδα γυναικών που συσπειρώνεται στην ΟΓΕ, το σύλλογο ή την ομάδα αγώνα σπουδαστών, φοιτητών, μαθητών. Στον ένα ή άλλο βαθμό τέτοια έκφραση αποτελούν οι Λαϊκές Επιτροπές που συγκροτούνται στις γειτονιές, στις πόλεις και τα χωριά.

Μέσα από αυτή την πορεία μπορούν να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις ώστε -σε συνδυασμό με την επίδραση και μιας σειράς άλλων παραγόντων- η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της να πεισθούν από την πείρα τους για το μονόδρομο της σύγκρουσης με την αστική εξουσία, να ξεπεράσουν όποιες φοβίες και αναστολές υπάρχουν για το δρόμο της ανατροπής της αστικής εξουσίας, πραγματοποίησης της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής, του κεντρικού σχεδιασμού, της εργατικής εξουσίας που προβάλλει το ΚΚΕ.

Οι εργαζόμενοι θα πρέπει ν’ αξιοποιήσουν τις ερχόμενες εκλογές για να δώσουν ώθηση σε θετικές διεργασίες στο εργατικό λαϊκό κίνημα, χωρίς αυταπάτες για το χαρακτήρα της κυβέρνησης που θα προκύψει. Η ψήφος των μισθωτών, των αυτοαπασχολούμενων βιοπαλαιστών, των συνταξιούχων, των ανέργων, των νέων δεν μπορεί να είναι ψήφος στήριξης μιας κυβέρνησης, αλλά ψήφος που δυναμώνει το συνεπές μέτωπο της λαϊκής αντεπίθεσης. Με ψήφο στο ΚΚΕ να εκφραστεί και εκλογικά η συσπείρωση που έχει επιτευχθεί γύρω από το ΚΚΕ μέσα στους αγώνες, με την επιβεβαίωση των προβλέψεών του και την αταλάντευτη στάση του στην υπεράσπιση των λαϊκών συμφερόντων. Μόνο με ψήφο στο ΚΚΕ αποδυναμώνονται συνολικά τα κόμματα του κεφαλαίου, παλιά και νέα, η αυτοδυναμία αλλά και η συνεργασία τους. Η επόμενη αστική κυβέρνηση να είναι μια αδύναμη, ασταθής αστική κυβέρνηση που θα βρει απέναντί της την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα να αναπτύσσουν πολύμορφους ταξικούς αγώνες αντίστοιχους με την επίθεση που δέχονται.

Η ύλη του παρόντος τεύχους της ΚΟΜΕΠ διαμορφώθηκε με κριτήριο τη συμβολή στην κωδικοποίηση της πείρας του Κόμματος σχετικά με την ικανότητά του να συνδέεται με τμήματα της εργατικής τάξης μέσα στους κλάδους και τις επιχειρήσεις, να οργανώνει τη δράση τους, καθώς και από τη δραστηριότητά του για την προώθηση της κοινωνικής συμμαχίας.

Στην ενότητα «ΚΚΕ: Οικοδόμηση - Δράση» δημοσιεύονται εκτενή αποσπάσματα από την απόφαση της ΚΕ του ΚΚΕ για την Κομματική Οικοδόμηση. Στην απόφαση συνοψίζονται συμπεράσματα σχετικά με την πορεία της κομματικής οικοδόμησης το διάστημα μετά το 18ο Συνέδριο και ιδιαίτερα μετά την πλατιά Ολομέλεια της ΚΕ και την υλοποίηση της απόφασης για την οργανωτική αναδιάταξη. Η απόφαση αποτελεί πυξίδα στον προσανατολισμό και εργαλείο οργάνωσης της δουλειάς για την οικοδόμηση του Κόμματος σε κλάδους και εργασιακούς χώρους όπου συγκεντρώνεται σημαντικό τμήμα της εργατικής τάξης και έχουν στρατηγική σημασία για την ανάπτυξη της ταξικής πάλης. Πρώτα απ’ όλα κρίνεται η εργατική σύνθεση του Κόμματος, η ηλικιακή ανανέωσή του και η ικανότητά του ν’ αναπτύσσει αγωνιστικούς δεσμούς με τις εργατικές και λαϊκές μάζες.

Τους προηγούμενους μήνες συγκεντρώθηκε σημαντική πείρα από τις Κομματικές Οργανώσεις σχετικά με τη δημιουργία και δραστηριότητα των Λαϊκών Επιτροπών στις πόλεις, τις γειτονιές, τα χωριά ως έκφραση της προσπάθειας προώθησης της κοινωνικής συμμαχίας της εργατικής τάξης και των αυτοαπασχολούμενων σε τοπικό επίπεδο. Η πείρα αυτή είναι πολύτιμη για τη γενίκευση συμπερασμάτων, την καλύτερη αφομοίωση του χαρακτήρα αυτής της προσπάθειας και εξασφάλιση της συνέχειάς της. Σε αυτή την πείρα των Κομματικών Οργανώσεων και τις κατευθύνσεις που προκύπτουν για τη δράση των κομμουνιστών σε αυτές αναφέρεται το άρθρο με τίτλο «Η δουλειά των Κομμουνιστών στις Λαϊκές Επιτροπές» που δημοσιεύεται στην ίδια ενότητα.

Το τεύχος Μάρτη - Απρίλη του 2012 φιλοξενεί ενότητα αφιερωμένη στην 8η Μάρτη, ημέρα αφιερωμένη στην πάλη των γυναικών για ισοτιμία, που είναι αντικειμενικά συνδεδεμένη με την πάλη για την απελευθέρωση της εργατικής τάξης από τα δεσμά της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης.

Σε συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης και ολομέτωπης επίθεσης στην εργατική τάξη οι μισθωτές γυναίκες φορτώνονται με νέα βάρη, τόσο όσον αφορά τις επιπτώσεις της κρίσης και των αντιλαϊκών μέτρων στα μισθολογικά και συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα, όσο και τις σοβαρές επιπτώσεις που σχετίζονται με την κατάργηση μιας σειράς υπηρεσιών πρόνοιας για ανήλικους και ηλικιωμένους, καθώς και ευνοϊκών ρυθμίσεων που αφορούν την προστασία της μητρότητας. Σε αυτό το ζήτημα αναφέρεται το άρθρο με τίτλο «Η κατάσταση των μισθωτών γυναικών. Τα καθήκοντα των κομμουνιστών». Αναλυτικά καταγράφει την κατάσταση των μισθωτών γυναικών όπως αυτή διαμορφώνεται στην πράξη αλλά και μέσα από τις αλλαγές που συντελούνται στο νομοθετικό πλαίσιο με βάση τα μνημόνια και τους διάφορους εφαρμοστικούς νόμους. Εστιάζει στα καθήκοντα που προκύπτουν από αυτές τις εξελίξεις για τη δουλειά των κομμουνιστών στις εργαζόμενες γυναίκες, υπενθυμίζοντας

ορισμένες βασικές πλευρές της εξειδίκευσης της κομματικής δουλειάς στις

γυναίκες.

Τον Ιούνη του 2012 συμπληρώνονται 36 χρόνια από την ίδρυση της Ομοσπονδίας Γυναικών Ελλάδας. Σε αυτό το θέμα αναφέρεται το δεύτερο άρθρο που δημοσιεύεται στην ενότητα «8 Μάρτη» και έχει τίτλο «Η πορεία της ΟΓΕ στις τέσσερις δεκαετίες της» . Το άρθρο αναδεικνύει την πορεία του ριζοσπαστικού γυναικείου κινήματος που εκφράζει η ΟΓΕ από το 1976 μέχρι σήμερα, την αντιπαράθεσή του με την αστική και φεμινιστική γραμμή στο γυναικείο κίνημα. Μέσα από την ιστορική αναδρομή αναδεικνύει τα σύγχρονα καθήκοντα της ΟΓΕ, τη σημασία της συμμετοχής της ΟΓΕ τόσο σε κεντρικό επίπεδο όσο και μέσω των συλλόγων της, των ομάδων γυναικών, στην πρωτοβουλία κοινής δράσης με το ΠΑΜΕ, την ΠΑΣΥ, την ΠΑΣΕΒΕ, το ΜΑΣ, στην κατεύθυνση προώθησης της κοινωνικής συμμαχίας.

Η στρατηγική του ΚΚΕ βρίσκεται στο στόχαστρο της επίθεσης από την πλευρά της αστικής τάξης και του οπορτουνισμού. Ειδικό στόχο της επίθεσης αποτέλεσαν και αποτελούν τα συμπεράσματα που καταγράφονται στο «Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β΄ τόμος 1949-1968». Δημοσιεύματα σε αστικές εφημερίδες, οπορτουνιστικά έντυπα και ιστοσελίδες επιχειρούν να οικειοποιηθούν την ιστορία του Νίκου Ζαχαριάδη σε αντιπαράθεση με το Κόμμα, τη στρατηγική του και τα συμπεράσματα της ιστορίας του. Σε αυτό το ζήτημα αναφέρεται το άρθρο με τίτλο «Ο Νίκος Ζαχαριάδης μέσα από το “Δοκίμιο Ιστορίας του ΚΚΕ, Β΄ τόμος 1949-1968”» που δημοσιεύεται στην ενότητα «Σελίδες ιστορίας του ΚΚΕ». Η δημοσίευσή του συμπίπτει με τα 56 χρόνια από την 6η Πλατιά Ολομέλεια του 1956 (11-12 Μάρτη). Στο άρθρο αναδεικνύονται τα κριτήρια μελέτης της ιστορίας του ΚΚΕ της περιόδου 1949 -1968, επομένως και εκτιμήσεις του Νίκου Ζαχαριάδη ως ΓΓ της ΚΕ του Κόμματος. Αποδεικνύει ότι η αναφορά στο Νίκο Ζαχαριάδη από δυνάμεις του οπορτουνισμού είναι προσχηματική και υποκριτική, αφού ο Νίκος Ζαχαριάδης σε όλη τη διαδρομή του αντιτάχθηκε στην τάση οπορτουνιστικής προσαρμογής του Κόμματος, παρά τις αντιφάσεις και τα λάθη του που δεν μπορούν να κατανοηθούν χωριστά από τα συνολικά προβλήματα στρατηγικής του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος και του ΚΚΕ ως αναπόσπαστου τμήματός του.

Στο παρόν τεύχος της ΚΟΜΕΠ δημοσιεύονται κομματικά ντοκουμέντα της περιόδου από 1.1.2012 έως 26.2.2012.