Της Σύνταξης


ΚΟΜΕΠ

Η εξάπλωση της επιδημίας του κορονοϊού αναδεικνύει τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς τις αθεράπευτες παθογένειες του καπιταλισμού που σαπίζει και γεννά πολλαπλούς κινδύνους για τη ζωή των εργαζόμενων. Η νέα κατάσταση που δημιουργείται βοηθάει να εξαχθούν πολύτιμα συμπεράσματα για τους εργαζόμενους, που δε θα καταφέρει να συγκαλύψει για πολύ η προπαγανδιστική εκστρατεία της κυβέρνησης και του αστικού πολιτικού κόσμου.

Ο πραγματικός κίνδυνος για τους εργαζόμενους προέρχεται:

α) Από τις εγκληματικές ευθύνες όλων των αστικών κυβερνήσεων για τις τεράστιες ελλείψεις του κρατικού συστήματος υγείας, οι οποίες αυξάνουν σήμερα τον κίνδυνο κατάρρευσής του. Δεν πρόκειται για τυχαίες ελλείψεις, αλλά για το αποτέλεσμα της πολιτικής που εμπορευματοποιεί την υγεία, το φάρμακο και θυσιάζει τις κοινωνικές ανάγκες για να στηριχτεί η καπιταλιστική κερδοφορία.

β) Από την επιβράδυνση της οικονομίας που προϋπήρχε της εμφάνισης του κορονοϊού και οδηγεί σε μια νέα κρίση υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου στην Ευρωζώνη και διεθνώς. Ο κορονοϊός δε δημιούργησε, αλλά επιτάχυνε αυτήν την πορεία που θα αυξήσει κατακόρυφα την ανεργία και τη φτώχεια. γ) Από την αξιοποίηση της νέας κατάστασης ως «ευκαιρίας» να περάσουν αντεργατικά μέτρα, αντιδραστικές ρυθμίσεις στις εργασιακές σχέσεις και νέα μέτρα καταστολής και περιορισμού των λαϊκών ελευθεριών, ακόμα και απαγόρευση της κυκλοφορίας. δ) Από την όξυνση των αντιθέσεων μεταξύ ΗΠΑ ΕΕ Κίνας και Ρωσίας στο έδαφος της ανισόμετρης εκδήλωσης της ύφεσης και των συνεπειών της, στα διαφορετικά ιμπεριαλιστικά κέντρα, που αυξάνει και τον κίνδυνο πολεμικών συγκρούσεων.

Οι πολλαπλές μεγάλες αρνητικές συνέπειες για τους εργαζόμενους αποδεικνύουν για μία ακόμη φορά ότι ο σοσιαλισμός είναι η απάντηση για τον 21ο αιώνα. Οι αξεπέραστες αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος δεν μπορούν να καταργηθούν από καμία αλλαγή του μίγματος διαχείρισης.

Η αστική προσπάθεια νέας στροφής από τη νεοφιλελεύθερη στην κεϊνσιανή διαχείριση και στην επεκτατική δημοσιονομική πολιτική δεν μπορεί να ακυρώσει την εκδήλωση της νέας καπιταλιστικής κρίσης, γιατί δεν μπορεί να αντιμετωπίσει την αιτία που την δημιουργεί. Αυτό το συμπέρασμα που έχει επιβεβαιωθεί ιστορικά και θεωρητικά θα επαληθευτεί για μία ακόμη φορά. Γι’ αυτό και το πρώτο αφιέρωμα στα «150 χρόνια από τη γέννηση του Β. Ι. Λένιν» του παρόντος τεύχους της ΚΟΜΕΠ είναι εξαιρετικά επίκαιρο, αφού φωτίζει πολύτιμα διδάγματα για τους κομμουνιστές μπροστά στο ενδεχόμενο απότομης όξυνσης της ταξικής πάλης τους επόμενους μήνες.

Η σημερινή κατάσταση φωτίζει ότι τα δύσκολα είναι μπροστά μας. Καταρχάς, έγινε πολύ φανερή αυτό το διάστημα η απειλή αδυναμίας ανταπόκρισης του εγχώριου δημόσιου συστήματος υγείας στην έκταση του φαινομένου, η οποία από μόνη της αποτελεί βασικό παράγοντα πολλαπλασιασμού της διασποράς του ιού. Το δημόσιο σύστημα υγείας που καλείται να ανταπεξέλθει στην εξάπλωση του κορονοϊού είναι ένα σύστημα υγείας με 30.000 κενά υγειονομικού προσωπικού, με μόλις 6 κρεβάτια ΜΕΘ ανά100.000 κατοίκους, με μείωση 50% των κρατικών δαπανών για την υγεία σε σχέση με το 2010, με πάνω από 10 δημόσια νοσοκομεία να έχουν κλείσει από το 2013 μέχρι σήμερα. Ακόμα και η αδυναμία του συστήματος να ανταποκριθεί στην αυξημένη ζήτηση για το τεστ του κορονοϊού (και συνεπώς οι πολύ επικίνδυνες μεγάλες καθυστερήσεις που ως μοναδική εναλλακτική έχουν την πληρωμή μέχρι και 300 ευρώ για το σχετικό τεστ στον ιδιωτικό τομέα) αποτελεί κι αυτή παράγοντα εξάπλωσης του ιού.

Με λίγα λόγια, για να στηρίξουν τα αστικά κράτη ποικιλοτρόπως την καπιταλιστική κερδοφορία, δημιουργούν στα δημόσια νοσοκομεία μια κατάσταση που –όπως φαίνεται με τραγικό τρόπο και στην Ιταλία– σε φάση κλιμάκωσης μπορεί να φτάσει μέχρι την επιλογή του ποιος θα νοσηλευτεί και ποιος όχι, στην ουσία ποιος θα ζήσει και ποιος θα πεθάνει... Αυτά φυσικά για όσους εξαρτώνται από το δημόσιο σύστημα υγείας, δηλαδή για τη μεγάλη πλειοψηφία του λαού, αφού όπως είναι αυτονόητο όσοι έχουν τη σχετική οικονομική δυνατότητα έχουν πολύ περισσότερες επιλογές. Από τα παραπάνω απορρέει –όπως αναφέρει και η σχετική Ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ– ότι «η λήψη των αναγκαίων μέτρων απαιτεί εναντίωση στις δεσμεύσεις της ΕΕ και στην πολιτική στήριξης της ανταγωνιστικότητας των μονοπωλιακών ομίλων, που θυσιάζουν την ικανοποίηση των αναγκών του λαού στο βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας».

Όλα αυτά δεν αποτελούν «φυσικά» φαινόμενα, αλλά συνέπειες της υποχρηματοδότησης και εμπορευματοποίησης της υγείας, συνέπειες ενός κοινωνικού-οικονομικού συστήματος που δεν κινείται με κριτήριο την κάλυψη των κοινωνικών αναγκών, αλλά με κριτήριο το καπιταλιστικό κέρδος και την πολύπλευρη κρατική υποβοήθησή του, τόσο στον κλάδο της υγείας όσο και σε όλους τους υπόλοιπους κλάδους. Έχοντας αυτό το DNA, ο καπιταλισμός αντιμετωπίζει την προστασία από τα κάθε είδους φυσικά φαινόμενα όπως του επιβάλλει η ίδια του η φύση: Ως ένα «κόστος» το οποίο αξίζει να αναληφθεί μόνο στο βαθμό που δεν έρχεται σε αντίθεση με την «καρδιά» αυτής της κοινωνίας, την καπιταλιστική κερδοφορία και την κρατική υποβοήθησή της. Έτσι, παρά την προσπάθεια των αστικών επιτελείων να πείσουν περί του αντιθέτου, η πραγματικότητα είναι ότι για άλλη μία φορά αποδείχτηκε πως αυτό που κυριολεκτικά σκοτώνει δεν είναι οι ασθένειες και τα φυσικά φαινόμενα (είτε μιλάμε για πλημμύρες είτε για πυρκαγιές είτε για σεισμούς), αλλά ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής.

Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, ότι όταν οι ίδιοι οι γιατροί αναδεικνύουν «απ’ άκρη σ’ άκρη» της χώρας –διαμορφώνοντας και τα αντίστοιχα αιτήματα– τα παραπάνω προβλήματα, όχι μόνο δε βρίσκουν ουσιαστικές λύσεις, αλλά βρίσκονται και στο στόχαστρο του κράτους και των διοικήσεων των νοσοκομείων, όπως έγινε στο ΠΑΓΝΗ του Ηρακλείου. Μη ανταποκρινόμενο στις παραπάνω ανάγκες, το αστικό κράτος δεν έχει άλλο δρόμο από το να τα «φορτώνει» όλα στην, απαραίτητη κατά τα άλλα, «ατομική ευθύνη». Η χειμαρρώδης, άλλωστε, προπαγάνδα περί «ατομικής ευθύνης» αποτελεί τον καλύτερο φερετζέ απόκρυψης της ουσίας του προβλήματος και των ευθυνών καπιταλιστών και κράτους.

Όσον αφορά τα ανακοινωθέντα κυβερνητικά μέτρα, κριτήριο κι εδώ δεν είναι η διασφάλιση των θέσεων εργασίας, των μισθών και των δικαιωμάτων των εργαζόμενων, αλλά η διασφάλιση της καπιταλιστικής κερδοφορίας, σε συνθήκες που δέχεται –τουλάχιστον στους περισσότερους κλάδους– πιέσεις. Έτσι, δίνονται προς τους εργοδότες νέες οικονομικές ενισχύσεις και «διευκολύνσεις» (για αναστολή πληρωμών ασφαλιστικών εισφορών, φόρων, ρυθμίσεων κ.ά.), καθώς και το «ελεύθερο» για ακόμα μεγαλύτερη αποδιοργάνωση «του ωραρίου ή της οργάνωσης του χρόνου εργασίας των εργαζόμενων», συμπεριλαμβανομένης της «εργασίας εξ αποστάσεως» με μονομερή απόφαση του εργοδότη, της δυνατότητας μεγάλης αύξησης της υπερωριακής απασχόλησης και της καθιέρωσης της εργασίας τις Κυριακές και τις αργίες σε συγκεκριμένες επιχειρήσεις που σχετίζονται με την τροφοδοσία της αγοράς. Σε αυτό το πλαίσιο, ανακοινώθηκε και η διεύρυνση του ωραρίου λειτουργίας των σούπερ μάρκετ από τις 7 το πρωί έως και τις 10 το βράδυ, με εντατικοποίηση του προσωπικού και προσλήψεις για τετράωρο χωρίς δικαιώματα. Ακόμα και οι «άδειες ειδικού σκοπού» θα αφαιρούνται κατά το 1/4 από την κανονική άδεια, ενώ η κυβέρνηση καθυστερεί σκόπιμα –προσφέροντας στους εργοδότες τη δυνατότητα να διαχειριστούν την κατάσταση όπως τους βολεύει– να ανακοινώσει μέτρα για όσους εργαζόμενους δουλεύουν σε επιχειρήσεις που αναστέλλουν τη λειτουργία τους, για όσους αναγκάζονται να απέχουν από την εργασία τους ως έκτακτο μέτρο πρόληψης της διάδοσης του ιού ή για όσους εργαζόμενους καλούνται να αναλάβουν τη φροντίδα άρρωστου μέλους της οικογένειας στο σπίτι.

Το πώς «μεταφράζονται» τα κυβερνητικά μέτρα από τις επιχειρήσεις φαίνεται από το ότι ήδη έχουν αρχίσει οι απολύσεις, οι μειώσεις ή καθυστερήσεις μισθών, η επιβολή «ευέλικτων» ωραρίων, η ανάκληση αδειών και ρεπό ακόμα και σε εργαζόμενους που ανήκουν στις ευπαθείς ομάδες, οι απλήρωτες υπερωρίες στα σούπερ μάρκετ κλπ. Μέσα στο Μάρτη έγιναν πάνω από 40.000 απολύσεις. Η αύξηση του προσωπικού των ομίλων που εργάζεται με τηλεργασία επιβάλλεται πλέον υποχρεωτικά από τον εργοδότη και όχι προαιρετικά, με συχνή καταπάτηση του ωραρίου εργασίας, και μπορεί να αξιοποιηθεί για προσλήψεις εκτός χώρας, ανοίγοντας ζητήματα του σχετικού νομοθετικού πλαισίου. Στο εργοδοτικό ξεσάλωμα άλλωστε βοηθάει και το γεγονός της αναστολής της υποχρέωσης των εργοδοτών να καταχωρούν στο σύστημα «Εργάνη» κάθε τροποποίηση του ωραρίου των εργαζόμενων. Σε κάθε περίπτωση, το εργατικό-λαϊκό κίνημα πρέπει να παλέψει για να μην πληρώσουν το «μάρμαρο» οι εργαζόμενοι, αλλά το κεφάλαιο. Αποκαλυπτικές για τον τρόπο διαχείρισης του προβλήματος της επιδημίας από τον καπιταλισμό είναι και οι εξελίξεις γύρω από την έρευνα για το φάρμακο για τον ιό. Καταρχάς, η έρευνα για το σχετικό εμβόλιο και τα αποτελέσματα-φάρμακα για την αντιμετώπιση του ιού ξεκίνησε από ανεξάρτητες εταιρίες και εργαστήρια σε Κίνα, Γερμανία, Γαλλία και ΗΠΑ, προφανώς με κριτήριο την προοπτική μελλοντικής κερδοφορίας, συνυπολογίζοντας και την τεράστια κρατική χρηματοδοτική στήριξη. Αυτές οι εταιρίες αξιοποιούν τους όποιους (σχετικά περιορισμένους) πόρους διαθέτει η καθεμία και δρουν ανταγωνιστικά μεταξύ τους, παράγοντες που αμφότεροι καθυστερούν την επιτυχή κατάληξη των ερευνών. Επίσης, όταν ανακαλυφθεί το εμβόλιο και τα κατάλληλα φάρμακα, ακόμα κι αν υπάρχει σχετική κρατική επιδότηση, αυτό θα κυκλοφορήσει ως εμπόρευμα, ενδεχομένως με πολύ υψηλή τιμή, τουλάχιστον στην αρχή. Και τέλος, πριν καν ανακαλυφθεί αυτό το ιδιότυπο εμπόρευμα, έχουν αρχίσει οξύτατοι ανταγωνισμοί για την κατοχή του, που συνδέονται και με γεωπολιτικές διαστάσεις της επιδημίας, όπως έδειξε η πρόταση της αμερικανικής κυβέρνησης να εξαγοράσει το σχετικό γερμανικό εργαστήριο, προσφέροντας τεράστιο χρηματικό ποσό.

Αλήθεια, πόσο διαφορετική θα ήταν η κατάσταση σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, όπου ο επιστημονικός κεντρικός σχεδιασμός θα προσανατόλιζε την κατανομή εργατικού δυναμικού και πόρων στην κατεύθυνση της έρευνας και παραγωγής ιατρικών υλικών φαρμάκου, αλλά και στην πλήρη κάλυψη των υγειονομικών αναγκών του λαού;

Πέραν των παραπάνω, όμως, ο κορονοϊός αξιοποιείται και για μια τεράστια ιδεολογικοπολιτική επίθεση από το κεφάλαιο και το κράτος του, στην οποία συμβάλλει, όπως πάντα, και ο πρόεδρος της ΓΣΕΕ Γ. Παναγόπουλος, ο οποίος δήλωσε –κάνοντας «γαργάρα» όλα τα παραπάνω– ότι «μια επιδημία σαν τον κορονοϊό, πολλώ δε μάλλον μια ενδεχόμενη πανδημία, δεν έχει ταξικά χαρακτηριστικά, θα μας πλήξει όλους. (...) Το πρόβλημα μας αφορά όλους, να μην επιχειρήσουν κάποιοι να δώσουν ταξική διάσταση». Πρόκειται για μια δήλωση που κινείται ακριβώς στην ίδια κατεύθυνση με αυτήν του Γ. Βρούτση, ο οποίος είπε: «Την κρίση θα την αντιμετωπίσουμε όλοι μαζί, συντονισμένοι και ενωμένοι, Πολιτεία, επιχειρήσεις, εργαζόμενοι...»

Και αυτή η περίπτωση ερμηνεύει την «καούρα» της κυβέρνησης και συνολικά του αστικού πολιτικού συστήματος να προκύψει η διοίκηση της ΓΣΕΕ, παρά τα «κραχτά» φαινόμενα της ψήφου νόθων αντιπροσώπων και εργοδοτών. Όπως ακριβώς και στην περίπτωση του κορονοϊού, το σύστημα της εκμετάλλευσης χρειάζεται μια ΓΣΕΕ η οποία λόγω του συνδικαλιστικού μανδύα θα αυξάνει τη διεισδυτικότητα της αστικής επιχειρηματολογίας στα εργατικά στρώματα. Μια ΓΣΕΕ, η οποία κηρύσσει «τα κεφάλια μέσα» και «όλοι μαζί μπορούμε», είναι σίγουρα αναντικατάστατη για το κεφάλαιο. Αυτό ακριβώς προσπάθησαν να αναδείξουν και τα στελέχη του ΠΑΜΕ όλο το προηγούμενο διάστημα μπροστά στο 37ο Συνέδριο της ΓΣΕΕ, το οποίο γράφτηκε στις μαύρες σελίδες του συνδικαλιστικού κινήματος της χώρας μας. Χαρακτηριστικό είναι, μάλιστα, ότι ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Π. Πικραμμένος ανέφερε σχολιάζοντας την ομιλία Παναγόπουλου: «Ούτε να είχαμε συνεννοηθεί.» Στην ίδια κατεύθυνση ενσωμάτωσης της λαϊκής δυσαρέσκειας κινούνται και οι δυνάμεις της σοσιαλδημοκρατίας, που εστιάζουν μόνο στο ζήτημα της νοθείας στη ΓΣΕΕ και προβάλλουν διεκδικήσεις στα όρια των «αντοχών της οικονομίας», δηλαδή του κεφαλαίου.

Η προσπάθεια συστράτευσης της εργατικής τάξης με την αστική τάξη αποκτά ακόμα μεγαλύτερη βαρύτητα για τα αστικά κράτη σε μια περίοδο που οι πολύ έντονες οικονομικές συνέπειες από τον κορονοϊό ήρθαν να επιβαρύνουν δραματικά τη διεθνή καπιταλιστική οικονομία, η οποία ήδη βρισκόταν σε τροχιά επιβράδυνσης. Στην προσπάθειά τους μάλιστα να παρουσιάσουν την ενδεχόμενη οικονομική ύφεση ως αποκλειστική συνέπεια της εξωτερικής «ανωμαλίας» του κορονοϊού και κατ’ επέκταση να την παρουσιάσουν ως «φυσικό» φαινόμενο στο ξεπέρασμα του οποίου όλοι πρέπει να συμβάλουμε, τα αστικά επιτελεία αποκρύπτουν τις ανησυχίες που τα ίδια εξέφραζαν όλο το προηγούμενο διάστημα για το «αγκομαχητό» των ρυθμών ανάπτυξης, ιδιαίτερα για δύο βασικές ατμομηχανές της παγκόσμιας οικονομίας, την Κίνα και τη Γερμανία.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι συνέπειες της επιδημίας στην παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία ήδη έχουν αρχίσει να γίνονται ορατές. Όπως όμως δεν μπορεί να αποκοπεί η έκταση και η διαχείριση της επιδημίας από το κοινωνικό-οικονομικό σύστημα μέσα στο οποίο λαμβάνει χώρα, το ίδιο ισχύει και για τη διαχείριση των οικονομικών συνεπειών. Είναι σαφές ότι αυτή σφραγίζεται από τον ίδιο το χαρακτήρα του οικονομικού συστήματος και παίρνει εντελώς διαφορετικά χαρακτηριστικά σε συνθήκες καπιταλιστικής παραγωγής με κριτήριο το κέρδος και διαφορετικά σε συνθήκες παραγωγής στο πλαίσιο του σοσιαλισμού, του επιστημονικού κεντρικού σχεδιασμού των κοινωνικοποιημένων μέσων παραγωγής. Και εδώ, όπως και σε περιόδους πολέμων ή άλλων έκτακτων καταστάσεων, αναδεικνύεται η ανωτερότητα του σοσιαλιστικού κεντρικού σχεδιασμού της οικονομίας, η ανωτερότητα μιας κοινωνίας που έχει στα χέρια της τα μέσα παραγωγής και μπορεί να κατανέμει με βάση τις εκάστοτε ανάγκες τόσο τα μέσα παραγωγής όσο και την εργατική δύναμη.

Στην Ελλάδα, τώρα, οι εξελίξεις με τον κορονοϊό αυξάνουν τις –παρούσες από πριν– δυσκολίες περάσματος σε φάση γρήγορης καπιταλιστικής ανάπτυξης, με τις προβλέψεις να προσαρμόζονται γρήγορα προς τα κάτω. Έτσι, οι οικονομικές συνέπειες του κορονοϊού ήρθαν σε μια περίοδο όπου ήδη από τα τέλη Γενάρη ο μόνιμος εκπρόσωπος της Διεύθυνσης Οικονομικών Υποθέσεων της Κομισιόν στην Αθήνα ξεχώριζε ως βασικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας τις «χαμηλές επιδόσεις σε όλους τους δείκτες που σχετίζονται με το επιχειρηματικό περιβάλλον, καθώς και την εφαρμογή της νομοθεσίας για την τόνωση των επενδύσεων», το «μεγάλο επενδυτικό κενό» (που «είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθεί με εγχώρια χρηματοδότηση» και επομένως η χώρα «πρέπει να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις») και το ζήτημα των «κόκκινων» δανείων, που κατά τον εκπρόσωπο «φρενάρει την αποκατάσταση της πιστωτικής επέκτασης», δηλαδή τη φτηνή χρηματοδότηση προς τις ισχυρές επιχειρήσεις.

Ως απάντηση σε αυτές τις «προκλήσεις» για την καπιταλιστική κερδοφορία, το αστικό κράτος ψήφισε το νέο αντιασφαλιστικό νομοσχέδιο, την επιτάχυνση των πλειστηριασμών (οι οποίες ωστόσο «πάγωσαν» μετά από τον κορονοϊό), ενώ ο πρωθυπουργός σάρωσε για άλλη μία φορά την Ευρώπη προς άγραν... επενδυτών. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Κ. Μητσοτάκης επισκέφτηκε στα τέλη Γενάρη τη Γαλλία συναντώντας, μεταξύ άλλων, και τον πρόεδρο της Total, η οποία έχει αποκτήσει από το ελληνικό και το κυπριακό κράτος άδειες εξορύξεων σε μια σειρά θαλάσσια «οικόπεδα», ενώ στις αρχές Μάρτη έλαβε χώρα το λεγόμενο Ελληνογερμανικό Φόρουμ όπου –συνοδευόμενος από πλειάδα υπουργών και εκπροσώπων ελληνικών επιχειρηματικών ομίλων– διαφήμισε τις ευεργετικές συνέπειες της πολιτικής των ελληνικών κυβερνήσεων για την κερδοφορία των υποψήφιων «επενδυτών».

Η προσπάθεια ιδεολογικής αξιοποίησης της διάδοσης της επιδημίας προς όφελος των αστικών επιδιώξεων πάει χέρι-χέρι μαζί με την ένταση της καταστολής. Χαρακτηριστικό είναι ότι μέσα σε αυτό το κλίμα κατεβαίνει το επόμενο διάστημα προς ψήφιση και το νομοσχέδιο για τον περιορισμό των διαδηλώσεων και γενικότερα των συγκεντρώσεων. Για να πετύχει αυτόν τον περιορισμό, το νομοσχέδιο εισάγει ορισμούς και έννοιες όπως «δημόσια υπαίθρια συνάντηση», απαγόρευση «παρακώλυσης της πρόσβασης σε δημόσιες υπηρεσίες και οργανισμούς κοινής ωφέλειας» κλπ., και όλα αυτά στο όνομα της αποτροπής της «δυσανάλογης» διατάραξης της κοινωνικοοικονομικής ζωής. Παράλληλα, το νομοσχέδιο αναθέτει στην αστυνομία υπερεξουσίες ερμηνείας του νόμου κατά το δοκούν, ενώ προσπερνιούνται ακόμα και άλλα τμήματα του κρατικού μηχανισμού, αφού ρητά αναφέρεται ότι οι δήμαρχοι, στην εδαφική αρμοδιότητα των οποίων θα διεξάγεται η όποια συγκέντρωση-διαδήλωση, εκφέρουν «απλή γνώμη» για το αν αυτή θα γίνει, η οποία δεν είναι σε καμία περίπτωση δεσμευτική για την κυβέρνηση. Το πώς θα επιχειρήσουν τα αστικά κράτη να αξιοποιήσουν τη διάδοση του κορονοϊού προς όφελος της καταστολής των λαϊκών αντιδράσεων αναδείχτηκε πρόσφατα και στη Γαλλία, όπου την ίδια μέρα που γίνονταν κανονικά οι τοπικές εκλογές με τεράστια συγκέντρωση πληθυσμού χτυπήθηκαν οι διαδηλώσεις των «κίτρινων γιλέκων».

Στο άλλο μεγάλο μέτωπο του τελευταίου διαστήματος, τώρα, στον Έβρο και τα νησιά, βιώνουμε το τελευταίο διάστημα τις συνέπειες της πολιτικής της ΕΕ και του ΝΑΤΟ που ακολούθησαν πιστά όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις.

Οι πολυεπίπεδοι ανταγωνισμοί για το καπιταλιστικό κέρδος, για τον έλεγχο της ενέργειας, των δρόμων μεταφοράς της, τον έλεγχο αγορών και σφαιρών επιρροής, διαλύουν χώρες (όπως το Ιράκ, το Αφγανιστάν, τη Λιβύη, τη Συρία) και ξεριζώνουν λαούς οδηγώντας σε τεράστιες μεταναστευτικές-προσφυγικές ροές και στον εγκλωβισμό των ξεριζωμένων σε νησιά και σύνορα, μετατρέποντάς τους σε ένα από τα εργαλεία για τις επιδιώξεις διάφορων αστικών τάξεων. Αυτό φάνηκε καθαρά από την προσπάθεια αξιοποίησης από την τουρκική αστική τάξη των προσφυγικών και μεταναστευτικών ροών μετά τη στρατιωτική της πίεση στη Βόρεια Συρία από τα ρωσικά και συριακά στρατεύματα και τη σύναψη της πρόσφατης εκεχειρίας. Σε αυτές τις συνθήκες, πρέπει να γίνει καθαρό ότι ο Κανονισμός του Δουβλίνου και η Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας –που έχουν τη στήριξη όλου του αστικού πολιτικού κόσμου της Ελλάδας– αποτελούν τα μέσα με τα οποία μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της ΕΕ, όπως η Γερμανία και η Γαλλία, ανοιγοκλείνουν την «κάνουλα» των ροών κατά το δοκούν, ενώ από την άλλη η Ελλάδα αναλαμβάνει το ρόλο μιας χώρας υποχρεωτικού εγκλωβισμού προσφύγων και μεταναστών. Την ίδια στιγμή, η αύξηση της τουρκικής επιθετικότητας εκφράζεται και με περιστατικά όπως οι υπερπτήσεις για πρώτη φορά πάνω από έδαφος της Ηπειρωτικής Ελλάδας και η πρόσκρουση ελληνικού με τουρκικό σκάφος στα ελληνικά χωρικά ύδατα.

Ο Ερντογάν οξύνει την πίεση των μεταναστευτικών-προσφυγικών ροών – δηλώνοντας ότι «μέχρι όλες οι προσδοκίες της Τουρκίας να ικανοποιηθούν (...) θα συνεχίσουμε την ίδια πρακτική στα σύνορά μας»– με στόχο μια πιο ευνοϊκή για την τουρκική αστική τάξη συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας. Γενικότερα, αυτές οι διαπραγματεύσεις του τουρκικού κράτους με ΕΕ και ΝΑΤΟ έχουν ως στόχο την απόσπαση ωφελημάτων σε μια σειρά ζητήματα, όπως η δύσκολη κατάσταση την οποία αντιμετωπίζουν τα τουρκικά στρατεύματα στη Βόρεια Συρία, η αύξηση της «οικονομικής βοήθειας» της ΕΕ με στόχο τη «στήριξη για το Μεταναστευτικό», ενώ εντάσσονται και στη γενικότερη βεντάλια ενός μεγάλου παζαριού –στο οποίο περιλαμβάνονται και οι «διευθετήσεις» που δρομολογούνται σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο– που ξεδιπλώνει αυτήν τη στιγμή η Άγκυρα σε πολλά μέτωπα προς όφελος της αναβάθμισης του ρόλου της τουρκικής αστικής τάξης.

Στην προσπάθειά της αυτή, η Τουρκία αξιοποιεί την προσπάθεια της ΕΕ και του ΝΑΤΟ να την κρατήσουν στο «δυτικό» στρατόπεδο στηρίζοντας μια σειρά επιδιώξεις της. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε τη δήλωση του Αμερικανού ΥΠΕΞ Μ. Πομπέο: «Πιστεύουμε σθεναρά ότι ο εταίρος μας στο ΝΑΤΟ, η Τουρκία, έχει πλήρες δικαίωμα να υπερασπιστεί τον εαυτό της ενάντια στον κίνδυνο που έχει προκαλέσει αυτό που κάνουν εντός Συρίας ο Άσαντ, οι Ρώσοι και οι Ιρανοί.» Σε κάθε περίπτωση, τα γεγονότα που συνοδεύουν την τουρκική εισβολή στη Συρία (η οποία μεταξύ άλλων στοχεύει και στην εκμετάλλευση του συριακού πετρελαίου στη Βόρεια Συρία) δείχνουν από τη μία την όξυνση των αντιθέσεων Ρωσίας-Τουρκίας, η οποία προς το παρόν έχει οδηγήσει σε μια εύθραυστη συμφωνία για το Ιντλίμπ, και από την άλλη τη στήριξη της ΕΕ και του ΝΑΤΟ στην τουρκική εισβολή, με τη Γερμανία μάλιστα να εκφράζει ανοιχτά τη στήριξή της στα τουρκικά σχέδια για ζώνη κατοχής στη Βόρεια Συρία.

Σε αυτό το πλαίσιο, σύσσωμη είναι η στήριξη του ελληνικού αστικού πολιτικού συστήματος στην προσπάθεια κρατήματος της Τουρκίας στο «δυτικό» στρατόπεδο και η συμφωνία τους με τη διακοπή των διπλωματικών σχέσεων της Ελλάδας με τη Συρία. Χαρακτηριστικό είναι ότι η «εθνική γραμμή» όλων των αστικών κομμάτων για «να κρατηθεί η Τουρκία στο ΝΑΤΟϊκό στρατόπεδο» τα οδήγησε στην άρνησή τους να ψελλίσουν οτιδήποτε για την τουρκική εισβολή στη Συρία και το μακελειό στο Ιντλίμπ, το οποίο, μεταξύ άλλων, τροφοδοτεί και το μεταναστευτικό-προσφυγικό πρόβλημα. Όπως δήλωσε πρόσφατα ο υφυπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Μάθιου Πάλμερ, Ελλάδα και ΗΠΑ «κάνουμε ό,τι μπορούμε για (...) να διατηρήσουμε την Τουρκία αγκυροβολημένη στο ΝΑΤΟ και τη Δύση».

Χαρακτηριστική του γενικότερου κλίματος «εθνικής συναίνεσης» και «ομοψυχίας», που καλλιεργούν αυτές τις μέρες όλα τα αστικά κόμματα, με αφορμή τις εξελίξεις στα σύνορα, είναι η δήλωση του πρώην υπουργού του ΣΥΡΙΖΑ Π. Κουρουμπλή, με την οποία κάνει λόγο για «ιστορική στιγμή», που επιβάλλει «να αναδείξουμε το πατριωτικό μας καθήκον», καλώντας την κυβέρνηση να κάτσει στο ίδιο τραπέζι με την αντιπολίτευση, φτάνοντας να παραλληλίζει την περίσταση με την κυβέρνηση συνεργασίας Τσαλδάρη-Σοφούλη το 1947, που προέκυψε εν μέσω Εμφυλίου σύμφωνα με τις υποδείξεις του ΥΠΕΞ των ΗΠΑ Τζ. Μάρσαλ!

Αντίστοιχα, ο Κυρ. Μητσοτάκης κατηγόρησε το ΣΥΡΙΖΑ ότι «κάνετε αντιπολίτευση μόνο χάριν αντιπολίτευσης», αφού «δεν έχω ουσιαστικά διαγνώσει καμία σημαντική απόκλιση από τις βασικές κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής της χώρας, και αυτό είναι μια σημαντική κατάκτηση. Δεν υπάρχουν σήμερα ουσιαστικές αποκλίσεις και διαφοροποιήσεις». Στο ίδιο πνεύμα και φιλική προς το ΣΥΡΙΖΑ ενημερωτική ιστοσελίδα («News247»), σε άρθρο της οποίας αναφέρεται χαρακτηριστικά: «Στην Κουμουνδούρου, πάντως, δεν κατανοούν πώς, ενώ “βάζουν πλάτη” στα μείζονα, από την κυβέρνηση επιτίθενται με σφοδρότητα στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης.»

Από τα παραπάνω αναδεικνύεται ότι η ολοένα και μεγαλύτερη στοίχιση του ελληνικού αστικού κράτους – προς όφελος των επιδιώξεων της ελληνικής αστικής τάξης– στους αμερικανοΝΑΤΟϊκούς σχεδιασμούς στην περιοχή όχι μόνο δεν αποτελεί «ασπίδα προστασίας» απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα, αλλά αποτελεί μόνιμη πηγή τροφοδότησής της. Σε αυτό το πλαίσιο, αναδεικνύονται και οι κίνδυνοι από την ολοένα και βαθύτερη εμπλοκή της Ελλάδας σε αυτούς τους σχεδιασμούς, η οποία αποτυπώνεται σε μια σειρά ζητήματα, όπως η υπογραφή της νέας Συμφωνίας για τις Βάσεις ως μέρος των πολύμορφων διευκολύνσεων σε μια σειρά άλλες στρατιωτικές και μη εγκαταστάσεις στη χώρα μας, η αποστολή Ενόπλων Δυνάμεων στα Στενά του Ορμούζ, στη Σαουδική Αραβία (μαζί με τους «Πάτριοτ»), αλλά και στη Λιβύη, η αποστολή «συμβούλων» –και ενδεχομένως και στρατιωτικού δυναμικού το επόμενο διάστημα– στο Μάλι κλπ.

Το παζλ των πολυεπίπεδων ανταγωνισμών και των αποκλινόντων συμφερόντων που βρίσκονται πίσω από την κλιμάκωση της έντασης στην περιοχή μας περιγράφεται αναλυτικά στο κείμενο αυτού του τεύχους με τίτλο: «Οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, η επίδρασή τους στην περιοχή μας και η στρατηγική των αστικών τάξεων Ελλάδας-Τουρκίας» και γι’ αυτό δε θα σταθούμε αναλυτικά εδώ. Σε κάθε περίπτωση, οι οξυμένες αντιθέσεις στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα εκφράστηκαν στα μέσα Φλεβάρη και στη Διάσκεψη του Μονάχου, όπου κάτω από το νεολογισμό του «Westlessness» (έλλειμμα δυτικότητας) αναδείχτηκαν οι φόβοι από τη μετατόπιση του «κέντρου βάρους» της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας προς την Ασία. Χαρακτηριστικό είναι ότι ο επικεφαλής της Διάσκεψης Βόλφγκανγκ Ίσινγκερ έκανε λόγο για «μια απαράδεκτη κατάσταση παγκόσμιας ανασφάλειας». Την ίδια στιγμή, ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ Μαρκ Έσπερ ανέφερε για την Εθνική Αμυντική Στρατηγική (NDS) ότι «βρισκόμαστε σε μια εποχή ανταγωνισμού μεγάλων δυνάμεων, με τις βασικότερες προκλήσεις μας να είναι η Κίνα, και στη συνέχεια η Ρωσία, και ότι πρέπει να απομακρυνθούμε από τις συγκρούσεις χαμηλής έντασης και να προετοιμαστούμε και πάλι για πολέμους υψηλής έντασης». Την ίδια περίοδο, ο επικεφαλής Εξωτερικής Πολιτικής της ΕΕ Ζοζέπ Μπορέλ δήλωνε ότι «για να μην είμαστε οι χαμένοι από τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας, πρέπει να μάθουμε και πάλι τη γλώσσα της ισχύος». Αντίστοιχα, ο Γάλλος Πρόεδρος δήλωσε πρόσφατα ότι «διάφορες καταστάσεις που διαπλέκονται μπορούν ανά πάσα στιγμή να οδηγήσουν σε μια ανοιχτή κρίση μεταξύ κρατών, που μοιάζουν να έχουν ξεχάσει το λόγο για το “ποτέ πια πόλεμος!”, έναντι της υπόθεσης “γιατί όχι πόλεμος;”»...

Όπως είναι απολύτως αναμενόμενο, αυτές οι αντιθέσεις τροφοδοτούνται περαιτέρω από τα νέα δεδομένα που δημιουργούνται μετά από την εξάπλωση του κορονοϊού και την ανισόμετρη επίδραση των συνεπειών του σε ηπείρους, χώρες και κλάδους. Σε σχέση με τον ανταγωνισμό ΗΠΑ-Κίνας, πρέπει να σημειώσουμε ότι η επιβράδυνση της οικονομίας στην Κίνα φαίνεται να λειτουργεί ευεργετικά στην απομάκρυνση της εκδήλωσης της κρίσης σε σημαντικούς τομείς της οικονομίας της. Επίσης η Κίνα προσπαθεί να αξιοποιήσει την κατάσταση που έχει δημιουργηθεί προσφέροντας «βοήθεια» σε ευρωπαϊκά κράτη και επιχειρώντας να αναβαθμίσει τη θέση της στο παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα.

Σε σχέση με τον ανταγωνισμό ΗΠΑΡωσίας, σημαντικό πλήγμα θα δεχτούν οι αμερικανικοί όμιλοι παραγωγής σχιστολιθικού αερίου, καθώς και οι τράπεζες που τους δανειοδοτούν, από τη μεγάλη μείωση της τιμής του πετρελαίου που προέκυψε μετά από την απόφαση της Ρωσίας να μη δεχτεί την πρόταση του ΟΠΕΚ για σχετική μείωση της παραγωγής. Οι αμερικανικοί όμιλοι έχουν συγκριτικά πολύ μεγαλύτερο κόστος εξόρυξης και λειτουργίας.

Ακόμα και οι διαφορετικοί τρόποι χειρισμού της επιδημίας (από τη μία τα εξαιρετικά περιοριστικά μέτρα που επιλέγουν οι περισσότερες χώρες και από την άλλη τα λιγότερο περιοριστικά μέτρα που υιοθετούν χώρες όπως η Βρετανία και η Σουηδία) συνδέονται και συνυπολογίζουν, μεταξύ άλλων, και μια σειρά οικονομικά δεδομένα. Συνολικά, οι εξελίξεις με τον κορονοϊό επηρεάζουν με διάφορους τρόπους και το εμπορικό ισοζύγιο μιας σειράς κρατών, προσδίδοντας νέα όψη στον εμπορικό πόλεμο που μαίνεται σταθερά –με οξύνσεις και υφέσεις– τα τελευταία χρόνια ανάμεσα σε ισχυρά κέντρα του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Στη σύνθετη κατάσταση που έχει διαμορφωθεί και η οποία μπορεί προοπτικά να συμπεριλάβει ταυτόχρονα συνθήκες οικονομικής ύφεσης, όξυνσης της αντιπαράθεσης στην περιοχή και την επιδημία του κορονοϊού, το ΚΚΕ καλεί από τώρα σε αύξηση της επαγρύπνησης. Η μη υποτίμηση των πολυποίκιλων κινδύνων όχι μόνο δεν πρέπει να οδηγήσει το λαό σε παράλυση, αλλά πρέπει να τον θέσει σε κατάσταση συναγερμού και δυναμικής παρέμβασης στις εξελίξεις.

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 150 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗ ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ

Όσον αφορά το περιεχόμενο του τεύχους, τα τρία πρώτα κείμενα του τεύχους ανήκουν στην ενότητα «Ιδεολογία Πολιτική».

Το κείμενο με τίτλο «Οι διεθνείς ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί, η επίδρασή τους στην περιοχή μας και η στρατηγική των αστικών τάξεων Ελλάδας-Τουρκίας» παρουσιάζει καταρχάς τη μεγάλη «εικόνα» των ανταγωνισμών ανάμεσα στις μεγάλες δυνάμεις του παγκόσμιου καπιταλισμού και την αποτύπωσή τους στη στρατηγική του ΝΑΤΟ, στην Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ, στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια και στην πορεία των εξοπλισμών. Στη συνέχεια συγκεκριμενοποιεί τον τρόπο που εκφράζονται αυτοί οι ανταγωνισμοί σε συγκεκριμένες περιοχές του πλανήτη (Μέση Ανατολή, Περσικός Κόλπος, Ανατολική Μεσόγειο), για να ακολουθήσει η παρουσίαση της στρατηγικής της τουρκικής και της ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή μας. Όσον αφορά αυτήν την τελευταία, θίγονται πιο συγκεκριμένα μια σειρά σχετικά ζητήματα, όπως η λεγόμενη συνεκμετάλλευση, οι ανυπόστατες θέσεις των οπορτουνιστικών ομάδων, το ζήτημα των διεκδικήσεων, ο ρόλος του Δικαστηρίου της Χάγης, οι συμμαχίες Ελλάδας Ισραήλ Κύπρου Αιγύπτου, το ζήτημα της ιμπεριαλιστικής ειρήνης. Το κείμενο ολοκληρώνεται με την παρουσίαση της πάλης των κομμουνιστών κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της στάσης των κομμουνιστών σε αυτόν.

Το κείμενο με τίτλο «Η όξυνση των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και ο “Δούρειος Ίππος” του οπορτουνισμού» παρουσιάζει και σχολιάζει τη στάση των διάφορων οπορτουνιστικών ομάδων στο ζήτημα. Πιο συγκεκριμένα, αναδεικνύει με ποιον τρόπο η καθεμία από αυτές συμβάλλει στην ενίσχυση του επικίνδυνου διλήμματος που θέτει η αστική τάξη, «νέα συμφωνία ιμπεριαλιστικής ειρήνης ή πολεμική εμπλοκή», συμβάλλοντας στον αφοπλισμό του εργατικού και λαϊκού κινήματος μέσω της στοίχισής του με τις διάφορες αποχρώσεις της αστικής πολιτικής κάτω από «αντικαπιταλιστικό» μανδύα. Τέλος, παρουσιάζεται η επαναστατική στρατηγική για τη διέξοδο από τα αστικά διλήμματα, η οποία έχει ως απαραίτητη προϋπόθεση την ανοιχτή πολεμική με τις διάφορες εκδοχές του οπορτουνισμού.

Το κείμενο με τίτλο «Οι εξελίξεις στο ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ στο φόντο του πρόσφατου συνεδρίου του» περιγράφει τις εξελίξεις στο συγκεκριμένο κόμμα, το οποίο βρίσκεται σε μια μακρόχρονη πορεία προσδιορισμού του πολιτικού του στίγματος. Οι εξελίξεις αυτές προσεγγίζονται στο φόντο της εσωκομματικής αντιπαράθεσης και της κατάστασης που έχει διαμορφωθεί στο εσωτερικό του κόμματος, των επιδράσεων που έχει σε αυτό ο ανταγωνισμός του με το ΣΥΡΙΖΑ εντός του ελληνικού σοσιαλδημοκρατικού χώρου και των τάσεων που διαγράφονται στη διεθνή σοσιαλδημοκρατία.

Η δεύτερη ενότητα του τεύχους είναι αφιερωμένη στα 150 χρόνια από τη γέννηση του Β. Ι. Λένιν. Πριν τα σχετικά κείμενα, περιλαμβάνεται εισαγωγικό σημείωμα που αναδεικνύει τη σημασία και το ρόλο του καθενός από αυτά. Στο τεύχος περιλαμβάνεται και βιβλιοπαρουσίαση με τίτλο «Ο Λένιν και η εποχή του μέσα από τις εκδόσεις της Σύγχρονης Εποχής», στην οποία παρουσιάζονται έργα του ίδιου του Λένιν, έργα για την εποχή του Λένιν και λογοτεχνικά έργα γι’ αυτόν.

Τέλος, σε αυτό το τεύχος περιλαμβάνονται τα κομματικά ντοκουμέντα από 9.1.2020 μέχρι 18.3.2020.