Η πολιτική και οργανωτική αδυναμία του οπορτουνιστικού ρεύματος δεν επιτρέπει εφησυχασμό και επανάπαυση. Από τη μία διατηρούν ορισμένες δυνάμεις σε συγκεκριμένους χώρους (πανεπιστήμια, εκπαίδευση, υγεία κ.α.). Παράλληλα, αναπροσαρμόζουν διαρκώς και με τυχοδιωκτική ευελιξία τόσο την πολιτική τους όσο και την επίθεση προς το ΚΚΕ, αξιοποιώντας από χοντροκομμένες επιθέσεις και διαστρεβλώσεις μέχρι υποκριτικές «επιθέσεις φιλίας».
Εξάλλου, αποτελεί διαχρονικό συμπέρασμα για το επαναστατικό κίνημα ότι ο εχθρικός ρόλος του οπορτουνισμού δεν περιορίζεται στο εκλογικό του εύρος ή στις μικρές οργανωμένες δυνάμεις που διαθέτει στη μία ή την άλλη φάση, αλλά στο διαβρωτικό του χαρακτήρα ως διείσδυση της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής στο εργατικό κίνημα. Και από αυτήν την άποψη δε χρειάζεται ποτέ υποτίμηση, ανεξάρτητα από την κατάσταση που βρίσκεται σε κάθε συγκυρία.
Για παράδειγμα, η πείρα της περιόδου 2012-2015 έδειξε ότι δεν ήταν η εκλογική ή οργανωτική δύναμη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ το κρίσιμο στοιχείο, αλλά οι μεγάλες αυταπάτες που καλλιέργησε μέσα από τη γραμμή της σε μέρος ενός κόσμου που συμμετείχε σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις και τον καθήλωσε σε μια λογική ψεύτικων ελπίδων για την «προοδευτική» διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ.
Αντίστοιχα, η λογική του «μεταβατικού προγράμματος» που πρόβαλε το οπορτουνιστικό ρεύμα δεν απέκτησε διείσδυση σε ευρύτερες εργατικές-λαϊκές δυνάμεις, αλλά διαμόρφωσε μια ολόκληρη λογική αυταπατών προοδευτικής φιλολαϊκής αλλαγής στο έδαφος του καπιταλισμού, που τελικά κρατούσε καθηλωμένο και αποπροσανατολισμένο έναν κόσμο που έπαιρνε μέρος σε αγωνιστικές κινητοποιήσεις.
Στην κατεύθυνση αυτή χρειάζεται να σταθούμε στις ψηφίδες που συνθέτουν το μωσαϊκό της χρεοκοπημένης πολιτικής γραμμής και πρακτικής δράσης του οπορτουνιστικού ρεύματος τα τελευταία χρόνια.
ΟΙ ΣΤΥΛΟΒΑΤΕΣ ΤΗΣ ΛΟΓΙΚΗΣ ΤΟΥ «ΜΙΚΡΟΤΕΡΟΥ ΚΑΚΟΥ»
«Οι εκλογές είναι μια μεγάλη κεντρική πολιτική μάχη. Στόχος μας είναι να γκρεμίσουμε την κυβέρνηση της ΝΔ, την κυβέρνηση του πολέμου, της φτώχειας, του ρατσισμού και του σεξισμού.»7
Το παραπάνω απόσπασμα από πρόσφατη απόφαση του ΣΕΚ διατυπώνει με πολύ αποκαλυπτικό τρόπο τον πυρήνα της λογικής του μικρότερου κακού που υιοθετούν επί της ουσίας όλες οι οπορτουνιστικές δυνάμεις. Φυσικά υπάρχουν διαφορές τόσο φραστικά όσο και σε μια προσπάθεια συγκάλυψης της «αντι-δεξιάς» τους γραμμής. Το ίδιο το ΣΕΚ εξάλλου αναφέρει στο ίδιο κείμενο ότι ο αγώνας για την «ανατροπή της κυβέρνησης της ΝΔ» έχει ως «προοπτική την ανατροπή του συστήματος».
Χαρακτηριστική είναι και η κριτική που κάνει το ΝΑΡ στο ΚΚΕ ότι «δε θέτει ζήτημα ανατροπής με αγωνιστικό και απεργιακό σεισμό της κυβέρνησης της ΝΔ, με ταυτόχρονη καταδίκη των ΣΥΡΙΖΑ-ΠΑΣΟΚ»8. Πρόκειται φυσικά για μια καθαρή λαθροχειρία και διαστρέβλωση της μάχης που δίνει καθημερινά το ΚΚΕ για να οργανωθεί η αντεπίθεση ενάντια στην πολιτική του κεφαλαίου, στα μέτρα της κυβέρνησης της ΝΔ, στην πολιτική διαχρονικά των αστικών κυβερνήσεων και των κατευθύνσεων της ΕΕ.
Αυτή είναι όμως και η ουσία της λογικής του μικρότερου κακού. Αποδίδουν την κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης αποκλειστικά στην κυβέρνηση της ΝΔ, καλούν το εργατικό κίνημα να παλέψει σήμερα για την ανατροπή της και ν’ αφήσει για τις ελληνικές καλένδες τη σύγκρουση με το σύνολο των αστικών κυβερνήσεων και το αστικό κράτος, χαρακτηρίζοντας αυτήν την αναγκαία οργάνωση της λαϊκής αντεπίθεσης ως μαξιμαλισμό. Είναι μια λογική που αντικειμενικά οδηγεί στον εγκλωβισμό των εργαζόμενων στα σχέδια της κυβερνητικής εναλλαγής.
Είναι χαρακτηριστικές οι τοποθετήσεις τους όλο το προηγούμενο διάστημα. Σε ανακοίνωση που υπέγραφαν η ΛΑΕ μαζί με δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σε ένα θνησιγενές εγχείρημα συνεργασίας, σημείωναν: «Στη χώρα μας, η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όπου μια ακροδεξιά νεοφιλελεύθερης τραμπικής έμπνευσης έχει πάρει την πρωτοβουλία από τις φιλελεύθερες τάσεις, αξιοποιεί κυνικά την πανδημία προκειμένου να εκμηδενίσει το ζωτικό πυρήνα των εργασιακών, κοινωνικών και δημοκρατικών κατακτήσεων της μεταπολίτευσης.» Ενώ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ υιοθετούσε συνθήματα το προηγούμενο διάστημα που διακήρυσσαν ότι ήρθε η «ώρα μετωπικής σύγκρουσης με την κυβέρνηση!», καλώντας ταυτόχρονα σε «ανατροπή της κυβέρνησης των δολοφόνων».
Φυσικά δεν απουσιάζει και η κριτική στο αντιλαϊκό έργο της διακυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ. Όμως από τη μια παρουσιάζουν την αντιλαϊκή διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ με το τρίτο μνημόνιο ως αποτέλεσμα «προδοσίας» και «υποχώρησης» από τις αρχικές δήθεν ριζοσπαστικές του διακηρύξεις. Παράλληλα αποδίδουν την ευθύνη της κλιμάκωσης της αντιλαϊκής επίθεσης αποκλειστικά στη σημερινή κυβέρνηση, λέγοντας την ίδια στιγμή ότι στηρίχτηκε στο κυβερνητικό έργο του ΣΥΡΙΖΑ, το οποίο όμως δεν παρουσιάζουν ως ίδιας «αντιλαϊκής έντασης». Το σχήμα απλό και πολύ επικίνδυνο για το εργατικό-λαϊκό κίνημα: Ο ΣΥΡΙΖΑ απλά έκανε αντιλαϊκό έργο στο οποίο πατά η ΝΔ κλιμακώνοντας, όχι γιατί αυτό απαιτεί η καπιταλιστική οικονομία, αλλά γιατί αυτή είναι η «πολιτική Μητσοτάκη».
Αποκρύπτουν έτσι ότι η κλιμάκωση της αντιλαϊκής επίθεσης δεν είναι απλά θέμα αυθαίρετης κυβερνητικής επιλογής, αλλά διαμορφώνεται στη βάση των εκάστοτε αναγκών της καπιταλιστικής οικονομίας, της κερδοφορίας του κεφαλαίου. Αυτή είναι η πραγματική αιτία που το έργο κάθε κυβέρνησης είναι πιο αντιλαϊκό από εκείνο της προηγούμενης. Αυτή είναι η πραγματική αιτία που το έργο και της κυβέρνησης που θα προκύψει από τις επόμενες εκλογές θα έχει δεδομένο αντιλαϊκό χαρακτήρα και μάλιστα θα είναι χειρότερο από εκείνο της τωρινής.
Αυτό που χρειάζεται να σκεφτεί κάθε εργαζόμενος είναι όχι μόνο το τι έκαναν ο ΣΥΡΙΖΑ και η ΝΔ ως κυβερνήσεις, αλλά κυρίως γιατί το έκαναν! Το αντιλαϊκό έργο τους δεν ήταν αποτέλεσμα ενός «επώδυνου συμβιβασμού» για την περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ και μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής επιλογής για τη ΝΔ, αλλά ήταν μια προδιαγεγραμμένη πολιτική στην οποία παρά τις επιμέρους διαφορές προωθούσαν ως αστικά κόμματα αυτό που απαιτεί η καπιταλιστική οικονομία, οι επιλογές της αστικής τάξης, οι κατευθύνσεις της ΕΕ και οι σχεδιασμοί του ΝΑΤΟ. Γι’ αυτό εξάλλου ο ΣΥΡΙΖΑ πρωταγωνίστησε στις περικοπές κοινωνικής πολιτικής, ενώ η ΝΔ στην πολιτική των κρατικών επιδοτήσεων με βάση τις εκάστοτε κατευθύνσεις της ΕΕ για περισσότερο περιοριστική ή επεκτατική πολιτική.
Οι όροι για το Ταμείο Ανάκαμψης, η επιδίωξη για τη διατήρηση της επενδυτικής βαθμίδας, οι δεσμεύσεις στις κατευθύνσεις της ΕΕ, η ενεργή συμμετοχή στους πολεμικούς σχεδιασμούς του ΝΑΤΟ και οι στρατηγικοί στόχοι της αστικής τάξης της Ελλάδας είναι που καθορίζουν το δεδομένα αντιλαϊκό χαρακτήρα αυτής και κάθε επόμενης κυβέρνησης.
ΜΕ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ;
Σταθερό αφήγημα του οπορτουνιστικού ρεύματος είναι ότι με την επαναφορά της κρατικής ιδιοκτησίας (πλήρως ή πλειοψηφικά) και παρέμβασης σε τομείς που έχουν προχωρήσει οι ιδιωτικοποιήσεις (Ενέργεια, Νερό, Σιδηρόδρομοι, Παιδεία, πρώην ΔΕΚΟ κ.ά.) μπορούν αυτοί να λειτουργήσουν δήθεν προς όφελος των λαϊκών συμφερόντων.
Πρόκειται για μια λογική που αντιπαραβάλλει την καπιταλιστική αγορά στο καπιταλιστικό κράτος, εμφανίζοντας το σημερινό «δημόσιο» ως φιλολαϊκή απάντηση στην ασυδοσία της αγοράς. Συσκοτίζουν έτσι την αποστολή του αστικού κράτους για την επιβολή της δικτατορίας του κεφαλαίου, αφού παρουσιάζουν το κράτος του κεφαλαίου ως το δήθεν αντίμετρο στις ιδιωτικοποιήσεις. Κρύβουν ότι είναι το ίδιο το αστικό κράτος, με το σύνολο των θεσμών του, με όλες τις κυβερνήσεις διαχρονικά και τις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες που συμμετέχει όπως η ΕΕ, που πήραν όλα τα αναγκαία μέτρα για προωθηθούν απρόσκοπτα οι ιδιωτικοποιήσεις. Αποσιωπούν ότι είναι το ίδιο το αστικό κράτος που και στους τομείς που διατήρησε την ιδιοκτησία λειτούργησε και πάλι προς όφελος των μονοπωλιακών ομίλων, ακριβώς γιατί πρόκειται για ένα κράτος «αποτελεσματικό», «ικανό» και «ταχύτατο» στην υλοποίηση της στρατηγικής της αστικής τάξης και εχθρικό για τις σύγχρονες ανάγκες της εργατικής τάξης και του λαού.
Χαρακτηριστικό είναι ότι όλες αυτές οι δυνάμεις μετά από το προδιαγεγραμμένο έγκλημα στα Τέμπη πρόβαλαν ως κύριο αίτημά τους με διαφορετική φρασεολογία τις «επανακρατικοποιήσεις». Η ΛΑΕ ζήτησε «κρατικοποίηση όλου του δικτύου»9, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρόσθεσε ότι πρέπει να γίνει χωρίς αποζημίωση,10 ενώ το ΝΑΡ –για να ελιχτεί στην κριτική του ΚΚΕ– χρησιμοποίησε τη λέξη «εθνικοποίηση»11, που φυσικά στο έδαφος της εξουσίας του κεφαλαίου δεν είναι τίποτε διαφορετικό από τις «κρατικοποιήσεις» της ΛΑΕ.
Πρόκειται για τοποθετήσεις που σκόπιμα αφήνουν στο περιθώριο ότι αστικό κράτος και μονοπώλια συμπληρώνουν ο ένας τον άλλον, αφού το ίδιο το κράτος κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να στηρίξει τις επενδύσεις και την κερδοφορία τους, θυσιάζοντας τις ανάγκες, την ασφάλεια, ακόμα και τη ζωή του λαού.
Αυτό το κράτος είναι που πουλάει τα «φιλέτα» σε ιδιώτες και τους απαλλάσσει από κοστοβόρες υποδομές. Αυτό το κράτος διαμορφώνει το αντεργατικό πλαίσιο για να απασχολούν οι ιδιώτες, με όλο και χειρότερους όρους, τους εργαζόμενους στους σιδηρόδρομους, επιδοτεί τις εταιρίες στο σιδηρόδρομο με εκατομμύρια ευρώ, διασφαλίζει δισεκατομμύρια για νέες επενδύσεις, ενώ δαπανά ελάχιστα για τη συντήρηση του δικτύου. Αυτό το κράτος, που κατέχει την πλειοψηφία των μετοχών στον ΟΣΕ, λειτουργεί με τους ίδιους νόμους του κέρδους που λειτουργεί και η ιδιωτικοποιημένη ΤΡΑΙΝΟΣΕ, ενώ την ίδια στιγμή έχει μετατρέψει τις Μεταφορές σε πεδίο δράσης για ισχυρούς ομίλους, που αναλαμβάνουν δουλειές στο σιδηροδρομικό δίκτυο μέσα από ΣΔΙΤ και εργολαβίες. Εξάλλου κάθε κρατική επιχείρηση στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας και της απελευθερωμένης αγοράς θα λειτουργήσει με τους ίδιους όρους κερδοφορίας όπως κάθε ιδιωτική ή ιδιωτικοποιημένη εταιρία, είτε ξεζουμίζοντας τους εργαζόμενους για να βγάλει κέρδος είτε ρίχνοντας στις πλάτες του λαού με τη φορολογία τα βάρη της ζημιογόνας λειτουργίας της.
Και είναι το ίδιο κράτος που, με την ευκολία που ιδιωτικοποιεί τομείς της οικονομίας, με την ίδια ευκολία τους «επανακρατικοποιεί», για να μεταφέρει από άλλο δρόμο το κόστος στο λαό και να ξαναμοιράσει μετά την πίτα, αν χρειαστεί.
Μάλιστα, ιδιαίτερα το ΝΑΡ εγκαλεί το ΚΚΕ ότι δεν κάνει καμία διάκριση ανάμεσα στη «δημόσια και την ιδιωτική ιδιοκτησία», δεν προβάλλει πολιτικούς στόχους όπως η «εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση και εργατικό έλεγχο των εταιριών» και μένει μόνο σε γενικόλογες αναφορές για το «κράτος του κεφαλαίου».
Φυσικά, στο έδαφος της καπιταλιστικής οικονομίας και εξουσίας οι εξαγγελίες του ΝΑΡ για «εθνικοποιήσεις» σε συνδυασμό με την αποθέωση του «δημοσίου έναντι του ιδιωτικού» δεν αποτελούν τίποτε λιγότερο από έναν καθαγιασμό του αστικού κράτους. Καθόλου τυχαίο ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ προβάλλει τη λογική ότι το κράτος της αγοράς μπορεί να βάλει όρια στην αγορά, ότι οι κρατικοποιήσεις (τομέων που βέβαια αυτός ιδιωτικοποίησε, όπως ο ΟΣΕ) αποτελούν φιλολαϊκή λύση σήμερα.
Το ΚΚΕ δε δίνει τη μάχη ενάντια στην πολιτική «απελευθέρωσης» της ΕΕ και την εμπορευματοποίηση της ενέργειας, του νερού, των μεταφορών, ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις και στην επιδείνωση των εργασιακών σχέσεων με τη σημαία του παρελθόντος, της επιστροφής στο κρατικό μονοπώλιο. Δεν καλλιεργεί αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρχει φιλολαϊκή «δημόσια ρύθμιση» της απελευθερωμένης και γενικότερα της καπιταλιστικής αγοράς.
Πρωτοστατεί στον αγώνα ενάντια στις ιδιωτικοποιήσεις σε κάθε τομέα της ζωής των εργαζόμενων και των λαϊκών οικογενειών, από τον τόπο κατοικίας, την υγεία, την παιδεία, έως τον πολιτισμό και τον αθλητισμό. Αποκαλύπτει τον αντιλαϊκό χαρακτήρα των κατευθύνσεων της ΕΕ, που προωθούνται απ’ όλα τα αστικά κόμματα και κυβερνήσεις στην Ελλάδα, στηρίζει αιτήματα του κινήματος για ανάσχεση της αντιλαϊκής πολιτικής και μέτρα ανακούφισης. Σε αυτό το έδαφος οργανώνει την πάλη όχι από τη σκοπιά υπεράσπισης του αστικού κράτους, αλλά αναδεικνύοντας την ανάγκη σύγκρουσης με την πολιτική των κυβερνήσεων και με το κράτος του κεφαλαίου, φωτίζοντας την αναγκαιότητα της κοινωνικοποιημένης ιδιοκτησίας και της εργατικής εξουσίας.
ΟΙ ΕΝΔΟΪΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟΙ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΙ ΚΑΙ Η ΕΝΙΣΧΥΣΗ ΤΩΝ ΔΙΛΗΜΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΑΣΤΙΚΗΣ ΤΑΞΗΣ
Στο ζήτημα της όξυνσης των ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών, του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της στάσης απέναντι στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες, το οπορτουνιστικό ρεύμα επιβεβαίωσε σε πολλές περιπτώσεις την έμμεση στήριξη και ενίσχυση που προσφέρει η γραμμή του στα διλήμματα της αστικής τάξης, ιδιαίτερα μάλιστα μετά την τυπική έναρξη του ιμπεριαλιστικού πολέμου στο έδαφος της Ουκρανίας τον περασμένο Φλεβάρη. Κωδικοποιούμε ορισμένα από αυτά που εκτενέστερα έχουν παρουσιαστεί σε προηγούμενη αρθρογραφία της ΚΟΜΕΠ και του Ριζοσπάστη:
- Παρά τις όποιες αντικαπιταλιστικές αναφορές, οι αναλύσεις τους καταλήγουν στην αποδοχή ότι μπορεί να υπάρξει μια «πιο ήπια πολιτική» του αστικού κράτους, ένα «μικρότερο κακό» μιας προοδευτικής κυβέρνησης σε αντίθεση με την «ακραία ΝΑΤΟϊκή πολιτική της ΝΔ». Χαρακτηριστικό για το πώς διαμορφώνουν την παγίδα του «μικρότερου κακού» είναι ότι δυνάμεις της ΛΑΕ εμφανίζουν τη σημερινή επικίνδυνη κυβερνητική πολιτική ως «αυθαίρετη τυχοδιωκτική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη». Το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συμβάλλουν στην ίδια κατεύθυνση, εστιάζοντας πολιτικά στην ανάγκη «να ανατραπεί η αντιλαϊκή, αντιδραστική και φιλοπόλεμη κυβέρνηση της ΝΔ και η πολιτική της». Ο «Εργατικός Αγώνας» απέδωσε την αποστολή πολεμικού υλικού στην Ουκρανία αποκλειστικά σε επιλογή της ΝΔ, υιοθετώντας στην ουσία την παρόμοια επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ αυτήν την περίοδο. Ενώ δυνάμεις όπως ο «Σύλλογος Κορδάτος» δε διστάζουν να υιοθετήσουν και φραστικά ατόφια τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι η δικτατορία του κεφαλαίου στην Ελλάδα θα έπρεπε και θα μπορούσε να ακολουθήσει μια «φιλειρηνική πολιτική ενεργητικής ουδετερότητας». Μένει έτσι στο απυρόβλητο ότι η ενεργή εμπλοκή της Ελλάδας στον ιμπεριαλιστικό πόλεμο στην Ουκρανία είναι αποτέλεσμα στρατηγικών επιλογών της αστικής τάξης της χώρας, με την ένταξη στο ΝΑΤΟ, την εξάπλωση των ΝΑΤΟϊκών βάσεων, την υπογραφή της ΝΑΤΟϊκής κοπής Συμφωνίας των Πρεσπών.
- Η αποθέωση των παζαριών των αστικών τάξεων και των προσωρινών συμφωνιών ιμπεριαλιστικής ειρήνης ως το μέσο για την οριστική αποτροπή του ιμπεριαλιστικού πολέμου είναι εξάλλου γνωστό «ευαγγέλιο» του οπορτουνισμού. Πρόκειται για μια γραμμή που καλεί το εργατικό-λαϊκό κίνημα να εναποθέσει τις ελπίδες του για την αποφυγή ενός ιμπεριαλιστικού πολέμου στην ειρήνη της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, στην ειρήνη με το πιστόλι στον κρόταφο κατά την οποία αντικειμενικά μαζεύονται τα σύννεφα του επόμενου ιμπεριαλιστικού πολέμου. Αφοπλίζει έτσι τους εργαζόμενους και το λαό από την πραγματική ετοιμότητα και επαγρύπνηση που θα πρέπει να έχουν για να απαλλαγούν από τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και το σύστημα που τους γεννά.
Ο εγκλωβισμός στον οποίο οδηγεί αυτή η γραμμή φάνηκε την περίοδο όξυνσης του ανταγωνισμού ανάμεσα στην αστική τάξη της Ελλάδας και της Τουρκίας. Στο δίλημμα που έθετε η αστική τάξη της Ελλάδας: «Παραχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων μέσω προσφυγής στη Χάγη ή πολεμική εμπλοκή», οι δυνάμεις του οπορτουνισμού διαδραμάτισαν επί της ουσίας ενισχυτικό ρόλο, καλώντας σε μια «ειρηνική» μέσω των διεθνών οργανισμών λύση των διαφορών.
Οι θέσεις τους αυτές οδηγούσαν επίσης αντικειμενικά και στη στήριξη των ΝΑΤΟϊκών σχεδιασμών για το Αιγαίο. Χαρακτηριστικές είναι οι θέσεις δυνάμεων όπως το ΝΑΡ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας, που παρουσιάζουν, για παράδειγμα, τις γκρίζες ζώνες στο Αιγαίο ως κάτι που ενυπάρχει στη γεωγραφία του και επομένως πρέπει να λυθεί μέσω μιας «έντιμης συνεννόησης» των αστικών τάξεων της Ελλάδας και της Τουρκίας. Κρύβουν ότι μια νέα ιμπεριαλιστική συμφωνία για τη συνεκμετάλλευση, τη συγκυριαρχία στο Αιγαίο για την αιγιαλίτιδα ζώνη και τον καθορισμό ΑΟΖ έχει ιδιαίτερη σημασία για τη συνοχή της νοτιοανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ, τη διασφάλιση της Τουρκίας στη ΝΑΤΟϊκή συμμαχία και ότι η αστική τάξη της Ελλάδας επιδιώκει και με αυτό ως διαπραγματευτικό χαρτί την αναβάθμιση του ρόλου της στην περιοχή.
ΤΟ ΑΙΩΝΙΟ «ΜΕΤΑΒΑΤΙΚΟ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ»...
Σε προηγούμενο τεύχος της ΚΟΜΕΠ12 σημειώναμε ότι η βασική πολιτική γραμμή του οπορτουνισμού παραμένει, όπως πάντα, στα όρια των διάφορων εκδοχών των πολιτικών μεταβατικών προγραμμάτων. Είναι η λογική που πρεσβεύει την υιοθέτηση ενός συνόλου πολιτικών στόχων, όπως οι εθνικοποιήσεις τραπεζών και επιχειρήσεων, η διαγραφή του χρέους, ένα πρόγραμμα μεγάλων επενδύσεων και έργων, ο «εκδημοκρατισμός» του αστικού κράτους, μια νομισματική πολιτική που να είναι στα χέρια της χώρας (δηλαδή αλλαγή νομίσματος) και η αποδέσμευση από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ, αποσπασμένων από την πάλη για την ανατροπή της αστικής εξουσίας.
Γενικότερα χρειάζεται να σημειώσουμε ότι το βασικό χαρακτηριστικό κάθε «μεταβατικού πολιτικού προγράμματος» είναι ότι αποτελεί ένα συνεκτικό σύνολο πολιτικών στόχων, οι οποίοι ενοποιούνται στο έδαφος μιας συνολικής πολιτικής πρότασης που διαχωρίζεται από το σοσιαλισμό.
Στην πράξη ένα τέτοιο πρόγραμμα «υπόσχεται» –είτε το μαρτυρούν ανοιχτά είτε όχι– ότι μπορεί δήθεν να τιθασεύσει και να καταργήσει τους νόμους της αγοράς και του καπιταλισμού προς όφελος της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, να «ελέγξει» την καπιταλιστική εκμετάλλευση χωρίς να χρειάζεται η ανατροπή της.
Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η ΛΑΕ στην ανακοίνωση για την εκλογική της συνεργασία με το ΜέΡΑ25, τέτοιοι πολιτικοί στόχοι μπορούν να αποτελέσουν «ριζοσπαστικές, αποτελεσματικές και πειστικές λύσεις» για τα προβλήματα του λαού σε ρήξη με το «νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα» και στην πορεία με «βαθύτερες ρήξεις». Στην πράξη αυτό σημαίνει πρόγραμμα πολιτικών στόχων για την αλλαγή της «νεοφιλελεύθερης πολιτικής» και με αυτόν τον τρόπο εφαρμογή μιας πιο «φιλολαϊκής πολιτικής» στο έδαφος του καπιταλισμού.
Ο επικίνδυνος χαρακτήρας αυτής της οπορτουνιστικής πολιτικής γραμμής αναδεικνύεται ξεκάθαρα εάν δούμε τις τοποθετήσεις των διάφορων οπορτουνιστικών δυνάμεων στο ερώτημα: Ποιος θα υλοποιήσει αυτούς τους «πολιτικούς στόχους»; Ποιος θα υλοποιήσει αυτό το «πολιτικό μεταβατικό πρόγραμμα»;
Ορισμένες δυνάμεις, όπως ο «Σύλλογος Κορδάτος» μαζί με το «Κ-
Σχέδιο» και την ΑΝΑΜΕΤΡΗΣΗ, επιμένουν στο γνωστό αφήγημα της «ανάδειξης μιας λαϊκής, ριζοσπαστικής κυβέρνησης που θα το θέσει σε εφαρμογή»13.
Δε διστάζουν μάλιστα να υιοθετήσουν και το ΣΥΡΙΖΑίικο σύνθημα «τη δεύτερη φορά διαφορετικά», παραλλαγμένο ως «αυτήν τη φορά να πάει αλλιώς»14.
Το «Αριστερό Ρεύμα», βασική συνιστώσα της ΛΑΕ, επιχειρώντας έναν πολιτικό ελιγμό, γράφει ότι: «Αυτό το μεταβατικό πρόγραμμα το προτείνουμε, όχι για να το εφαρμόσει μια λαϊκή-αριστερή κυβέρνηση, γιατί σήμερα τέτοιες προϋποθέσεις και πολιτικοί συσχετισμοί δεν υπάρχουν, ούτε για να το εφαρμόσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη ή μια νέα κυβέρνηση Τσίπρα, ούτε απλά για ζύμωση μέσα στην Αριστερά, που κι αυτή είναι χρήσιμη, αλλά για να υπάρχει με βάση αυτό το πρόγραμμα και από τη σκοπιά του μια δομική μαχητική αριστερή αντιπολίτευση στις αντιλαϊκές κυβερνητικές πολιτικές και σε όποια εκδοχή νεοφιλελεύθερης πολιτικής.»
Η ουσία φυσικά και εδώ δεν αλλάζει, παρά τα «ναι μεν αλλά»: Το μεταβατικό πρόγραμμα θα είναι η βάση μιας «αριστερής αντιπολίτευσης» μέχρι «οι προϋποθέσεις και οι πολιτικοί συσχετισμοί» να επιτρέψουν σε μια «λαϊκή-αριστερή κυβέρνηση» στο έδαφος του καπιταλισμού να το εφαρμόσει.
Τέλος, μια φαινομενικά διαφορετική απάντηση προσπαθούν να δώσουν οι διάφορες δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ που, είτε όπως το ΝΑΡ, θεωρούν ότι οι «πολιτικοί στόχοι πάλης» που προβάλλουν είναι απαραίτητοι ως σκαλοπάτι για τη συγκρότηση ενός «αντικαπιταλιστικού πολιτικού μετώπου» είτε, όπως το ΣΕΚ, διακηρύσσουν το μεταβατικό πρόγραμμα ως αυτό που «συνδέει τα αιτήματα από τις άμεσες μάχες του κινήματος με την προοπτική της ανατροπής».
Πρόκειται δηλαδή για ένα «πρόγραμμα στόχων πάλης», το οποίο –σύμφωνα με τους θιασώτες του– από τη μία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί ως σύνολο μέσα στον καπιταλισμό, ενώ από την άλλη δεν αποτελεί το πρόγραμμα της εργατικής εξουσίας. Αντίθετα, υποτίθεται ότι ο στόχος του είναι να συμβάλει στη «μετάβαση» από το ένα στο άλλο, μέσω της συμβολής του στη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης των λαϊκών μαζών και όξυνσης της ταξικής πάλης.
Στην πράξη, οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ προβάλλουν την αδιέξοδη λογική ότι το κίνημα μπορεί να «προετοιμαστεί» για την εφ’ όλης της ύλης σύγκρουση με τον καπιταλισμό μόνο όταν παλέψει «σκαλί-σκαλί» για πολιτικούς στόχους στο έδαφος του καπιταλισμού ή μιας ανύπαρκτης ενδιάμεσης εξουσίας. Διακηρύσσουν την «ανάπτυξη αντικαπιταλιστικής συνείδησης», με το κίνημα να παλεύει στην ουσία για τη μεταρρύθμιση του καπιταλισμού! Αυτή η αντίληψη, που ενισχύει τις αυταπάτες για τη δυνατότητα φιλολαϊκής διαχείρισης του συστήματος, υπονομεύει τη συγκέντρωση δυνάμεων για την επαναστατική ανατροπή. Χαρακτηριστικό παράδειγμα η αυταπάτη φιλολαϊκής λειτουργίας μεγάλων επιχειρήσεων αν αυτές επανακρατικοποιηθούν, δηλαδή αν ανήκουν στο κράτος του κεφαλαίου και λειτουργούν μέσα στο πλαίσιο της καπιταλιστικής οικονομίας. Ακόμα κι αν η ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν απαντά ανοιχτά ποια κυβέρνηση θα εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα, στην ουσία προβάλλει ένα κάλπικο φιλολαϊκό κυβερνητικό πρόγραμμα που μπορεί να υλοποιηθεί από μια πιο προοδευτική αστική κυβέρνηση με τη στήριξη του λαϊκού κινήματος. Έτσι μετατίθεται για τη «δευτέρα παρουσία» η διέξοδος του σοσιαλισμού και η ανάγκη όξυνσης της ταξικής πάλης για την ανατροπή. Η προβολή ενός μεταβατικού φιλολαϊκού προγράμματος-σταδίου λειτουργεί πυροσβεστικά προς όφελος του συστήματος και στην κρίσιμη φάση εκδήλωσης επαναστατικής κατάστασης.