Τρεϊντ – γιουνιονιστική και σοσιαλδημοκρατική πολιτική - Η πολιτική ζύμωση και το στένεμά της από τους οικονομιστές*


του Β. Ι Λένιν

Θ’ αρχίσουμε πάλι μ’ ένα έπαινο για το «Ραμπότσεγε Ντιέλο». «Δημοσιογραφικές αποκαλύψεις και προλεταριακός αγώνας» –αυτό τον τίτλο έδοσε, ο Μαρτίνοφ στο άρθρο του, που δημοσιεύτηκε στο τεύχος 10 του «Ραμπότσεγε Ντιέλο» και αφορά τις διαφωνίες με την «Ίσκρα». «Δεν μπορούμε να περιοριστούμε μόνο στο ξεσκέπασμα του συστήματος που παρεμποδίζει την ανάπτυξή του (του εργατικού κόμματος). Πρέπει επίσης να δόσουμε απάντηση στα άμεσα και τρέχοντα ζητήματα του προλεταριάτου» (σελ. 63)– έτσι διατύπωσε ο Μαρτίνοφ την ουσία των διαφωνιών αυτών. «…η “Ίσκρα” … είναι στην πραγματικότητα όργανο της επαναστατικής αντιπολίτευσης, που ξεσκεπάζει την κατάσταση πραγμάτων που υπάρχει στη χώρα μας και κυρίως τους πολιτικούς θεσμούς… Εμείς όμως δουλεύουμε και θα δουλεύουμε για την εργατική υπόθεση σε στενή οργανική σύνδεση με τον προλεταριακό αγώνα» (στην ίδια σελίδα). Δεν μπορούμε παρά να ευγνωμονούμε τον Μαρτίνοφ γι’ αυτή τη διατύπωση. Παρουσιάζει ένα μεγάλο και γενικό ενδιαφέρον, γιατί ουσιαστικά αγκαλιάζει όχι μόνο τις διαφωνίες μας με το «Ραμπότσεγε Ντιέλο», αλλά και όλες γενικά τις διαφωνίες μας με τους «οικονομιστές» πάνω στο ζήτημα του πολιτικού αγώνα. Δείξαμε ήδη ότι οι «οικονομιστές» δεν αρνούνται απόλυτα την «πολιτική», μόνο που ξεγλιστρούν συνεχώς από τη σοσιαλδημοκρατική αντίληψη για την πολιτική στην τρεϊντ-γιουνιονιστική αντίληψη. Κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο ξεγλιστράει και ο Μαρτίνοφ, και γι’ αυτό είμαστε σύμφωνοι να πάρουμε αυτόν ακριβώς σαν πρότυπο σ’ ό,τι αφορά τις πλάνες των οικονομιστών πάνω στο δοσμένο ζήτημα. Στην εκλογή αυτή –θα προσπαθήσουμε να το αποδείξουμε– δε θα έχουν το δικαίωμα ν’ αντιταχθούν ούτε οι συντάχτες του «Ιδιαίτερου παραρτήματος της “Ραμπότσαγια Μισλ”», ούτε οι συντάχτες της προκήρυξης της «Ομάδας αυτοαπελευθέρωσης», ούτε οι συντάχτες του «οικονομιστικού» γράμματος στο φύλλο 12 της «Ίσκρα».

 

Α) Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΖΥΜΩΣΗ ΚΑΙ ΤΟ ΣΤΕΝΕΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΣΤΕΣ

Είναι γνωστό σ όλους, ότι η πλατιά διάδοση και το στέριωμα της οικονομικής1 πάλης των ρώσων εργατών συμβάδιζε με τη δημιουργία μιας «φιλολογίας» οικονομικών αποκαλύψεων (ξεσκέπασμα της κατάστασης που επικρατούσε στα εργοστάσια και περιγραφή της κατάστασης των εργατών). Το κύριο περιεχόμενο των «προκηρύξεων» ήταν το ξεσκέπασμα της κατάστασης που επικρατούσε στα εργοστάσια∙ και πολύ γρήγορα κατέλαβε τους εργάτες ένα αληθινό πάθος για αποκαλύψεις. Μόλις οι εργάτες είδαν, ότι οι όμιλοι των σοσιαλδημοκρατών θέλουν και μπορούν να τους εφοδιάζουν μ’ ένα καινούργιο είδος προκηρύξεων, που λένε όλη την αλήθεια για την άθλια ζωή τους, την αβάσταχτα βαριά δουλειά τους και για την έλλειψη δικαιωμάτων, άρχισαν να τους κατακλύζουν, μπορούμε να πούμε, με ανταποκρίσεις από τις φάμπρικες και τα εργοστάσια. Αυτή η «αποκαλυπτική φιλολογία» δημιουργούσε τεράστια αίσθηση όχι μόνο στο εργοστάσιο, για το οποίο μιλούσε η σχετική προκήρυξη, μαστιγώνοντας το καθεστώς που επικρατούσε εκεί, αλλά και σ’ όλα τα εργοστάσια όπου κάτι είχαν ακούσει για τα καταγγελλόμενα γεγονότα. Κι επειδή οι ανάγκες και τα βάσανα των εργατών των διαφόρων επιχειρήσεων κι επαγγελμάτων έχουν πολλά τα κοινά μεταξύ τους, «η αλήθεια για τη ζωή των εργατών» προκαλούσε το γενικό ενθουσιασμό. Ανάμεσα και στους πιο καθυστερημένους εργάτες αναπτύχθηκε ένα πραγματικό πάθος «να δημοσιογραφούν» – ένα ευγενικό πάθος γι’ αυτή την εμβρυακή μορφή πολέμου ενάντια σ’ ολόκληρο το σύγχρονο κοινωνικό καθεστώς, που στηρίζεται στη ληστεία και στην καταπίεση. Και τις περισσότερες φορές οι «προκηρύξεις» ήταν πραγματική κήρυξη πολέμου, γιατί το ξεσκέπασμα προκαλούσε στους εργάτες φοβερό ερεθισμό, προκαλούσε το κοινό αίτημα να σταματήσουν τα πιο κατάφωρα αίσχη και την απόφασή τους να υποστηρίξουν τις αξιώσεις αυτές με απεργίες. Οι ίδιοι οι εργοστασιάρχες στο τέλος υποχρεώθηκαν σε τέτοιο βαθμό να θεωρούν τις προκηρύξεις αυτές κήρυξη πολέμου, ώστε πολλές φορές δεν ήθελαν και να περιμένουν καν την έναρξη του ίδιου του πολέμου. Οι αποκαλύψεις, όπως πάντα, και μόνο από το γεγονός της εμφάνισής τους έγιναν δύναμη, κι απόχτησαν τη σημασία ισχυρής ηθικής πίεσης. Πολλές φορές συνέβηκε και μόνο η εμφάνιση μιας προκήρυξης να είναι αρκετή για να ικανοποιηθούν όλα τα αιτήματα ή ένα μέρος τους. Με λίγα λόγια οι οικονομικές (εργοστασιακές) αποκαλύψεις ήταν και εξακολουθούν να είναι και σήμερα σπουδαίος μοχλός της οικονομικής πάλης. Και θα εξακολουθήσουν να διατηρούν αυτή τη σημασία τους όσο θα υπάρχει ο καπιταλισμός, που γεννά κατανάγκην την αυτοάμυνα των εργατών. Στις πιο προηγμένες ευρωπαϊκές χώρες μπορεί και σήμερα να παρατηρήσει κανείς, ότι οι αποκαλύψεις για τα αίσχη κάποιας απόκεντρης «βιοτεχνίας» ή κάποιου ξεχασμένου απ’ όλους κλάδου οικοτεχνίας χρησιμεύουν σαν αφετηρία για να ξυπνήσει η ταξική συνείδηση, για ν’ αρχίσει η επαγγελματική πάλη και η διάδοση του σοσιαλισμού2.

Η μεγάλη πλειοψηφία των ρώσων σοσιαλδημοκρατών του τελευταίου καιρού είχε σχεδόν ολοκληρωτικά αποροφηθεί απ’ αυτή τη δουλειά της οργάνωσης αποκαλύψεων για τις συνθήκες που επικρατούσαν στα εργοστάσια. Αρκεί να θυμηθούμε τη «Ραμπότσαγια Μισλ», για να δούμε ως ποιο βαθμό είχαν αποροφηθεί απ’ αυτή τη δουλειά, ως ποιο βαθμό ξεχνούσαν ότι ουσιαστικά αυτή καθαυτή η δράση τούτη δεν ήταν ακόμα σοσιαλδημοκρατική, αλλά μόνο τρεϊντ-γιουνιονιστική. Οι αποκαλύψεις περιλάβαιναν, στην ουσία, μόνο τις σχέσεις των εργατών ενός ορισμένου επαγγέλματος με τους εργοδότες τους και είχαν μόνο τούτο το αποτέλεσμα, ότι οι πουλητές της εργατικής δύναμης μάθαιναν να πουλούν αυτό το «εμπόρευμα» με πιο επωφελείς όρους και να παλαίβουν με τους αγοραστές στη σφαίρα μιας καθαρά εμπορικής πράξης. Οι αποκαλύψεις αυτές μπορούσαν να γίνουν (με τον όρο ότι θα τις χρησιμοποιούσε ως ένα ορισμένο βαθμό η οργάνωση των επαναστατών) το ξεκίνημα και το συστατικό μέρος της σοσιαλδημοκρατικής δράσης, μπορούσαν όμως επίσης να οδηγήσουν (και σε περίπτωση υπόκλισης μπροστά στο αυθόρμητο δεν μπορούσαν παρά να οδηγήσουν) σ’ έναν αγώνα «μόνο συνδικαλιστικό» και σ’ ένα εργατικό κίνημα μη σοσιαλδημοκρατικό. Η σοσιαλδημοκρατία καθοδηγεί τον αγώνα της εργατικής τάξης όχι μόνο για να πετύχει πιο ευνοϊκούς όρους πούλησης της εργατικής δύναμης, αλλά και για την κατάργηση του κοινωνικού καθεστώτος που αναγκάζει τους άπορους να πουλιούνται στους πλούσιους. Η σοσιαλδημοκρατία δεν αντιπροσωπεύει την εργατική τάξη στις σχέσεις της μόνο προς μια ορισμένη ομάδα εργοδοτών, αλλά και στις σχέσεις της προς όλες τις τάξεις της σύγχρονης κοινωνίας, στις σχέσεις της προς το κράτος σαν οργανωμένη πολιτική δύναμη. Γι’ αυτό είναι ευνόητο, ότι οι σοσιαλδημοκράτες όχι μόνο δεν μπορούν να περιορίζονται στην οικονομική πάλη, αλλά και δεν μπορούν να δεχτούν η οργάνωση οικονομικών αποκαλύψεων να αποτελεί την κύρια δράση τους. Πρέπει να καταπιαστούμε δραστήρια με την πολιτική διαπαιδαγώγηση της εργατικής τάξης, με την ανάπτυξη της πολιτικής της συνείδησης. Τώρα, ύστερα από την πρώτη επίθεση του «Ζαριά» και της «Ίσκρα» ενάντια στον «οικονομισμό», «όλοι είναι σύμφωνοι μ’ αυτό» (αν και μερικοί μόνο στα λόγια, όπως θα δούμε αμέσως).

Προβάλλει το ερώτημα, σε τι λοιπόν πρέπει να συνίσταται η πολιτική διαπαιδαγώγηση; Μπορούμε άραγε να περιοριστούμε μόνο στην προπαγάνδιση της ιδέας, ότι η εργατική τάξη είναι εχθρική προς την απολυταρχία; Φυσικά όχι. Δεν είναι αρκετό να εξηγούμε στους εργάτες την πολιτική τους καταπίεση (όπως δεν ήταν αρκετό να τους εξηγούμε την αντίθεση που υπάρχει ανάμεσα στα συμφέροντά τους και στα συμφέροντα των εργοδοτών). Πρέπει να κάνουμε ζύμωση παίρνοντας αφορμή από κάθε συγκεκριμένη εκδήλωση αυτής της καταπίεσης (όπως κάναμε ζύμωση παίρνοντας αφορμή από τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις οικονομικής καταπίεσης). Και μια που η καταπίεση αυτή ασκείται πάνω στις πιο διαφορετικές τάξεις της κοινωνίας, μια που εκδηλώνεται στις πιο διαφορετικές σφαίρες της ζωής και δράσης, και στην επαγγελματική, και στη γενική κοινωνική και στην ατομική του πολίτη, και στην οικογενειακή, και στη θρησκευτική, και στην επιστημονική κτλ. κτλ., δεν είναι ολοφάνερο πως δε θα μπορέσουμε να εκπληρώσουμε το καθήκον μας, το καθήκον της ανάπτυξης της πολιτικής συνείδησης των εργατών, αν δεν αναλάβουμε την οργάνωση ενός ολόπλευρου πολιτικού ξεσκεπάσματος της απολυταρχίας; Για να κάνει κανείς ζύμωση γύρω από τις συγκεκριμένες εκδηλώσεις καταπίεσης, πρέπει να ξεσκεπάζει αυτές τις εκδηλώσεις (όπως για να κάνουμε οικονομική ζύμωση, έπρεπε να ξεσκεπάζουμε τις αυθαιρεσίες που γίνονται στα εργοστάσια).

Θάλεγε κανείς πως το πράγμα είναι ξεκάθαρο. Εδώ όμως αποδείχνεται, ότι μόνο στα λόγια συμφωνούν «όλοι» με την ανάγκη ν’ αναπτυχθεί ολόπλευρα η πολιτική συνείδηση. Εδώ αποδείχνεται, ότι το «Ραμπότσεγε Ντιέλο» λχ. όχι μόνο δεν ανέλαβε το καθήκον να οργανώσει ολόπλευρες πολιτικές αποκαλύψεις (ή τουλάχιστο την πρωτοβουλία της οργάνωσής τους), αλλά κοίταξε να τραβήξει προς τα πίσω και την «Ίσκρα», που είχε καταπιαστεί μ’ αυτό το καθήκον. Ακούστε: «Η πολιτική πάλη της εργατικής τάξης είναι μόνο» (ίσα ίσα δεν είναι μόνο) «η πιο αναπτυγμένη, η πιο πλατιά και η πιο πραγματική μορφή της οικονομικής πάλης» (πρόγραμμα του «Ραμπότσεγε Ντιέλο», «Ρ. Ντ.» τεύχος 1, σελ. 3). «Τώρα οι σοσιαλδημοκράτες έχουν καθήκον να προσδόσουν, στο μέτρο του δυνατού, πολιτικό χαρακτήρα στην ίδια την οικονομική πάλη», (Μαρτίνοφ στο τεύχος 10, σελ. 42). «Η οικονομική πάλη είναι το πιο πλατιά χρησιμοποιήσιμο μέσο για να τραβηχτούν οι μάζες σε δραστήρια πολιτική πάλη» (απόφαση του συνεδρίου της ένωσης και «τροπολογίες»: «Δυο συνέδρια», σελ. 11 και 17). Όλες αυτές οι θέσεις, όπως βλέπει ο αναγνώστης, διαποτίζουν το «Ραμπότσεγε Ντιέλο» από την πρώτη μέρα της εμφάνισής του ως τις τελευταίες «οδηγίες της σύνταξης», και όλες τους εκφράζουν ολοφάνερα μια και την ίδια αντίληψη για την πολιτική ζύμωση και την πολιτική πάλη. Ας δούμε λοιπόν αυτή την αντίληψη από τη σκοπιά της γνώμης που επικρατεί σ’ όλους τους «οικονομιστές», ότι δηλ. η πολιτική ζύμωση πρέπει ν’ ακολουθεί την οικονομική ζύμωση. Είναι τάχα σωστό, ότι η οικονομική πάλη είναι γενικά3 το «πιο πλατιά χρησιμοποιήσιμο μέσο», για να τραβηχτεί η μάζα στην πολιτική πάλη; Δεν είναι καθόλου σωστό. Όλες, οι κάθε λογής εκδηλώσεις αστυνομικής δίωξης και απολυταρχικής αυθαιρεσίας –και όχι μόνο οι εκδηλώσεις που συνδέονται με την οικονομική πάλη– δεν είναι καθόλου λιγότερο «πλατιά χρησιμοποιήσιμο» μέσο γι’ αυτό το «τράβηγμα». Οι ζέμσκι νατσάλνικ4 και οι σωματικές ποινές που επιβάλλονται στους αγρότες, η δωροληψία των υπαλλήλων και η συμπεριφορά της αστυνομίας προς τον «απλό λαό» των πόλεων, η πάλη ενάντια στους πεινασμένους και η εκστρατεία ενάντια στη λαϊκή δίψα για φως και γνώση, το ξεζούμισμα με τους φόρους και η δίωξη των θρησκευτικών αιρέσεων, το ξεθέωμα των φαντάρων στα γυμνάσια και η στρατοκρατική συμπεριφορά προς τους φοιτητές και τη φιλελεύθερη διανόηση, – γιατί όλες αυτές και χιλιάδες άλλες παρόμοιες εκδηλώσεις καταπίεσης, που δε συνδέονται άμεσα με την «οικονομική» πάλη, ν’ αποτελούν γενικά λιγότερο «πλατιά χρησιμοποιήσιμα» μέσα και ευκαιρίες για πολιτική ζύμωση, για το τράβηγμα της μάζας στον πολιτικό αγώνα; Ακριβώς το αντίθετο συμβαίνει: στο σύνολο των περιπτώσεων της καθημερινής ζωής, όπου ο εργάτης υποφέρει (για λογαριασμό του είτε για λογαριασμό των σπιτικών του) από τη στέρηση δικαιωμάτων, την αυθαιρεσία και τη βία, οι περιπτώσεις αστυνομικής δίωξης στην επαγγελματική ίσα ίσα πάλη αποτελούν χωρίς αμφιβολία μόνο ένα μικρό ποσοστό. Γιατί λοιπόν να περιορίζουμε από τα πριν την έκταση της πολιτικής ζύμωσης, κηρύσσοντας σαν «πιο πλατιά χρησιμοποιήσιμο» μόνο ένα από τα μέσα, δίπλα στα οποία πρέπει να υπάρχουν για έναν σοσιαλδημοκράτη κι άλλα μέσα που, γενικά, δεν είναι λιγότερο «πλατιά χρησιμοποιήσιμα»;

Σε καιρούς πολύ, πάρα πολύ περασμένους (πριν ένα χρόνο!...) το «Ραμπότσεγε Ντιέλο» έγραφε: «Οι μάζες αρχίζουν να καταλαβαίνουν τις άμεσες πολιτικές διεκδικήσεις, ύστερα από μια ή το πολύ πολύ ύστερα από μερικές απεργίες», «μόλις η κυβέρνηση βάλει σ’ ενέργεια την αστυνομία και τη χωροφυλακή» (τεύχος 7, σελ. 15, Αύγουστος του 1900). Την οπορτουνιστική αυτή θεωρία των σταδίων την απορίπτει σήμερα η Ένωση, που μας κάνει μια παραχώρηση, δηλώνοντας: «δεν είναι καθόλου ανάγκη να κάνουμε από την αρχή πολιτική ζύμωση αποκλειστικά πάνω σε οικονομικό έδαφος» («Δυο συνέδρια», σελ. 11). Και μόνο το γεγονός ότι η «Ένωση» απαρνείται μερικές από τις παλιές πλάνες της θα δείξει στο μελλοντικό ιστορικό της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας καλύτερα από κάθε μακροσκελή συλλογισμό ως ποιο βαθμό έχουν εξευτελίσει το σοσιαλισμό οι «οικονομιστές» μας! Πόσο αφελής όμως ήταν η Ένωση για να φαντάζεται, ότι απαρνούμενη τη μια μορφή περιορισμού της πολιτικής θα μπορούσε να μας κάνει να συμφωνήσουμε με την άλλη μορφή περιορισμού της! Δε θα ήταν άραγε πιο λογικό να πούμε κι εδώ, ότι η οικονομική πάλη πρέπει να γίνεται σε όσο το δυνατό πιο πλατιά κλίμακα, ότι πρέπει πάντα να χρησιμοποιείται για πολιτική ζύμωση, ότι όμως «δεν είναι καθόλου ανάγκη» να θεωρείται η οικονομική πάλη το πιο πλατιά χρησιμοποιήσιμο μέσο για να τραβηχτούν οι μάζες σε δραστήριο πολιτικό αγώνα;

Η Ένωση αποδίδει σημασία στο γεγονός, ότι αντικατάστησε την έκφραση «το καλύτερο μέσο», που υπάρχει στην αντίστοιχη απόφαση του 4ου συνεδρίου της Εβραϊκής εργατικής Ένωσης, (Μπουντ)5, με την έκφραση «το πιο πλατιά χρησιμοποιήσιμο μέσο». Είναι αλήθεια πως θα δυσκολευόμασταν να πούμε ποια από τις δυο αυτές αποφάσεις είναι καλύτερη: κατά τη γνώμη μας και οι δυο είναι χειρότερες η μια από την άλλη. Και η Ένωση και η Μπουντ πέφτουν εδώ (ίσως εν μέρει και μη συνειδητά, κάτω από την επίδραση της παράδοσης) σε οικονομιστική, τρεϊντ-γιουνιονιστική ερμηνεία της πολιτικής. Στην ουσία το ζήτημα δεν αλλάζει καθόλου από το αν αυτό γίνεται με τη λέξη «καλύτερο» ή με την έκφραση: «το πιο πλατιά χρησιμοποιήσιμο». Αν η Ένωση έλεγε, ότι «η πολιτική ζύμωση πάνω σε οικονομικό έδαφος» είναι το πιο πλατιά χρησιμοποιούμενο (και όχι «χρησιμοποιήσιμο») μέσο, θα είχε δίκιο για μια ορισμένη περίοδο ανάπτυξης του σοσιαλδημοκρατικού μας κινήματος. Συγκεκριμένα, θα είχε δίκιο σχετικά με τους «οικονομιστές», σχετικά με πολλούς πραχτικούς (αν όχι με την πλειονότητά τους) των χρόνων 1898-1901, γιατί αυτοί οι πραχτικοί «οικονομιστές» χρησιμοποιούσαν πραγματικά την πολιτική ζύμωση (στο βαθμό που γενικά τη χρησιμοποιούσαν!) σχεδόν αποκλειστικά πάνω σε οικονομικό έδαφος. Μια τέτοια πολιτική ζύμωση την παραδέχονταν, και μάλιστα τη σύστηναν, όπως είδαμε, και η «Ραμπότσαγια Μισλ» και η «Ομάδα αυτοαπελευθέρωσης»! Το «Ραμπότσεγε Ντιέλο» έπρεπε να καταδικάσει κατηγορηματικά το γεγονός, ότι η ωφέλιμη δουλειά της οικονομικής ζύμωσης συνοδευόταν από ένα επιζήμιο περιορισμό της πολιτικής πάλης. Αντί όμως να το κάνει αυτό, ανακηρύσσει το πιο πλατιά χρησιμοποιούμενο (από τους «οικονομιστές») μέσο σαν το πιο πλατιά χρησιμοποιήσιμο! Δεν είναι παράξενο, όταν αποκαλούμε τους ανθρώπους αυτούς «οικονομιστές», να μη τους μένει τίποτε άλλο παρά να μας βρίζουν πατόκορφα και να μας λένε «απατεώνες» κι «αποδιοργανωτές» και «νούντσιους του πάπα» και «συκοφάντες»6, να μη τους μένει τίποτε άλλο παρά να κλαίγονται μπροστά σ’ όλο τον κόσμο, ότι τους έχουν προσβάλει θανάσιμα και να παίρνουν σχεδόν όρκο ότι «καμιά απολύτως σοσιαλδημοκρατική οργάνωση δεν μπορεί να κατηγορηθεί τώρα για “οικονομισμό”»7. Αχ, τι συκοφάντες που είναι αυτοί οι μοχθηροί πολιτικοί! Μπας και σοφίστηκαν επίτηδες όλο τον «οικονομισμό» για να μπορούν μόνο και μόνο από τη μισανθρωπιά τους να προσβάλλουν θανάσιμα τον κόσμο;

Τι συγκεκριμένο, τι πραγματικό νόημα έχει στο στόμα του Μαρτίνοφ ο τρόπος διατύπωσης για τη σοσιαλδημοκρατία του καθήκοντος: «να δοθεί πολιτικός χαρακτήρας στην ίδια την οικονομική πάλη»; Η οικονομική πάλη είναι η συλλογική πάλη των εργατών ενάντια στους εργοδότες για ευνοϊκούς όρους πούλησης της εργατικής δύναμης, για βελτίωση των όρων εργασίας και ζωής των εργατών. Η πάλη αυτή είναι κατανάγκην πάλη επαγγελματική, γιατί οι όροι εργασίας είναι πολύ διαφορετικοί στα διάφορα επαγγέλματα, και συνεπώς η πάλη για τη βελτίωση αυτών των όρων δεν μπορεί να διεξαχθεί παρά κατά επαγγέλματα (από τα συνδικάτα στη Δύση, από τους επαγγελματικούς προσωρινούς συλλόγους και με προκηρύξεις στη Ρωσία κτλ). Επομένως, το να προσδόσουμε «πολιτικό χαρακτήρα στην ίδια την οικονομική πάλη», σημαίνει να προσπαθούμε να ικανοποιηθούν τα ίδια τα επαγγελματικά αιτήματα, να πραγματοποιηθεί η βελτίωση των επαγγελματικών όρων εργασίας με «νομοθετικά και διοικητικά μέτρα» (όπως εκφράζεται ο Μαρτίνοφ στην επόμενη σελίδα του άρθρου του, σελ. 43). Αυτό ακριβώς κάνουν κι έκαναν πάντα όλα τα εργατικά συνδικάτα. Ρίξτε μια ματιά στα έργα των σοβαρών επιστημόνων (και «σοβαρών» οπορτουνιστών) του ζεύγους Ουέμπ και θα δείτε, ότι οι αγγλικές εργατικές ενώσεις έχουν καταλάβει από καιρό ότι πρέπει «να δοθεί πολιτικός χαρακτήρας στην ίδια την οικονομική πάλη», κι επληρώνουν αυτό το καθήκον, ότι παλαίβουν από καιρό για το δικαίωμα απεργίας, για την κατάργηση των κάθε λογής νομικών εμποδίων που μπαίνουν στο συνεταιριστικό και στο συνδικαλιστικό κίνημα, για την ψήφιση νόμων που να προστατεύουν τις γυναίκες και τα παιδιά, για τη βελτίωση των όρων εργασίας με μια υγειονομική και εργατική νομοθεσία κτλ.

Έτσι πίσω από την πομπώδη φράση: «να δόσουμε πολιτικό χαρακτήρα στην ίδια την οικονομική πάλη», που αντηχεί «τρομερά» βαθυστόχαστα και επαναστατικά, κρύβεται στην ουσία ο πατροπαράδοτος πόθος να υποβιβαστεί η σοσιαλδημοκρατική πολιτική στο επίπεδο της τρεϊντ-γιουνιονιστικής πολιτικής! Με το πρόσχημα ότι διορθώνουν τη μονομέρεια της «Ίσκρα», που βάζει –βλέπετε– την «επαναστατικοποίηση του δόγματος πιο ψηλά από την επαναστατικοποίηση της ζωής»8 μας σερβίρουν σαν κάτι το καινούργιο την πάλη για οικονομικές μεταρυθμίσεις. Και πραγματικά η φράση «να δόσουμε πολιτικό χαρακτήρα στην ίδια την οικονομική πάλη» δεν περιέχει τίποτε άλλο από την πάλη για οικονομικές μεταρυθμίσεις. Και ο ίδιος ο Μαρτίνοφ θα μπορούσε να φτάσει σ’ αυτό το απλό συμπέρασμα, αν είχε εμβαθύνει περισσότερο στη σημασία των ίδιων των λόγων του. «Το κόμμα μας –λέει, στρέφοντας ενάντια στην «Ίσκρα» το πιο βαρύ του όπλο– θα μπορούσε και θα έπρεπε να υποβάλει στην κυβέρνηση συγκεκριμένα αιτήματα για νομοθετικά και διοικητικά μέτρα ενάντια στην οικονομική εκμετάλλευση, ενάντια στην ανεργία, ενάντια στην πείνα κτλ.» (σελ. 42-43, τεύχος 10 του «Ρ. Ντ.»). Συγκεκριμένα αιτήματα για μέτρα – μήπως αυτό δεν είναι αίτημα κοινωνικών μεταρυθμίσεων;

Και ρωτάμε ακόμα μια φορά τους αμερόληπτους αναγνώστες: μήπως συκοφαντούμε τους ραμποτσεντελέντσι (ας με συχωρέσουν γι’ αυτή τη χοντροκομμένη και πολύ συνηθισμένη λέξη!) αποκαλώντας τους κρυφούς μπερνσταϊνικούς, όταν παρουσιάζουν σαν διαφωνία τους με την «Ίσκρα» τη θέση ότι είναι αναγκαία η πάλη για οικονομικές μεταρυθμίσεις;

Η επαναστατική σοσιαλδημοκρατία περιλάβαινε και περιλαβαίνει πάντα στη δράση της την πάλη για μεταρυθμίσεις. Χρησιμοποιεί όμως την «οικονομική» ζύμωση όχι μόνο για να ζητάει από την κυβέρνηση να παρθούν διάφορα μέτρα, αλλά επίσης (και κατά πρώτο λόγο) για να ζητάει απ’ αυτήν να πάψει να είναι κυβέρνηση απολυταρχική. Εκτός απ’ αυτό, θεωρεί υποχρέωσή της να ζητάει από την κυβέρνηση αυτό το πράγμα ορμώμενη όχι μόνο από την οικονομική πάλη, αλλά και από όλες γενικά τις εκδηλώσεις της κοινωνικοπολιτικής ζωής. Με δυο λόγια, υποτάσσει τον αγώνα για τις μεταρυθμίσεις, σαν ένα μέρος του όλου, στον επαναστατικό αγώνα για την ελευθερία και το σοσιαλισμό. Αντίθετα, ο Μαρτίνοφ ανασταίνει με διαφορετική μορφή τη θεωρία των σταδίων, προσπαθώντας να υπαγορεύσει στον πολιτικό αγώνα έναν οπωσδήποτε οικονομικό, ας πούμε, δρόμο ανάπτυξης. Διατυπώνοντας σε στιγμές επαναστατικής ανόδου ένα ειδικό δήθεν «καθήκον» πάλης για μεταρυθμίσεις, τραβάει μ’ αυτή του την ενέργεια το κόμμα προς τα πίσω και παίζει το παιγνίδι του «οικονομιστικού» όσο και του φιλελεύθερου οπορτουνισμού.

Παρακάτω. Κρύβοντας ντροπαλά την πάλη για μεταρυθμίσεις κάτω από την πομπώδη θέση: «να δόσουμε πολιτικό χαρακτήρα στην ίδια την οικονομική πάλη», ο Μαρτίνοφ ζητάει σαν κάτι το ειδικό μόνο οικονομικές (και μάλιστα μόνο εργοστασιακές) μεταρυθμίσεις. Γιατί τόκανε αυτό, δεν το ξέρουμε. Μήπως από αβλεψία; Αν όμως δεν είχε υπόψη του μόνο τις «εργοστασιακές» μεταρυθμίσεις, τότε όλη αυτή η θέση του, που μόλις αναφέραμε, θα έχανε κάθε νόημα. Μήπως γιατί νομίζει πώς μόνο στον οικονομικό τομέα είναι δυνατές και πιθανές οι «παραχωρήσεις» απομέρους της κυβέρνησης;9 Αν ναι, τότε πρόκειται για μια περίεργη πλάνη: οι παραχωρήσεις είναι δυνατές και γίνονται και στον τομέα της νομοθεσίας που αφορά τις μαστιγώσεις, τις ταυτότητες, τις εξαγορές, τις θρησκευτικές αιρέσεις, τη λογοκρισία κτλ. κτλ. Οι «οικονομικές» παραχωρήσεις (η ψευτοπαραχωρήσεις) είναι φυσικά οι πιο φτηνές και οι πιο συμφερτικές για την κυβέρνηση, γιατί μ’ αυτές ελπίζει να εμπνεύσει εμπιστοσύνη στις εργατικές μάζες. Гι’ αυτό όμως ακριβώς εμείς, οι σοσιαλδημοκράτες, δεν πρέπει με κανένα τρόπο και με τίποτε απολύτως να επιτρέψουμε να δημιουργηθεί η γνώμη (ή η παρανόηση) πως για μας έχουν τάχα μεγαλύτερη αξία οι οικονομικές μεταρυθμίσεις, πως ίσα ίσα αυτές θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντικές κτλ. «Αυτές οι διεκδικήσεις –γράφει ο Μαρτίνοφ), αναφερόμενος στις συγκεκριμένες διεκδικήσεις για νομοθετικά και διοικητικά μέτρα, που διατύπωσε πιο πάνω– δε θα ήταν αερολογία, γιατί, μια και υπόσχονται ορισμένα χειροπιαστά αποτελέσματα, θα μπορούσαν να βρουν ενεργό υποστήριξη από την εργατική μάζα»… Α! όχι, εμείς δεν είμαστε «οικονομιστές»! Εμείς απλώς σερνόμαστε δουλικά μπροστά στο «χειροπιαστό» των συγκεκριμένων αποτελεσμάτων, όπως οι κύριοι Μπέρνσταϊν, Προκοπόβιτς, Στρούβε, Ρ. Μ. και tutti quanti10! Εμείς αφήνουμε απλώς να εννοηθεί (μαζί με τον Ναρτσίς Τουπορίλοφ) πως το καθετί που δεν «υπόσχεται χειροπιαστά αποτελέσματα» είναι «αερολογία»! Εμείς απλώς χρησιμοποιούμε αυτή την έκφραση λες και η εργατική μάζα δεν είναι ικανή (λες και δεν έχει αποδείξει κιόλας την ικανότητά της σε πείσμα εκείνων που της αποδίδουν το μικροαστισμό τους) να υποστηρίζει ενεργά κάθε διαμαρτυρία ενάντια στην απολυταρχία, ακόμα και όταν η διαμαρτυρία αυτή δεν της υπόσχεται απολύτως κανένα χειροπιαστό αποτέλεσμα!

Ας πάρουμε λχ. τα ίδια τα παραδείγματα για τα «μέτρα» ενάντια στην ανεργία και στην πείνα, που παραθέτει ο ίδιος ο Μαρτίνοφ. Τον καιρό που το «Ραμπότσεγε Ντιέλο» ασχολείται, αν κρίνουμε από την υπόσχεσή του, με την επεξεργασία και τη σύνταξη «συγκεκριμένων (με μορφή νομοσχεδίων;) διεκδικήσεων για νομοθετικά και διοικητικά μέτρα», «που να υπόσχονται χειροπιαστά αποτελέσματα», – τον ίδιο καιρό η «Ίσκρα» «που βάζει πάντα την επαναστατικοποίηση του δόγματος πιο ψηλά από την επαναστατικοποίηση της ζωής», προσπαθούσε να εξηγήσει ότι η ανεργία συνδέεται αναπόσπαστα με ολόκληρο το κεφαλαιοκρατικό σύστημα, προειδοποιούσε ότι «έρχεται η πείνα», ξεσκέπαζε την αστυνομική «πάλη ενάντια στους πεινασμένους» και τους εξοργιστικούς «προσωρινούς κανονισμούς που δημιουργούν καθεστώς κατέργου». Τον ίδιο καιρό επίσης το «Ζαριά» κυκλοφορούσε σε χωριστή έκδοση, με μορφή διαφωτιστικής μπροσούρας, το μέρος της «Εσωτερικής ανασκόπησης»11 που ασχολούνταν με την πείνα. Μα, θεέ μου, πόσο «μονόπλευροι» έγιναν οι αδιόρθωτα στενοκέφαλοι ορθόδοξοι, αυτοί οι δογματικοί, οι κουφοί στις επιταγές της «ίδιας της ζωής»! Κανένα από τα άρθρα τους δεν είχε –τι φρίκη!– καμιά, φανταστείτε: κυριολεχτικά καμιά «συγκεκριμένη διεκδίκηση», «που να υπόσχεται χειροπιαστά αποτελέσματα»! Κακόμοιροι δογματικοί! Πρέπει να σταλούν να σπουδάσουν κοντά στους διάφορους Κριτσέβσκι και Μαρτίνοφ, για να πεισθούν πως η ταχτική είναι ένα προτσές ανάπτυξης του αναπτυσσόμενου κτλ. και ότι χρειάζεται να δοθεί πολιτικός χαρακτήρας στον ίδιο τον οικονομικό αγώνα!

«Η οικονομική πάλη των εργατών ενάντια στους εργοδότες κι ενάντια στην κυβέρνηση («οικονομική πάλη ενάντια στην κυβέρνηση»!!), εκτός από την άμεση επαναστατική της σημασία, έχει ακόμα και τη σημασία ότι κάνει αδιάκοπα τους εργάτες να σκέφτονται ότι δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα» (Μαρτίνοφ, σελ. 44). Παραθέσαμε αυτή την περικοπή όχι για να επαναλάβουμε για εκατοστή και χιλιοστή φορά όσα ειπώθηκαν παραπάνω, αλλά για να ευχαριστήσουμε ιδιαίτερα τον Μαρτίνοφ γι’ αυτή τη νέα και θαυμάσια διατύπωση: «οικονομική πάλη των εργατών ενάντια στους εργοδότες κι ενάντια στην κυβέρνηση». Τι θαύμα! Με τι αμίμητο ταλέντο και μαστοριά παραμερίζονται όλες οι μερικότερες διαφωνίες και οι διαφορές αποχρώσεων, που υπάρχουν ανάμεσα στους «οικονομιστές», κι εκφράζεται εδώ σε μια σύντομη και σαφή, θέση όλη η ουσία του «οικονομισμού», αρχίζοντας από την έκκληση προς τους εργάτες για «πολιτικό αγώνα που διεξάγουν για τα γενικά συμφέροντα με σκοπό την καλυτέρευση της θέσης όλων των εργατών»12, συνεχίζοντας με τη θεωρία των σταδίων και τελειώνοντας με την απόφαση του συνεδρίου για το «πιο πλατιά χρησιμοποιήσιμο» κ.ά. Η «οικονομική πάλη ενάντια στην κυβέρνηση» είναι ίσα ίσα η τρεϊντ-γιουνιονιστική πολιτική, που απέχει ακόμα πολύ, πάρα πολύ από τη σοσιαλδημοκρατική πολιτική.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

* Β. Ι. Λένιν, «Τι να κάνουμε;», Άπαντα, τόμ. 6, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, σελ. 54-65.

  1. Για ν’ αποφύγουμε κάθε παρεξήγηση, πρέπει να σημειώσουμε πως παρακάτω λέγοντας οικονομική πάλη (σύμφωνα με την καθιερωμένη σε μας χρήση της λέξης) θα εννοούμε παντού την «πραχτική-οικονομική πάλη», που ο Ένγκελς την ονομάζει στο απόσπασμα που παραθέσαμε, «αντίσταση στους κεφαλαιοκράτες», και που στις ελεύθερες χώρες ονομάζεται επαγγελματική, συνδικαλιστική ή τρεϊντ-γιουνιονιστική πάλη.
  2. Στο κεφάλαιο αυτό μιλάμε μόνο για πολιτικό αγώνα, με την πλατύτερη ή στενότερη έννοιά του. Γι’ αυτό δε θα σημειώσουμε παρά εν παρόδω, απλώς σαν κάτι το αξιοπερίεργο, την κατηγορία του «Ραμπότσεγε Ντιέλο» ενάντια στην «Ίσκρα» για «υπερβολική επιφύλαξη» στο ζήτημα της οικονομικής πάλης («Δυο συνέδρια», σελ. 27, που την αναμάσησε ο Μαρτίνοφ στην μπροσούρα του: «Η σοσιαλδημοκρατία και η εργατική τάξη»). Αν οι κ.κ. κατήγοροι μετρούσαν έστω και σε πούτια ή σε τυπογραφικά φύλλα (όπως τους αρέσει να κάνουν) το υλικό που δημοσίευσε η «Ίσκρα» στη στήλη της οικονομικής πάλης μέσα σ’ ένα χρόνο και το συγκρίνανε με το υλικό που δημοσιεύτηκε στις αντίστοιχες στήλες του «Ραμπότσεγε Ντιέλο» και της «Ραμπότσαγια Μισλ» μαζί, θα μπορούσαν εύκολα να διαπιστώσουν, ότι ακόμα κι απ’ αυτή την άποψη μένουν πίσω. Όπως φαίνεται, η επίγνωση της απλής αυτής αλήθειας τούς κάνει να καταφεύγουν σε επιχειρήματα, που δείχνουν καθαρά τη σύγχυσή τους. Η «Ίσκρα» –γράφουν– «είναι υποχρεωμένη (!) θέλοντας και μη (!) να παίρνει υπόψη της τις επιταχτικές ανάγκες της ζωής και να δημοσιεύει τουλάχιστο (!!) ανταποκρίσεις για το εργατικό κίνημα» («Δυο συνέδρια», σελ. 27). Να λοιπόν ένα πραγματικά συντριπτικό επιχείρημα εναντίον μας!
  3. Λέμε «γενικά», γιατί στο «Ραμπότσεγε Ντιέλο» γίνεται λόγος ακριβώς για τις γενικές αρχές και για τα γενικά καθήκοντα όλου του κόμματος. Δε χωράει αμφιβολία, ότι στην πράξη υπάρχουν περιπτώσεις, που η πολιτική πρέπει πραγματικά ν’ ακολουθεί την οικονομία – γι’ αυτό όμως μόνο οι «οικονομιστές» είναι σε θέση να μιλούν σε μια απόφαση που προορίζεται για ολόκληρη τη Ρωσία. Υπάρχουν βέβαια και περιπτώσεις, όπου «ευθύς εξαρχής» μπορεί να γίνει πολιτική ζύμωση «αποκλειστικά πάνω σε οικονομική βάση». Παρ’ όλα αυτά το «Ραμπότσεγε Ντιέλο» κατέληξε τελικά στο συμπέρασμα πως «δεν είναι καθόλου απαραίτητο» ένα τέτοιο πράγμα («Δυο συνέδρια», σελ. 11). Στο επόμενο κεφάλαιο θα δείξουμε, ότι η ταχτική των «πολιτικών» και των επαναστατών όχι μόνο δεν αγνοεί τα τρεϊντ- γιουνιονιστικά καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας, μα αντίθετα, μόνο αυτή εξασφαλίζει τη συνεπή εκπλήρωσή τους.
  4. Ευγενείς που ασκούσαν αστυνομικά καθήκοντα, έχοντας μαζί δικαστική και διοικητική αρμοδιότητα. Σημ. μετ.
  5. Η «Γενική εβραϊκή εργατική ένωση της Λιθουανίας, Πολωνίας και Ρωσίας» (Μπουντ) οργανώθηκε το 1897 στο ιδρυτικό συνέδριο των εβραϊκών σοσιαλδημοκρατικών ομάδων που έγινε στη Βίλνα∙ στις γραμμές της συνένωνε κυρίως μισοπρολεταριακά στοιχεία εβραίων επαγγελματιών των δυτικών περιοχών της Ρωσίας. Στο I συνέδριο του ΣΔΕΚΡ (1898) η Μπουντ μπήκε στο ΣΔΕΚΡ «σαν αυτόνομη οργάνωση, ανεξάρτητη μόνο στα ζητήματα που αφορούν ειδικά το εβραϊκό προλεταριάτο» («Αποφάσεις και ψηφίσματα των συνεδρίων και των συνδιασκέψεων του ΚΚΣΕ και των ολομελειών της ΚΕ», ρωσ. έκδ., μέρος I, 1954, σελ. 14).
    Η Μπουντ ήταν φορέας του εθνικισμού και της χωριστικής τάσης μέσα στο εργατικό κίνημα της Ρωσίας και σε βασικότατα ζητήματα του σοσιαλδημοκρατικού κινήματος έπαιρνε οπορτουνιστικές θέσεις. Τον Απρίλη του 1901 το IV συνέδριο της Μπουντ τάχθηκε υπέρ της κατάργησης των οργανωτικών σχέσεων που είχαν καθιερωθεί από το πρώτο συνέδριο του ΣΔΕΚΡ και ψήφισε απόφαση να αντικατασταθεί η αυτονομία με ομοσπονδία∙ η απόφαση του IV συνεδρίου της Μπουντ «Για τα μέσα του πολιτικού αγώνα» έλεγε ότι «το καλύτερο μέσο για να τραβηχτούν οι πλατιές μάζες στο κίνημα είναι η οικονομική πάλη».
    Στο II συνέδριο του ΣΔΕΚΡ, όταν το συνέδριο απέριψε την αξίωση της Μπουντ ν’ αναγνωριστεί σαν ο μοναδικός εκπρόσωπος του εβραϊκού προλεταριάτου, η Μπουντ αποχώρησε από το κόμμα. Το 1906, με βάση την απόφαση του IV (Ενωτικού) συνεδρίου, η Μπουντ μπήκε πάλι στο ΣΔΕΚΡ.
    Μέσα στο ΣΔΕΚΡ οι μπουντιστές υποστήριζαν πάντα την οπορτουνιστική πτέρυγα του κόμματος («οικονομιστές», μενσεβίκους, λικβινταριστές), έκαναν αγώνα ενάντια στους μπολσεβίκους και στον μπολσεβικισμό. Στην προγραμματική διεκδίκηση των μπολσεβίκων για το δικαίωμα αυτοδιάθεσης των εθνών, η Μπουντ αντιπαρέτασσε τη διεκδίκηση της πολιτιστικής-εθνικής αυτονομίας. Στα χρόνια της αντίδρασης του Στολίπιν η Μπουντ κρατούσε λικβινταριστική στάση και πήρε ενεργό μέρος στη δημιουργία του αντικομματικού συνασπισμού του Αυγούστου. Τον καιρό του πρώτου παγκόσμιου πολέμου, 1914-1918, οι μπουντιστές ακολουθούσαν γραμμή σοσιαλσωβινιστική. Το 1917 η Μπουντ υποστήριξε την αντεπαναστατική Προσωρινή κυβέρνηση, αγωνίστηκε στο πλευρό των εχθρών της Μεγάλης Οχτωβριανής σοσιαλιστικής επανάστασης. Στα χρόνια της ξένης στρατιωτικής επέμβασης και του εμφύλιου πολέμου η ηγεσία της Μπουντ έσμιξε με τις δυνάμεις της αντεπανάστασης. Ταυτόχρονα μέσα στα απλά μέλη της Μπουντ σημειώθηκε στροφή υπέρ της συνεργασίας με τη Σοβιετική εξουσία. Το Μάρτη του 1921 η Μπουντ αυτοδιαλύθηκε και μέρος των μελών της με βάση τις γενικές αρχές μπήκε στο ΚΚΡ (Μπ.).
  6. Αυθεντικές εκφράσεις παρμένες από την μπροσούρα «Δυο συνέδρια», σελ. 31, 32, 28 και 30.
  7. «Δυο συνέδρια», σελ. 32.
  8. «Ραμπότσεγε Ντιέλο» τεύχος 10, σελ. 60. Πρόκειται για την παραλλαγή που έκανε ο Μαρτίνοφ κατά την εφαρμογή στη σύγχρονη χαώδη κατάσταση του κινήματός μας της θέσης: «κάθε βήμα πραγματικού κινήματος είναι σπουδαιότερο από μια δωδεκάδα προγράμματα», που την έχουμε χαρακτηρίσει πιο πάνω. Στην ουσία αυτό δεν είναι παρά μετάφραση στα ρωσικά της περιβόητης φράσης του Μπέρνσταϊν: «Το κίνημα είναι το παν, ο τελικός σκοπός δεν είναι τίποτα».
  9. Σελ. 43: «Φυσικά, αν εμείς συσταίνουμε στους εργάτες να υποβάλουν στην κυβέρνηση ορισμένα οικονομικά αιτήματα, αυτό το κάνουμε γιατί στον οικονομικό τομέα η απολυταρχική κυβέρνηση είναι διατεθειμένη από ανάγκη να κάνει ορισμένες παραχωρήσεις».
  10. Όλοι οι όμοιοι τους. Η Σύντ.
  11. Βλ. Άπαντα, 5η έκδ., τόμ. 5ος, σελ. 303-325. Η Σύντ.
  12. «Ραμπότσαγια Μισλ», «Ιδιαίτερο παράρτημα», σελ. 14.