Στις 4 Σεμπτέβρη του 1970 η «Λαϊκή Ενότητα» με επικεφαλής τον Σαλβαντόρ Αλιέντε αποκτά τη σχετική πλειοψηφία στις εκλογές. Τ’ αποτελέσματα των εκλογών ήταν τα εξής:
Σαλβαντόρ Αλιέντε («Λαϊκή Ενότητα») 1.075.616 ψήφοι, 36,3%
Χορχέ Αλεσάντρι («δεξιά» κόμματα) 1.036.278 ψήφοι, 35%
Ραδομίρο Τόμιτς (Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα) 824.849, ψήφοι 27,8%.40
Ο Αλεσάντρι πήρε μέρος ως ανεξάρτητος με την υποστήριξη των «δεξιών» κομμάτων, ενώ ο Τόμιτς είχε επιλεγεί από το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα που μέχρι τότε ήταν στο τιμόνι της διακυβέρνησης. Λίγες ώρες μετά από την αναγγελία των εκλογικών αποτελεσμάτων, ο Τόμιτς πήγε στο σπίτι του Αλιέντε και αναγνώρισε τη δημόσια νίκη του τελευταίου. Ωστόσο η ανάληψη της διακυβέρνησης από την πλευρά της «Λαϊκής Ενότητας» σημαδεύτηκε εξαρχής από τη δημόσια δήλωση και δέσμευση νομιμοφροσύνης απέναντι στο αστικό καθεστώς, τη συνταγματική νομιμότητα και τη διακήρυξη προσήλωσης στην αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία, δηλαδή τη δικτατορία του κεφαλαίου.
Σύμφωνα με το χιλιανό σύνταγμα, αν κανένας υποψήφιος δεν κερδίζει την απόλυτη πλειοψηφία, τότε τα δύο σώματα του Κογκρέσου αποφασίζουν ανάμεσα στους δύο πρώτους υποψηφίους. Για ν’ αναγνωριστεί ως πρόεδρος λοιπόν ο Αλιέντε χρειαζόταν τις ψήφους των Χριστιανοδημοκρατών βουλευτών και γερουσιαστών. (Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα είχε 45 έδρες, η «Λαϊκή Ενότητα» 80 και η «Δεξιά» 45).
Οι χριστιανοδημοκράτες ζήτησαν συνταγματικές εγγυήσεις ότι το δημοκρατικό σύστημα δε θα άλλαζε, πράγμα που η «Λαϊκή Ενότητα» υποσχέθηκε. Πιο συγκεκριμένα, δημιουργήθηκε μια κοινή επιτροπή Χριστιανοδημοκρατών - Λαϊκής Ενότητας για τη σύνταξη του «Καταστατικού Συνταγματικών Εγγυήσεων», στο οποίο δεσμεύονταν όλες οι πλευρές και το οποίο θα εξασφάλιζε τη διάρκεια του «δημοκρατικού καθεστώτος» στη Χιλή.41 Οι χριστιανοδημοκράτες που μέχρι τότε κυβερνούσαν, ύστερα από αυτό συμφώνησαν να ψηφίσουν τον Αλιέντε, εξασφαλίζοντας τη νίκη του.
Ομως πέρα από τον Τόμιτς και τους χριστιανοδημοκράτες, στις 20 Οκτώβρη ο Αλεσάντρι, που είχε την υποστήριξη των υπόλοιπων «δεξιών» κομμάτων, κάλεσε τους υποστηρικτές του να μην ψηφίσουν τον ίδιο, παραιτήθηκε από υποψήφιος στην επικείμενη ψηφοφορία στο Κογκρέσο κι εξέφρασε την επιθυμία να πετύχει η μελλοντική κυβέρνηση. Στις 21 ο Αλιέντε επισκέφτηκε τον Αλεσάντρι στο σπίτι του κι εξέφρασε τις ευχαριστίες του.
Είναι λοιπόν φανερό ότι ο Αλιέντε και η «Λαϊκή Ενότητα» έγινε ανεκτή αρχικά από ένα διόλου ευκαταφρόνητο τμήμα της αστικής τάξης της Χιλής, όπως αυτό εκφραζόταν μέσα από τα πολιτικά κόμματα που είτε συμμετείχαν είτε στήριξαν είτε ανέχτηκαν την κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας».
Οι μέρες των διαπραγματεύσεων ανάμεσα στις δυνάμεις της «Λαϊκής Ενότητας» και των υπόλοιπων αστικών κομμάτων, παρόλο που έκλεισαν με συμβιβασμό ανάμεσα στις δύο παρατάξεις, ήταν μέρες όπου επικρατούσε κλίμα έντασης. Είναι αρκετά χαρακτηριστικό ότι εκείνες τις μέρες δολοφονήθηκε ο αρχηγός του στρατού και φίλα προσκείμενος στη «Λαϊκή Ενότητα» Ρένε Σνάιντερ. Ο Ρένε Σνάιντερ, ενώ ήταν στο αυτοκίνητό του και κατευθυνόταν προς το υπουργείο Αμυνας, παρεμποδίστηκε από οχτώ αυτοκίνητα γεμάτα από οπλισμένους άντρες οι οποίοι τον πυροβόλησαν και τον σκότωσαν.
Η ανάληψη της διακυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας» συνοδεύτηκε λοιπόν από «εγγυήσεις» που ζητήθηκαν για σεβασμό της «δημοκρατικής ομαλότητας». Το ΚΚ Χιλής σε καμία περίπτωση δεν αντιτάχτηκε στα παραπάνω. Μάλιστα η συμμετοχή του ΚΚ Χιλής στην κυβέρνηση (με τρία υπουργεία) δυνάμωσε τις ελπίδες σε σοσιαλδημοκράτες και άλλους «δημοκρατικούς παράγοντες» της εποχής για παραπέρα και πιο ανοιχτή σοσιαλδημοκρατικοποίησή του.
Να τι έγραφε αρθρογράφος της εποχής για τις ελπίδες παραπέρα εκφυλισμού του ΚΚ εξαιτίας της συμμετοχής του στη διακυβέρνηση: «Μέσα στο στρατόπεδο των νικητών -στο ΚΚ και στη δεξιά πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος- μπορεί επίσης να γίνουν αλλαγές. Η δυνατότητα αριστερών αποσχίσεων μέσα στο ΚΚ που είχε αρχίσει να αναπτύσσεται πριν από τις εκλογές έχει αποφευχθεί για αόριστο χρονικό διάστημα. Σαράντα χρόνια τώρα το Χιλιανό ΚΚ ακολουθεί ανεπιφύλακτα τη γραμμή της Μόσχας. Ακολούθησε αυτήν τη γραμμή σε όλες τις της μανούβρες [...] Τώρα, κάτω από νέες συνθήκες, για πρώτη φορά στην ιστορία του Χιλιανού Κομμουνιστικού Κόμματος, η εξάρτηση αυτή μπορεί να γίνει λιγότερο ολοκληρωτική, αφού η συμμετοχή του στην κυβέρνηση Αλιέντε μπορεί να δημιουργήσει νέες πηγές χρηματοδότησης των εντύπων, υπαλλήλων και ολόκληρου του γραφειοκρατικού μηχανισμού. Οι Χιλιανοί κομμουνιστές ίσως μπορέσουν να ακολουθήσουν μια ανεξάρτητη γραμμή, βλέποντας τη χιλιανή πραγματικότητα από τη δική τους σκοπιά»42.
Η κυβέρνηση Αλιέντε στα πρώτα της βήματα προσπαθεί να υλοποιήσει το «εθνικό» πρόγραμμα της κρατικά προστατευμένης καπιταλιστικής ανάπτυξης που υποσχέθηκε. Πράγματι κατάθεσε στη βουλή νομοσχέδια για την κρατικοποίηση των ορυχείων χαλκού και σιδήρου, των ιδιωτικών τραπεζών και προσπάθησε να επιταχύνει την αγροτική μεταρρύθμιση.
Η απόφαση της κυβέρνησης Αλιέντε να περάσει την παραγωγή χαλκού υπό κρατική καπιταλιστική ιδιοκτησία προκάλεσε διενέξεις και σκληρά παζάρια με τις αμερικανικές εταιρίες που δραστηριοποιούνταν μέχρι τότε σε αυτόν τον τομέα. Ταυτόχρονα εμφανίστηκε ως πράξη και απόδειξη του «πατριωτισμού» της κυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας», που προστάτευε τα συμφέροντα της Χιλής απέναντι στους «ξένους ιμπεριαλιστές δυνάστες» κλπ.
Την ίδια περίοδο υπάρχει μια σχετική ανάταση του λαϊκού κινήματος. Απεργίες ξεσπάνε, κάποιες καταλήγουν σε καταλήψεις επιχειρήσεων. Στην ύπαιθρο γίνονται επιτάξεις φυτειών από μεροκαματιάρηδες αγρότες, ενώ οι ινδιάνοι Μαπούτσε μετατοπίζουν τις περιφράξεις για να επανακτήσουν τμήμα της γης που είχαν χάσει.43
Η κυβέρνηση του Αλιέντε θορυβείται από το κίνημα και προσπαθεί να συγκρατήσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια, να την καλανιζάρει στους δικούς της σχεδιασμούς.
Στις δημοτικές εκλογές του Απρίλη του 1971 οι υποψήφιοι της «Λαϊκής Ενότητας» αυξάνουν τα ποσοστά τους στο 50,86%. Τα αποτελέσματα των δημοτικών εκλογών του 1971 αναλυτικά ήταν:
|
Ψήφοι |
Ποσοστό % |
Σοσιαλιστικό Κόμμα |
631.939 |
22,89 |
Κομμουνιστικό Κόμμα |
479.206 |
17,36 |
Ριζοσπαστικό Κόμμα |
225.851 |
8,18 |
Σοσιαλιστικό - Λαϊκό Κόμμα |
29.123 |
1,05 |
Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα |
38.077 |
1,38 |
Σύνολο Λαϊκής Ενότητας |
1.404.196 |
50,86 |
Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα |
723.623 |
26,21 |
Εθνικό Κόμμα |
511.679 |
18,53 |
Ριζοσπαστική Δημοκρατία |
108.192 |
3,91 |
Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα |
13.435 |
0,49 |
Σύνολο κομμάτων αντιπολίτευσης |
1.356.929 |
49,14 |
Στο μεταξύ δυναμώνουν οι αντιθέσεις ανάμεσα στην παράταξη των χριστιανοδημοκρατών με επικεφαλής τον Φρέι και των δυνάμεων που υποστηρίζουν τη «Λαϊκή Ενότητα». Αφορμές βρίσκονται διάφορες. Χαρακτηριστική είναι η δολοφονία τον Ιούνη του 1971 του Πέρεζ Σουχόβικ, πρώην υπουργού Εσωτερικών του Φρέι από τη VOP, ομάδα που -σύμφωνα με τις δυνάμεις που υποστήριζαν τη «Λαϊκή Ενότητα»- καθοδηγείται από τη CIA. Από την άλλη, ο Τύπος της Δεξιάς προσπαθεί να συνδέσει τη δολοφονία με τη «Λαϊκή Ενότητα».
Σιγά-σιγά ο αρχικός ενθουσιασμός για τις προοπτικές που ανοίγονται από τη διακυβέρνηση τις «Λαϊκής Ενότητας» για τα λαϊκά στρώματα αρχίζει να περιορίζεται. Εμφανίστηκαν προβλήματα στον οικονομικό τομέα (πληθωρισμός, κόστος ζωής, προβλήματα ανεφοδιασμού σε προϊόντα πλατιάς λαϊκής κατανάλωσης κ.ά.). Το 1971, με την παρακίνηση του Εθνικού Κόμματος, οι κυρίες του «καλού κόσμου», πλαισιωμένες από στελέχη της ακροδεξιάς οργάνωσης «Πατρίς και ελευθερία», οργανώνουν διαδήλωση κρατώντας άδειες κατσαρόλες.
Από το 1972, στους κόλπους της «Λαϊκής Ενότητας» ξεσπάει αντιπαράθεση ανάμεσα σε αυτούς που δε θέλουν συνεργασία με τους χριστιανοδημοκράτες και στους πιο μετριοπαθείς που υποστηρίζουν ότι πρέπει να ξεκινήσει διάλογος με τους χριστιανοδημοκράτες. Το Κομμουνιστικό Κόμμα τάσσεται σταθερά υπέρ της συνεργασίας με τους χριστιανοδημοκράτες.
Ο ΓΓ του ΚΚ Χιλής Λουίς Κορβαλάν σχολιάζει στις 25 Μάη 1972 την κατάσταση ως μια πολύ σοβαρή κρίση του πολιτικού προσανατολισμού και της ηγεσίας της «Λαϊκής Ενότητας». Ζήτησε να διαχωρίσουν τη θέση τους από το MIR44 και ν’ αρχίσουν επαφές με τους χριστιανοδημοκράτες.45
Ταυτόχρονα το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής απαιτεί την αποπομπή του υπουργού Οικονομικών Βουσκόβικ, ο οποίος θεωρήθηκε ότι πήρε πολύ «αριστερές θέσεις». Τελικά αποφασίζεται να ξεκινήσουν επίσημα συνομιλίες με το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα. Η έναρξη των επίσημων συνομιλιών της «Λαϊκής Ενότητας» με τους χριστιανοδημοκράτες γίνεται στις 12 Ιούνη του 1972. Τελικά οι διαπραγματεύσεις καταλήγουν σε ναυάγιο, καθώς οι χριστιανοδημοκράτες με επικεφαλής τον Φρέι συνάπτουν ένα εκλογικό σύμφωνο μαζί με το Εθνικό Κόμμα, σύμφωνο που έμεινε στην ιστορία για το χαρακτήρα «αντιμαρξιστικού μετώπου» που είχε. Η στάση του ΚΚ Χιλής απέναντι στους χριστιανοδημοκράτες είναι χαρακτηριστική της πολιτικής που ακολουθούσε. Πολιτική κατευνασμού της άρχουσας τάξης και διαβεβαίωσής της ότι δε θα τεθεί σε κίνδυνο η εξουσία της, ότι όλα θα κινηθούν στο νόμιμο δημοκρατικό δρόμο.
Τον Ιούνη του 1972 τα ηγετικά στελέχη των κομμάτων της «Λαϊκής Ενότητας» άρχισαν συνομιλίες κεκλεισμένων των θυρών σε μια σύσκεψη που την ονόμασαν «η σύνοδος του Λο Κούρο». Εκεί το ΚΚ μέσω των στελεχών του υποστήριξε την ανάγκη «οργάνωσης της στρατηγικής της υποχώρησης» για να «παγιωθούν» τ’ αποτελέσματα της πρώτης περιόδου. Η λεγόμενη «στρατηγική της υποχώρησης», σύμφωνα με τον Μίλιας, στέλεχος του ΚΚ Χιλής, συνίσταται «στην τόνωση της άμυνας της Λαϊκής κυβέρνησης, στη συντήρησή της και στη συνέχιση του έργου της»46. Γιατί, όπως αναφέρει ο Μίλιας, «θα ήταν θλιβερό να εξακολουθήσουμε να αυξάνουμε τον αριθμό των εχθρών μας, αλλά, αντίθετα, χρειάζεται να κάνουμε παραχωρήσεις»47. Ταυτόχρονα ο Μίλιας βεβαιώνει ότι «ο έλεγχος των εργατών στην ιδιωτική βιομηχανία δεν έχει καμία σχέση με το βασικό πρόγραμμα της Λαϊκής Ενότητας»48. Στην πραγματικότητα η πολιτική γραμμή «παγίωσης των κατακτήσεων» της πρώτης περιόδου που πρότεινε το ΚΚ Χιλής, πολιτική που ήταν συνδεδεμένη με το στόχο προσεταιρισμού των χριστιανοδημοκρατών, ήταν πολιτική «παγίωσης» και σταθεροποίησης του καπιταλιστικού συστήματος μέσα από την προσπάθεια για άμβλυνση της ταξικής πάλης.
Παρόλη τη συμβιβαστική, κατευναστική στάση του ΚΚ Χιλής και της «Λαϊκής Ενότητας» γενικότερα, οι αντιθέσεις ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της αστικής τάξης και ανάμεσα στην εργατική τάξη και στο κεφάλαιο συνέχισαν να οξύνονται στη Χιλή και αποκαλύπτουν τη δικιά τους λογική.
Οι αντιπαραθέσεις δυναμώνουν το Σεπτέμβρη του 1972. Προκλήσεις, βίαια επεισόδια, σαμποτάζ, συναυλίες από κατσαρόλες, σχέδια για πραξικόπημα που βγαίνουν στη δημοσιότητα. Ταυτόχρονα, μαζικές διαδηλώσεις στους δρόμους από οπαδούς της προεδρίας Αλιέντε. Στις 12 Οκτώβρη αρχίζει λοκ άουτ στα εργοστάσια από τους ιδιοκτήτες. Οι εργάτες σε πολλές περιπτώσεις καταλάμβαναν εργοστάσια, οργάνωναν κυκλώματα διανομής με βάση τις οργανώσεις στις επιχειρήσεις.
Διαμορφώθηκαν νέα όργανα πάλης των εργατών, που δεν προέρχονταν από τα παραδοσιακά συνδικάτα. Είναι τα «cordones industrials» (βιομηχανικές ζώνες), εργατικές οργανώσεις μέσα στις βιομηχανικές ζώνες, και τα «commandos communales» (κοινοτικές διοικήσεις). Τα «commandos communales», που εμφανίζονται ως απάντηση στο λοκ άουτ των εργοδοτών, παίζουν ρόλο στην οργάνωση της περιφρούρησης και της επαγρύπνησης, στην πρόληψη απέναντι στα σαμποτάζ, εξασφαλίζουν τη διανομή τροφής και ειδών πρώτης ανάγκης, συντονίζουν δραστηριότητες μεταφοράς, ανεφοδιασμού σε πρώτες ύλες κλπ.
Το ΚΚ Χιλής δε μελέτησε τον ενδεχόμενο ρόλο που θα μπορούσαν να παίξουν τα «cordones industrials» και τα «commandos communales» σε συνθήκες όξυνσης της ταξικής πάλης ως όργανα ταξικής οργάνωσης ανεξάρτητης από την αστική τάξη και το κράτος της, ως όργανα μαχητικής δράσης της εργατικής τάξης και των άλλων λαϊκών στρωμάτων. Ούτε βεβαίως είχε τον προσανατολισμό ν’ αναζητήσει πιθανές μορφές που μπορεί να πάρει η οργάνωση της επαναστατικής πάλης σε μια πορεία όξυνσης της ταξικής πάλης και διαμόρφωσης συνθηκών επαναστατικής κατάστασης. Μάλιστα αντιμετώπισε αυτές τις οργανώσεις ως συμπληρωματικές του αστικού κρατικού μηχανισμού ή, πιο σωστά, ως οργανώσεις που οφείλουν να υποταχτούν στις προτεραιότητες της αστικής κυβέρνησης του Σαλβαντόρ Αλιέντε.
Χαρακτηριστικά το στέλεχος του ΚΚ Χιλής Χόρχε Ινσούνσα αναφέρει ότι τα «κοινοτικά κομάντος (σ.σ. commandos communales) δεν πρέπει να θεωρηθούν ως παράλληλη εξουσία και ότι έχει μεγάλη σημασία να αναζητηθεί η φόρμα που θα συνδέσει τα έργα των κοινοτικών κομάντος με τα έργα των κυβερνητικών οργανισμών»49. Για το ίδιο θέμα αναφέρει: «Οι αγώνες του Οκτώβρη υπογράμμισαν και πάλι το γεγονός ότι η κύρια δύναμη του λαϊκού κινήματος βρίσκεται στις μάζες, στην κινητοποίησή τους, στην ανάπτυξη των δημιουργικών πρωτοβουλιών του. Η μερίδα αυτή της εξουσίας, την οποία κατέκτησε ο λαός, μπορεί να αναπτυχθεί και να εδραιωθεί υπό τον όρο ότι θα συνδυάσει στενά τις ενέργειες του κράτους με τη δραστηριότητα των λαϊκών μαζών...»50.
Ενδιαφέρον έχει και η άποψη της ηγεσίας του συνδικαλιστικού κινήματος CUT για τις νέες μορφές οργάνωσης της εργατικής τάξης και του λαού. Ο Χόρχε Γκοντόι από το Κεντρικό Ενιαίο Συνδικάτο Εργαζομένων αντιμετωπίζει τα κοινοτικά κομάντος ως οργανώσεις συμπληρωματικές ή υποταγμένες στο επίσημο συνδικαλιστικό κίνημα. Επίσης υποστηρίζει ότι δεν είναι αναγκαίο να διατηρηθούν. Να τι λέει στην εφημερίδα «Τσίλε Ου»:
«Τσίλε Ου: Μάθαμε ότι ορισμένα συνδικαλιστικά στελέχη αποσύρθηκαν από μερικά κοινοτικά κομάντος. Πού οφείλεται αυτό;
Χόρχε Γκοντόι: Σε ορισμένα συνδικαλιστικά στελέχη είχε δημιουργηθεί κάποια σύγχυση. Εκείνο που έχει σημασία είναι να διευκρινίσουμε πως οι νέες μορφές οργάνωσης δεν πρέπει να έρχονται σε σύγκρουση με τη γενική κατεύθυνση του εργατικού κινήματος.
Τσίλε Ου: Πιστεύετε μήπως ότι πρέπει να διατηρηθούν όλες οι μορφές οργάνωσης και λειτουργίας που δημιουργήθηκαν στη διάρκεια της απεργίας;
Χόρχε Γκοντόι: Οι εργάτες στη διάρκεια της οκτωβριανής απεργίας δημιούργησαν έξοχες μορφές προμήθειας και κυκλωμάτων διανομής τροφίμων, μορφές που επέτρεψαν στον πληθυσμό να μην υποφέρει καθόλου από την απεργία. Εντούτοις, ορισμένες μορφές που υπήρξαν θαυμάσιες για εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή δεν πρέπει κατ’ ανάγκη να τις διατηρήσουμε και σήμερα που η κατάσταση έχει αλλάξει»51.
Οπως είναι φυσικό , οι οργανώσεις αυτές εκφυλίστηκαν γρήγορα.
Από την πλευρά της κυβέρνησης επακολούθησε μια νέα απόδειξη προσήλωσης στο νόμιμο κοινοβουλευτικό δρόμο και στο σύνταγμα, που ήταν η συμμετοχή τριών κορυφαίων αξιωματικών του στρατού στην κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας». Μία μέρα μετά από την εισδοχή των στελεχών του στρατού στο νέο υπουργικό συμβούλιο του Αλιέντε, ο στρατηγός Πρατς εξήγησε στο «Τσίλε Ου» το νόημα της συμμετοχής τους.
Ο στρατηγός Πρατς ήταν, μέχρι την υπουργοποίησή του, αρχηγός του Στρατού Ξηράς. Τη θέση του Αρχηγού του Γενικού Επιτελείου πήρε ύστερα από αυτό ο Αουγκουστίνο Πινοσέτ, ο μελλοντικός δικτάτορας. Ο στρατηγός Πρατς στη συνέντευξή του δεν αφήνει περιθώρια παρερμηνειών: «Ερώτηση: Πώς καθορίζετε το ρόλο των ένοπλων δυνάμεων στο εσωτερικό του νέου υπουργικού συμβουλίου της Λαϊκής κυβέρνησης;
Απάντηση: Πρόκειται περί μιας συνεργασίας με την κυβέρνηση, ενώπιον του καθήκοντος να περισωθεί η κοινωνική ειρήνη, η οποία απειλείται σοβαρώς από τις δραματικές συνέπειες των απεργιών…
Ερώτηση: Καθορίσατε τη συμμετοχή στην κυβέρνηση των ένοπλων δυνάμεων ως ένα “πατριωτικό καθήκον”, διά να συμβάλετε εις την κοινωνική ειρήνη της Χιλής και να την παγιώσετε, καθώς επίσης και να προάγετε την “ομόνοια μεταξύ των Χιλιανών”. Ποια συγκεκριμένα μέτρα σκοπεύετε να υιοθετήσετε προκειμένου να επιτύχετε το σκοπό αυτό;
Απάντηση: Να εφαρμόσουμε με σθένος και άνευ διακρίσεως τους ισχύοντας νόμιμους κανονισμούς, εις τρόπον ώστε όλοι οι τομείς της δημόσιας ζωής να επανακτήσουν την πίστη και την εμπιστοσύνη τους στο γεγονός ότι οι αλλαγές στις κοινωνικές δομές θα πραγματοποιηθούν μέσα στα δημοκρατικά πλαίσια νομιμότητος, όπως σαφώς καθορίζει το πρόγραμμα της κυβερνήσεως. […]
Ερώτηση: Ορισμένοι κύκλοι της Αριστεράς έχουν τη γνώμη πως η παρουσία των ένοπλων δυνάμεων στην κυβέρνηση ενέχει τον κίνδυνο να αναχαιτίσει την ανάπτυξη του κινήματος των μαζών. Εσείς τι γνώμη έχετε πάνω σε αυτό;
Απάντηση: Η ανάπτυξη του κινήματος των μαζών είναι νόμιμος μέσα στη δυναμική του σύγχρονου κόσμου και εφόσον καναλιζάρεται μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. Οι λαϊκοί ηγέται της Χιλής αντιλαμβάνονται εξάλλου ότι ο στρατός δεν είναι στην υπηρεσία συγκεκριμένων και ειδικών στρωμάτων της κοινωνίας, αλλά ότι ο ρόλος του είναι να προστατεύει τα πάγια συμφέροντα της πατρίδος»52.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα παγιδευόταν όλο και πιο πολύ στην ενσωμάτωση, καθώς όχι μόνο συνέχισε να συμμετέχει στην κυβέρνηση και μετά από αυτόν τον ανασχηματισμό, αλλά εκτιμούσε τη συμμετοχή των στρατιωτικών στην κυβέρνηση ως σημάδι της νίκης του λαού απέναντι στη λεγόμενη «Δεξιά».
Ταυτόχρονα με την είσοδο των στρατιωτικών στην κυβέρνηση και σε μία ακόμα προσπάθεια της κυβέρνησης Αλιέντε να «εξημερώσει» τις μάζες, υπουργοποιήθηκαν ο πρόεδρος και ο γραμματέας των εργατικών συνδικάτων.
Να σημειώσουμε ότι, παρά τις διενέξεις μεταξύ της αμερικανικής κυβέρνησης και της κυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας» ιδιαίτερα με αφορμή το ζήτημα του χαλκού, οι διπλωματικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες δεν έπαψαν.
Επίσης διατηρήθηκαν και οι στρατιωτικές σχέσεις ανάμεσα στις δύο χώρες, μέσα από εκπαιδευτικά μαθήματα, συνδυασμένες στρατιωτικές ασκήσεις, ακόμα και προμήθεια ορισμένης ποσότητας οπλισμού.53 Το 1952 υπογράφηκε το αμερικανικό σύμφωνο βοήθειας μέσω του οποίου οι ΗΠΑ πρόσφεραν βοήθεια στο χιλιανό στρατό και αυτό συνεχίστηκε και επί της διακυβέρνησης της «Λαϊκής Ενότητας». Η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» προσκάλεσε το χιλιανό στόλο να λάβει μέρος στα ετήσια γυμνάσια «Ουνιτάς» μαζί με το αμερικανικό Ναυτικό. Επίσης αξιωματικοί και υπαξιωματικοί εξακολουθούσαν να συμμετέχουν σε εκπαιδευτικά προγράμματα στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η Χιλή επί προεδρίας Σαλβαντόρ Αλιέντε συνέχισε να συμμετέχει στον Οργανισμό Αμερικανικών Κρατών (OAS). Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών είναι διακρατική συμμαχία καπιταλιστικών κρατών για ζητήματα «άμυνας και ασφάλειας» με έδρα την Ουάσιγκτον των ΗΠΑ. Ιδρύθηκε μετά από τη λήξη του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Σύμφωνα με τον Καταστατικό Χάρτη του Οργανισμού, ο στόχος του ήταν να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία και ακεραιότητα των αμερικανικών κρατών απέναντι στην «ξένη απειλή». Στον όρο «ξένη απειλή» συμπεριλαμβανόταν επίσης και η λεγόμενη «κομμουνιστική διάβρωση». Ο οργανισμός αυτός είναι γνωστός ως το «ΝΑΤΟ της Αμερικανικής Ηπείρου». Το 1962 η Κούβα «αποβλήθηκε» από τον οργανισμό.54
Ακολουθεί απόσπασμα τοποθέτησης του Αλιέντε σε συνέντευξη:
«Ντεμπρέ: ...Αυτό που μπορεί να ξαφνιάσει, είναι ότι η χιλιανή κυβέρνηση εξακολουθεί να είναι μέλος του Οργανισμού Αμερικάνικων Κρατών ... που ο Φιντέλ ονόμασε, πριν από λίγο καιρό, μπορντέλο. Λοιπόν, να που μπαινοβγαίνετε σε αυτό το μπορντέλο...
Αλιέντε: Ακουσε, Ρεζί ... εάν κοιτάξεις το γενικό πλαίσιο της Λατινικής Αμερικής και αν δεις την πλειοψηφία των κυβερνήσεων ... θα καταλάβεις πως είναι πολύ δύσκολη η δημιουργία ενός αυθεντικά αντιπροσωπευτικού Οργανισμού των λαών της Λατινικής Αμερικής, χωρίς να ακολουθεί η αναγκαστική παρουσία των ΗΠΑ. Γι’ αυτό νομίζω πως το να εγκαταλείψουμε μια έδρα σε τέτοιες περιστάσεις είναι πλάνη με κεφαλαίο. Η περίπτωση της Κούβας είναι διαφορετική, γιατί οι Κουβανοί διώχθηκαν από τον OAS…
Σε ό,τι μας αφορά, γνωρίζουμε πολύ καλά τα όρια που μας έχουν επιβληθεί, αλλά λέω πως αυτή η έδρα μας είναι αναγκαία και απαραίτητη για να εκθέτουμε τις απόψεις μας και για να αποδείξουμε ότι ο OAS πρέπει να αλλάξει»55.
Βεβαίως είναι αυταπάτη ότι διακρατικές καπιταλιστικές ενώσεις μπορούν ν’ αλλάξουν υπέρ των εργατικών τάξεων και να μετατραπούν από όργανα των κεφαλαιοκρατών, εχθρικά για τους λαούς, σε φιλικά για τους τελευταίους. Εδώ αναδεικνύεται ένα ακόμα ζήτημα, ότι η συμμετοχή σε διακρατικές καπιταλιστικές συμμαχίες (διεθνείς ή περιφερειακές) είναι υποχρεωτική για ένα καπιταλιστικό κράτος. Ετσι, πίσω από τις διακηρύξεις περί «ανεξαρτησίας» συνήθως κρύβονται οι επιδιώξεις για αλλαγή συμμαχιών ή για επαναδιαπραγμάτευση της θέσης ενός καπιταλιστικού κράτους στο πλαίσιο των υπαρχουσών συμμαχιών. Η αποδέσμευση από τέτοιου είδους συμμαχίες προϋποθέτει τη σοσιαλιστική επανάσταση. Η στάση της κυβέρνησης Αλιέντε ήταν μια ρεαλιστική στάση μιας αστικής κυβέρνησης, εκτιμώντας μάλιστα ότι στις τότε συνθήκες ήταν αδύνατο να διαμορφωθεί μια περιφερειακή συμμαχία έξω από την επιρροή των ΗΠΑ. Σήμερα μπορούμε να δούμε τα πράγματα διαφορετικά. Η ανάδειξη της Βραζιλίας σε περιφερειακή δύναμη στην περιοχή της Λ. Αμερικής, καθώς και οι ανακατατάξεις που έχουν συντελεστεί στην περιοχή της Λ. Αμερικής και διεθνώς με την οικονομική διείσδυση της Κίνας, επιτρέπουν τη διαμόρφωση περιφερειακών συμμαχιών που περιορίζουν την επιρροή των ΗΠΑ (π.χ. ΑLBA).
Το Γενάρη του 1973 ο κομμουνιστής υπουργός Βιομηχανίας Ορλάντο Μίλιας υπέβαλε στη βουλή νομοσχέδιο που προέβλεπε τον περιορισμό του αριθμού προς «εθνικοποίηση» επιχειρήσεων και διαπραγματεύσεις για την επιστροφή μιας σειράς κρατικοποιημένων ή επιταγμένων επιχειρήσεων στους ιδιοκτήτες τους.
Το νομοσχέδιο Μίλιας είχε τη στήριξη του ΚΚ Χιλής και του Σαλβαντόρ Αλιέντε, αλλά συνάντησε την αντίδραση από μέρους της εργατικής τάξης. Εργάτες κατέλαβαν πολλές κεντρικές αρτηρίες σε διάφορες περιοχές και μια μεγάλη εργατική κινητοποίηση πραγματοποιήθηκε έξω από το Παλάτσο ντε λα Μονέδα (Προεδρικό Μέγαρο). Τελικά το σχέδιο αποσύρθηκε.
Το Μάρτη του 1973 διενεργήθηκαν εκ νέου εκλογές και η «Λαϊκή Ενότητα» ανέβασε το ποσοστό της στο 44%.
Ωστόσο στις εργατογειτονιές, στις συνοικίες και στα εργοστάσια αρχίζει να οργιάζει και τελικά να θεριεύει η τρομοκρατία των δυνάμεων καταστολής και του στρατού. Για την εξαπόλυση της τρομοκρατίας αξιοποιήθηκε εκτεταμένα νόμος που ψήφισε η κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας» περί «ελέγχου όλων των όπλων», ο οποίος υποτίθεται υποχρέωνε την ειρήνευση και τον αφοπλισμό τόσο των «ένοπλων αριστερών» όσο και των «ένοπλων δεξιών». Στην πραγματικότητα ο νόμος της κυβέρνησης Αλιέντε χρησιμοποιήθηκε ενάντια στην εργατική τάξη και στα λαϊκά στρώματα και υπέρ του κεφαλαίου. Γίνονταν έρευνες σε εργοστάσια, ακόμα και σε κομματικά γραφεία του ΚΚ Χιλής. Οι έφοδοι χαρακτηρίζονταν από μεγάλη βαρβαρότητα. Την ίδια περίοδο το Κομμουνιστικό Κόμμα Χιλής έριχνε το σύνθημα «όχι στον εμφύλιο».
Τελικά στις 11 Σεπτέμβρη του 1973, από τις πρώτες πρωινές ώρες, εκδηλώθηκε το πραξικόπημα που ανέτρεψε την κυβέρνηση της «Λαϊκής Ενότητας».
Ο στρατός κατά κύριο λόγο συντάχτηκε με τους πραξικοπηματίες, με εξαίρεση κάποιες λιγοστές δυνάμεις που υποστήριζαν τον Αλιέντε. Καταλήφθηκαν λιμάνια, ραδιοφωνικοί σταθμοί. Βομβαρδίστηκε το Ράδιο Κορμποραθιόν. Βομβαρδίστηκε και το ίδιο το Προεδρικό Μέγαρο. Ο Αλιέντε βρέθηκε νεκρός μέσα στο Προεδρικό Μέγαρο. Κηρύχτηκε στρατιωτικός νόμος και ξεκίνησε η στρατιωτική χούντα του Αουγκούστο Πινοσέτ που βάσταξε για πολλά χρόνια. Μαζικές συλλήψεις, δολοφονίες, βασανιστήρια και εκτελέσεις λαϊκών αγωνιστών ακολούθησαν.