ΓΙΑ ΤΟ ΡΟΛΟ ΤΟΥ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΟΥ


της Τασίας Κοντογιάννη

«Μια από αυτές τις αστικές υποκρισίες είναι η γνώμη, ότι το σχολειό μπορεί να μείνει έξω από την πολιτική. Ξέρετε πολύ καλά, πόσο κίβδηλη είναι η γνώμη αυτή.

Η ίδια η αστική τάξη που λάνσαρε αυτή τη θέση, θεωρούσε, σαν πιο βασικό στοιχείο της εκπαίδευσης την αστική πολιτική της και προσπαθούσε να υποβιβάσει την εκπαίδευση στο ρόλο προμηθευτή πειθήνιων και επιδέξιων υπηρετών της αστικής τάξης, εκτελεστών της θέλησης του κεφαλαίου και σκλάβων του, χωρίς να φροντίσει ποτέ, να κάνει το σχολειό όργανο διάπλασης της ανθρώπινης προσωπικότητας»[1].

Εχει περάσει περίπου ένας αιώνας από τότε που ο Β. Ι. Λένιν διατύπωσε την παραπάνω θέση. Από τότε η ανθρώπινη ιστορία σημαδεύτηκε όχι μόνο από νίκες-άλματα στην κοινωνική εξέλιξη, αλλά και από ήττες-πισωγυρίσματα στην πάλη για την εδραίωση και ανάπτυξη του νέου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, έναντι του παλιού. Η αντεπαναστατική νίκη σε χώρες της πρώτης ιστορικής περιόδου σοσιαλιστικής οικοδόμησης είχε ως συνέπεια την απώλεια όχι μόνο του σχολείου της σοσιαλιστικής κοινωνίας, αλλά και ορισμένης αντίστασης εκπαιδευτικών στο αστικό σχολείο απέναντι σε ακραίες σκοταδιστικές αντιλήψεις.

Οι σημερινοί εκπαιδευτικοί βρέθηκαν πολύ περισσότερο αντιμέτωποι με την εκτεταμένη ιδιωτικοποίηση - εμπορευματοποίηση της παιδείας, που ξεκινά από το δημοτικό σχολείο είτε άμεσα είτε έμμεσα (με το ιδιαίτερο μάθημα, το εξωσχολικό φροντιστήριο ξένης γλώσσας κλπ.). Βρέθηκαν αντιμέτωποι με το φαινόμενο της «χορηγίας» επιχειρήσεων προς δραστηριότητες του δημόσιου σχολείου (εκπαιδευτικές, πολιτιστικές, ψυχαγωγικές και άλλες). Αμεσα ενσωματώθηκαν στο εκπαιδευτικό πρόγραμμα τα επιχειρήματα περί «ανταγωνιστικότητας» της καπιταλιστικής επιχείρησης, αλλά και του ατόμου, ενώ συρρικνώθηκε επικίνδυνα η διδασκαλία της γλώσσας, το πρόγραμμα της γενικής μόρφωσης. Αδυνάτισαν οι αντιστάσεις των εκπαιδευτικών, ως δασκάλων ή ως καθηγητών, οι διεκδικήσεις τους για το περιεχόμενο της διδασκαλίας τους και όχι μόνο ή κυρίως για τις υλικές τους ανάγκες.

Βέβαια στην πλειονότητά τους οι δάσκαλοι και οι καθηγητές είναι μισθωτοί ιδιωτικού ή δημόσιου σχολείου, με μισθό και συνθήκες εργασίας που δεν καλύπτουν τις κοινωνικές ανάγκες τους. Και αυτοί «σπρώχνονται» στο ιδιαίτερο, στη δεύτερη δουλιά στο φροντιστήριο, όπως και οι μισθωτοί σε τόσους άλλους κλάδους. Και αυτοί είναι μέλη μιας εργατικής ή λαϊκής οικογένειας, με άνδρα ή γυναίκα ή παιδί άνεργο ή μισθωτό ή αυτοαπασχολούμενο.

Το μεγαλύτερο μέρος των εκπαιδευτικών ζει συνεχώς μέσα στην εξής αντίφαση: Από τη μια να ανήκει στην εργατική ή λαϊκή οικογένεια και από την άλλη να δουλεύει ενάντια στην ανάπτυξη της συνείδησης των νεώτερων μελών της λαϊκής οικογένειας.

Το «αντικείμενο της εργασίας» των περισσοτέρων απευθύνεται σε παιδιά που στην πλειοψηφία τους προέρχονται από την εργατική τάξη και άλλα λαϊκά στρώματα. Ομως το αστικό σχολείο τους επιφυλάσσει το ρόλο του ιμάντα της κυρίαρχης ιδεολογίας και κοινωνικής αντίληψης προς τους μαθητές τους, γίνονται εξ αντικειμένου φορείς της αστικής ιδεολογίας στην εργατική τάξη. Ο ουσιαστικός παιδαγωγικός ρόλος τους καθορίζεται από το σύστημα και γι’ αυτό συχνά γίνεται επικίνδυνα αντιδραστικός. Αυτό δε σημαίνει ότι και στο πλαίσιο του αστικού σχολείου ακυρώνεται πλήρως το προοδευτικό στοιχείο του μορφωτικού, παιδαγωγικού ρόλου του εκπαιδευτικού.

Αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι ο Λένιν, μιλώντας για το αστικό σχολείο, το «παλιό σχολειό» σε σχέση με το σχολειό της τότε νέας επαναστατικής εργατικής εξουσίας, εξηγούσε ότι αυτό διαμόρφωνε υπηρέτες που τους χρειάζονταν οι κεφαλαιοκράτες, έφτιαχνε τους ανθρώπους της επιστήμης που έπρεπε να γράφουν και να μιλούν όπως τους χρειάζονται οι καπιταλιστές. Ομως μέσω του αστικού σχολείου μεταδιδόταν και η γνώση που είχε συσσωρεύσει η ανθρωπότητα, την οποία έπρεπε η νέα κοινωνία να περισώσει, καταστρέφοντας το παλιό αστικό σχολείο[2].

Τηρουμένων των αναλογιών, ο εκπαιδευτικός του αστικού σχολείου έχει περιθώρια να δουλέψει περισσότερο σε ό,τι συσσωρεύτηκε ως αληθινή γνώση, ν’ αντισταθεί σε μια πλήρη υποταγή στην ενσωμάτωση της γνώσης στην αντιδραστική πλέον αστική ιδεολογία. Εχει περιθώρια να λειτουργήσει περισσότερο ως μέλος της λαϊκής οικογένειας, ακόμη και να συμβάλει στην πνευματική αφύπνιση των μαθητών και μαθητριών του, στην ταξική τους συνειδητοποίηση. Παρά το αντιδραστικό πλαίσιο του αστικού εκπαιδευτικού συστήματος, έχει ακόμα περιθώρια να μορφώσει, να φωτίσει νέους ανθρώπους, να καλλιεργήσει την κριτική ικανότητά τους, να δημιουργήσει αντιστάσεις και ρήξεις με την «κρατούσα λογική», σε τελευταία ανάλυση να επιδράσει στην ανάπτυξη ταξικής συνείδησης. Ακόμη και γονείς είναι «ανοικτοί» προς τους εκπαιδευτικούς.

Ο λαός περιμένει από τους δασκάλους του να δώσουν σωστό προσανατολισμό στον άνθρωπο, για να βρει τον αληθινό εαυτό του, το «είναι ανθρώπου και κατ’ άνθρωπο ζην».

Καθήκον μας είναι να συλλάβουμε τη νέα μορφή του ανθρώπου. Τη μορφή του ανθρώπου της σημερινής, νέας εποχής, της εποχής που η αναγκαιότητα του σοσιαλισμού - κομμουνισμού εξακολουθεί να είναι υπαρκτή, ανεξάρτητα αν δεν είναι ευνοϊκός ο συσχετισμός για την πραγματοποίησή της. Αλλωστε κάθε κοινωνική αναγκαιότητα γίνεται κοινωνική πραγματικότητα μόνο με τη δράση των μαζών.

Η ανάπτυξη της συνείδησης και της στάσης ταξικής πάλης είναι και το ζητούμενο της εποχής μας, προκειμένου να γίνει πραγματικότητα η δυνατότητα για μια καλύτερη κοινωνία. Η δυνατότητα διαμόρφωσης του νέου ανθρώπου, με βάση την κοινωνική του θέση και την ιστορική αποστολή της εργατικής τάξης να ξεριζώσει την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, υπάρχει ανεξάρτητα από τη θέλησή μας και με κανένα τρόπο η αληθινή γνώση δεν μπορεί να την αγνοήσει. Σε αυτό βρίσκεται η δύναμη του προοδευτικού, του κομμουνιστή εκπαιδευτικού μέσα στο αστικό σχολείο. Στη στάση του απέναντι στην αληθινή ταξική ερμηνεία της κάθε κοινωνικής δραστηριότητας που βέβαια διαποτίζει και τη σχολική διαδικασία.

Πριν κάποιες δεκαετίες, η παιδαγωγός Ρόζα Ιμβριώτη συμπύκνωνε αυτή την άποψη στην εξής θέση: «Μας ενδιαφέρει βαθύτατα να μην εκμηδενιστεί του κάθε πολίτη το αίσθημα της πολιτικής ευθύνης»[3].

Και σήμερα μπορούμε να συμβάλλουμε στη διαμόρφωση του νέου ανθρώπου, στην ολόπλευρη σωματική, πνευματική, αισθητική και ηθική ωρίμανσή του, δίνοντας και ερεθίσματα για την ταξική αφύπνισή του. Ετσι, η γενική μόρφωση ξεφεύγει από έναν αφηρημένο ουμανισμό και γίνεται υπόβαθρο για πραγματική κοινωνικοποίηση. Βέβαια χρειάζεται συνεχής προσπάθεια από τον εκπαιδευτικό σε οποιαδήποτε βαθμίδα, πολύ περισσότερο από τον καθηγητή και την καθηγήτρια, προκειμένου να ανανεώνει την επιστημονική κατάρτισή του, να κατέχει το γνωστικό του αντικείμενο και να ενημερώνεται όχι μόνο με αυτομόρφωση, αλλά κύρια μέσα από δωρεάν δημόσιο σύστημα ετήσιας επιμόρφωσης, όπως άλλωστε διεκδικεί και το συνδικαλιστικό κίνημα.

Ο εμπνευσμένος δάσκαλος μπορεί και πρέπει να πείθει καθημερινά τους μαθητές του γιατί είναι αναγκαίο να διαβάζουν, να μαθαίνουν, να αγαπούν το βιβλίο. Και βέβαια δεν εννοούμε μόνο το διάβασμα των σχολικών μαθημάτων, αλλά τη γνώση που προσφέρουν για τη φύση, τη ζωή, τον άνθρωπο, τη δημιουργία και την εξέλιξη της κοινωνίας. Να απαντάει πειστικά στο ερώτημα: «Και εμάς τι θα μας χρειαστούν αυτά»;

Ο εκπαιδευτικός πρέπει να ’ναι φάρος και οδηγός για το μαθητή του. Να καταθέτει την ψυχή του, την αγάπη του, το μεράκι του. Να ακουμπάει πάνω του ο μαθητής με σεβασμό και εμπιστοσύνη.

Με απλούς τρόπους και παραδείγματα που αντλεί από την καθημερινή ζωή, μπορεί να συνδέει τη θεωρητική γνώση με σύγχρονα ζητήματα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.

Αταλάντευτα και με συνέπεια να αγωνίζεται στους κοινωνικούς, συνδικαλιστικούς και πολιτικούς αγώνες, δηλώνοντας με τη στάση ζωής του ότι μεταξύ λόγων - μαθημάτων και έργων υπάρχει συνέπεια.

Οταν για παράδειγμα ο μαθηματικός διδάσκει τις ανισότητες, δεν μπορεί παρά να σχολιάσει και τις κοινωνικές και βέβαια να επισημάνει ότι το 2.000 είναι μικρότερο των 10.000.000, στη ζωή μας όμως κάνουν κουμάντο οι λίγοι σε βάρος των πολλών και αυτό θέλει αγώνα για ν’ αλλάξει.

Ή όταν διδάσκει τα «πλευρικά όρια», πώς μπορεί πρακτικά να σχολιάσει στα παιδιά αυτή την αόριστη μαθηματική έννοια; Π.χ. ας θεωρήσουμε το γεγονός μιας απεργιακής κινητοποίησης. Οι αστικές εφημερίδες και τα ιδιωτικά ΜΜΕ, αν δεν αφορίζουν τους απεργούς, λειτουργούν στη λογική του κοινωνικού αυτοματισμού. Αυτή είναι η μια προσέγγιση. Το ταξικό κίνημα όμως και τα ΜΜΕ που το υποστηρίζουν («Ρ», ραδιοσταθμός και «TV 902») προσεγγίζουν το γεγονός προβάλλοντας τα δίκαια αιτήματα των απεργών, ενημερώνοντας το λαό και καλώντας σε συμπαράσταση. Αυτή είναι η άλλη, η αντίθετη προσέγγιση.

Ή όταν ο φυσικός για παράδειγμα σχολιάζει τους νόμους της μηχανικής, δε θ’ αναφερθεί και στο Γαλιλαίο και την παρέμβαση των Ιησουϊτών και της εκκλησίας στην απόκρυψη της αλήθειας, της επιστημονικής γνώσης, γιατί ο σκοταδισμός βοηθά στη χειραγώγηση των καταπιεσμένων;

Ενας από τους ιδεολογικούς μηχανισμούς χειραγώγησης της νεολαίας είναι και η Θρησκεία. Στα σχολεία ο «θρησκευτισμός» των μαθητών ενισχύεται όχι μόνο από το μάθημα των Θρησκευτικών αλλά και μέσα από λογής-λογής εκδηλώσεις όπως: πρωινή προσευχή, εκκλησιασμός, τοπική αργία όταν γιορτάζει ο πολιούχος άγιος κλπ.

Σήμερα, που στα σχολεία φοιτούν και πολλά παιδιά οικονομικών μεταναστών, όχι κατ’ ανάγκη ορθόδοξα, προβάλλει ακόμα πιο επίκαιρο το αίτημα της ανεξιθρησκίας και η αντικατάσταση του μαθήματος των Θρησκευτικών από εργαλείο προσηλυτισμού σε μάθημα Ιστορίας των Θρησκειών. Αρκετές οικογένειες αλλοδαπών, στην προσπάθειά τους να σπάσουν την όποια γκετοποίηση της κοινότητας των μεταναστών και να ενσωματωθούν στην ελληνική κοινωνία, βαπτίζονται Χριστιανοί ή στην καλύτερη περίπτωση παιδιά μεταναστών αρνούνται τα ονόματά τους και υιοθετούν ελληνικά ονόματα στην καθημερινότητά τους.

Ο εκπαιδευτικός πρέπει να υπερασπιστεί το δικαίωμα, όχι μόνο για τον εαυτό του αλλά και για τους μαθητές του, της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και να συγκρουστεί με λογικές που θέλουν «το 15 του Γ2» να πει την πρωινή προσευχή ή ο εκκλησιασμός να είναι υποχρεωτικός. Και βέβαια την ημέρα του εκκλησιασμού ο εκπαιδευτικός είναι στο σχολείο και όχι στο σπίτι του, αφαιρώντας έτσι τη δυνατότητα να του καταλογίσουν «κοπάνα» από τη δουλιά.

Ο κομμουνιστής εκπαιδευτικός και γιατί όχι κάθε εκπαιδευτικός με ριζοσπαστική σκέψη, με πραγματικά κοινωνικές ευαισθησίες και ανησυχίες μπορεί, είναι στις υποχρεώσεις του, ν’ ανοίξει μέτωπο με τις ξενοφοβικές, τις ρατσιστικές και άλλες αντιδραστικές αντιλήψεις. Μπορεί να εξηγήσει τις κοινωνικές αιτίες της εγκληματικότητας, αξιοποιώντας και τη λογοτεχνία, π.χ. με το κλασικό έργο του Β. Ουγκώ «Οι Αθλιοι». Μπορεί να επαγρυπνεί και να παρεμβαίνει για την αντιμετώπιση «μικρών» περιστατικών διασυρμού των μεταναστών που μπορούν να εξελιχθούν ακόμη και σε τραγικά επεισόδια. Εχει άπειρα παραδείγματα από την ιστορία να εξηγήσει την πολυφυλετική και πολυεθνοτική προέλευση πληθυσμών που συγχωνεύτηκαν και διαμορφώθηκαν σε έθνη. Μπορεί να δείξει τι πραγματικά ενώνει τους Ελληνες, Αλβανούς, Τούρκους και άλλους εργάτες και μισθωτούς, τι πραγματικά τους χωρίζει από τους, αντίστοιχης εθνικότητας, βιομηχάνους, τραπεζίτες, εφοπλιστές και μεγαλεμπόρους. Είναι βέβαια μια δράση που έρχεται σε σύγκρουση με το κατεστημένο του σημερινού αστικού σχολείου. Ομως είναι δράση που μπορεί να στηριχτεί από μαζικές οργανώσεις, π.χ. γυναικών, από εργατικές συνδικαλιστικές, από οργανώσεις αγροτών και αυτοαπασχολουμένων, από επιστημονικούς φορείς κλπ. Γιατί κανείς και καμιά δεν μπορεί να κλείνει τα μάτια στα κοινωνικά προβλήματα που σήμερα εκδηλώνονται πιο έντονα στο σπίτι του γείτονα, αύριο κτυπούν τη δική του πόρτα. Αυτή είναι η βάση, η δυνατότητα πάνω στην οποία μπορεί ο ριζοσπαστικός και ο κομμουνιστής εκπαιδευτικός ν’ ανοίξει συζήτηση για όλα αυτά, να σπείρει την αμφισβήτηση, την αμφιβολία για το αντιδραστικό πλαίσιο του σχολείου, να ανοίξει ορίζοντες στη σκέψη και κοινωνική στάση των μαθητών και μαθητριών του, στη βάση της διαλεκτικής υλιστικής σκέψης για την κοινωνική εξέλιξη. Δεν πρέπει να μας φοβίζουν οι πρώτες δυσκολίες και αντιδράσεις.

Οταν σε ένα τμήμα της Α΄ Λυκείου συζητήθηκε το θέμα της κοινής καταγωγής του ανθρώπου και του πιθήκου, οι μαθητές αντέδρασαν γιατί «χαλούσε» το μοντέλο της Θείας δημιουργίας σε 7 ημέρες. Με το προχώρημα της συζήτησης αρκετοί άρχισαν να σκέφτονται και κάποιοι συνειδητοποίησαν ότι ο Αδάμ, η Εύα και τα παιδιά τους ήταν αιμομίκτες! Η λογική τους όμως βασανιστικά οδηγήθηκε σε νέα μονοπάτια.

Ιδιαίτερη μνεία πρέπει να κάνουμε για τις «επετειακές» γιορτές. Οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί τις βλέπουν μέσα από τυποποιημένα, ρουτινιάρικα σχήματα, όπου αμβλύνονται όλες οι γωνίες των γεγονότων και πολλές φορές αποσπώνται ή διαστρεβλώνονται ιστορικές αλήθειες. Ιδιαίτερα ο κομμουνιστής εκπαιδευτικός, όποια ειδικότητα και αν έχει, μπορεί ν’ αφιερώσει π.χ. την παραμονή της 28ης Οκτωβρίου μια ώρα για να συζητήσει με τους μαθητές του το πώς και γιατί της εποποιίας της Εθνικής Αντίστασης, ποιες δυνάμεις συγκροτούσαν το ΕΑΜ, το ρόλο του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ, το τι σημαίνει δράση των μαζών, πώς μαθητές και μαθήτριες βοήθησαν στον Αγώνα, να συνδέσει το χθες με το σήμερα, να δώσει το χαρακτήρα και τα αίτια του ιμπεριαλιστικού πολέμου, από τι εμποδίζεται η ειρήνη και η φιλία μεταξύ των λαών, πώς και γιατί κάθε αντιιμπεριαλιστική και απελευθερωτική πάλη στις μέρες μας φέρνει πιο κοντά το πρόβλημα της αλλαγής στο χαρακτήρα της εξουσίας για την κοινωνική απελευθέρωση. Η καλή παιδαγωγική και μορφωτική σχέση του εκπαιδευτικού με τους μαθητές του επιτρέπει να δίνει τέτοια στοιχεία από πολλαπλούς δρόμους επικοινωνίας, π.χ. μέσω της εκπαιδευτικής εκδρομής.

Αλλο παράδειγμα στάσης απέναντι σε ιστορικές επετείους είναι αυτό του Πολυτεχνείου. Ο κομμουνιστής και η κομμουνίστρια εκπαιδευτικός μπορεί να προβάλει το αντίστοιχο ντοκουμέντο και να συζητήσει με τους μαθητές για την εξέγερση αναλύοντας τα βασικά συνθήματα «Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία», «Εξω οι βάσεις», «Εξω οι ΗΠΑ». Και βέβαια μπροστά στην παραπλανητική προπαγάνδα ότι οι «επώνυμοι» αγωνιστές του Πολυτεχνείου συμβιβάστηκαν και εξαργύρωσαν τους αγώνες τους με θέσεις κυβερνητικές ή διευθυντικές και ενσωματώθηκαν στο σύστημα, μπορεί να προβάλει τους «άλλους», τους αφανείς, τους κομμουνιστές και αγωνιστές που δεν εγκατέλειψαν δευτερόλεπτο το μετερίζι του αγώνα, ακυρώνοντας τη λογική που τους θέλει όλους ίδιους και βολεμένους.

Πάμπολλες είναι οι ευκαιρίες όξυνσης των κοινωνικών και οικονομικών προβλημάτων που δίνουν τη δυνατότητα στον εκπαιδευτικό να σχολιάσει, να πάρει θέση. Εδώ κρίνεται αν λειτουργεί ως κομμουνιστής και κομμουνίστρια, ακόμη και ως ένας κοινωνικά ευαισθητοποιημένος ριζοσπάστης παιδαγωγός ή όχι. Από τη δική του δύναμη και θέληση για αντίσταση στη σήψη, στην αντίδραση, κρίνεται σε σημαντικό βαθμό και η θέληση αντίστασης και πρωτοπόρας έκφρασης πρωτοπόρων μαθητών και μαθητριών. Δε λείπουν τα θετικά παραδείγματα, π.χ. όταν γίνονταν κινητοποιήσεις του αντιιμπεριαλιστικού κινήματος για τον πόλεμο στο Ιράκ, σχολείο βγήκε στη διαδήλωση με συνθήματα και πανό, αφού είχε προηγηθεί διεξοδική συζήτηση με εκπαιδευτικό, μέλος της Επιτροπής Ειρήνης.

Επιπλέον, χρέος του εκπαιδευτικού είναι να παροτρύνει και να βοηθάει τους μαθητές του στις διεκδικήσεις τους, τόσο ως προς τη διεύθυνση του σχολείου, όσο και ως προς την Αυτοδιοίκηση ή το Υπουργείο. Π.χ. για τη συντήρηση σχολείου, τον εξοπλισμό εργαστηρίων κλπ. Το βασικότερο είναι να δώσει τη μάχη και να πείθει ότι πολλά παιδιά, ιδιαίτερα των Τεχνικών Σχολείων, δεν είναι ότι «δεν τα παίρνουν τα γράμματα και είναι για τέχνη», να αποκαλύπτει τις κοινωνικές και πολιτικές αιτίες που θέτουν ταξικούς φραγμούς, που υποχρεώνουν «ξύπνια» παιδιά της εργατικής τάξης να αποκόβονται από το διάβασμα, να γίνονται σε σχετικά νεαρή ηλικία φτηνό, ευέλικτο εργατικό δυναμικό. Να ενισχύσει την αυτοπεποίθηση και την αυτοεκτίμηση τέτοιων παιδιών, αλλά και το ξύπνημα του μίσους προς την εκμεταλλευτική κοινωνία, τους εκπροσώπους της. Μπορεί να εξηγήσει το φαινόμενο γιατί σχεδόν «όλοι και όλες» σπρώχνονται στην επιλογή της ανώτατης εκπαίδευσης, γιατί πτυχιούχοι μένουν άνεργοι, υποαπασχολούνται, γιατί δεν υπάρχει κατάλληλο δημόσιο δωρεάν μεταλυκειακό σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης. Κρίσιμο ζήτημα είναι να βρίσκει τρόπους να γεύονται και οι «κακοί» ή «δύσκολοι» μαθητές τα αγαθά της γνώσης.

Είναι αναγκαίο να συγκροτηθούν πρωτοπορίες εκπαιδευτικών σε κάθε σχολικό συγκρότημα, να ενώσουν τις δυνάμεις τους για ν’ αντιπαρατεθούν στο γενικότερο κλίμα της ιδιώτευσης, του ατομισμού και της απαξίωσης, στη στάση εκπαιδευτικών που αντί να ανάβουν μια σπίθα στη συνείδηση των νέων, λειτουργούν πυροσβεστικά, καλλιεργούν τη μιζέρια, τον ωχαδερφισμό, τη μοιρολατρία, αναπαράγουν αδιέξοδα και τη λογική της αναποτελεσματικότητας των αγώνων.

Ηταν θλιβερό το φαινόμενο, κατά τη «χρυσή εποχή» του Χρηματιστηρίου, εκπαιδευτικοί να μην έχουν άλλο θέμα συζήτησης παρά το τζόγο, τους δείκτες του ΧΑΑ και τις ανταλλαγές πληροφοριών για «σίγουρα χαρτιά». Ετσι, αντί οι μαθητές να διδάσκονται πως «με αγώνες κατακτάμε τα δικαιώματά μας», έπαιρναν μαθήματα πως άκοπα και με «εξυπνάδα και μαγκιά», θα τα «κονομήσουν και θα ξεχάσουν την ταξική καταγωγή τους, αφού θα γίνονταν εκατομμυριούχοι»! Μήπως ο εκπαιδευτικός μιας αγροτικής περιοχής, που βρισκόταν μαζί με τους αγρότες στο καφενείο και παρότρυνε για «χρηματιστηριακές επενδύσεις», δεν έχει ευθύνη για την καλοπιστία του φτωχού αγρότη που υποθήκευσε το χωράφι του για μετοχοδάνειο; Πόσο ανταποκρίθηκε ο εκπαιδευτικός στο ρόλο του να καλλιεργήσει τη χρησιμότητα της λογοτεχνίας με αυτή την ευκαιρία, ενημερώνοντας π.χ. για το κλασικό έργο του Εμίλ Ζολά «Το χρήμα»; Πώς μπορεί να συνδέσει ορισμένη αναφορά στην πολιτική οικονομία με τη λογοτεχνία, ενημερώνοντας γα παράδειγμα για το έργο του Γ. Θεοτόκη «Για την τιμή και το χρήμα».

Εκπαιδευτικοί συχνά διαμαρτύρονται για την έλλειψη σεβασμού των μαθητών και μαθητριών τους. Ομως δεν ψάχνουν τις αιτίες.

Ηταν παραμονές απεργιακών κινητοποιήσεων που ο φιλόλογος της Α΄ Γυμνασίου εξήρε τον πατριωτισμό των Ελλήνων στη μάχη των Θερμοπυλών, όταν μια μαθήτρια τον ρώτησε, αν την επομένη θ’ απεργούσε. Απάντησε πως δεν ήξερε και η απόφασή του εξαρτιόταν από τη θέση του Συλλόγου. Ετσι εισέπραξε το σχόλιο από τη μαθήτρια: «Συγγνώμη κύριε, αλλά νομίζω πως οι καθηγητές, αν και έχετε προβλήματα, δεν έχετε προσωπική γνώμη»!

Οι καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις που στόχο έχουν τη διατήρηση και ενίσχυση του καπιταλιστικού συστήματος, αφορούν και το εκπαιδευτικό σύστημα. Γίνεται πολύς λόγος για τον εκσυγχρονισμό του. Και βέβαια, η αστική πολιτική θέλει το αστικό σχολείο να διαμορφώνει το αυριανό προλεταριάτο σχετικά πιο προσαρμοσμένο στο σύγχρονο επίπεδο των μέσων παραγωγής, π.χ. με στοιχειώδεις γνώσεις χρήσης ηλεκτρονικών μηχανημάτων. Χρειάζεται όμως και νέα ιδεολογικά επιχειρήματα ικανά να εμφανίζουν αυτές τις προσαρμογές ως τη μοναδική διέξοδο για τα παιδιά της εργατικής τάξης, να αποδέχονται το πέρασμα από τη μερική απασχόληση στο 10ωρο και περισσότερο, ν’ αποδέχονται μια αποσπασματική τεχνική γνώση απεμπολώντας το δικαίωμα στη γενική μόρφωση σε συνδυασμό με την πλήρη επαγγελματική κατάρτιση ή επιστημονική ειδίκευση, μέσα από το αποκλειστικά δημόσιο δωρεάν σύστημα παιδείας.

Επομένως και το σύγχρονο αστικό σχολείο χρειάζεται ν’ ανανεώσει τα μέσα του για να μπορέσει να λειτουργήσει ως ο βασικός μηχανισμός ιδεολογικής χειραγώγησης, σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες του κεφαλαίου. Γι’ αυτό η νομοτέλεια της «ανταγωνιστικότητας» στον καπιταλισμό διδάσκεται ήδη από το Δημοτικό σχολείο, γενικεύεται ως διδασκαλία και παιδαγωγική ο ατομισμός για όλες τις επιλογές του παιδιού, του νέου και της νέας, του αυριανού μισθωτού ή και αυτοαπασχολούμενου. Σε αυτή τη λογική εντάσσεται το κυνήγι του βαθμού, της σημαίας κλπ.

Ετσι, αντί το σχολείο να καλλιεργεί την άμιλλα, τη συλλογικότητα, την αλληλεγγύη, καλλιεργεί τον ανταγωνισμό, τον ατομισμό, την αυτοπροβολή, αλλά και τη ζήλια, την αποξένωση. Και στην αντίσταση απέναντι σε αυτή τη λειτουργία δοκιμάζεται ο εκπαιδευτικός, στην προσπάθειά του να ξεπεράσει την «ατομικιστική ηθική» και να καλλιεργήσει την «κοινωνική ηθική», το πέρασμα από το υπερφίαλο «εγώ» στην αμοιβαία κατανόηση και συμπάθεια του «εγώ+εσύ»[4].

Με τη βαθιά πεποίθηση ότι η γνώση δεν είναι εμπόρευμα αλλά κοινωνικό αγαθό, ο δάσκαλος προσφέρει απλόχερα τις γνώσεις του στην τάξη, βοηθάει τους πιο αδύνατους μαθητές, δε βάζει τις γνώσεις του στο παζάρι των «ιδιαίτερων μαθημάτων», αντιστέκεται στον πειρασμό των «Ευρωπαϊκών προγραμμάτων» και «Πρωτοβουλιών Επιχειρηματικότητας» που προωθεί η ΕΕ, το υπουργείο Παιδείας και διάφοροι «θεσμικοί» φορείς. Διεκδικεί μαζί με τους μαθητές του το δικαίωμά τους στον «ελεύθερο χρόνο», τις εναλλακτικές προϋποθέσεις δημιουργικής αξιοποίησής του.

Οι σημερινές κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες υποχρεώνουν τα παιδιά σε ποικίλες εξωσχολικές δραστηριότητες, προκειμένου να συγκεντρώσουν μόρια και πιστωτικές μονάδες που θα τους χρειαστούν μελλοντικά στην αναζήτηση εργασίας. Ετσι καταβροχθίζεται η παιδικότητά τους, ο ελεύθερος χρόνος τους γίνεται ένα διαρκές «πρέπει», με τη συναίνεση και των γονιών.

Σαν ελεύθερο χρόνο θα λογαριάσουμε το χρόνο που χρησιμοποιείται για την ατομικά επιλεγμένη δημιουργική απασχόληση, έξω από τις υποχρεωτικές σχολικές δραστηριότητες, κάτι που ξεκουράζει και καλλιεργεί ταυτόχρονα, που εξοικειώνει στη συλλογικότητα και στη γνώση με ψυχαγωγικό τρόπο, π.χ. το παιχνίδι.

Χρειάζεται ο ελεύθερος χρόνος στα παιδιά και στους νέους, όπως και στους μεγάλους, για την ατομική καλλιέργεια. Χρειάζονται δημόσιες δωρεάν υπηρεσίες που να προσφέρονται για πολιτιστική, αθλητική ενημέρωση και δραστηριότητα, που δίνουν τη δυνατότητα να γεμίζουν οι ώρες ανάπαυσης με πλούσιο, υψηλό, φωτισμένο περιεχόμενο. Πώς θα κατανικήσουμε τη διαδικασία καταπόνησης και εξευτελισμού του ανθρώπου; Η εργασία, δηλαδή η παραγωγική δραστηριότητα του ανθρώπου, παίζει στη ζωή του καθενός, όπως και της κοινωνίας, σπουδαίο ρόλο. Η ανθρώπινη κοινωνία και κατά συνέπεια το άτομο σαν μέλος της κοινωνίας αναπτύχθηκε, εξελίχθηκε μέσα στη διαδικασία της εργασίας και με αυτήν ο άνθρωπος ξεχώρισε από το υπόλοιπο ζωϊκό βασίλειο. Πέρασαν πολλές χιλιάδες χρόνια παλεύοντας ο άνθρωπος με τη φύση, με την άγνοια, τα υποτυπώδη μέσα που διέθετε. Την ανάπτυξη της παραγωγικής του δύναμης την πλήρωσε με χιλιάδες χρόνια υποδούλωσης ανθρώπου σε άνθρωπο, εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο, αποξένωσής του από τα μέσα παραγωγής και από το προϊόν της εργασίας του.

Σήμερα, παρά την ιλιγγιώδη ανάπτυξη των επιστημών, της τεχνολογίας, επομένως και της παραγωγικότητας της εργασίας, των δυνατοτήτων προστασίας και ασφάλειας του ανθρώπου από τους κινδύνους της πιο δύσκολης εργασίας, η εργασία παραμένει διαδικασία εξουθένωσης, εξευτελισμού, ακόμη και αποκτήνωσης, γιατί είναι διαδικασία υποταγμένη στις σχέσεις ατομικής ιδιοκτησίας, στις καπιταλιστικές σχέσεις εξαγοράς της μισθωτής εργατικής δύναμης από το κεφάλαιο. Η πρόοδος στην επιστήμη και στην τεχνολογία γίνονται συχνά μέσα διχασμού της προσωπικότητας (ατομικής και κοινωνικής) του ανθρώπου, ακόμη και μέσα καταστροφής του, αφού τα πάντα μετατρέπονται σε εμπορεύματα, π.χ. καλλιέργεια μεταλλαγμένων προϊόντων, εκτροφή ζώων με διοξίνες, άρρωστα ζώα (τρελές αγελάδες, νόσος των πτηνών κλπ.), μέθοδοι τεχνικής γονιμοποίησης.

Ετσι η εργασία για τον άνθρωπο κατάντησε να είναι «όχι ικανοποίηση μιας αναζήτησης, παρά μονάχα ένα μέσο για να ικανοποιήσει, έξω από αυτή, άλλες αναζητήσεις».

Είναι ανάγκη να σταματήσουμε την καταστροφή του ανθρώπου.

Αξίζει ν’ αναλάβουμε όλοι το βαρύ έργο, να νιώσει, να συνειδητοποιήσει η νεολαία ότι το γενικό νόημα της ζωής της είναι να μείνει κανείς στην υπηρεσία της ίδιας της κοινωνικής ζωής. Θέλουμε και μπορούμε να προσδοκούμε σε μια ολόπλευρα αναπτυγμένη ανθρωπότητα, που απαιτεί ένα νέο ηρωισμό και μάλιστα από κάθε άνθρωπο.

Γι’ αυτό και το βασικό είναι η ολόπλευρη καλλιέργεια του ανθρώπου, η ακαταπόνητη διαμόρφωσή του, για να γίνει συνειδητός δημιουργός της νέας κοινωνίας. Οπως είπε ο Γιάννης Ιμβριώτης, «το ανθρώπινο είδος έχει παρουσιαστεί αργά μέσα στην παγκόσμια εξέλιξη, είναι νέο, ολοζώντανο και μπροστά του ξανοίγονται απέραντοι ορίζοντες. Ζωή σημαίνει ανάταση, κίνηση, ανάπτυξη, ιστορία. Και εκείνη η ζωή που φωτίζεται από γόνιμα ιδανικά, ανθεί και γίνεται πορεία προς την ελευθερία».

Ο μεγάλος θεωρητικός και επαναστάτης του 20ού αιώνα Β. Ι. Λένιν, μετά την κατάκτηση της επαναστατικής εργατικής εξουσίας στη Ρωσία, υποστήριζε ότι τον κομμουνισμό μπορούμε να τον οικοδομήσουμε αξιοποιώντας το σύνολο των γνώσεων που έδωσε η παλιά κοινωνία, αλλά μόνο μεταρρυθμίζοντας ριζικά την εκπαίδευση, την οργάνωση και τη διαπαιδαγώγηση της νεολαίας, ώστε το αποτέλεσμα των προσπαθειών της νέας γενιάς να είναι η δημιουργία μιας κοινωνίας που να μη μοιάζει με την παλιά, δηλαδή η δημιουργία της κομμουνιστικής κοινωνίας[5].

Ο εκπαιδευτικός μπορεί και πρέπει, ατομικά και μέσα από το κίνημα του κλάδου του, ν’ ανοίγει τη συζήτηση και πάλη γι’ αυτά τα ζητήματα στους γονείς και το κίνημα γονέων και κηδεμόνων, σε άλλες εργατικές συνδικαλιστικές οργανώσεις. Ο αγώνας για το περιεχόμενο της αποκλειστικά δημόσιας δωρεάν παιδείας σε όλες τις βαθμίδες της, σε συνδυασμό με τη διεκδίκηση ελεύθερου χρόνου για τους μαθητές και τις μαθήτριες, μπορεί να γίνει κρίκος για την κινητοποίηση πλατιών εργατικών και λαϊκών δυνάμεων, για την αλλαγή της πολιτικής τους στάσης απέναντι στα κόμματα της αστικής πολιτικής είτε πρόκειται για δημοτικές και νομαρχιακές είτε για βουλευτικές εκλογές είτε για το σωματείο, την ΕΛΜΕ, την Ομοσπονδία κλπ.

Η ριζοσπαστικότητα, η πραγματική κοινωνική λειτουργία του εκπαιδευτικού, οι κομμουνιστικές αξίες του, δοκιμάζονται στη θέληση και στην ικανότητά του να θέσει και να παλέψει να γίνουν αυτές οι διεκδικήσεις υπόθεση του κινήματος των εκπαιδευτικών.


ΣημειώσειςΣημειώσεις

Η Τασία Κοντογιάννη είναι εκπαιδευτικός, μέλος της ΝΕ Βοιωτίας του ΚΚΕ.

[1] Β. Ι. Λένιν: «Λόγος στο ΙΙ Πανρωσικό Συνέδριο των Διεθνιστών Εκπαιδευτών», 18 Γενάρη 1919.

[2] Β. Ι. Λένιν: «Λόγος στο ΙΙΙ Πανρωσικό Συνέδριο της Ρωσικής Κομμουνιστικής Ενωσης Νεολαίας», 2 Οκτώβρη 1920.

[3] Ρόζα Ιμβριώτη: «Η σημερινή κρίση της παιδείας». «Παιδεία και Κοινωνία».

[4] Ο.π.

[5] Β. Ι. Λένιν:Λόγος στο ΙΙΙ Πανρωσικό Συνέδριο της Ρωσικής Κομμουνιστικής Νεολαίας», 2 Οκτώβρη 1920.