Καθώς πλησιάζει το 2010, το συμφωνημένο στην ΕΕ ορόσημο για την ολοκλήρωση των εκπαιδευτικών αναδιαρθρώσεων, το άγχος των κυβερνήσεων να παρακαμφθούν οι όποιες αντιστάσεις και να προχωρήσουν γρήγορα οι «αναγκαίες τομές» μεγαλώνει. Την ίδια στιγμή η πίεση των ιμπεριαλιστικών ενώσεων γίνεται κάθε μέρα και πιο ασφυκτική. «Η Ευρώπη κινδυνεύει να χάσει το τραίνο της ανταγωνιστικότητας», δηλώνει η Κομισιόν, «τα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια έχασαν την ηγεμονία»[1], συμπληρώνει ο ΟΟΣΑ, «η εκπαίδευση χρειάζεται όχι μόνο αναβάθμιση, αλλά επανάσταση»[2], διακηρύσσει ο ΣΕΒ. «Βιαστείτε γιατί χανόμαστε», μοιάζουν να φωνάζουν όλοι μαζί. Τι είναι όμως αυτό που κατά γενική ομολογία των αστών αναλυτών καθιστά την εκπαίδευση «έναν από τους βασικότερους συντελεστές αειφορίας σε έναν κόσμο σπάνιων πόρων»[3], έναν δηλαδή από τους πιο καθοριστικούς παράγοντες για την καπιταλιστική κερδοφορία σε συνθήκες έντονου μονοπωλιακού ανταγωνισμού και αυξημένων δυσκολιών αναπαραγωγής του κεφαλαίου;
Η απάντηση δίχως άλλο βρίσκεται στις βασικές λειτουργίες της εκπαίδευσης, ανάμεσα στις οποίες ξεχωρίζουμε εκείνες που έχουν την αμεσότερη σχέση με την οικονομία και την παραγωγή: Τη συμβολή της στην αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης και ειδικά για τα πανεπιστήμια, το ρόλο τους στην παραγωγή νέας γνώσης. Πιο συγκεκριμένα, όλη η συζήτηση που συνοδεύει την πολιτική των αναδιαρθρώσεων στην εκπαίδευση δείχνει ότι στις σημερινές συνθήκες γενικευμένης εφαρμογής της επιστήμης στην παραγωγή, το προβάδισμα στο βαθμό δεξιοτεχνίας του εργατικού δυναμικού και στην άμεση εμπορική εκμετάλλευση των αποτελεσμάτων της επιστήμης αποκτούν αποφασιστική σημασία στον αδυσώπητο ανταγωνισμό των μονοπωλίων. Βέβαια, τόσο η μεγαλύτερη επιτηδειότητα των εργαζομένων, όσο και η αμεσότερη αξιοποίηση και εφαρμογή των επιτευγμάτων της επιστήμης από μια πρώτη ματιά φαντάζουν ιδέες θετικές και ως τέτοιες το σύστημα έχει βαλθεί με περισσή επιμέλεια να τις διαφημίζει. Ενα πλήθος ειδικών, ερευνητών, αρθρογράφων, πολιτικών, στελεχών οργανισμών και επιχειρήσεων έχει επιστρατευτεί για να διαλαλεί, όπου σταθεί κι όπου βρεθεί, τα περί «κοινωνίας και οικονομίας της γνώσης», προσπαθώντας να πείσει πως ο καπιταλισμός άλλαξε και ως μέτρο της ευημερίας και της προόδου δε θέτει πια το κέρδος, αλλά τη γνώση!
Η πραγματικότητα όμως διαψεύδει και τους πιο αισιόδοξους οπαδούς αυτής της θεωρίας. Ο καπιταλισμός όχι μόνο δεν άλλαξε, αλλά άπληστος και επιθετικός όσο ποτέ επιδίδεται σε ένα ακόμη πιο ξέφρενο κυνήγι του κέρδους. Το κεφάλαιο αδιάκοπα αποδεικνύει ότι χρησιμοποιεί το υψηλότερο σε σχέση με το παρελθόν πολιτιστικο-τεχνικό επίπεδο των εργαζομένων για να αυξήσει το βαθμό εκμετάλλευσής τους. Ενώ η παραγωγικότητα της εργασίας, ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων και κυρίως του ανθρώπου, αυξάνεται ραγδαία, ενώ δηλαδή ο αναγκαίος χρόνος για την παραγωγή των υλικών αγαθών και μαζί του ο χρόνος αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης μειώνονται, ο συνολικός χρόνος εργασίας όχι μόνο δε μειώνεται, αλλά παρατείνεται στις 12 και στις 16 ώρες και ο μισθός πέφτει στα άθλια επίπεδα των 400 και 600 €, ακόμη και για το υψηλά ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, όπως είναι οι απόφοιτοι της ανώτατης εκπαίδευσης. Να λοιπόν πού οφείλεται το ενδιαφέρον των καπιταλιστών για την εκπαίδευση: Το μίγμα κατάλληλα καταρτισμένης εργατικής δύναμης και «ευέλικτων» εργασιακών σχέσεων εξασφαλίζει τέτοια αύξηση του απλήρωτου και κλεμμένου χρόνου εργασίας, που δεν την ονειρεύτηκαν ποτέ. Αυτό το αποκορύφωμα της εκμετάλλευσης είναι που κάνει τον πρόεδρο του ΣΕΒ να αναφωνεί με ενθουσιασμό και αφοπλιστική ειλικρίνεια πως «ο πιο σημαντικός συντελεστής υπεραξίας είναι η γνώση σε συνδυασμό με την ευελιξία και τη συνεχή κατάρτιση»[4].
Ωστόσο, ακόμη και από το λακωνικό αυτό απόσπασμα μπορεί κανείς να καταλάβει ότι το κεφάλαιο δεν ενδιαφέρεται για τη διεύρυνση των μορφωτικών εφοδίων των εργαζομένων γενικά. Από όλο το σύστημα της ανθρώπινης γνώσης ξεχωρίζει το πιο ωφέλιμο για τους εκμεταλλευτικούς σκοπούς του μέρος της: την εφήμερη, ευέλικτη και διαρκώς επαναλαμβανόμενη κατάρτιση που θα εφοδιάζει την εργατική δύναμη με τις επιζητούμενες δεξιότητες ακριβώς στην κατάλληλη στιγμή (just in time). Ο λόγος είναι προφανής. Δε χρειάζεται γενικευμένα τη μορφωμένη και υψηλά εκπαιδευμένη εργατική δύναμη. Χρειάζεται ορισμένο επίπεδο ειδίκευσης της εργατικής δύναμης, άμεσα προσαρμοσμένης στις ανισορροπίες και ανακατατάξεις που φέρνει η καπιταλιστική ανισομετρία, ο κύκλος της καπιταλιστικής κρίσης, ο παγκόσμιος ανταγωνισμός. Αλλωστε είναι από τις αντιφάσεις του καπιταλισμού, αφενός να χρειάζεται την αναπτυγμένη εργατική δύναμη, αφετέρου να επιβραδύνει την ανάπτυξή της.
Την αντίφαση αυτή έρχεται να συμφιλιώσει το σύστημα της «δια βίου μάθησης». Ενα σύστημα που φιλοδοξεί να υποκαταστήσει την ανάγκη για ευρύτερη γενική μόρφωση, τον πρωταρχικό δηλαδή όρο για την εξασφάλιση προωθημένων ικανοτήτων, όπως η δημιουργικότητα και η πολυμέρεια, με διαδοχικές καταρτίσεις «ευέλικτα» προσαρμοζόμενες στις «ανάγκες της αγοράς». Μόλις αυτές ξεπεραστούν, θα θεωρούνται αμαθείς και θα απολύονται για να ξανακαταρτιστούν. Αυτός εξάλλου είναι ένας εύσχημος τρόπος για να μην αποκτούν ποτέ δικαιώματα, καθώς κάθε φορά που θα επαναπροσλαμβάνονται στην ίδια ή σε άλλη επιχείρηση -και αυτό, όπως με άνεση υπογραμμίζεται, θα επαναληφθεί ως και 7 φορές στη διάρκεια της εργασιακής ζωής- θα ξεκινούν από το μηδέν, με το μισθό και τα ανύπαρκτα δικαιώματα του νεο-προσλαμβανόμενου, όπως γίνεται σήμερα στις ΗΠΑ[5].
Μόνο που το κεφάλαιο δεν αρκείται πια σε μια εργατική δύναμη που θα διεκπεραιώνει μηχανιστικά τα εργασιακά της καθήκοντα. Δεν ικανοποιείται με εργαζόμενους που παθητικά και ανόρεχτα θα ολοκληρώνουν το ωράριό τους για να «ζήσουν τη ζωή τους» μετά την εργασία και έξω από αυτή. Ζητά έναν εργαζόμενο ενεργητικό υποστηρικτή του συστήματος της υπερεκμετάλλευσης, που θα σκέφτεται για τους καπιταλιστές, πριν από τους καπιταλιστές, δρώντας ενάντια στα αντικειμενικά του συμφέροντα. Ετσι και το ιδεολογικό περιεχόμενο της εκπαίδευσης αναπροσαρμόζεται και αυτό, ώστε επιθετικά και με βιωματικές μεθόδους να εμπεδώνει από την τρυφερή ηλικία ως αυταπόδεικτες και αδιαμφισβήτητες αλήθειες τις «αξίες» της καπιταλιστικής βαρβαρότητας.
Στο άχαρο και καταθλιπτικό σχολείο που οι μαθητές αποστρέφονται και μαζί του αποστρέφονται και το ιδεολογικό του κήρυγμα, αντιπαρατίθεται ένα «νέο» τάχα σχολείο πολύ πιο δελεαστικό και ελκυστικό. Θεατρικά σκετς, παιχνίδια, εκπαιδευτικές επισκέψεις, χαρούμενες δραστηριότητες, με την ευγενική χορηγία των πολυεθνικών και τη συμμετοχή των εκπροσώπων τους, επιστρατεύονται για να εντυπωσιάσουν τους μαθητές και ύπουλα να δηλητηριάσουν τη σκέψη τους με τα αντιδραστικά μηνύματα του περιεχομένου τους. Η μάθηση της «επιχειρηματικότητας» με στόχο τον εκστασιασμό των νέων απέναντι στα τρομακτικά χαρίσματα των «επιτυχημένων» του συστήματος καταλαμβάνει περίοπτη θέση σε όλα τα εκπαιδευτικά προγράμματα από το νηπιαγωγείο ως το πανεπιστήμιο. Οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων καλούνται σε σεμινάρια «πολλαπλασιαστών» για τη διάδοση της «ανταγωνιστικότητας» και της «βιώσιμης ανάπτυξης». Οι αντιεπιστημονικές και θεοκρατικές ερμηνείες των φυσικών και ιστορικών φαινομένων κατακλύζουν τα νέα σχολικά προγράμματα και βιβλία εντείνοντας την απίστευτη σύγχυση και την αδυναμία των νέων ανθρώπων να κατανοήσουν την πραγματικότητα και την αλήθεια για τη ζωή.
Στο πλαίσιο αυτό η εκπαίδευση και το περιεχόμενό της γίνεται όλο και πιο άμεσα υπόθεση των ίδιων των καπιταλιστών που διεισδύουν σε αυτήν, όχι μόνο για να κερδοσκοπήσουν, αλλά και για να επιβάλουν με κάθε τρόπο και μέσο την «παιδαγωγική» των επιχειρήσεων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι 8 ευαγή ιδρύματα, που πίσω τους κρύβουν αντίστοιχα επιχειρηματικά μεγαθήρια, τα ιδρύματα Λαμπράκη, Μποδοσάκη, Ωνάση, Νιάρχου, Κωστόπουλου, Λεβέντη, Ευγενίδου και Εθνικής Τράπεζας, συνασπίζονται για να αναλάβουν συντονισμένη δράση γύρω από την εκπαίδευση με δύο σκέλη:
Το πρώτο περιλαμβάνει την παραγωγή εκπαιδευτικών «προϊόντων» για μαθητές και εκπαιδευτικούς με εισαγωγικά μαθήματα σε αντικείμενα όπως ο «ευρωπαϊκός πολιτισμός» και οι «κοινωνικές και οικονομικές εξελίξεις», καθώς και «καινοτόμα εκπαιδευτικά παιχνίδια στο Διαδίκτυο». Για όσους δε γνωρίζουν, σημειώνουμε ότι αντίστοιχα «εκπαιδευτικά» παιχνίδια που προσομοιώνουν πραγματικούς πολέμους διαθέτει στο Διαδίκτυο το Αμερικανικό Πεντάγωνο, στρατολογώντας μάλιστα στα επιτελεία του τους καλύτερους παίχτες, όπως πιθανά σκέφτονται να κάνουν και οι προαναφερόμενοι όμιλοι σε παιχνίδια οικονομικού πολέμου αυτή τη φορά!
Το δεύτερο σκέλος των δραστηριοτήτων αυτής της επιμορφωτικής «κοινοπραξίας» θα αφορά τη μελέτη της απασχόλησης των αποφοίτων ΑΕΙ και ΤΕΙ σε συνεργασία με το ΙΟΒΕ, το μελετητικό Ινστιτούτο του ΣΕΒ, με σκοπό την «παροχή πληροφόρησης για τους απαιτούμενους από την οικονομία και την αγορά εργασίας «εθισμούς», γνώσεις και δεξιότητες στα επιμέρους επαγγέλματα». Πρόκειται, με άλλα λόγια, για το μηχανισμό που έχει ήδη διαμορφώσει το κεφάλαιο προκειμένου να καθοδηγεί και να κατευθύνει τις διαρκείς αναπροσαρμογές στα προγράμματα σπουδών της ανώτατης εκπαίδευσης με βάση τις ανάγκες του[6].
Από όσα προαναφέρθηκαν γίνεται φανερό ότι το κεφάλαιο σήμερα επιδιώκει η εκπαίδευση πιο ανοιχτά, δυναμικά και αποτελεσματικά να συνταχθεί με τους στόχους του. Η αλήθεια είναι πως δεν ενδιαφέρεται απλά για τη σύνδεση της εκπαίδευσης με την καπιταλιστική παραγωγή και το πολιτικοϊδεολογικό της εποικοδόμημα, τα οποία ανέκαθεν υπηρετούσε και υπηρετεί το εκπαιδευτικό σύστημα. Πάνω απ’ όλα επιδιώκει τον εκσυγχρονισμό της εκπαίδευσης σύμφωνα με τις νέες ανάγκες του και όχι να διαμορφώνει στον άνθρωπο κριτήριο για να ερμηνεύει την πραγματικότητα και σε όφελός του να την αλλάζει. Αυτό το επαυξημένο καθήκον της εκπαίδευσης, είναι όλο το νόημα του γνωστού συνθήματος για «σύνδεση της εκπαίδευσης με την παραγωγή και τις ανάγκες της αγοράς εργασίας», που κάτω από τη σημαία του προωθείται η εκπαιδευτική αναδιάρθρωση.
Το μέσο για τη βελτίωση της προσαρμοστικότητας της εκπαίδευσης είναι η αποκαλούμενη «αυτοτέλεια», «αυτοδιοίκηση», «αυτονομία» ή «αποκέντρωση» των εκπαιδευτικών μονάδων (ΑΕΙ-ΤΕΙ και σχολείων). H ανάθεση δηλαδή μεγάλου μέρους της ευθύνης για τη χρηματοδότηση, τη λειτουργία, τους προσανατολισμούς κάθε εκπαιδευτικού ιδρύματος στο εκπαιδευτικό προσωπικό, τους εκπαιδευόμενους, τους γονείς, την «τοπική κοινωνία» και τους «παραγωγικούς φορείς», όπως αποκαλούνται οι επιχειρήσεις. Ο λόγος είναι ότι αυτού του είδους η «αυτονομία» αυξάνει την ευαισθησία των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων στις απαιτήσεις των «πελατών», αφού η συντήρηση ή η ανάπτυξή τους εξαρτώνται άμεσα από τη «ζήτηση» των εκπαιδευτικών ή ερευνητικών «προϊόντων» τους. Τα «αποκεντρωμένα» σχολεία για παράδειγμα θα παραμερίζουν πιο εύκολα τη γενική μόρφωση σε όφελος των δεξιοτήτων που ζητά η αγορά, για να γίνονται πιο προσφιλή στις επιχειρήσεις εξασφαλίζοντας μεγαλύτερη χρηματοδότηση. Αντίστοιχα στα «οικονομικά αυτοτελή» ανώτατα ιδρύματα θα είναι όρος ύπαρξης, αντί για την ανάπτυξη της έρευνας και την καλλιέργεια της επιστήμης, η διαρκής αναπροσαρμογή των τμημάτων, των προγραμμάτων και του περιεχόμενου της διδασκαλίας τους σύμφωνα με τις παροδικές απαιτήσεις των επιχειρήσεων, αφού, έστω και προσωρινά, οι απόφοιτοί τους μπορεί να απορροφώνται ευκολότερα από την «αγορά» και έτσι θα προσελκύονται περισσότεροι φοιτητές, άρα και περισσότεροι πόροι από δίδακτρα και κρατική χρηματοδότηση. Ορος ύπαρξης των «αυτοτελών» ιδρυμάτων θα είναι ακόμη να προσφέρουν αφειδώς επιστημονική κάλυψη σε καθετί που ωφελεί τα άμεσα κέρδη των επιχειρήσεων ή το καπιταλιστικό σύστημα γενικά, παραβιάζοντας νομοτέλειες και παρακάμπτοντας αβασάνιστα πια τους όποιους ηθικούς ενδοιασμούς και αναστολές του παρελθόντος, αφού από αυτό θα εξαρτάται ο βιοπορισμός τους. Τα ίδια άλλωστε επιβεβαιώνει και η Κομισιόν, αναφέροντας ότι «τα πιο αποκεντρωμένα εκπαιδευτικά συστήματα είναι ταυτόχρονα και τα πιο ευέλικτα, αυτά που προσαρμόζονται πιο γρήγορα και επιτρέπουν να αναπτυχθούν νέες μορφές συμπράξεων και συνεργασιών»[7], εξυπακούεται με τις επιχειρήσεις. Οι κατευθύνσεις αυτές προωθούνται ήδη πυρετωδώς στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας μας.