Ο Κυριάκος Ιωαννίδης είναι κοινωνιολόγος, μέλος του Τμήματος Παιδείας της ΚΕ του ΚΚΕ.
[1] Οταν κάνουμε λόγο για τον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας εννοούμε την υποχρεωτική-αντικειμενική τοποθέτηση ομάδων ανθρώπων σε μια εργασία και όχι τον τεχνικό καταμερισμό της εργασίας που συνδέεται με το διαχωρισμό των εργασιών στα πλαίσια μιας παραγωγικής μονάδας. Ο Μαρξ μάλιστα γράφει ότι καταμερισμός της εργασίας «…δεν είναι η διαίρεση της εργασίας ανάμεσα σ’ έναν αριθμό ατόμων, αλλά η υποχρέωση κάθε ατόμου να κάνει την ίδια δουλειά· είναι ένας πολλαπλασιασμός της ίδιας δουλειάς…». Είναι «…η οικονομική έκφραση της κοινωνικής φύσης της εργασίας μέσα στην αποξένωση». Καρλ Μαρξ: «Οικονομικά και Φιλοσοφικά Χειρόγραφα», σελ. 87 και 154, εκδόσεις «Γλάρος».
[2] Φυσικά δεν είναι τυχαίο ότι τα έργα των Σοφιστών δε διασώθηκαν αυτούσια στις μέρες μας παρά μόνο μέσα από την αντιπαράθεση με τους Σωκράτη και Πλάτωνα και τους γνωστούς διαλόγους τους.
[3] Χαρακτηριστικό παράδειγμα το έργο του Αγιου Αυγουστίνου (354-430 μ.Χ.) «Η πολιτεία του Θεού», που γράφτηκε στην περίοδο μετάβασης από το δουλοκτητικό στο φεουδαρχικό κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, όπου αντιπαραθέτει δύο πολιτείες, του ανθρώπου και του Θεού, τις οποίες όμως τοποθετεί εξίσου στον επίγειο κόσμο. Στο έργο αυτό, αν και γίνεται μια κριτική στην κατάσταση της αρχαίας Ρώμης και στα φαινόμενα γενικής κρίσης του υπάρχοντος κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, γίνεται σε τελική ανάλυση αποδεκτή η ανάγκη της κρατικής εξουσίας η οποία πρέπει να περιφρουρεί τη βία που υπάρχει στην κοινωνία και η οποία οφείλεται στη φθορά του ανθρώπου και στην αμαρτία.
[4] Οι θεωρίες των διαφωτιστών και των πρόδρομών τους έχουν ως κοινό σημείο -και παρά τις μερικές φορές σημαντικές διαφωνίες τους- τη θεωρία του «κοινωνικού συμβολαίου», σύμφωνα με την οποία η κοινωνία δημιουργείται από τη συνένωση των -ελεύθερων από τη φύση τους- ανθρώπων, με σκοπό την περιφρούρηση της ατομικής ελευθερίας τους, την ανάπτυξη του εμπορίου κλπ. Ουσιαστικά η αντίληψη αυτή βλέπει σε κάθε άνθρωπο τον αστό, κάτοχο μέσων παραγωγής και από αυτή την άποψη, παρόλο το συγκεκριμένο ιστορικά προοδευτικό χαρακτήρα της, είναι εγκλωβισμένη γενετικά από τη θεώρηση των αστικών σχέσεων παραγωγής ως αιώνιων και αναλλοίωτων που ανταποκρίνονται στην «ανθρώπινη φύση». Κριτική στη θεωρία του «κοινωνικού συμβολαίου» έκανε και ο Χέγγελ (ο οποίος είχε μια βαθύτερη αίσθηση των ορίων του καπιταλιστικού συστήματος και ταυτόχρονα μια πιο διεισδυτική ματιά στα γεγονότα της Γαλλικής Επανάστασης), κρίνοντας αυτή την αντίληψη ως αφαίρεση, η οποία δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική ζωή της αστικής κοινωνίας και στην ανάγκη να θεωρηθεί το κράτος, όχι ως άθροισμα ατομικών βουλήσεων, αλλά ως αυθύπαρκτη πραγματικότητα που αντλεί την αναγκαιότητά της από την κίνηση του Πνεύματος.
[5] O Κοντ διέκρινε την ιστορία της ανθρωπότητας σε τρία στάδια: το θεολογικό, το μεταφυσικό και το θετικό. Υιοθέτησε ως κριτήριο γι’ αυτό το διαχωρισμό τη διανοητική κατάσταση μιας κοινωνίας. Κατ’ αυτό τον τρόπο ανήκει στη μεγάλη ομάδα των αστών στοχαστών που την ιστορική εξέλιξη την είδαν ως προϊόν της πνευματικής πορείας του ανθρώπου και υπό μια έννοια αποτελούν τους πρόδρομους των σύγχρονων αστών διανοητών που κάνουν λόγο για «κοινωνία της γνώσης», «κοινωνία της πληροφορίας», κλπ.
[6] Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος πρώτος, σελ. 21, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[7] Καρλ Μαρξ: «Ο εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», σελ. 76, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[8] Πρόκειται για μια «ουδετερότητα», η οποία εκφράζει όχι μόνο ένα οργανωμένο σχέδιο παραπλάνησης των μαζών και απόσπασής τους από την ταξική πάλη, αλλά κυρίως την απομόνωση των παραγωγικών δυνάμεων από τις σχέσεις παραγωγής που καθορίζουν τη φύση ενός κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Ετσι, οι παραγωγικές δυνάμεις υποτίθεται ότι καθορίζουν μονοσήμαντα τις εξελίξεις στην κοινωνία και από αυτή την άποψη η αστική κοινωνική επιστήμη συναντά το ανυπέρβλητο όριο των ταξικών σχέσεων που δεν αναλύει και έτσι καταλήγει σε μια αντίληψη περί ουδετερότητας.
[9] Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», πρώτος τόμος, σελ. 92.
[10] Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», πρώτος τόμος, σελ. 85.
[11] Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τρίτος τόμος, σελ. 1016.
[12] Καρλ Μαρξ: «Η αθλιότητα της Φιλοσοφίας», σελ. 118, εκδόσεις «Νέοι Στόχοι».
[13] Αν και επιχειρείται να παρουσιαστεί η θεωρία του Βέμπερ για τη γένεση του καπιταλισμού ως συμπληρωματική με αυτή του Μαρξ για την πρωταρχική συσσώρευση, αξίζει να τονίσουμε ότι δεν πρόκειται για μια απλή συμπλήρωση του πολιτιστικού στοιχείου (Βέμπερ) στο οικονομικό στοιχείο (Μαρξ). Το κύριο στην προκείμενη περίπτωση είναι ότι ο Βέμπερ θεωρεί ότι η συσσώρευση του κεφαλαίου έπεται αιτιακά της καπιταλιστικής νοοτροπίας που δημιουργείται μέσω της προτεσταντικής ηθικής. Αν και ο ίδιος τόνιζε ότι η θεωρία του αναλύει τη μια πλευρά της πραγματικότητας (πολιτιστική), δεν έπαψε να αντιπαραθέτει την άποψή του στο μονισμό της μαρξιστικής διδασκαλίας.
[14] Μαξ Βέμπερ: «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», σελ. 45, εκδόσεις «Gutenberg».
[15] Μαξ Βέμπερ: «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», σελ. 47-48, εκδόσεις «Gutenberg».
[16] «Η αντίληψη του Max Weber, η οποία προβλήθηκε εξιδανικευμένα σαν εναλλακτική πρόταση απέναντι στο μαρξισμό και εμπεριέχει τις βασικές συντεταγμένες της σύγχρονης αστικής κοινωνικής θεωρίας, σαν πολιτική ιδεολογία ήταν ένα φαινόμενο της κρίσης του φιλελευθερισμού». Aντρας Γκέντε: «Η Φιλοσοφία της Κρίσης», σελ. 224, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[17] Εχει ιδιαίτερη αξία να δούμε πώς συνεχίζεται αυτή η βεμπεριανή παράδοση από τους σημερινούς αστούς κοινωνικούς επιστήμονες. Στο βιβλίο «Οι Κοινωνικές Επιστήμες. Μια Εισαγωγή» του Π. Γέμτου, που δίνεται στους φοιτητές του τμήματος Μεθοδολογίας Ιστορίας και Θεωρίας της Επιστήμης, γράφεται: «Αξιολογική ουδετερότητα της επιστήμης στην αναλυτική παράδοση σημαίνει κυρίως: δεν υπάρχει επιστημονική θεμελίωση μιας ορισμένης στάσης μας απέναντι στον κόσμο, ή αλλιώς δεν είναι δυνατό να παραχθεί λογικά ένα σύστημα αξιών από προτάσεις που περιγράφουν και εξηγούν τον κόσμο» (σελ. 21).
[18] Ο Βέμπερ παίρνει μέρος μόλις τον Ιούλιο του 1918 σε συνέδριο για το σοσιαλισμό που διοργάνωσαν οι αξιωματικοί του αυτοκρατορικού αυστριακού στρατού και έθεσε στο επίκεντρο των προβληματισμών του τον τρόπο με τον οποίο έπρεπε να αναχαιτιστεί η Οκτωβριανή επανάσταση.
[19] Μαξ Βέμπερ: «Η προτεσταντική ηθική και το πνεύμα του καπιταλισμού», σελ. 160.
[20] Κατά την ίδια ιστορική περίοδο αναπτύσσεται το ρεύμα του νεοθετικισμού, το οποίο αρχικά εντάσσεται στον τομέα της γνωσιοθεωρίας, αλλά αργότερα θα επεκταθεί στο σύνολο των φιλοσοφικών κλάδων.
[21] Σύμφωνα με τη Μαρία Ν. Αντωνοπούλου, στο βιβλίο της «Θεωρία και Ιδεολογία στη σκέψη των κλασσικών της Κοινωνιολογίας», εκδ. «Παπαζήση», σελ. 253, «Ο ανθρώπινος νους, πίστευε ο Βέμπερ, δεν μπορεί να συλλάβει την πολλαπλότητα που χαρακτηρίζει την εμπειρική πραγματικότητα. Πρώτον, γιατί η εμπειρική πραγματικότητα βρίσκεται σε διαρκή και αέναη ροή και ακόμα γιατί η εμπειρική πραγματικότητα συντίθεται από άπειρα στοιχεία και χαρακτηριστικά, που είναι αδύνατον για τον πεπερασμένο άνθρωπο ακόμα και να αριθμήσει. Επίσης, καμιά κανονικότητα ή επανάληψη δεν χαρακτηρίζει τα γεγονότα ή τα συμβάντα της εμπειρικής πραγματικότητας, έτσι που η επαγωγική μέθοδος να είναι ανεφάρμοστη. Αλλά επίσης, ο ανθρώπινος νους είναι ικανός να επεξεργαστεί μόνο κάτι το “συγκεκριμένο” και άμεσα “δοσμένο”. Ενα συγκεκριμένο δηλαδή εμπειρικό αντικείμενο».
[22] Από αυτή την άποψη, ο λόγος του Βέμπερ χαρακτηρίζεται από την ταυτόχρονη ύπαρξη τόσο θετικιστικών στοιχείων (άρνηση της αντικειμενικότητας των κοινωνικών νόμων και της δυνατότητας του ανθρώπου να γνωρίσει την ουσία τους), όσο και στοιχείων από τη Φιλοσοφία της Ζωής (ρεύμα που συνδέεται με την υπαρξιστική φιλοσοφία και χαρακτηρίζεται από την απαισιόδοξη σύλληψη της μοίρας του ανθρώπου στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο).
[23] Θεμελιωτής της δομολειτουργικής ανάλυσης στη μη μαρξιστική κοινωνιολογία είναι ο Γάλλος Εμίλ Ντυρκαίμ (Emile Durkheim, 1858-1917), ο οποίος κατά μια έννοια αποτελεί και τον πρώτο κοινωνιολόγο με την αυστηρή έννοια του όρου, αφού καθιέρωσε την ιδιαίτερη θέση της κοινωνιολογίας ανάμεσα στις επιστήμες του ανθρώπου και αρνήθηκε να προσεγγίζει τα κοινωνικά φαινόμενα με βιοψυχολογικούς όρους. Εισήγαγε την έννοια της λειτουργίας σε ένα κοινωνικό σύνολο, τονίζοντας ότι μέσω αυτής ένα κοινωνικό φαινόμενο αντιστοιχεί προς μια ορισμένη ανάγκη του κοινωνικού συστήματος ως συνόλου. Ταυτόχρονα, θέτοντας στο προσκήνιο την κοινωνική ουσία της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ψυχολογίας, αποτελεί τον πρόδρομο της σημερινής κοινωνικής ψυχολογίας. Αντιδρώντας στο ρεύμα της «φιλοσοφίας της ζωής», έθεσε ως αντικείμενο της κοινωνιολογίας τα κοινωνικά γεγονότα που υπάρχουν έξω από το άτομο και έχουν αντικειμενική και υποχρεωτική ισχύ απέναντι σε αυτό. Ωστόσο, χωρίς να μπορεί να εξακριβώσει τον ιδιαίτερο χαρακτήρα των κοινωνικών φαινομένων και επηρεαζόμενος από το ρεύμα του θετικισμού, διατύπωσε την άποψη ότι τα «κοινωνικά φαινόμενα πρέπει να αντιμετωπίζονται ως πράγματα». Η συμβολή του στην ανάπτυξη της κοινωνικής επιστήμης είναι σημαντική, καθώς επιχείρησε να συγκροτήσει ένα αυστηρό σύστημα ανάλυσης των κοινωνικών γεγονότων. Ωστόσο, αν και αναγνώριζε τη σημασία μερικών βασικών ιδεών του ιστορικού υλισμού, γενικά απέρριπτε το επαναστατικό περιεχόμενό του και τον ερμήνευε διαστρεβλωμένα ως «οικονομικό υλισμό». Από αυτή την άποψη μάλιστα αρνιόταν τον τίτλο του υλιστή για τον εαυτό του και ανήγαγε τους υλικούς παράγοντες της κοινωνικής ζωής πέρα από την εργασία, στον οικολογικό και δημογραφικό τομέα.
[24] Ο όρος δομή δεν είναι ίδιος με τη μαρξιστική κατηγορία της βάσης. Η δομή για την αστική κοινωνιολογία σημαίνει ότι υπάρχουν γενικά, σε όλες τις κοινωνίες, τρόποι και σχέσεις με τους οποίους μια κοινωνία αποκτά συνοχή και γίνεται διακριτή. Κάποιοι θεωρούν ως διαχρονική δομή τη γλώσσα, άλλοι τις εξουσιαστικές σχέσεις, ωστόσο όλοι ξεπέφτουν στον ιδεαλισμό, αφού εντοπίζουν στη δομή διαχρονικά-υπεριστορικά στοιχεία και δεν την εξετάζουν με βάση τις σχέσεις παραγωγής κάθε κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού.
[25] Ακραία εφαρμογή αυτής της κοινωνιολογικής θεωρίας μπορεί να θεωρηθεί η φιλολογία περί «κοινωνικού αυτοματισμού», δηλαδή η προσπάθεια των πολιτικών και γενικότερα ιδεολογικών εκπροσώπων της αστικής τάξης να πείσουν ότι η κάθε οξυμένη μορφή της ταξικής πάλης έχει αρνητικό αντίκτυπο στο σύνολο της κοινωνίας και ιδιαίτερα στους υπόλοιπους εργαζόμενους. Πέρα από το σαφή προπαγανδιστικό χαρακτήρα του παραπάνω επιχειρήματος, έχει σημασία να αναδειχτεί και η προσέγγιση της καπιταλιστικής κοινωνίας ως καλοκουρδισμένου ρολογιού, δηλαδή ως συστήματος με εγγενείς δυνατότητες αυτορύθμισης.
[26] Λ. Αλτουσέρ: «Για τον Μαρξ», σελ. 227, εκδόσεις «Γράμματα».
[27] Ο Αλτουσέρ διακρίνει την ιδεολογία από την επιστήμη και ταυτίζει την πρώτη με την φενακισμένη συνείδηση. Ετσι, δε δέχεται ότι μπορεί να υπάρξει επιστημονική ιδεολογία, δηλαδή ιδεολογία της εργατικής τάξης, όπως αυτή εκφράζεται μέσω του Επιστημονικού Κομμουνισμού.
[28] Λ. Αλτουσέρ: «Για τον Μαρξ», σελ. 231, εκδόσεις «Γράμματα».
[29] Καρλ Μαρξ: «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», σελ. 156, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[30] Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς: «Διαλεκτά Εργα», τόμος δεύτερος, σελ. 585-586.
[31] Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς: «Διαλεκτά Εργα», τόμος δεύτερος, σελ. 544.
[32] Καρλ Μαρξ: «Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη», σελ. 11, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[33] «Πρόλογος της Κριτικής της Πολιτικής Οικονομίας», «Διαλεκτά Εργα», τόμος πρώτος, σελ. 424.
[34] Γράμμα στον Μπλοχ, 21-22 Σεπτεμβρίου 1890, «Διαλεκτά Εργα», τόμος δεύτερος, σελ. 572-573.
[35] Γράμμα στο Μέρινγκ, 14 Ιουλίου 1893, «Διαλεκτά Εργα», τόμος δεύτερος, σελ. 584.
[36] Καρλ Μαρξ: «Το Κεφάλαιο», τόμος πρώτος, σελ. 95-96.
[37] Γράμμα στο Στάρκενμπουργκ, 25 Ιανουαρίου 1894, «Διαλεκτά Εργα», τόμος δεύτερος, σελ. 594.
[38] Για τα ζητήματα που άπτονται των θεωρητικών κατασκευών που επιδιώκουν να συσκοτίσουν την ιστορική επικαιρότητα του σοσιαλισμού-κομμουνισμού και το χαρακτήρα της εποχής μας, ως εποχή μετάβασης από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό, όπως: «Η μεταβιομηχανική κοινωνία», «Το τέλος της εργατικής τάξης», «Η ανυπαρξία καπιταλιστικής εκμετάλλευσης στον τομέα της πνευματικής εργασίας», βλ. ΚΜΕ: «Προσεγγίσεις στην κατάσταση της εργατικής τάξης στην Ελλάδα», σελ. 90-116, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[39] Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι εξαλείφεται η μορφή οργάνωσης της παραγωγής στη βάση της αλυσίδας και κυρίως η βασική τάση του καπιταλισμού που είναι η κοινωνικοποίηση της παραγωγικής διαδικασίας.
[40] Κατά τους μεταμοντέρνους, με τον όρο αφήγηση υποδηλώνεται η φιλοσοφική στάση απέναντι στα ερωτήματα της φύσης των πραγμάτων και της γνωσιμότητας του κόσμου. Ακόμα, με τον όρο μετααφήγηση, ορίζεται η νομιμοποίηση της επιστήμης μέσω της φιλοσοφίας. Σύμφωνα με αυτούς, ο ρόλος της φιλοσοφίας αλλάζει και διέρχεται μια κρίση η οποία αντιστοιχεί στην μεταμοντέρνα κατάσταση της γνώσης. Μια τέτοια σύλληψη της σχέσης επιστήμης και φιλοσοφίας δεν είναι νέα, βασίζεται στην ψευδεπίγραφη αντιπαράθεση επιστήμης- φιλοσοφίας που συναντάμε στη θετικιστική σκέψη, η οποία γίνεται ακόμα πιο έντονη στη νεοθετικιστική μετεξέλιξη της φιλοσοφίας σε έρευνα των γλωσσικών προβλημάτων. Η μεταμοντέρνα δυσπιστία στις μετααφηγήσεις, άρα στη φιλοσοφία, συμβαδίζει με την πιο χαρακτηριστική τάση της σύγχρονης αστικής σκέψης (νεοθετικισμό ) η οποία θεωρεί τα προβλήματα της φιλοσοφίας «ψευδοπροβλήματα», δημιουργημένα από την αποπροσανατολιστική επίδραση της γλώσσας στη νόηση...
[41] Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ: «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», σελ. 56, εκδόσεις «Γνώση».
[42] Ζαν Φρανσουά Λυοτάρ: «Η μεταμοντέρνα κατάσταση», σελ. 57, εκδόσεις «Γνώση».
[43] Για μια συνολικότερη θεώρηση του Μεταμοντέρνου ρεύματος, βλ. ΚΟΜΕΠ 4/2001, το άρθρο «Το μεταμοντέρνο: άλλο ένα οριστικό αδιέξοδο».
[44] Στο σημείο αυτό δεν μπορούμε παρά να μνημονεύσουμε το φιλοσοφικό έργο του Λένιν, το οποίο πραγματοποιήθηκε μέσα στο καμίνι της ταξικής πάλης στη Ρωσία. Είναι φανερό ότι χωρίς την ξεκάθαρη διατύπωση των μαρξιστικών θέσεων τόσο για τη φύση όσο και για την κοινωνία, δε θα μπορούσαν οι μπολσεβίκοι να καθοδηγούνται από μια επιστημονική θεωρία που θα τους έδινε τη δυνατότητα να έχουν επιτυχημένη επαναστατική δράση.
[45] Η αντιπαράθεση με τον ιδεαλισμό και τον εμπειρισμό (στην Ιστορία) επικεντρώνεται στο μεθοδολογικά αφετηριακό σημείο εξήγησης της Ιστορίας. Καθοδηγητικό νήμα στην προσέγγιση του αφετηριακού σημείου ανάλυσης του κοινωνικού Είναι αποτελεί η αντίστιξη από τον Marx ανάμεσα σε φυσικές και οικονομικές επιστήμες στον πρόλογο της πρώτης έκδοσης του έργου «Το Κεφάλαιο» (1867), όπου τη δύναμη του πειράματος αντικαθιστά η δύναμη της αφαίρεσης. Ωστόσο πρόκειται για μια αφαιρετική διαδικασία υλιστικής κατεύθυνσης, εφόσον (είτε στη Γερμανική Ιδεολογία είτε πιο ιδιαίτερα στο Κεφάλαιο) αφετηρία της είναι το υλικά συγκεκριμένο -ιδωμένο ως το όριο διαίρεσης του προς εξέταση οργανικού όλου, έξω από τα πλαίσια του οποίου παύει να υφίσταται το δοσμένο αντικείμενο- όπως δίνεται άμεσα στην αντίληψη, στη ζωντανή εποπτεία. Συγκεκριμένα, το αφετηριακό σημείο στη «Γερμανική Ιδεολογία» είναι «…τα πραγματικά άτομα, η δραστηριότητά τους και οι υλικοί όροι της ζωής τους […] προϋποθέσεις -που- μπορούν επομένως να επαληθευθούν με καθαρά εμπειρικό τρόπο». («Η Γερμανική Ιδεολογία», τόμος πρώτος, σελ. 60-61). Η πρώτη παράγραφος στο «Κεφάλαιο» ξεκινά με τη διατύπωση: «Ο πλούτος των κοινωνιών όπου κυριαρχεί ο κεφαλαιοκρατικός τρόπος παραγωγής εμφανίζεται σαν ένας “τεράστιος σωρός από εμπορεύματα”, και το ξεχωριστό εμπόρευμα σαν η στοιχειώδικη μορφή του. Γι’ αυτό, η έρευνά μας αρχίζει με την ανάλυση του εμπορεύματος» («Το Κεφάλαιο», τόμος πρώτος, σελ. 49).
[46] Και οι δύο χαρακτηρισμοί, (του εμπειρισμού και του ιδεαλισμού, αντίστοιχα) βρίσκονται στη «Γερμανική Ιδεολογία», τόμος πρώτος, σελ. 68.
[47] «Η Γερμανική Ιδεολογία», τόμος πρώτος, σελ. 74-75.
[48] Β. Ι. Λένιν: «Τι είναι οι “Φίλοι του Λαού” και πώς πολεμούν τους σοσιαλδημοκράτες», σελ. 16-17, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[49] Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς: «Διαλεκτά Εργα», τόμος πρώτος, σελ. 424.
[50] Κ. Μαρξ - Φ. Ενγκελς: «Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος», σελ. 18-19, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[51] Καρλ Μαρξ: «Οι ταξικοί αγώνες στη Γαλλία από το 1848 ως το 1850», σελ. 141, εκδόσεις «Σύγχρονη Εποχή».
[52] Π. Ν. Τζερμιάς, «Ο Μαρξισμός από τον “υπαρκτό σοσιαλισμό” στην “παγκοσμιοποίηση”», σελ. 27, εκδόσεις «Ι. Σιδέρη», Αθήνα 2002.
[53] Π. Ν. Τζερμιάς, «Ο Μαρξισμός από τον “υπαρκτό σοσιαλισμό” στην “παγκοσμιοποίηση”», σελ. 23, εκδόσεις «Ι. Σιδέρη», Αθήνα 2002.