Οι θεωρητικοί του μαρξισμού, του διαλεκτικού και ιστορικού υλισμού, Κ. Μαρξ, Φ. Ενγκελς, Β. Ι. Λένιν, αναπτύσσοντας τη μαρξιστική - λενινιστική κοσμοθεωρία, αναφέρονταν συχνά στο δίκαιο ως στοιχείο του εποικοδομήματος και τη σχέση του με την οικονομική βάση του συστήματος.
Πρώτος σταθμός το «Κομμουνιστικό Μανιφέστο», όπου οι Μαρξ και Ενγκελς, απευθυνόμενοι στην αστική τάξη, διακήρυτταν ότι «το δίκαιό σας είναι η θέληση της τάξης σας που αναγορεύτηκε σε νόμο, θέληση που το περιεχόμενό της καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξης της τάξης σας»[1].
Στον επόμενο σταθμό, στο έργο του «Κριτική της πολιτικής οικονομίας», ο Κ. Μαρξ μιλάει για το δίκαιο κάθε κοινωνίας χρησιμοποιώντας τον όρο «νομικό εποικοδόμημα»:
«Κατά τη διαδικασία της παραγωγής του κοινωνικού προϊόντος, της ανταλλαγής και της διανομής των υλικών αγαθών ανάμεσα στους ανθρώπους αναπτύσσονται υλικές αντικειμενικές σχέσεις, σχέσεις παραγωγής, σχέσεις κοινωνικές αντικειμενικές, ανεξάρτητες από τη συνείδηση. Το σύνολο των σχέσεων παραγωγής αποτελεί το οικονομικό οικοδόμημα της κοινωνίας, την υλική βάση που πάνω της υψώνεται ένα νομικό και πολιτικό εποικοδόμημα και που σε αυτήν αντιστοιχούν ορισμένες πάλι μορφές κοινωνικής συνείδησης.
Οταν μεταβάλλεται η οικονομική βάση ανατρέπεται λιγότερο ή περισσότερο, γρηγορότερα ή αργότερα ολόκληρο το τεράστιο εποικοδόμημα. Οταν αντικρίζουμε τέτοιου είδους ανατροπές πάντα θα πρέπει να ξεχωρίζουμε την υλική ανατροπή των οικονομικών όρων παραγωγής από τις νομικές, πολιτικές, θρησκευτικές, καλλιτεχνικές ή φιλοσοφικές, κοντολογίς “από τις ιδεολογικές μορφές που με αυτές συνειδητοποιούν οι άνθρωποι τη σύγκρουση και την αποτελειώνουν”»[2].
Στο απόσπασμα αυτό δίνεται μεγάλη έμφαση στη σχέση δικαίου - οικονομικής βάσης και ξεκαθαρίζεται ότι οι σχέσεις παραγωγής είναι αυτές που αποτελούν τη βάση, το πλαίσιο που καθορίζει το δίκαιο. Οι νομικές σχέσεις ανήκουν στο εποικοδόμημα.
Ο Λένιν, αναπτύσσοντας παραπέρα το μαρξισμό, όριζε το νόμο ως «την έκφραση της θέλησης των κυρίαρχων τάξεων» και αναδείκνυε αδιάκοπα τον ταξικό χαρακτήρα του δικαίου, τη σχέση του με την κυρίαρχη τάξη κάθε κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Σημειώνοντας τη σχέση νομικού εποικοδομήματος - βάσης έλεγε ότι ο «νόμος είναι μέτρο πολιτικό, είναι πολιτική. Κανένα πολιτικό μέτρο δεν μπορεί να απαγορεύσει την οικονομία»[3].
Ακριβώς για να υπογραμμίσει ότι το δίκαιο στον καπιταλισμό εκφράζει τη θέληση της αστικής τάξης και ότι μόνο σε αυτά τα όρια μπορεί να κινηθεί η νομοθεσία, έγραφε πως «δεν υπάρχει κανένα κράτος, έστω και το πιο δημοκρατικό που να μην έχει στο Σύνταγμά του παραθυράκια και επιφυλάξεις που εξασφαλίζουν στην αστική τάξη τη δυνατότητα να κινητοποιεί στρατεύματα ενάντια στους εργάτες, να κηρύττει το στρατιωτικό νόμο κλπ.»[4].
Επομένως μπορούμε να συνοψίσουμε στις εξής θέσεις: Το δίκαιο -σε κάθε κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό- συνδέεται άρρηκτα με τη θέληση της κυρίαρχης τάξης, με τη συνειδητή συμπεριφορά της, η οποία όμως, βέβαια, καθορίζεται από τις υλικές συνθήκες ύπαρξής της. Η θέληση αυτή έχει ως περιεχόμενο τη διασφάλιση του κυρίαρχου τρόπου παραγωγής, τη διατήρηση της κυριαρχίας της άρχουσας τάξης πάνω στην καταπιεζόμενη τάξη, ώστε να προωθούνται τα συνολικά συμφέροντά της. Οι νομικές σχέσεις κατοχυρώνουν, ως μορφή κοινωνικής συνείδησης, τις υφιστάμενες κυρίαρχες οικονομικές σχέσεις. Οι νόμοι αποτελούν τη μορφή της θέλησης της κυρίαρχης τάξης. Η νομοθεσία, αλλά και η εφαρμογή των νόμων στην πράξη, όπου χρειάζεται και με μέτρα εξαναγκασμού, αποτελούν μονοπώλιο της ταξικής κρατικής εξουσίας.
Επομένως, το δίκαιο σε μια κοινωνία δε ρυθμίζει την ικανοποίηση των συμφερόντων της κοινωνίας συνολικά ούτε μπορεί να συμφιλιώσει τα αντικρουόμενα ταξικά συμφέροντα.
Είναι χαρακτηριστικός ο ορισμός που δίνεται από το σοβιετικό νομικό Π. Ι. Στούτσκα: «Το δίκαιο είναι ένα σύστημα[5] (καθεστώς) κοινωνικών σχέσεων που αντιστοιχεί στα συμφέροντα της κυρίαρχης τάξης και προστατεύεται με την οργανωμένη δύναμη της τάξης αυτής»[6].
Το ότι το δίκαιο προστατεύεται από το αστικό κράτος («την οργανωμένη δύναμη» της αστικής τάξης) δε σημαίνει ότι κάθε κανόνας δικαίου εφαρμόζεται, όπως θεσπίστηκε. Συχνά κάποιοι κανόνες δικαίου δεν εφαρμόζονται είτε γιατί το κράτος επιλέγει να μην τους εφαρμόσει αφού είναι ξεπερασμένοι από τη ζωή είτε για λόγους τακτικής απέναντι στο λαϊκό κίνημα, όταν εκτιμά ότι η εφαρμογή τους δεν είναι άμεσης προτεραιότητας. Συχνό είναι επίσης το φαινόμενο να μην εφαρμόζεται η νομοθεσία που υποτίθεται ότι παρέχει δικαιώματα στην εργατική τάξη. Σήμερα αυτό παρατηρείται πιο έντονα γιατί η ανάγκη της αστικής τάξης για την κερδοφορία του κεφαλαίου απαιτεί την καταπάτηση της νομοθεσίας που άλλοτε εξυπηρετούσε την ανάπτυξη του καπιταλισμού, σε συνθήκες που κάτω από την πίεση της ταξικής πάλης ενσωμάτωνε διεκδικήσεις της εργατικής τάξης.
Η στενή και άρρηκτη σχέση του δικαίου με το κράτος και την κυρίαρχη τάξη αναδεικνύει με ανάγλυφο τρόπο την ιστορικότητα του δικαίου. Η αστική νομική σκέψη παρουσιάζει το δίκαιο ως ένα αιώνιο, εξωιστορικό φαινόμενο που συνόδευε τον άνθρωπο από τότε που δημιουργήθηκε η κοινωνία και που αποτελεί προϋπόθεση για τη συνέχιση της ύπαρξης της ανθρώπινης κοινωνίας. Διδάσκουν ότι το κράτος και το δίκαιο διασφαλίζουν κοινωνική συμβίωση και ότι θα υπάρχουν όσο υπάρχει κοινωνία. Ομως το κράτος εμφανίστηκε ως νομοτελειακό αποτέλεσμα της γέννησης των τάξεων και της ταξικής πάλης. «Είναι προϊόν εκδήλωσης του ασυμβίβαστου των ταξικών αντιθέσεων», όπως γράφει ο Ενγκελς. «Το κράτος βγήκε από ανάγκη χαλιναγώγησης των ταξικών αντιθέσεων, δημιουργήθηκε όμως, μέσα στην πάλη αυτών των τάξεων»[7]. Είναι η πολιτική οργάνωση της οικονομικά κυρίαρχης τάξης που αποσκοπεί στην υπεράσπιση της υπάρχουσας κατάστασης και την κάμψη της αντίστασης άλλων τάξεων.
Στον πρώτο στην ιστορία της ανθρωπότητας κοινωνικοοικονομικό σχηματισμό, το πρωτόγονο κοινοτικό σύστημα, η ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής ήταν κοινωνική, δεν υπήρχε ατομική ιδιοκτησία σε αυτά. Βεβαίως αυτή η κοινωνική ιδιοκτησία στηριζόταν στην έλλειψη δυνατότητας κάποιοι να ζουν σφετεριζόμενοι μέρος του προϊόντος της εργασίας άλλων, γιατί ακόμη ήταν πολύ χαμηλή η παραγωγικότητα της εργασίας του ανθρώπου, δεν άφηνε υπερπροϊόν. Ετσι η παραγωγή και η κατανομή των προϊόντων της γινόταν με βάση τις κοινές ανάγκες των ανθρώπων, κανένας δεν ιδιοποιούνταν το μόχθο και την εργασία άλλων. Ο φυσικός και ο πρώτος κοινωνικός καταμερισμός εργασίας δε στηριζόταν στην εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο. Γι’ αυτό δεν είχε λόγο ύπαρξης το κράτος και ο νόμος για να εκφράσει τη θέληση της κυρίαρχης τάξης.
Οι πρωτόγονες κοινωνίες αντιμετώπιζαν μεγάλες δυσκολίες επιβίωσης που δημιουργούσαν την ανάγκη να διαμορφώσουν λιγότερο ή περισσότερο σταθερές συνήθειες και κανόνες συμπεριφοράς. Αυτοί οι κανόνες είχαν όμως ρόλο ρυθμιστικό, υποδείκνυαν την ενδεικνυόμενη συμπεριφορά για την κοινωνική συμβίωση. Η εφαρμογή τους γινόταν χωρίς ταξικό εξαναγκασμό, η κοινωνία λειτουργούσε με τη συνειδητή «πειθαρχία» που επέβαλλε η ανάγκη για επιβίωση. Η δύναμη της συλλογικής βούλησης εξασφάλιζε την τήρηση των εθιμικών κανόνων. Η πρωτόγονη κοινότητα δεν είχε άλλο μέσο καταναγκασμού, εκτός από την κοινή γνώμη.
Η εξέλιξη των παραγωγικών δυνάμεων και του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, το πλεόνασμα στην παραγωγή που άρχισε να δημιουργείται, οδήγησαν στην εμφάνιση της ατομικής ιδιοκτησίας. Σιγά-σιγά τα μέσα παραγωγής έγιναν ατομική ιδιοκτησία ενός μικρού αριθμού μελών της κοινωνίας, η οποία έπρεπε να κατοχυρωθεί. Για να γίνει αυτό χρειαζόταν ένας μηχανισμός καταστολής, «ένας θεσμός που όχι μόνο θα διαιώνιζε τη διάσπαση της κοινωνίας σε τάξεις που μόλις άρχιζε, μα που θα διαιώνιζε και το δικαίωμα της ιδιοκτήτριας τάξης να εκμεταλλεύεται την ακτήμονα τάξη και την κυριαρχία της πρώτης πάνω στη δεύτερη. Και αυτός ο θεσμός ήρθε. Εφευρέθηκε το κράτος»[8].
Η διάσπαση λοιπόν της κοινωνίας σε τάξεις οδήγησε στη δημιουργία κράτους και δικαίου. Οι κανονιστικές ρυθμίσεις έπρεπε τώρα να εξασφαλίζουν την κυριαρχία της εκμεταλλεύτριας τάξης και να παρουσιάζουν την κυριαρχία αυτή ως μία ισχύ καθολική που προάγει τα συμφέροντα της κοινωνίας στο σύνολό της.
Τα έθιμα μετέβαλαν το περιεχόμενό τους, ώστε να συμβαδίσουν με τις ανάγκες της πρώτης ταξικής κοινωνίας, της δουλοκτησίας και μετατράπηκαν σε γραπτούς νόμους ή σπάνια αποκτούσαν τη μορφή του άγραφου εθιμικού κανόνα.
Σε αυτή την πρώτη ταξική κοινωνία της ανθρωπότητας, τη δουλοκτητική, ο νόμος εξασφάλιζε την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής και πρώτ’ απ’ όλα στην κύρια παραγωγική δύναμη, τον άνθρωπο που μετατράπηκε σε δούλο. Το νομικό καθεστώς προωθούσε τα συμφέροντα και την κοινωνική θέση της κυρίαρχης τάξης, των δουλοκτητών, των εμπόρων και των τοκογλύφων. Ολη η ιστορία της δουλείας είναι ιστορία ταξικών αγώνων που ακολουθούν την ανάπτυξη του κράτους και του δικαίου.
Η αποσάθρωση του δουλοκτητικού συστήματος οδήγησε στην αντικατάσταση της δουλοκτητικής μορφής εκμετάλλευσης από τη φεουδαρχική. Το φεουδαρχικό δίκαιο προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία στη γη, το βασικό μέσο παραγωγής. Κατοχυρώνει την εξάρτηση του αγρότη από το φεουδάρχη, καθώς και το δικαίωμα εξουσίας του φεουδάρχη στην προσωπικότητα και την περιουσία του αγρότη.
Σε ένα ορισμένο στάδιο της εξέλιξής τους οι φεουδαρχικές σχέσεις παραγωγής άρχισαν να εμποδίζουν την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων. Μέσα στα σπλάχνα του φεουδαρχικού συστήματος δημιουργήθηκαν λίγο-πολύ έτοιμες μορφές του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Επικεφαλής της πάλης για την ανατροπή της φεουδαρχίας μπήκε η αστική τάξη. Ο νέος καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής χρειάζεται τον άνθρωπο χωρίς μέσα παραγωγής, ελεύθερο από άλλες εξαρτήσεις, ώστε να μπορεί να πουλήσει την ίδια την εργατική του δύναμη στον κάτοχο των μέσων παραγωγής. Ετσι η εργατική δύναμη γίνεται εμπόρευμα. Η νέα αστική εξουσία έχει ανάγκη το δικό της δίκαιο. Το περιεχόμενο και η μορφή του δικαίου μεταβάλλεται με τέτοιο τρόπο, ώστε ως στοιχείο του εποικοδομήματος να συμβάλλει στην αναπαραγωγή του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής. Είναι χαρακτηριστικό ότι ήδη στα πρώτα διατάγματα που ψηφίζονταν μετά τις αστικές επαναστάσεις και την άνοδο της αστικής τάξης στην εξουσία, διατυπωνόταν ξεκάθαρα η θέληση της αστικής τάξης να διαφυλάξει την κυριαρχία της και να προστατευτεί από τις αντιδράσεις και τους αγώνες της εργατικής τάξης.
Είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα ότι στη Γαλλία με το Διάταγμα της 14ης Ιουνίου του 1791 όλα τα εργατικά σωματεία ανακηρύχτηκαν «επιβουλή ενάντια στην ελευθερία και την διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου»[9]. Από τις αρχές λοιπόν της αστικής επανάστασης η αστική τάξη αφαίρεσε από την εργατική τάξη το μόλις κεκτημένο δικαίωμα του «συνεταιρίζεσθαι».
Το δίκαιο στον καπιταλισμό στηρίζεται σε δυο βασικές αρχές που αποσκοπούν στην υπεράσπιση της κυριαρχίας της αστικής τάξης πάνω στην εργατική, στη διαιώνιση, τη διεύρυνση και την κατοχύρωση των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής: Στην προσωπική «ελευθερία» του εργάτη και στην τυπική νομική «ισοτιμία» εργάτη και κεφαλαιοκράτη.
Το δίκαιο της καπιταλιστικής κοινωνίας κατοχυρώνει την προσωπική ελευθερία που αποκλείει το δικαίωμα ιδιοκτησίας πάνω στον άνθρωπο. Ομως αυτή η ελευθερία με βάση τα παραπάνω είναι τυπική. Απαραίτητη προϋπόθεση για να εξασφαλιστεί ότι το μόνο εμπόρευμα που διαθέτει ο εργάτης είναι η εργατική του δύναμη και να αναγκαστεί να την πουλήσει αποτέλεσε ο αποχωρισμός του παραγωγού από τα μέσα παραγωγής και κυρίως από τη γη, ώστε να μετατραπεί σε μισθωτό εργάτη. Ο Μαρξ, στο έργο του «Το Κεφάλαιο», στο κεφάλαιο «Η λεγόμενη πρωταρχική συσσώρευση», περιγράφει με ζωηρά χρώματα αυτή την απαλλοτρίωση, που είναι γραμμένη «στα χρονικά της ανθρωπότητας με γράμματα από αίμα και φωτιά»[10]. «Η αιματηρή νομοθεσία», όπως τη χαρακτηρίζει, «κλήθηκε να ισχυροποιήσει τα αποτελέσματα αυτής της απαλλοτρίωσης, επιβάλλοντας με καταναγκαστικά μέτρα στους απαλλοτριωμένους παραγωγούς την πειθαρχία της μισθωτής εργασίας»[11]. Δηλαδή η «ελευθερία» του εργάτη να μην έχει να διαθέσει στην αγορά τίποτα άλλο πέρα από την εργατική του δύναμη, διασφαλίστηκε (στην αρχή της διαμόρφωσης των καπιταλιστικών σχέσεων το 15ο και 16ο αιώνα) με τη βίαιη απομάκρυνση του άμεσου παραγωγού από τη γη και τα μέσα παραγωγής.
Φαινομενικά «ο κάτοχος της εργατικής δύναμης και ο κάτοχος του χρήματος συναντιόνται στην αγορά και σχετίζονται μεταξύ τους σαν ισότιμοι κάτοχοι εμπορευμάτων, που διακρίνεται ο ένας από τον άλλον μόνο κατά το ό,τι ο ένας είναι αγοραστής και ο άλλος πωλητής. Επομένως και οι δυο είναι νομικώς ισότιμα πρόσωπα»[12]. Τα υποκείμενα της νομικής σχέσης, ο εργάτης και ο κεφαλαιοκράτης, εμφανίζονται ως αφηρημένα πρόσωπα, στερημένα από τις άλλες τους ιδιότητες, εκτός από τις ιδιότητες του «κατόχου εμπορεύματος» (εργατική δύναμη) και του «κατόχου χρήματος». Στην εργασιακή σχέση αντιμετωπίζονται ως δύο ισότιμοι «αντισυμβαλλόμενοι» που ανταλλάσσουν «ισοδύναμα». Ετσι δίνεται μια μορφή σχέσης προσώπων ελεύθερων και ανεξάρτητων που ανταλλάσσουν ισότιμα εμπόρευμα με χρήμα. Αυτή η φαινομενική, τυπική σχέση «ισοτιμίας» μεταξύ κεφαλαιοκράτη και εργάτη συγκαλύπτει την πραγματική οικονομική σχέση[13].
Ομως μεταξύ του εκμεταλλευτή και εκείνου που υφίσταται την εκμετάλλευση δεν μπορεί να υπάρξει ισότητα πραγματική. Πίσω από τη φαινομενική ισοτιμία κρύβεται η πραγματική ανισότητα και οι σχέσεις εκμετάλλευσης, το ζήτημα της οικονομικής ανισότητας, πάνω στην οποία χτίζεται όλο το πλέγμα των σχέσεων μεταξύ εργάτη και κεφαλαιοκράτη. Ο καπιταλιστής είναι ο κάτοχος των μέσων παραγωγής, ο εργάτης είναι κάτοχος μόνο της εργατικής του δύναμης. Ετσι λοιπόν δεν μπορούν να διαπραγματευτούν με ίσους όρους σε μια «σύμβαση εργασίας» γιατί στα πλαίσια του καπιταλιστικού συστήματος ο εργάτης, από τη θέση του σε αυτό, ως μη ιδιοκτήτης στα μέσα παραγωγής, το μόνο που μπορεί να διαπραγματευτεί είναι τους όρους εκμετάλλευσής του. Ομως οι όροι εκμετάλλευσης του εργάτη είναι καθοριστικοί για την κερδοφορία του κεφαλαιοκράτη, κατά συνέπεια ο πρώτος δεν μπορεί να επιβάλει τους -έστω- πιο ευνοϊκούς όρους της εκμετάλλευσής του από το κεφάλαιο στα πλαίσια του αστικού δικαίου, παρά μόνο με την ταξική πάλη, παραβιάζοντάς το, μη πειθαρχώντας σε αυτό το δίκαιο.
Η καπιταλιστική παραγωγική διαδικασία αναπαράγει τον αποχωρισμό της εργατικής δύναμης από τους όρους εργασίας. Η τυπική νομική ισοτιμία αποτελεί προϋπόθεση για να συγκαλύπτεται και να διαιωνίζεται η εκμετάλλευση του εργάτη από τον καπιταλιστή. Για παράδειγμα στο Ελληνικό Σύνταγμα, άρθρο 22, παράγραφος 1, αναφέρεται: «Ολοι οι εργαζόμενοι ανεξάρτητα φύλου ή άλλης διάκρισης έχουν δικαίωμα ίσης αμοιβής για παρεχόμενη εργασία ίσης αξίας»[14]. Ο μισθός, όμως, που δίνει ως αντάλλαγμα ο κεφαλαιοκράτης στον εργάτη δεν αντιστοιχεί στην αξία της εργασίας του, στην οποία συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο η αξία του εμπορεύματος εργατική δύναμη αλλά και των αξιών που αυτό το εμπόρευμα δημιούργησε με την κατανάλωσή του. Δεν πληρώνεται, δηλαδή για όλη την αξία που δημιούργησε, αλλά μόνο για ένα μέρος της. Ενα άλλο μέρος της, την υπεραξία, το ιδιοποιείται ο κεφαλαιοκράτης. Η απλήρωτη εργασία του εργάτη σε κάθε εργάσιμη ημέρα την οποία καρπώνεται ο ιδιοκτήτης των μέσων παραγωγής, δε φαίνεται στη συναλλαγή καπιταλιστή - εργάτη. Στην τυπική ισοτιμία στηρίζονται «όλες οι νομικές αντιλήψεις του εργάτη και του κεφαλαιοκράτη. Ολες οι απάτες του κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Ολες οι αυταπάτες για την ελευθερία που γεννά ο τρόπος αυτός»[15].
Σε όλα τα Συντάγματα, που αποτελούν τον υπέρτατο νόμο κάθε καπιταλιστικής κοινωνίας, διασφαλίζεται και αποθεώνεται η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, η οποία και τοποθετείται στον πυρήνα της ατομικής ελευθερίας μαζί με την ελευθερία της ιδιωτικής οικονομικής πρωτοβουλίας.
Στο ελληνικό Σύνταγμα διακηρύττεται, με μια διάταξη ανεπίδεκτη αναθεώρησης, η οικονομική ελευθερία. Συγκεκριμένα στο άρθρο 5, παράγραφος 1, αναφέρεται: «Καθένας έχει δικαίωμα να αναπτύσσει ελεύθερα την προσωπικότητά του και να συμμετέχει στην κοινωνική, οικονομική, και πολιτική ζωή της χώρας»[16]. Η διάταξη αυτή, με την τόσο γενική αναφορά περί «ελεύθερης προσωπικότητας», στην πράξη αξιοποιείται (και επί της ουσίας την αποτελεί) ως η συνταγματική κατοχύρωση της «ελευθερίας των συμβάσεων», της «ελευθερίας του ανταγωνισμού» και της «επιχειρηματικής ελευθερίας», οι οποίες μάλιστα τελούν υπό την προστασία του κράτους. Επίσης στο άρθρο 17, παράγραφος 1, του Συντάγματος αναφέρεται: «Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτή δεν μπορούν να ασκούνται σε βάρος του γενικού συμφέροντος»[17]. Πρόκειται για τη συνταγματική προστασία της ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής και κατά συνέπεια της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, η οποία λειτουργεί μόνο «εις βάρος του γενικού συμφέροντος» της εργατικής τάξης και των άλλων φτωχών εργαζόμενων στρωμάτων. Κατά συνέπεια, το αναφερόμενο «γενικό συμφέρον» αυτής της διάταξης αφορά αυτό της αστικής τάξης.
Η παραπάνω σχέση αναπαράγεται στη διδασκαλία της Νομικής στην Ελλάδα, για παράδειγμα στο βιβλίο του κ. Δαγτόγλου, όπου διαβάζουμε ότι «η ατομική ιδιοκτησία επικράτησε όταν η αυτοτελής αξία της ατομικής προσωπικότητας αναγνωρίστηκε, τουλάχιστον βασικά». Ομως ο ίδιος ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής βάθυνε τον κοινωνικό χαρακτήρα της εργασίας και όξυνε την αντίθεσή της με την ατομική ιδιοκτησία στα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής και την ιδιοποίηση μέρους του κοινωνικά παραγόμενου προϊόντος. Οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής όλο και περισσότερο βάζουν φρένο στην ολόπλευρη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων.
Ο σύγχρονος μονοπωλιακός καπιταλισμός, ως ανώτατο στάδιο του καπιταλισμού στο οποίο έχουν ωριμάσει οι υλικές προϋποθέσεις για το πέρασμα στο σοσιαλισμό, χαρακτηρίζεται από «αντίδραση σε όλη τη γραμμή». Οπως έλεγε ο Λένιν, «όσο πιο εξελιγμένη είναι η αστική δημοκρατία τόσο πιο κοντά βρίσκονται τα πογκρόμ ή ο εμφύλιος πόλεμος σε κάθε βαθιά πολιτική διάσταση επικίνδυνη για την αστική τάξη»[18]. Αποδεικνύεται ότι το νομικό εποικοδόμημα γίνεται ακόμα πιο αντιδραστικό με στόχο να υπηρετήσει την εξουσία του κεφαλαίου, περιορίζοντας ακόμα και αυτές που θεωρούνται ως «αστικές ελευθερίες», σύμφωνα με την αντίληψη του παλιού αστικού φιλελευθερισμού.
Η εποχή μας είναι εποχή περάσματος από τον ιμπεριαλισμό-καπιταλισμό στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Οι σκληρές ταξικές συγκρούσεις στον καπιταλισμό μπορούν να ολοκληρωθούν με μια νέου τύπου κοινωνική επανάσταση, τη σοσιαλιστική. Με τη σοσιαλιστική επανάσταση δεν αντικαθίσταται μια μορφή εκμετάλλευσης από μια άλλη, αλλά ανοίγει ο δρόμος για την εξάλειψη της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Οικοδομείται ένας νέος κοινωνικοοικονομικός σχηματισμός, ο κομμουνιστικός.
Η οικοδόμηση της νέας κοινωνίας είναι μια μακρόχρονη διαδικασία που ξεκινά με την επαναστατική κατάληψη της εξουσίας από την εργατική τάξη. Με τις πρώτες ενέργειές της, τις πρώτες νομοθετικές και πολιτικές της πράξεις διαμορφώνει το νέο, το επαναστατικό εργατικό δίκαιο. Το επαναστατικό εργατικό κράτος, και με το δίκαιό του, διαμορφώνει τις νέες σχέσεις παραγωγής, τείνει να περιορίζει όλο και περισσότερο την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής μέχρι και την πλήρη εξάλειψή της. Η λειτουργία αυτή είναι πιο σύνθετη και μακρόχρονη από την άμεση κατάργηση των καπιταλιστών ως ιδιοκτητών των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής. Το νομικό εποικοδόμημα στο σοσιαλισμό χρησιμοποιεί την κρατική καταστολή για την υπεράσπιση της κοινωνικής ιδιοκτησίας από εσωτερικούς και εξωτερικούς αντιπάλους και ταυτόχρονα εξυπηρετεί τη διεύρυνση, την εδραίωση των κομμουνιστικών σχέσεων παραγωγής που αναπτύσσονται.
Το σοσιαλιστικό δίκαιο είναι η αναγόμενη σε νόμο βούληση της εργατικής τάξης και προστατεύεται από το σοσιαλιστικό κράτος. Στο σοσιαλισμό ως πρώτη φάση της κομμουνιστικής κοινωνίας - η οποία μόλις βγαίνει από τους κόλπους του καπιταλισμού - το αστικό δίκαιο δεν καταργείται ολοκληρωτικά. Καταργείται από την άποψη της κοινωνικοποίησης των μέσων παραγωγής και έτσι δεν έχει ισχύ το μέρος του αστικού δικαίου που προστατεύει την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής. Το αστικό δίκαιο όμως λειτουργεί και ως ρυθμιστής της κατανομής προϊόντων και εργασίας στα μέλη της κοινωνίας. Η αρχή κατανομής στο σοσιαλισμό «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του» δεν είναι κομμουνιστική αρχή, αλλά στηρίζεται στην ανισότητα που κληρονομεί στο σοσιαλισμό ο αστικός καταμερισμός εργασίας με μέτρο την «ίση» εργασία «άνισων» στην πραγματικότητα ανθρώπων. Με αυτή την έννοια ένα μέρος του αστικού δικαίου παραμένει αναγκαστικά στο σοσιαλισμό. Οπως έλεγε και ο Μαρξ: «Το δίκαιο δεν μπορεί να είναι ανώτερο από το οικονομικό σύστημα και την καθορισμένη απ’ αυτό πολιτισμική ανάπτυξη της κοινωνίας…»[19].
Οταν οι κομμουνιστικές σχέσεις παραγωγής θα έχουν εδραιωθεί και επεκταθεί σε όλη την παραγωγή επιφέροντας την αλματώδη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τότε θα είναι δυνατόν από το «στον καθένα ανάλογα με την εργασία του» να προχωρήσουμε στην πραγματικά κομμουνιστική αρχή κατανομής «στον καθένα ανάλογα με τις ανάγκες του» και κατά συνέπεια στο κομμουνιστικό δίκαιο που την εκφράζει. Η σοσιαλιστική οικοδόμηση, η πορεία προς την πλήρη κυριαρχία και ανάπτυξη του νέου κομμουνιστικού τρόπου παραγωγής και της διαμόρφωσης και ανάπτυξης του αντίστοιχου εποικοδομήματος, είναι σύνθετη διαδικασία, διόλου απαλλαγμένη από όξυνση των αντιθέσεων και οπισθοδρομήσεις, όπως έδειξε και η ίδια η ζωή. Μεταξύ αυτών των αντιθέσεων είναι να αποκτήσει η εργασία για κάθε άνθρωπο δημιουργικό περιεχόμενο, να γίνει «πρώτιστη ανάγκη ζωής»[20]. Η εξέλιξη αυτή προϋποθέτει όχι μόνο κατάργηση της εργασίας ως αποτέλεσμα ταξικού καταναγκασμού, αλλά και την εξάλειψη της αντίθεσης μεταξύ χειρωνακτικής και διανοητικής εργασίας. Προϋποθέτει κάθε εργαζόμενος να συμμετέχει καθολικά στη διαχείριση των κοινωνικών υποθέσεων, «όταν όλοι μάθουν να διοικούν και πραγματικά θα διοικούν μόνοι τους την κοινωνική παραγωγή»[21], τότε το κράτος και κατά συνέπεια το δίκαιο θ’ αρχίσουν να απονεκρώνονται, καθώς θα οικοδομείται η ολοκληρωμένη κομμουνιστική κοινωνία.