ΕΙΣΑΓΩΓΗ - ΖΗΤΗΜΑΤΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΗΣ ΠΡΟΣΕΓΓΙΣΗΣ ΚΑΙ ΜΙΑ ΠΡΩΤΗ ΑΝΑΛΥΣΗ ΒΑΣΕΙ ΤΑΞΙΚΩΝ ΚΡΙΤΗΡΙΩΝ
Η επικρατούσα εικόνα, αναφορικά με τον Ποντιακό Ελληνισμό της προεπαναστατικής Ρωσίας, η οποία αναπαράγεται ευρέως μέσα από διάφορα σχολικά βιβλία, εγκυκλοπαίδειες, μελέτες κλπ. είναι αυτή μιας οικονομικά και πολιτιστικά ευδοκιμούσας κοινότητας. Στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια, για παράδειγμα, αναγράφεται χαρακτηριστικά πως «Κατά το τέλος του 19ου αιώνα οι Ελληνες είχαν εξέχουσα θέση στην οικονομική ανάπτυξη της νότιας Ρωσίας. Για πολλές δεκαετίες το σιτεμπόριο της περιοχής ήταν στα χέρια των Ελλήνων της Οδησσού και άλλων γειτονικών πόλεων. Οι εισαγωγές και εξαγωγές άλλων προϊόντων ήσαν και αυτές σε ελληνικά χέρια»[1]. Ωστόσο, η ρομαντική αυτή απεικόνιση της νεαρής και ανερχόμενης ελληνικής αστικής τάξης, καθώς και η αυθαίρετη ταύτισή της με μια ολόκληρη εθνική κοινότητα, εμπεριέχει μια σειρά από προβλήματα μεθοδολογικού και αναλυτικού χαρακτήρα που οφείλουμε να αγγίξουμε πριν προχωρήσουμε παραπέρα.
Η συνήθης πρακτική έως τώρα στη σχετική ιστοριογραφία υπήρξε η απόλυτη ταύτιση της «ιστορίας του ελληνικού κεφαλαίου της διασποράς» με την αντίστοιχη «ιστορία των Ελλήνων της διασποράς» γενικά. Ετσι, οι 25 Ελληνες έμποροι της Οδησσού που αναφέρονται να ελέγχουν το 46% του συνολικού όγκου του εξαγωγικού εμπορίου ενός εκ των σημαντικότερων διακομιστικών κέντρων παγκοσμίως στα τέλη του 19ου αιώνα, με συνδυασμένο κεφάλαιο εκατομμυρίων ρουβλιών, τοποθετούνται ως «εκπρόσωποι» μιας κοινότητας αρκετών δεκάδων χιλιάδων συμπατριωτών τους. Το ίδιο συμβαίνει και με μια σειρά Ελλήνων βιομηχάνων και εφοπλιστών που δραστηριοποιούνταν στην περιοχή του Πόντου εκμεταλλευόμενοι δεκάδες χιλιάδες εργαζομένους ανεξαρτήτως εθνικότητας, καθώς και με ένα αριθμό Ελλήνων που αναδείχθηκαν μέσα από τις γραμμές του Τσαρικού στρατού.[2]
Η ανάλυση όμως αποκλειστικά με βάση εθνολογικά κριτήρια των ελληνικών κοινοτήτων της Νότιας Ρωσίας αποσιωπά τις ταξικές διαφορές που υπήρχαν μεταξύ του Ελληνα κεφαλαιούχου και του Ελληνα αγρότη, εργαζόμενου ή μικρού εμποράκου - επαγγελματία, ιδίως σε μια κοινωνία όπως αυτή της Τσαρικής Ρωσίας του 19ου αιώνα, όπου οι ταξικές αντιθέσεις ήταν ιδιαίτερα οξυμένες και οι συνθήκες διαβίωσης και εργασίας για την συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού (ανεξαρτήτως εθνικής προέλευσης) ήταν άθλιες. Ελληνες Πόντιοι εργάζονταν, για παράδειγμα, στα μεταλλεία της Νότιας Ρωσίας και του Καυκάσου, συμμετείχαν στην κατασκευή του Υπερσηβιρικού σιδηροδρόμου, ενώ οι περισσότεροι (2/3) απασχολούνταν στην ύπαιθρο από την τσαρική φεουδαρχία -αλλά και γαιοκτήμονες ομοεθνείς τους- «συχνά κάτω από συνθήκες δουλοπαροικίας».[3]
Ειδικότερα, βασιζόμενοι στα ευρήματα της πρώτης απογραφής των ελληνικών πληθυσμών της Ρωσικής Αυτοκρατορίας (Ιανουάριος 1897), προκύπτει πως το 70,89% εξ αυτών απασχολούνταν στη γεωργία, ενώ το 29,11% στη βιοτεχνία και το μικρεμπόριο. Ως έμποροι καταγράφηκαν 5.000 Ελληνες, ενώ εμφανίζονται και 189 εργαζόμενοι ως δημόσιοι υπάλληλοι.[4]
Η πλειοψηφία των Ποντίων που μετανάστευσαν στη Ρωσία κατά τον 19ο και αρχές του 20ού αιώνα ανήκε στα φτωχά λαϊκά στρώματα, ενώ πολλοί εντάχθηκαν με την άφιξή τους στις γραμμές της εργατικής τάξης από διάφορα μετερίζια. Η ακόλουθη μαρτυρία από την περιοχή του Καρς στο νότιο Καύκασο είναι χαρακτηριστική: «Οι Πόντιοι που μετανάστευσαν στο Καρς ήταν πολύ φτωχοί. Πολλοί από αυτούς έφτασαν με τις αποσκευές τους στη ράχη. Στην αρχή φρόντισαν να φιλοξενηθούν σε διάφορα χωριά ξένων εθνοτήτων. Κατόπι συγκρότησαν Επιτροπές που έψαξαν να βρουν εδάφη κατάλληλα για καλλιέργεια και χτίσιμο χωριών. Ολοι σχεδόν οι Ελληνες ήταν χτίστες… Ηταν οι μόνοι κατάλληλοι στην περιοχή ως τεχνίτες και ως εργάτες, γιατί οι ντόπιοι ασχολούνταν ανέκαθεν αποκλειστικά με τη γεωργία». Αλλοι απορροφήθηκαν «στα μεταλλεία της Αργυρούπολης με το επώνυμο Γαλτσάντ, που σημαίνει μεταλλωρύχοι».[5]
Η εκπαίδευση -όπως και οι υπόλοιποι τομείς της κοινωνικής δραστηριότητας- στην προεπαναστατική Ρωσία διεπόταν από έντονες ταξικές διαχωριστικές γραμμές και αποκλεισμούς. Το ίδιο συνέβαινε και ανάμεσα στους ελληνικούς πληθυσμούς, γεγονός που συχνά αποσιωπάται ή ωραιοποιείται από την υπάρχουσα βιβλιογραφία. Ενας Πόντιος, ο οποίος ανήκε στην ντόπια άρχουσα τάξη, ανέφερε με ιδιαίτερη ειλικρίνεια πως «Ανώτατους Ελληνες επιστήμονες η περιοχή Καρς είχε λίγους γιατί τα σχολεία της Μέσης Εκπαίδευσης λειτουργούσαν από το 1905-1906 και στην Τιφλίδα δεν υπήρχε Πανεπιστήμιο. Η ανώτατη μόρφωση ήταν κτήμα των πλουσίων που μπορούσαν να στείλουν τα παιδιά τους στις μεγάλες μακρινές πόλεις της Ρωσίας. Στην περιοχή του Καρς οι Ελληνες απόφοιτοι Πανεπιστημίου δεν ξεπερνούσαν τους 35-37»[6].
Στο χαρακτήρα της παιδείας που «απολάμβαναν» οι Ελληνες Πόντιοι, οι οποίοι ανήκαν στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, αναφέρονται συχνά και άλλες μαρτυρίες, κάνοντας λόγο για απολυταρχική και αναχρονιστική λειτουργία των λιγοστών υπαρχόντων ελληνικών σχολείων. Σε αυτά δίδασκαν συνήθως κληρικοί, οι οποίοι ήταν ιδιαίτερα αυστηροί (χρήση βέργας κλπ.), ενώ συχνά η εκπαιδευτική διαδικασία περιοριζόταν αποκλειστικά στη μελέτη εκκλησιαστικών βιβλίων.[7]
Ετσι λοιπόν πρέπει να έχουμε υπόψη ότι σχεδόν στο σύνολό τους οι σχετικές ιστορικές αναλύσεις, όταν αναφέρονται στους «Ελληνες της διασποράς», αναφέρονται σε μια χούφτα ουσιαστικά εχόντων και κατεχόντων και όχι στο σύνολο των μελών μιας παροικίας. Αυτό βέβαια μπορεί να οφείλεται και σε αντικειμενικούς μεθοδολογικούς περιορισμούς, στο γεγονός δηλαδή ότι κατά βάση το μόνο τμήμα του πληθυσμού το οποίο είχε την οικονομική δυνατότητα (καθώς και το προνόμιο της ευμάθειας) εκείνη την εποχή να αφήνει πίσω του αρχειακό υλικό και μαρτυρίες για τους μεταγενέστερους μελετητές δεν είναι άλλο από την αστική τάξη. Ο ιστοριογράφος όμως έχει την υποχρέωση να το λαμβάνει (την ταξική προέλευση της πληροφορίας δηλαδή) αυτό πάντοτε υπόψη, προτού προβεί σε οποιαδήποτε αξιολόγηση ή ανάλυση του υλικού που τίθεται στη διάθεσή του.
Ποιοι λόγοι συνηγόρησαν στην μεταναστευτική τάση των Ποντίων στα ρωσικά παράλια του Ευξείνου Πόντου κατά την προεπαναστατική περίοδο; Σύμφωνα με τον Κ. Αυγητίδη «η πρώτη ομαδική μετανάστευση Ελλήνων στη Ρωσία έγινε το 1778», ενώ κατά κανόνα οι περισσότερες μετοικήσεις ελληνικών πληθυσμών του Πόντου συνδέθηκαν με τους Ρωσοτουρκικούς πολέμους και τον επαναστατικό αναβρασμό που χαρακτήριζε την εποχή εκείνη τη Βαλκανική και τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Σύμφωνα με τον ίδιο, το ζήτημα της παλιννόστησης υπήρξε αίτημα και επιθυμία του ποντιακού ελληνισμού από τα πρώτα χρόνια κιόλας της δημιουργίας του νεοελληνικού κράτους, οπότε και πραγματοποιήθηκε το πρώτο μεγάλο κύμα μετεγκατάστασης Ελλήνων της Ρωσίας σε ελληνικό έδαφος.[8]
Αναφορικά με το ακριβές αριθμητικό μέγεθος των ελληνικών κοινοτήτων υπάρχουν διάφορες εκτιμήσεις, οι οποίες σε κάποιες περιπτώσεις απέχουν κατά πολύ η μια από την άλλη. Μερικοί συγγραφείς, προκειμένου να μεταφράσουν πολιτικά μια ενδεχόμενη πληθυσμιακή μείωση της μειονότητας, στο πλαίσιο της φιλολογίας περί «εθνοκαθάρσεων», υπερέβαλαν τους αριθμούς, κάνοντας λόγο ακόμα και για ύπαρξη 750.000 ελλήνων στη Ρωσία το έτος της Οκτωβριανής Επανάστασης.[9] Σύμφωνα όμως με τα επίσημα στοιχεία που παρουσιάζονται στην «Πρώτη Γενική Απογραφή του Πληθυσμού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας» (1897), ο ελληνικός πληθυσμός που ζούσε στην Τσαρική Ρωσία ανερχόταν μόλις σε 207.536. Ο αντίστοιχος αριθμός που δίνεται από το Σοβιετικό Υπουργείο Εξωτερικών (1925-1926) είναι περίπου 300.000, μη συμπεριλαμβανομένων των Ελλήνων που είχαν υιοθετήσει στο μεταξύ τη σοβιετική υπηκοότητα. Εκτιμάται πως στο σύνολό τους οι κάτοικοι της Σοβιετικής Ενωσης με ελληνική ιθαγένεια ή καταγωγή έφταναν τις 400.000-500.000.[10]
ΑΦΟΜΟΙΩΤΙΚΗ ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΗΣ ΤΣΑΡΙΚΗΣ ΡΩΣΙΑΣ ΚΑΙ Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΘΝΙΚΗ ΣΥΝΕΙΔΗΣΗΕΘΝΙΚΙΣΤΙΚΕΣ ΚΙΝΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΣΤΙΣ ΑΡΧΕΣ ΤΟΥ 20ου ΑΙΩΝΑ
Η αναφορά στην εθνική συνείδηση των ελληνικών πληθυσμών του Ευξείνου Πόντου είναι κεντρικό θέμα στη συντριπτική πλειοψηφία της σχετικής βιβλιογραφίας και περιστρέφεται βασικά πάνω σε δύο άξονες: α) Σε μια μεταφυσική ευθεία γραμμή σύνδεσης της καταγωγής των Ελλήνων κατοίκων του Πόντου στη Ρωσία του 19ου και 20ού αιώνα με τους αρχαίους Ελληνες αποίκους (που χρονολογείται από το 1000 περίπου π.Χ. και έπειτα), τους Μύριους του Ξενοφώντα (Κύρου Ανάβασις, 401 π.Χ.), το Βασίλειο των Μιθριδρατών κλπ. β) Σε μια επίσης μεταφυσική άποψη γύρω από τον προσδιορισμό του έθνους, το οποίο ορίζεται με έννοιες «καταγωγής και πεπρωμένων», «φυσικής κληρονομικότητας» και άλλα φυλετικά κριτήρια, τα οποία συχνά αγγίζουν τα όρια φασιστικών αντιλήψεων περί φυλής και των χαρακτηριστικών αυτής.[11]
Η ύπαρξη ωστόσο των ελληνικών πληθυσμών στα ρωσικά παράλια του Ευξείνου Πόντου και στην περιοχή του Καυκάσου οφείλεται κατά κύριο λόγο στις συνέπειες των Ρωσοτουρκικών πολέμων (όπως αναφέραμε και πρωτύτερα), καθώς και στην εθνολογική πολιτική της Ρωσικής Αυτοκρατορίας: «Επί της εποχής της Μεγάλης Αικατερίνης, πολλοί Ελληνες φεύγουν από τα μέρη της Τουρκίας και του Πόντου και εποικίζουν τα νότια τμήματα της Ρωσίας, τη Συμφερούπολη, Μαριούπολη κλπ. Οι περιοχές αυτές ήταν κατοικημένες από Τατάρους και άλλες μογγολικές φυλές. Οι Ρώσοι μειοψηφούσαν. Αργότερα το Ρωσικό κράτος διευκολύνει τη μαζική εγκατάσταση Ελλήνων του Πόντου στις νότιες επαρχίες της επικράτειάς του για να πυκνώσει τον ορθόδοξο χριστιανικό πληθυσμό και να μπορεί έτσι να σιγουρέψει την εξουσία του. Ο Ελληνισμός όμως αυτών των μερών, μέσα σε εκατό χρόνια, εκρωσίστηκε. Μόνο το όνομα Ελληνες τους απόμεινε»[12].
Ενδεικτική ως προς τον τρόπο που διαμορφώθηκε η εθνολογική σύνθεση των περιοχών αυτών είναι η περίπτωση του Καρς, μιας περιοχής του νοτίου Καυκάσου που συνορεύει με τον Τουρκικό Πόντο: «Οι Ρώσοι, μετά την προσάρτηση του Καρς, εποίκησαν τα νεοκατακτημένα εδάφη με Ρώσους, ορθόδοξους, Μαλακάνους (αιρετικούς χριστιανούς) και Ντουχαμπέρ (άλλη αίρεση χριστιανών)…Ταυτόχρονα σχεδόν άρχισε και η ομαδική μετανάστευση των Ελλήνων του Πόντου στη Ρωσία, που πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στο Καρς… Εκτός από τους Ελληνες και τους Ρώσους, ο άλλος πληθυσμός του Καρς ήταν γηγενής, γέννημα και θρέμμα του τόπου από χιλιάδες χρόνια»[13].
Η αφομοίωση των πληθυσμών αυτών υπήρξε εν μέρει αναγκαστική και εν μέρει απόρροια φυσικής εξέλιξης. Ο Γ. Τηλικίδης, τέως πρόεδρος του Εθνικού Συμβουλίου των Ελλήνων του Αντικαυκάσου, αναφέρει σχετικά πως κατά κανόνα (που ίσχυε για όλες τις μικρές εθνικές μειονότητες, συνεπώς και για τους Ελληνες Ποντίους), μετά από 2-3 γενεές, «επέρχεται κατά φυσιολογικήν σχεδόν ανάγκην η απώλεια της γλώσσης. Αυτό έγινε με τους Ελληνας της Ουκρανίας και της Μαριούπολης»[14]. Οι διάφορες εθνικιστικές κινήσεις που αναπτύχθηκαν αργότερα, υπήρξαν περισσότερο αποτέλεσμα ιστορικών συγκυριών και πολύ λιγότερο προϊόν υποσυνείδητων πεποιθήσεων για το «ιστορικό πεπρωμένο» του έθνους. Η ενσωμάτωση λοιπόν στην πολυεθνική ρωσική αυτοκρατορία πραγματοποιούνταν με διαφόρους τρόπους. Τα ζητήματα καταγωγής και «εθνικής συνείδησης», με τη μορφή που κυριαρχούν στην υπάρχουσα ιστοριογραφία, παρουσιάζουν -το λιγότερο- πολλά προβλήματα. Επιστρατεύονται κατ’ αυτόν τον τρόπο, προκειμένου να εξυπηρετήσουν γενικότερες ιδεολογικοπολιτικές σκοπιμότητες, βασιζόμενα σε ιστορικοφανείς μυθοπλασίες και όχι στην ιστορική πραγματικότητα.
Ωστόσο, στις αρχές του 20ού αιώνα σημειώθηκε πράγματι έντονη κινητικότητα γύρω από θέματα πολιτικής οργάνωσης. Ο Βλάσης Αγτζίδης υποστηρίζει πως «το 1907 ο Κόσμος [σημ: η πρώτη ελληνική εφημερίδα της Ρωσίας με έδρα την Οδησσό] έθεσε για πρώτη φορά το ζήτημα της οργάνωσης των Ελλήνων της Ρωσίας και της Ενωσης των Ελλήνων του Καυκάσου και του Πόντου». Μαζί με τις εφημερίδες «Φως» και «Εθνική Δράσις» -φιλελεύθερων πεποιθήσεων που συντάχθηκαν αργότερα με το Κόμμα των Βενιζελικών- αποτέλεσαν τους σημαντικότερους εκφραστές του «αιτήματος» για πολιτική οργάνωση των Ελλήνων της περιοχής με εθνολογικά κριτήρια. Ολες οι παραπάνω εκδοτικές προσπάθειες προωθούνταν από το ελληνικό εμπορικό κεφάλαιο της Ρωσίας.[15]
Σύμφωνα και πάλι με τον Γ. Τηλικίδη, σε γενικές γραμμές στην προεπαναστατική Ρωσία υπήρχαν κυρίως δύο τάσεις αναφορικά με το στρατηγικό προσανατολισμό των ιθυνόντων: Η λεγόμενη «ρεαλιστική», που θεωρούσε πως «μόνο δια της πλήρους συμμετοχής εις την κρατικήν και κοινωνικήν ζωήν θα ήτο δυνατόν να εξυπηρετηθούν τα ιδιαίτερα συμφέροντα των Ελλήνων» και η λεγόμενη «ιδεαλιστική, εθνική», κατά την οποία «η περιφρούρησις του εθνισμού έπρεπε να είναι το κύριον περιεχόμενον κάθε προγραμματικής σκέψεως». Ωστόσο, γεγονότα όπως οι Βαλκανικοί Πόλεμοι «έδωσαν θάρρος εις τους εθνικιστάς».[16]
Σε αυτά πρέπει να προστεθεί και το γενικότερο κλίμα εθνολογικών προστριβών που παρουσίασε όξυνση κατά τα τέλη του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου στην περιοχή. Ενας πρόσφυγας από τον Καύκασο σημειώνει χαρακτηριστικά πως «στην διατήρηση της γλώσσας, της θρησκείας και του πατριωτισμού των Ελλήνων του Πόντου και του Καυκάσου συνετέλεσε η αντίθεσή τους με τους Τούρκους… Στην περιοχή της Μαριούπολης όπου είχαν εγκατασταθεί πολλοί Ελληνες, επειδή δεν υπήρχε αυτή η αντίθεση με τους Τούρκους… οι Ρωμιοί εκρωσίστηκαν. Απέκτησαν την γλώσσα και τις συνήθειες των Ρώσων. Μόνο το όνομα Ελληνες τους απόμεινε να λένε για να ξεχωρίζουν τους εαυτούς τους»[17]. Ωστόσο και μετά από πιέσεις της ελληνικής αστικής τάξης της Ρωσίας, δόθηκε από το Ελληνικό κράτος ελληνική υπηκοότητα σε μερίδα των μειονοτικών πληθυσμών του Καυκάσου, καθώς και στους Ποντίους πρόσφυγες που είχαν καταφύγει στην περιοχή.
Μεταξύ των απλών ανθρώπων όμως δε φαίνεται να υπήρχαν κάποιες ιδιαίτερες προσδοκίες για αυτονομία: «Οι Ελληνες δεν επεδίωξαν να αποκτήσουν αυτονομίαν, ούτε κατά νουν το είχαν, καθ’ όσον ελογάριαζαν ότι υπήρχε ανεξάρτητο ελληνικό Βασίλειον ως εθνική εστία των. Λίγοι δε εκ των συγγενών και γειτόνων των Ελλήνων των ελληνικών κοινοτήτων του νομού Καρς, μετά την ευτυχή έκβασιν του Βαλκανοτουρκικού πολέμου του 1912, μετανάστευσαν και παρέμειναν εις την Ελλάδα. Είναι αλήθεια ότι και μερικές οικογένειες γύρισαν πίσω γιατί δεν τους σήκωσε το ελονοσούν τότε κλίμα της Ελλάδος»[18].
Η στάση των ελληνικών πληθυσμών της Ρωσίας κατά τη διάρκεια των εθνικιστικών συγκρούσεων χαρακτηρίστηκε από πολλούς μελετητές ως παθητική και ουδέτερη. Αυτό είναι ανακριβές. Οπως αναφέρει ο Διοικητής της Ελληνικής Μεραρχίας του Καυκάσου, έκτροπα έγιναν από όλες τις πλευρές (άλλες μαρτυρίες κάνουν λόγω για λεηλασίες, πλιάτσικο κ.ά.[19]). Παράλληλα πραγματοποιούνταν κινήσεις από πλευράς ελληνικής ηγεσίας της Οδησσού που άφηναν εκτεθειμένους τους πληθυσμούς του Πόντου στην Τουρκική επιθετικότητα: «Συναφές μ’ όλη αυτή την θολή κατάσταση ήταν και το εξής γεγονός: Τον Ιούνιο του 1915, την ώρα που οι Αρμενικές σφαγές στην Τουρκία εξακολουθούσαν, έμαθα, από διάβασμα της εφημερίδας «Τιφλίσκυ Λιστόκ», ότι ο συμπατριώτης μου Παυλίδης μιμούμενος τον Αρμένιο Αντρανίκ, ίδρυσε εθελοντικά τάγματα με έδρα το ελληνικό χωριό του Καρς Σλαμσόρ και ετοιμαζόταν ν’ αναχωρήσει για το μέτωπο…
…Η είδηση αυτή μ’ έβαλε σε σκέψεις μελαγχολικές. Απόρησα για την απερισκεψία του Παυλίδη. Η ίδρυση εθελοντικών τμημάτων θα εξέθετε τους Ελληνες της Τουρκίας και θα προκαλούσε σφαγές εις βάρος τους… Ο Μπαράτωφ συνέταξε μια έκθεση προς τον αρχιστράτηγο του μετώπου όπου ανέλυε τους λόγους που του υπαγόρευαν τη γνώμη ότι έπρεπε να διαλυθούν τα εθελοντικά τάγματα. Οι Αρμένιοι της Τουρκίας σφάχτηκαν, έγραφε, με αφορμή τη συγκρότηση εθελοντικών ταγμάτων με αρχηγό τον Αντρανίκ. Τώρα με διαταγή σας ιδρύονται Ελληνικά εθελοντικά τάγματα. Εμείς οι Ρώσοι, προχωρώντας στα τουρκικά εδάφη, για να κρατηθούμε εκεί πρέπει να στηριχθούμε στους Ελληνικούς πληθυσμούς της Τουρκίας. Συνεπώς η ίδρυση εδώ των ταγμάτων θα είναι επιζήμια για την πολιτική μας, αφού σίγουρα θα προκαλέσει την εξαφάνιση των Ελλήνων της Τουρκίας»[20].
Οι «συμμαχίες» έδεναν και έλυναν αναλόγως με την περίσταση και τα συμφέροντα των κρατούντων. Ετσι παρατηρήθηκε πολλές φορές το εξής «παράδοξο»: Ελληνες και Αρμένιοι να πολεμούν τη μία μαζί εναντίον του Τουρκικού στρατού και την άλλη μεταξύ τους. Ενας πρόσφυγας από το Μπεζιρκιάν-Κερζίτ του Καρς ανέφερε χαρακτηριστικά πως εγκαταλείποντας τις εστίες τους μετά από συγκρούσεις με τους Αρμενίους οι Ελληνες της κοινότητας Καρακιλισέ «έφυγαν μαζί με τας άλλας κοινότητας εις το εσωτερικόν της Ρωσίας. Εκεί, επειδή δεν βρήκαν τρόφιμα, πεζοπορούντες έφθασαν εις την κωμόπολιν Σαρικαμίς, ήτις κατελήφθη υπό των Τουρκικών Στρατευμάτων από την προηγουμένην ημέραν της 25.3.1918. Ο επί κεφαλής των Ελλήνων υπολοχαγός κ. Θεόδωρος Μωϋσίδης, παρουσιάσθηκε εις τον αρχιστράτηγον του Τουρκικού στρατού και του διηγήθηκε τα συμβάντα με τους Αρμενίους. Ο δε αρχιστράτηγος των Τούρκων Βεήπ-Πασάς επαίνεσε αυτόν ως και τους οπλίτας του, διέταξε να δώσουν εις όλον τον ελληνικόν πληθυσμόν της ως άνω ελληνικής κοινότητος Καρακκλισιάς κονσέρβες κρεάτων και γαλέτες από τας αποθήκας του Σαρικαμίς…»[21].
Ας επιστρέψουμε όμως στις ιστορικές εξελίξεις στην επαναστατημένη Ρωσία και το ρόλο των Ελλήνων σε αυτές.