Το περιεχόμενο της ιατρικής εκπαίδευσης είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το σύστημα υγείας στο οποίο θα εργαστεί το ιατρικό δυναμικό. Σε ένα σύστημα υγείας, όπως αυτό που γνωρίζουμε και βιώνουμε στον καπιταλισμό, οι παρεχόμενες υπηρεσίες υγείας περιορίζονται μόνο στην κατά το δυνατόν άρση των αποτελεσμάτων της ασθένειας. Σε αυτό το σύστημα, η ιατρική παρεμβαίνει στην ασθένεια, με στόχο την αναπαραγωγή της απαραίτητης εργατικής δύναμης που θα συνεχίζει να παράγει υπεραξία προς όφελος των κεφαλαιοκρατών. Σ’ ένα τέτιο σύστημα σκόπιμα υποβαθμίζεται το στοιχείο ότι η υγεία και η ασθένεια είναι διαλεκτικά συνδεδεμένες με το περιβάλλον (φυσικό και κοινωνικό) του ανθρώπου και ότι στόχος της ιατρικής είναι η παρακολούθηση, η πρόληψη, η αντιμετώπιση της ασθένειας και η αποκατάσταση της υγείας του ανθρώπου, ώστε αυτό να είναι το δυνατόν άρτιο να εργαστεί, να αναπτυχθεί ψυχικά, πνευματικά και σωματικά και να έχει πραγματική ποιότητα ζωής[1].
Το παρόν πρόγραμμα σπουδών της ιατρικής εκπαίδευσης απέχει μακράν από το να εκπαιδεύει τόσο άξιους γιατρούς, όσο και ολοκληρωμένους ανθρώπους, που θα είναι έτοιμοι να υπηρετήσουν τον κοινωνικό ρόλο του γιατρού. Το πρόγραμμα σπουδών μειονεκτεί στο να εμβαθύνει στην ουσία της ιατρικής επιστήμης με την ελλιπέστατη διδασκαλία της μεθοδολογίας της επιστήμης. Αυτό το στοιχείο συνδυαζόμενο με τον κατακερματισμό και συχνά την τυποποίηση των γνώσεων δε βοηθά το φοιτητή να αποκτήσει μια συνολική αντίληψη του ανθρώπου ως μιας βιολογικής, ψυχικής, κοινωνικής οντότητας που αναπτύσσεται και διαμορφώνεται υπό την επίδραση των κοινωνικών σχέσεων. Ταυτόχρονα, ο μελλοντικός επιστήμονας γιατρός στερείται την εκπαίδευση πάνω σε ένα πολύ χρήσιμο εργαλείο σκέψης για την προσπέλαση του ασθενούς και της επιστήμης, το εργαλείο του διαλεκτικού υλισμού. Ο διαλεκτικός τρόπος σκέψης είναι θεμελιώδης στην άσκηση της επιστήμης-τέχνης Ιατρικής. Οι γιατροί στην καθ’ ημέρα πράξη είναι υποχρεωμένοι να καταφύγουν σε αυτόν, όταν βρίσκονται μπροστά στον ασθενή και είναι γεγονός ότι ακόμα και τώρα το κάνουν με πολύ κόπο, αφού ουδέποτε τον είχαν διδαχθεί και ουδέποτε είχαν ασκηθεί σε αυτόν. Δεν είναι άρα υπερβολή να μιλάμε για μια κατεύθυνση σπουδών προσαρμοσμένη στην αστική ιδεολογία.
Μόνο υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να εξηγηθεί η διάρθρωση, αλλά και το περιεχόμενο του προγράμματος σπουδών γύρω και επί της ασθένειας, η αναχρονιστική αποσύνδεση των κλινικών μαθημάτων από τα προκλινικά, η ανεπαρκής κλινική και εργαστηριακή άσκηση, στοιχεία που θα έπρεπε να διαπνέουν όλα τα μαθήματα της ιατρικής. Η συσσώρευση βασικής γνώσης ξεκομμένης από την πρακτική άσκηση δεν αναδεικνύει την αλληλεξάρτηση των φυσιολογικών και παθολογικών μηχανισμών του ανθρωπίνου οργανισμού, δεν παρέχει την ολοκληρωμένη αντιστοίχηση των μηχανισμών αυτών με το κλινικό αποτέλεσμα (τη νόσο) και άρα δεν καθοδηγείται επαγωγικά ο μελλοντικός γιατρός στη θεραπευτική αντιμετώπιση. Επομένως, ο φοιτητής κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσής του μηχανιστικά απομνημονεύει συμπτώματα, κλινικά σημεία νόσου και θεραπεία, αδυνατώντας να αξιοποιήσει τη διαλεκτική μεθοδολογία επιστημονικής σκέψης.
Απόδειξη των προαναφερθέντων και σημαντική ανεπάρκεια του παρόντος προγράμματος σπουδών είναι η ανυπαρξία και υποβάθμιση (όπου υπάρχουν) μαθημάτων όπως: κοινωνική ιατρική, προληπτική ιατρική, ιατρική της εργασίας, γηριατρική, ιατρική αποκατάστασης κ.α. Να σημειώσουμε ότι ακόμα και σε περιπτώσεις που γίνεται η διδασκαλία αυτών των μαθημάτων, σπάνια έχουν σχέση και συνοχή με το υπόλοιπο πρόγραμμα σπουδών, με αποτέλεσμα να μειώνεται η αδιαμφισβήτητη αξία τους στην κατανόηση της διαλεκτικής σύνδεσης του ατόμου με το κοινωνικοπολιτικό περιβάλλον.
Το παρόν πρόγραμμα σπουδών προετοιμάζει την ενσωμάτωση του μελλοντικού ιατρικού δυναμικού στις βασικές αντιλήψεις του καπιταλισμού. Μέσα στην εκπαίδευση προωθούνται αντιλήψεις προσαρμοσμένες στα πρότυπα «της αγοράς εργασίας» και την επιχειρηματικότητα. Διαρκώς προβάλλεται η αναγκαιότητα η ιατρική πρακτική να υποτάσσεται σε λογικές «κόστους-ωφέλειας» (και είναι λογικό για ένα σύστημα υγείας το οποίο λειτουργεί με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια). Σποραδικά εκθειάζεται έμμεσα ή και άμεσα ο ιδιωτικός τομέας και απαξιώνεται το δημόσιο σύστημα υγείας[2].
Ακόμα, διάχυτη είναι η αντίληψη ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να γίνει κανείς καλός γιατρός είναι η υπέρ-εντατικοποίηση των σπουδών, σύμφωνα με τις απαιτήσεις «της αγοράς εργασίας». Ομως για να είναι κάποιος καλός γιατρός δεν αρκεί μόνο να ανεβάσει το επίπεδό ΤΟΥ με την εξειδίκευση της γνώσης αλλά να παίρνει υπόψη του στη διάγνωση και θεραπεία τους κοινωνικούς παράγοντες που επιδρούν στην υγεία. Να τους αποκαλύπτει, να προτείνει επιστημονικά τεκμηριωμένες λύσεις, να βοηθά τους εργαζόμενους στον αγώνα για καλύτερη ζωή. Ενας ολοκληρωμένος επιστήμονας σημαίνει επιστήμονας ενταγμένος στην κοινωνική πάλη, στο πλευρό της εργατικής τάξης, στο πλευρό του λαού μας.
Στο περιεχόμενο μιας τέτιας ιατρικής εκπαίδευσης ακόμα και χρήσιμα εργαλεία της ιατρικής επιστήμης διδάσκονται κάτω από ένα παραμορφωτικό πρίσμα. Παράδειγμα αποτελεί η συστηματική προώθηση αντιλήψεων προσαρμογής του ιατρικού προσωπικού σε σύγχρονα «πρότυπα» θεραπείας. Είναι γεγονός ότι τα πρότυπα θεραπείας διαμορφώνονται τελευταία υπό την καθοδήγηση φαρμακευτικών και ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιρειών. Ετσι «τα πρότυπα», αντί για εργαλεία στα χέρια των γιατρών, γίνονται μέσα για τη μείωση του κόστους της εξατομικευμένης διάγνωσης και θεραπευτικής αγωγής του κάθε ασθενούς με στόχο τη διαμόρφωση γενικών διαγνωστικών και θεραπευτικών σχημάτων για τη μείωση του «κόστους» στις υπηρεσίες υγείας, δημόσιες και ιδιωτικές. Ακόμα, μαθήματα σχετικά με τις «νέες τεχνολογίες» στην ιατρική δεν ξεφεύγουν από τον προσανατολισμό που αναφέρθηκε προηγούμενα. Για παράδειγμα η διδασκαλία της τηλεϊατρικής, ενός εργαλείου στα χέρια ενός ιατρικού δυναμικού που θα υπηρετεί τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, στη σημερινή κατάσταση παρουσιάζεται και εν μέρει εφαρμόζεται, ως ένα πολύ χρήσιμο μέσο για την αντικατάσταση του αναγκαίου, επιστημονικά ολοκληρωμένου ιατρικού δυναμικού σε ολόκληρη την επικράτεια από λίγους γιατρούς και πολλούς εκπαιδευμένους «χειριστές» και χωρίς τις απαραίτητες υποδομές. Στα πλαίσια της προσαρμογής του μελλοντικού ιατρικού δυναμικού στους κανόνες της αγοράς προωθούνται και εφαρμόζονται μαθήματα οικονομίας των συστημάτων υγείας, το περιεχόμενο των οποίων αντικατοπτρίζει τον καπιταλιστικό τρόπο προσέγγισης της παρεχόμενης περίθαλψης με γνώμονα την επιχειρηματικότητα, αγνοώντας τον παράγοντα άνθρωπο.
Να σημειώσουμε ότι όποτε επιχειρούνται και υλοποιούνται αλλαγές στο πρόγραμμα σπουδών, αυτές στοχεύουν στην αύξηση των ωρών διδασκαλίας με λογιστικό τρόπο και όχι στην ουσιαστική βελτίωση του επιπέδου και του περιεχομένου σπουδών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί αλλαγή του προγράμματος σπουδών το 1998 και πρόσφατα στην Ιατρική σχολή Θεσσαλονίκης, αλλά και στην Αλεξανδρούπολη το 2002, όπου απλά προστέθηκαν ώρες, χωρίστηκαν μαθήματα ή προστέθηκαν κάποια άλλα, προετοιμάζοντας το έδαφος για ακόμα πιο αντιδραστικές αλλαγές.
Βασικό πρόβλημα της ιατρικής εκπαίδευσης είναι η ανομοιογένεια στα προγράμματα σπουδών των ιατρικών σχολών ανά την Ελλάδα (τόσο τυπικά, όσο και ουσιαστικά). Μιλάμε για έναν κοινό βασικό άξονα μαθημάτων σε όλη τη χώρα, αλλά από σχολή σε σχολή διδάσκονται πολλά άλλα διαφορετικά (π.χ. η Παθοφυσιολογία δεν υπάρχει παντού), ενώ άλλα μαθήματα διδάσκονται και σε διαφορετικά έτη. Ανομοιογένεια στο περιεχόμενο των διδασκομένων μαθημάτων παρουσιάζεται ακόμα και μέσα στην ίδια σχολή, ακόμα και στο ίδιο έτος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι τα κλινικά μαθήματα στην ιατρική σχολή Αθήνας, στην οποία μάθημα του ίδιου έτους διδάσκεται διαφορετικά και με διαφορετική επικέντρωση σε συγκεκριμένα θέματα από κλινική σε κλινική. Επίσης, η κλινική άσκηση γίνεται με διαφορετικούς όρους στις σχολές ιατρικής ανά την Ελλάδα (διαφορετικά χρόνια, σε κλινικές άλλες πιο σύγχρονες και άλλες παλιότερες, με διαφορετικό αριθμό φοιτητών - από μικρό έως υπερβολικά μεγάλο, διαφορετικές υποδομές κ.ά.).
Κρίσιμο ζήτημα στην ιατρική εκπαίδευση είναι η μη πλήρης και αποκλειστική απασχόληση των καθηγητών. Η πλειονότητα των πανεπιστημιακών ετεροαπασχολούνται στον ιδιωτικό τομέα, σε ιδιωτικά νοσηλευτικά ιδρύματα, αλλά και σε φαρμακευτικές εταιρείες. Η διαπλοκή τους με τα μονοπωλιακά συμφέροντα στο χώρο της υγείας επιδρά άμεσα ή έμμεσα στον προσανατολισμό της διδακτικής και ερευνητικής δραστηριότητάς τους. Επιδρά κατ’ επέκταση και στο περιεχόμενο της ιατρικής εκπαίδευσης, ώστε αυτή να κατευθύνεται σε τομείς ή επιμέρους αντικείμενα, που μπορούν να αποδώσουν κέρδος στα μονοπώλια στο χώρο της υγείας. Οι καθηγητές της μη πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης γίνονται το όχημα για την επίτευξη αυτών των επιδιώξεων.
Η ανάδειξη της ιδιωτικής απασχόλησης σε πρωτεύον καθήκον από κάποιους καθηγητές είναι ανασταλτικός παράγοντας στην αφοσίωσή τους στο ακαδημαϊκό έργο (διδακτικό, ερευνητικό, κλινικό, διοικητικό). Παραδείγματα αποτελούν η ελλιπής παρουσία του διδακτικού προσωπικού στην κλινική ή το αμφιθέατρο (π.χ. η άσκηση των φοιτητών στις κλινικές γίνεται συχνά με τη βοήθεια ειδικευομένων), η ερευνητική δραστηριότητα να προσανατολίζεται σε τομείς που επιβάλλουν οι ιδιωτικές εταιρείες ή να καταντά να είναι αποσπασματική. Αυτή η ετεροαπασχόληση επιδρά και στη συνείδηση των ίδιων των καθηγητών, διαβρώνοντάς την. Η αναγκαιότητα συνεισφοράς στην καλύτερη δυνατή εκπαίδευση των μελλοντικών γιατρών, η αφοσίωση στην πρόοδο του πανεπιστημίου και στην ερευνητική προσφορά, αλλά και η μη εκμετάλλευση του ανθρώπου καθίσταται πάρεργο μπρος στα κέρδη της ιδιωτικής απασχόλησης. Ταυτόχρονα, υπαρκτό φαινόμενο που έχει επιπτώσεις στην εκπαίδευση είναι το ζήτημα της αξιοκρατίας στην εξέλιξη των καθηγητών (όχι μόνο της ιατρικής).
Αλλο σημαντικό ζήτημα που πρέπει να αναδειχθεί είναι η υλικοτεχνική υποδομή. Βασικά χαρακτηρίζεται ως ανεπαρκής και συχνά προβληματική. Ο εξοπλισμός στα εργαστήρια είναι μικρός και δεν αντιστοιχεί στον αριθμό των φοιτητών και στις σύγχρονες απαιτήσεις της εκπαίδευσης[3]. Πέρα όμως από το ζήτημα του εξοπλισμού των εργαστηρίων, ο αριθμός του παραϊατρικού προσωπικού είναι μικρός σε σχέση με τις ανάγκες για την εύρυθμη λειτουργία τους, ενώ επίσης κρίσιμο ζήτημα είναι το καθεστώς των εργασιακών τους σχέσεων (συμβασιούχοι - μερική απασχόληση).
Σημαντικές είναι οι καθυστερήσεις στη διανομή των επιστημονικών συγγραμμάτων. Απαράδεκτο είναι και το φαινόμενο των περικοπών ακόμα και σε συγγράμματα που διεθνώς αναγνωρίζονται ως απαραίτητα για την εκπαίδευση[4]. Επιπλέον, λίγο αξιοποιούνται οι δυνατότητες των καθηγητών ιατρικής με ίδιο γνωστικό αντικείμενο, για τη συγγραφή πλήρων και επίκαιρων διδακτικών βιβλίων, πράγμα που θα μπορούσε να καλύψει ένα σημαντικό κενό.
Προβληματικοί είναι οι όροι και οι συνθήκες που διεξάγεται η κλινική εκπαίδευση των φοιτητών. Εξαιτίας των λίγων θέσεων εκπαίδευσης στα δημόσια νοσοκομεία για τα κλινικά έτη, οι φοιτητές αναγκάζονται να συνωστίζονται δεκάδες ή εικοσάδες στους θαλάμους των νοσοκομείων και με δυσχέρεια να καταφέρνουν να πάρουν ένα ιστορικό από έναν ασθενή ή να τον εξετάσουν. Εξαιτίας αυτών των συνθηκών κάποιες φορές καθίσταται αδύνατο να πραγματοποιηθεί ουσιαστικά η κλινική άσκηση των φοιτητών π.χ. σε χώρους εργαστηριακών δοκιμασιών ή και αλλού.