«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ: 1918-2002. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ - ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1941-1945. ΚΑΤΟΧΗ- ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ»


ΚΟΜΕΠ

«ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ: 1918-2002. ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΛΑΟΥ - ΠΕΡΙΟΔΟΣ 1941-1945. ΚΑΤΟΧΗ- ΔΕΚΕΜΒΡΙΑΝΑ»

Εκδοση «Ριζοσπάστης» - «Σύγχρονη Εποχή» Αθήνα 2002

Η έκδοση που έχετε στα χέρια σας αποτελεί και αποκαλύ­πτει ταυτόχρονα ένα κομμάτι της ιστορίας του λαϊκού κινή­ματος στην Ελλάδα από τη σκοπιά του έντυπου δημοσιογρα­φικού λόγου κάτω απ' τις πιο αντίξοες συνθήκες της χιτλερι­κής κατοχής και της αγγλικής ιμπεριαλιστικής επέμβασης με­τά την απελευθέρωση. Εχει, λοιπόν, τη δική της ξεχωριστή ιστορία, η έκδοση του Ριζοσπάστη, οργάνου της ΚΕ του ΚΚΕ, στις συγκεκριμένες συνθήκες των περιόδων αυτών, διαφο­ρετικές για καθεμιά βεβαίως, αλλά απαιτούσε την ηρωική δου­λειά των συντακτών και των ρεπόρτερ, των τυπογράφων αλ­λά και των διακινητών της, προκειμένου να τυπωθεί και να φτάσει ως αποτέλεσμα, αυτό το θαυμάσιο έργο της προπα­γανδιστικής, διαφωτιστικής και οργανωτικής δράσης του Κόμ­ματος της εργατικής τάξης στο λαό.

Μα είναι και η ίδια, σαν έκδοση, ξεχωριστή. Ξεχωριστή για­τί αποτελεί ιστορικό ντοκουμέντο μιας περιόδου της νεότε­ρης ιστορίας της Ελλάδας και του λαϊκού της κινήματος, το οποίο βρέθηκε πρωταγωνιστής των εξελίξεων όταν η άρχου­σα τάξη όχι μόνο συμβιβαζόταν με την πραγματικότητα της ιμπεριαλιστικής βαρβαρότητας με τη μορφή του φασισμού και του ναζισμού, «της τότε νέας τάξης πραγμάτων», αλλά το θε­μελιακό ζήτημα που την απασχολούσε ήταν η διατήρηση, η συνέχεια και το μέλλον του κοινωνικοοικονομικού της συ­στήματος στην Ελλάδα με κάθε μέσο. Και συνδέεται με μια από τις πιο σημαντικές, ένδοξες και ηρωικές εποχές της λαϊκοδημοκρατικής και επαναστατικής δράσης.

Η ιστορική περίοδος στην οποία αναφερόμαστε είχε, από την άποψη των κοινωνικοπολιτικών εξελίξεων, ως ένα βασι­κό χαρακτηριστικό της την εθνικοαπελευθερωτική πάλη του λαού μας κατά της ξενικής χιτλεροφασιστικής κατοχής και υποδούλωσης. Αλλά μόνο μ' αυτό το χαρακτηριστικό δεν απο­τυπώνεται ολόκληρη η ιστορική αλήθεια της εξελισσόμενης στη συγκεκριμένη περίοδο πραγματικότητας. Γιατί η ταξική πάλη ανάμεσα στην άρχουσα τάξη της Ελλάδας από τη μια πλευρά και στην εργατική τάξη και τ' άλλα λαϊκά στρώματα από την άλλη, διεξάγονταν ασίγαστα ακόμη και σ' αυτή την περίοδο. Αλλωστε ο λαός μας την απελευθέρωση του από τους Γερμανούς κατακτητές δεν πρόλαβε να τη χαρεί και να διατηρήσει για πολύ, αφού οι Αγγλοι ιμπεριαλιστές επεμβαί­νουν στην Ελλάδα ως κατακτητές, επιβάλλοντας ουσιαστικά μια δεύτερη κατοχή. Κάτω από άλλες συνθήκες βεβαίως και με διαφορετικούς πολιτικούς σκοπούς, αλλά η ουσία της νέ­ας κατάκτησης παραμένει. Αλλωστε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλε­μος ξεκίνησε ως ιμπεριαλιστικός, ανάμεσα σε δυο συνασπι­σμούς καπιταλιστικών κρατών (Αγγλία, Γαλλία, ΗΠΑ, από τη μια πλευρά και Γερμανία, Ιταλία, Ιαπωνία από την άλλη), για το εδαφικό ξαναμοίρασμα σφαιρών επιρροής αλλά και με ένα κοινό σκοπό. Την ανατροπή του σοσιαλισμού στην ΕΣΣΔ. Απ' αυτή την άποψη, η επέμβαση των Αγγλων ιμπεριαλιστών στην Ελλάδα έρχεται ως συνέχεια της οικονομικοπολιτικής σύν­δεσης του κεφαλαίου στην Ελλάδα με την αστική τάξη της Αγγλίας (ήταν «παραδοσιακοί» σύμμαχοι), μετά την ήττα του αντίπαλου συνασπισμού καπιταλιστικών κρατών στον πόλε­μο. Μα η επέμβαση των Αγγλων ίσως να μην τους ήταν χρειαζούμενη, αν στον εθνικοαπελευθερωτικό πόλεμο ηγούνταν η αστική τάξη της Ελλάδας, οπότε και θα μπορούσε να ήταν ο ηγέτης των μεταπελευθερωτικών κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών εξελίξεων στην Ελλάδα.

Η πραγματικότητα όμως εξελίχτηκε εντελώς διαφορετι­κά. Σ' αυτό τον πόλεμο ηγήθηκε η εργατική τάξη με τους συμ­μάχους της. Και στη μεταπελευθερωτική πορεία της Ελλάδας αυτό το γεγονός έβαζε τη σφραγίδα του. Αποδείχτηκε με τη μετέπειτα πορεία της Ελλάδας και τον Εμφύλιο πόλεμο, στον οποίο έσπρωξαν οι Αγγλοαμερικανοί ιμπεριαλιστές και η ντό­πια άρχουσα τάξη.

Ουσιαστικά σ' όλη την πορεία του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα και ανεξάρτητα από το γεγονός ότι δε βρισκόταν σε πρωτεύουσα θέση των εξελίξεων, αντικειμενικά κρινόταν το «ΠΟΙΟΣ - ΠΟΙΟΝ», στο ζήτημα της εξουσίας, μετά την απε­λευθέρωση. Και απασχολούσε το ίδιο την άρχουσα τάξη και τα πολιτικά της κόμματα, αλλά και την εργατική τάξη και τους συμμάχους της και τα συνασπισμένα στο ΕΑΜ κόμματα τους, όπως και τον ίδιο το συνασπισμό του ΕΑΜ. Αλλωστε η ταξική πάλη στις ταξικές κοινωνίες ποτέ δε σταματά.

Η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, ακόμη πριν τον πόλεμο και στη διάρκεια της προετοιμασίας του, προετοιμαζόταν η ίδια να αντιμετωπίσει ανάλογες καταστάσεις, φροντίζοντας η πάλη της ενάντια στο εργατικό και γενικότερα το λαϊκό κίνημα, να γίνεται ολοένα και πιο αποτελεσματική, με αποκορύφωμα τό­τε την εγκαθίδρυση της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου από τον Μεταξά. Το καθεστώς της οποίας αρνήθηκε να απελευ­θερώσει τους κρατούμενους στις φυλακές και τις εξορίες κομ­μουνιστές και άλλους αγωνιστές, προκειμένου, όπως ζητού­σαν, να σταλούν εθελοντικά στο πολεμικό μέτωπο. Ακόμη και σ' αυτή την ιστορική στιγμή, το ταξικό ζήτημα για την άρχου­σα τάξη ήταν το πρωτεύον. Και δεν έφτασε μόνο αυτό. Οσοι δεσμώτες κομμουνιστές δεν κατάφεραν να αποδράσουν πα­ραδόθηκαν στους Γερμανούς κατακτητές, πολλοί από τους οποίους βεβαίως πέρασαν τη φρικιαστική εμπειρία των στρα­τοπέδων του Νταχάου, του Αουσβιτς, του Μαουτχάουζεν και αλλού. Χαρακτηριστικό παράδειγμα ο τότε ΓΓ της ΚΕ του ΚΚΕ Νίκος Ζαχαριάδης.

Βεβαίως και οι επιλογές της άρχουσας τάξης της Ελλάδας μετά την εισβολή των Γερμανών δεν ήταν ενιαίες, πράγμα εντελώς φυσιολογικό, αφού τα ιδιαίτερα συμφέροντα τμη­μάτων της διαφέρουν. Και αυτό αντανακλάται και στις έξω­θεν της χώρας συμμαχίες. Ενα χαρακτηριστικό της εποχής εκείνης μετά την εισβολή των Γερμανών στην Ελλάδα ήταν το εξής: Το τμήμα της που είχε οικονομικοπολιτικές σχέσεις με τους Αγγλογάλλους φρόντισε να φύγει από την Ελλάδα για τη Μέση Ανατολή, το δε τμήμα της που είχε ανάλογες σχέ­σεις με τους Γερμανούς, να μείνει στην Ελλάδα και να εγκα­θιδρύσει το κατοχικό καθεστώς με διάφορα πολιτικά σχήματα και πρόσωπα και ένα κρατικό μηχανισμό που θα αποτελέσει, όπως αποδείχτηκε μετά την απελευθέρωση, έναν από τους πιο καλούς μηχανισμούς, εξασφάλισης της εξουσίας του κεφαλαίου στο σύνολο του.

Επίσης ακόμη πριν την απελευθέρωση και έχοντας επίγνωση των συνθηκών που δημιουργούνται παγκόσμια, ιδιαί­τερα μετά τη νίκη των σοβιετικών στο Στάλινγκραντ που ήταν η αρχή του τέλους του πολέμου, αυτό που απασχολούσε την άρχουσα τάξη της Ελλάδας ήταν το μεταπελευθερωτικό κα­θεστώς. Γιατί την απασχολούσε; Μα γιατί στην Ελλάδα άρχι­σε να οργανώνεται μια νέα λαϊκή εξουσία. Το έπος του ΕΑΜ δεν ήταν μόνο η εθνική απελευθέρωση, αλλά και η δημιουρ­γία των φύτρων της λαϊκής εξουσίας στην Ελλάδα. Που μπο­ρεί βεβαίως να μην αγκάλιαζε τα τότε αστικά κέντρα, αλλά στην υπόλοιπη Ελλάδα είχε ήδη τη δική της δράση με τα όρ­γανα λαϊκής αυτοδιοίκησης, τα λαϊκά δικαστήρια, αλλά και την κυβέρνηση του βουνού όπως τη βάφτισε ο λαός, την ΠΕΕΑ. Είχε ακόμη το δικό της λαϊκό στρατό τον ΕΛΑΣ και την πλει­οψηφία του ελληνικού λαού συσπειρωμένη στο ΕΑΜ.

Η λαϊκή εξουσία δεν κατέκτησε την τελική νίκη. Αυτό είναι καίριο στρατηγικό ζήτημα, για το οποίο η πολιτική πρωτοπο­ρία, η καθοδήγηση και οι ηγετικές πολιτικές δυνάμεις του αγώ­να με πρώτο απ' όλες το Κόμμα της εργατικής τάξης, μπορούν να εξασφαλίσουν, αν σωστά κατανοούν και υπολογίζουν τις αντικειμενικές συνθήκες, το συσχετισμό των δυνάμεων, να προβλέπουν και να προνοούν για τις εξελίξεις, εφαρμόζοντας σωστά τις νομοτέλειες της ταξικής πάλης για το καθοριστικό ζήτημα, και ως προς τους ελιγμούς και συμβιβασμούς, αλλά και ως προς το στρατηγικό σκοπό. Ο οποίος βεβαίως πρέπει να είναι σωστά καθορισμένος. Και εδώ, στη σύνδεση του ζητήματος της εξουσίας με το ζήτημα της εθνικοαπελευθερωτικής πάλης, έγιναν λάθη στρατηγικής. Η επέμβαση των Αγγλων διαμόρφωσε μετά την απελευθέρωση άλλο συσχετι­σμό δύναμης στο εσωτερικό της Ελλάδας. Και αυτό, σε συν­δυασμό με το γεγονός της συμμετοχής της Αγγλίας στον αντιχιτλερικό συνασπισμό, επέδρασε στα στρατηγικά λάθη, πριν ακόμη την απελευθέρωση, όπως οι Συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας για το μεταπελευθερωτικό καθεστώς της Ελλάδας και το ζήτημα της εθνικής ενότητας. Γιατί ου­σιαστικά οι έχοντες την εξουσία στην Ελλάδα (ΕΑΜ-ΠΕΕΑ), κατέληξαν να συμφωνήσουν να τη μοιραστούν μετά την απε­λευθέρωση. Μόνο που στο συγκεκριμένο ζήτημα δε χωράει μοιρασιά.

Παρ' όλ' αυτά σε τίποτα δεν αναιρείται η μεγάλη εποποιία που έγραψε το εργατικό και το λαϊκό κίνημα της συγκεκρι­μένης περιόδου. Οχι μόνο στον ένοπλο για την απελευθέρω­ση αγώνα. Αλλά και στον αγώνα των αστικών κέντρων της ερ­γατικής τάξης για την επιβίωση του λαού την περίοδο της Κα­τοχής, αλλά και για τη ματαίωση της επιστράτευσης από τους Γερμανούς, όταν πλέον άρχισαν οι απώλειές τους να γίνονται αισθητές και οι ανάγκες κυρίως εργατικών χεριών που θα συνεχίσουν να κινούν την πολεμική τους μηχανή ήταν επίσης αισθητές, όπως και για άλλα ζητήματα. (…)

Ο Ριζοσπά­στης, συμμετέχοντας ενεργά και μαχητικά από την πρώτη γραμμή της λαϊκής πάλης αυτής της ιστορικής περιόδου, κα­τάκτησε τη δική του ξεχωριστή θέση ως η εφημερίδα που ατα­λάντευτα στρατεύτηκε στο πλευρό της εργατικής τάξης και του λαού. Ετσι που οι τότε σύντροφοι μας που τάχτηκαν σ' αυτό το μετερίζι να γράψουν την ξεχωριστή ιστορία, που ως ντοκουμέντο πλέον αποτυπώνεται στην έκδοση που έχετε στα χέρια σας. Δείγμα της πραγματικής δημοσιογραφίας στις πιο αντίξοες συνθήκες που διδάσκει στις μέρες μας το ρόλο και την αποστολή του συντάκτη και του ρεπόρτερ. Στις μέρες που η ιμπεριαλιστική τάξη πραγμάτων ισοπεδώνει τα πάντα επιδιώκοντας να χρησιμοποιήσει για την υποταγή των συνειδήσεων τη δημοσιογραφική πένα και τον ηλεκτρονικό λόγο σ' όλες τους τις εκδοχές. Μέσα από τα φύλλα του Ριζοσπάστη που παρουσιάζονται σήμερα και αναλογιζόμενοι τις συνθή­κες στις οποίες εκδόθηκαν αναδεικνύεται πραγματικά ποιο πρέπει να 'ναι το περιεχόμενο της δουλειάς του δημοσιογράφου για να υπηρετεί την αλήθεια σε όφελος του λαού. Της δημοσιογρα­φικής δουλειάς που ανάδειξε η γενιά του Μαρουκάκη, του Φίτσιου, του Καραγιώργη, του Βιδάλη και τόσων άλλων που βγή­καν από τη μεγάλη του Ριζοσπάστη δημοσιογραφική σχολή για να μετουσιώνονται σε πράξη οι στίχοι του ποιητή:

«Κάποτε κείνοι νίκησανμα σε λίγο άλλοι έγιναν πρώτοι.Με τη δύναμη και την ορμή των πρώτωνξεπέρασαν τους πεθαμένους.Ετσι κατακτήθηκε η κορυφή».


ΣημειώσειςΣημειώσεις

Απόσπασμα από τον πρόλογο του Λευκώματος.