Οπως αποφασίστηκε στη Σύνοδο Κορυφής της Λισσαβόνας, ο βασικός στόχος του 6ου πλαισίου χρηματοδότησης της έρευνας είναι η αύξηση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων. Η αναφερόμενη συμβολή προς όφελος του Ευρωπαίου πολίτη είναι έμμεση και αποτελεί το καρότο για την αποδοχή των κεφαλαιοκρατικών αναδιαρθρώσεων, που σε τελευταία ανάλυση θα δώσουν στο κεφάλαιο τη δυνατότητα να επιτεθεί στα εργασιακά, δημοκρατικά και κοινωνικά δικαιώματα από καλύτερες θέσεις, αν δεν οργανωθεί και η αντεπίθεση της εργατικής τάξης. Στο 6ο πλαίσιο κορυφώνονται οι τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στο χώρο της έρευνας, του σκληρού ανταγωνισμού, της ανατροπής των εργασιακών δικαιωμάτων των ερευνητών και της αύξησης της απόστασης που χωρίζει αυτούς που συμμετέχουν στη χρηματοδότηση της έρευνας από τη συντριπτική πλειοψηφία των πανεπιστημιακών και άλλων ερευνητών που μένει εκτός.
Οι τάσεις αυτές γίνονται όλο και καθαρότερες στην πορεία από το 4ο προς το 6ο πλαίσιο. Στο τέταρτο πλαίσιο προβλέπονταν ένα 7% του προϋπολογισμού, για βασική έρευνα, όπου δεν ήταν απαραίτητη η συμμετοχή επιχειρήσεων. Επίσης οι κοινοπραξίες και τα ερευνητικά έργα ήταν σχετικά μικρά και η συμμετοχή σε αυτά φορέων από χώρες χαμηλής (στα πλαίσια της ΕΕ) ανάπτυξης όπως η Ελλάδα αποτελούσε σχετικό πλεονέκτημα στη βαθμολόγηση των προτάσεων. Στο 5ο πλαίσιο, μηδενίστηκαν οι χρηματοδοτήσεις για βασική έρευνα και στην ουσία θεσμοθετήθηκε η κυριαρχία των επιχειρήσεων στις κοινοπραξίες που πέτυχαν χρηματοδότηση στο σκληρό ανταγωνισμό. Οσο μεγαλύτερες οι επιχειρήσεις και ειδικά αν ο συντονιστής είναι πολυεθνική τόσο μεγαλύτερες οι πιθανότητες επιτυχίας της πρότασης. Στο 6ο πλαίσιο η κεφαλαιοκρατική κυριαρχία, η συγκέντρωση των χρηματοδοτήσεων σε μεγάλες και πολύ λίγες κοινοπραξίες είναι ανοιχτός στόχος, όπως θα δούμε στη συνέχεια του άρθρου. Σχεδιάζεται η άμεση και πλήρης υποταγή της επιστημονικής έρευνας και παραγόμενης γνώσης στην εξέλιξη των παραγωγικών μέσων από το κεφάλαιο, αφού «Η στρατηγική που υιοθετήθηκε στη Λισσαβόνα είναι προς την επιταχυνόμενη μετάβαση στην ανταγωνιστική και δυναμική οικονομία της γνώσης...»[8].
Ο στόχος των πλαισίων χρηματοδότησης της Ευρωπαϊκής Ενωσης δεν είναι μόνο η παραγωγή γνώσης που θα μετατραπεί άμεσα σε εκμεταλλεύσιμο προϊόν, αλλά η αναδιάρθρωση του ερευνητικού χώρου. Η συγκέντρωση και η συγκεντροποίηση των πόρων στα «Κέντρα Αριστείας» προς όφελος των πολυεθνικών, ο τρόπος σύνταξης των προτάσεων και η οργάνωση της παραγωγής του ερευνητικού έργου ωθεί τα πανεπιστήμια να συμμετέχουν στην ολοκλήρωση με την εσωτερική τους επιχειρηματική αναδιάρθρωση. Βιομηχανική οργάνωση, μεγάλες κοινοπραξίες, ελαστικές εργασιακές σχέσεις για τους ερευνητές.
Το 6ο πλαίσιο της ΕΕ ολοκληρώνει τα βασικά χαρακτηριστικά του Ευρωπαϊκού Χώρου Ερευνας (ΕΧΕ), ο προϋπολογισμός του είναι 17,5 δισεκατομμύρια ευρώ και αντιπροσωπεύει το 5,4 % των συνολικών δημόσιων δαπανών για την έρευνα στην Ευρώπη. «Το 6ο πλαίσιο είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό «εργαλείο» για την υλοποίηση του Ευρωπαϊκού Χώρου Ερευνας (ΕΧΕ) ο οποίος στοχεύει στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ευρωπαϊκής οικονομίας -μια εσωτερική αγορά για την επιστήμη και την τεχνολογία- μέσω του συντονισμού των εθνικών ερευνητικών πολιτικών και της διασύνδεσης των καλύτερων ερευνητικών κέντρων της Ευρώπης»[9].
Οι περιοχές της επιστήμης και της τεχνολογίας που χρηματοδοτούνται είναι πολύ λιγότερες από τα προηγούμενα πλαίσια και «εστιάζεται» και «ολοκληρώνεται» η ευρωπαϊκή συνεργασία εκεί που ξεκάθαρα προσφέρεται «προστιθέμενη αξία». Τα νέα εργαλεία του 6ου πλαισίου είναι τα «Δίκτυα Αριστείας» (Network of Excellence)[10] και τα «Ολοκληρωμένα Εργα» (Integrated Projects)[11] που συγκεντρώνουν και το μεγαλύτερο ποσοστό χρηματοδότησης έχουν μεγάλους προϋπολογισμούς και είναι ολιγάριθμα. Οι προϋπολογισμοί για ένα «Δίκτυο Αριστείας» και «Ολοκληρωμένο Εργο» φτάνουν τα 30 και μερικές δεκάδες εκατομμύρια ευρώ αντίστοιχα. Ο προϋπολογισμός μαμούθ για τις Τεχνολογίες της Κοινωνίας της Πληροφορίας των περίπου τρεισήμισι δισεκατομμυρίων ευρώ, θα κατανεμηθεί σε 50-70 περίπου Ολοκληρωμένα Εργα σε όλη την Ευρώπη. Είναι φανερό ότι στη χρηματοδοτούμενη έρευνα για την «κοινωνία της πληροφορίας» θα συμμετέχουν μερικές δεκάδες τμήματα πληροφορικής από όλη την Ευρώπη (μπορούν να συμμετέχουν και οι υπό ένταξη χώρες και οι υποψήφιες) και αντίστοιχος αριθμός πολυεθνικών και μεγάλων επιχειρήσεων, οι ισχυρότερες του χώρου αφού τα προγράμματα είναι ανταγωνιστικά.
Οσον αφορά στα «Δίκτυα Αριστείας» για να επιχορηγηθεί ένας φορέας που θα χρηματοδοτηθεί με 100 χιλ. ευρώ θα πρέπει ήδη να συμμετέχει σε άλλα ερευνητικά έργα προϋπολογισμού 400 χιλ. ευρώ. Επομένως, ενισχύονται τα ήδη καθιερωμένα ερευνητικά κέντρα, εργαστήρια, ινστιτούτα και εταιρίες για να γίνει μεγαλύτερη συγκέντρωση δυναμικού και πόρων σε όφελος του κεφαλαίου, ενώ η μεγάλη πλειοψηφία των πανεπιστημιακών και άλλων ερευνητών αποκλείεται από τις πηγές χρηματοδότησης. Ο Ευρωπαϊκός Χώρος Ερευνας θα είναι μια ερευνητική έρημος με λίγα φρούρια «αριστείας» κατειλημμένα από το κεφάλαιο.
Ειδικά για τους Ελληνες ερευνητές διαγράφεται ένα πολύ σκληρό και άγονο τοπίο. Οι δαπάνες για έρευνα στην χώρα μας είναι 0,68% του ΑΕΠ, όταν ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 1,93% του ΑΕΠ, το δε 24,7% των δαπανών προέρχονταν από την ΕΕ[12]. Είναι προφανές ότι δεν υπάρχει εκείνη η εθνική χρηματοδότηση που θα έδινε τη δυνατότητα συμμετοχής, κατανομή της χρηματοδότησης του 6ου πλαισίου. Δεν είναι τυχαίο ότι στις εκδηλώσεις ενδιαφέροντος οι ελληνικοί φορείς αποτελούν το 1% του συνόλου. Είναι φανερό ότι η απόσταση μεταξύ των αναπτυγμένων και λιγότερο αναπτυγμένων χωρών θα γίνει χάσμα αγεφύρωτο. Αλλά ακόμη και μέσα στις αναπτυγμένες χώρες, η διαφοροποίηση μεταξύ των πανεπιστημίων, πανεπιστημιακών τμημάτων και σχολών που θα συμμετέχουν στο ερευνητικό γίγνεσθαι και αυτών που θα φυτοζωούν ερευνητικά ή θα αποκλειστούν από το ερευνητικό γίγνεσθαι, θα διευρυνθεί.
Ο Ευρωπαϊκός Χώρος Ερευνας θα είναι μια κλασική περίπτωση ανισόμετρης επιστημονικής και τεχνολογικής ανάπτυξης τόσο στο εσωτερικό των χωρών αλλά και μεταξύ των χωρών πρώτης και δεύτερης ταχύτητας. Η Γερμανία έχει προετοιμαστεί με τη συγκρότηση 3-4 ινστιτούτων νανο-μικρο-τεχνολογίας εδώ και μία δεκαετία τα οποία θα είναι οι κυρίαρχοι παίχτες τόσο στα «Ολοκληρωμένα Εργα» όσο και στα «Δίκτυα Αριστείας» που, για το εν λόγω αντικείμενο, θα είναι μετρημένα το πολύ στα δάκτυλα των δύο χεριών. Η ανισόμετρη ερευνητική ανάπτυξη σε μια εποχή που η επιστήμη παίζει στρατηγικό ρόλο στην ανάπτυξη της οικονομίας θα οξύνει ακόμη περισσότερο την ανισομετρία στο καταμερισμό εργασίας μέσα στην ΕΕ.
Η κριτική για τις θεματικές περιοχές που θα χρηματοδοτηθούν από το 6ο πλαίσιο μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο ενός άλλου άρθρου. Ομως πρέπει να επισημανθεί ότι χρηματοδοτούνται ως επί το πλείστον τεχνολογικές περιοχές της γνώσης για την άμεση μετατροπή σε προϊόν. Η συσσωρευμένη επιστημονική γνώση στις βασικές επιστήμες (μαθηματικά, φυσική, χημεία κλπ.) είναι σε τόσο υψηλό επίπεδο σε σχέση με την ανάπτυξη των παραγωγικών, που δε δίνεται δεκάρα για την παραπέρα ανάπτυξη των επιστημών, για νέες περιπλανήσεις του ανθρώπινου νου που μπορούν να ανοίξουν νέους ορίζοντες στην επιστήμη. Το κεφάλαιο απαιτεί εδώ και τώρα την εκμετάλλευση της «γενικής κοινωνικής γνώσης» με τη μετατροπή της σε νέα τεχνολογία για να ξεπεράσει την κρίση και οι πολιτικοί του εκφραστές με βάση αυτήν την απαίτηση καθορίζουν τις προτεραιότητες στη χρηματοδότηση της έρευνας. Σήμερα πολλές περιοχές της επιστήμης στα πανεπιστήμια καταδικάζονται στο ερευνητικό μαρασμό και αυτό αλλάζει δραστικά το χαρακτήρα των αντίστοιχων σχολών, αφού δε νοείται πανεπιστημιακή σχολή χωρίς τη δυνατότητα παραγωγής νέας γνώσης. Στον πανεπιστημιακό χώρο, ο σκληρός ανταγωνισμός για μια θέση στον ήλιο της έρευνας και ο ντε φάκτο αποκλεισμός γιατί η περιοχή δεν εμπίπτει στις προτεραιότητες του κεφαλαίου, σε συνδυασμό με την εφαρμογή της διακήρυξης της Μπολώνια, θα αλλάξει το τοπίο της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης στην Ευρώπη. Η μεγάλη πλειοψηφία των πανεπιστημιακών τμημάτων θα γίνουν σχολές κατάρτισης των απασχολήσιμων.
Ο διαχωρισμός μεταξύ των «Κέντρων Αριστείας» και των σχολών κατάρτισης εντείνεται ακόμη περισσότερο αφού και η κρατική χρηματοδότηση στη χώρα μας, όπως και σε άλλες καπιταλιστικές χώρες ακολουθεί τον ίδιο δρόμο. Χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι τελευταίες προκηρύξεις του ΠΕΝΕΔ και του προγράμματος «ΗΡΑΚΛΕΙΤΟΣ», που προκάλεσαν την αγανάκτηση και τις καταγγελίες της πανεπιστημιακής κοινότητας για τις, επιχειρηματικού τύπου, προβλέψεις στην οργάνωση και αποτίμηση της έρευνας, τη συγκέντρωση των χρηματοδοτήσεων σε περιορισμένο αριθμό κατευθύνσεων, έργα σχετικά μεγάλου προϋπολογισμού και ολιγάριθμα[13].